POESIA CUBANA -ΠOΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ ,Cintio Vitier
Cintio Vitier
[ Σίντιο Βιτιέρ]
Examen del Maniceo
Η εξέταση του Μανιχαίου
Antología de Poemas
Ανθολογία Ποιημάτων
Traducción: Stelios Karayanis / Μετάφραση :Στέλιος Καραγιάννης
A la manera de Prólogo
Mientras traducía los poemas de Cintio Vitier, veía que excepto de sus magníficos sonetos donde encontramos formas preciosas, la majestad de su arte tiene que ver con su genialidad y la temática de su potente poesía.Sus metáforas son preciosas y en la mayoría de sus poemas guarda con mucha atención el ritmo. Vitier gana con la inventio y va al fondo del ser humano enfocandose con una auténtica sensibilidad en todas sus preocupaciones.
Apenas aparecen en sus versos gotas de surealismo, y me parece que lo evita conssscientemente.Escibe con su mente,con su increible fantasía y con su corazón.Es sentimental y tierno sin caer nunca al sentimntalismo. Vitier conmueve y el mñas exigente lector de la poesía moderna.Tiene ésta virtud que la tienen sólo los potentes poetas. Su poesía no se ofrece nmediatamente al grande publico, como ocurre con la poesía de Nicolás Guillén, pero se dirige sobre todo a una minoria culta de intelectuuales, que les preocupan los temas del existencia humana,la solidaridad,la lucha por los valores humanos, el futuro de la poesía y el grande tema del amor.
Después de la Revolución Cubana, Vitier se hace poeta más social, combinando su ética religiosa con su fe al futuro del hombre cubano que sige luchando por su libertas y autorealización.
Diría que Vitier es el más intimista poeta de su generación, y a este respecto,su ética política nos recuerda los textos teóricos del Andaluz Universal, de Juán Ramón Jiménez, que fué el primer grande poeta que ha elogiado su magnñifica poesía, cuando publicó su primer libro.
Vitier va junto con los grandes poetas de Cuba, con José Martí y Nicolás Guillén,con José Lesama Lima y Eliseo Diego.Va como ellos, al fondo de las cosas y la profundidad de sus textos poéticos es una sorpresa para el traductor de su poesía.
Es en primer lugar poeta de las experiencias vividas del hombre en vias de su realización como ser humano,exteriores e interiores.Escribe poemas y para la poesía, intentando a ir al fondo del misterio de la creacion, con un pesimismo sano algunas veces, que acentua las dificultades del moderno hacedor y sus aventuras interiores con las palabras y las formas de la poessía moderna.
De la tradición cristiana de la que parte en muchos poemas de su primera fase, elige temas que le sirven para hablar en torno a la ética del artista y del hombre moderno.Se dirige a la poesía pidiendola “el nombre exacto de las cosas”.Es un buscador contínuo de la sustancia,de la esencia de las realidades humanas y de sus modos de expresión en la poesía.Evita cada adorno en la expresión y el estilo pomboso.
Su palabra es impetuosa y reveladora y nunca pomposa.Como profundo lector de la poesía y teórico eminente de la literatura moderna evita la pomposidad que acompaña una parte de la poesía hispanohablante.Va en contra a etsa postura e intenta concretar en verso coherente la sustancia de las cosas.En su lírica hay un contínuo ahincamiento a lo real y una constante angustia y preocupación para el futuro del hombre, que lo reune con los revolucionarios poetas de su pais.Lo soprprendido es que su poesía se lee hoy con el mismo interés y estoy seguro que su lectura será una grande sorprsesa y para el lector griego.
Atenas,15 de diciembre de 2021
Αντί Προλόγου
Καθώς μετέφραζα τα ποιήματα του Σίντιο Βιτιέρ έβλεπα ότι -εκτός από τα σονέτα του όπου συναντάμε κάποιες πανέμορφες φόρμες- το μεγαλείο της τέχνης του έχει να κάνει με την ποιητική του ευφυΐα και με τη θεματική των κειμένων του .Οι μεταφορές του είναι πανέμορφες και στην πλειοψηφία των ποιημάτων του φροντίζει να διατηρεί το ρυθμό. Ο Βιτιέρ κερδίζει με την ανακάλυψη νέων θεμάτων και πάει πάντα στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης, εστιάζοντας, με μια μεγάλη ευαισθησία, σε όλα τα θέματα που την απασχολούν
Μόλις που εμφανίζονται στους στίχους του κάποια ψήγματα του υπερρεαλισμού και μου φαίνεται ότι τον αποφεύγει συνειδητά. Γράφει με την ευφυΐα του και με την καρδιά του και είναι συναισθηματικός και τρυφερός, δίχως ποτέ να πέφτει σε αισθηματολογίες. Ο Βιτιέρ συγκινεί τον αναγνώστη του με τη συνεκτικότητα και την εκφραστική δύναμη των ποιητικών του μορφών. Η ποίηση του δεν προσφέρεται στο μεγάλο κοινό όπως η ποίηση του μεγάλου Νικολάς Γκιλλιέν, αλλά απευθύνεται κυρίως σε μια εκλεκτή μειοψηφία διανοουμένων, που τους ενδιαφέρουν τα θέματα της ανθρώπινης ύπαρξης, η αλληλεγγύη, η μοναξιά του καλλιτέχνη, η πάλη του σύγχρονου καλλιτέχνη για τις ανθρώπινες αξίες και το αιώνιο θέμα του έρωτα.
Μετά την Κουβανέζικη Επανάσταση ο Βιτιέρ γίνεται πιο κοινωνικός ποιητής συνθέτοντας την χριστιανική του ηθική με την πίστη του γα το μέλλον του κουβανέζικου λαού .Θα έλεγα ότι είναι ο πιο βαθύς ποιητής της γενιάς του, και αναφορικά μ’ αυτό, ότι η ποιητική ηθική του μας θυμίζει τα θεωρητικά κείμενα του ειδώλου του, τουΧουάν Ραμόν Χιμένεθ, του παγκόσμιου Ανδαλουσιανού, ο οποίος ήταν ο πρώτος μεγάλος ποιητής που εγκωμίασε την ποίηση του όταν εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο.
Ο Βιτιέρ πορεύεται μαζί με τους μεγάλος ποιητές της Κούβας, με τον Χοσέ Μαρτί επικεφαλής, με τον Νικολάς Γκιλλιέν,με τον Χοσέ Λεσάμα Λίμα και με τον φίλο του Ελισέο Διέγο. Πάει πάντα στο βάθος των πραγμάτων όπως αυτοί και η βαθύτητα και η νεωτερικότητα των κειμένων του προκαλούν μια έκπληξη στον αναγνώστη και στον μεταφραστή της ποίησης του. Είναι ποιητής των βιωματικών εμπειριών του ανθρώπου στην πορεία του προς την αυτοπραγμάτωση του ως ανθρώπινης ύπαρξης, των εξωτερικών και κυρίως των εσωτερικών του εμπειριών. Γράφει για την ποίηση, προσπαθώντας να φτάσει στα βάθη και στα μυστήρια της δημιουργίας, με έναν υγιή πεσιμισμό, που τονίζει τις δυσκολίες των σύγχρονων δημιουργών, περιγράφοντας συχνά τις περιπέτειες τους με τις λέξεις.
Από την χριστιανική παράδοση επιλέγει θέματα που του χρησιμεύουν για να μιλήσει για την ηθική του σύγχρονου δημιουργού και του ανθρώπου εν γένει. Απευθύνεται στην ποίηση ζητώντας της να του δώσει “ το ακριβές νόημα των πραγμάτων”. Είναι ένας συνεχής ερευνητής της ουσίας των ανθρωπίνων πραγματικοτήτων. Αποφεύγει κάθε διακόσμηση στη έκφραση και κάθε βερμπαλισμό. Η λέξη του είναι ορμητική και αποκαλυπτική και ποτέ πομπώδης. Σαν βαθύς αναγνώστης που είναι της ποίησης, και διακεκριμένος θεωρητικός της σύγχρονης λογοτεχνίας. βλέπει τα πομπώδη στοιχεία που συνοδεύουν ένα μεγάλο μέρος της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, κάτι που συμβαίνει και με την νεοελληνική. Είναι ενάντια σ’ αυτή τη στάση και προσπαθεί να συγκεκριμενοποιήσει σε στίχο την ουσία των πραγμάτων. Στον λυρισμό του υπάρχει μια συνεχής προσφυγή στο πραγματικό και μια σταθερή αγωνία και ανησυχία για το μέλλον του ανθρώπου που τον ενώνει με τους επαναστάτες ποιητές της χώρας του. Το εκπληκτικό είναι ότι η ποίηση του διαβάζεται σήμερα με το ίδιο ενδιαφέρον, όπως την εποχή που δημοσιεύτηκε και είμαι σίγουρος ότι η ανάγνωση του θα είναι μια μεγάλη έκπληξη και για τον Έλληνα αναγνώστη.
Αθήνα,15 του Δεκέμβρη του 2021
Examen del maniqueo
Cuántas veces ha sido humillada tu soberbia: la soberbia del maniqueo. Cuántas veces has tenido que beberte las lágrimas de hiel de no ser puro como un ángel.
¿De qué vale sutilizar los argumentos? -Sí, has colaborado con todo lo que odias, con la múltiple, infinita cara del mal. ¿En mínima medida? ¿Sólo por omisión? ¿Sólo para ganar el pan? Nada puede consolarte. -Nada: porque mientras menor o más irrechazable haya sido tu complicidad, más esencial es tu miseria, y mientras creías estar amparando en tu casa a los dioses siempre derrotados, no eras más que un oscuro obrero de la monstruosa construcción.
Y así, cuando llegues a la presencia de tu Señor, no podrás decirle: fui puro, no pacté, no mezclé mi alma con las tinieblas, sino tendrás que confesarle: soy esta mezcla deleznable, me fue impuesto el insulto de la promiscuidad, tuve que dar al César lo que es del César y al cuerpo lo que es del cuerpo, soy uno más, perdido y manchado, en el rebaño, -quise salvar la luz, pero no pude.
Η Εξέταση του Μανιχαίου
Πόσες φορές ταπεινώθηκε η υπεροψία σου: η υπεροψία του Μανιχαίου. Πόσες φορές έπρεπε να πιεις τα δάκρυα από πάγο που δε μπόρεσες να είσαι καθαρός σαν ένας άγγελος.
Τι νόημα έχει να κάνεις πιο πειστικά τα επιχειρήματα; –Αν, συμμετείχες σε όλα όσα μισούσες, με την πολλαπλή, ακαθόριστη όψη του κακού. Έστω και κατ’ ελάχιστο; Μόνο από παράλειψη; Μόνο για να κερδίσεις το ψωμί σου; Τίποτα δεν μπορεί να σε παρηγορήσει. -Τίποτα: γιατί έστω κι αν ήταν ελάχιστη η περισσότερο απορριπτέα η συνενοχή σου, ακόμα πιο ουσιαστική είναι η μιζέρια σου, και καθώς πίστευες ότι ήσουν προστατευμένος μες στο σπίτι σου απ’ τους θεούς τους πάντα ηττημένους, δεν ήσουν παρά ένας σκοτεινός εργάτης dτης τερατώδους κατασκευής.
Κι έτσι, όταν θα έρθει η ώρα να παρουσιαστείς μπροστά στον Κύριο σου, δε θα μπορέσεις να του πεις: ήμουν καθαρός, δε συναίνεσα, δεν ανάμειξα την ψυχή μου με τα σκοτάδια, αλλά θα πρέπει να του εξομολογηθείς: είμαι αυτή μείξη η αξιοκαταφρόνητη, μου επιβλήθηκε η ηλιθιότητα του συγχρωτισμού με τους άλλους, έπρεπε να δώσω τα του Καίσαρος στον Καίσαρα και τα του κορμιού στο κορμί, είμαι ένας ακόμα, χαμένος και βρωμισμένος, μες στο κοπάδι, -ήθελα να σώσω το φως , αλλά δεν μπόρεσα.
Pienso en la santidad de los lugares...
Pienso en la santidad de los lugares
que nos han recibido y que dejamos
quién sabe a qué parejas o a cuáles solitarios
tan distantes de nosotros como astros
y que sin saberlo continuarán los gestos
que entre las cosas quedaron inconclusos
, y pienso en las costumbres de las cosas, criaturas
de este mundo pequeño, interminable,
que no acabamos nunca de palpar, a tientas
bajo el sol deslumbrante o la callada luna,
desconocidas lámparas de lo desconocido
con nuestras huellas dactilares: jarras,
libros, esquinas, nubarrones, árboles,
el mar, el sillón, el espejo, la noche,
todo lo que llamamos la vida sin saber
qué significa siquiera la palabra
que no es una palabra sino música
oída sólo en sueños, o un instante
de ese llamado amor que nos sorprende y cae,
roto en risa entre las piedras.
Πιστεύω στην αγιότητα των τόπων...
Πιστεύω στην αγιότητα των τόπων
που μας δέχτηκαν και που αφήσαμε
ποιος ξέρει ποια ζευγάρια η ποιοι μοναχικοί τύποι
τόσο απόμακροι από μας σαν αστέρια
και που δίχως να το ξέρουν θα συνεχίσουν τις χειρονομίες
που ανάμεσα στα πράγματα παρέμειναν ανολοκλήρωτες
, και πιστεύω στις συνήθειες των πραγμάτων ,των πλασμάτων
αυτού του μικρού και ατέλειωτου κόσμου,
που δεν ψάχνουμε ποτέ να ψηλαφούμε, στα ψώνια
κάτω από τον λαμπρό ήλιος η την σιωπηλή σελήνη,
άγνωστοι λαμπτήρες του άγνωστου
με τα δικά μας δακτυλικά χνάρια: πιθάρια,
βιβλία, γωνιές, nubarrones, δέντρα,
τη θάλασσα, την πολυθρόνα, τον καθρέφτη, τη νύχτα,
όλα αυτά που ονομάζουμε ζωή χωρίς να ξέρουμε
ούτε τι σημαίνει η λέξη
ότι δεν είναι μια λέξη αλλά μουσική
ακουσμένη μόνο μέσα στα όνειρα, η μια στιγμή
του επονομαζόμενου έρωτα που μας εκπλήττει και πέφτει ,
σε κομμάτια γελώντας μέσα στις πέτρες.
No me pidas
No me pidas falsas
colaboraciones, juegos
del equívoco y la confusión:
pídeme que a mi ser
lo lleve hasta su sol sangrando.
No me pidas firmas,
fotos, créditos para un abominable
desarrollo de la doblez: pídeme
que estemos como hermanos
abriéndonos el corazón hasta la muerte.
No halagues mi vanidad, busca mi fuerza,
que es la tuya. No quieras, con tu delicadeza,
que me traicione. No simules
que vas a creer en mi simulación.
No hagamos otros mundo de mentiras.
Vamos a hacer un mundo de verdad, con la verdad partida
como un pan terrible para todos.
Es lo que yo siento que cada día me exige, implacablemente,
la Revolución.
Μη μου ζητάς
Μη μου ζητάς λάθος
συνεργασίες, παιχνίδια
του λάθους και της σύγχυσης:
ζήτα μου το είναι μου
να πάει ως τον ήλιο του ματώνοντας.
Μη μου ζητάς υπογραφές,
φωτογραφίες, πιστώσεις για μια απεχθή
ανάπτυξη της διπλοπροσωπίας: ζήτα μου
να είμαστε σαν αδέρφια
ανοίγοντας την καρδιά μας ο ένας στον άλλο ως τον θάνατο.
Μη κολακεύεις τη ματαιότητα μου, ψάξε τη δύναμη μου,
που είναι δική σου. Μη μ’ αγαπάς , με τη λεπτότητα σου,
που με προδίδει. Μην υποκρίνεσαι
ότι θα πιστέψεις και στη δική μου υποκρισία.
Ας μη χτίσουμε ένα άλλο κόσμο με ψέματα.
Ας φτιάξουμε έναν αληθινό κόσμο, με την αλήθεια μοιρασμένη
σαν ένα από τρομερό ψωμί για όλους.
είναι αυτό που εγώ αισθάνομαι ότι κάθε μέρα μου ζητά ,αναπόφευκτα,
η Επανάσταση.
Otro
El otro, por dentro, afuera,
entre, despertando olvido.
Voy y vengo, descompuesto,
juguete de imán profundo, niño.
Otro. Nunca estamos juntos.
