POESIA CUBANA - ΠOΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ -Jose Lezama Lima

 José Lezama Lima

 

Aventuras sigilosas de la Poesía

 

[Σιωπηλές περιπέτειες της Ποίησης]

 

Traducción : Stelios Karayanis

 

[Μετάφραση : Στέλιος Καραγιάννης]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

En vez de prólogo

 

 

 

La ocupación de un traductor con una obra poética, como la de José Lezama Lima, no es una hipótesis fácil. Su singularidad y su particularidad, que se expresan con un estilo de escritura que fue caracterizado por la crítica como barroco, coloca desde el principio una serie de dificultades y preguntas, incluso en el más experimentado traductor, que se refieren no sólo a su particularidad sino también a su lengua polidinámica y figurativa.

Lezama Lima es uno de los poetas que desconstruye la lengua y la vuelve a construir desde el principio. Él mismo describe su obra como in intento de entrar en la oscuridad de su existencia. Su escritura poética parece que no le impide desde el principio encontrarse con el público más amplio de la poesía, algo que no ocurrió con sus colegas y amigos poetas como, por ejemplo, Nicolás Guillén, Eliseo Diego y Roberto Fernández Retamar. En algún sitio él mismo señala: “cuando me sentía diáfano escribía prosa, cuando estaba oscuro escribía poesía”.

Hoy podríamos considerarlo como uno de los más importantes herederos latinoamericanos de Stéphane Mallamée, aunque una parte de sus poemas que no tienen temas concretos y también la densidad de su lengua y la riqueza de sus imágenes y de sus metáforas a veces surrealistas lo relacionan, por una parte, con la poesía pura de Paul Valéry y, por otra, con el surrealismo francés que dominaba en el panorama literario de su época.

El poeta cubano, muy pronto, se había concienciado de la amenaza de la muerte y del mal y, en un momento, habló de “la mascarilla del diablo que nos destruye”. Este lado de su poesía lo relaciona, hasta cierto grado, con la literatura del Mal.

Siendo profundo conocedor de la cultura griega y grecorromana, escribirá: “Hablar de eternidad significa referirse al mundo de los griegos”. Claramente acentuará que “en épocas de gran pesimismo la gran tradición helenocristiana engendra la expresión de una experiencia completa, en la que coinciden Platón con San Agustín”. Eso resulta evidente en el formidable poema que se refiere al San Juan de Patmos al que el mismo poeta une con Juan el Evangelista trayéndolo a Roma.

Su originalidad, que es espontánea, lo empuja a una temeridad de grandes riesgos, puesto que la tormenta de sus imágenes poéticas en sus extensos poemas se teje con las tradiciones más inesperadas de la sabiduría  y el pensamiento oriental y occidental. Lo testifican dos poemas suyos que se refieren a la tradición filosófica y poética china.

A veces habla como Freud, Jung y los psicoanalistas diciendo que “lo que hacemos casi persistentemente con el ritmo de otra respiración es encarnar la muerte”. Sin embargo, acentuará, acudiendo a Esopo y a Homero, que el poema se organiza “como una resistencia al tiempo” para convertirse en “un arca que navega en la aguas con todos los secretos de la naturaleza dentro”.

En su novela Paradiso utiliza, como él mismo acentúa, el dicho de que “ dice las cosas…de manera más vasta, quizás, más visible”, que en su poesía. Y aquí su sentido e siempre la imagen. “La novela, subrayará, tiene una inclinación a la plenitud, al conjunto, es el diálogo del hombre con lo invisible, con su divinidad”

 

Cerrando esta nota de prólogo a la versión griega de una parte significativa de sus poemas, quisiera acentuar como poeta, traductor y espacialmente como lector de poesía, que Lezama Lima, siendo un poeta difícil y hermético, consiguió embellecer una poesía completamente liberada de toda barrera estética, espiritual y lógica. Desde este punto de vista, se alía principalmente con el surrealismo de su época y con la llamada poesía pura.

Lo admirable en su escritura poética es que abandona un procedimiento dialéctico en el desarrollo de los temas que apuntan a la liberación de la verdad del ser y de la esencia del Es y de las cosas, de una manera que nos recuerda a Martin Heidegger en su famoso estudio sobre Hölderlin.

Realmente el mismo poeta caracteriza su escritura como una síntesis de filosofía poética, de visión y sensualidad, como un intento de liberación de la esencia del hombre y del mundo.

Sus aventuras poéticas son caracterizadas por él mismo como internas y “silenciosas”. Sin embargo, la magia de su palabra se muestra también con sus poemas más realistas, que se refieren a los temas eternos de la poesía, a la vida, al amor y a la muerte, en donde la ternura con la que se enfrenta al drama de la escritura y del ser humano es única.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αντί προλόγου

 

 

 

Η ενασχόληση ενός μεταφραστή με ένα ποιητικό έργο όπως αυτό του Χοσέ Λεσάμα Λίμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η μοναδικότητά του και η ιδιοτυπία του, που εκφράζονται με ένα ύφος γραφής που χαρακτηρίστηκε από την κριτική μπαρόκ, θέτει εξ’ αρχής μια σειρά από δυσκολίες και ερωτήματα  και στον πιο έμπειρο μεταφραστή, που αφορούν όχι μόνο στην ιδιοτυπία του αλλά και στην πολυδύναμη και εικονιστική γλώσσα του.

Ο Λεσάμα Λίμα είναι ένας από τους ποιητές που αποδομεί τη γλώσσα και την επαναδομεί από την αρχή. Ο ίδιος περιγράφει το έργο του ως μια προσπάθεια εισδοχής στα σκοτάδια της ύπαρξής του. Η  ποιητική γραφή του φαίνεται να τον εμπόδιζε από την αρχή να συναντηθεί με το ευρύτερο κοινό της ποίησης, κάτι που δεν συνέβη με τους  ομότεχνους και φίλους του ποιητές, όπως λ.χ. ο Νικολάς Γκιλλιέν, ο Ελισέο Διέγο και ο Ρομπέρτο Φερνάνδες Ρεταμάρ. Κάπου ο ίδιος θα επισημάνει: “ όταν ένιωθα σαφής έγραφα πεζό, όταν ήμουν σκοτεινός έγραφα ποίηση».

Σήμερα θα μπορούσαμε να τον θεωρήσουμε σαν έναν από του σημαντικότερους λατινοαμερικανούς απογόνους του Στεφάν Μαλαρμέ, ωστόσο ένα μέρος των ποιημάτων του  που δεν  έχουν συγκεκριμένα θέματα αλλά και η αδρή του γλώσσα και ο πλούτος των εικόνων του και των υπερρεαλιστικών κάποτε μεταφορών του τον συνδέουν αφ’ ενός με την καθαρή ποίηση του Πωλ Βαλερύ και αφ’ ετέρου με τον γαλλικό υπερρεαλισμό που κυριαρχούσε στο λογοτεχνικό πανόραμα της εποχής του.

Ο κουβανός ποιητής από νωρίς είχε συνειδητοποιήσει την απειλή του θανάτου και του κακού και σε κάποια στιγμή μίλησε για «την προσωπίδα του διαβόλου που μας καταστρέφει». Αυτή η πλευρά της ποίησης του τον συνδέει ως ένα βαθμό με τη λογοτεχνία του Κακού.

Όντας βαθύς γνώστης της ελληνικής και ελληνορωμαϊκής  κουλτούρας θα γράψει: “ Το να μιλάς για την αιωνιότητα σημαίνει να αναφέρεσαι στον κόσμο των Ελλήνων». Συναφώς  θα τονίσει ότι “ σε εποχές μεγάλης απαισιοδοξίας, την έκφραση μιας ολικής εμπειρίας γεννά η μεγάλη ελληνοχριστιανική παράδοση, όπου συμπίπτουν ο Πλάτων με τον Άγιο Αυγουστίνο». Αυτό γίνεται φανερό στο έξοχο ποίημα του που αναφέρεται στον Άγιο Ιωάννη της Πάτμου τον οποίο ο ίδιος συγχέει με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη φέρνοντάς τον στη Ρώμη.

Η πρωτοτυπία του, που είναι πηγαία, τον ωθεί σε μια τολμηρότητα με μεγάλα ρίσκα, αφού ο καταιγισμός των ποιητικών εικόνων του στα μακροσκελή του ποιήματα, υφαίνεται με τις πιο απροσδόκητες παραδόσεις της δυτικής και ανατολικής σοφίας και σκέψης. Δυο ποιήματα του, που αφορούν στην κινέζικη φιλοσοφική και ποιητική παράδοση το καταμαρτυρούν αυτό.

Κάποτε μιλάει όπως ο Φρόιντ ,ο Γιούνγκ και οι ψυχαναλυτές, λέγοντας ότι « αυτό που κάνουμε σταθερά σχεδόν με το ρυθμό μιας άλλης αναπνοής είναι να σωματοποιούμε το θάνατο». Ωστόσο, όπως θα τονίσει, παραπέμποντας στον Αίσωπο και στον Όμηρο, το ποίημα οργανώνεται «σαν μια αντίσταση στο χρόνο» για να γίνει « μια κιβωτός που πλέει πάνω στα νερά με όλα τα μυστικά της φύσης μέσα της».

 Στο μυθιστόρημα του Paradiso επιχειρεί όπως ο ίδιος τονίζει να πει « τα πράγματα ..με τρόπο πιο ευρύ, ίσως ,πιο ορατό» απ’ ότι στην ποίησή του. Και εδώ η έγνοια του είναι πάντα η εικόνα. «Το μυθιστόρημα, θα υπογραμμίσει, έχει μια τάση για πληρότητα, για συνολικότητα, είναι ο διάλογος του ανθρώπου με το αόρατο, με τη θειότητα του».

Κλείνοντας αυτό το προλογικό μου σημείωμα στην απόδοση στα ελληνικά ενός σημαντικού μέρους των ποιημάτων του, θα ήθελα να τονίσω ως ποιητής, και μεταφραστής και πρωτίστως ως αναγνώστης της ποίησης, ότι ο Λεσάμα Λίμα, όντας ένας δύσκολος και ερμητικός ποιητής, κατάφερε να καλλιεργήσει μια ποίηση, εντελώς απελευθερωμένη από κάθε αισθητικό, πνευματικό και λογικό φραγμό. Απ’ αυτή την άποψη συνδέεται πρωτίστως με τον υπερρεαλισμό της εποχής του και με τη λεγόμενη καθαρή ποίηση.

Το θαυμαστό στην ποιητική γραφή του είναι ότι παρατηρείται μια διαλεκτική διαδικασία στην ανάπτυξη των θεμάτων του, που στοχεύει στην εκκάλυψη της αλήθειας του όντος και της ουσίας του Είναι και των πραγμάτων, με έναν τρόπο που μας θυμίζει τον Μάρτιν Χάιντεγκερ στο περίφημο μελέτημά του για τον Χέλντερλιν.

 

Πράγματι ο ίδιος ο ποιητής χαρακτηρίζει τη γραφή του ως μια σύνθεση φιλοσοφικής-ποιητικής ενόρασης και αισθησιασμού, ως μια προσπάθεια εκκάλυψης της ουσίας του ανθρώπου και του κόσμου.

Οι ποιητικές του περιπέτειες χαρακτηρίζονται από τον ίδιο, ως εσωτερικές και «σιωπηλές». Ωστόσο η μαγεία του λόγου του αναδεικνύεται επίσης και με τα περισσότερο ρεαλιστικά του ποιήματα, που αφορούν στα αιώνια θέματα της ποίησης ,στη ζωή, στον έρωτα και τον θάνατο, όπου η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει το δράμα της γραφής και του ανθρώπινου όντος είναι μοναδική.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

CATEDRAL

(Motivo) Los cinco dedos,

por la sombra impulsados,

en la pared se agrandan, pulpo de la noche cegada.

 

En los rincones, entre pardos yerbales,

apócrifos infantes, con la cruz de sus dedos, trazan cruces en la flor del agua.

 

Viene el mar, más caracol que sal.

No llegan los bandoleros.

 

 

ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ

 

(Μοτίβο)

 

 Τα πέντε δάχτυλα,

απ’ τη σκιά ωθούμενα,

στον τοίχο  se agrandan, 

pulpo της τυφλής νύχτας.

 

Στις γωνιές, ανάμεσα σ παρδαλές φυλωσιές,

απόκρυφα παιδιά, με το σταυρό των δαχτύλων σου,

 χαράζουν σταυρούς στο άνθος του νερού.

 

Έρχεται η θάλασσα, πιο σαλιγκάρι από αλάτι.

Δε φτάνουν οι λήσταρχοι.


 

 

NACIMIENTO DE LA HABANA

 

 

¡Qué aire!

Camino de las playas, el aire ciego.

¡Qué aire!

¡Pero mira qué aire!

Puñales, jacintos de torso acribillado, de torsos embistiendo las estatuas

y de toros nadando por las fuentes y por el halago del aire.

¡Pero mira qué aire!

¡Míralo. Enciérralo. Discúlpalo!

Que el aire pesa como plata hacia arriba.

Como brazos de nieve hacia arriba.

Oye la nieve.  Chupa  el aire. Avispa en una botella bajo el agua. El aire bajo el agua.

Sobre el agua las estrellas y el aire.

El aire ciego colocando su lengua en el mármol.

Los peces ciegos.

Como peces y agujas en el aire. El aire ciego.

¡Qué aire!

¡Pero mira qué aire, con sus dedos y peces y sus arpas dobladas!

El aire mirándolo clavado, chillando en todos los ojos. Sin que nadie coloque, entre el cuerpo y el aire,

el aire intacto sin colores.

Ahora  que todos estamos comprometidos con el aire.

Mira qué aire y aire liso. Aire de pedernal.


Aterido recuerdo en el aire sin frente.

Olas de ciega acampan inexorables en el aire.

Ya para siempre, silencio, pájaros amarillos bajo el agua, silencio, grises pájaros recuerdan el aire.


ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΒΑΝΑΣ

 

 

Τι αέρας!

Στο δρόμο των ακτών, ο τυφλός αέρας.

Τι αέρας!

Μα κοίτα τι αέρας!

Στιλέτα, υάκινθοι με μίσχο βοβρδισμένο, με μίσχους που εφορμούν στα αγάλματα

Με μίσχους που πλέουν μες στις πηγές  και με τη θωπεία του αέρα.

Αλλά κοίτα τι αέρας!

Κοίτα το. Κλείσε το. Συγχώρεσε το!

Ότι ο αέρας βαραίνει   

σαν ασήμι προς τα πάνω.

  Σαν μπράτσα από    χιόνι προς τα πάνω .

Άκου το χιόνι.  Γλύψε τον αέρα. Avispa σε μια μποτίλια κάτω απ’ το νερό. Ο αέρας κάτω απ’ το νερό.

Πανω απ’ το νερό τα αστέρια και ο αέρας.

Ο τυφλός αέρας τοποθετώντας τη γλώσσα του στο μάρμαρο.

  Τα τυφλά ψάρια.

Σαν ψάρια και βελόνες μέσα στον αέρα. Οτυφλός αέρας.

Τι αέρας!

Αλλά κοίτα τι αέρας, με τα δάχτυλά του και με τα ψάρια του   και με τις διπλωμένες του άρπες!

Ο αέρας κοιτάζοντας το καρφωμένο, σκούζοντας μέσα σε όλα τα μάτια. Δίχως κανένας να βάζει, ανάμεσα στο κορμί και τον αέρα,

Τον άθικτο και δίχως λουλούδια αέρα.

Τώρα βέβαια που όλοι είμαστε  εκτεθειμένοι στον αέρα.

Κοίτα τι άερας και λείος αέρας.Αέρας από πυρίτη.


Aterido ανάμνηση δίχως μέτωπο μες στον αέρα.

Olas de ciega acampan inexorables en el aire.

Πια για πάντα, σιωπή,πουλιά

κίτρινα κάτω απ’ το νερό, σιωπή, γκρίζα πουλια που θυμίζουν τον αέρα.



PLAYA DE MARIANAO

 

 

Una ola

aleja la amistad creadora. Lysis se sonríe deibujando letras

en los anillos que cuelgan de sus alas. Lysis, luchando entre las olas,

grita desesperado. Lysis detiene los remos de ritmo y oro.

Lysis se alegra con las conchas

frías del amanecer, y lo tapan las olas.

Entreabre los párpados dentro de la sonrisa, picado por el pez

más fino del oído. Entre arenas se estira, no respira dormido.

 

 

ΑΚΤΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΑΝΑΟ

 

 

Ένα κύμα

Απομακρύνει τη δημιουργική φιλία. 

Ο Λύσις   χαμογελά

deibujando γράμματα

στα δαχτυλίδια που κρεμούνται από τα φτερά της. Ο Λύσις, καθώς παλεύει μέσα στα κύματα,

κραυγάει απελπισμένος. Ο Λύσις ακινητοποιεί τα κουπιά του ρυθμού και του χρυσαφιού.

Ο Λύσις χαίρεται με τα κρύα κοχύλια

της χαραυγής, και τον σκεπάζουν τα κύματα.

Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα του μέσα στο χαμόγελο, τσιμπημένος από το πιο λεπτόψάρι του ήχου. Ανάμεσα στους άμμους τεντώνεται,δεν αναπνέει κοιμισμένος. 

AH, QUE TÚ ESCAPES

 

 

Ah, que  escapes en el instante

en el que ya habías alcanzado tu definición mejor.

Ah, mi amiga, que tú no quieras creer

las preguntas de esa estrella recién cortada,

que va mojando sus puntas en otra estrella enemiga. Ah, si pudiera ser cierto que a la hora del baño, cuando en una misma agua discursiva

se bañan el inmóvil paisaje y los animales más finos: antílopes, serpientes de pasos breves, de pasos evaporados, parecen entre sueños, sin ansias levantar

los más extensos cabellos y el agua más recordada. Ah, mi amiga, si en el puro mármol de los adioses hubieras dejado la estatua que nos podía acompañar, pues el viento, el viento gracioso,

se extiende como un gato para dejarse definir.

 

 

Ω, ΕΣΥ ΝΑ ΔΙΑΦΥΓΕΙΣ

 

 

Ω,εσύ να διαφύγεις τη στιγμή

Που ήδη είχες φτάσει στην τελειότητά σου.

Ω, φίλη μου, που δεν ήθελες να πιστέψεις

τις ερωτήσεις του φρεσκοκομμένου άστρου,

 που τις αιχμές του βρέχει σε ένα άλλο εχθρικό αστέρι. Ω,αν μπορούσα σίγουρος να είμαι πως την ώρα του μπάνιου, 

 όταν στο ίδιο ομιλητικό νερό

λούζονται το ακίμητο τοπίο και τα πιο λεπτά ζώα: 

αντιλόπες, ερπετά βραδυκίνητα, με βήματα εξαερωμένα, 

μοιάζουν σαν μέσα στα όνειρα, να ανεμίζουν

δίχως να αγωνιούν

τα πιο μακριά μαλλιά και το πιο αξιοθύμητο νερό. 

Ω, φίλη μου, αν στων αποχαρετισμών το πιο καθάριο μάρμαρο είχες αφήσει το άγαλμα που θα μπορούσε

να μας συνοδέψει, καθόσον ο άνεμος, ο παιχνιδιάρης άνεμος,

εξαπλώνεται όπως μια γάτα που αφήνεται να καθοριστεί.


RUEDA EL CIELO

 

 

Rueda el cielo —que no concuerde su intento y el grácil tiempo—

a recorrer la posesión del clavel sobre la nuca más fría

de ese alto imperio de siglos. Rueda el cielo —el aliento le corona de agua mansa en palacios silenciosos sobre el río—

a decir su imagen clara.

 

Su imagen clara.

Va el cielo a presumir

los mastines desvelados contra el viento de un aroma aconsejado.

Rueda el cielo

sobre ese aroma agolpado en las ventanas,

como una oscura potencia desviada a nuevas tierras.

Rueda el cielo

sobre la extraña flor de este cielo, de esta flor,

única cárcel: corona sin ruido.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΥΛΑΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

 

Κυλάει ο ουρανός —που η προσπάθεια του δε συμφωνεί και ο έυχαρις χρόνος—

Για να διατρέξει την κατοχή του γρίφαλου πάνω στον πιο κρύο τράχηλο

  αυτής της μεγαλόπρεπης αυτοκρατορίας των αιώνων. Κυλάει ο ουρανός —η πνοή τον στεφανώνει με ήσυχο νερό σε σιωπηλά παλάτια πάνω απ’ το ποτάμι—

δηλαδή στη φωτεινή του εικόνα.

 

Η εικόνα του φωτεινή έιναι.

Ο ουρανός θα  κομπάζει

τα άγρια σκυλιά ενάντια στον άνεμο για ένα άρωμα ορμηνευμένο.

Κυλάει ο ουρανός

Πάνω απ’ αυτό το άρωμα το μαζεμένο στα παράθυρα,

  Σαν μια σκοτεινή δύναμη    αποκλίνουσα προς ξένες χώρες.

Κυλάει ο ουρανός

Πάνω στο παράξενο λουλούδι αυτού του ουρανού, σ’ αυτό το λουλούδι,

μοναδική φυλακή: αθόρυβη κορώνα


UNA OSCURA PRADERA ME CONVIDA

 

 

Una oscura pradera me convida, sus manteles estables y ceñidos,

giran en mí, en mi balcón se aduermen. Dominan su extensión, su indefinida cúpula de alabastro se recrea.

Sobre las aguas del espejo,

breve la voz en mitad de cien caminos, mi memoria prepara su sorpresa: gamo en el cielo, rocío, llamarada.