Άλλος
Ο άλλος, από μέσα, απ’ έξω,
ανάμεσα, ξυπνώντας τη λησμονιά.
Πάω κι έρχομαι, αποσυνθεμένος,
παιχνίδι εσωτερικού μαγνήτη, παιδάκι.
Άλλος. Ποτέ δεν είμαστε μαζί.
La obra...
Mientras más guardo en mis despensas, soy más menesteroso,
siempre ante el mismo muro, de nada me han servido
las lámparas que encendí. Es de noche. Estoy solo.
Las estancias aun tibias del festejo desiertas,
ni un gesto, ni una sílaba, ni un aroma, podrían ayudarme.
Tengo que hacerlo todo otra vez, de la raíz
para encontrar al cabo que no poseo nada,
que el pabellón oscuro se inclina a la intemperie.
Το έργο...
Όσα πιο πολλά φυλάω στ’ αμπάρια μου, είμαι πιο ενδεής,
πάντα μπροστά στον ίδιο τοίχο, σε τίποτα δε μου χρησίμευσαν
οι λάμπες που άναψα. Είναι νύχτα. Είμαι μόνος.
Τα δωμάτια του εορτασμού ακόμα αναστατωμένα, έρημα,
ούτε μια χειρονομία, ούτε μια συλλαβή, ούτε ένα άρωμα, δε θα μπορούσαν να με βοηθήσουν.
Πρέπει να τα ξανακάνω όλα άλλη μια φορά, από τη ρίζα
για να διαπιστώσω από την άλλη ότι δεν κατέχω τίποτα,
γιατί η σκοτεινή πλευρά γέρνει κατά την ύπαιθρο.
Palabras de Nicodemo
San Juan, 3
Él me dijo que era preciso
renacer, y yo le dije: ¿cómo?
¿a mis años puede un hombre
volver a entrar en el vientre de su madre?
Yo sentía mi rostro como una página escrita
en el viento y en la sombra
que hacían temblar nuestros cabellos
y nuestras simples vestiduras.
Las hojas también temblaban levemente,
con un sonido áspero y dulce, acariciando
los mediodías en el patio de la infancia.
Y él me dijo, y sus palabras
no parecían estar saliendo de sus labios
-¿tal vez porque la sombra los cubría, o porque era
tan ardiente su mirada?-: Oye,
tienes que renacer en el agua y el espíritu,
y hacerte del espíritu, si quieres
entrar en el Reino... Todo era
como un encuentro casual y lejanísimo
de dos amigos, y él estuvo hablando
todavía un rato, y yo sentí de pronto
que me hablaba con cierta dureza,
como reprendiéndome, y después
nos separamos silenciosamente.
Pero ahora estoy oyendo sus palabras de otro modo,
como si hubieran pasado por el agua de mi sueño
y gotearan en la luz de la mañana,
en la blanca bocanada de la luz, en las mañanas de mi infancia,
repitiéndome: si crees en mí,
si vuelves a nacer en el agua y el espíritu,
si te haces del espíritu...
Los niños pasan gritando por la ciudad vacía.
Λέξεις του Νικόδημου
Κατά Ιωάννην , 3
Αυτός μου είπε ότι θα έπρεπε
να ξαναγεννηθώ, κι εγώ του είπα: πως?
στα χρόνια μου μπορεί ένας άνθρωπος
να ξαναμπεί στην κοιλιά της μάνας του?
Εγώ ένιωθα το πρόσωπο μου σαν μια γραμμένη σελίδα
μες στον αέρα και στη σκιά
που έκαναν τα μαλλιά μου να ανεμίζουν
και τα φτωχά μου ρούχα.
Τα φύλλα επίσης κουνιούνταν ελαφρά,
με έναν ήχο απότομο και γλυκό, χαϊδεύοντας
τις μελωδίες στη μεσαυλή της παιδική μου ηλικίας.
Κι αυτός μου είπε, κι οι λέξεις του
δε φαίνονταν να βγαίνουν από τα χείλη του
-ίσως γιατί η σκιά τα σκέπαζε, η γιατί ήταν
τόσο φλεγόμενη η ματιά του?-: Άκου,
πρέπει να αναγεννηθείς μες στο νερό και στο πνεύμα,
κι με τη βοήθεια του πνεύματος, αν θέλεις
να εισέλθεις στο Βασίλειο... Όλα ήταν
σαν μια συνάντηση τυπική και από μακριά
δυο φίλων, κι αυτό μιλούσε
ακόμα για λίγο, κι εγώ ένιωσα ξαφνικά
πως μου μιλούσε με κάποια σκληρότητα,
σαν να με υποτιμούσε, και μετά
χωρίσαμε σιωπηλοί.
Αλλά τώρα ακούω τις λέξεις του με έναν άλλο τρόπο,
σαν να είχαν περάσει μέσα απ’ το νερό του ονείρου μου
και να στάλαζαν μέσα στο πρωινό φως,
μέσα απ’ το λευκό στόμα του φωτός, μέσα στα πρωινά της παιδικής μου ηλικίας,
επαναλαμβάνοντας μου: αν πιστεύεις σε μένα,
αν ξαναγεννηθείς μέσα στο νερό και μέσα στο πνεύμα,
αν φωτιστείς απ’ το πνεύμα...
τα μικρά παιδιά περνούν ουρλιάζοντας μέσα στην άδεια πόλη.
Trabajo
Esto hicieron otros
mejores que tú
durante siglos.
De ellos dependía
tu sensación de libertad
tu camisa limpia
y el ocio de tus lecturas y escrituras.
De ellos depende
todo
lo que te parecía natural
como ir al cine
o estar triste, levemente.
Lo natural, sin embargo, es el fango,
el sudor, el excremento.
A partir de ahí, comienza
la epopeya, que no es sólo
un asunto de héroes deslumbrantes,
sino también
de oscuros héroes, suelo de tus pisadas,
página donde se escriben las palabras.
Deja las palabras, prueba
un poco
lo que ellos hicieron, hacen,
seguirán haciendo
para que seas:
ellos,
los sumidos en la necesidad
y la gravitación,
los molidos por los soles implacables
para que tu pan siempre esté fresco,
los atados
al poste férreo de la monotonía
para que puedas barajar todos los temas,
los mutilados
por un mecánico gesto infinitamente repetido
para que puedas hacer
lo que te plazca con tu alma y con tu cuerpo.
Redúcete como ellos.
Paladea el horno,
come fatiga.
Entra un poco, siquiera sea clandestinamente,
en el terrible reino de los sustentadores
de la vida.
Δουλειά
Αυτό έκανα άλλοι
καλύτεροι από σένα
αιώνες τώρα.
απ’ αυτούς εξαρτιόταν
το αίσθημα σου της ελευθερίας
το καθαρό σου πουκάμισο
και η πλήξη από τα αναγνώσματα και τις γραφές σου.
Απ’ αυτούς εξαρτώνται
όλα
αυτά που σου φαίνονται φυσικά
όπως ντο να πας στο σινεμά
η να είσαι λυπημένος, ελαφρώς.
Το φυσικό, ωστόσο, είναι η λάσπη,
ο ιδρώτας, η κοπριά.
Από κει, αρχίζει
η εποποιία , που δεν είναι μόνο
μια υπόθεση λαμπρών ηρώων,
αλλά επίσης
σκοτεινών ηρώων, χώρος των πατημάτων σου,
σελίδα όπου γράφονται οι λέξεις.
Άσε τις λέξεις, διαπίστωσε
λίγο
αυτό που εκείνοι έκανα, κάνουν,
θα συνεχίσουν να κάνουν
για να υπάρχεις:
εκείνοι,
οι υποταγμένοι στην ανάγκη
και τη βαρύτητα,
οι ψημένοι από τους ανυπόφορους ήλιους
ώστε το δικό σου ψωμί να είναι πάντα φρέσκο,
οι δεμένοι
στον ατσάλινο στύλο της μονοτονίας
για να μπορείς να εξετάζεις όλα τα θέματα,
οι ακρωτηριασμένοι
από μια μηχανική χειρονομία απείρως επαναλαμβανόμενη
για να μπορείς εσύ να κάνεις
αυτό που σε συνεγείρει με την ψυχή σου και με το κορμί σου.
Μαζέψου όπως εκείνοι.
Απόλαυσε το φούρνο,
δείπνησε με την κούραση.
Μπες λίγο, κι μας είναι παράνομα,
στο τρομερό βασίλειο αυτών που στηρίζουν
τη ζωή.
Respuesta al examen del maniqueo
Si tú mismo te examinas, el examen no es válido.
Las reglas no son ésas, ni siquiera el asunto.
Al medirte con la vara de tu fanatismo
te conviertes en una víctima, no en un penitente.
Pero el asunto es el amor,
sobre el que no hay definiciones ni escrutinios,
el amor que está viviendo en ti
(como en toda criatura)
una vida sufriente y misteriosa.
Por él serás juzgado, y tú no sabes
dónde están los tesoros,
los desiertos, las miserias, los espantos,
ni las silenciosas comuniones, ni las grandes alegrías
del amor que en ti padece.
Nada sabes, salvo que
tenemos, simultáneamente,
que velar y confiar.
Espera. Vive.
Sirve.
Απάντηση στην εξέταση του Μανιχαίου
Αν εσύ ο ίδιος εξετάζεσαι, η εξέταση δεν είναι έγκυρη.
Οι κανόνες δεν είναι αυτοί, ούτε και το θέμα.
Καθώς μετριέσαι με τη ράβδο του φανατισμού
μετατρέπεσαι σε ένα θύμα, όχι σε ένα μετανοούντα.
Αλλά το θέμα είναι ο έρωτας,
που γι’ αυτό δεν υπάρχουν ορισμοί ούτε καταμετρήσεις ψήφων,
ο έρωτας που ζει μέσα σου
(όπως σε κάθε δημιούργημα)
μια ζωή επαρκή και μυστηριώδη.
Απ’ αυτό θα κριθείς, και συ δε ξέρεις
που βρίσκονται οι θησαυροί,
οι έρημοι, οι μιζέριες, οι θρήνοι
όχι οι σιωπηλές μεταλαβιές, ούτε οι μεγάλες χαρές
του έρωτα που μέσα σου υποφέρει.
Τίποτα δε ξέρεις, εκτός από το ότι
οφείλουμε, απλούστατα,
να επαγρυπνούμε και να πιστεύουμε.
Περίμενε. Ζήσε.
Χρησίμευσε.
Estamos
Estás
haciendo
cosas:
música,
chirimbolos de repuesto,
libros,
hospitales
pan,
días llenos de propósitos,
flotas,
vida,
con tan pocos materiales.
A veces
se diría
que no puedes llegar hasta mañana,
y de pronto
uno pregunta y sí,
hay cine,
apagones,
lámparas que resucitan,
calle mojada por la maravilla,
ojo del alba,
Juan
y cielo de regreso.
Hay cielo hacia delante.
Todo va saliendo más o menos
bien o mal o peor,
pero se llena el hueco,
se salta,
sigues,
estás haciendo
un esfuerzo conmovedor en tu pobreza,
pueblo mío,
y hasta horribles carnavales, y hasta
feas vidrieras, y hasta luna.
Repiten los programas,
no hay perfumes
(adoro esa repetición, ese perfume):
no hay, no hay, pero resulta que
hay.
Estás, quiero decir,
Estamos.
Υπάρχουμε
Κάνεις
πράγματα
μουσική:
μαζεύεις συμπράγκαλα, ανταλλακτικά ,
γράφεις βιβλία,
χτίζεις ξενοδοχεία
ψήνεις ψωμί,
έχεις μέρες με προθέσεις,
με πλοία,
με ζωή,
κι όλα αυτά με τόσο φτωχά υλικά.
Κάποτε
θα έλεγε κανείς
ότι δεν μπορείς να φτάσεις ως το επόμενο πρωινό,
και ξαφνικά
μια ερώτηση και ναι,
υπάρχει το σινεμά,
οι συσκοτίσεις,
λάμπες που ανασταίνουν,
δρόμος μουσκεμένος με θαύματα,
το μάτι της αυγής,
Ο Χουάν
κι ο ουρανός της επιστροφής.
Υπάρχει ουρανός με μέλλον.
Όλα συνεχίζουν να τρέχουν στο περίπου
καλά η κακά η χειρότερα,
αλλά γεμίζει το κενό,
πηδά κανείς,
ακολουθείς,
κάνεις
μια προσπάθεια συγκινητική μες στη φτώχια σου,
λαέ μου, φριχτά καρναβάλια, φτιάχνεις άσχημες
τζαμαρίες, κι ως το φεγγάρι.
Επαναλαμβάνουν τα προγράμματα,
δεν υπάρχουν αρώματα
(λατρεύω αυτή την επανάληψη, αυτό το άρωμα):
δεν υπάρχει, δεν υπάρχει, αλλά τελικά
υπάρχει.
Υπάρχεις, θέλω να πω,
Υπάρχουμε.
Nada serán mis palabras...
Nada serán mis palabras
si no encuentran otra boca
que las cante y las olvide
y las devuelva a la sombra.
Allí quizás amanezcan,
vagas ciudades ruinosas,
y a otros solos lleve el aire
la nostalgia de su aroma.
Nada será lo que soy
si en los otros no se apoya:
mi presencia en otro hombro,
mi esperanza en su congoja.
¡No me dejes amarrado,
demente, al ánima sola!
¡Mira que voy a mi infierno
si no hay pecho que me acoja!
El que pasa me sostenga,
la voz pueril sea mi roca,
en ellos soy, y con ellos
pediré misericordia.
Τίποτα δεν θα είναι οι λέξεις μου...
Τίποτα δεν θα είναι οι λέξεις μου
αν δε βρουν ένα άλλο στόμα
που θα τις τραγουδήσει και θα τις λησμονήσει
και θα τις επιστρέψει στη σκιά.
Εκεί ίσως γεννηθούν,
περιπλανώμενες θορυβώδεις πολιτείες,
και σε κάποιους άλλους μόνους να φέρει ο αέρας
τη νοσταλγία από το άρωμα τους.
Τίποτα δεν θα είναι αυτό που είμαι
αν στους άλλους δεν στηρίζεται:
η παρουσία μου σε έναν άλλο ώμο,
η ελπίδα μου σε μια άλλη οδύνη.
Μη μ’ αφήνεις δεμένο,
παράφρονα, μια ψυχή μόνη!
Κοίτα που κατρακυλώ στην κόλαση
αν δεν υπάρχει στήθος να με στηρίξει!
Αυτός που περνά θα με στηρίξει,
η παιδική φωνή θα είναι το στήριγμα μου,
σ’ αυτούς είμαι, και μ’ αυτούς
θα ζητήσω ευσπλαχνία.
Cola
Detrás de él va un niño
que lleva un suéter rojo
que va detrás de un viejo
que tiene un sombrerito,
detrás de una señora
con una saya azul,
que va detrás de un perro
que va detrás de un coro
de marineros rusos,
detrás de una muchacha
públicamente hermosa,
que va detrás de un ciego
detrás de su bastón,
que va detrás de un día
color de cornetín,
que va detrás de un ciervo
que se perdió en el bosque,
detrás de las Cabrillas
y de la Cruz del Sur,
que va detrás de un beso
detrás de una postal,
que va detrás de un manco,
de un cojo y de un ciempiés,
detrás de un apagón,
detrás de dos paraguas
que van detrás de Arthur
detrás de sus camellos
que van detrás de todo
con todas las banderas
las herramientas todas
y con soldados mil.
Yo voy detrás de usted.
Ουρά
Πίσω απ’ αυτόν πάει ένα παιδί
που φορεί ένα κόκκινο μπουφάν
που πάει πίσω από ένα γέρο
που φορεί μια τραγιάσκα,
πίσω από μια κυρία
με ένα γαλάζιο σάλι,
που πάει πίσω από ένα σκύλο
που πάει πίσω από μια χορωδία
από Ρώσους ναυτικούς,
πίσω από μια κοπέλα
με την αποδεκτή απ’ όλους ομορφιά της,
που πάει πίσω από ένα τυφλό
πίσω από ένα μπαστούνι,
που πάει μετά από μια μέρα
με χρώμα του cornetín,
που πάει πίσω από ένα κοράκι
που χάθηκε ,
πίσω απ’ τις Καμπρίλιες
κι απ’ το Σταυρό του Νότου,
που πάει πίσω από ένα φιλί
πίσω από ένα γράμμα,
που πάει πίσω από έναν κουλό,
από έναν κουτσό και μια σαρανταποδαρούσα,
πίσω από μια συσκότιση,
πίσω από δυο ομπρέλες
που πάνε πίσω από τον Αρθούρο
πίσω απ’ τις καμήλες του
που πάνε πίσω απ’ όλα
με όλες τις σημαίες
με όλα τα σύνεργα
και με χίλιους στρατιώτες.
Εγώ πάω μετά από εσάς.
El desposeído
No son mías las palabras ni las cosas.
Ellas tienen sus fiestas, sus asuntos
que a mí no me conciernen,
espero sus señales como el fuego
que está en mis ojos con oscura indiferencia.
No son míos el tiempo ni el espacio
(ni mucho menos la materia).
Ellos entran y salen como pájaros
por las ventanas sin puertas de mi casa.
Alguien habla detrás de esta pared.
Si cruzara, sería en la otra estancia:
el que habla soy yo, pero no entiendo.
Tal vez mi vida es una hipótesis
que alguno se cansó de imaginar,
un cuento interrumpido para siempre.
Estoy solo escuchando esos fantasmas
que en el crepúsculo vienen a mirarme
con ansia de que yo los incorpore:
¿querría usted negar, sufrir, envanecerse?
No es mía, les respondo, la mirada,
negar sería espléndido, sufrir, interminable,
esas hazañas no me pertenecen.
Pero de pronto no puedo disuadirlos,
porque no oigo ya mi soledad
y estoy lleno, saciado, como el aire,
de mi propio vacío resonante.
Y continúo diciéndome lo mismo, que no tengo
ninguna idea de quién soy,
dónde vivo, ni cuándo, ni por qué.
Alguien habla sin fin en la otra estancia.
Nada me sirve entonces. No estoy solo.
Estas palabras quedan afuera, incomprensibles,
como los guijarros de la playa.
Ο ακτήμονας
Δεν είναι δικές μου οι λέξεις μήτε τα πράγματα.
αυτές έχουν τις γιορτές τους, τα θέματα τους
που δε συμφωνούν με μένα,
περιμένω τα σινιάλα τους σαν τη φωτιά
που υπάρχει στα μάτια μου με μια σκοτεινή αδιαφορία.
Δεν είναι δικοί μου ο χρόνος και ο χώρος
(ούτε φυσικά η ύλη).
Αυτοί μπαινοβγαίνουν σαν πουλιά
απ’ τα παράθυρα του δίχως πόρτες σπιτιού μου.
Κάποιος μιλά πίσω απ’ αυτό τον τοίχο.
Αν τον περνούσε, θα βρισκόταν σε μια άλλη κατοικία:
αυτός που μιλά είμαι εγώ, αλλά δεν το καταλαβαίνω.
Ίσως η ζωή μου να είναι μια υπόθεση
που κάποιος κουράστηκε να την φανταστεί,
ένα αφήγημα ακυρωμένο για πάντα.
Είμαι μόνος ακούγοντας αυτά τα φαντάσματα
που μες στο λιόγερμα έρχονται για να με δουν
με την αγωνία ότι εγώ θα τα ενσωματώσω:
θα θέλατε κύριε να αρνηθείτε, να υποφέρετε, να ματαιοπονείτε;
Δεν είναι δική μου, τους απαντώ, η ματιά,
το να αρνηθώ θα ήταν υπέροχο, το να υποφέρω ατέλειωτα επίσης,
γι’ αυτά τα ανδραγαθήματα που δεν μου ανήκουν.
Αλλά αίφνης δεν μπορώ να τα μεταπείσω,
γιατί πια δεν ακούω τη μοναξιά μου
και είμαι γεμάτος, μπουχτισμένος, με τον αέρα,
του ίδιου μου του ηχερού κενού.
και συνεχίζω λέγοντας στον εαυτό μου το ίδιο, ότι δεν έχω
καμιά ιδέα για το ποιος είμαι,
που ζω, ούτε από πότε, ούτε γιατί.
κάποιος μιλάει αδιάκοπα από την άλλη μεριά.
Σε τίποτα λοιπόν αυτό δε μου χρησιμεύει. Δεν είμαι μόνος.
Αυτές οι λέξεις μένουν απέξω, ακατανόητες,
όπως τα βότσαλα της ακτής.
La voz arrasadora
Esta es la voz de un contemplativo, no de un hombre de acción.
Ambas razas, las únicas que realmente existen, se miran con
recelo.
Es verdad que ha habido gloriosas excepciones, aunque bien
mirarlos los rostros, bien oídas las voces,
la sagrada diferencia se mantiene se mantiene, y aún se torna
trágica.
Pero el contemplativo entiende y muchas veces ama el rayo de la
acción. Casi nunca lo contrario ocurre.
Esta es la voz absorta de un oscuro, de un oculto, que ha tenido
peregrinas ambiciones.
Enumerarlas seria realizar un inventario del delirio.
Baste decir que ha querido romper los límites del fuego en las
palabras
y ha vuelto al círculo del hogar con un puñado de cenizas.
No, sin dudas no lo comprenderéis, salvo los que sois del
indecible oficio.
Estos hombres se alimentan de lo que hacen; hasta sus sueños y
sus fantasmagorias son quehaceres, hechos.
¿Como entender a uno que no ha poseído nunca nada; que no ha
tocado una cosa desnuda de alusión;
que sólo vive y muere en el mundo de lo otro, en el inalcansable
reino de las transposiciones:
a uno que, de pronto, necesita escribir, cómo se necesita la
comida o la mujer?
Su Suerte es dura, extraña, también irrenunciable. Y sin embargo
o por lo mismo, ya no me preguntéis,
cada vez que oye la voz arrasadora de la vida, arroja su
fantástico tesoro
y sale cantando y llorando y resplandeciendo, y va silencioso a
ocupar el puesto que le asignan.
Η ισοπεδωτική φωνή
αυτή είναι φωνή ενός στοχαστικού, όχι ενός ανθρώπου της δράσης.
και οι δυο ράτσες, οι μόνες που στην πραγματικότητα υπάρχουν, κοιτάζονται με φθόνο.
Είναι αλήθεια ότι υπήρξαν λαμπρές εξαιρέσεις, αν και
αν τους κοιτάξουμε κατά πρόσωπο, αν ακούσουμε καλά τις φωνές τους,
η ιερή διαφορά διατηρείται διατηρείται, και κάποτε παίρνει
μια τραγική απόχρωση.
Γιατί ο στοχαστικός καταλαβαίνει και πολλές φορές αγαπά το κεραυνοβόλο της δράσης. Σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει το αντίθετο.
Αυτή είναι η φωνή η απορροφημένη, ενός κρυμμένου, που είχε διαβατικές αμφιβολίες.
Το να τις απαριθμήσουμε θα ήταν σαν να φτιάχναμε un inventario του παραληρήματος.
Αρκεί να πούμε ότι θέλησε να υπερβεί τα όρια της φωτιάς μες στις λέξεις
και ότι γύρισε στον κύκλο της κατοικίας του με μια χούφτα από στάχτες.
Όχι, σίγουρα αυτό δεν θα το καταλάβετε, εκτός κι αν είστε απ’ αυτούς που ασκούν ένα ακατονόμαστο λειτούργημα.
Αυτοί οι άνθρωποι θρέφονται απ’ αυτό που κάνουν; Ακόμα και τα όνειρά τους και οι φαντασμαγορίες τους είναι ασχολίες, γεγονότα.
Πώς να καταλάβουμε κάποιον που δεν κατείχε ποτέ τίποτα; που δεν άγγιξε ένα πράγμα γυμνό από κάθε ψευδαίσθηση;
που μόνο ζει και πεθαίνει μες στον κόσμο του άλλου, μες στο ατέλειωτο βασίλειο των μεταθέσεων:
η κάποιον που, ξαφνικά, έχει ανάγκη να γράψει, έτσι όπως έχει ανάγκη την τροφή η τη γυναίκα?
Η Τύχη του είναι σκληρή, παράξενη, κι επίσης αναπότρεπτη . Κι ωστόσο
η για το ίδιο, πια μη με ρωτάτε,
Κάθε φορά που ακούει την ισοπεδωτική φωνή της ζωής, σκορπά τον φανταστικό του θησαυρό
και βγαίνει τραγουδώντας και κλαίγοντας και απαστράπτοντας, και πάει σιωπηλός να καταλάβει τη θέση που του έχουν ορίσει.
Los límites futuros
A José María Valverde
He tocado estos límites, los he masticado,
los he digerido (mal, desde luego),
los he trasmutado en días enormes y pequeños,
los he mandado a la luna de ida y vuelta,
los he dejado en Venus una tarde,
me he vestido con ellos para festejar mis bodas,
los he visto arder en la ceniza,
los he llenado de flores e improperios,
los he confundido con el patio de mi casa,
me han atendido como sirvientes,
médicos, psicólogos y sepultureros,
los he oído recitar sus poesías,
los he llevado como bastón, como amuleto,
como título de propiedad, como esperanza,
se han puesto a discutir con los vecinos
y desde luego con las nubes y los gatos,
los he sacado a puntapiés y me han abierto
las puertas del crepúsculo llorando,
se han llenado de rabia y de deseo,
se han puesto a recordar en la azotea,
juntos oímos música y leemos,
juntos sufrimos, nacemos y cantamos,
sus ojos borrarán estas palabras.
Τα μελλοντικά όρια
Στον Χοσέ Μαρία Βαλβέρδε
Άγγιξα αυτά τα όρια, τα μασούλησα,
τα χώνεψα (άσχημα, βέβαια),
τα ταξινόμησα σε μέρες ατέλειωτες και μικρές,
τα έστειλα στη πηγαινοερχόμενη σελήνη,
τα απόθεσα στην Αφροδίτη ένα απόβραδο,
ντύθηκα μ’ αυτά για να γιορτάσω τους γάμους μου,
τα είδα να φλέγονται μέσα στη στάχτη,
τα στόλισα με λουλούδια και βρισιές,
τα μπέρδεψα με τη μεσαυλή του σπιτιού μου,
μου συμπεριφέρθηκαν σαν υπηρέτες,
σαν γιατροί, σαν ψυχολόγοι και νεκροθάφτες,
τα άκουσα να απαγγέλουν τα ποιήματα τους,
τα μετέφερα με το μπαστούνι, σαν φυλαχτά,
σαν τίτλους ιδιοκτησίας, σαν ελπίδα,
βάλθηκαν να μαλώνουν με τους γείτονες
και μετά με τα σύννεφα και με τους γάτους,
τα έβγαλα με κλωτσιές και μου άνοιξαν
τις πόρτες του λιογέρματος κλαίγοντας ,
γέμισαν με λύσσα και με πόθο,
άρχισαν να θυμούνται στην ταράτσα,
μαζί ακούμε μουσική και διαβάζουμε,
μαζί υποφέρουμε, γεννιόμαστε και τραγουδάμε,
τα μάτια τους θα σβήσουν αυτές τις λέξεις.
Más rápido que el tiburón lejano
Lejos están las chozas de los pescadores con las mujeres grandes y pálidas
oyendo el chasquido de las olas como un ángel enmascarado.
Sus conversaciones se mezclan a los alimentos de cocción clara y sumisa,
los niños juegan en las rocas, junto a las aves salvajes y el firmamento vacío.
Más rápido que el tiburón lejano, más dulce que la luz en las islas felices,
un desconocido como el cuerpo abre su idioma para ver
el paso de la mañana ondeante sobre las piedras rojas y oscuras.
Πιο γρήγορος από τον μακρινό καρχαρία
Μακριά είναι οι καλύβες των ψαράδων με τις χλωμές χοντρογυναίκες
ν’ ακούν το σκάσιμο των κυμάτων σαν ένας μασκαρεμένος άγγελος.
Οι συζητήσεις τους μπερδεύονται με τη μυρωδιά του φτωχικού βραστού φαγητού,
τα μικρά παιδιά παίζουν στα βράχια, δίπλα στα αγριοπούλια και στο κενό σύμπαν.
Πιο γρήγορος από τον μακρινό καρχαρία, πιο γλυκός από το φως των ευτυχισμένων νησιών,
ένας άγνωστος όπως το σώμα ανοίγει τη γλώσσα του για να δει
το κυματιστό πέρασμα του πρωινού πάνω από τους κόκκινους και σκοτεινού βράχους.
La hoja
Quedará
lo que ella afirma no lo dice
su decir es no decir y no decir y no decir
no infinitamente sino
Tres Veces
tres infinitas veces
En su rostro escribo y es un rostro sin más rasgos
que mi escritura
que ella tornará blancor de mente, jeroglífico
de espuma,
nada
Una hoja tras otra no hacen un árbol
sino un libro un libro tras otro
no hacen un árbol sino una colección
de libros Una colección tras otra hacen
una biblioteca En la biblioteca dicen
que no hay pájaros pero yo los he visto
Lo que no he visto es libros en el bosque
Claro que el bosque mismo puede considerarse un libro etc.
Etcétera es la única palabra que la hoja abomina.
Η σελίδα
Θα μείνει
ότι αυτή διαβεβαιώνει κι όχι ότι λέει
ο λόγος ης δεν είναι λόγος όχι λόγος όχι λόγος
όχι άπειρα αλλά
Τρεις Φορές
τρεις ατέλειωτες φορές
Στο πρόσωπο της πάνω γράφω και είναι ένα πρόσωπο δίχως άλλα χαρακτηριστικά
η γραφή μου
που θα ξεχυθεί λευκότατη απ’ το νου μου, ιερογλυφικό
από αφρό,
τίποτα
Ένα φύλλο μετά το άλλο δε φτιάχνουν ένα δέντρο
αλλά ένα βιβλίο ένα βιβλίο μετά από ένα άλλο
δε φτιάχνουν ένα δέντρο αλλά μια συλλογή
από βιβλία Μια συλλογή μετά την άλλη απαρτίζουν
μια βιβλιοθήκη Στη βιβλιοθήκη λένε
ότι δεν υπάρχουν πουλιά αλλά εγώ τα είδα
Αυτό που δεν είδα είναι βιβλία μέσα στο δάσος
Πράγματι γιατί το δάσος το ίδιο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ένα βιβλίο, κλπ
Και λοιπά είναι η μοναδική φράση που η σελίδα απεχθάνεται.
Donde la brisa
Porque tal es el rostro del fracaso
que el espejo devuelve ciegamente
aun antes de llegar, dulce y demente,
el último rescoldo del ocaso:
frente de la obsesión y del rechazo,
ojos que sólo vieron lo renuente,
nariz que impide el aire, boca ausente
en su amargo sabor: extraño vaso
a punto de volverse puro hueso:
porque tal es el fin, tal la ceniza
cuyo suave huracán todo
dejar de letras quise un ramo grueso
que ardiera un poco más donde la brisa
orea la aridez, sonríe y pasa.
Που η αύρα
Γιατί είναι τέτοιο το πρόσωπο της αποτυχίας
που ο καθρέφτης την επιστρέφει τυφλά
λίγο προτού φτάσει, παραλογισμένη,
η τελευταία αναλαμπή του λιογέρματος:
Μέτωπο της μονομανίας και της απόρριψης,
μάτια που μόνο είδαν την απροθυμία,
μύτη που εμποδίζει τον αέρα, στόμα απόν
μες στο πικρό του άρωμα: παράξενο βάζο
τη στιγμή που θα γίνει καθαρό κενό:
γιατί τέτοιο είναι το τέλος, τέτοια η στάχτη
που ο απαλός καταρράκτης της όλα τα παρασέρνει,
να αφήσω με γράμματα θέλησα ένα ανθεκτικό ματσάκι
που θα έκαιγε λίγο περισσότερο εκεί όπου η αύρα
αερίζει τα ξεράδια, χαμογελά και περνά.
Lejos
Lejos, lejos nací,
lejos de mi alma:
separada la vida
de la mirada.
Lejanía que fue
toda la patria,
como una cicatriz
que no cerrara.
No pude atravesar
la tarde rara:
lejos, lejos de mí,
no me abarcaba.
He visto, comprendiendo,
la mar morada,
el confín misterioso,
la doble playa.
Μακριά
Μακριά, μακριά γεννήθηκα,
μακριά απ’ τη ψυχή μου:
χωρισμένη η ψυχή
απ’ τη ματιά.
Μακρινή που ήταν
όλη μου η πατρίδα,
σαν ένα τριζόνι
που δε θα σταματούσε.
Δε μπόρεσα να διασχίσω
το αλλόκοτο απόβραδο:
μακριά, μακριά από μένα,
δε συμπεριλαμβανόμουν.