Sin sentir que me llaman

penetro en la pradera despacioso, ufano en nuevo laberinto derretido. Allí se ven, ilustres restos,

cien cabezas, cornetas, mil funciones abren su cielo, su girasol callando.

Extraña la sorpresa en este cielo, donde sin querer vuelven pisadas

y suenan las voces en su centro henchido. Una oscura pradera va pasando.

Entre los dos, viento o fino papel,

el viento, herido viento de esta muerte mágica, una y despedida.

Un pájaro y otro ya no tiemblan.

 

 

 

acariciado.


ΜΕ ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΕΙ ΕΝΑ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΛΙΒΑΔΙ

 

 

Με συντροφεύει ένα σκοτεινό λιβάδι, τα στρωμένα τραπεζομάντηλα του,

γυρνούν εντός μου, στο μπαλκόνι μου αποκοιμούνται. 

Ορίζουν την άπλα του, τον ακαθόριστο αλαβάστρινο τρούλο του αναπλάθουν.

Πάνω απ’ τα νερά του καθρέφτη,

Κοφτή η φωνή στη μέση εκατό δρόμων, η μνήμη μου την έκπληξη της ετοιμάζει: gamo en el cielo, δροσιά, πυρκαγιά.

Δίχως ν’ ακούω πως με καλούν

Εισχωρώ στο λιβάδι προσεκτικά, καυχησιάρης σε νέο λαβύρινθο διαλυμένος .  Φαίνονται εκεί, τα λαμπρά απομεινάρια,

εκατό κεφάλια, κορνέτες, χίλιες λειτουργίες τον ουρανό του διανοίγουν, το ηλιοτρόπιο του που σιωπά.

Σπάνια η έκπληξη στν ουρανό ετούτο, όπου χωρίς να το θέλουν γυρνούν πατημένες κι αντηχούν οι φωνές στο γεμάτο του κέντρο.

Ένα λιβάδι σκοτεινό αργοδιαβαίνει.

Ανάμεσα στα δυο, άνεμο η τσιγαρόχαρτο,

ο άνεμος, ο λαβωμένος άνεμος αυτού του μαγικού θανάτου, του μοναδικού και ξεπροβοδισμένου 

Ένα πουλί κι άλλο ένα πια δεν τρέμουν.





 

 

 

FIGURAS DEL SUEÑO

 

 

I

 

Quede tu brazo alzado, lo reconoceré pendiente más de prisa en su sueño.

Refugio de uvas, de alondras en sus grutas, en los ríos

de generosa vida prolongada.

Adivino en las venas

un tumulto que mira y se fija en el primer chillido,

en manzana ingenua que la siesta desviste.

¿Comprendes la mano alzada

flor de hilo y de venas

la propia pertenencia real y el diapasón sin eco?

 

II

 

El sueño sobre mi carne asegura su isla leve.

Lo que se abre por dentro, el almendro, la cal eterna, domesticado revuela, paloma que se va

al fuego o al nido pasajero caído de sus alas.

Todo lo que se deja caer, mirada al pasar

y el sueño al decaer.

La llama que se sabe alzar. El sueño que cae.

La cal fugaz

que quiere destrenzar símbolos en la pared.

El gamo que atraviesa el sueño se asusta

en oblicuo chillido,

pero como sostiene al cielo el cristal rodará.

 

III

 

La elipse de la codorniz

mentira

mas chilla el espejo cierto. Verde de aguas cansadas la codorniz se alza

mentira

a un cielo blando y no nuevo, a desposadas preguntas.

Intacto secreto manso

en los cuidados del mármol es un girasol no al aire,

a su cielo comprimido.

Un cielo grande que cae sobre la codorniz desvelada. De nuevo se alza escondida, ropa y pico enterrados

en la flor y su desvelo. El hálito de su siesta

mentira

en el secreto decide

la extensión de sus festejos, la curvatura de su chorro

y maestría,

y ya en su nuevo secreto, borra la codorniz su elipse y su mentira primera.

La disciplina del cielo cae justa

en el nombre de su cuello, posado junto a la fuente que en el sueño

lo reencuentra.

¿Y este tono especial, blanco y grises divididos, que en lo blanco salta?


IV

 

No es aquí.

Cae columna hirviendo. Lo que me preocupa falta.

Sus preguntas me divierten. Un solo ojo me alcanza como un río de ceniza.

De nuevo las ballestas, pregones y ciudades de timbres falsos.

Su primera muerte va creciendo tensa,

alcanzando un tumulto ligero

de flauta que se olvida,

de bambú que no se mueve, ni sueña,

ni en el sueño oscila.

 

V

 

Ni el rostro pregunta ni el espejo contesta.

En sus fuentes de mármol

el día nace entre dioses menores y grandes abejas despiertas.

Chorro de verdes plumas y amarillas y verdes.

Taza de blancura

y de cielo, entre sueños irrumpe, cantan sus deseos. El chorro del agua,

de las plumas el salto. La curva de su brazo, planicie de sus espaldas y los más lentos trineos.

 

VI

 

No era que ya el ritmo

del almendro fuera cítara al sonido.


Por mi lado pasaba, sin saberlo,

una escala de arenas

tiempo inapreciable donde los colores juegan sus sonidos

y se adormecen

en marfil extendido. No era.

Ahora escanpa el deseo, secreto mantenido

en secreta opulencia. Y lo que va pasando:

una fuga de hojas,

un rumor nunca oído, siempre oído.

Una fuga de hojas

y la secreta opulencia sobre taza de mármol

lividez de la llama o tersura de olvido, pasa por el tiempo

que no sabe de muerte y que vuelve opulento a un ritmo de hojas sin cesar encontradas.

 

VII

 

Bajaba las escalas del poniente,

como rosa olvidada.

Ceñía el blancor y la áurea hoja, batidos por espumas no impulsadas, en lentas bien medidas

calmas siderales.

Se escuchaba, borraba el milagro de alta esfera

que mueven sus pisadas. Bajaba las escalas del poniente, y nadie la miraba.

Pactaba en lentas hojas sus milagros,


temprano redoradas.

Y ahora pasa a nuestro lado y nos golpea

como viento hechizado.

Caía del poniente bien quemada,

la afirmación de la hoja sin presente

que nos trae sus pisadas.

Lo que cae ahora del poniente crujiendo en rósea gruta

mal mirada,

su misma fuga helada que baja del poniente por altas neverías

y nubes de mastines en su gloria

blancura tenazmente adormilados.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

 

 

I

 

Ας μείνει το μπράτσου υψωμένο, θα το αναγνωρίσω κρεμασμένο πιο γοργά στον ύπνο του.

Καταφύγιο σταφυλιών, κορυδαλλών στις σπηλιές τους, στους ποταμούς

ζωής γενναιόδωρης, παρατεταμένης.

Στις φλέβες μαντεύω

μια οχλαγωγία που κοιτά και προσηλώνεται

στο πρώτο σκούξιμο,

σε μήλο αφελές 

που ο μεσημεριανός ύπνος απογυμνώνει.

Κατανοείς το ανυψωμένο χέρι

άνθος από νημάτια και φλέβες

Την καθαυτό πραγματική κυριότητα και την άηχη διαπασών;

 

 

II

 

Ο ύπνος  πάνω στη σάρκα μου εξασφαλίζει το ελαφρύ του  νησί.

Αυτό που ανοίγεται από τα μέσα, 

η μυγδαλιά, ο αιώνιος ασβέστης τιθασευμένο ξαναπετά, 

περιστέρι που φεύγει για τη φωτιά

η στην προσωρινή φωλιά 

πεσμένο απ’ τα φτερά του.

Ότι αφήνεται να πέσει, ματιά διαβατική

και ο ύπνος που φθίνει.

Η φλόγα που ξέρει να ανεβαίνει. 

Ο ύπνος που πέφτει.

Ο φευγαλέος ασβέστης

που θέλει να  σβήνει  σύμβολα στον τοίχο.

Το αγριοκάτσικο που διασχίζει τον ύπνο  ξαφνιάζεται

με οξεία κραυγή,

αλλά καθώς συγκρατεί τον ουρανό

 το κρύσταλλο θα κυλήσει.

 

III

 

Η έλλειψη του σπουργιτιού

ψέμα

πιο πολύ κραυγάζει ο βέβαιος καθρέφτης. 

Πράσινο από κουρασμένα νερά

το σπουργίτι υψώνεται

ψέμα

Σε έναν ουρανό μαλακό κι όχι νέο,

Σε λογοδοσμένα ερωτήματα.

Ανέπαφο ήμερο μυστικό

Στις φροντίδες του μαρμάρου

Είναι ένα ηλιοτρόπιο όχι στον αέρα,

Στον συμπυκνωμένο του ουρανό.

Ένας ουρανός μέγας που πέφτει πάνω στο ξαγρυπνισμένο σπουργίτι. Πάλι ανυψώνεται κρυμμένο, φτερά και ράμφος θαμμένα

Στο άνθος και την αγρύπνια του. Η ανασαιμιά του μεσημεριάτικου του ύπνου

ψέμα

στα κρυφά αποφασίζει

την επέκταση των πανηγυρισμών του,

 την κύρτωση του πίδακα

και της επιδεξιότητα,

και πια στο νέο του μυστικό, διαγράφει το σπουργίτι την έκλειψη του και το πρώτο το ψέμα.

Η πειθαρχία τα’ ουρανού  πέφτει ακριβής

Στ’ όνομα του τραχήλου του κουρνιασμένο πλάι στην πηγή, που στον ύπνο το ξαναβρίσκει.

Κι αυτός ο ξεχωριστός τόνος, λευκά και γκρίζα χωρισμένα που απ’ το άσπρο ξεπηδά;



IV

 

Δεν είναι εδώ.

Πέφτει σαν στήλη που κοχλάζει. Ότι  με ανησυχεί λείπει.

Οι ερωτήσεις του με διασκεδάζουν. Ένα μάτι μόνο με αγγίζει σαν ένα ποτάμι  στάχτης.

Πάλι οι βαλλίστρες,  κι οι  πόλεις με  ψεύτικα ρόπτρα.

Ο πρώτος του θάνατος αναπτύσσεται έντονα,

φτάνοντας σε μια αναστάτωση υποφερτή

από ένα φλάουτο που ξεχνιέται,

 μπαμπού που δε σαλεύει, μήτε στον ύπνο ταλαντεύεται ταλαντεύεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

V

 

Ούτε η μορφή ρωτά ούτε ο καθρέφτης απαντά.

Μέσα απ’ τις μαρμάρινες πηγές της

η μέρα γεννιέται ανάμεσα σε ελάσσονες θεούς

 και μεγάλες άγρυπνες μέλισσες.

Ανάβρυσμα από πράσινα φτερά και κίτρινα  και πράσινα.

Κύπελλο λευκότητας

Και ουρανού,  εισβάλλει μες στα όνειρα, τραγουδούν οι πόθοι του.

 Ο πίδακας του νερού,

Των φτερών το ανατίναγμα. 

Η καμπύλη του μπράτσου του, κάμπος της πλάτης του  και των πιο αργών ελκήθρων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VI

 

Δεν ήταν ότι πια ο ρυθμός

θα γινόταν κιθάρα στον ήχο.

Από πλάι μου διάβαινε, χωρίς να το ξέρει,

Μια κλίμακα άμμων

χρόνος αξετίμητος όπου τα χρώματα παίζουν με τους ήχους τους  και αποκοιμούνται

σ’ απλωμένο ελεφαντόδοντο. Δεν ήταν.

Τώρα ξεδιαλύνεται η επιθυμία, φυλαγμένο μυστικό

σε κρυφή αφθονία. 

Κι αυτό που τώρα συμβαίνει:

μια φυγή φύλλων,

ένα μουρμουρητό ανάκουστο, πάντα εισακουόμενο.

Μια φυγή φύλλων

Και η κρυφή αφθονία πάνω σε μαρμάρινο κύπελλο

χλομάδα της φλόγας η στιλπνότητα λησμονιάς, διαβαίνει απ’ το χρόνο

Που από θάνατο δεν ξέρε και που επιστρέφει άφθονος σε ένα ρυθμό φύλλων που ανευρίσκονται ακατάπαυστα.

 

 

 

 

 

 

 

VII

 

Κατέβαινε τις σκάλες της δύσης,

σαν λησμονημένο ρόδο.

Περίζωνε η λευκότητα και το χρυσό φύλλο, χτυπημένα από αφρούς

όχι αυθόρμητους , σε αργές καλά υπολογισμένες γαλήνιες αστραπές.

Ακουγόταν, έσβηνε το υψηλόσφαιρο θαύμα

Που ανακινούν τα πατήματά του. Κατέβαινε τις σκάλες της δύσης, και κανείς δεν την κοίταζε.

Συμφωνούσε με φύλλα αργά  τα θαύματά της τα έγκαιρα ξαναχρυσωμένα.

Και τώρα περνά δίπλα μας

 Και μας χτυπά

Σαν άνεμος μαγεμένος.

Έπεφτε απ’ τη δύση κατακαμένη,

Η επιβεβαίωση του φύλλου  χωρίς παρόν

Που μας φέρνει τους βηματισμούς της.

Αυτό που τώρα πέφτει στη δύση τρίζοντας δυσδιάκριτο σε ρόδινη σπηλιά η ίδια της η παγωμένη φυγή που κατηφορίζει απ’ τη δύση

Από ψηλά στρώματα χιονιού

Και σύννεφα μαντρόσκυλων  στη δόξα τους

λευκότητα επίμονα αποκοιμισμένων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

CUERPO, CABALLOS

 

 

I

 

Cuando el chorro de la respiración, entre una escala de voces amansadas, iba a fijarse en el centro del cuerpo glorioso.

Cuando la oscuridad se paseaba sigilosamente

por el cuerpo verde de los árboles y por el cuerpo blanco de los hombres. Cuando los ojos describían círculos voladores, ardientes esferas,

y al alejarse se perdían en un túnel que crujía

y al acercarse esperaban que las manos les despertasen

de estas nieves que laten olvidándose que se agitan las despedidas, que los pájaros morían contorsionados envueltos en la misma sombra que lamía los cuerpos que esperaban la dulzura de las miradas.

Cuando la sangre olvidada de los pasajeros más dormidos,

de los más frutecidos ocios, quemaba las oscilaciones del cuerpo ante el espejo cerrado y la desnudez más ciega gozaba

las noches empujadas por una mano inmóvil.

Cuando el misterio o la marcha de las tortugas no aúlla,

pero se vuelve blanco, como el hilo blanco que separa los labios de la piel, como el cuerpo cuando es traspasado por el sol, señalando cada uno de sus peligros y de sus islas fragantes, como el pájaro que gira hasta morir en el centro del reloj…

Su cuerpo fosforado, olvidado de la arribada de la niebla metálica,

de la mano mordida dentro del agua, de los ojos que azulean cerrados,

la plumada sombra que paseaba olvidando su cuerpo fosforado y dorado. Olvidado también de su cuerpo escapado de otro cuerpo más antiguo.

Fosforado como el voltear de los ojos, dorado como el más antiguo cuerpo fosforado. Fosforado y dorado hastío, las plumas

que se desprenden de los planetas cansados y las manos que borran las letras que no se han escrito en las paredes. Ay, ay, y este cuerpo extendido en el aire, olvidado de ti, vendrá cayendo de los planetas

más dormidos hasta el fondo rapidísimo, verdinegro del estanque sin recuerdos, sin acariciable cuerpo que detenga el mustio oleaje de tus suspiros,

sin sombra que ajuste tu cuerpo a la destreza del ojo acariciado por la espalda musgosa donde asoma el latido que no se oye, que no se oye, pero que viene a rebotar contra el cuerpo dorado,

que va bruñendo y destruyendo las caderas sueltas en la cárcel del sueño, aprisionando el cuello de un caballo enterrado, intocable,

hasta enseñar el belfo pellizcado, el donaire o la mirada de desprecio sobre el marinero nadando a los pies de un castillo

o el hilo de ojos que el aire suelta en flechas

quemadas en esta pradera donde los caballos adolescentes

han roto sus belfos al borde de las fuentes para redimir a la tierra y olvidar que mañana despertarán resucitados

sin que las mecanógrafas asciendan hasta el lugar donde las palomas dormían olvidadas que los caballos heridos fijen sus ojos espumas sobre esta piel flechas de los acechos tan peces que en las mareas

no encuentran para dormir esta playa, para escanciar penetrado de este silbido tan lento que ha arañado este sueño tan inútil si ya

los ojos han volteado esta espuma para afirmar que pesan más que los labios y las cabelleras se escapan de los frontones para nadar silenciosas.

El caballo Ritra o Dicoglioneonorester huele mis manos tan lentamente y la respiración subterránea rebota contra el más antiguo de mis cuerpos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΩΜΑ, ΑΛΟΓΑ

 

 

I

 

Όταν ο πίδακας της αναπνοής, ανάμεσα σε μια κλίμακα ειρηνεμένων φωνών, πήγαινε στο κέντρο του ένδοξου σώματος.

Όταν το σκοτάδι περιδιάβαζε απορριπτικά

Στο πράσινο κορμί των δέντρων  και στο λευκό σώμα των ανθρώπων. Όταν τα μάτια περιέγραφαν κύκλους ιπτάμενους, πυρακτωμένες σφαίρες,

Και καθώς απομακρύνονταν χάνονταν σε ένα τούνελ που έτριζε

Και καθώς πλησίαζαν έλπιζαν τα χέρια να τα ξυπνήσουν

Από τα χιόνια αυτά που πάλλουν λησμονώντας πως ταράζονται οι αποχωρισμοί, πως τα πουλιά πέθαιναν μορφάζοντας τυλιγμένα στην ίδια σκιά  που έγλειφε τα κορμιά που προσδοκούσαν τη γλυκύτητα των βλεμμάτων.

Όταν το λησμονημένο αίμα των πιο βαθιά αποκοιμισμένων ταξιδιωτών,

Των πιο πολύκαρπων αργιών, έκαιγε τις λάμψεις του σώματος μπροστά στο σφαλιστό καθρέφτη και η πιο τυφλή γυμνότητα απολάμβανε

Τις νύχτες που ωθούσε ένα ακίνητο χέρι.

Όταν το μυστήριο η η πορεία των χελωνών δεν ουρλιάζει,

αλλά γίνεται λευκό, σαν τη λευκή κλωστή που χωρίζει τα χείλη του δέρματος, όπως το κορμί όταν διαπερνάται απ’

τον ήλιο, φανερώνοντας κάθε κίνδυνο και τα ευωδιαστά νησιά του, όπως το πουλί που στριφογυρνά ‘ωσπου να πεθάνει  στο κέντρο του ρολογιού…

Το κορμί του φωσφόριζε, ξεχασμένο από την έλευση της μεταλλικής ομίχλης,

από το δαγκωμένο χέρι μέσα στο νερό , από τα μάτια που σφαλιστά γαλαζώνουν,

η φτερωτή σκιά που περιδιάβαζε λησμονώντας το φωσφορίζον και χρυσό της σώμα. Λησμονημένο επίσης από το κορμί του που διέφυγε από άλλο αρχαιότερο κορμί.

Φωσφορίζον σαν το πετάρισμα των ματιών, χρυσό σαν το πιο αρχαίο φωσφορίζον κορμί. Φωσφορίζουσα και χρυσή αποστροφή, τα φτερά που αποσπώνται απ’ τους κουρασμένος πλανήτες και τα χέρια που σβήνουν τα γράμματα που δε γράφτηκαν στους τοίχους. Aχ, αχ, και αυτό το σώμα το ξαπλωμένο στον αγέρα, ξεχασμένο από σένα, θα ‘ρθει πέφτοντας απ’ τους πλανήτες

Τους πιο κοιμισμένους ως το ταχύτατο βάθος, το πρασινόμαυρο της χωρίς αναμνήσεις στέρνας , χωρίς θωπεύσιμο κορμί  να σταματά το σκυθρωπό κυμάτισμα των αναστεναγμών,

χωρίς σκιά που προσαρμόζει το σώμα σου στην επιδεξιότητα του θωπευμένου ματιού   από τη βρυώδη σπάθα όπου προβάλλει ο σφυγμός που δεν ακούγεται, αλλά προβαίνει να απωθήσει το χρυσό κορμί,

που πάει μαυρίζοντας και γκρεμίζοντας τα χαλαρά ισχία  μέσα στη φυλακή του ύπνου, σφίγγοντας το λαιμό ενός αλόγου θαμμένου, ανέγγιχτου,

ώσπου να δείξει το τσιμπημένο χείλος τη γλαφυρότητα η τη ματιά της περιφρόνησης για το ναύτη που κολυμπά στα κράσπεδα ενός κάστρου  η το νήμα των ματιών που ρίχνει  ο αγέρας σε βέλη καμένα σε τούτο το λιβάδι όπου τα εφηβικά άλογα έσπασαν τα χείλη τους στην άκρη των πηγών για να λυτρώσουν τη γη και να ξεχάσουν πως αύριο θα εγερθούν αναστημένα χωρίς οι δακτυλογράφοι να φτάσουν ως τον τόπο όπυ τα περιστέρια κοιμούνταν λησμονημένα όπου τα πληγωμένα άλογα προσηλώνουν τα μάτια τους στους αφρούς πάνω σ’ αυτό το δέρμα βέλη των ενεδρών σαν ψάρια που στις παλίρροιες δεν βρίσκουν για να κοιμηθούν αυτή την ακροθαλασσιά, για να χύσουν διαπερασμένο από αυτό το σφύριγμα το τόσο αργό που γρατζούνισε εκείνο το όνειρο το τόσο άχρηστο αν πλέον τα μάτια περιστρέψανε ετούτο τον αφρό για να διαδηλώσουν πως ζυγιάζουν περισσότερο από τα χείλη και οι κώμες ξεφεύγουν απ’ τιις μετώπες για να κολυμπήσουν σιωπηλές.