Είδα, καταλαβαίνοντας,
την ιώδη θάλασσα,
το μυστηριώδες όριο,
της διπλής ακτής.
Canción
¡Oh dulcísimo callar
del ángel de mi sigilo!
¡Oh dulcísimo callar
del mundo en mi corazón!
¡Oh dulcísima miseria
de mis ojos en la flor,
de mi soñar en el ro,
de mi tacto por el cielo!
Τραγούδι
Ω γλυκύτατη σιωπή
του αγγέλου του μυστικού μου!
Ω γλυκύτατη σιωπή
του κόσμου μες στην καρδιά μου!
Ω γλυκύτατη μιζέρια
των ανθισμένων ματιών μου,
του ονείρου μου στο ρο,
της επαφής μου με τον ουρανό!
La sala del pobre
La sala del pobre gigantesca, nocturna y decorada
por manos tan seniles que ya tocan el brocado persa del
serafín
dilucida mi pecho minuciosamente, abre su diálogo
como tristes fauces.
Allí los mechones grises y los lazos de luna y cenefa
indeleblemente cantan la majestad del rayo, allí la efigie
del difunto
liga el marchito abalorio a la oreja, el corazón a su
canosa lámpara.
Investidura que para mí suplico! La sala del pobre es un
verso tan maduro,
es una voz tan callada y expresada que agota la alegría,
que deshace mi pobreza en augustas cretonas de un
helor divino.
Το σαλόνι του φτωχού
Το σαλόνι του φτωχού είναι τεράστιο, νυχτερινό και διακοσμημένο
από χέρια τόσο γεροντικά που ήδη αγγίζουν το μπροκάρ κάλυμμα του σεραφείμ
διαλυμένο το σ, ανοίγει το διάλογο του
como tristes fauces.
Εκεί τα γκρίζα του μαλλιά και οι δεσμοί της σελήνης και της μπορντούρας
άδουν αδιάκοπα τη μεγαλοπρέπεια του κεραυνού, εκεί το ομοίωμα
του νεκρού
ενώνει τη φευγαλέα χάντρα με το αυτί, τη καρδιά του με την ασπριδερή
λάμπα.
Τιμή για μένα που ικετεύω! Το σαλόνι του φτωχού είναι
ένας στίχος τόσο ώριμος,
είναι μια φωνή τόσο σιωπηλή και εκφραστική που εξαντλεί τη χαρά,
που εξαφανίζει τη φτωχιά μου σε σεβάσμια κρετόν
μιας θεϊκής παγωνιάς.
A la poesía
¿Vienes menos cada vez,
huyes de mí,
o es que estamos entrando en tu silencio
—el pedregal, la luz—
y ya tenemos poco que decirnos?
Pero ese poco,
¿lo diremos nunca?
pero ese poco, ¿qué es?
¿Será el alimento de los ángeles,
lo que le falta al sol,
la muerte?
No digas nada tú. Cada palabra
de tu boca es demasiado hermosa.
No puedo resistirla ya,
aunque todo mi ser quiere comerla,
y de esa hambre vivo aún. Dí
la nada que estoy acostumbrado a ver
en el pálido fulgor de la sequía,
en la brasa del deseo, allí
donde la amarga mar que adoro empieza.
Dí su mezcla con todo, en que he gozado.
La memoria
guarda trenes enteros, encendidos,
silbando por lo oscuro. No me sirven.
Mañana del ayer, una candela al mediodía
se me parece más: en ella escribo
letras para el aniversario
de mi expulsión del texto que ahora miro,
incomprensible. ¿Tú eras mi madre, entonces?
¿Tú, que ahora vienes, como el alba,
llena de lágrimas? ¡Oh materia,
templo! Haber nacido es no poder entrar en ti.
Déjame verte por el lado de la historia,
que busca también un paraíso,
pues tu nombre es justicia, noche
de aquel niño.
¿Qué está pasando ahora que los músicos
acabaron de tocar aquel danzón terrible?
Mi vida vuelve a ser el arenal de hueso
donde salí del libro, ay, sellado. ¿Y tú,
serás mi hija?
¿Y tú, serás mi patria que no terminaré de ver?
¿Dirás lo que dijiste aquella noche,
cuando la finca empezaba a ser el paraíso
entrando en el futuro de los naranjales,
bajo la risa de las estrellas?
Lo poco, ¿es ya el tesoro?
Lo poco que nos falta, ¿es ya lo inmenso?
Tanto tiempo expulsado de tu vientre
apenas pesa como un ave en el silencio.
Dame tu mano. Ayúdame a llegar.
Στην ποίηση
‘Έρχεσαι λιγότερο κάθε φορά
δραπετεύεις από μένα,
η είναι ότι έχουμε μπει μέσα στη σιωπή σου
—ο πετρότοπος, το φως—
και πια έχουμε λίγα να πούμε;
Αλλά αυτό το λίγο,
θα το πούμε ποτέ;
αλλά αυτό το λίγο, τι είναι;
Θα είναι ο άρτος των αγγέλων,
αυτό που λείπει στον ήλιο,
ο θάνατος;
Μη πεις τίποτα εσύ. Κάθε λέξη που βγαίνει
απ’ το στόμα σου είναι πανέμορφη.
Δεν μπορώ να της αντισταθώ πια,
παρόλο που όλο το είναι μου θέλει να την καταβροχθίσει,
κι απ’ αυτή την πείνα ζω ακόμα. Είπα
το τίποτα που είμαι συνηθισμένος να βλέπω
μες στην ωχρή αναλαμπή της ανομβρίας,
μέσα στη θράκα του πόθου, εκεί
όπου η πικρή θάλασσα που λατρεύω αρχίζει.
Είπα για τη μέθεξη σου με όλα, που την απόλαυσα.
Η μνήμη
φυλάει ολόκληρα τρένα, φλογισμένα,
που σφυρίζουν μες στο σκοτάδι. Σε τίποτα δε μου χρησιμεύουν.
Σαν αύριο του χθες, μια φλόγα μες στο απομεσήμερο
μου φαίνεται κάτι περισσότερο: κάτω απ’ αυτή
γράφω γράμματα για την επέτειο
της εξορίας μου από το κείμενο το ακατανόητο που τώρα,
κοιτάζω. Εσύ ήσουν μητέρα μου, τότε;
Εσύ, που τώρα έρχεσαι , όπως η αυγή,
γεμάτη με δάκρυα? Ω ύλη,
ναέ! Να έχω γεννηθεί για να μη μπορώ να μπω μέσα σου.
Άσε με να σε δω από τη μεριά της Ιστορίας,
που ψάχνει επίσης έναν παράδεισο,
αφού το όνομα σου είναι δικαιοσύνη, νύχτα
εκείνου του μικρού παιδιού.
Τι συμβαίνει τώρα που οι μουσικού
έπαψαν να παίζουν για κείνο το μακάβριο χορό;
Η ζωή μου γίνεται ξανά όπως η άμμος των οστών
όπου βγήκα απ’ το βιβλίο, αχ, το σφραγισμένο. Κι εσύ,
θα γίνεις η κόρη μου;
Και συ, θα είσαι η πατρίδα μου που δε θα πάψω να βλέπω;
Θα πεις εκείνο που είπες εκείνη τη νύχτα,
όταν το χωράφι άρχιζε να γίνεται παράδεισος
μπαίνοντας μες στο μέλλον των πορτοκαλεώνων,
κάτω από το γέλιο των αστεριών;
Το λίγο, είναι πια ο θησαυρός;
Το λίγο που μας λείπει, είναι πια το άπειρο;
Τόσος χρόνος εξορισμένος απ’ την αγκαλιά σου
μόλις που βαραίνει όπως ένα πουλί μέσα στη σιωπή.
Δώσε μου το χέρι σου. Βοήθησε με να φτάσω.
La profesora
Cuando tocábamos el tiembre
al fondo del corredor inerte,
se oían sus tacones por el cuarto
como en una angustiosa novela.
Estaba sin duda arreglándole el lazo al perrito,
dándole el último toque a las flores
en el jarrrón de Frankfurt.
Pero al abrir, alta y nerviosa, como un pájaro
un poco desplumado, la saya y la blusa
tan conmovedoramente ajustadas
nos obligaban a ver el pañuelito
en el rincón del llanto.
La penumbra estaba llena de cojines ajados,
de litografías imprecisas que conocieron
el vaho de la ropa en la maleta
cuyo resorte sonó siniestro
en otra habitación inverosímil.
Junto a la ventana la mesita
para tomar el té con pudín de pasas
mirando las azoteas de la Habana
como un conjetura más bien triste que alegre,
y allí nos sentamos extrañamente inútiles
envueltos en gorjeos guturales,
testigos de sus labios modelados por el llanto,
y de su cabecita marcial, fantasiosa,
que se inclina cortés hacia el abismo.
Η καθηγήτρια
Όταν χτυπούσαμε το κουδούνι
στο βάθος του άδειου διαδρόμου,
ακούγονταν τα τακούνια της μέσα στο κτήριο
όπως σε ένα μυθιστόρημα με αγωνία.
Στέκονταν και έφτιαχνε το λουρί στο σκυλάκι της ,
δίνοντας του την τελευταία παρώθηση προς τα λουλούδια
που ήταν μέσα στο βάζο απ’ τη Φρανκφούρτη.
Αλλά καθώς άνοιγε, υπεροπτική και νευρική, όπως ένα πουλί
λίγο μαδημένο, το σάλι της και τη μπλούζα της
τόσο συγκινητικά φροντισμένα
μας υποχρέωναν να δούμε το πανάκι
στη γωνία του θρήνου.
Το σκιόφως ήταν γεμάτο με μαξιλάρια τσαλακωμένα,
με λιθογραφίες ακαθόριστες που γνώριζαν
την υγρασία των ρούχων της στη βαλίτσα
που το ελατήριο της ήχησε ατυχώς
σε ένα άλλο υποθετικό σπίτι.
Δίπλα στο παράθυρο ήταν το τραπεζάκι
για να απολαμβάνει το τσάι της με τις πουτίγκες της
κοιτάζοντας τις ταράτσες της Αβάνας
σαν μια υπόθεση περισσότερο θλιβερή παρά χαρούμενη,
και εκεί καθόμασταν παράξενα άχρηστοι
δοσμένοι σε πνιχτούς λαρυγγισμούς,
μάρτυρες των σκασμένων της χειλιών από το κλάμα,
και της κεφαλής της της στρατιωτικής και φανταστικής
που έγερνε ευγενικά προς την άβυσσο.
Ahora que empieza a caer, del cielo...
A mi esposa
Ahora que empieza a caer, del cielo
de nuestra vida, que sólo nosotros podemos ver,
profundo, estrellado, carne y alma nuestra,
ese polvillo sagaz en tu nocturno pelo,
ahora que el lápiz finísimo, grabando
una medida sagrada, una cantidad misteriosa
del vino que sube en la jarra de la ofrenda,
empieza a trazar, junto a tus ojos, vivos
como ciervos bebiendo en el agua extasiada,
junto a tus labios que han dicho todas las palabras que adoro,
las huellas del tránsito de nuestra juventud,
ahora, lleno de un fuego y de un peso de amor que desconocía
porque estábamos engendrándolo secretamente en nuestro corazón
y es algo mucho más terrible y precioso que el amor
que diariamente conocíamos,
ahora, mujer, ahora, destinada mía,
es cuando quiero hacerte un canto de amor, un homenaje,
que dice únicamente así:
Te amo, lo mismo
en el día de hoy que en la eternidad,
en el cuerpo que en el alma,
y en el alma del cuerpo
y en el cuerpo del alma,
lo mismo en el dolor
que en la bienaventuranza,
para siempre.
Τώρα που αρχίζει να πέφτει, από τον ουρανό
Στη σύζυγο μου
Τώρα που αρχίζει να πέφτει, από τον ουρανό
της ζωής μας, που μόνο εμείς μπορούμε να δούμε,
βαθειά, αστερωμένη, σάρκα και ψυχή δική μας,
αυτή η ευφυής σκόνη πάνω στη νυχτερινή σου κόμη,
τώρα που το λεπτό μολύβι, αρχίζει να χαράσσει
ένα ιερό μέτρο, μια μυστηριώδη ποσότητα
του κρασιού που ανεβαίνει στην κανάτα της προσφοράς,
αρχίζει να χαράσσει, δίπλα στα μάτια σου, τα ζωντανά
σαν κοράκια που πίνουν απ’ το εκστασιασμένο νερό,
δίπλα στα χείλη σου που είπαν τόσες λέξεις που λατρεύω,
τα χνάρια του περάσματος της νιότης μας,
τώρα, γεμάτος από μια φωτιά και από ένα βάρος του έρωτα που αγνοούσα
γιατί ήμασταν επικεντρωμένοι κρυφά στη δική μας καρδιά
κι αυτό είναι κάτι πιο τρομερό και όμορφο απ’ τον έρωτα
που καθημερινά ξέραμε,
τώρα, γυναίκα, τώρα, προορισμένη για μένα,
είναι που θέλω να σου φτιάξω ένα ερωτικό τραγούδι, να σου κάνω ένα αφιέρωμα,
που λέει μόνο τα εξής:
Σ’ αγαπώ, το ίδιο
τη σημερινή μέρα και στην αιωνιότητα,
με το κορμί μου και την ψυχή μου,
και με τη ψυχή του κορμιού μου
και με το κορμί της ψυχής μου,
το ίδιο μες στον πόνο
και μέσα στη μακαριότητα,
γι πάντα.
El aire
Estoy despierto, sí, estoy mirando
fríamente algunas cosas
que van dejando ya de ser secretas.
Están ahí, como los árboles
en el desnudo aire. Sí, estoy despierto.
Hasta la casa de mi infancia es de los otros:
la han pintado de un color chillón,
entran y salen por los cuartos de mi alma,
hablando de otro asunto. La luz invade el patio
de mis ocultas nadas. También miro
con deseo ese rostro que es ninguno
y que viene como un ave malherida
de los que sufren y sonríen.
¡Oh pueblo innumerable! Estoy despierto.
Estoy mirando el polvo bañado por la luz,
las tinieblas disueltas en el aire
cuando empieza a dibujarse la verdad:
el árbol, la alegría, el sacrificio.
Y sé que aún tengo más recuerdos en la sangre
de los que puedo recordar, y más olvido
del que puede olvidarse en este mundo.
Pero qué importa, al fin, si la mitad
de aquella vida se me desprende y cae,
si tanto sueño, al fin, ha despertado,
si no hay sitio que no me esté mirando
ni instante en que el azar no me visite.
Quiero ser como tú, ¡oh rostro de los pobres!,
misterio del dolor y la sonrisa, porque el aire,
el simple aire límpido y vacío,
llenará nuestras voces y esperanzas.
Ο αέρας
Έχω ξυπνήσει, ναι, και κοιτάζω
ψυχρά κάποια πράγματα
που έπαψαν σιγάς σιγά να είναι μυστικά.
Είναι εκεί πέρα, όπως τα δέντρα
μες στο γυμνό αέρα. Ναι, έχω ξυπνήσει.
Ως και το σπίτι των παιδικών μου χρόνων ανήκει πια σε κάποιους άλλους:
το έβαψαν με ένα χρώμα φανταχτερό,
μπαινοβγαίνουν μες στα δωμάτια της ψυχής μου,
μιλώντας για ένα άλλο θέμα. Το φως εισβάλλει στο αίθριο
των κρυφών μου τίποτα. Κοιτάζω επίσης
με πόθο αυτό το πρόσωπο που δεν είναι κανενός
και που έρχεται σαν πουλί άσχημα πληγωμένο
απ’ τη μεριά αυτών που υποφέρουν και χαμογελούν.
Ω απροσμέτρητε λαέ! Έχω ξυπνήσει.
Κοιτάζω τη σκόνη τη λουσμένη στο φως,
τις αραιές νεφώσεις στον αέρα
καθώς αρχίζει να σκιαγραφείται η αλήθεια:
το δέντρο, η χαρά, η θυσία.
Και ξέρω πως ακόμα έχω περισσότερες αναμνήσεις μες στο αίμα μου
απ’ αυτές που μπορώ να θυμηθώ, και περισσότερη λησμονιά
απ’ αυτή που μπορεί να λησμονηθεί σ’ αυτό τον κόσμο.