Το άλογο Ρίτρα η Ντικογλιονεονορέστερ μυρίζει τα χέρια μου τόσο αργά και η υποχθόνια ανασαιμιά αναπηδά ενάντια στο πιο αρχαίο από τα σώματά μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

SAN JUAN DE PATMOS ANTE LA PUERTA LATINA

 

 

Su salvación es marina, su verdad de tierra, de agua y de fuego. El fuego en la última prueba total,

pero antes la paz: los engendros de agua y de tierra.

Roma no se rinde con facilidad, ni recibe por el lado del mar: su prueba es de aceite, el aceite que mastica las verdades.

El aceite hirviendo que muerde con dientes de madera, de blanda madera que se pega al cuerpo, como la noche al perro, o al ave que cae hacia abajo sin fin.

Roma no se fía y su prueba es de aceite hirviendo, y sus dientes de madera son la madera

mucho tiempo sumergida en el río, blanda y eterna,

como la carne, como el ave apretada hasta que ya no respira.

San Pablo ganaría a Roma, pero la verdad es que San Juan de Patmos ganaría también a Roma.

Ved su marca, su fuego, su ave.

Los ancianos romanos le cortan la cabellera, quieren que nunca más la forma sea alcanzada,

tampoco el ejemplo de la cabellera y la pleamar de la mañana.

San Juan está fuerte, ha pasado días en el calabozo

y la oscuridad engrandece su frente y las formas del Crucificado. Ha gozado tanto en el calabozo como en sus lecciones de Éfeso. El calabozo no es una terrible lección,

sino la contemplación de las formas del Crucificado.

El calabozo y la pérdida de sus cabellos debían de sonarle como un río, pero él, sólo es invadido por la ligereza y la gloria del ave.

Cada vez que un hombre salta como la sal de la llama, cada vez que el aceite hierve para bañar los cuerpos

de los que quieren ver las nuevas formas del Crucificado ¡Gloria! Ante la Puerta Latina quieren bañar a San Juan de Patmos,

su baño no es el del espejo y el pie que se adelanta,

para recoger como en una concha la temperatura del agua.

No es su baño el del cuerpo remilgado que vacila

entre la tibieza miserable del agua y la fidelidad miserable del espejo.

¡Gloria! El agua se ha convertido en un rumor bienaventurado. No es que San Juan haya vencido el aceite hirviendo:

ese pensamiento no lo asedia, no lo deshonra.

Se ha amigado con el agua, se ha transfundido en la amistad omnicomprensiva. No hay en su rostro el orgullo levísimo, pero  dice:

Allí donde me amisté con el aceite hirviendo, id y construid una pequeña iglesia


católica.

Esa iglesia es aún hoy, porque se alza sobre el martirio de San Juan: su prueba la del aceite hirviendo, martirizada su sangre.

Levantad una iglesia donde el martirio encuentre una forma. Todos los martirios, la comunión de los Santos,

todos a una como órgano, como respiración espesa, como el sueño del ave, como el órgano alazando y masticando, acompañando la voz,

el cuerpo divino comido a un tiempo en la comunión de los Santos. El martirio, todos los martirios, alzando una verdad sobrehumana:

el senado consulto no puede declarar sobre la divinidad de los dioses. Sólo el martirio, muchos martirios, prueban como la piedra,

hacia sí, hacia el infierno sin fin.

Los romanos no creían en la romanidad.

Creían que combatían sus pequeños dioses, hablando

de la ajena soberbia, y que aquel Dios era el Uno que excluía, era el Uno que rechaza la sangre y la substancia de Roma.

La nueva romanidad trataba de apretarse con Roma, la unidad como un órgano proclamando y alzando. Pero ellos volvían y decían sobre sus pequeños dioses, que había que pasar por la Puerta Latina,

que el senado consulto tenía que acordar por mayoría de ridículos votos que habían llegado nuevos dioses. Llegaría otra prueba y otra prueba,

pero seguirían reclamando pruebas y otras pruebas.

¿Qué hay que probar cuando llega la noche

y el sueño con su rocío y el rumor que vuelve y abate,

o un rumor satisfecho escondido en las grutas, después en la mañana? En Roma quieren más pruebas de San Juan.

El martirio levantando cada pequeña iglesia católica, pero ellos seguían: pruebas, pruebas.

Su ridícula petición de pruebas,

pero con mantos sucios y paños tiznados esconden sus llagas abultadas,

como la espiral del canto del sapo enviada hacia la luna, pero le ha de salir al paso el frontón de la piedra,

del escudo, del cuchillo errante que busca las gargantas malditas. San Juan de nuevo está preso,

y el Monarca en lugar de ocultar el cuadrante y el zodíaco

y las lámparas fálicas que ha hecho grabar en las paredes altivas ha empezado a decapitar a los senadores romanos,

que llenos de un robusto clasicismo han acordado que ya hay dioses nuevos. San Juan está de nuevo en el calabozo, serenísimo,

como cuando sus lecciones de Éfeso y cuando vio que el óleo hirviendo


penetraba en su cuerpo como una concha pintada, o como un paño que recoge el polvo y la otra mitad

es de sudor y el aire logra tan sólo la eternidad de ese paño y polvo y sudor. Dan Juan pasa del calabozo al destierro , y su madre,

desmayada que fue en una nube,

se acoge a la muerte, y puede estar serena:

el destierro es también otra nube, acaso pasajera. Y mientras San Juan está en el destierro,

el cuerpo de su madre está escondido en una caverna. Las pesadillas de la madre insepulta,

escondida en una caverna, no corroen su visión admirable. Cuando San Juan quiso cortó las ramas de la sombra reproducida, que ya no volverá a saltar en el bastón del Monarca.

Y saltó del destierro a la nube, de la nube bajó a la caverna, como en la línea de un ave,

como la memoria de un astro húmedo y remontado. La madre está muerta en la caverna,

pero despide lentas estrellas de un aroma perpetuo.

La nube que trajo a San Juan se va extendiendo por la caverna, como el órgano que impulsa las nuevas formas del Crucificado. San Juan no tiembla, apenas mira, pero dice:

Haced en este sitio una pequeña iglesia católica.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΜΟΥ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΠΟΡΤΑ

 

 

Η σωτηρία του είναι θαλασσινή, η αλήθεια του από χώμα, από νερό και φωτιά. Η φωτιά στην τελευταία ολική δοκιμασία,

Αλλά πριν η ειρήνη: τα εκτρώματα από γη και νερό.

Η Ρώμη δε παραδίδεται εύκολα , ούτε είναι προσβάσιμη απ’ τα μεριά της θάλασσας: η απόδειξη του είναι του λαδιού, του λαδιού που αναμασά τις αλήθειες.

Το λάδι που κοχλάζει που δαγκώνει με δόντια από ξύλο, από μαλακό ξύλο που κολλάει στο κορμί, όπως η νύχτα στο σκυλί,  η το πουλί που πέφτει χωρίς σκοπό προς τα κάτω.

Η Ρώμη δεν πείθεται και η απόδειξή της είναι από λάδι που κοχλάζει, και τα δόντια της από ξύλο είναι ξύλινα

έχοντας αναδυθεί εδώ και καιρό απ’ το ποτάμι, χαλαρή και αιώνια,

όπως η σάρκα, όπως το σφιγμένο πτηνό  μέχρι που να μην αναπνέει.

Ο Απόστολος Παύλος θα κέρδιζε τη Ρώμη, αλλά είναι αλήθεια ότι ο Άγιος Ιωάννης θα κέρδιζε επίσης τη Ρώμη.

   Δέστε την πορεία του , τη φωτιά του, το πουλί του.

Ο γηραιοί Ρωμαίοι του κόβουν τα μαλλιά, θέλουν να μη ξαναποκτήσουν αυτή τη μορφή,

Ούτε το παράδειγμα της κόμης  και η πλημμυρίδα του αύριο.

Ο Άγιος Ιωάννης είναι δυνατός, πέρασε τις μέρες του στο κρατητήριο

και το σκοτάδι μεγαλύνει τα μέτωπό του και τις μορφές του Εσταυρωμένου. Απόλαυσε τόσο μέσα στο κρατητήριο όπως στα μαθήματά του στην ¨Έφεσο. Το κρατητήριο δεν είναι ένα σκληρό μάθημα,

αλλά η ενατένιση των μορφών του Εσταυρωμένου.

Το κρατητήριο και η απώλεια της κόμης του θα έπρεπε να του ηχούν σαν ένα ποτάμι, αλλά αυτός, έχει επηρεαστεί από τη λεπτότητα και τη δόξα του πτηνού.

Κάθε φορά που ένας άνθρωπος αναπηδά όπως το αλάτι απ’ τη φωτιά, κάθε φορά που το λάδι  κοχλάζει για να λούσει τα σώματα

αυτών που θέλουν να δουν τις νέες μορφές του Εσταυρωμένου Δόξα! Μπροστά στην Πόρτα των Λατίνων θέλουν να πλύνουν τον Άγιο Ιωάννη της Πάτμου

Το λούσιμό του  δε είναι αυτό του καθρέφτη και το πόδι που προβάλλεται,

για να ανακτήσει όπως ένα κοχύλι τη θερμοκρασία του νερού.

Δεν είναι το πλύσιμο του αυτό του ναζιάρικου κορμιού που διστάζει

Ανάμεσα στη μίζερη θολότητα και τη μίζερη αξιοπιστία του καθρέφτη.

Δόξα! Το νερό έγινε ένας ψίθυρος καλοδεχούμενος. Δεν είναι ότι ο Άγιος Ιωάννης νίκησε το λάδι κοχλάζοντας:

Αυτή σκέψη δεν  τον πολιορκεί, δεν τον απαξιώνει.

Συμφιλιώθηκε με το νερό, μετασχηματίστηκε σε φιλιά απ’ όλους αποδεκτή. 

Δεν υπάρχει στο πρόσωπό του ο ακαθόριστος θαυμασμός, αλλά ναι λέει:

Εκεί όπου φιλιώθηκα με το λάδι που κοχλάζει, να πάτε και να χτίσετε μια μικρή καθολική εκκλησία.

Εκείνη η εκκλησία υπάρχει ακόμα σήμερα, γιατί υψώνεται πάνω από το μαρτύριο του Αγίου Ιωάννη: η απόδειξή του αυτή του λαδιού που κοχλάζει, με το αίμα του που μαρτύρησε.

Ανεγείρετε μια εκκλησία εκεί όπου το μαρτύριο του θα πάρει μια μορφή. Όλα τα μαρτύρια, η μεταλαβιά των Αγίων,

όλα σαν ένα όργανο, σαν αχνή ανασαιμιά, όπως ο ύπνος του πτηνού, όπως το όργανο που υψώθηκε καταφαγωμένο, συνοδεύοντας τη φωνή,

το θεϊκό σώμα το φαγωμένο στη μετάληψη των Αγίων. Το μαρτύριο, όλα τα μαρτύρια υψώνοντας μια πανανθρώπινη αλήθεια:

ο αρμόδιος συγκλητικός θα διακήρυττε  τη θεότητα των θεών. 

Μόνο το μαρτύριο, πολλά μαρτύρια, αποδεικνύουν όπως η πέτρα,

hacia sí, προς μια κόλαση δίχως τέλος.

Οι Ρωμαίοι δεν πίστευαν στη ρωμαικότητα.

Πίστευαν ότι μάχονταν με τους μικρούς τους θεούς, μιλώντας για τη ξένη υπεροψία, και γιατί εκείνος ο Θεός ήταν ο Ένας που απέκλειε, ήταν ο ένας που απέρριπτε τη ράτσα και την ουσία των Ρωμαίων.

Η νέα ρωμαικότητα γινόταν προσπάθεια να συνδεθεί με τη Ρώμη, με την ενότητα σαν ένα όργανο που προβάλλει υψούμενο. Αλλά εκείνοι επανέρχονταν και έλεγαν για τους μικρούς τους θεούς, ότι θα έπρεπε να περάσουν από τη Λατινική Πόρτα,

  ο αρμόδιος συγκλητικός έπρεπε να συμφωνήσει με βάση την πλειοψηφία των ξεφτιλισμένων ψήφων ότι είχαν έρθει νέοι θεοί. Θα προέκυπτε άλλη απόδειξη και άλλη απόδειξη,

αλλά θα συνέχιζαν να ανακοινώνουν άλλε αποδείξεις και άλλες αποδείξεις.

Τι θα πρέπει να αποδειχτεί όταν έρχεται η νύχτα

  Και ο ύπνος με τη δροσιά του και ο ψίθυρος  που επιστρέφει y abate,

η ένας ψίθυρος ικανοποιημένος και κρυφός μέσα στα σπήλαια, μετά ο πρωινό;

 Στη Ρώμη θέλουν περισσότερες αποδείξεις από τον Άγιο Ιωάννη.

Το μαρτύριο να ανεγείρει κάθε μικρή καθολική εκκλησία, αλλά αυτοί θα συνέχιζαν: αποδείξεις, αποδείξεις

Η γελοία απαίτησή τους για αποδείξεις,

Αλλά με μανδύες βρώμικους  και μαντίλια μαυρισμένα  κρύβουν τις πρησμένες πληγές τους,

όπως το σπιράλ του τραγουδιού της Σαπφούς το απευθυνόμενο προς τη σελήνη , αλλά πρέπει να της βγει στο δρασκέλισμά της μιας πέτρας,

της ασπίδας, του ξώφαλτσου μαχαιριού που ψάχνει τα καταραμένα λαρύγγια . Ο Άγιος Ιωάννης είναι και πάλι φυλακισμένος,

κι ο Μονάρχης αντί να κρύβει το τεταρτημόριο και τον ζωδιακό κύκλο

κι τις φιλικές λάμπες που φρόντισε να χαραχτούν στους ψηλούς τοίχους  άρχισε να αποκεφαλίζει τους ρωμαίους συγκλητικούς,

που κατεχόμενοι από έναν υπερβολικό κλασικισμό συμφώνησαν ότι πια υπάρχουν νέοι θεοί. Ο Άγιος Ιωάννης βρίσκεται και πάλι στο κρατητήριο, γαληνότατος,

όπως τότε με τα μαθήματα του στην Έφεσο και όταν είδε ότι το λάδι κοχλάζοντας διείσδυε στο κορμί του σαν ένα ζωγραφισμένο κοχύλι, η σαν ένα πανί που σκουπίζει τη σκόνη και το άλλο μισό

είναι από ιδρώτα κι ο αέρας πετυχαίνει μόνο την αιωνιότητα αυτού του πανιού της σκόνης και του ιδρώτα. Ο Άγιος Ιωάννης περνά από το κρατητήριο στην εξορία , και η μητέρα του,

εξαϋλωμένη όντας μέσα σε ένα σύννεφο,

αρπάχνεται απ’ το θάνατο, και μπορεί να είναι ήσυχη:

η εξορία είναι επίσης ένα άλλο σύννεφο, ίσως περαστικό. Και ενώ ο Άγιος Ιωάννης βρίσκεται στη φυλακή,

το σώμα της μητέρας του φυλάσσεται μέσα  σε μια σπηλιά. Οι λύπες της ξεθαμμένης μητέρας,

της κρυμμένης σε μια σπηλιά, δε κατατρώνε το θαυμαστό του οραματισμό. Όταν ο Άγιος Ιωάννης θέλησε να κόψει  κλαδιά της γεννημένης  σκιάς, πια δε θα ξαναπηδήξει πάνω στο σκήπτρο του Μονάρχη.

Κι ανέβηκε από την εξορία στο σύννεφο, κι από το σύννεφο κατέβηκε στη σπηλιά, όπως στη γραμμή του πτηνού,

  Όπως η μνήμη ενός υγρού και ανερχόμενου.

  Η μητέρα είναι νεκρή μέσα στη σπηλιά ,

Αλλά αναδίδει αργά αστέρια από ένα αιώνιο άρωμα.

 Το σύννεφο που έφερε τον Άγιο Ιωάννη απλώνεται σιγά σιγά μες στη σπηλιά, όπως το όργανο που ωθεί τις νέες μορφές του Εσταυρωμένου. Ο Άγιος Ιωάννης δεν τρέμει, μόλις που κοιτά, αλλά λέει:

Ανεγείρετε σ’ αυτό τον τόπο μια μικρή καθολική εκκλησία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 


 

RAPSODIA PARA EL MULO

 

Con qué seguro paso el mulo en el abismo. Lento es el mulo. Su misión no siente.

Su destino frente a la piedra, piedra que sangra creando la abierta risa en las granadas.

Su piel rajada, pequeñísimo triunfo ya en lo oscuro, pequeñísimo fango de alas ciegas.

La ceguera, el vidrio y el agua de tus ojos tienen la fuerza de un tendón oculto,

y así los inmutables ojos recorriendo lo oscuro progresivo y fugitivo.

El espacio de agua comprendido entre sus ojos y el abierto túnel, fija su centro que le faja

como la carga de plomo necesaria que viene a caer como el sonido del mulo cayendo en el abismo.

 

Las salvadas alas en el mulo inexistentes, más apuntala su cuerpo en el abismo

la faja que le impide la dispersión

de la carga de plomo que en la entraña

del mulo pesa cayendo en la tierra húmeda de piedras pisadas con un nombre.

Seguro, fajado por Dios,

entra el poderoso mulo en el abismo. Las sucesivas coronas del desfiladero

van creciendo corona tras corona y allí en lo alto la carroña

de las ancianas aves que en el cuello muestran corona tras corona.

Seguir con su paso en el abismo. Él no puede, no crea ni persigue, ni brincan sus ojos

ni sus ojos buscan el secuestrado asilo al borde preñado de la tierra.

No crea, eso es tal vez decir:

¿No siente, no ama ni pregunta?

El amor traído a la traición de alas sonrosadas,

infantil en su oscura caracola.

Su amor a los cuatro signos

del desfiladero, a las sucesivas coronas en que asciende vidrioso, cegato, como un oscuro cuerpo hinchado

por el agua de los orígenes,

no la de la redención y los perfumes. Paso es el paso del mulo en el abismo.

 

Su don ya no es estéril: su creación la segura marcha en el abismo.

Amigo del desfiladero, la profunda hinchazón del plomo dilata sus carrillos.

Sus ojos soportan cajas de agua y el jugo de sus ojos

sus sucias lágrimas

son en la redención ofrenda altiva.

Entontado el ojo del mulo en el abismo

y sigue en lo oscuro con sus cuatro signos. Peldaños de agua soportan sus ojos,

pero ya frente al mar

la ola retrocede como el cuerpo volteado en el instante de la muerte súbita.

Hinchado está el mulo, valerosa hinchazón que le lleva a caer hinchado en el abismo. Sentado en el ojo del mulo,

vidrioso, cegato, el abismo lentamente repasa su invisible. En el sentado abismo,

paso a paso, sólo se oyen, las preguntas que el mulo

va dejando caer sobre la piedra al fuego.

 

Son ya los cuatro signos

con que se asienta su fajado cuerpo sobre el serpentín de calcinadas piedras.

Cuando se adentra más en el abismo la piel le tiembla cual si fuesen clavos las rápidas preguntas que rebotan.

En el abismo sólo el paso del mulo.

Sus cuatro ojos de húmeda yesca

sobre la piedra envuelven rápidas miradas. Los cuatro pies, los cuatro signos


maniatados revierten en las piedras.

El remolino de chispas sólo impide

seguir la misma aventura en la costumbre. Ya se acostumbra, colcha del mulo,

a estar clavado en lo oscuro sucesivo; a caer sobre la tierra hinchado

de aguas nocturnas y pacientes lunas. En los ojos del mulo, cajas de agua.

Aprieta Dios la faja del mulo

y lo hincha de plomo como premio. Cuando el gamo bailarín pellizca el fuego en el desfiladero prosigue el mulo avanzando como las aguas impulsadas por los ojos de los maniatados.

Paso es el paso del mulo en el abismo.

 

El sudor manando sobre el casco ablanda la piedra entresacada

del fuego no en las vasijas educado,

sino al centro del tragaluz, oscuro miente. Su paso en la piedra nueva carne formada de un despertar brillante

en la cerrada sierra que oscurece. Ya despertado, mágica soga cierra el desfiladero comenzado

por hundir sus rodillas vaporosas.

Ese seguro paso del mulo en el abismo

suele confundirse con los pintados guantes de lo estéril.

Suele confundirse con los comienzos de la oscura cabeza negadora.

Por ti suele confundirse, descastado vidrioso.

Por ti, cadera con lazos charolados

que parece decirnos yo no soy y yo no soy, pero que penetra también en las casonas donde la araña hogareña ya no alumbra

y la portátil lámpara traslada de un horror a otro horror.

Por ti suele confundirse, tú, vidrio descastado, que paso es el paso del mulo en el abismo.

 

La faja de Dios sigue sirviendo.

Así cuando sólo no es chispas la caída sino una piedra que volteando


arroja el sentido como pelado fuego

que en la piedra deja sus mordidas intocables. Así contraída la faja, Dios lo quiere,

la entraña no revierte sobre el cuerpo, aprieta el gesto posterior a toda muerte. Cuerpo pesado, tu plomada entraña, inencontrada ha sido en el abismo,

ya que cayendo, terrible vertical trenzada.de luminosos puntos ciegos, aspa volteando incesante oscuro,

has puesto en cruz los dos abismos.

 

Tu final no siempre es la vertical de dos abismos.

Los ojos del mulo parecen entregar

a la entraña del abismo, húmedo árbol.

Árbol que no se extiende en acanalados verdes sino cerrado como la única voz de los comienzos. Entontado, Dios lo quiere,

el mulo sigue transportando en sus ojos árboles visibles y en sus músculos

los árboles que la música han rehusado.