Αλλά τι σημασία έχει ,τελικά, αν το μισό
εκείνης της ζωή αποχωρίζεται από μένα και καταρρέει,
αν τόσο όνειρο, αφυπνίστηκε στο τέλος,
αν δεν υπάρχει μέρος που να μην έχω κοιτάξει τον εαυτό μου
ούτε μια στιγμή που δε με είχε επισκεφτεί η τύχη.
Θέλω να είμαι όπως εσύ, ω πρόσωπο των φτωχών!,
μυστήριο από πόνο και χαμόγελο, γιατί ο αέρας,
ο απλός καθάριος και κενός αέρας,
θα πληρώσει τις φωνές μας και τις ελπίδες μας.
La luz del cayo
Una luz arrasada de ciclón,
aquella misma luz que vi de niño
en las mañanas nupciales del miedo,
estaba esperándome aquí, pero aún más pobre,
más secreta y huraña todavía,
como si no hubiera lámpara capaz
de agrupar nuestras sombras dispersadas,
ni pudiera la abuela regresar con aquel vaso
de espumoso chocolate hasta mi cama
para decir: la dicha existe, la inminencia
es un tren que estremece las maderas
cargado de luces y dulzura.
Por las calles oculto yo corría
gritando como un pino indominable,
destellando la honda piedra de presagios,
discutiendo silencioso con las nubes,
a comprar un martillo y unos clavos
para clavar la casa contra el miedo,
y al fin huíamos del mar, en orden, por los campos,
buscando el ojo del ciclón que nos miraba
como un animal remoto y triste.
Esa luz está aquí, ya sin peligro,
toda exterior y plana, establecida
en la absoluta soledad del Cayo,
pura intemperie de mi ser, diciéndome:
no queda nada, no era nada,
no tengas miedo ni esperes otras nupcias,
arde tranquilo como yo, árida y sola,
no esperes nada más, ésta es la gloria
que aguardaba y merece (único amparo)
tu flor desierta.
Το φως της βραχονησίδας
Ένα φως ισοπεδωτικό του κυκλώνα,
εκείνο το ίδιο φως που είδα μικρό παιδί
στα γαμήλια πρωινά του φόβου,
με περίμενε εδώ, αλλά λίγο πιο πενιχρό,
πιο σκοτεινό και σκυθρωπή ακόμα,
σαν να μην είχα μια λάμπα ικανή
να συγκεντρώσει τις δικές μας σκόρπιες σκιές,
ούτε να μπορούσε η γιαγιά να επιστρέψει με κείνη την κούπα
με αφρώδη σοκολάτα ως το κρεβάτι μου
για να μου πει: η ευτυχία υπάρχει, η επικείμενη
είναι ένα τρένο με στριμωγμένες τις βαλίτσες
φορτωμένο με φώτα και γλύκα.
Μες στους δρόμους κρυμμένος εγώ έτρεχα
κραυγάζοντας σαν ένα ανυπεράσπιστο πεύκο,
με τη βαθιά πέτρα των οιωνών να λάμπει,
μαλώνοντας σιωπηλός με τα σύννεφα,
για ν’ αγοράσω ένα σφυρί και κάποια καρφιά
για να οχυρώσω το σπίτι ενάντια στο φόβο,
και στο τέλος δραπετεύαμε προς τη θάλασσα, πειθαρχημένοι, και μες στους κάμπους,
ψάχνοντας το χρυσάφι του κυκλώνα που μας κοίταζε
σαν ένα απόμακρο και λυπημένο θηρίο.
Εκείνο το φως είναι εδώ, πια δίχως φόβο,
όλο εξωτερικό και λείο, εγκατεστημένο
μες στην απόλυτη μοναξιά της Βραχονησίδας,
της καθαρής περιφέρειας της ύπαρξης μου, λέγοντας μου:
δεν υπάρχει τίποτα, δεν ήταν τίποτα,
μη φοβάσαι και μη περιμένεις άλλες γαμήλιες τελετές,
καίγε γαλήνιος όπως εγώ, η στεγνή και μόνη,
μη περιμένεις τίποτα άλλο, αυτή είναι η δόξα
που φύλαγε και αξίζει (μοναδική σου προστασία)
το έρημο λουλούδι σου.
Sedienta cita
Cito textualmente las estrellas
y el hogar complejo de la naranja herida.
Diminuta es la luz en que el buey se esconde
lejos del ave, asoleando eternamente
las estudiosas manos del guajiro,
sus diez uñas sonoras de cavar el viento.
Dónde estuve, qué es esto, qué era tanto,
por qué laúd de sufrir o cal o estiércol frío
se me propaga en piedras la voracidad del corazón.
¡Ay, los dorados mulos de su costa difunta!
Veo mi rostro en el soez cristal partido,
en la espuela rota, en la leve nieve del sillón de mimbre.
Cito el insólito fieltro de las nubes idas.
Qué flora vuestra, qué dolor, qué tacto aherrojado y libre
desciende, estricto juez de oro, y canta.
Sí, desciende, paño de la luna, sobre un sucio mendigo,
y descarnándolo hasta sus flores o risas o planetas canta:
grácil noche de todos, alas de todos, vago perro.
Διψασμένη συνάντηση
Παραθέτω κειμενικά τ’ αστέρια
και το σύμπλεγμα της εστίας του χτυπημένο πορτοκαλιού.
Ελάχιστο είναι το φως όπου κρύβεται το βόδι
μακριά απ’ το πουλί, ζεσταίνοντας αιώνια
τα μελετηρά χέρια του μαχητή,
τα δέκα ηχερά του νύχια που σκάβουν τον άνεμο.
Που βρισκόμουν, τι είναι αυτό, γιατί κράτησε πολύ,
πιο λαγούτο του βάσανου η του ασβέστη η από κρύα κοπριά
πετρώνει την αδηφαγία της καρδιάς μου.
Αι, τα χρυσά μουλάρια της νεκρής του ακτής!
Βλέπω το πρόσωπο μου μέσα στο άσεμνο σπασμένο κρύσταλλο,
στο σπασμένο σπιρούνι, στο χιονόνερο στην πολυθρόνα τη φτιαγμένη από λυγαριά
Παραθέτω την ασυνήθιστη τσόχα των περαστικών σύννεφων.
Ποια βλάστηση δική σας, ποιος πόνος, ποια επαφή καταπιεσμένη και ελεύθερη
κατεβαίνει, σαν αυστηρός δικαστής από χρυσάφι, και τραγουδά.
Ναι, κατεβαίνει, πανί από σελήνη, πάνω από ένα βρώμικο ζητιάνο,
και αποκαρώνοντας τον ως τα λουλούδια του η τα γέλια η τους πλανήτες τραγουδά:
ευλογημένη νύχτα για όλους, φτερά για όλους, περιπλανώμενο σκυλί.
Doble herida
Este ir de la vida a la escritura
y volver de la letra a tanta vida,
ha sido larga, redoblada herida
que se ha tragado el tiempo en su abertura.
Abierto como res por la lectura,
le entregué las entrañas, y la vida,
queriendo rehacerlas, conmovida,
en ellas imprimió su quemadura.
Doble traición, porque la una resta
lo que la otra necesita entero:
el ser de carne y sueño, la respuesta
que deje al fin saciado al heredero
de tanta boda rota y tanta fiesta
partida por cuchillo doble y fiero.
Διπλή πληγή
Αυτό το πήγαινε της ζωής στη γραφή
και το έλα του γράμματος σε τόση ζωή,
υπήρξε μακρύ, μια διπλή πληγή
που άνοιξε ο χρόνος στο πέρασμα του .
Ανοιχτό σαν πράγμα απ’ την ανάγνωση,
του έδωσα τα σωθικά μου, και τη ζωή μου,
θέλοντας να τα ξαναφτιάξω, συγκινημένη,
σ’ αυτά τύπωσε το έγκαυμα της.
Διπλή πληγή, γιατί η πρώτη αφαιρεί
αυτό που η άλλη το χρειάζεται ακέραιο:
το είναι της σάρκας και του ονείρου, την απάντηση
που θα αφήσει στο τέλος στο μπουχτισμένο κληρονόμο
από ένα τόσο διαλυμένο γάμο και από μια τέτοια γιορτή
χωρισμένη από διπλό και κοφτερό μαχαίρι.
El niño
Después del aromático aguacero
ya no iremos por dulce a la bodega,
ni saldremos corriendo hasta la sombra
morada del caimito cariñoso...
Ya nunca volveremos confundidos
en el áureo sofoco de la risa
a batirnos con suaves espadones,
bajo el gotear ligero de los mangos.
Astroso, montaraz, húmedo amigo,
ya no te pedirán que me regales
tu cajita nocturna de cocuyos.
Ya no la cogeré, lleno de angustia.
Y la flor amarilla y la portada
no nos darán ya más su azul velado...
Το παιδάκι
Μετά την ευωδιαστή νεροποντή
πια δε θα πάμε για γλυκό στο κελάρι,
ούτε θα βγούμε τρέχοντας ως τη σκιά
για το καταφύγιο μας του αγαπημένου μας δρομάκου...
Πια ποτέ δε θα επιστρέψουμε μπερδεμένοι
στο χρυσαφένια θαλπωρή του γέλιου
να μονομαχήσουμε με ξύλινα σπαθάκια,
κάτω απ’ την αραιή ψιχάλα των μάγκος.
Αστρικέ, ορεσίβιε, μουσκεμένε μου φίλε,
πια δε θα σου ζητήσουν να μου χαρίσεις
τη νυχτερινή κασετίνα σου με τα cocuyos.
Πια δε θα σε πιάσω, γεμάτος με αγωνία.
Και το κίτρινο λουλούδι και η πόρτα
δε θα μας δώσουν πια το κρυφό τους γαλάζιο...
Cántico nuevo
Este libro no es tanto de poesía
como de conciencia.
Sus versos resultan duros y desabridos
pero dicen la verdad de mi corazón
cambiante y una
como profunda luz de agosto.
Ya no vale la pena escribir
una línea
que no sea completa, aunque después resulte poca,
la verdad.
La poesía no está por encima de nada.
Echo mi vida a un fuego: ser honrado.
Cómo no voy a querer serlo si en ello me va la vida.
No la que otros pueden darme o quitarme sino la que yo me doy
en mi conciencia que Dios me dio
para hacer este cántico nuevo,
áspero, duro y desabrido.
He pasado de la conciencia de la poesía
a la poesía de la conciencia, porque estoy, a no dudarlo,
entre la espada y la pared.
Este libro no contiene las notas de una lira
salvo que una lira sea
el tiempo y el espacio que van de la espada a la pared.
La profunda luz de agosto me lo dice:
Nada está por encima de nada.
Todo va a salvarse o a perderse junto en un solo cuerpo y en una sola alma.
Νέο άσμα
Αυτό το βιβλίο δεν είναι τόσο ένα βιβλίο ποίησης
όσο της συνείδησης.
Οι στίχοι του είναι τελικά σκληροί και δύσβατοι
αλλά λένε την αλήθεια της μεταβαλλόμενης
καρδιάς μου και ένα φως
βαθύ όπως του Αυγούστου.
Πια δεν αξίζει τον κόπο να γράψω
μια γραμμή
που να μην είναι πλήρης, παρόλο που μετά θα καταλήγει να είναι λίγη,
η αλήθεια της.
Η ποίηση δεν είναι πάνω από τίποτα.
Ρίχνω τη ζωή μου σε μια φωτιά: για να είμαι τιμημένος.
Πώς να μη θέλω να είμαι αυτό αν αυτό μου δίνει ζωή.
Όχι αυτή που άλλοι μπορούν να μου δώσουν η να μου αφαιρέσουν αλλά αυτή που εγώ δίνω στον εαυτό μου
στη συνείδηση μου που ο Θεός μου έδωσε
για να δημιουργήσω αυτό το νέο,
σκληρό και απροσπέλαστο άσμα.
Πέρας από τη συνείδηση της ποίησης
στην ποίηση της συνειδήσεις, γιατί βρίσκομαι, χωρίς να αμφιβάλλω,
ανάμεσα στο σπαθί και τον τοίχο.
Αυτό το βιβλίο δεν περιλαμβάνει τις νότες μιας λύρας
ακόμα κι αν μια λύρα είναι
ο χρόνος και ο χώρος που πάνε απ’ το σπαθί στον τοίχο.
Το βαθύ φως του Αυγούστου μου το διαβεβαιώνει:
Τίποτα δεν είναι πάνω από τίποτα.
Όλα πάνε να σωθούν η να χαθούν μαζί σε ένα μόνο κορμί και σε μια μόνη ψυχή.
El convaleciente
La noche extiende su dominio puro
de estrella por mi sangre aparecida
como un árbol oscuro:
ya no es la muerte ni la vida
lo que alegre despierta con mi sueño
a mi ceniza en flor y luz madura,
sino un oro neutral que me hace dueño
de mi joven palacio de amargura.
Oh ardido corazón, paciente mina
de la engastada furia que rodea
mi tronco de hombre escueto de paisaje!
Levanta, enfermedad, tu lluvia fina,
permite que tu niño eterno vea
su extraña paz y delicado viaje.
Ο αναρρωνύων
Η νύχτα απλώνει την καθαρή κυριαρχία της
από αστέρια μέσα στο αίμα μου που μοιάζει
με ένα σκοτεινό δέντρο:
πια δεν είναι ο θάνατος ούτε η ζωή
αυτό που χαρούμενο ξυπνά απ’ τον ύπνο μου
από ανθισμένη στάχτη και μελιχρό φως,
αλλά ένα ουδέτερο χρυσάφι που με κάνει κύριο
του νεανικού παλατιού μου της πίκρας.
Ω φλεγόμενη μου καρδιά, υπομονετικό ορυκτό
της ξοδεμένης φούριας που κυκλώνει
το κορμί μου του λιτού ανθρώπου αυτού του τοπίου!
Ύψωσε, αρρώστια, τη λεπτή σου βροχή,
επέτρεψε στο αιώνιο παιδί σου να δει
την παράξενη ειρήνη του και το ευχάριστο ταξίδι του.
La casa
Ah de mi casa, este navío a tumbos
siempre en el mismo sitio navegando
quién sabe hacia qué luces y qué rumbos,
anocheciendo, madre, navegando:
yo que te vi agrietada en los retumbos
de la tormenta, y que te oí aullando
quién sabe hacia qué luces y qué rumbos,
amaneciendo, madre, y navegando:
tálamo, cuna, tumba, lira, cerco,
estudio, cena, púrpura, ceniza,
infierno, paraíso, barco terco:
sé que nos llevarás en llanto o risa
hasta dejarnos en los fuertes brazos
que nos llaman -y tú, hecha pedazos.
Το σπίτι
Αχ το σπίτι μου, αυτό το πλοίο με τα σκαμπανεβάσματα
πάντα πλέοντας στο ίδιο μέρος
ποιος ξέρει προς ποια φώτα και σε ποιες πορείες,
νυχτωνόμασταν, μητέρα, και πλέαμε:
εγώ που σε είδα τσακισμένη μες στις δίνες
της καταιγίδας, και που σε άκουσα να ουρλιάζεις
ποιος ξέρει προς ποια φώτα και σε ποιες πορείες,
ξημερωνόμασταν, μητέρα, και πλέαμε:
θάλαμος, λίκνο, τάφος, λύρα, κύκλος,
μελέτη, δείπνο, πορφύρα, στάχτη,
κόλαση, παράδεισος, barco terco:
ξέρω ότι θα κουβαλήσεις με κλάμα και με γέλιο
ώσπου να μας αφήσεις μέσα στα δυνατά μπράτσα
που μας καλούν –κι εσύ, θα είσαι κομμάτια.
Sellada vigilia
En aquella ciudad morada y mustia
los mulos del carbón, los níveos pescadores
escanciaban la forma serena de mi angustia,
iniciaron el fúnebre ajedrez de sus rumores.
Era mi vida un sueño confuso de hondos seres,
los ojos inflexibles de ilusión se me abrían
a beberle a las cosas sus graves menesteres.
La llovizna el cine y el perro me influían.
Es dulce y es infausto por la calle de olvido
caminar ciertas noches a mi trémulo puente,
arpa de nube y viento en la velada oscura.
Y escuchar a lo lejos el piano detenido,
los mágicos hogares de frenesí latente
calándome los huesos con su vaga locura.
II
Que yo estaré soñando, dormido centinela
de una tarde profunda en olor a lejanía,
ojo de extraña tribu, puso de esta sequía
que me nace del tiempo y en lo infinito vela.
Qué se oirá de mi boca que no sea lectura,
triste cancion mezclada por las nubes y el hombre;
quién podrá distinguir de mi sonido el nombre
con que me llama Dios a beber su dulzura.
Soy como el trueno antiguo, confuso y elocuente,
que de pronto escuchaba en la sola arboleda,
íntima ya de astros y olvidada familia.
Las tardes superponen su texto transparente.
¡Quién sabrá lo que pido si mi corazón queda
delirante y remoto en sellada vigilia!
Καθορισμένη αγρύπνια
Σε εκείνη την πόλη την ιώδη και μελαγχολική
τα μουλάρια με το κάρβουνο, οι χιονισμένοι ψαράδες
μου πρόσφεραν τη γαλήνια μορφή της αγωνίας μου,
αρχίζοντας το σκοτεινό σκάκι των ψιθύρων τους.
Η ζωή μου ήταν ένα ακατανόητο όνειρο με κάποια βαθειά όντα,
τα δυσκίνητα μάτια της ψευδαίσθησης μου μου ανοίγονταν
για να κοινωνήσω μες στα πράγματα τη βαθύτερη ουσία τους.
το ψιλόβροχο το σινεμά και ο σκύλος μου με ενέπνεαν.
Είναι όμορφο αλλά και βαρετό από το δρόμο της λησμονιάς
να βαδίζω κάποιες νύχτες προς την αβέβαιη μου γέφυρα ,
σαν μια άρπα από σύννεφο και άνεμο μέσα ση σκοτεινή αγρύπνια.
και να ακούω από μακριά το σταματημένο πιάνο,
τις μαγικές εστίες μιας ακαθόριστης φρενίτιδας
να μου ζεσταίνουν τα κόκκαλα με τη μάταιη τρέλα τους.
II
Γιατί εγώ θα συνεχίσω να ονειρεύομαι, σαν αποκοιμισμένος φρουρός
σε ένα βαθύ κι όλο απόμακρα αρώματα απόβραδο,
μάτι μιας παράξενης φυλής, σήμα αυτής της ξηρασίας
που με γεννά μες στο χρόνο και μες στο άπειρο αγρυπνά.
Τι θα ακουστεί απ’ το στόμα μου που δε θα ναι σκέτη ανάγνωση,
θλιβερό τραγούδι αναμειγμένο με τα σύννεφα και τον άνθρωπο;
ποιος θα μπορέσει να ξεχωρίσει από τον ήχο μου το όνομα
με το οποίο με καλεί ο Θεός να κοινωνήσω τη γλυκύτητα του.
Είμαι όπως η περασμένη βροντή, η μπερδεμένη και προφανής,
που ξαφνικά άκουγα μέσα σε μια ερημική δεντροστοιχία,
οικεία πια με τα άστρα της και με τη λησμονημένη μου φαμίλια.
Τα απόβραδα επιθέτουν το διάφανο τους κείμενο.
Ποιος θα μάθει αυτό που ζητώ αν η καρδιά μου μένει
παραληρηματική και απόμακρη σε μια καθορισμένη αγρύπνια!
Faltabas tú, poeta...
Para Antonio Guerrero
Faltabas tú, poeta. La injusticia
no podía omitirte en su venganza:
ella sabe con lúcida impudicia
lo que el amor a la belleza alcanza.
Mas no le importa. Su misión inicia
creyendo que encadena la esperanza,
que prostituye el verbo a la avaricia,
que entrega a mercaderes la balanza.
Tú en cambio tienes la risa de tu hijo,
la fuerza de tu madre, la palabra
del que por siempre a los cubanos dijo:
Solo será posible lo imposible.
Salud, Antonio. Tu alegato labra
la estrofa de los cinco, ya invencible.
Έλειπες εσύ, ποιητή...
Για ττον Αντόνιο Γκερέρο
Έλειπες εσύ, ποιητή. Η αδικία
δε μπορούσε να σε παραλείψει απ’ την εκδίκηση της:
αυτή ξέρη με τη φανερή της ασέλγεια
αυτό που ο έρωτας στην ομορφιά προσφέρει .
Αλλά δεν τη νοιάζει. Η αρχική της αποστολή
ήταν η πίστη της ότι αλυσοδένει την ελπίδα,
ότι εκπορνεύει το ρήμα στην πλεονεξία,
που δίνει τη ζυγαριά στους εμπόρους.
Εσύ αντίθετα έχεις το χαμόγελο του γιου σου,
τη δύναμη της μητέρας σου, τη λέξη
αυτού που για πάντα στους Κουβανούς είπε:
θα είναι μόνο δυνατό το αδύνατο.
Υγεία, Αντόνιο. Η ομολογία σου επεξεργάζεται
τη στροφή των πέντε, την ήδη αόρατη.
La mesa
Esta mesa que construyó mi abuelo
para mi padre joven, guarda cosas
dispersas de mi alma, versos, prosas,
fragmentos de ilusión y desconsuelo.
Toco sus pobres tablas, el abuelo
ahora soy yo para otro niño, rosas
tuvo mi madre joven, misteriosas,
las nubes pasan en sereno vuelo.
Mi delirio cruzó por esta mesa
que tiene para mí algo prudente
de abrigo familiar, y de entereza.
Su fibra es la modestia resistente,
y atónita de sí, a mi extrañeza
le dio el soporte austero de mi gente.
Το τραπέζι
Αυτό το τραπέζι το έφτιαξε ο παππούς μου
για τον πατέρα μου όταν ήταν νέος, φυλάει
σκόρπια της ψυχής μου πράγματα, στίχους, πεζά,
θραύσματα της ψευδαίσθησης και της παρηγοριάς.
Χτυπάω τις φτωχές του τάβλες, ο παππούς
τώρα είμαι εγώ για ένα άλλο παιδί, ρόδα
είχε νέα η μητέρα μου, μυστηριώδη,
τα σύννεφα περνούν σε μια ήσυχη πτήση.
Το παραλήρημα μου πέρασε απ’ αυτό το τραπέζι
που έχει για μένα κάτι το ιερό
απ’ την οικογενειακή σκέπη, και τη γαλήνη της.
Οι ίνες του έχουν κάτι απ’ την ανθεκτική μετριοφροσύνη ,
και την άτονη ταυτόχρονα, και κάτι απ’ την παραξενιά μου
που του έδωσαν το λιτό στήριγμα τν ανθρώπων μου.
El niño inmóvil (campesina)
Y así calladamente contra el humo
del arroz en el cuarto que el sinsonte tornasola,
miré tus grandes manos, campesina
férrea de piel, forrada súbita de chispa honda
como la flor de oro; y tú secabas
unas oscuras decepciones imprevistas
con tu perenne delantal, volando; y fija me cogiste,
mientras frotaba el hueso fino de la cañabrava
con su rayo el viento, la música que oigo
en mi penuria como un lejano corazón a veces.
Y así calladamente contra el humo
del arroz en el cuarto que el sinsonte tornasola,
pienso en tus bellas manos, campesina, siempre.
Το ακίνητο παιδί (αγρότισσα)
Κι έτσι σιωπηλά απέναντι απ’ την τσίκνα
του ρυζιού στο κουζινάκι που το σουίκι τιτιβίζει,
κοίταξα τα μακριά χέρια σου, αγρότισσα
με το τραχύ σου δέρμα, ντυμένη ξαφνικά παρακινημένη σαν από μια δυνατή σπίθα
όπως του χρυσού το άνθος; και συ στέγνωνες
κάποιες σκοτεινές και απρόβλεπτες διαψεύσεις
με την αιώνια ποδιά σου, πετώντας; και δυνατή με άδραξες,
ενώ έψηνε το λεπτό κόκκαλο της
με την αστραπή του ο άνεμος, η μουσική που ακούω
μέσα στη φτώχια μου σαν μια μακρινή καρδιά κάποτε.
Κι έτσι σιωπηλά απέναντι απ’ την τσίκνα
στο κουζινάκι που το σουίκι τιτιβίζει,
σκέφτομαι τα όμορφα χέρια σου, αγρότισσα, πάντα.
Demolición
Al fin se consumó, después
de tantas perfecciones tan equívocas,
de tanta precaución y cálculo, probando
que nada fuera inútil, ni lo nimio,
ni los más delicados pulimentos:
al fin se consumó lo improyectado
por la mano, al revés de la materia.
La mano reconoce que otra mano
más poderosa hay en la materia,
otro proyecto inverso, otra escultura
abierta al desgarrón que nos genera,
el ojo reventado de la forma,
el descoyuntamiento crucifixo,
el boquete sediento de la luz
manando los destrozos
de una extraña alegría
Κατεδάφιση
Στο τέλος αναλώθηκε, μετά
από τόσες τελειοποιήσεις εσφαλμένες,
μετά από τόση επαγρύπνηση και υπολογισμό, διαπιστώνοντας
ότι τίποτα δεν ήταν ανώφελο, ούτε το ασήμαντο
ούτε τα πιο απαλά στιλβώματα:
στο τέλος αναλώθηκε κι αυτό που δε προβλήθηκε
απ’ το χέρι, απ’ την άλλη μεριά της ύλης.
Το χέρι αναγνωρίζει ότι ένα άλλο χέρι
πιο δυνατό υπάρχει μες στην ύλη,
ένας άλλος αντίθετος σχεδιασμός, μια άλλη γλυπτική
ένα ανοιχτό σπάραγμα που μας γεννά,
το οργισμένο μάτι της μορφής,
το διαστρεβλωμένο σταύρωμα,
το διψασμένο άνοιγμα του φωτός
που αναβλύζει απ’ τα συντρίμμια
μιας παράξενης χαράς
Ausencia
Qué oculta esta palabra o reverencia
irónica al desdén que la provoca,
gusto que niega todo lo que toca,
negación de sí misma, viva ausencia.
Cómo para vivir tiene licencia
si no nació, ni muere, ni convoca
más tiempo que el futuro que revoca
dejándonos de nada única ciencia.
Cuchilla sin embargo es lo que dice,
amputadora puerta cuyo filo
tan silenciosamente nos instruye.
Allí duele donde ella se desdice,
punza allí de la sutura el hilo
zurciendo lo que aguarda y lo que huye.
Απουσία
Τι κρυφή αυτή λέξη η η υπόκλιση
η ειρωνική προς την αμφιβολία που την προκαλεί,
γούστο που αρνείται ότι αγγίζει,
άρνηση του εαυτού της, ζωντανή απουσία.
Πως για να ζήσει να έχει άδεια
αν δε γεννήθηκε, ούτε πεθαίνει, ούτε ζητά
περισσότερο χρόνο από το μέλλον που ανακαλεί
αφήνοντας μας απ’ το τίποτα μια μοναδική επιστήμη.
Μαχαιριά ωστόσο είναι αυτό που λέει,
κατεστραμμένη πόρτα που το φύλλο της
τόσο σιωπηλά μας απελπίζει.
Εκεί πονά όπου αυτή μας διαψεύδει,
περνά από κει από τη ραφή την κλωστή
μαντάροντας αυτό που μένει και αυτό που διαφεύγει.
Canto llano (i, xii, xiii, xxiii)
I
Puedo ser polvo en el polvo
y alzarme como la luz
con esto me bastaría
si no me miraras tú.
Puedo estar vivo en una tarde,
muerto por la eternidad.
¡Ah, que feliz yo sería
si no fuera tu mirar!
Si no fuera tu pedir
a mi puerta una limosna
que oculta fiesta en mi casa,
que lecho dulce de sombras.
¿Quién eres que así me exiges
lo que no está en mi poder?
Déjame oscuro gozar
la pobreza de mi ser.
¡Ah, la nada que tendría
mi secreto renunciar!
Si no me miraras tú,
si no fuera tu mirar.
XII
Algo le falta a la tarde,
no están completos los pinos,
y yo mirando a las nubes
siento lo que no he sentido.
A cada instante pregunto
por el tesoro perdido
cuya sombra se desplaza
con melancólico frío.
Mirándome está el deseo,
nocturno, solo, infinito;
callada va la nostalgia
llameando eternos vestigios.
No llega nunca mi gesto
a la tierra del destino;
la vida acaba inconclusa,
quedan los sueños en vilo.
XIII
De todo puedo despojarme
más no de mis fieras palabras
ellas me siguen hasta el polvo
y sólo ellas me acompañan.
Extraño amor el que me une
con esas amantes veladas
que viven por mí y yo por ellas
sin otro premio ni esperanza.
Que se alimentan de mi noche
y su deseo es mi sustancia
porque son criaturas carnales
y yo tuétano de su raza.
En el mar oigo sus gemidos
de Antígonas mal sepultadas
y en el fuego miran terribles
como Eumenides aplacadas.
Mi justificación está
en las descargas de su gracia.
Confiado me duermo en sus brazos
ellas guerrean mis batallas.
Y cuando enmudezca, en mi cuerpo
se quedarán amortajadas.
Επίπεδο τραγούδι (i, xii, xiii, )
I
Μπορώ να είμαι στάχτη μες στη στάχτη
και να ριχτώ όπως το φως
αυτό θα μου αρκούσε
αν δε με κοίταζες εσύ.
Μπορώ να είμαι ζωντανός μέσα σε ένα απόβραδο,
νεκρός μες στην αιωνιότητα.
Αχ, τι ευτυχής εγώ θα ήμουν
δίχως το κοίταγμα σου!
Αν δεν ήταν η ζήτηση σου
στην πόρτα μου μια ελεημοσύνη
τι κρυφή γιορτή θα είχα στο σπίτι μου,
ποια γλυκιά κλίνη από σκιές.
Ποια είσαι εσύ που μου απαιτείς
αυτό που δε δύναμαι?
Άφησε με σκοτεινό να απολαμβάνω
τη φτώχια της ύπαρξης μου.
¡Αι, το τίποτα που θα έπρεπε
το μυστικό μου να αρνηθεί!
Αν δε με κοίταζες εσύ,
αν δεν υπήρχε η ματιά σου
XII
Κάτι λείπει στο απόβραδο,
δεν είναι συμπληρωμένα τα πεύκα,
κι εγώ καθώς κοιτάζω τα σύννεφα
νιώθω αυτό που δεν ένιωσα.
Κάθε στιγμή ρωτά
για το χαμένο θησαυρό
που η σκιά του μετατίθεται
με μελαγχολικό κρύο.
Κοιτάζομαι κι είναι ο πόθος,
νυχτερινός, μόνος, άπειρος;
σιωπηλή προχωρά η νοσταλγία
θρηνώντας αιώνια απομεινάρια.
Δε φτάνει ποτέ η χειρονομία μου
στον τόπο του προορισμού της;
η ζωή καταλήγει ημιτελής,
μένουν τα όνειρα με κομμένη την ανάσα.
XIII
Όλα μπορώ να τα αρνηθώ
αλλά όχι τις άγριες μου λέξεις
eαυτές μ’ ακολουθούν μέχρι τη σκόνη
και μόνο αυτές με συνοδεύουν.
Παράξενος ο έρωτας που με ενώνει
μ’ αυτές τις φευγαλέες ερωμένες
που ζουν από μένα κι εγώ απ’ αυτές
δίχως άλλο έπαινο η ελπίδα.
Γιατί απ’ τη νύχτα μου τρέφονται
και ο πόθος τους η ουσία μου είναι
γιατί είναι πλάσματα με σάρκα
κι εγώ της ράτσας τους το μεδούλι.
Στη θάλασσα ακούω τις κραυγές του
από Αντιγόνες άσχημα θαμμένες
και στη φωτιά κοιτάζουν τρομερές
σαν Ευμενίδες εξευγενισμένες.
Η επιβεβαίωση μου βρίσκεται
στις χάρης τους τις εκφορτώσεις.
Με εμπιστοσύνη στην αγκαλιά τους κοιμάμαι
αυτές στις μάχες μου παλεύουν.
κι όταν εγώ θα βουβαθώ, με το κορμί μου
σαβανωμένες θ’ απομείνουν.
Ultimo epitalamio
Pero si al cabo vienes, despojada
de tus flores nupciales, a la hora
en que el mundo hasta el fondo se desdora
y la ceniza cubre a la mirada;
pero si entonces, con la boca helada
del ocaso postrero que devora
toda ilusión, fatal coronadora,
al oído me dices: soy la nada,
te daré gracias por dejarme verte
y abrazarte desnuda, y por ser mía
siquiera en el instante de perderte;
y dormiré en el tálamo que hacía
mi corazón, soñando que la muerte
es tu último velo, poesía.