Árbol de sombra y árbol de figura

han llegado también a la última corona desfilada.

La soga hinchada transporta la marea y en el cuello del mulo nadan voces

necesarias al pasar del vacío al haz del abismo.

 

Paso es el paso, cajas de agua, fajado por Dios el poderoso mulo duerme temblando.

Con sus ojos sentados y acuosos,

al fin el mulo árboles encaja en todo abismo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΡΑΨΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΟΥΛΑΡΙ

 

Με τι σίγουρο βήμα στο γκρεμό το μουλάρι. Αργό είναι. Δε νιώθει την αποστολή του.

Τη μοίρα του στην πέτρα, στην πέτρα που ματώνει δημιουργώντας το ανοιχτό γέλιο μέσα στις ροδιές.

Το ζαρωμένο πετσί του, ένας μικρός θρίαμβος με στο μαύρο, ένα μικρό μούσκλι με τυφλά φτερά.

Η τύφλα, το γυαλί και το νερό των ματιών του  τη δύναμη έχουν ενός κρυφού τένοντα,

Κι έτσι τα ασάλευτα μάτια διατρέχουν το αυξανόμενο  και φευγαλέο μαύρο.

Ο νερένιος χώρος που εκτείνεται ανάμεσα στα μάτια του και το ανοιχτό τούνελ, το κέντρο του στεριώνει ζώνοντάς το

 Σαν το αναγκαίο του μολυβιού φορτίο  που θα πέσει σαν τον ήχο  του μουλαριού που πέφτει στο γκρεμό.

 

Τα λυτρωμένα φτερά τα ανύπαρκτα στο μουλάρι, πιο πολύ του στηρίζει το κορμί στον γκρεμό

Η ζώνη που το εμποδίζει να σκορπίσει

Το μολυβένιο φορτίο που στα σπλάχνα του βαραίνει

  Πέφτοντας στην υγρή γη από πέτρες  πατημένες με ένα όνομα.

Σίγουρο, απ’ το Θεό ζωσμένο,

μπαίνει στην άβυσσο το δυνατό μουλάρι. 

Τα απανωτά στεφάνια της χαράδρας

αυξαίνουνε στεφάνι το στεφάνι

 κι εκεί ψηλά η σαπισμένη σάρκα

των πανάρχαιων πουλιών που στο λαιμό τους δείχνουν το ένα στεφάνι ύστερα απ’ τ’ άλλο.

Συνεχίζει να βαδίζει στην άβυσσο. Δε μπορεί, δε δημιουργεί δεν επιδιώκει, τα μάτια του δε παίζουν, δε ψάχνουν για το κατασχεμένο άσυλο στης γης τη γκαστρωμένη άκρη.

Δε δημιουργεί, κι ίσως αυτό να σημαίνει:

  Δε νιώθει, δεν αγαπά ούτε ρωτά?

Η αγάπη η φερμένη ως την προδοσία των ρόδινων φτερών, 

παιδική είναι μες στο σκούρο σαλιγκάρι της.

Η αγάπη του στα τέσσερα σημεία

του φαραγγιού, στα απανωτά στεφάνια που τα’ ανεβαίνει μισότυφλο, γυαλένιο, σαν ένα σκούρο κορμί φουσκωμένο

απ’ το νερό των απαρχών,

όχι από κείνο της λύτρωσης και των αρωμάτων. Πέρασμα είναι το διάβα του μουλαριού μες στην άβυσσο.

 

Το ταλέντο του δεν είναι στείρο: η δημιουργία του η σίγουρη πορεία του μες στην άβυσσο.

Φίλος του φαραγγιού, το βαθύ πρήξιμο του μολυβιού διαστέλλει τις μασέλες του.

Τα μάτια του αντέχουν τα τουλούμια με το νερό  και τα υγρά των ματιών του

τα λερωμένα του δάκρυα

Στη λύτρωση είναι περήφανο δώρο.

Σαστισμένο το μάτι του είναι μες στην άβυσσο

και προχωρά στα σκοτεινά με τα τέσσερα του σημεία. Νερένια σκαλοπάτια στηρίζουν τα μάτια του,

μα τώρα μπρος στη θάλασσα

πισωδρομεί το κύμα σαν το στροβιλιζόμενο κορμί  τη στιγμή του επερχόμενου θανάτου.

Πρησμένο είναι το μουλάρι, με ένα φούσκωμα ολοφάνερο που το οδηγεί να πέσει πρησμένο στην άβυσσο. Καθισμένος στου μουλαριού το μάτι,

Το γυάλινο και μισόστραβο, η άβυσσος τη σκοτεινή της όραση αργά εξετάζει. Μέσα στην καθιστή άβυσσο,

Βήμα το βήμα, ακούγονται μόνο, οι ερωτήσεις που το μουλάρι αφήνει να πέφτουν πάνω απ’ τη πέτρα στη φωτιά.

 

Είναι πια τα τέσσερα σημάδια

Όπου κάθεται το ζωσμένο κορμί του πάνω στις πέτρες που έγιναν ασβέστης.

Όταν μπαίνει πιο βαθειά μες στην άβυσσο το δέρμα του τρέμει σαν να ήτανε καρφιά οι γοργές ερωτήσεις που αναπηδούν η μια μετά την άλλη. 

Στην άβυσσο μονάχα του μουλαριού το βήμα.

Είναι τέσσερα τα μάτια του από υγρή ίσκα

 με γοργές ματιές τυλίγουνε την πέτρα. 

     Τα τέσσερα πόδια, τα τέσσερα σημάδια

Χειρόδετα στις πέτρες σταματάνε.

Το σπιθοβόλημα εμποδίζει μόνο

Της περιπέτειας τη συνέχεια μέσα στη συνήθεια. Πια συνηθίζει, του μουλαριού στρωσίδι,

Να είναι καρφωμένο στο διαδοχικό σκούρο; Να πέφτει στο χώμα πάνω πρησμένο

Από νερά της νύχτας και υπομονετικά φεγγάρια. Στου μουλαριού τα μάτια αστράφτουν νεροβάρελα.

Σφίγγει ο Θεός του μουλαριού τη ζώνη

Και με μολύβι το φουσκώνει σαν βραβείο. Όταν το άγριο ελάφι χορεύει στη φωτιά, μες στο φαράγγι συνεχίζει να προχωρεί το μουλάρι σαν τα νερά τα σπρωγμένα από των αλυσοδεμένων τα μάτια.

Διάβα είναι το βήμα του μουλαριού στην άβυσσο.

 

 

 

O ιδρώτας που αναβλύζει απ’ το κρανίο λιώνει την πέτρα τη βγαλμένη απ’ τη φωτιά και όχι  στα βάζα μαθημένη

Παρά στο κέντρο του φεγγίτη ,σκούρα σκέψη. 

Το διάβα του στην πέτρα νέα σάρκα

πλασμένη από ένα ξύπνημα λαμπρό

στη κλειστή οροσειρά που σκουραίνει. Πια αφού έχει ξυπνήσει, μαγική τριχιά σφαλίζει το φαράγγι

που έχει αρχίσει να βυθίζει τα ατμώδη γόνατά του.

Αυτό το γρήγορο πέρασμα του μουλαριού στην άβυσσο

Συνήθως μπερδεύεται με τα μπογιατισμένα γάντια του στείρου.

Συνήθως  μπερδεύεται με τα αρχινίσματα του σκούρου κεφαλιού που πάντα αρνιέται .

Για σένα μπερδεύεται, άχαρο γυαλένιο.

Για σένα, οσφύ με βερνικωμένους βρόχους

Που φαίνεται να μας λέει δεν είμαι εγώ δεν είμαι εγώ, αλλά που εισδύει επίσης στα παλιά τα’ αρχοντικά που δεν τα φωτίζει πια η σπιτική αράχνη

Κι η λάμπα η φορητή μετατοπίζεται από έναν τρόμο σε άλλο τρόμο.

Για σένα συμβαίνει να  μπερδεύεται, εσύ, ξοδεμένο γυαλί, τι πέρασμα είναι το πέρασμα του μουλαριού στην άβυσσο.

 

Του Θεού η ζωστήρα ακόμα χρησιμεύει.

Έτσι φτάνει μόνο η πτώση να μην είναι σπίθες παρά μια πέτρα που στριφογυρνώντας

Πετάει την αίσθηση σα φωτιά κασσιδιάρα

Που στην πέτρα αφήνει άθικτα τα δολώματα της. Έτσι μικραίνοντας η ζώνη, ο Θεός το θέλει,

Η ψυχή δεν επιστρέφει στο σώμα, σφίγγει τη γκριμάτσα που ακολουθεί όλους τους θανάτους. Σώμα βαρύ, η μολυβδαίνια ψυχή σου, απλησίαστη ήταν μες στην άβυσσο,

Πια καθώς πέφτει, κάθετος τρομερή πλεγμένη από λαμπρά τυφλά σημεία, φτερωτή που στροβιλίζεται άσωτο σκούρο,

Σταυρωτά τις δυο αβύσσους έχεις βάλλει.

 

Το τέλος σου δεν είναι πάντα η κάθετος δυο αβύσσων.

Του μουλαριού τα μάτια μοιάζουν να παραδίδουν

στα σπλάχνα της αβύσσου, υγρό ένα δέντρο.

Δέντρο που δεν απλώνεται στα πράσινα των καναλιών αλλά κλειστό σαν τη μοναδική φωνή των απαρχών. Σαστισμένο, ο Θεός το θέλει,

Το μουλάρι συνεχίζει να μεταθέτει στα μάτια του  δέντρα ορατά και μες στα μούσκουλά του

Τα δέντρα που τη μουσική αρνήθηκαν.

  Δέντρο από σκιά και δέντρο της μορφής

έφτασαν κι εκείνα στο τελευταίο του φαραγγιού το στεφάνι.

Η φουσκωμένη τριχιά κουβαλάει τη ναυτία και στην τραχηλιά του μουλαριού κολυμπάνε φωνές

Αναγκαίες για το πέρασμα απ’ το κενό στην κατωφέρεια της αβύσσου.

 

Πέρασμα είναι το βήμα, βαρέλια με νερό, ζωσμένο απ’ το Θεό το δυνατό μουλάρι  αποκοιμιέται τρέμοντας.

Με τα ήμερα μάτια του τα νερένια,

Γεμίζει στο τέλος με δέντρα όλη την άβυσσο.


PUBLICADOS EN LIBRO


 



RETRATO DE DON FRANCISCO DE QUEVEDO

 

 

Sin dientes, pero con dientes 

como sierra y a la noche no cierra 

el negro terciopelo que lo entierra

entre el clavel y el clavón crujiente.

 

Bailados sueños y las jácaras molientes 

sacan el vozarrón Santiago de la tierra. 

Noctámbulo tizón traza en vuelo ardientes

 elipses en Nápoles donde el agua yerra.

 

Muérdago en semilla hinchado por la brisa

 risota en el infierno, el tiburón quemado 

escamas suelta, tonsurado yerto.

 

En el fin de los fines ¿qué es esto?

Roto maíz entuerto en el faisán barniza

 y en la horca se salva encaramado.

 

 

ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΔΟΝ ΦΡΑΝΘΙΣΚΟ ΝΤΕ ΚΕΒΕΔΟ

 

 

Δίχως δόντια, αλλά με δόντια

σαν  οροσειρά και στη νύχτα δε σφαλίζει

 το μαύρο βελούδο  που τον σκεπάζει

ανάμεσα στο γαρίφαλο και το καρφί που τρίζει.

 

Χορευτικά όνειρα και οι τρέχουσες νουβέλες 

βγάζουν τον βρυχώμενο Σαντιάγκο από το χώμα. 

Ξενύχτης λεκές χαράζει σε πτήση φλεγόμενες 

ελλείψεις στη Νάπολη όπου το νερό λαθεύει.

 

Πεθαμένος  φουσκωμένος απ’ την αύρα

 καγχάζει στην κόλαση, ο καμένος καρχαρίας

λέπια αφήνει, ο ζόρικος παπάς.

 

Στο τέλος των τερμάτων, τι είναι αυτό?

Σκασμένο καλαμπόκι άδικο στο φασιανό  βερνικώνει

και στην αγχόνη σώζεται σκαρφαλωμένο.



HAI KAI EN GERUNDIO

 

 

El toro de Guisando

no pregunta cómo ni cuándo, va creciendo y temblando.

 

¿Cómo?

Acariciando el lomo

del escarabajo de plomo,

oro en el reflejo de oro contra el domo.

 

¿Cuándo?

En el muro raspando, no  si voy estando

o estoy ya entre los aludidos de Menandro.

¿Cómo? ¿Cuándo?

Estoy entre los toros de Guisando, estoy también entre los que preguntan cómo y cuándo.

Creciendo y raspando, temblando.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΧΑΙΚΟΥ ΜΕ ΓΕΡΟΥΝΔΙΑ

 

 

Ο ταύρος του Γκουισάντο

δε ρωτάει πως ούτε πότε, 

καθώς μεγαλώνει και τρέμει.

 

Πως;

Χαιδεύοντας τη ράχη

του μολυβένιου σκαραβέου,

  χρυσάφι στην αντανάκλαση του χρυσαφιού ενάντια στο θόλο.

 

  Πότε;

Στον γδαρμένο τοίχο, 

δεν ξέρω α θα βρεθώ

η αν είμαι πια μέσα στα υπονοούμενα

 του Μενάνδρου.

 

Πως; Πότε;

Βρίσκομαι ανάμεσα στους ταύρους του Γκουισάντο,

Είμαι επίσης ανάμεσα σε αυτούς που ρωτούν

 Πως και πότε.

Μεγαλώνοντας και ξύνοντας, τρέμοντας.


MI HERMANA ELOÍSA

 

 

El pestañeo oscuro del comienzo conversable, la mesa con el jeroglífico celeste,

el lenguaje anunciando la caída como el arco iris, cada palabra una lengua voladora.

Piedrecillas con fuego desprendidas, torneadas como el cuerpo del toro.

El sacerdote de Mitra rajando el zodíaco,

el veinte de abril naciendo nuestro planeta.

Lavas en espiral, descifrables

líneas en el hígado, entrañas humeantes,

y también las palabras, tersas mandatarias, apoyando el hálito en el humus,

como el torbellino en el caos,

y el mejillón japonés en el guaicán verdinegro. Cada palabra un apeiron de arcilla,

sostenida por la respiración nocturna. Parménides ciego tejiendo la alfombra de Bagdad. Comienzo porque  que alguien me oye,

la que oyó mi nacimiento.

Mi madre, estoy muy ahogado, voy a quemar los polvos,

despiértame cuando llegue Eloísa con su hijo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΑΔΕΡΦΗ ΜΟΥ Η ΕΛΟΙΖΑ

 

 

Το σκοτεινό βλεφάρισμα της αρχής  συζητημένο, το τραπέζι με ένα ουράνιο ιερογλυφικό,

Η γλώσσα αναγγέλοντας την πτώση όπως το ουράνιο τόξο, 

κάθε λέξη μια γλώσσα ιπτάμενη.

Μικρές πέτρες αποκολλημένες, λειασμένες  σαν το κορμί του ταύρου.

Ο ιερέας του Μίθρα σκίζοντας τον ζωδιακό κύκλο,

Η εικοστή του Απρίλη γεννώντας τον πλανήτη μας.

Λάβες σε σπειράλ, αποκρυπτογραφημένες

Γραμμές στο σηκώτι, σωθικά καπνισμένα,

Κι επίσης οι λέξεις, λείες επικεφαλής, στηρίζοντας το χνώτο μέσα στον  καπνό,

Όπως ο σίφουνας μες  μες στο χάος,

y el mejillón japonés en el guaicán verdinegro. 

Κάθε λέξη ένα άπειρον de arcilla,

Στηριγμένη από τη νυχτερινή αναπνοή.

Ο τυφλός Παρμενίδης υφαίνοντας το χαλί της Βαγδάτης . Αρχίζω γιατί ξέρω πως κάποιος με ακούει,

Αυτή που άκουσε τη γέννηση μου.

Μητέρα μου, είμαι πολύ πνιγμένος, θα κάψω τις στάχτες,

ξύπνησε με όταν θα έρθει η Ελοίζα με το γιο της.


DEJOS DE LICARIO

 

 

 

7

 

Pasar el papel por el rodillo

de la máquina de escribir es un placer semejante a darle una soplada

al ángel cervecero de Rubens. El papel surge cisne y perdiz,

sucesivo o en migajas coloreadas.

Un cuello de caballo surgiendo

a cada vuelta del círculo de hollín. En la distancia millares de letras removidas atragantan el colador de la cal. El rodillo enseña el pecho

a cada vuelta del manubrio napolitano.

El papel carbón sobre el rodillo profundiza el estero sudando uvas caletas; el infantilismo del círculo saltante,

enturbió el avuspero en su búsqueda de la nuca. Ojizarca la mina con los tiburones,

y el rodillo piando letras sobre un barril de cal.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟΝΟΙ ΤΟΥ LIKARIO

 

 

 

7

 

Το να περνάς το χαρτί από τη μπομπίνα

της γραφομηχανής είναι μια απόλαυση  ίδια με κείνη που δίνεις μια ώθηση

στον αφρώδη άγγελο του Ρούμπενς. Το χαρτί βαγίνει σαν ένας κυνος η ένα ορτύκι,

αλλεπάληλα η με χρωματιστά υπλείμματα.

Μια χαίτη αλόγου ξεπηδά

σε κάθε γύρο του κύκλου της καπνιάς. Σε απόσταση χιλιάδες  ανακινούμενα γράμματα μπουκώνουν το σουρωτήρι του ασβέστη. Η μπομπίνα μαθαίνει το στήθος

σε κάθε γύρισμα της ναπολιτάνικης μανούβρας.

Το καρβουνιασμένο χαρτί πάνω στη μπομπίνα βαθαίνει τον εστέρα ιδρώντας τροφαντά σταφύλια; Η παιδικότητα του αναπηδώντα κύκλου,

τάραξε  el avuspero στην αναζήτηση του του αυχένα. Αναστατώνεται  το ορυχείο τους καρχαρίες,

και η μπομπίνα συλλαβίζοντας γράμματα πάνω σε ένα βαρέλι από ασβέστη.

 


MINERVA DEFINE EL MAR

 

 

Proserpina extrae la flor

de la raíz moviente del infierno, y el soterrado cangrejo asciende a la cantidad mirada del pistilo.

Minerva ciñe y distribuye

y el mar bruñe y desordena.

 

Y el cangrejo que trae una corona.

 

La batidora espuma, la anémona desentrañando su reloj nocturno, la aleta pectoral del Ida nadador. Su pecho, delfín sobredorado, cuchillo de la aurora.

Ciegos los peces de la gruta, enmarañan, saltan, enmascaran, precipitan las ordenanzas áureas de la diosa, paloma manadora..

Entre columnas rodadas por las algosas sierpes, los escondrijos de las arengas entreabren los labios bifurcados

en la flor remando sus contornos y el espejo cerrando el dominó grabado en la puerta cavernosa.

Su relámpago es el árbol en la noche y su mirada

es la araña azul que diseña estalactitas en su ocaso.

Acampan en el Eros cognocente, el mar prolonga los corderos

de las ruinas dobladas al salobre. Y al redoble de los dentados peces, el cangrejo que trae una corona.

Caduceo de sierpes y ramajes, el mar frente al espejo,

su silencioso combate de reflejos desdeña todo ultraje

del nadador lanzado a la marina para moler harina fina.


Lanzando el rostro en aguas del espejo interroga los cimbreantes

trinos del colibrí y el ballenato.

El dedo y el dado apuntalan el azar,

la eternidad en su gotear

y el falso temblor del múrice disecado.

El mascarón de la Minerva y el graznar

de las ruinas en su corintio deletrear,

burlan la sal quemando las entrañas del mar.

El bailarín se extiende con la flor fría en la boca del pez,

se extiende entre las rocas y no llega al mar.

Roto el mascarón de la minerva, otrora la cariciosa llanura de la frente

y el casco cubriendo los huevos de la tortuga. Subía sobre la hoguera de la danza, extendido el bailarín, sumado con la flor,

no pudo tocar el mar,

cortado el fuego por la mano del espejo.

Sin invocarte, máscara golpeada de Minerva, sigue distribuyendo corderos de la espuma. Escalera entre la flor y el espejo,

la araña abriendo el árbol en la noche, no pudo llegar al mar.

 

Y el cangrejo que trae una corona.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΑΘΗΝΑ ΟΡΙΖΕΙ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

 

 

Η Περσεφόνη βγάζει ένα λουλούδι

Απ’ την κινούμενη ρίζα της κόλασης,

Και το υπόγειο καβούρι ανεβαίνει

Στη φανερή ποσότητα του ύπερου.

  Η Αθηνά ζώνει και μοιράζει

Κι η θάλασσα γυαλίζει και συγχύζει.

 

Και το καβούρι που φοράει την κορώνα.

 

Ο χτυπητός αφρός, η ανεμώνη

Ξεδιαλύνουν το νυχτερινό ρολόι τους, το επιστήθιο πτερύγιο του κολυμβητή Ιδα.

 Το στήθος του, δελφίνι επιχρυσωμένο, μαχαίρι της αυγής.

Τυφλά τα ψάρια της σπηλιάς, πλέκουν, πηδούν, μασκαρεύουν, γκρεμίζουν τις χρυσαφένιες ορντινάντσες της θεάς, της ζωοδότρας περιστέρας.

Ανάμεσα σε κολώνες   κυλισμένες από  γλιστερά φύκια, οι ρέγγες μέσα στις κρυψώνες τους ανοιγοκλείνουν τα διχαλωτά τους χείλη 

στους ανθούς κωπηλατώντας ολόγυρα

 με τον καθρέφτη να κλείνει το ντόμινο το χαραγμένο στην πόρτα της σπηλιάς.

Η ανταύγειατου είναι το δέντρο μες στη νύχτα  και η ματιά του

  Είναι η γαλάζια αράχνη που σχεδιάζει σταλακτίτες μέσα στο λιόγερμα.

Στρατοπεδεύουν στον γνωστικό Έρωτα,

Η θάλασσα επιμηκύνει τα κοπάδια των ερειπίων των διπλωμένων στο βυθό.

Και στον τυμπανισμό των οδοντωτών ψαριών, το καβούρι που φέρει μια κορώνα.

Εφήμερη από ερπετά και φυλλώματα, η θάλασσα μπροστά στον καθρέφτη,

  Η σιωπηλή της μάχη των αντικατοπτρισμών περιφρονεί την κάθε υπερβολή

Του κολυμβητή που ρίχτηκε στη μαρίνα για να αλέσει λεπτό αλεύρι.


Ρίχνοντας το πρόισωπο στα νερά του καθρέφτη ρωτάει τις λυγισμένες τρίλιες του κολιμπριού και της φάλαινας.

Το δάχτυλο και ο κύβος στηρίζουν την τύχη,

Η αιωνιότητα στο στάλαγμα της

Και το ψεύτικο τρεμούλιασμα  της στεγνής πορφύρας.

Το προσωπείο της Αθηνάς

Και το κρώξιμο των ερειπίων

Στον κορινθιακό συλλαβισμό τους,

Περιπαίζουν το αλάτι καίγοντας τα σωθικά της θάλασσας.

Ο χορευτής επεκτείνεται με το κρύο λουλούδι στο στόμα του ψαριού,

Προεκτείνεται ανάμεσα στα βράχια και δε φτάνει στη θάλασσα.

Σπασμένο της Αθηνάς το προσωπείο, διάτρητη και η θωπευτική πεδιάδα του μετώπου

Και η περικεφαλαία να σκεπάζει τα αυγά της χελώνας. Ανέβαινε πάνω στη φλόγα τυ χορού, απλωμένος ο χορευτής, ενωμένος με το λουλούδι,

δεν μπόρεσε ν’ αγγίξει τη θάλασσα,

κομμένη η φωτιά από το χέρι του καθρέφτη.

Δίχως να σε επικαλεστώ, σφυρήλατη μάσκα της  Αθηνάς, συνέχισε να μοιράζεις τα προβατάκια του αφρού. Σκάλα ανάμεσο λουλουδιού και καθρέφτη,η αράχνη καθώς άνοιγε το δέντρο της νύχτας, δεν μπόρεσε να φτάσει στη θάλασσα.

 

Και το καβούρι που φοράει ένα στέμμα.




DÉCIMAS DE LA QUERENCIA

 

(Para José Triana)

 

La electricidad recorre

a los muertos, determina la cortina que se corre

a la luz que el vidrio afina 

de la ciguapa en la torre. 

El baile pide un cedazo,

costumbre de un buen retraso

 el muerto pierde la idea,

la noche relampaguea 

un bastón, un bastonazo.

 

 

 

(Για τον Χοσέ Τριάνα)

 

Το ηλεκτρικό ρεύμα διαπερνά

τους νεκρούς, καθορίζει

την κουρτίνα που μαζεύεται

στο φως που το γυαλί λεπταίνει

de la ciguapa στο κάστρο.

Ο χορός απαιτεί μια κρισάρα,

συνήθεια της καλής αργοπορίας 

ο νεκρός χάνει την ιδέα,

η νύχτα απαστράπτει 

ένα μπαστούνι, μια μαγκουριά.




 

 

Mañanas en la Sociedad Económica De Amigos del País

 

Mezclar proverbios, manzanas, 

una pelea de sombras

entre libros y mañanas, 

el café y las campanas,

las tardes que  las nombras 

en El libro de los Muertos.

Atravesamos desiertos

 buscando el agua y el verso 

en el enigma diverso,

no en parlanchines disertos.

 

 

 

 

Πρωινά στην Οικονομική  Εταιρεία  των Φίλων της Χώρας

 

Να ανακατεύεις παροιμίες, μήλα,

 σε μια αμάχη από σκιές

ανάμεσα σε πρωινά και βιβλία, 

με τον  καφέ και τις καμπάνες,

στα απόβραδα που εσύ ονοματίζεις

 μες στο Βιβλίο των νεκρών.

Διασχίζουμε ερήμους

ψάχνοντας για νερό και  το στίχο

 μες στο αλλιώτικο το αίνιγμα,

όχι σε αναλυτικές πραγματείες.


 

 

LA MADRE

 

 

Ví de nuevo el rostro de mi madre.

Era una noche que parecía haber escindido la noche del sueño.

La noche avanzaba o se detenía,

cuchilla que cercena o soplo huracanado, pero el sueño no caminaba hacia su noche. Sentía que todo pesaba hacia arriba,

allí hablabas,susurrabas casi, para los oídos de un cangrejito, ya sé, lo  porque vi su sonrisa que quería llegar

regalándome ese animalito, para verlo caminar con gracia

o profundizarlo en una harina caliente. La mazorca dura como un diente de niño, en una gaveta con hormigas plateadas.

El símil de una gaveta como una culebra, la del tamaño de un brazo, la que viruta

la lengua en su extensión doblada, la de los relojes viejos, la temible

y risible parlante.

Recorría los filos de la puerta,

para empezar a sentir, tapándome los ojos, aunque lentamente me inmovilizaba,

que la parte restante pesaba más, con la ligereza del peso de la lluvia

o las persianas del arpa.

En el patio asistían

la luna completa y los otros meteoros convidados. Propicio era y mágico el itinerario de su costumbre. Miraba la puerta,

pero el resto del cuerpo permanecía en lo restado, como alguien que comienza a hablar,

que vuelve a reírse,

pero como se pasea entre la puerta y lo otro restante,

parece que se ha ido, pero entonces vuelve. Lo restante es Dios tal vez,

menos yo tal vez,


tal vez el raspado solar

y en él a horcajadas el yo tal vez. A mi lado el otro cuerpo,

al respirar, mantenía la visión

pegada a la roca de la vaciedad esférica.

Se fue reduciendo

a un metal volante con los bordes asaltados por la brevedad de las llamas, a la evaporación de una pequeña

taza de café matinal, a un cabello.

 

 

 

 


Η ΜΗΤΕΡΑ

 

 

Είδα ξανά το πρόσωπο της μητέρας μου.

Ήταν μια νύχτα που έμοιαζε να έχει διαλυθεί η νύχτα του ονείρου.

Η νύχτα προχωρούσε η σταματούσε,

Λάμα που ακρωτηριάζει η πνοή θυελλώδης, αλλά το όνειρο δεν όδευε προς τη νύχτα του. Ένιωθα ότι όλα βάραιναν προς τα πάνω,

εκεί μιλούσες,σχεδόν ψιθύριζες, για τα αυτιά ενός μικρού καβουριού, πια το ξέρω, το ξέρω γιατί είδα το χαμέγελο του που ήθελε να έρθει

για να μου χαρίσει αυτό το ζωάκι, για να το δω να προχωρά με χάρη

η  το βυθίζω σε ένα ζεστό αλεύρι. Η μαζούρκα διαρκεί όπως ένα δόντι μικρού παιδιού,  μέσα σε ένα ερμάρι με μυρμήγκια ασημωμένα.

Η παρομοίωση ενός ερμαριού με ένα ερπετό, στο μέγεθος ενός μπράτσου, που ροκανίζει

τη γλώσσα στη διπλωμένη της επέκταση, αυτή των παλιών ρολογιών, η φοβερή

η γελαστή και ομιλητική.

Διέσχιζε τα πλάισια της πόρτας,

για να αρχίσει να νιώθει, σφαλίζοντας μου τα μάτια, αν και σιγά σιγά με ακινητοποιούσε,

καθώς το υπόλοιπο μέρος βάραινε πολύ, με τη λυγεεράδα του βάρους της βροχής

η τις περσίδες της άρπας.

Στο αίθριο παρεβρίσκονταν

η πανσέληνος και οι άλλοι προσκεκλημένοι μετεωρίτες . Ευνοικό ήταν και μαγικό  το δρομολόγιο της συνήθειας. Κοίταζε την πόρτα,

αλλά το υπόλοιπο του κορμιού της παρέμενε στο υπολοιπόμενο, όπως συμβαίνει  με κάποιον που αρχίζει να μιλά,

που γελά ξανά,

αλλά όπως περνά ανάμεσα στην πόρτα και το υπόλοιπο μέρος,

μοιάζει σαν να έχει φύγει, αλλά τότε πειστρέφει. Το υπόλοιπο είναι ο Θεός ίσως,

  εκτός από μένα ίσως,

ίσως η ηλιακή τριβή

και σ’ αυτήν υπαστί το εγώ μου ίσως. Δίπλα μου το άλλο κορμί,

καθώς ανέπνεε, διατηρούσε το όραμα

το κολλημένο στην σφαιρική κενότητα.

Περιορίστηκε σιγά σιγά

σε ένα ιπτάμενο μέταλλο με τα πλάισια να ανπηδούν από τη συντομία των φλογών, στον ατμό ενός πρωινού φλιτζανιού του πρωινού  καφέ, σε μια κόμη.

 

 


ELOÍSA LEZAMA LIMA

 

 

Una sonrisa que no termina.

Una sonrisa que sabe terminar admirablemente.

La sonrisa se agranda como la noche

y los ojos se reducen a una pequeña piedra escondida. Calidad de un mineral

que se guarda en un paño de aceite milenario: Saber reírse y dar la mano.

Las pausas y los hallazgos de la risa

transcurren con la sencillez de una silla pompeyana.

La mano ofrece la brevedad del rocío

y el rocío queda como la arena tibia del recuerdo. Ofrecerá así siempre la sencillez compleja de la risa y el acuoso laberinto de su mano en el sueño.

 

 

ΕΛΟΙΣΑ ΛΕΣΑΜΑ ΛΙΜΑ

 

Ένα χαμόγελο που δεν τελειώνει.

Ένα χαμόγελο που ξέρει να τελειώνει θαυμάσια.

Το χαμόγελομεγενθύνεται όπως η νύχτα

και τα μάτια εστιάζονται σε μια μικρή κρυμμένη πέτρα. Ποιότητα ενός μετάλλου

που φυλάσσεται μέσα σε μια πετσέτα ενός χιλιόχρονου λαδιού: Να ξέρεις να γελιέσαι και να δίνεις το χέρι.

Οι παύσεις και τα ευρήματα του γέλιου

Διατρέχουν με την απλότητα μιας καρέκλας της Πομπηίας.

Το χέρι προσφέρει τη συντομία της δροσιάς

και η δροσιά μένει όπως η χλιαρή άμμος της ανάμνησης. Έτσι θα προσφέρει πάντα τη σύνθετη απλότητα του γέλιου  και τον υδάτινο λαβύρινθο του χεριού του μέσα στο όνειρο.



OIGO HABLAR

 

 

Oigo hablar a un pájaro moteado:

cuacuá.

En la cabeza tres círculos verdes

y los ojitos que abren y cierran la noche.

Las banquetas para los violinistas

y en medio de la pechuga aljamiada

una garrafa saludando como en un minué.

Las levitas y los sombreros

manchados de luna, con alas pequeñas, corrían a ocultarse detrás de los árboles. Los violines también detrás de las hojas crecían escindidos pisados por la escarcha. El violinista de levita morada exclama: cuacuá.

Y todos los trombones borrachos en la medianoche saludaban, alzaban las ventanas,

elevaban por el aire el pelo del violín. Una pausa y después se oyó:

cuacuá.

Los animales hablaban primero,

el pájaro perfeccionó el diccionario, la orquesta sólo lo hizo girar, girar, soltar sus espirales y recogerlas

en la manga con botones heráldicos.

El pájaro en su casaca de abril

nos regaló el lenguaje interpuesto,

el pelo del violín cruzado con el rameado sedoso, el ojo del pulpo en el ancla al mediodía:

cuacuá.

El violinista con sus pelos angélicos, impulsados por la orquesta y su tic tac de escarcha amoratada, saludaba

de nuevo la hoja reverente y dejaba caer una gota

hidrocéfala con los ojos sangrantes: cuacuá.


 

ΑΚΟΥΩ ΝΑ ΜΙΛΑ

 

Ακούω να μιλά ένα πουλί παρδαλό:

κουα κουά.

Στο κεφάλι του έχει τρεις πράσινους κύκλους

και τα μικρά του μάτια ανοιγοκλείνουν τη νύχτα.

Τα σκαμνιά για τους βιολιστές

  και στη μέση του  πλουμιστού στήθους

μια καράφα χαιρετώντας όπως σε ένα μινοουέτο.

Οι διακονιάρες  και τα καπέλα

λεκιασμένα απ’ τη σελήνη, με μικρά φτερά, έτρεχαν για να κρυφτούν πίσω από τα δέντρα. Τα βιολιά επίσης πίσω απ΄τα φύλλα συνέχιζαν διχασμένα πατημένα από την πάχνη. Ο βιολιστής  της ιώδους levi ανακράζει: κουά κουά.

Και όλα τα τρομπόνια μεθυσμένα μες στο μεσονύχτι χαιρετούσαν, ύψωβναν τα παράθυρα,

ύψωναν μες στον αέρα την κόμη του βιολιού. Μια παύση και μετά ακούστηκε:

κουά κουά.

Τα ζώα μιλούσαν πρώτα,

το πουλί τελειοποίησε το λεξιλόγιο η ορχήστρα το έκανε μόνο να γυρνά, να γυρνά, να λύνει τα σπιράλ του, και να τα μαζεύει

στη λαβή με τα εραλδικά κουμπιά.

Το πουλί με την απριλιάτικη του καζάκα

Μας χάρισε την επιβλημένη γλώσσα,

η κόμη του βιολιού σταυρωμένη με το διψασμένο κλαδί, το μάτι του  χταπόδι στην άγκυρα μες στο μεσημέρι:

κουά κουά.

Ο βιολιστής με τα αγγελικά του μαλιά, ανεμισμένα απ’ την οπρχήστρα και το τικ τακ της  της μελανιασμένης πάχνης, χαιρετούσε

ξανά την ευσεβή σελίδα  και άφηνε να πέσει μια σταγόνα

υδροκέφαλη με τα μάτια ματωμένα: κουά κουά.



PALABRAS MÁS LEJANAS

 

 

La mañana suda una palabra, apesadumbrada desaparece, correteando dobla la esquina. Entra silenciosa en la taberna,

todavía allí los cantantes metafísicos de Purcell, el eco de la campana la adelgaza.

Pondrían la mano sobre su hombro, añadirían otras palabras al oído.

Jugará a perderse

con las arenas que la bruñen.

Está alegre porque ha venido

a verle su nueva cara, se adormece en el ahumado rodar de las monedas.

Desaparece como una ardilla

en la medianoche de la otra esquina recién apagada.

 

 

ΛΕΞΕΙΣ ΠΙΟ ΑΠΟΜΑΚΡΕΣ

 

 

Το πρωινό ιδρώνει μια λέξη,  θλιμμένη εξαφανίζεται, τρέχοντας δω κι εκεί  στρίβει στη γωνιά. Μπαίνει σιωπηλή στην ταβέρνα,

Εκεί είναι ακόμα οι μεταφυσικοί τραγουδιστές του Πουρσέλ , η ηχώ της καμπάνας τη λεπταίνει.

Θα έβαζαν το χέρι πάνω στον ώμο του, θα πρόσθεταν άλεεςς λέξεις στο άκουσμα.

Θα παίξει ώσπου να χαθεί

με τις άμμους που τη στιλβώνουν.

Είναι χαρούμενη γιατί ήρθε

για να δει τη νέα του όψη, αποκοιμιέται μέσα στο καπνισμένο κύλισμα των κερμάτων.

Εξαφανίζεται σαν ένας σκίουρος

στο μεσονύχτι της άλλης γωνιάς της μόλις σβησμένης.


DISCORDIAS

 

 

 

De la contradicción de las contradicciones, la contradicción de la poesía,

obtener con un poco de humo

la respuesta resistente de la piedra y volver a la transparencia del agua que busca el caos sereno del océano

dividido entre una continuidad que interroga y una interrupción que responde,

como un hueco que se llena de larvas y allí reposa después una langosta.

Sus ojos trazan el carbunclo del círculo, las mismas langostas con ojos de fanal, conservando la mitad en el vacío

y con la otra arañando en sus tropiezos el frenesí del fauno comentado.

Contradicción primera: caminar descalzo sobre las hojas entrecruzadas,

que tapan la madriguera donde el sol se borra como la cansada espada,

que corta una hoguera recién sembrada. Contradicción segunda: sembrar las hogueras.

Última contradicción: entrar

en el espejo que camina hacia nosotros, donde se encuentran las espaldas,

y en la semejanza empiezan

los ojos sobre los ojos de las hojas,

la contradicción de las contradicciones. La contradicción de la poesía,

se borra a sí misma y avanza con cómicos ojos de langosta.

Cada palabra destruye su apoyatura y traza un puente romano secular.

Gira en torno como un delfín caricioso y aparece

indistinto como una proa fálica. Restriega los labios que dicen la orden de retirada.

Estalla y los perros del trineo


mascan las farolas en los árboles.

De la contradicción de las contradicciones, la contradicción de la poesía,

borra las letras y después respíralas al amanecer cuando 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΥΣΑΡΜΟΝΙΕΣ

 

Από την αντίφαση των αντιφάσεων, 

Η αντίφαση της ποίησης,

Να εξασφαλίσεις με λίγο καπνό

την απάντηση της αντίστασης της πέτρας  και να επιστρέψεις στη διαφάνεια του νερού που αναζητεί το ήρεμο χάος του ωκεανού

του μοιρασμένου ανάμεσα σε μια συνέχεια που διερωτά   και ένα σταμάτημα που απαντά,σαν ένα κενό που γεμίζει  με κάμπιες

 και εκεί ξεκουράζεται μετά μια ακρίδα.

Τα μάτια της χαράζουν el carbunclo του κύκλου, οι ίδιες ακρίδες με μάτια από  fanal, διατηρώντας τα μισά μες στο κενό

 Και με το άλλο μισό γρατζουνίζοντας στα παραπατήματα της  τον παροξυσμό του σχολιασμένου φαύνου.

Αντίφαση πρώτη: να περπατάς ξυπόλητος  πάνω στα σταυρωμένα φύλλα,

Που σκεπάζουν το χάραμα όπου ο ήλιος σβήνεται σαν το κουρασμένο σπαθί,που κόβειο μια φωτιά μόλις αναμένη. Αντίφασαη δεύτερη: να διασπείρεις τις φωτιές.

Τελευταία αντίφαση: να μπεις

στον καθρέφτη  που οδεύει προς εμάς, όπου συναντούνται οι πλάτες,

και μες στην ομοιότητα αρχίζουν

τα μάτια πάνω απ’ τα μάτια των φύλλων,

την αντίφαση των αντιφάσεων. 

Η αντίφαση της ποίηησης,

Σβήνεται από μόνη της και προχωρά με τα κομικά μάτια της ακρίδας.

Κάθε λέξη καταστρέφει το αποκούμπι της   και χαράζει μια παμπάλαια ρωμαική γέφυρα.

Γυρνά ολόγυρα σαν ένα δελφίνι χαιδεμένο και εμφανίζεται

ανάλαχτο σαν μια φαλική πλώρη. Περισφίγγει τα χείλη που λένε την τάξη της απόσυρσης .

Ξεσπά και τα σκυλιά του έλκηθρου

  μασούν τα φανάρια των δέντρων.

Από την ανίφαση των αντιφάσεων,

 η αντίφαση της ποίησης,

σβήνει τα γράμματα  και μετά τα  εκπνέει μες στο χάραμα όταν

 

 

 

 

 

 

 


EL ASCENSO

 

 

La escalera del árbol y el árbol de la casa, levantan por el centro

el mantel blanco y dormido.

Por la escalera trepa una hormiga, un ciervo que se va apoyando

con los cuernos mojados en la luna.

Una muchedumbre que va ascendiendo, pero la escala es insensible

al peso de los pies tropezando, sumando botones y cordeles. Pesa más un costado, rectifica los brazos, al fin asciende borrada la escala.

Su cabeza penetra en el tejado, allí su mano percibe, con los ojos sellados, la piel fina

del murciélago, con miradas de garzón inventadas por la madrugada.

El murciélago se trueca en los ojos que comienzan a saltar los peldaños. Refuerza los huecos ascendentes,

los ojos torcidos por el aletazo

que borra los estiramientos del cuerpo.

La escala atraviesa del desván cabeceante.

Allí un trueno atestigua el brazo

y los peldaños son la línea del horizonte.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΑΝΑΒΑΣΗ

 

 

Η σκάλα του δέντρου και το δέντρο του σπιτιού, υψώνουν απ’ το κέντρο

το λευκό και κοιμισμένο τραπεζομάντηλο.

 Από τη σκάλα σκαρφαλώνει  ένα μυρμήγκι, ένα ελάφι που προχωρά στηριγμένο

με τα μουσκεμένα κέρατα του στο φεγγάρι.

Ένα πλήθος που σιγά σιγά ανεβαίνει, αλλά η σκάλα δε νιώθει

το βάρος των ποδιών καθώς ταλαντεύεται, αθροίζοντας κουμπιά και σπάγγους. Βαραίνει πεισσότερο το ένα πλευρό, σηκώνει τα μπράτσα, στο τέλος ανέρχεται σβησμένη η σκάλα.