Τελευταίο επιθαλάμιο
Αλλά αν τελικά έρχεσαι, απογυμνωμένη
από τα νυφικά σου λουλούδια, την ώρα
που ο κόσμος ως τα βάθη του αμαυρώνεται
κι η στάχτη καλύπτει τη ματιά;
αλλά αν τότε, με το στόμα παγωμένο
απ’ το τελευταίο λυκόφως που κατασπαράζει
κάθε ψευδαίσθηση, μοιραία στεφανωμένη,
στο αυτί μου λες: είμαι το τίποτα,
θα σε ευχαριστήσω που με άφησες να σε δω
και να σ’ αγκαλιάσω γυμνή, και που θα είσαι δική μου
ακόμα και στη στιγμή που θα σε χάσω;
και θα κοιμηθώ στο θάλαμο που θα έχτιζε
η καρδιά μου, καθώς θα ονειρεύομαι ότι ο θάνατος
είναι το τελευταίο σου βέλο, ω ποίηση.
Un extraño honor
El árbol sabe, con sus raíces y sus ramas,
todo aquello que puede ser un árbol:
¿o acaso también falta
a su mitad visible otro esplendor
que es lo que está sufriendo y anhelando?
No lo sabemos. Pero él
no necesita conocerse. Basta
que su misterio sea, sin palabras
que vayan a decirle lo que es, lo que no es.
El árbol, majestuoso como un árbol,
lleno de identidad hasta las puntas,
puede medirse cara a cara con el ángel.
Y nosotros ¿con quién nos mediremos,
quién ha de compartir nuestra congoja?
Ved ese rostro, escrutad esa mirada
donde lo que brilla es un vacío,
repasad como en sueños
esas líneas dolorosas en tomo de los labios,
ese surco que ha de ahondarse en la mejilla,
la desolada playa de la frente,
la nariz como un túmulo funesto. ¡Qué devastado reino,
qué fiero y melancólico despojo, humeando todavía!
Sólo otro rostro podría comprenderlo.
Así nos miramos cara a cara, el alma desollada,
con el secreto júbilo insondable que nos funda,
que está hecho de vergüenza
y de un extraño honor.
Μια παράξενη τιμή
Το δέντρο ξέρει, με τις ρίζες του και τα κλαδιά του,
όλα εκείνα που είναι ένα δέντρο:
η ίσως του λείπει
στο μισό του το ορατό η άλλη λάμψη
που είναι αυτό για το οποίο αγωνιά και υποφέρει?
Δεν το ξέρουμε. Αλλά αυτό
δε χρειάζεται να γνωρίσει τον εαυτό του. Αρκεί
που το μυστήριο του είναι, δίχως λέξεις
που θα του πουν αυτό που είναι κι αυτό που δεν είναι.
Το δέντρο, μεγαλοπρεπές σαν δέντρο,
πληρωμένο απ’ την ταυτότητα του ως τις μύτες των κλαδιών του,
μπορεί να συγκριθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον άγγελο .
Κι εμείς ,με ποιον θα συγκριθούμε
ποιος θα μοιραστεί την οδύνη μας?
Δέστε αυτό το πρόσωπο, εξετάστε λεπτομερώς αυτή τη ματιά
όπου αυτό που λάμπει είναι ένα κενό,
επαναλάβετε όπως μέσα στα όνειρα
αυτές τις πονεμένες γραμμές en tomo de los labios,
ese surco που θα πνιγεί στο μάγουλο,
την απελπισμένη ακτή του μετώπου,
τη μύτη σαν έναν ολέθριο τάφο. Τι ανυπόφορο βασίλειο,
τι άγρια και μελαγχολική λεηλασία, που ακόμα καπνίζει!
Μόνο ένα άλλο πρόσωπο θα μπορούσε να το καταλάβει.
Έτσι κοιταζόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο, κι η ψυχή απελπισμένη,
με την κρυφή ανεξιχνίαστη αγαλλίαση που μας συνιστά,
που είναι καμωμένο από ντροπή
και από μια παράξενη τιμή.
Un golpe de recuerdos te modela...
Un golpe de recuerdos te modela
como a la nube el soplo imprevisible.
¡La música y la enamorada tela
que cruza por tus ojos! Suprimible
y oscuro lo demás, aquí te espera,
frente a mi vida absorta o despiadada,
un país al que vuelves, pasajera
del eterno sabor de tu mirada.
-¿Será tú lo que miro? ¿Y a qué sombra
de tu soñar inmóvil pertenece
la antigua calidad en que me abismo?
Pero de pronto en mí tu voz me nombra
como un golpe de rara luz que acrece.
¡Oh música y milagro de lo mismo!
Ένα χτύπημα από αναμνήσεις σε διαπλάθει..
Ένα χτύπημα από αναμνήσεις σε διαπλάθει
όπως το σύννεφο η απροσδόκητη αύρα.
Η μουσική και η χορδή η ερωτευμένη
που διαπερνά τα μάτια σου! Καταργημένα
και σκοτεινά τα υπόλοιπα, εδώ σε περιμένουν,
μπροστά στην απορροφημένη και ανελέητη ζωή μου,
μια χώρα στην οποία επιστρέφεις, ταξιδιώτισσα
του αιώνιου αρώματος της ματιάς σου.
-Να είσαι εσύ αυτό που βλέπω? Και σε ποια σκιά
του ακίνητο ρεμβασμού σου ανήκει
η παλιά ποιότητα όπου βυθίζομαι?
Αλλά αίφνης μέσα μου η φωνή σου με ονοματίζει
σαν ένα χτύπημα από σπάνιο φως που μεγαλώνει .
Ω μουσική και θαύμα του ίδιου!
A Juana Borrero
(leyendo sus cartas de amor)
¡Juana Ígnea ¡Isolda nuestra!
¿Quién eras?
¿Dónde estás?
Siento en tus cartas el olor
astralmente salvaje
de la carne de tu alma.
Tu alma fue tu carne. Por eso
no podías vivir.
Tu corazón fue tu atmósfera. Por eso
el amor en tu boca era la Zarza
ardiendo en el desierto.
Si la Otra murió quemada sin querer
tú tenías que quemarte de querer.
¿Qué querías tú?
Arder era tu sino.
Tu amor el fuego.
¡Eloísa, Julieta en una llama!
¡Juana en tu hoguera, sin más voces
que los sueños fatídicos cercándote,
sin más rey que una brasa en el desierto!
¡Ah, no puedo resistir
tu retrato de hurí fascinadora,
de brasa en agonía,
lirio tostado por el absoluto,
Madre imposible, Criolla del Espíritu!
¡El desmayo, el ensueño de la Fuerte!
¡Dominadora dominada por la flor de Titania!
¿Quién eras?
¿Dónde estás?
Virgen trágica, nombrada igual que Cuba
De la estirpe de Juan, el Águila de Patmos,
paloma tú de Cuba,
apocalíptico holocausto del amor
¡Ígnea! ¡Más que Isolda! ¡Juana!
¡Muerta en el arenal donde nací!
Στον Χουάν Μπορέρο
(διαβάζοντας τις ερωτκές του επιστολές)
Χουάνα ‘Ινχεα, Ισόλδα δική μας!
Ποια ήσουν?
Που είσαι?
Νιώθω στα γράμματα σου το άρωμα
το αστρικά άγριο
της σάρκας της ψυχής σου.
Η ψυχή σου ήταν η σάρκα σου. Γι αυτό
δεν μπορούσες να ζήσεις.
Η καρδιά σου ήταν η ατμόσφαιρα σου. Γι αυτό
Ο έρωτας στο στόμα σου ήταν η Φλεγόμενη
Βάτος μέσα στην έρημο.
Αν η Άλλη πέθανε στην πυρά δίχως να το θέλει
εσύ έπρεπε να καείς απ’ τον έρωτα.
Τι ήθελες εσύ?
Από φωτιά ήταν το αλλά σου.
Ο έρωτας σου ήταν η φωτιά.
Η Ελοίζα, η Ιουλιέτα σε μια φωτιά!
Ιωάννα στην πυρά σου, δίχως άλλες φωνές
απ’ τα όνειρα που μοιραία σε κύκλωναν,
δίχως άλλο βασιλιά εκτός από μια θράκα μες στην έρημο!
¡Α, δεν μπορώ ν’ αντισταθώ
στο πορτραίτο σου της σαγηνευτικής αγίας,
από τη θράκα σου μες στην αγωνία,
κρίνο καμένο απ’ το απόλυτο,
Μητέρα απίθανη, Κριολή του Πνεύματος!
¡El desmayo, el ensueño de la Fuerte!
Κυριαρχημένη κυριαρχημένη από το άνθος της Τιτάνας!
Ποια ήσουν?
Που είσαι?
Παρθένα τραγική, ονοματισμένη όπως κι η Κούβα
απ’ τη γενιά του Ιωάννη, του Αετού της Πάτμου,
περιστέρα εσύ της Κούβας,
αποκαλυπτικό ολοκαύτωμα του έρωτα
Ίγκνεα! Κάτι παραπάνω απ’ την Ιζόλδη! Ιωάννα!
Νεκρή στην αμμουδιά όπου γεννήθηκα!
Ahora
A mi esposa
Ahora que empieza a caer, del cielo
de nuestra vida, que sólo nosotros podemos ver,
profundo, estrellado, carne y alma nuestra,
ese polvillo sagaz en tu nocturno pelo,
ahora que el lápiz finísimo, grabando
una medida sagrada, una cantidad misteriosa
del vino que sube en la jarra de la ofrenda,
empieza a trazar, junto a tus ojos, vivos
como ciervos bebiendo en el agua extasiada,
junto a tus labios que han dicho todas las palabras que adoro,
las huellas del tránsito de nuestra juventud,
ahora, lleno de un fuego y de un peso de amor que desconocía
porque estábamos engendrándolo secretamente en nuestro corazón
y es algo mucho más terrible y precioso que el amor
que diariamente conocíamos,
ahora, mujer, ahora, destinada mía,
es cuando quiero hacerte un canto de amor, un homenaje,
que dice únicamente así:
Te amo, lo mismo
en el día de hoy que en la eternidad,
en el cuerpo que en el alma,
y en el alma del cuerpo
y en el cuerpo del alma,
lo mismo en el dolor
que en la bienaventuranza,
para siempre.
Τώρα που αρχίζει να πέφτει, από τον ουρανό…
Στη σύζυγο μου
Τώρα που αρχίζει να πέφτει, από τον ουρανό
της ζωής μας, που μόνο εμείς μπορούμε να δούμε,
βαθειά, αστερωμένη, σάρκα και ψυχή δική μας,
αυτή η ευφυής σκόνη πάνω στη νυχτερινή σου κόμη,
τώρα που το λεπτό μολύβι, αρχίζει να χαράσσει
ένα ιερό μέτρο, μια μυστηριώδη ποσότητα
του κρασιού που ανεβαίνει στην κανάτα της προσφοράς,
αρχίζει να χαράσσει, δίπλα στα μάτια σου, τα ζωντανά
σαν κοράκια που πίνουν απ’ το εκστασιασμένο νερό,
δίπλα στα χείλη σου που είπαν τόσες λέξεις που λατρεύω,
τα χνάρια του περάσματος της νιότης μας,
τώρα, γεμάτος από μια φωτιά και από ένα βάρος του έρωτα που αγνοούσα
γιατί ήμασταν επικεντρωμένοι κρυφά στη δική μας καρδιά
κι αυτό είναι κάτι πιο τρομερό και όμορφο απ’ τον έρωτα
που καθημερινά ξέραμε,
τώρα, γυναίκα, τώρα, προορισμένη για μένα,
είναι που θέλω να σου φτιάξω ένα ερωτικό τραγούδι, να σου κάνω ένα αφιέρωμα,
που λέει μόνο τα εξής:
Σ’ αγαπώ, το ίδιο
τη σημερινή μέρα και στην αιωνιότητα,
με το κορμί μου και την ψυχή μου,
και με τη ψυχή του κορμιού μου
και με το κορμί της ψυχής μου,
το ίδιο μες στον πόνο
και μέσα στη μακαριότητα,
γι πάντα.
*“Queda, sí, aroma interminable”
Queda, sí, aroma interminable, y quizás por eso mismo,
Porque no podemos asumir su muerte,
En los últimos minutos de su vida
Se invisibiliza para la narración histórica.
“Μείνε, ναι, ατέλειωτο άρωμα”
Μείνε, ναι, ατέλειωτο άρωμα, κι ίσως γι’ αυτό ανάλλαχτο
Γιατί δεν μπορούμε να αναλάβουμε την ευθύνη για το θάνατο του ,
Στα τελευταία λεπτά της ζωής του
Είχε γίνει αόρατος για την ιστορική αφήγηση.
La jerigonza
Queríamos vivir ocultos,
ser harapientos héroes,
usar el idioma como un trapo tenebroso
que esconde la joya más ardiente.
Queríamos arroparnos en la nada
de nuestra creación y calentarnos
con un orgullo que se perdía en risa
por el túnel giboso de la jerigonza,
frente al todo compacto de los otros.
Queríamos andar a oscuras
debajo de los muebles prehistóricos,
estrujar las semanas oficiales,
llenarnos los bolsillos de mentiras.
Queríamos ser puros, deformarnos,
ser nadies invisibles, ser enormes,
aparecer entre los juegos como espectros
que contemplaban desdeñosos el ocaso,
pisar la raya para unirnos
con el que espra enla inaudita costa.
Queríamos el cojo en la gramática,
el verbo mendigando entre los números,
el trece de mudez, fingir que todo junta
las manos para implorar clemencia,
más rápidos que oscuros, enfundarnos
en un gabán de interminable burla.
Queríamos vivir, ser o
Η αργκό
Θέλαμε να ζήσουμε κρυμμένοι,
να ήμαστε κουρελήδες ήρωες,
να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα σαν ένα βρωμισμένο πατσαβούρι
που έκρυβε το πιο λαμπερό διαμάντι.
Θέλαμε να κρυφτούμε μες στο τίποτα
της δημιουργία μας και να ζεσταθούμε
με έναν θαυμασμό που χάνονταν μες στο γέλιο
από το ελικοειδές τούνελ της αργκό,
απέναντι στον ακλόνητο τοίχο των άλλων.
Θέλαμε να βαδίζουμε στα σκοτεινά
κάτω απ’ τα προϊστορικά έπιπλα ,
να εξαντλούμε τις επίσημες εβδομάδες,
να γεμίζουμε τις τσέπες μας με ψέματα.
Θέλαμε να ήμασταν αγνοί, παραμορφωμένοι,
να ήμασταν αόρατοι τιποτένιοι, να ήμασταν τεράστιοι,
να εμφανιζόμαστε στα παιχνίδια σαν φαντάσματα
που θωρούσαν όλο αμφισβήτηση το λυκόφως,
pisar la raya για να ενωθούμε
μ’ αυτόν που περιμένει στην ανήκουστη ακτή.
Θέλαμε το κουτσό της γραμματικής,
Το ρήμα που ζητιάνευε μέσα στους αριθμούς,
el trece της βουβαμάρας, υποκρινόμασταν ότι όλα ενώνουν
για να εκλιπαρήσουμε έλεος,
πιο γρήγοροι παρά σκοτεινοί, χωμένοι
μέσα στο πανωφόρι μιας ατέλειωτης κοροϊδίας.
Θέλαμε να ζήσουμε, να υπάρξουμε η
El desayuno
La dulce mañanita, los gorriones
que vienen a las migas uno a uno
acompañándonos al desayuno
con cuerdas de Vivaldis y Albinonis:
sus saltitos cimbrando los cordones
que cruzan la azotea, y de consuno
su desayuno y nuestro desayuno
santificando el día con los dones
sencillos del de Asís, así el café,
la leche, el pan, la luz, son pura fe,
con algo de fragancia campesina
y un toque de ventana donde pienso:
pareja tan feliz parece un lienzo
que se va tintineando en la neblina.
Το πρόγευμα
Τα πραϋντικό πρωινό, τα σπουργίτια
που καταφτάνουν στα ψίχουλα ένα ένα
μας συνοδεύουν στο πρόγευμα μας
με τις συγχορδίες του Βιβάλντι και του Αλμπινόλι:
τα πηδηματάκια τους κουνώντας τις απλώστρες
που διασταυρώνονται στην ταράτσα, και σε ομοφωνία
το πρωινό τους με το δικό μας πρωινό
αγιάζοντας τη μέρα με τα δώρα
σοβαροί όπως οι της Ασίζης, έτσι ο καφές,
το γάλα, το ψωμί, το φως, είναι καθαρή πίστη,
που συνοδεύεται από ένα χωριάτικο άρωμα
κι ένα χτύπημα του παράθυρου όπου σκέφτομαι ότι:
ένα ζευγάρι τόσο ευτυχισμένο μοιάζει με έναν καμβά
που αρχίζει να κουδουνίζει μες στην καταχνιά.