Η κορφή της διεισδύει στη στέγη, εκεί το χέρι της δέχεται, με σφαλιστά τα μάτια, το λεπτό δέρμα της νυχτερίδας, με ματιές από γαλάζιο που  ανακαλύπτει η χαραυγή.

Η νυχτερίδα μεταβάλλεται στα μάτια που αρχίζουν να πηδούν τα σκαλιά. Αναζωογονεί τα ανερχόμενα κόκκαλα,

τα μάτια τα γερμένα από το φτεροκόπημα

που σβήνει τις διατάσεις του σώματος.

Η σκάλα διασχίζει την υπερκέίμενη σοφίτα.

Εκεί ένα μπουμπουνητό μαρτυρεί το μπράτσο

και τα σκαλιά είναι η γραμμή του ορίζοντα.


MI ESPOSA MARÍA LUISA

 

En la azotea conversable, con riesgo de tu vida, lees la Biblia.

Era toda su casa

que ahora tropieza con el humo.

Lees la Biblia donde una hoja traspasa el agua

y las generaciones. Lees con temblor,

recordando los hermanos muertos, el Salmo 23.

Tu madre se lo leía

al hijo que se va a morir.

La hija se lo lee

a la madre a la hora de la paz de Dios.

Eres la hermana que se fue, la madre que se durmió

en una nube frente a la ventana. Las cuatro, a mi lado,

me levantan todos los días para fortalecer la mañana

y comenzar el hilo de la imagen. Lenta, con dignidad silenciosa, rompes la silla de los escarnecedores. Cuando sacudes las almohadas llenas de plumas de ángeles, recuerdo en lontananza y repito con precisión: en delicados

pastos me hará yacer.

Cuando la muerte sopla la puerta

de entrada, en la muralla momentánea, traes la vara y el cayado.

Así mido la nueva extensión,

allí hay que caminar como un ciego.

Con el cayado sorprendo

la altura de la marea desconocida


y palpo la esponja de entresueño para volver a la tierra.

Contigo la muerte fue anterior y efímera y la vida prevalece por amor de su nombre.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  Η ΣΥΖΥΓΟΣ ΜΟΥ ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΙΖΑ

 

Στην ταράτσα με την κουβέντα, ρισκάροντας τη ζωή σου, διαβάζεις τη Βίβλο.

‘Ηταν το σπίτι σου ολάκερο

που τώρα συναντιέται με τον καπνό.

Διαβάζεις τη Βίβλο όπου ένα φύλλο διαπερνά το νερό

και τις γενιές. Διαβάζεις με τρεμούλα,

καθώς θυμάσαι τους νεκρούς αδερφούς, τον Ψαλμό 23.

Η μητέρα σου σου τον διάβαζε

Στο παιδί που θα πέθαινε.

Η κόρη τον διαβάζει στη μητέρα της

την ώρα της γαλήνης του Θεού.

Είσαι η αδερφή που έφυγε η μητέρα που κοιμήθηκε

μέσα σε ένα σύννεφο απέναντι από το παράθυρο. 

Οι τέσσερις, δίπλα μου,

  με σηκώνουν όλες τις μέρες για να   δυναμώσω το πρωινό

και να αρχίσει ο μίτος της εικόνας. Αργή, με σιωπηλή αυτοκυριαρχία, σπάζεις  την καρέκλα των γελιοποιήσεων. Όταν τινάζεις  τα μαξιλάρια τα γεμάτα με φτερά αγγέλων, θυμάμαι en lontananza και επαναλαμβάνω με ακρίβεια: σε ήσυχες

βοσκές  θα με κάνει να κείτομαι.

Όταν ο θάνατος πνέει στην πόρτα

της εισόδου, στο πρόσκαιρο τείχος, φέρνεις τη βέργα και το μπαστούνι.

Έτσι μετρώ τη νέα προέκταση,

Εκεί πρέπει να περπατάς σα ένας τυφλός.

Με το μπαστούνι ξαφνιάζω

το ύψος της άγνωστης ναυτίας

και ψηλαφίζω τον σπόγγο του ενύπνιου  για να επιστρέψω στη γη.

Μαζί σου ο θάνατος ήταν πρότερος  και εφήμερος και η ζωή υπερισχύει από αγάπη του ονόματος του.


ANTONIO Y CLEOPATRA

 

 

Las galeras, brazos cruzados sobre la serpiente

y el ojo de la turquesa manchado con polvos de azafrán.

Las aguas de seda

contemplan con ojos plateados los gusanillos que surcan las velas del trirreme romano,

con una voluptuosidad que araña dulcemente los agujeros de la flauta.

La luz fragmenta al ser tocada

por la proa y la gaviota tiembla al recibir ese impulso inesperado, que remueve como una cosquilla

las plumas solares de la pechuga

que intercambian los colores de la hoguera.

La tiara resbala a nivel de las aguas

y allí imanta la subdividida sonrisa de las sardinas. (Cada sardina una mordida en la tiara.)

(Cada tiara en los volcanes de la luna,

echa a bailar un monillo con tafetán morado.)

El viento dilata las túnicas

cuando el acordeón de los senos se acompasa. La sierpe busca el dátil, no el pezón,

el índice anillado dirigía la mordida. El hechicero enseñó la pantorrilla, quería participar en el banquete

y no leer en las nubes que deshacen sus letras. El mensajero espantado por los eunucos, murmura al lado de la galera de seda.

En la popa lo cubre un toldo de algas, la desnudez de Horus se iguala con la muerte.

Se astillan los remos en la cabeza de los cocodrilos, prepara los saltos del monillo

vestido de morado.

La galera se detiene, un golpe de címbalos en la embestida de cada ola.

La serpiente salta a la toldilla de los músicos. Decimos galeras de seda


y cerramos los ojos.

La reminiscencia milenaria mueve de nuevo la sierpe, allí el pezón se reconstruye.

Vean la cochinilla caminando la lechuga.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ

 

 

Οι γαλέρες, μπράτσα σταυρωμένα πάνω στο ερπετό

και το μάτι από τυρκουάζ να λερώνει με σκόνες από ζαφορά.

Τα μεταξένια νερά

θωρούν με ασημωμένα μάτια τα σκουληκάκια που τρυπάνε  τα πανιά της ρωμαικής τριήρης,

με μια ηδυπάθεια που γρατζουνίζει γλυκά τις τρύπες του φλάουτου.

Το φως κομματιάζεται ακθώς το αγγίζει η πλώρη

Και ο γλάρος τρεμίζει καθώς δέχεςται αυτή την  ανέλπιστη πνοή, που ανακινεί όπως ένα γαργάλημα

τα ηλιακά φτερά  του γυναικείου κόρφου

που εναλλάσουν τα χρώματα της πυράς.

Η τιάρα γλιστρά στο ύψος των νερών

και εκεί μαγνητίζει το υποβαθμισμένο χαμόγελο των σαρδελών. (Κάθε σαρδέλα μια δαγκωματιά στην τιάρα.)

(Κάθε τιάρα μες στα ηφαίστεια της σελήνης,

αρχίζει να χορεύει σαν ένα πιθηκάκι με ταφτά ιώδη.)

Ο άνεμος πλαταγίζει τους μανδύες

Όταν το ακορντόν των κόρφων βραδύνει.Το φίδι ψάχνει τον χουρμά όχι τη ρώγα,

ο δαχτυλιοειδής δείχτης θα κατεύθυνε τη δαγκωματιά.  Ογητευτής δίδαξε τη γάμπα, ήθελε να συμμετάσχει στο συμπόσιο

και να μη διαβάζει μες στα σύννεφα που σβήνουν τα γράμματα του. Ο αγγελιοφόρος ξαφνιασμένος απ’ τους ευνούχους, ψιθυρίζει δίπλα στη γαλέρα από μετάξι.

Την πρύμνη τη σκεπάζει μια τέντα από φύκια, η γύμνια του  Χόρους εξισώνεται με το θάνατο.

Σπάνε τα κουπιά στα κεφάλια των κροκοδίλων, προετοιμάζει τα σάλατα του πίθηκου

του ντυμένου στα μωβ.

Η γαλέρα σταματά, ένα χτύπημα από κύμβαλα στην κάπα κάθε κύματος

Το φίδι πηδά στην τέντα των μουσικών. Λέμε γαλέρες από μετάξι

  και κλείνουμε τα μάτια.

Η χιλιόχρονη ανάμνηση κινεί ξανά το φίδι, εκεί η ρώγα ανασηκώνεται.

  Θα δουν τη γουρουνίτσα να δρασκελίζει τα μαρούλια.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



DOBLE NOCHE

 

I

 

La noche no logra terminar, malhumorada permanece, adormeciendo a los gatos y a las hojas.

Estar aprisionada entre dos globos de luces y mantener, como una cabellera

que se esparce infinitamente,

el oscuro capote de su misterio. La noche nos agarra un pie, nos clava en un árbol,

cuando abrimos los ojos

ya no podemos ver al gato dormido. El gato está escarbando la tierra,

ha fabricado un agujero húmedo. Lo acariciamos con rapidez,

pero ha tenido tiempo para tapar el agujero. Hace trampa

y esconde de nuevo a la noche.

 

II

 

Entré en el cuarto,

no me decidí a encender la luz.

Estaba un hombre sentado en un taburete, su espalda toda frente a mis ojos.

No lo sentí como extraño

ni alteraba la colocación de los muebles ni el botón de la luz.

Como en una explicación casi inaudible dije: Uno.

El otro, con su cuerpo inmovilizado, moviendo sus labios con sílabas muy lentas, me respondió: el cuerpo.

Temeroso, con gran culpa, encendí la luz. El otro seguía en su taburete,

comenzó entonces como un debate ciceroniano en el senado romano,

golpeando las almohadas con los puños.


El gato absorto y lentísimo

comenzó de nuevo a esconder la noche.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΙΠΛΗ ΝΥΧΤΑ

 

 

I

 

Η νύχτα δεν λέει να τελειώσει, κακόκεφη παραμένει, αποκοιμίζοντας τους γάτους και τα φύλλα.

Είναι φυλακισμένη ανάμεσα σε δυο γλόμπους από φώτα και διατηρεί σαν μια χαίτη

που απλώνεται ως το άπειρο,

τη σκοτεινή κάπα του μυστηρίου της. Η νύχτα μας ένα πόδι, μας καρφώνει σε ένα δέντρο,

κι όταν ανοίγουμε τα μάτια

πια δεν μπορούμε να δούμε τον κοιμισμένο γάτο. Ο γάτος σκαλίζει το χώμα,

κι έφτιαξε για υγρή τρύπα. Τον χαιδεύουμε στα πεταχτά,

αλλά είχε προλάβει να σκεπάσει την τρύπα. Κάνει μια ενέδρα

και κρύβει ξανά τη νύχτα.

 

II

 

Μπήκα στο δωμάτιο,

και δεν αποφάσισα να ανάψω το φως.

Ένας άνθρωπος ήταν καθισμένος σε ένα  σκαμνί, με τη πλάτη του απέναντι στα μάτια μου.

Δεν τον ένιωσα σαν ξένο

ούτε άλλαζα τη θέση των επίπλων

 ούτε το διακόπτη του φωτός.

Όπως σε μια εξήγηση σχεδόν ανήκουστη είπα: Κάποιος.

Ο άλλος, με το σώμα του ακινητοποιημένο, κουνώντας τα χείλη του με συλλάβές πολύ αργές,μου απάντησε: το κορμί.

Φοβισμένος, με μεγάλη ενοχή, άναψα το φως. Ο άλλος συνέχιζε να κάθεται στο  σκαμνί του,

άρχισε τότε σαν σε μια  μάχη του Κικέρωνα   μες στη ρωμαική Σύγκλητο,

να χτυπά τα μαξιλάρια με τις γροθιές του.

Ο γάτος αφηρημένς και αργοκίνητος

άρχισε ξανά να κρύβει τη νύχτα.



LAS BARBAS DE UN REY

 

 

¿Las puertas? Las barbas de un rey gótico que preside la caída de una piedra.

Atravies la puerta, la nieve

en la punta de los dedos escurre

como una mirada que extrae granos de arena.

¿Salimos o entramos? Te aprieto las manos

y nos quedamos adormecidos con saltos y sobresaltos.

¿Salimos? Una playa con un reno

oye en la altura vozarrón de una nube.

¿Entramos? El bosque se retira, la decoración se aproxima a una fiesta campestre finlandesa.

¿Entramos? Yo tiro de tus brazos.

¿Salimos? Saltan los ojos mortales de un mineral.

 

 

 

ΤΑ ΓΕΝΙΑ ΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑ

 

 

Οι πόρτες; Τα γένια ενός Γότθου βασιλιά 

Που κατοπτεύει την πτώση μιας πέτρας.

Περνάς την πόρτα, το χιόνι

Στις άκρες των δαχτύλων στραγγίζει.

  Σαν μια ματιά που εξάγει κόκκους άμμου.

Βγαίνουμε η μπαίνουμε; Σου σφίγγω τα χέρια

Και απομένουμε κοιμισμένοι με  πηδήματα και αναπηδήματα.

Βγαίνουμε; Μια ακτή με έναν τάρανδο

ακούει στο ψήλωμα το μπουμπουνητό ενός σύννεφου.

Μπαίνουμε; Το δάσος αποσύρεται, η διακόσμηση προσεγγίζει σε μια χωριάτικη φιλανδέζικη γιορτή.

Μπαίνουμε; Εγώ σε τραβώ απ’ τα μπράτσα σου.

Βγαίνουμε; Πηδούν τα μάτια ενός νεκρού μετάλλου.


LO QUE NO TE NOMBRA

 

 

Buscando la tesitura

de una fiesta que no llega, se presiente por la altura una diosa que nos pega

al juzgar la criatura. Borra el pájaro el borrón y se acerca de rondón

a un montón de breve sombra.

Si es lo que no te nombra

es la estrella que se escombra.

 

 

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΕ ΟΝΟΜΑΖΕΙ

 

 

Ψάχνοντας την αιτία

μιας γιορτής που δε φτάνει,

γίνεται αντιληπτή από ψηλά μια θεά

να κρίνει το πλάσμα . Σβήνει το πουλί

τη μουντζούρα  και πλησιάζει ξαφνικά

σε ένα σωρό από σκιές.

Αν δεν είναι αυτό που σε ονομάζει

Είναι το αστέρι που σε συντρίβει.


EL ESPERADO

 

(Para José Rey de la Torre)

 

Al fin llegó el esperado,

se abrieron las puertas de la casa

y de nuevo se encendieron las luces.

Una sombra ligera había repasado

las paredes, que brillaban como ojos metálicos. El esperado comprobó cada uno de los secretos que guardaba la casa mágica

llena de los amigos que fueron llegando para sentarse en torno de los instrumentos musicales, lentamente comenzaron a sonar.

 

La conversación, como un animal caricioso,

se extendía por la humedad criolla de la noche, mientras las estrellas nos regalaban sus ojos.

Todos volvimos a penetrar en la casa

y los contentos villancicos para el niño, las vihuelas de cordaje dorado, las transfiguraciones

del piano en la esquina silenciosa nos acariciaban el cabello.

Nos tapaban los ojos

y entrábamos en las promesas de la tierra lejana,

de la confluencia de los ríos que se amigan en una noche igual a todas las noches,

porque en aquella casa, el timbre amistoso convocaba al castillo

en cuyos secretos duerme una doncella y despierta en la brevedad

de aquellas noches que traía de nuevo el esperado. Eran breces aquellas noches,

porque cerrábamos los ojos

y los abríamos en la tierra lejana.

 

Fuimos pasando de nuevo a la casa. Éramos los reconocidos de siempre. Nadie había faltado a la cita.

El clavicémbalo con sus agudos de fuego nos convertía en momentáneas estatuas


y después nos deshacía en un agua soterrada,

haciéndonos reaparecer de nuevo en la casa mágica.

La casa iluminada

nos prestaba un sencillo vestigio de la eternidad.

Las tazas de café

se habían convertido en joyas alucinadas, que regaban la casa de gnomos que se

reían al encontrarse con los conocidos de antaño.

Cada día reconocemos la casa

y volvemos a reunirnos de nuevo en ella. Nada era fantasmal ni borroso,

cada vihuela era reconocida

como el sonido del timbre del amigo que llegaba.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟΣ

 

(Για τον Χοσέ Ρέυ ντε λα Τόρε)

 

Στο τέλος έφτασε ο αναμενόμενος,

Ανοίχτηκαν του σπιτιού οι πόρτες

κι ανάφτηκαν ξανά τα φώτα.

Μια λεπτή σκιά είχε διασχίσει

τους τοίχους, που έλαμπαν σα μεταλλικά μάτια. Ο αναμενόμενος εξακρίβωσε κάθες ένα από τα μυστικά  που φυλούσε το μαγικό σπίτι

το γεμάτο με φίλους που έφταναν σιγά σιγά para για να καθίσουν δίπλα απ’ τα μουσικά όργανα, που άρχισαν αργά να ηχούν.

 

Η συζήτηση, σαν ένα χαιδεμένο ζώο,

Συνεχίζονταν με την υγρή κριολή της νύχτας, ενώ τα’ αστέρια μας δώριζαν τα μάτια τους.

Όλοι χωθήκαμε ξανά στο σπίτι

Και τα ευχάριστα τργουδάκια για τα μωρά, τα πανιά από τα χρυσά ξάρτια, οι παραλλαγές  

του πιάνου στη σιωπηλή γωνιά μας χάιδευαν τα μαλλιά.

Μας σφαλούσαν τα μάτια

Και εισερχόμασταν στις υποσχέσεις της μακρινής γης,

Από τη συμβολή των ποταμιών που φιλιώνουν μέσα σε μια νύχτα ίδια με όλες τις νύχτες,

Γιατί σε κείνο το σπίτι, το φιλικό ρόπτρο  convocaba το κάστρο

Που μες στα μυστικά του κοιμάται μια παρθένα  που ξυπνά μέσα στη συντομί εκείνων των νυχτών που έφερνε και πάλι ο αναμενόμενος. Ήταν σδύντοπμες εκείνες οι νύχτες,

Γιατί κλ΄’ειναμε τα μάτια

Και τα ανοίγαμε στη μακρινή γη.

 

Περάσαμε ξανά στο σπίτι. Ήμασταν οι παντοτινοί αναμενόμενοι. Κανείς δεν είχε λείψει απ’ το ραντεβού.

 Το κλειδοκύμβαλο με τις γλώσσες του από φωτιά μας μετέτρεπε σε στιγμιαία αγάλματα

Και μετά μας αφάνιζε μέσα σε ένα απόκρυφο νερό ,κάνοντας μας να φανούμε ξανά  μέσα στο μαγικό σπίτι.

Το σπίτι φωτισμένο

μας δάνειζε ένα απλό υπόλλειμα αιωνιότητας.

Τα φλιτζάνια του καφέ

Είχαν μετατραπεί σε μαγευτικά κοσμήματα, που διέσχιζαν το σπίτι από νάνους που γελούσαν καθώς συναντιόνταν  με τους κοντινούς γνωστούς τους.

Κάθε μέρα εξετάζουμε το σπίτι

Και μαζευόμαστε ξανά σ’ αυτό.

 Τίποτα δεν ήταν φανταστικό ούτε θολό, κάθε κιθάρα ήταν αναγνωρισμένη

όπως ο ήχος στο ρόπτρο απ’ το φίλο που ερχόταν.

 

 



 

 

 

 

 

 



ESPERAR LA AUSENCIA

 

 

Estar en la noche esperando una visita, o no esperando nada

y ver cómo el sillón lentamente

va avanzando hasta alejarse de la lámpara. Sentirse más adherido a la madera mientras el movimiento del sillón

va inquietando los huesos escondidos, como si quisiéramos que no fueran vistos por aquellos que van a llegar.

Los cigarros van reemplazando los ojos de los que no van a llegar.

Colocamos el pañuelo

sobre el cenicero para que no se vea el fondo de su cristal,

los dientes de sus bordes,

los colores que imitan sus dedos sacudiendo la ausencia y la presencia en las entrañas que van a ser sopladas.

La visita o la nada cubiertas por el pañuelo, como el llegar de la lluvia para oídos lejanos,

saltan del cenicero, preparando la eternidad

de sus pisadas o se organizan inclinándose sobre un montón de hojas que chisporrotean sobre el jarrón

de  la  abuela, huyendo del cenicero.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ

 

 

Να είσαι μες στη νύχτα περιμένοντας μια επίσκεψη, η δίχως να περιμενεις τίποτα

Και να βλέπεις πως η πολυθρόνα σιγά σιγά

συνεχίζει να προχωρά ώσπου να απομακρυνθεί απ’ τη λάμπα. 

Ν νιώθεις πιο οικείος στο ξύλο καθώς η κίνηση της πολυθρόνας

θα αναστατώσει τα κρυμένα κόκκαλα, σα να μη θέλαμε να τα δουν εκείνοι που πρόκειται να έρθουν .

  Τα τσιγάρα σιγά σιγά αντικαθιστούν  τα μάτια αυτών που είναι να έρθουν.

Τοποθετούμε το μαντίλι

 πάνω στο σταχτοδοχείο για να μη φαίνεται  ο κρυστάλλινος φόντος του,

τα δόντια των πλαισίων του,

τα χρώματα που μιμούνται τα δάχτυλά του, ανατρέποντας την απουσία και την παρουσία μέσα στα σωθικά που θα αναστατωθούν.

Η επίσκεψη η το τίποτα σκεπασμένη από το μαντίλι, όπως ο ερχομός της βροχής  για μακρινά αυτιά,

πηδούν απ’ το σταχτοδοχείο, προετοιμάζοντας την αιωνιότητα

των πατημάτων του η οργανώνονται γέρνοντας πάνω σε ένα σωρό από φύλλα  που σπινθιρίζουν πάνω στο βάζο

της γιαγιάς, διαφεύγοντας από το σταχτοδοχείο.




UNA BATALLA CHINA

 

 

Separados por la colina ondulante dos ejércitos enmascarados

lanzan interminables aleluyas de combate. El jefe, en su tienda de campaña,

interpreta las ancestrales furias de su pueblo. El otro, fijándose en la línea del río,

ve su sombra en otro cuerpo, desconociéndose.

Las músicas creciendo con la sangre precipitan la marcha hacia la muerte.

Los dos ejércitos, como envueltos por las nubes, se adormecen borrando los escarceos temporales. Los dos jefes se han quedado como petrificados.

Después cuentan las sombras que huyeron del cuerpo, cuentan los cuerpos que huyeron por el río.

Uno de los ejércitos logró mantener unida su sombra con su cuerpo,

su cuerpo con la fugacidad del río.

El otro fue vencido por un inmenso desierto somnoliento. Su jefe rinde su espada con orgullo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜIA KINEZIKH MAXH

 

Χωρισμένοι από ένα κυματιστό λόφο, δυο στρατοί καμουφλαρισμένοι υψώνουν ατέλειωτες πολεμικές ιαχές.

Ο αρχηγός, μες στη σκηνή του της εκστρατείας, ερμηνεύει τα προγονικά πάθη του λαού του.

Ο άλλος , συγκεντρωμένος στην όχθη του ποταμού, βλέπει τη σκιά του μες σε ένα άλλο κορμί, να αγνοείται.

Οι μουσικές που δυναμώνουν με το αίμα  επισπεύδουν τη πορεία προς τον θάνατο.

Οι δυο στρατοί, σαν τυλιγμένοι μες στα σύννεφα, αποκοιμιούνται σβήνοντας τα χρονικά όρια.

Οι δυο επικεφαλής τους έμειναν σαν απολιθωμένοι. Μετά μετρούν τις σκιές που έφυγαν απ’ το σώμα, μετρούν τα σώματα που χάθηκαν μες στο ποτάμι.

Ο ένας από τους στρατούς κατάφερε να διατηρήσει ενωμένη τη σκιά του με το σώμα του,

το σώμα του με την παροδικότητα του ποταμού.

Ο άλλος νικήθηκε από μια ατέλειωτη έρημο νυσταλέος.

Ο επικεφαλής του αποδίδει με το σπαθί του τιμές με περηφάνια.


CONSEJOS DEL CICLÓN

 

 

Cuando el negro come melocotón tiene los ojos azules.

¿En dónde encontrar sentido? El ciclón es un ojo con alas.

 

Cuando el jubón se mancha de hielo frapé

la cara se llena de arrugas.

¿En dónde encontrar sentido?

 

Cuando la banderola se alza

en sentido contrario a las agujas de un reloj, torcemos el rostro. El ciclón es un ojo con alas.

 

Cuando el negro come melocotón toca el violín a medianoche.

El ciclón le da un ojo a su ventana.

¿En dónde encontrar sentido?

 

Cuando soñamos un conejo

la nieve humea gotas de sangre, la cabaña rueda por la ladera.

El ciclón es un ojo con alas.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΚΥΚΛΩΝΑ

 

 

Όταν ο νέγρος τρώει ένα ροδάκινο 

τα μάτια του είναι γαλάζια.

Που να βρεις το νόημα?

 Ο κυκλώνας είναι ένα μάτι με φτερά.

 

Όταν το σαπούνι λεκιάζεται

 από τα θρύψαλα του πάγου

Το πρόσωπο γεμίζει με ζάρες.

 Που να βρεις το νόημα?

 

Όταν το σημαιάκι υψώνεται

αντίθετα προς τους δείκτες

 ενός ρολογιού, γυρνάμε το πρόσωπο. 

Ο κυκλώνας έιναι ένα μάτι με φτερά.

 

Όταν ο νέγρος τρώει ένα ροδάκινο

 παίζει το βιολί τα μεσάνυχτα.

Ο κυκλώνας του δίνει ένα μάτι στο παράθυρό του.

Που να βρεις το νόημα?

 

Όταν ονειρευόμαστε ένα κουνέλι

το χιόνι καπνίζει με σταγόνες από αίμα,

 η καλύβα κατρακυλά στην πλαγιά.

Ο κυκλώνας είναι ένα μάτι με φτερά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 



¿Y MI CUERPO?

 

 

Me acerco

y no veo ninguna ventana. ni aproximación ni cerrazón, ni el ojo que se extiende,

ni la pared que lo detiene.

Me alejo

y no siento lo que me persigue.

Mi sombra

es la sombra de un saco de harina. No viene a abrazarse con mi cuerpo ni logro quitármela como una capota.

Me alejo

y no siento lo que me persigue.

Mi sombra

es la sombra de un saco de harina. No viene a abrazarse con mi cuerpo ni logro quitármela como una capota. La noche está partida por una lanza, que no viene a buscar mi costado.

Ningún perro esmalta el farol sudoroso.

La lanza sólo me indica las órdenes de la luna

haciendo detener la marea. Es la triada del colchón,

la marea y la noche.

Siento que nado dormio dentro de un tonel de vino.

Nado con las dos manos amarradas.


ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ;

 

 

  Πλησιάζω

και δε βλέπω κανένα παράθυρο. 

Ούτε προσέγγιση ούτε σκοτεινιά, ούτε το μάτι που ξανοίγεται,

ούτε ο τοίχος που το σταματά.

Απομακρύνομαι

και δε νιώθω αυτό που με καταδιώκει.

Η σκιά μου

Είναι η σκιά ένός ΄σακου με αλεύρι. Δεν έρχεται για να αγκαλιαστεί με το κορμί μου  ούτε καταφέρνω να την τινάξω σαν μια κάπα.

Απομακρύνομαι

Και δε νιώθω αυτό που με κατδιώκει.

Η σκιά μου

Είναι η σκιά ενός σάκου με αλεύρι. Δεν έρχεται για να αγκαλιαστεί με το κορμί μου  ούτε καταφέρνω να την τινάξω σαν μια κάπα.

Η νύχτα είναι χωρισμένη από ένα δόρυ, που δεν ερχεται να ψάξει το πλευρό μου.

Κανένα σκυλί δε σμαλτώνει το ιδρωμένο φανάρι.

Το δόρυ μου δείχνει μόνο  τις προσταγές της σελήνης

κάνοντας τη ναυτία να σταματά. Είναι η τριάδα με το σεντόνι,

τη ναυτία και τη νύχτα.

Νιώθω πως κολυμπώ κοιμισμένος μέσα σε ένα τούνελ από κρασί.

Κολυμπώ με τα δυο μου χέρια δεμένα.

 

 

 

 

FABULILLA DE DÁNAE

 

 

El omnipotente dios de la semilla escondido entre la tierra

puede ascender la lluvia

y penetrar por las puertas más cerradas.

El oráculo anuncia, pero no pudo servir de escudo, habla

desde las cuatro ventanas de la torre.

Los perros guardianes lamen las puertas de bronce, arrancan las tachuelas que como ojos avisan el amante y su sorpresa.

Júpiter llega con la lluvia

y dilata el vientre de Dánae.

Su presencia está en la lluvia

que barre las baldosas del palacio y muestra la avidez de la semilla.

Todos los ojos de Argos fueron burlados. Por eso en un lluvioso paseo matinal, podemos ver en una plaza de Florencia el gracioso Perseo,

hijo de Júpiter oculto en una gota.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΙΚΡΟΣ ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΑΝΑΗ

 

 

Ο παντοδύναμος θεός του σπόρου κρυμένος μέσα στο χώμα

μπορεί να υψωθεί με τη βροχή

και να διαπεράσει τις πιο κλειστές πόρτες.

Το μαντείο αναγγέλλει, αλλά δεν μπόρεσε να χρησιμεύσει για ασπίδα, μιλά

κι από τα τέσσερα παράθυρα του κάστρου.

Τα σκυλιά που το φυλούν γλείφουν τις μπρούτζινες πόρτες, ξεριζώνουν  τα καρφιά που σαν μάτια ειδοποιούν τον εραστή και την έκπληξή του.

ΠΟ δίας έρχεται με τη βροχή

Και φουσκωνει την κοιλι΄της Δανάης.

Η παρουσία του είναι μες στη βροχή

Που θα σβήσει τα πλακάκια του ποαλατιού  και θα δείξει την αποληστία του σπόρου.

Όλα τα μάτια του Άργου περιγελάστηκαν. Γι αυτό σε ένα βροχερό πρωινό περίπατο, μπορούμε να δούμε σε μια πλατεία της Φλωρεντίας τον χαριτωμένο Περσέα,

το γιό του Δία κρυμμένο μέσα σε μια σταγόνα.



LA ESCALERA Y LA HORMIGA

 

 

En la medianoche

la hormiga desciende por la escalera del hotel. Intenta seguir la prolongación de una linea recta. Se detiene a veces ¿qué laberintos resolverá?

Pero cada escalón la detiene de una manera que sorprende.

Recorre el peldaño como buscando el bulto que su espalda necesita, después se precipita como cantando.

Está desprovista de todo compromiso, pero de pronto encuentra un pedazo de ala

y corre para llegar a la casilla que desconocemos.

Se regodea en cada escalón

y después desciende oronda al otro

y corre corno si estuviera en una playa.

Tiene la alegría

de ser la dominadora de la escalera. Sabe que su finalidad será lograda.

El zapato que puede mancillar pasa muy cerca, pero le deja un pedazo de hoja de tabaco, un pétalo aburrido,

la sal que le calienta los ojos dominantes.

Señorea la escalera

y ha paseado cada peldaño

con la elegancia de una dama inglesa que lleva la basura hasta la esquina, a un latón verde

con la corona inglesa

raspada por los dos leopardos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΣΚΑΛΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΡΜΗΓΚΙ

 

 

Τα μεσάνυχτα

το μυρμήγκι κατεβαίνει απ’ τη σκάλα του ξενοδοχείου. Προσπαθεί να ακολουθήσει την προέκταση μιας ευθείας γραμής. Κάποτε σταματά τι λααβύρινθους θα επιλύσει?

Αλλά κάθε σκαλί το σταματά μ ένα τρόπο που εκπλήτει.

Διασχίζει το σκαλί σαν να ψάχνει το απάγγιο που η ράχη του χρειάζεται, μετά αράζει σαν να τραγουδά.

Είναι απαλλαγμένο από κάθε υποχρέωση, αλλά ξαφνικά βρίσκει ένα υπόλλειμα φτερού

Και τρέχει για να φτάσει στο σπιτάκι της που αγνοούμε.

Se regodea σε κάθε σκαλί

Και μετά κατεβαίνει καμαρωτή στο άλλο

και τρέχει γρήγορα  σα να βρισκόταν σε μια ακτή.

Νιώθει τη χαρά

με το να είναι κυρίαρχο της σκάλας. Ξέρει ότι ο σκοπός του θα επιυευχθεί.

Το παπούτσι που νμπορεί να το πολτοποιήσει  περν΄πολύ κοντά του, αλλά του αφήνει ένα κομμάτι από φύλλο καπνού, ένα βαρετό πέταλο,

το αλάτι που του ζεσταίνει τα άγρυπνα μάτια του.

Εποπτεύει τη σκάλα

Και διάβηκε κάθε σκαλί

Με την κομψότητα μιας εγγλέζας κυρίας που πάει τα σκουπίδια ως τη γωνιά, σε ένα ορειχάλκινο κουβά

με την εγγλέζικη κορώνα

γδαρμένη από δυο λιόπαρδους.


 

 

 

 

 

 

LO INAUDIBLE

 

 

Es inaudible,

no podremos saber si las hojas

se acumulan y suenan al encaramarse la mirona lagartija sobre la hoja.

Nos roza la frente

y creemos que es un pañuelo que nos está tapando los ojos.

El oro caminaba después hacia la hoja

y la hoja iba hacia la casa

vacía del otoño, donde lo inaudible se abrazaba con lo invisible

en un silencioso gesto de júbilo.

Lo inaudible

gustaba del vuelo de las hojas, reposaba entre el árbol inmóvil y el río de móvil memoria.

Mientras lo inaudible lograba su reino, la casa oscilaba,

pero su interior permanecía intocable.

De pronto, una chispa se unió a lo inaudible

y comenzó a arder escondido

debajo del sonido facetado del espejo.

La casa recuperó su movilidad y comenzó de nuevo a navegar.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΑΝΕΞΗΓΗΤΟ

 

 

Είναι ανεξήγητο,

Δε θα μπορέσουμε να μάθουμε αν τα φύλλα

συσσωρεύονται και ηχούν καθώς αναρριχάται eη αδιάκριτη σαύρα πάνω στο φύλλο.

Μας γδέρνει το μέτωπο

και πιστεύουμε πως είναι ένα πανί που μας σφαλίζει τα μάτια.

Το χρυσάφι όδευε μετά προς το φύλλο

Και το φύλλο πήγαινε προς το σπίτι

το άδειο απ’ το φθινόπωρο, όπου το ανεξήγητο αγκαλιάζονταν με το αόρατο

με μια υποτακτική χειρονομία.

Το ανεξήγητο

αρέσκονταν στην πτήση των φύλλων, αναπαύονταν ανάμεσα στο ακίνητο δέντρο και το ποτάμι της κινητής μνήμης.

Ενώ το ανεξήγητο πετύχαινε το βασίλειο του , το σπίτι ταρακουνιόνταν,

αλλά το εσωτερικό του παρέμενε άθικτο.

Ξαφνικά, μια σπίθα ενώθηκε με το ανεξήγητο

Και άρχισε να καίγεται κρυμμένο

Κάτω από τον διακεκομμένο ήχο του καθρέφτη.

Το σπίτι ανάκτησε την κινητικότητα του και άρχισε να πλέει ξανά.

 

 

 

 

 

 

MARÍA ZAMBRANO

 

 

María se nos ha hecho tan transparente que la vemos al mismo tiempo

en Suiza, en Roma o en La Habana.

Acompañada de Araceli

no le teme al fuego ni al hielo.

Tiene los gatos frígidos y los gatos térmicos,

aquellos fantasmas elásticos de Baudelaire la miran tan despaciosamente

que María temerosa comienza a escribir.

La he oído conversar desde Platón hasta Husserl en días alternos y opuestos por el vértice,

y terminar cantando un corrido mexicano. Las olitas jónicas del Mediterráneo,

los gatos que utilizan la palabra como,

que según los egipcios unía todas las cosas como una metáfora inmutable,

le hablaban al oído

mientras Araceli trazaba un círculo mágico con doce gatos zodiacales,

y cada uno esperaba su momento

para salmodiar El libro de los muertos.

María es ya para mí como una sibila

a la cual tenuamente nos acercamos, creyendo oír el centro de la tierra

y el cielo de empíreo,

que está más allá del cielo visible. Vivirla, sentirla llegar como una nube, es como tomar una copa de vino

y hundirnos en su légamo. Ella todavía puede despedirse abrazada con Araceli,

pero siempre retorna como una luz temblorosa.

 

 

 

 

  ΜΑΡΙΑ ΖΑΜΠΡΑΝΟ

 

 

Η Μαρία Ζαμπράνο μας έγινε τόσο διαυγής που τη βλέπουμε ταυτόχρονα

στην Ελβετία, στη Ρώμη η στην Αβάνα.

Συνοδευόμαι από τον Αρασέλι

Δε τη φοβίζει ούτε η φωτιά ούτε η παγωνιά.

Έχει τις γάτες παγωμένες και τις αρχέτυπες γάτες,

εκείνα τα ελαστικά φαντάσματα του Μπωντλέρ την κοιτάζουν τόσο επίμονα

που η Μαρία φοβισμένη αρχίζει να γράφει.

Την άκουσα να συζητά εκκινώντας απ’ τον Πλάτωνα και φτάνοντας ως τον Χούσερλ

 Σε μέρες διαφορετικές και δύσκολες λόγω του ίλιγγου,

Και να τελειώνει τραγουδώντας ένα μεξικάνικο χορευτικό. 

Τα μικρά κύματα της Μεσογείου,

Οι γάτες που χρησιμοποιούν τη λέξη πως,

που κατά τους Αιγύπτιους ένωνε όλα τα πράγματα σαν μια αναλοίωτη μεταφορά,

της μιλούσαν στο αυτί

ενώ ο Αρασέλι χάραζε ένα μαγικό κύκλο με δώδεκα ζωδιακούς γάτους,

και ο καθένας περίμενε τη στιγμή του

για να ψάλει Το βιβλίο τωβν νεκρών.

Η Μαρία είναι πια για μένα σαν μια Σίβυλα σαν μια Σίβυλα την οποία τυρέμοντας την πλησιάζουμε, επειδή πιστεύουμε πως θα ακούσουμε το κέντρο της γης και τον κύκλο του εμπίρεου

και τον ουρανό του εμπίρεου,

που βρίσκεται πέρα από τον ορατό ουρανό. Ζωντας τη, νιώθοντας τη να φτάνει σαν ένα σύννεφο, είναι σαν να πίνουμε ένα ποτήρι κρασί

και να βυιζόμαστε στην  λάσπη της. Εκείνη ακόμα μπορεί να αφεθεί   αγκαλιασμένη με τον Αρασέλι,

αλλά πάντα επιστρέφει σαν ένα τρεμάμενο φως.


SERPIENTE Y PAÑUELO

 

 

La serpiente buscó un pañuelo

para ofrecer un cuadrado tan tenso como sus anillos.

Los anillos se extendían como el metal y el pañuelo cubría la mesa de noche.

Era una serpiente o un cono?

¿Era un pañuelo o una superficie simplemente lisa,

pintada de blanco?

Empecé a golpear el pañuelo con la serpiente.

Y se iban desprendiendo ojos, escamas, anillos que temblaban como carne de tortuga.

Empecé a comprender

el parentesco entre la serpiente

y el pañuelo con las puntas dobladas.

Guardaba un secreto

contra el cual silbaba y mordía la serpiente. Se adormeció en el pañuelo.

El pañuelo guardaba la serpiente, pero todo respiraba

por debajo de la tierra.

Era ya el límite que no ondula, y el pañuelo y la serpiente comenzaban a zarandearse.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΦΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΝΤΙΛΙ

 

 

Το φίδι έψαξε ένα μαντήλι

για να προσφέρει ένα τετράγωνο

τόσο τεταμένο όπως τα δαχτυλίδια του.

Τα δαχτυλίδια πάλλονταν όπως το μέταλλο και το ματήλι σκέπαζε το νυχτερινό τραπέζι.

Ήταν ένα φίδι η ένας κώνος?

  Ήταν ένα μαντήλι η μια επιφάνεια  απλά επίπεδη,βαμένη με λευκό χρώμα?

Άρχισα να χτυπώ το μαντήλι με το φίδι.

Και άρχισαν να αποκολλούνται μάτια, λέπια, δαχτυλίδια που έτρεμαν σαν τη σάρκα της χελώνας.

Άρχισα να καταλαβαίνω

τη συγγένεια ανάμεσα στο φίδι

  και το ματήλι με τις διπλωμένες άκρες.

Προστάτευε το μυστικό

ενάντια στο οποίο σφύριζε και δάγκωνε το φίδι. 

Αποκοιμήθηκε μες στο μαντήλι.

Το μαντήλι προστάτευε το φίδι, αλλά όλα ανάπνεαν

κάτω απ’ το χώμα.

Ήταν πια το όριο που δεν κυματίζει, και το μαντίλ και το φίδι άρχιζαν να ταράσονται.


SOBRE UN GRABADO DE ALQUIMIA CHINA

 

 

Debajo de la mesa

se ven como tres puertas de pequeños hornos,

donde se ven piedras y varas ardiendo, por donde asoma el enano

que masca semillas para el sueño.

Encima de la mesa

se ven tres cojines grises y azules,

en dos de ellos hay como figuras geométricas hechas con huevos irrompibles.

Al lado un jarrón sin ornamento. Pedazos de leña por el suelo.

Un hombre curvado con una balanza pesa una cesta de almendras.

La varilla de ébano

alcanza de inmediato el fiel.

El hombre que vende

teme a los tres pequeños hornos que se esconden debajo de la mesa.

Por allí deben salir las figuras esperadas

que vendrán cuando el pesador logre el centro de la canasta.

A su derecha el hombre que contempla absorto al pesador,

juega con unos pájaros.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΧΑΡΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΑΛΧΗΜΕΙΑΣ

 

Κάτω απ’ το τραπέζι

φαίνονται να υπάρχουν τρεις πόρτες μικρών φούρνων,

όπου ξεχωρίζουν πέτρες και βέργες που καίνε, απ’ όπου ξεμυτίζει ο νάνος

που μασουλά σπόρους για τον ύπνο.

Πάνω απ’ το τραπέζι

φαίνονται τρία γκριζωπά και γαλάζια μαξιλάρια,

σε δυο από τα οποία υπάρχουν κάτι σαν γεωμετρικές μορφές καμωμένες με άθραυστα αυγά.

Δίπλα ένα ανθοδοχείο χωρίς διακόσμηση. Κομμάτια από ξύλο στο πάτωμα.

Ένας άνθρωπος λυγισμένος με μια ζυγαριά ζυγίζει ένα κάνιστρο με αμύγδαλα.

Η ράβδος από έβανο πετυχαίνει αμέσως το ζύγισμα.

Ο άνθρωπος που πουλά

τρέμει τους τρεις μικρούς φούρνους

που είναι κρυμμένοι κάτω απ’ το τραπέζι.

Από κει πρόκειται να βγουν οι αναμενόμενες φιγούρες

που θα εμφανιστούν όταν ο ψαράς πετύχει το κέντρο του κοφινιού.

Στα δεξιά του ο άνθρωπος που παρατηρεί απορροφημένος τον ψαρά,

παίζει με κάποια πουλιά.

 

 

 

 

 

 

 

LA CAJA

 

 

Vive en una pequeña caja de acero

con una mirilla que él sólo sabe utilizar. Aunque nunca recibe a nadie,

pasea todos los días con el mismo chaleco.

Por las noches hace su recorrido y pierde su identidad.

Se diluye en la noche

y la noche lo despedaza silenciosamente.

De pronto, tropieza con un dolmen lleno de clavos de olor,

se hiere los pies con una botella rota rellena de un eléctrico papel de oro,

le da la mano a una persona desconocida que le hace un regalo impenetrable, duro como una madera que ha estado muchos siglos bajo el agua.

Tropieza con una multitud que escandaliza su nombre, aunque él apenas lo oye.

Su camino parece estar trazado

por una oruga que sube por una escalera.

Penetra en un café sucio

y una muchacha se le acerca con zalemas y después empieza a pellizcarlo

y a clavarle alfileres

que él se sacude como si fuese polvo solar.

Masca un caramelo y comienza a volar.

Lee un rato en una azotea llena de camas vacías.

Su chaleco escocés brilla como las estrellas

y se va deshilachando mientras le cae la ceniza por la cara.

Vive en una pequeña caja de acero y por la noche se asoma a la mirilla, pero sólo ve su chaleco reproducido por el ojo paleolítico del elefante.



ΤΟ ΚΙΒΩΤΙΟ

Ζει μέσα σε ένα κουτί από ατσάλι

με μια κλειδαρότρυπα  που μόνο αυτός ξέρει να χρησιμοποιεί.Παρόλο που ποτέ δεν δέχεται κανένα

βηματίζει όλες τις μέρες με το ίδιο γιλέκο.

Τις νύχτες κάνει την περιοδία του  και χάνει την ταυτότητά του.

Διαλύεται μες στη νύχτα

και η νύχτα τον  πετσοκόβει σιωπηλά.

Αίφνης, σκοντάφτει σε ένα μπλοκ  γεμάτο με αρωματισμένα καρφιά,

Πληγώνει τα πόδια του με μια σπασμένη μποτίλια γεμάτη με ένα ηλεκτρισμένο χρυσαφί χαρτί

δίνει το χέρι του σε ένα άγνωστο πρόσωπο που του κάνει ένα δώρο αδιαπέραστο,σκληρό σαν ένα ξύλο που βρίσκονταν πολλούς αιώνες κάτω απ’ το νερό.

Πέφτει πάνω  σε ένα πλήθος που σκανδαλίζει το όνομα του, αν και αυτός μόλις που το ακούει.

Ο δρόμος του μοιάζει να έχει χαραχθεί

από μια κάμπια που ανεβαίνει από μια σκάλα.

Καταφεύγει σε ένα βρώμικο καφέ

και μια κοπέλα τον πλησιάζει  με κολακίες   και μετά αρχίζει να τον τσιμπά

και να του καρφώνει καρφίτσες

που αυτός τις διώχνει σαν να ήταν ηλιακή σκόνη.

Μασουλά μια καραμέλα και αρχίζει να πετά.

Διαβάζει λίγο  σε μια ταράτσα  γεμάτη με άδεια κρεβάτια.

Το σκωτζέζικο γιλέκο του λάμπει σαν τ’ αστέρια

Και φαίνεται ξεφτισμένο καθώς του πέφτει η στάχτη απ’ το πρόσωπο.

Ζει μέσα σε ένα μικρό κουτί από ατσάλι και τη νύχτα σκύβει μπρος στο μάτι της πόρτας, αλλά βλέπει μόνο το γιλέκο του αναπαραγμένο  από το παλαιολιθικό μάτι ένός ελέφαντα.



 

 BRILLARÁ

 

 

Brillará el disco

y no se sabrá su color final,

lentamente los colores se van cansando y dejarán escapar como una manecilla que pide ayuda.

 

La yerba se enredará sobre  misma, no recorrerá el río más cercano,

se reirá al penetrar por una boca descomunal y penetrará en el horno alegrándolo todo con sorpresa

verde, perico escandaloso que descubre la mañana.

 

Las hojas comienzan su revolina, pero el aire está inmóvil,

sin salir de sus grutas.

Una página agrandando el ojo

de su recuerdo, con un gran papel nos cubrimos y recordamos

sus orejeras de papel en el polvo.

 

El zapato que crece hasta la silla,

la silla luchando con el temblor de tierra y que nos impulsa

de un planeta a un planetoide, de una mosca a una corbata, del tiempo al caos que lo borra. El zapato ya está sobre la silla y nos ponemos a temblar.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΘΑ ΛΑΜΨΕΙ

 

 

Θα λάμψει ο δίσκος

και δε θα ξέρουμε το τελικό του χρώμα,

σιγά σιγά τα χρώματα θα σβήσουν

 και θα αφήσουν να ξεπροβάλλει ένα χεράκι που θα ζητά βοήθεια.

 

Η χλόη θα τυλιχτεί στο εαυτό της,

 δε θα διατρέξει το πιο κοντινό ποτάμι, θα γελάσει διεισδύοντας σε ένα στόμα σφαλιστό και θα διαπεράσει το φούρνο   χαροποιώντας τα πάντα με μια πράσινη έκπληξη, σκανδαλώδες παπαγαλάκι που ανακαλύπτει το πρωινό.

 

Τα φύλλα αρχίζουν το στροβίλισμα τους, αλλά ο άνεμος είναι ακίνητος,

Δίχως να βγαίνει από τις  grutas.

  Μια σελίδα ευχαριστώντας το μάτι

  της ανάμνησης του,

  με ένα μεγάλο χαρτί θα σκεπαστούμε

  και θα θυμηθούμε

τα σκουφιά του χαρτιού μες στη σκόνη.

 

Το παπούτσι που προχωρά ως την καρέκλα,

Η καρέκλα παλεύοντας με το τρέμουλο της γης  που μας ωθεί

Από ένα πλανήτη σε ένα δορυφόρο, από ένα κουνούπι σε μια γραβάτα, απ’ το χρόνο στο χάος που τον σβήνει. Το παπούτσι είναι πια πάνω στην καρέκλα  και αρχίζουμε να τρέμουμε.

 

 

 

 

 

LA MUJER Y LA CASA

 

 

Hervías la leche

y seguías las aromosas costumbres del café.

Recorrías la casa

con una medida sin desperdicios. Cada minucia un sacramento,

como una ofrenda al peso de la noche.

Todas tus horas están justificadas al pasar del comedor a la sala, donde están los retratos

que gustan de tus comentarios.

Fijas la ley de todos los días

y el ave dominical se entreabre con los colores del fuego

y las espumas del puchero. Cuando se rompe un vaso, es tu risa la que tintinea.

El centro de la casa

vuela como el punto en la línea.

En tus pesadillas

llueve interminablemente sobre la colección de matas

enanas y el flamboyán subterráneo. Si te atolondraras,

el firmamento roto en lanzas de mármol,

se echaría sobre nosotros.


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

 

 

Ζέσταινες το γάλα

Κι ακολουθούσες τις αρωματικές συνήθειες  του καφέ.

Διέσχιζες το σπίτι

με προσοχή και δίχως ν’ αφήνεις υπολλέιματα . Κάθε λεπτομέρια ένα μυστήριο,

σαν μια προσφρορά στο βάρος της νύχτας.

Όλες οι ώρες ήταν δικαιολογημένες

 στο πέρασμα απ’ την τραπεζαρία στη σάλα, οπου βρίσκονται τα πορτρέτα

που τους αρέσουν τα σχόλια σου.

Καθορίζεις το νόμο όλων των ημερών

Και το κυριακάτικο πουλί φτεροκοπά με τα χρώματα της φωτιάς και τους ατμούς της χύτρας. Όταν σπάει ένα ποτήρι είναι, το γέλιο σου που ντιντινίζει.

Το κέντρο του σπιτιού

πετά όπως η άκρη της γραμμής.

Μές στιος σκοτούρες σου

βρέχει ακατάπαυστα πάνω απ’ τις συστάδες των μικροσκοπικών θάμνων

και το υπόγειο φλαμπογιάν . Αν ξαφνιαζόσουν,

το σύμπαν διαλυμμένο σε θραύσματα από μάρμαρο,

θα έπεφτε πάνω μας.


 


OTROS POEMAS


 


POEMA

 

 

Mi dolor no es el arco de la luna

que mi espalda refleja ni la estrella desnuda que levanta una fría estrella contemplativa.

 

Mi dolor, mi alegría, que yerra por espejos errabundos, la sustancia alcanzada de la roca erigida,

no son mi centro oscuro que detengo y te ofrezco.

 

Pero te veo de pronto salvadora enemiga, a mí llega la nube y el ruido de la abeja,

y clara enemiga te sorbo y me creas.

 

La creación se extiende en definida alegría, el zumo de los labios ya no desea y crece el rumor alcanzado en soberanía exquisita

del arco y de la flecha, de la flecha y del son.

 

Crecedoras las furias deshacen sus fragmentos.

Elásticas columnas recrean el juego de la sombra

y de nuestro centro oscuro fuga la creación serena.

 

Del cuerpo ante el cristal y de la sombra huidiza que en nuestra fuente ha destruido el nido.

Ahora la sombra atrae en su torre cercada.

 

La sombra y el cuerpo enemistados vagan. El primer cuerpo creador, creador alternado,

clara enemiga, desprende una luz embriagada, robusto mensaje de la ola viajera.

La sombra interrumpe la canción corporal

y en la garganta no salta el tritón deslumbrado.

 

La diversidad sus bultos pintarrajea. Dice única la voz una:

sólo hay un rostro, una garganta, una luz renaciente.

 

De la nevada testa el viento remoza los cabellos y cierzo de la muerte revierten los diamantes de la postrer mirada que se lleva el gran río.


El coro de los guerreros afina sus pisadas

y la muerte no grita en el tambor de las cabalgatas.

 

Definido está el aire: el secreto del ave ya no está mantenido y la redención del pez comprende la secreta soledad

del hombre que ayer preguntaba errabundo.

Ahora el misterio en las astas del ciervo

con plenilunio suelta sus monstruosas escamas.

 

El hombre no aposenta el arco de la luna. Su helada blancura desdeñada sin fin.

La noche marinera ni rapta el tiempo ni la muerte nos trae.

Severo el fuego construyendo adormece al hombre y al ángel de la llave entregada.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΟΙΗΜΑ

 

Ο πόνος μου δεν είναι το τόξο της σελήνης

που η πλάτη μου κατοπτρίζει ούτε το γυμνό αστέρι που υψώνει ένα αστέρι στοχαστικό.

 

Ο πόνος μου, η χαρά μου, που ξεφεύγει από περιπλανώμενους καθρέφτες, η φτασμένη ουσία της εγερμένης πέτρας,

δεν είναι το σκοτεινό μου κέντρο που το σταματώ και στο προσφέρω.

 

Αλλά σε βλέπω ξαφνικά σωτήρια εχθρευόμενη μου, σε μένα έρχεται το σύννεφο και το ζουζουνητό της μέλισσας,

και φωτεινή εχθρά μου σε καταπίνω και με δημιουργείς.

 

Η δημιουργία επεκτείνεται με μια ορισμένη χαρά, ο χυμός των χειλιών πια δεν ποθεί και αυξάνει ο ψίθυρος φθάνοντας σε μια γλυκιά υπεροψία

του τόξου και του βέλους, του βέλους και του ήχου.

 

Θεριεμένες οι φούριες ξεκάνουν τα υπολλείματα τους.

Ελαστικές στήλες δημιουργούν το παιχνίδι της σκιάς

και από το δικό μας σκοτεινό κέντρο δραπετεύει η ήρεμη δημιουργία.

 

Από το κορμί μπροσστά στο κρύσταλλο και από την περαστική σκιά  που στη δική μας πηγή κατέστρεψε τη φωλιά.

Τώρα η σκιά έλκει στον κοντινό της πύργο.

 

Η σκιά και το κορμί εχθρικά πλανιώνται.

Το πρώτο κορμί δημιουργός, δημιουργός αλλαγμένος,

Φωτεινό κι εχθρικό, ανδύεται ένα φως μεθυσμένο, τροφαντό μήνυμα του ταξιδιάρικου κύματος.

Η σκιά αντρέπει το σαρκικό τραγούδι

και μέσα στο λαιμό δεν ξεπηδά ο Λαμπερός Τρίτωνας .

 

Η διαφορετικότητα τα αποστήματά της πασαλείβει. Λέει μοναδική μια φωνή:

υπάρχει μόνο ένα πρόσωπο, ένα λαρύγγι, ένα φως που αναγεννιέται.

 

Από τη χιονισμένη κορφή ο άνεμος  φρεσκάρει τις χαίτες  κι η τραμουντάνα του θανάτου διασπείρουν τα διαμάντια της έσχατης ματιάς  που φέρνει το μεγάλο ποτάμι.

Ο χορός των πολεμιστών λεπταίνει τα πατήματά τους

και ο θάνατος δεν κραυγάζει στο ταμπούρλο των  καλπασμών.

 

Ορισμένος είναι ο άερας: το μυστικό του πουλιού δεν φυλάσεται πια  και η λύτρωση του ψαριού καταλαβαίνει τη κρυμμένη μοναξιά του ανθρώπου

που χθες ρωτούσε  περιπλανώμενος.

Τώρα το μυστήριο  στα κέρατα του ελαφιού

Με την πανσέληνο λύνει τις θηριώδεις φολίδες του.

 

Ο άνθρωπος δε στεγάζει το τόξο της σελήνης. Η παγωμένη λευκότητα του αρνημένη ατέλειωτα.

Η θαλασσινή νύχτα ούτε αρπάζει το χρόνο  ούτε το θάνατο μας φέρνει.

Αλύπητη η φωτιά οικοδομώντας αποκοιμίζει  τον άνθρωπο και τον άγγελο του παραδομένου κλειδιού.




RETRATO DE JOSÉ CEMÍ

 

 

No libró ningún combate, pues jadear

fue la costumbre establecida entre su hálito y la brisa o la tempestad.

Su nombre es también Thelema Semi, su voluntad puede buscar un cuerpo en la sombra, la sombra de un árbol

y el árbol que está a la entrada del Infierno. Fue fiel a Orfeo y a Proserpina.

Reverenció a sus amigos, a la melodía, ya la que se oculta, o la que hace temblar en el estío a las hojas.

El arte lo acompañó todos los días,

la naturaleza le regaló su calma y su fiebre. Calmosos como la noche,

la fiebre le hizo agotar la sed en ríos sumergidos,

pues él buscaba un río y no un camino. Tiempo le fue dado para alcanzar la dicha, pudo oírle a Pascal:

los ríos son caminos que andan. Así todo lo que creyó en la fiebre,

lo comprendió después calmosamente. Es en lo que cree, está donde conoce,

entre una columna de aire y la piedra del sacrificio.


 

ΠΟΡΡΤΕΤΟ ΤΟΥ ΧΟΣΕ ΘΕΜΙ

 

 

Δεν απέφυγε καμιά μάχη, αφού το λαχάνιασμα

Ήταν η καθιερωμένη συνηθεια του  ανάμεσα στην πνοή του και τη θαλάσσια άυαρα η την τρικυμία.

Το όνομα του είναι επίσης  Θελέμα Σέμι, η θέληση του μπορεί να ανζητήσει ένα κορμί στη σκιά, τη σκιά ενός δέντρου

και το δέντρο που βρίσκεται στην είσοδο της κόλασης. Ήταν πιστός του Ορφέα και της Περσεφόνης.

Υποκλίθηκε στους φίλους του, στη μελωδία, ήδη σ’ αυτή που κρύβεται, η εκείνη που κάνει νας θροίζουν μές στο καλοκάιρι τα φύλλα.

Η τέχνη τον συν΄λοδευε όλες τις μέρες,

Η φύση του χάρισε τη γαλήνη της και τον πυρετό της. Πραυντικοί όπως η νύχτα,

Ο πυρετός τον έκενε να σβύσει νι τη δίψα του σε βυισμένα ποτάμια,

Γιατί αυτός έψαχνε ένα ποτάμι κι όχι ένα δρόμο. Ο χρόνος του δόθηκε για να κατακτήσει την ευτυχία, και μπόρεσε να ακούσει τον Πασκάλ:

Τα ποτάμια είναι δρόμοι που πορεύονται. Έτσι όλα όσα δημιούργησε μέσα στον πυρετό,

Τα κατάλαβε μετά μέσα στην ησυχία. Είναι σ’ αυτά που πιστεύει, βρίσκεται όπου γνωρίζει,

Ανάμεσα σε μια στήλη από αέρα και την πέτρα της θυσίας.

 

 

 

 

 


ÍNDICE  DE POEMAS TRADUCIDOS

 

 

-Catedral/ 

-Nacimiento de La Habana/ 

-Se esconde/ 

-Playa de Marianao/ 

-Figuras del sueño/ 

-Cuerpo, caballos/

-San Juan de Patmos ante la Puerta latina/ 

-Poema/ 

-Rapsodia para el mulo/

-Retrato de Don Francisco de Quevedo/ 

-Haikai en gerundio/ 

-Mi hermana Eloísa/ 

-Dejos de Licario/ 

-Minerva define el mar/

-Décimas de la querencia/

-Sorpendido ()

-No pregunta ()

-La madre/ 

-Eloísa Lezama Lima/ 

-Oigo hablar/

-Palabras más lejanas/ 

-Aquí llegamos/

-Discordias/ 

-Mi esposa María Luisa/ 

-Antonio y Cleopatra/ 

-Je dit: une fleur/ 

-Doble noche/ 

-Los fragmentos de la noche/ 

-Las barbas de un rey/

-Lo que no te nombra/

-El esperado/ 

-Esperar la ausencia/

-Una batalla china/

-Consejos del ciclón/

-¿Y mi cuerpo?/

-Fabulilla de Dánae/

-La escalera y la hormiga/

-Lo inaudible/

-María Zambrano/

-Serpiente y pañuelo/

-Sobre un grabado de alquimia china/

-La caja/

-Brillará/

-La mujer y la casa/

-Poema/

-Retrato de José Cemí/

 

 

 

 

BIBLIOGRAFÍA

Poesía

Muerte de Narciso, Úcar, García y Cía.,La Habana, 1937.

Enemigo rumor, Úcar, García y Cía., La Habana,1941.

Aventuras sigilosas: poemas, Ediciones Orígenes,La Habana, 1945.

La fijeza, Ediciones Orígenes,La Habana, 1949.

Dador, [Impresores Úcar, García, S.A.],La Habana,1960.

Poesía completa, Instituto del Libro,La Habana, 1970.

Fragmentos a su imán, Editorial Arte y Literatura, La Habana, 1977.

Obras completas / 2 t, introd. Cintio Vitier,Aguiar,Biblioteca de Autores Modernos,México ,1975- 1977. (en t.1)



Narrativa

Paradiso, Ediciones Unión,La Habana, [c 1966].

Oppiano Licario, Editorial Arte y Literatura,La Habana, [1977].

Obras completas 2 t /introd. Cintio Vitier, Aguiar,Biblioteca de Autores Modernos,México [1975- 1977]

Juego de las decapitaciones, Montesinos,Barcelona, 1982.

Cuentos, Editorial Letras Cubanas,La Habana, 1987.



Ensayo

Coloquio con Juan Ramón Jiménez,Dirección de Cultura, La Habana,1938.

Arístides Fernández, Dirección de Cultura,La Habana, 1950.

Analecta del reloj: ensayos, Orígenes,La Habana 1953.

La expresión americana,Ministerio de Educación, Instituto Nacional de Cultura,La Habana,1957.

Tratados en La Habana, Departamento de Publicaciones Culturales,Universidad Central de las Villas, 1958.

Antología de la poesía cubana. ,3 t. Consejo Nacional de Cultura,Biblioteca Básica de Autores Cubanos,La Habana,1965.

La cantidad hechizada. , UNEAC, La Habana,1970.

Nuevo encuentro con Víctor Manuel, Biblioteca Nacional José Martí,La Habana, 1970.

Las eras imaginarias,Editorial Fundamentos,Madrid,1971.

Introducción a los vasos órficos, Barral, Barcelona,1971.

Obras completas / 2 t, introd. Cintio Vitier, Aguiar, México1975- 1977.
Imagen y posibilidad ,sel., pról. y notas, Ciro Bianchi Ross.Editorial Letras Cubanas,Colección Crítica, La Habana,1981.


PREMIOS

Premio Maldoror de poesía, 1972



ENLACES

http://www.cubaliteraria.cu/autor/lezama_lima/

http://www.poesia-inter.net/indexjll.htm

http://www.bibliele.com/CILHT/sierpe.html

http://www.epdlp.com/escritor.php?id=1942

http://www.los-poetas.com/c/lima1.htm

http://www.cnpc.cult.cu/cnpc/museos/lez1/index.htm

http://amediavoz.com/lezamalima.htm

http://amediavoz.com/lezamalima.htm© Escritores.org. Contenido protegido. Más información: https://www.escritores.org/recursos-para-escritores/19593-copias


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

POESIA SALVADORIANA CONTEMPORANEA,Juana M.Ramos

POLIMNIA Num 12, Julio de 2025- ΠΟΛΥΜΝΙΑ Νο 12, Ιούλιος 2025

ΠΟΛΥΜΝΙΑ, Νο 13. ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025/ POLIMNIA, Num 13. AGOSTO DE 2025