Amor
Si vieras en qué playa te he querido
y en qué estrella te ocultas invencible,
qué acentos de mi voz has escogido,
hasta dónde te hunde lo imposible
desde mi sueño al tuyo melodioso
como una clara ola que me inunda.
Cruzáramos los dos el negro foso
de la tierra y el mar que nos circunda,
y cruzáramos más: la tibia fuente
de luz definidora, el campo serio
de flor que nos aguarda, y, lentamente,
hiciéramos de amor un fijo imperio.
Έρωτας
Αν έβλεπες σε ποια ακτή σε αγάπησα
και σε ποιο αστέρι κρύβεσαι αόρατη,
ποιους τόνος απ’ τη φωνή μου έχεις διαλέξει,
ως που σε βυθίζει το απίθανο
από τον όνειρο μου στο μελωδικό το δικό σου
σαν ένα φωτεινό κύμα που με μουσκεύει.
Θα διασχίζαμε οι δυο μας τη μαύρη ζόφο
της γης και της θάλασσας που μας κυκλώνει,
και θα διασχίζαμε ακόμα: την αδύναμη πηγή
του καθοριστικού φωτός, το σοβαρό κάμπο
των λουλουδιών που μας συντροφεύουν, και, σιγά σιγά,
θα κάναμε απ’ τον έρωτα ένα σταθερό βασίλειο.
Piedra de rayos
Eso pensé, sacándole el último jugo
a la piedra de rayos de Rimbaud.
Ahora vuelvo a pensarlo,
mas no desde la noche de la imagen
sino, precisamente, desde el sol de los hechos.
Ese sol da en el mar que parece
una tierra alucinada.
La tarde, con sol azafrán, es un hecho.
Este mundo ¿será, ya, el otro?
Πέτρα από ακτίνες
Αυτό σκέφτηκα, βγάζοντας τον τελευταίο χυμό
από την ακτινοβόλο πέτρα του Ρεμπώ.
Τώρα το ξανασκέφτομαι,
αλλά όχι από τη νύχτα της εικόνας
αλλά, για την ακρίβεια, υπό το φως των γεγονότων.
Αυτό το φως του ήλιου εκβάλλει στη θάλασσα που μοιάζει
με μια γη μαγευτική.
Το απόβραδο, με τον ήλιο του από ζαφορά, είναι ένα γεγονός.
Αυτός ο κόσμος θα είναι, πια, ο άλλος;
El espejo
Así como el espejo
no copia al reflejar
(el cuarto solitario
esplende en otro tiempo fabuloso,
el hombre que se asoma no eres tú
sino tu víctima o tu juez),
así el recuerdo entrega lo vivido
como si la sustancia del futuro
en sus ávidos ojos nos mirara,
y allí estuviera unida
el agua con la sed
en un velo de luz inaccesible.
Ο καθρέφτης
Έτσι καθώς ο καθρέφτης
δεν αντιγράφει την αντανάκλαση
(το μοναχικό δωμάτιο
λάμπει σε ένα άλλο μυθικό χρόνο,
ο άνθρωπος που γέρνει δεν είσαι εσύ
αλλά το θύμα σου η ο δικαστής σου),
έτσι η θύμηση εισάγει το βιωμένο
σαν να επρόκειτο η ουσία του μέλλοντος
με τα άπληστα μάτια του να μας κοίταζε,
κι εκεί να ήταν ενωμένα
το νερό με τη δίψα
σε ένα σάλι από φως απρόσβατο.
Oculto
Oculto he sido y acunado por el mar
cual si estuviera mi madre en otro iris,
alhaja inmóvil de tristeza para el sol, que anocheciendo
los fríos tulipanes del traspatio, me rodeaba
de amargo alero al mediodía. Sin voz purpúreamente
los muros y los lunes otorgáronme una pálida provincia
donde franquear el cuerpo que desgasto, y en las noches
de junio
el barco al desoírme completa mi distancia,
hunde su maquinaria en mí cual la mejor estrella.
Oculto, sí, pero en losas y camastros
poniendo la ventura de morirme junto a voces,
salvando la baranda de amatista al escampar, y la
bandurria
que llega, sorda, en imposibles ráfagas al mundo.
Κρυμμένος
Κρυμμένος ήμουν και νανουρισμένος απ’ τη θάλασσα
Που έμοιαζε να ήταν η μητέρα μου σε μια άλλη ίριδα,
alhaja ακίνητη στον ήλιο, που καθώς έπεφτε η νύχτα
στις κρύες τουλίπες στο αίθριο , με κύκλωνε
με ένα πικρό alero το μεσημέρι. Δίχως φως με πορφύρα
οι τοίχοι και οι Δευτέρες με άφηναν μέσα σε μια άσημη επαρχία
όπου μπορούσα να ελευθερώσω που ξοδεύω, και μες στις νύχτες
του Ιούνη
το πλοίο παρακούοντας με συμπληρώνει την απόσταση,
βυθίζει την αρματωσιά του μέσα μου σαν το πιο καλό αστέρι.
Κρυμμένος, ναι, αλλά κάτω από πλάκες και σε άβολα κρεβάτια
με αποδεκτή την περιπέτεια του να πεθάνω δίπλα σε φωνές,
σώζοντας το περίβλημα του αμέθυστου καθώς ξημέρωνε, και το μαντολίνο
που φθάνει, κουφό, με απίθανες ριπές στον κόσμο.
Poesía, hambre
Poesía, hambre
de todo:
con tu boca quisiera comer,
más que cantar,
comer el canto que tiene hambre de todo y de sí mismo.
Poesía de todo,
hambre, sed
de todo:
con tu boca quisiera comer y beber el pan y el vino,
sin que quedara fuera nada, ni la nada,
para dormir al fin, sin fin, saciado,
bien comido a mi vez por todo, y bien cantado.
Ποίηση, πείνα
Ποίηση, πείνα
για όλα:
ε το στόμα σου θα ήθελα να τρώω,
περισσότερο από το να τραγουδώ,
να τρώω το τραγούδι που έχει πείνα για όλα και για τον εαυτό του.
Ποίηση για όλα,
πείνα, δίψα
για όλα:
με το στόμα σου θ ήθελα να τρώω και να πίνω το ψωμί και το κρασί,
δίχως να έμενα έξω από τίποτα, ούτε απ’ το τίποτα,
για να κοιμηθώ τελικά, δίχως σκοπό, μπουχτισμένος,
καλοταϊσμένος απ’ τη μεριά μου με όλα, και καλά τραγουδισμένος
Palma
¡Palma, doncella
hija del viento!
¡Tarde celeste
de mi deseo,
pájaro solo
en el anhelo
de las estrellas!
¡Palma, doncella
hija del viento!
Φοινικιά
Φοινικιά, παρθένα
κόρη του ανέμου!
Ουράνιο απόβραδο
του πόθου μου,
πουλί μοναχικό
μέσα στην αγωνία
των αστεριών!
Φοινικιά, παρθένα
κόρη του ανέμου!
Vallejo mismo
Ser uno sin querer César Vallejo,
saber cómo el difunto vivo ardía,
estar con él a solas cual solía
desde su corazón a su entrecejo.
Testamento de todo lo que dejo:
tener hambre del hombre en agonía,
beber el cáliz de la poesía,
ser este sin cesar César Vallejo.
Cómo salir de tan profundo abismo
donde retumba idéntico el denario,
Si ya vivo o difunto soy el mismo,
desesperadamente necesario.
Cómo dejar de ser, si está lo mismo
de oscuro el Valle al pie de mi calvario.
O ίδιος ο Βαλλιέχο
Το να είσαι κάποιος δίχως να το θέλεις Καίσαρα Βαλλιέχο ,
να ξέρεις ότι ο πεθαμένος ζωντανός φλεγόταν,
να είσαι μόνος μ’ αυτό όπως συνήθιζε
από τα φυλλοκάρδια του.
Διαθήκη με όλα αυτό που είπε:
να έχεις πείνα για τον άνθρωπο που αγωνιά,
να πίνεις από το κύπελλο της ποίησης,
να είσαι αυτός δίχως να σταματάς Καίσαρα Βαλλιέχο.
Πώς να βγεις από μια τόσο βαθιά άβυσσο
όπου αντηχεί παρόμοιο το δηνάριο,
Αν πια ζωντανός η θαμμένος είμαι,
Απελπιστικά αναγκαίος.
Πώς να πάψω να είμαι, αν είναι το ίδιο
σκοτεινή η Κοιλάδα στα ριζά του δικού Γολγοθά.
El hijo pródigo
Me fuí lehjos a ver, a ver qué había.
Pasé por un fuego clandestino.
Estuve solo entre los míos.
Un leño ardía, la cal ardía blanca y ciega.
Regresé con despojos que yo no deseaba.
Terrible es el deseo del deseo,
sol a plomo.
Ο άσωτος υιός
Πήγα μακριά για να δω, για να δω τι υπήρχε.
Πέρασα από μια παράνομη φωτιά.
Ήμουν μόνο ανάμεσα στους δικούς μου
Ένα κούτσουρο έκαιγε, ο ασβέστης φλέγονταν λευκός και τυφλός.
Επέστρεψα με λάφυρα που εγώ δεν τα ήθελα.
Τρομερή είναι η επιθυμία τη επιθυμίας,
ήλιος από μολύβι.
ÍNDICE DE POEMAS TRADUCIDOS
Examen del maniqueo/ Η Εξέταση του Μανιχαίου
Pienso en la santidad de los lugares.../ Πιστεύω στην αγιότητα των τόπων...
No me pidas/ Μη μου ζητάς
Otro/ Άλλος
La obra.../ Το έργο...
Palabras de Nicodemo/ Λέξεις του Νικόδημου
Trabajo/Δουλειά
Respuesta al examen del maniqueo/ Απάντηση στην εξέταση του Μανιχαίου
Estamos/Υπάρχουμε
Nada serán mis palabras.../ Τίποτα δεν θα είναι οι λέξεις μου...
Cola/Ουρά
El desposeído/ Ο ακτήμονας
La voz arrasadora/ Η ισοπεδωτική φωνή
Los límites futuros/ Τα μελλοντικά όρια
Más rápido que el tiburón lejano/ Πιο γρήγορος από τον μακρινό καρχαρία
La hoja/ Η σελίδα
Donde la brisa/ Που η αύρα
Lejos/ Μακριά
Canción/ Τραγούδι
La sala del pobre/ Το σαλόνι του φτωχού
A la Poesía/ Στην Ποίηση
La profesora /Η καθηγήτρια
Ahora que empieza a caer, del cielo.../ Τώρα που αρχίζει να πέφτει, από τον ουρανό.
El aire/Ο αέρας
La luz del cayo/Το φως της βραχονησίδας
Sedienta cita /Διψασμένη συνάντηση
Doble herida/Διπλή πληγή
El niño/Το παιδάκι
Cántico nuevo/Νέο άσμα
El convaleciente/Ο αναρρωνύων
La casa/Το σπίτι
Sellada vigilia/Καθορισμένη αγρύπνια
Faltabas tú, poeta.../Έλειπες εσύ, ποιητή...
La mesa/Το τραπέζι
El niño inmóvil (campesina)/Το ακίνητο παιδί (αγρότισσα)
Demolición/Κατεδάφιση
Ausencia/Απουσία
Canto llano (i, xii, xiii, xxiii)/Επίπεδο τραγούδι (i, xii, xiii, )
Ultimo epitalamio/Τελευταίο επιθαλάμιο
Un extraño honor/Μια παράξενη τιμή
Un golpe de recuerdos te modela.../Ένα χτύπημα από αναμνήσεις σε διαπλάθει..
A Juana Borrero/Στον Χουάν Μπορέρο
Ahora/Τώρα
“Queda, sí, aroma interminable”/“Μείνε, ναι, ατέλειωτο άρωμα”
La jerigonza/Η αργκό
El desayuno/Το πρόγευμα
Amor/Έρωτας
Piedra de rayos/Πέτρα από ακτίνες
El espejo/Ο καθρέφτης
Oculto/Κρυμμένος
Poesía, hambre/ Ποίηση, πείνα
Palma/Φοινικιά
Vallejo mismo/O ίδιος ο Βαλλιέχο
El hijo pródigo/Ο άσωτος υιός
Datos del poeta
Cintio Vitier es uno de los más representativos poetas cubanos del siglo XX.Es también ensayista, narrador y crítico.Ha nacido en Cayo Hueso, Florida, en 1921. Doctorado en Leyes, ha ocupado importantes cátedras en la Escuela Normal para Maestros de La Habana y en la Universidad Central de Las Villas. Es Doctor Honoris Causa de la Universidad de La Habana,de la Universidad Central de Las Villas y de la Universidad Soka de Japón.Su poesía descrita por él mismo como "el testimonio de un silencio que ha querido expresarse", constituyeun valioso aporte a las letras hispanas. «La voz arrasadora», «Examen del maniqueo» «Compromiso»y «Torre de marfil, son algunas de sus mejores piezas poéticas.Obtuvo numerosas distinciones entre las que sobresalen: el Premio Nacional de Literatura en 1988,el Premio Juan Rulfo en el año 2002, el título de Oficial de Artes y Letras de Francia y la medalla de la Academia de Ciencias de Cuba.Falleció el 1° de octubre de 2009.
Ο Σίντιο Βιτιέρ είναι ο πιο διακεκριμένος Κουβανός ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός της γενιάς του 50.Γεννήθηκε στη Φλόριντα το 1921 και πέθανε το 2009. Ήταν διδάκτορας Honoris Causa τριών πανεπιστημίων της Κούβας και της Ιαπωνίας. Το 1988 βραβεύτηκε με το Εθνικό βραβείο ποίησης και το 2002 με το διεθνές βραβείο λογοτεχνίας Χουάν Ρούλφο. Ποιήματα του δημοσιεύτηκαν σε δεκάδες ανθολογίες και περιοδικά και μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες.
Datos del traductor
Στέλιος Καραγιάννης- Stelios Karayanis
Stelios Karayanis (Samos, 1956), es un poeta y ensayista representativo de la generación del 80, hispanista y traductor. Obtuvo el premio de poesía Nikiforos Vrettakos del Ayudamiento deAtenas el año 1993. EsDoctor deFilosofíaModernapor laUniversidaddeIoaninadeGrecia y Doctor de Teoria de Literatura y de Literatura Comparada por la Universidad de Granada. Es miembro de la Academia de Buenas Letras de Granada, uno de los fundadores de la Asosiación de los Hispanistas Griegos, miembro de la Asociación Naciolal de los Escritores Griegos y miembo de Pen Club. Imparte clases de Literatura Española en la Univeridad Abierta de Grecia desde el año 2005. Fué director de la Revista Internacional de Poesía Erato Ars Poetica y ahora es director de Hécate poesia, Ars Poetica, Revista Internacional de Poesía, Cuento y Teoría Poética. Dirige la Revista Hecate Ars Poetica y la serie de libros de Poesía y Ensayo Hécate Ars Poetica. Actualmente vive en Atenas.
Ο Στέλιος Καραγιάννης γεννήθηκε στη Σάμο το 1956. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος μεταφραστής και ισπανιστής. Το 1993 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης "Ν. Βρεττάκος" από το Δήμο Αθηναίων. Το 1997 ήταν υπότροφος της Ισπανικής Κυβέρνησης ως ισπανιστής. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου τηςΓρανάδας. Δημοσίευσε στην Ελλάδα και την Ισπανία δοκίμια για νεοέλληνες και Ισπανούς ποιητές, φιλοσόφους και δοκιμιογράφους. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στα ισπανικά, στα αγγλικά και τα γερμανικά. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων της Γρανάδας, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ισπανιστών, μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος του PEN CLUB Ελλήνων Λογοτεχνών. Τώρα διευθύνει τη Διεθνή Επιθεώρηση Ποίησης, Διηγήματος και Θεωρίας της ποίησης Εκάτη Ars Poetica και την ομώνυμη σειρά βιβλίων ποίησης και θεωρίας της ποίησης των εκδόσεων Εκάτη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου