POESIA CUBANA -ΠOΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ,José Martí
Sed de Belleza
[Δίψα για ομορφιά]
Antología de Poemas de José Martí
[Ανθολογία Ποιημάτων του Χοσέ Μαρτί]
Traducción: Stelios Karayanis
Μετάφραση :Στέλιος Καραγιάννης
Atenas[Αθήνα], 2025
PALABRAS PRELIMINARES
José Martí fue como Garcilaso de la Vega,hombre de armas y letras.Heroe,guerrigero,maestro,filósofo ,escritor y periodista se considera hoy como el precursor del modernismo latinoamericano y uno de los mejores prosistas de habla castellana de su época.Es increible la variedad de la temática de sus poemas y la fuerza de su modernismo.En nuestros días que surge una vez más el fascismo en Occidente nos interesa su pensamiento antiimperialista que puede apreciarse en una carta a su amigo Manuel Mercado,donde señala:
“…Ya estoy todos los días en peligro de dar mi vida por mi pais y por mi deber-puesto que lo entendo y tengo ánimos con que realizarlo-de impedir a tiempo con la indpedencia de Cuba que se extiendan por las Antillas los Estados Unidos y caigan,con ea fuerza más sobrenuestras tierras de America.Cuanto hize hasta hoy,y haré es para eso.En silencio ha tenido que ser y como indirectamente,porque hay cosas que para lograrlas han de andar ocultas,y de proclamarse en lo que son ,levantarían dificultades demasiado recias para alcanzar sobre ellas en fin”
Su mensaje político a los pueblos latinoamericanos de su época,los principios que proclamó en son los siguientes:
Quien dice unión económica,dice unión política.El pueblo que compra,manda.El pueblo que vende,sirve.Hay que equilibrar el comercio para asegurar la libertad.El pueblo que quiera ser libre,se libre por negocios.Con estos principios se une con el iluminismo de su época.Bendido por las musas griegas como Rubén Darío,el otro padre del modernismo español y latinoamericano,ha viajado por los clásicos del pensamiento de Grecia y Roma y de los paises del Oriente.En sus Versos Sencillos,que son en buena medida autobiográficos,publicados por primera vez en 1891,habla en primera persona,ofreciendonos su intimidad.
En el preambulo del libro señala que lo edita porque ama la sinceridad y cree “en la necesidad de poner el sentimiento en formas llanas y sinceras” Resulta claro que Martí con la sencillez se proponía escribir una poesía no para la elite de su época pero unir su voz con la voz de los oprimidos.Escribe al respecto:
Con los pobres de la tierra
Quiero yo mi suerte echar
Hoy lees sus poemas,traduces y no quieres parar.Encuentras poesia dentro de la poesía,poemas de poética, poemas políticos fuertes que quería haber escritos Bertold Brecht, y un tratamiento poético del tema de la identidad cubana en primer plano junto con la lucha del hombre de armas,del guerrigero, por la liberación y la indepedencia de Cuba.El amor,la soledad,la amargura,los valores del guerrigero,la condena de la metrópolis,de la ciudad grande y de su enajenación,y tantos otros temas como la brutalidad del amor que “se hace de pie, en las calles” hacen su poesía potente e inmortal:
Se ama de pie, en las calles, entre el polvo De los salones y las plazas: muere
La flor el día en que nace.
Aquella virgen
Trémula que antes a la muerte daba
La mano pura que a ignorado mozo;
Y el manejo de los endecasilabos y el intento para “un verso no retórico y adornado”, en una época que la poesía del romanticismo universal es pomposa,retorica y adornada.Y una ética del poeta y del revolucionario que no tiene ninguna relación con la ética de los poetas profesionales de hoy ,que lo único que les interesa es la publicidad! Veo algunas veces la mayoría de los poetas de nuestros días como un coro de principes enanos delante de poetas tan grandes,tan gigantes como Martí y Darío.
Desgarcialmente ,la nuestra época con sus valores vacios de la utilidad,del aprovecho de todo,de la falta de solidaridad,de ..de..no tiene ninguna relación con la epoca de Martí ,donde la vida de los revolucionarios poetas, se basaba en los valores inmortales del iluminismo europeo y en los valores de la tradición grecolatina que pasaron en la poesía castellana.Me siento muy feliz luchando con todas las dificultades que encuentra el traductor de una poesía tan fuerte y fecunda y dificil,de una poesía tan innovativa y moderna,teniendo en cuenta la distancia que nos separa de la época del grande cubano.
Atenas,15-05-2025
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Ο Χοσέ Μαρτί ήταν όπως ο Iσπανός ποιητής Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα άνθρωπος των όπλων και των γραμμάτων.’Ηρωας,ποιητής, αντάρτης,δάσκαλος,φιλόσοφος,συγγραφέας και δημοσιογράφος θεωρείται σήμερα ως ο εισηγητής του ισπανόφωνου μοντερνισμού και ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της καστιλιάνικης γλώσσας της εποχής του. Είναι απίστευτη η ποικιλία των θεμάτων των ποιημάτων του και η δύναμη του μοντερνισμού του.Στις μέρες μας που αναδύεται για άλλη μια φορά απειλητικός ο φασισμός στη Δύση, η αντιιμπεριαλιστική του σκέψη μας ενδιαφέρει πολύ,σκέψη προφητική που συνοψίζεται στο επόμενο γράμμα που ίχε στείλει στον φίλο του Μανουελ Μερκάδο,όπου σημειώνει:
“…Βρίσκομαι ήδη όλες αυτές τις μέρες, σε κίνδυνο να δώσω τη ζωή μου στην πατρίδα μου και από καθήκον-αφού έτσι το αντιλαμβάνομαι και έχω διάθεση να το εκπληρώσω,να εμποδίσω δηλαδή έγκαιρα,με την ανεξαρτησία της Κούβας, να εξαπλωθούν στις Αντίλλες,οι Ηνωμένες Πολιτείες και να πέσουν έτσι με μεγάλη βιαιότητα πάνω στις χώρες μας της Αμερικής.Ότι έκανα ως σήμερα και θα κάνω ακόμα,είναι γι’ αυτό το σκοπό.Σιωπηλά έπρεπε να γίνει αυτό και κάπως έμμεσα,γιατί υπάρχουν πράγματα που για να τα πετύχει κανείς,πρέπει να γίνονται μυστικά, γιατί αν ανακοινωθούν όπως είναι, θα προκαλούσαν πολύ μεγάλες δυσκολίες για να πετύχει κανείς το στόχο του”
Το πολιτικό του μήνυμα στους λαούς της Λατινικής Αμερικής και οι αρχές διακήρυξεφαίνονται στο επόμενο απόσπασμα:
«Όποιος μιλάει για οικονομική ενότητα ,μιλάει για ένωση πολιτική.Ο λαός που αγοράζει,ορίζει.Ο λαός που πουλάει,υπηρετεί.Πρέπει να εξισοροπήσει κανείς το εμπόριο για να εξασφαλιστεί η ελευθερία.Ο λαός που θέλει να είναι ελέυθερος ,πρέπει να είναι ελεύθερος στις εμπορικές του συναλλαγές».Με αυτές τις αρχές ενώνεται και συμπορεύεται με τον διαφωτισμό της εποχής του.Ευλογημένος από τις ελληνικές μούσες όπως ο Ρουμπέν Νταρίο, ο άλλος πατέρας του ισπανόφωνου μοντερνισμού,ταξίδεψε στις επκράτειες της κλασσικής σκέψης της Ελλάδας και της Ρώμης και στις χώρες της Ανατολής.Στους Απλούς Στίχους του,που κατά ένα μεγάλο μέρος είναι αυτοβιογραφικοί,και που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1891,μιλά σε πρώτο πρόσωπο,προσφέροντας μας τη βαθύτητα του πνεύματός του.
Στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου σημειώνει ότι το εκδίδει για να δείξει την ειλικρίνια με την οποία το εγραψε και γιατί πιστεύει “στην ανάγκη του να βάλει τη σκέψη του σε μορφές βατές και ειλικρινείς.Είναι φανερό ότι ο Μαρτί με την ειλικρίνια του σκόπευε να γράψει μια ποίηση όχι για τις ελιτ τη εποχής του αλλά για τους καταπιεσμενους και εξεγερμένους με στόχο να ενώσει τη φωνή του με τη δική τους.Γράφει σχετικά:
Με τους φτωχούς της γης
Θέλω την τύχη μου να ενώσω
Σήμερα διαβάζεις τα ποιήματά του,μεταφράζεις και δε θέλεις να σταματήσεις.Βρίσκεις ποίηση μέσα στην ποίηση,ποιήματα ποιητικής, ποιήματα που θα τα ζήλευε και ο Μπέρτολντ Μπρέχτ, και μια ποιητική διαπργμάτευση του θέματος της κουβανέζικης ταυτότητας σε πρώτο πλάνο μαζί με τα θέματα της πάλης του στρατευμένου ποητή που μάχεται για την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Κούβας.Ο έρωτας,η μοναξιά,η πίκρα ,οι αξές του επαναστάτη και του αντάρτη,η καταδίκη της ζωής στη Μητρόπολη,στην αχανή πόλη, και της αποξένωσης που προκαλεί στους κατοίκους της,ο έρωτας που γίνεται στα όρθια μέσα στους δρόμους της πόλης είναι τα βαικά νεωτερικά θέματα της ποίησης του Χοσέ Μαρτί:
Αγαπιούνται στα όρθια, μέσα στους δρόμους, μέσα στη σκόνη Των σαλονιών και των πλατειών; πεθαίνει
Το λουλούδι τη μέρα που γεννιέται. Εκείνη η παρθένα Έτρεμε γιατί πριν να πεθάνει
Το καθαρό της χέρι έδινε σε ένα άγνωστο μωρό;
Εκπληκτικός είναι ο χειρισμός των ενδεκασύλλαβων από τον ποιητή και η προσπάθειά του «για ένα στίχο μη ρητορικό και στολισμένο» σε μια εποχή που η ποίηση του ρομαντισμού παγκοσμίως,είναι πομπώδης,ρητορική και στολισμένη με φιοριτούρες.Και τέλος η ηθική του αντάρτη ποιητή, που δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική των επαγγελματιών ποιητών των ημερών μας,που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η δημοσιότητα!Βλέπω κάποιες φορές την πλειοψηφία των ποιητών του σήμερα σαν πρίγκιπες νάνους μπροστά στους μεγάλους ποιητές όπως ο Χοσέ Μαρτί και ο Ρουμπέν Νταρίο.
Δυστυχώς, η εποχή μας με τις κενές της αξίες της ιδιοτέλειας και της χρηστικότητας,της εκμετάλευσης κάθε μέσου,θεμιτού κι θέμιτου με στόχο την επιτυχία,με την απουσία της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους,,δεν έχει καμιά σχέση με την εποχή του Χοσέ Μαρτί ,όπου η ζωή των επαναστατών ποιητών βασιζόταν στις αθάνατες αξίες του ευρωπαικού διαφωτισμού και στις αξίες τα ελληνορωμαικής παράδοσης που είχαν περάσει στην καστιλιάνικη λογοτεχνική παράδοση.Νιώθω πολύ ευτυχής που πάλεψα με με σειρά από δυσκολίες, για να αποδώσω στα ελληνικά, μια ποίηση τόσο δυνατή και σύγχρονη τόσο επαναστατική και ριζοσπαστική,τόσο νεωτερική και μοντέρνα που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον όπως διαβαζόταν την εποχή που γράφτηκε.
Αθήνα,15-05-2025
ISMAELILLO [Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΣΜΑΗΛ]
Hijo:
Espantado de todo, me refugio en ti.
Tengo fe en el mejoramiento humano, en la vida futura, en la utilidad de la virtud, y en ti.
Si alguien te dice que estas páginas se parecen a otras páginas, diles que te amo demasiado para profanarte así. Tal como aquí te pinto, tal te han visto mis ojos. Con esos arreos de gala te me has aparecido. Cuando he cesado de verte en una forma, he cesado de pintarte.Esos riachuelos han pasado por mi corazón.
¡Lleguen al tuyo!
Γιε μου:
Τρομοκρατημένος απ’ όλα, προσφεύγω σε σένα.
Έχω πίστη στην πρόοδο των ανθρώπων, στη μελλοντική ζωή, στη χρησιμότητα της αρετής, και σε σένα.
Αν κάποιος σου πει ότι αυτές οι σελίδες μοιάζουν με κάποιες άλλες, πες του πως σε αγαπώ υπερβολικά για να σε προσβάλλω έτσι. Έτσι όπως εδώ σε απεικονίζω, έτσι ακριβώς σε είδαν τα μάτια μου. Με αυτά τα χαριτωμένα στολίδια μου αποκαλύφτηκες. Όταν έπαψα να σε βλέπω με μια καθαρή μορφή, σταμάτησα να σε ζωγραφίζω.Αυτά τα ρυάκια πέρασαν μέσα απ’ την καρδιά μου.
Ας φτάσουν στη δική σου!
PRÍNCIPE ENANO
Para un príncipe enano
Se hace esta fiesta.
Tiene guedejas rubias,
Blandas guedejas;
Por sobre el hombro blanco
Luengas le cuelgan.
Sus dos ojos parecen
Estrellas negras:
Vuelan, brillan, palpitan,
Relampagüean!
Él para mí es corona,
Almohada, espuela.
Mi mano, que así embrida
Potros y hienas,
Va, mansa y obediente,
Donde él la lleva.
Si el ceño frunce, temo;
Si se me queja,—
Cual de mujer, mi rostro
Nieve se trueca:
Su sangre, pues, anima
Mis flacas venas:
¡Con su gozo mi sangre
Se hincha, o se seca!
Para un príncipe enano
Se hace esta fiesta.
¡Venga mi caballero
Por esta senda!
¡Éntrese mi tirano
Por esta cueva!
Tal es, cuando a mis ojos
Su imagen llega,
Cual si en lóbrego antro
Pálida estrella,
Con fulgores de ópalo
Todo vistiera.
A su paso la sombra
Matices muestra,
Como al sol que las hiere
Las nubes negras.
¡Heme ya, puesto en armas,
En la pelea!
Quiere el príncipe enano
Que a luchar vuelva:
¡Él para mí es corona,
Almohada, espuela!
Y como el sol, quebrando
Las nubes negras,
En banda de colores
La sombra trueca,
— Él, al tocarla, borda
En la onda espesa,
Mi banda de batalla
Roja y violeta.
¿Conque mi dueño quiere
Que a vivir vuelva?
¡Venga mi caballero
Por esta senda!
¡Éntrese mi tirano
Por esta cueva!
¡Déjeme que la vida
A él, a él ofrezca!
Para un príncipe enano
ΝΑΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Για ένα πρίγκιπα νάνο
Γίνεται αυτή γιορτή.
Έχει ξανθιά τσουλούφια,
Μεταξωτά τσουλούφια;
Πάνω απ’ το λευκό του ώμο
Μακριά κρέμονται.
Τα δυο του μάτια μοιάζουν
Με μαύρα αστέρια:
Πετούν, λάμπουν, σκιρτούν,
Αστράφτουν!
Αυτός για μένα είναι κορώνα,
Προσκεφάλι, σπιρούνι.
Το χέρι μου, που έτσι καπιστρώνει
Πουλάρια και ύαινες,
Πάει,πράο και υπάκουο,
Όπου αυτός το οδηγεί.
Αν το κατσούφιασμα ζαρώνει, φοβάμαι;
Αν μου μορφάζει,—
Όπως μια γυναίκα, το πρόσωπο μου
Σε χιόνι αλλάζει:
Το αίμα του,λοιπόν, ζωογονεί,
Τις αδύναμες φλέβες μου:
Με την απόλαυση του το αίμα μου
Πήζει, η στεγνώνει!
Για ένα πρίγκιπα νάνο
Γίνεται αυτή η γιορτή.
Έλα καβαλάρη μου
Απ’ αυτό το μονοπάτι!
Φυλάκισε τον τύρανο μου
Σ’ αυτή τη σπηλιά!
Έτσι είναι, όταν στα μάτια μου
Η εικόνα του φτάνει,
Σαν μέσα σε ένα σκοτεινό άντρο
Ωχρό έν αστέρι,
Με λάμψεις από οπάλιο
Όλα να τα λούζει.
Η σκιά στο πέρασμα του
Αποχρώσεις δείχνει,
Όπως ο ήλιος που πληγώνει
Τα μαύρα σύννεφα.
Να μαι εδώ, αρματωμένος,
Μέσα στη μάχη!
Θέλει ο νάνος ο πρίγκιπας
Να επιστρέψει για να πολεμήσει:
Αυτός για μένα είναι κορώνα,
Προσκεφάλι, σπιρούνι!
Και καθώς ο ήλιος, τα μαύρα
Σύννεφα καίει,
Με μια μπάντα από χρώματα
Η σκιά αλλάζει,
— Αυτός, καθώς την αγγίζει, κυκλώνει
Μες στο αραιό κύμα,
Τη μπάντα μου της μάχης
Τη κόκκινη και βιολετιά.
Γιατί ο αφέντης μου θέλει
Στη ζωή να γυρίσει;
Έλα καβαλάρη μου
Από τούτο το μονοπάτι!
Φυλάκωσε τον τύραννο μου
Σ’ αυτή τη σπηλιά!
Άσε με τη ζωή
Σ’ αυτόν, σ’ αυτόν να την προσφέρω!
Για ένα πρίγκιπα νάνο
Γίνεται αυτή η γιορτή.
SUEÑO DESPIERTO
Yo sueño con los ojos
Abiertos, y de día
Y noche siempre sueño.
Y sobre las espumas
Del ancho mar revuelto,
Y por entre las crespas
Arenas del desierto,
Y del león pujante,
Monarca de mi pecho,
Montado alegremente
Sobre el sumiso cuello,
Un niño que me llama
Flotando siempre veo!
ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ ΞΥΠΝΙΟΣ
Εγώ ονειρεύομαι με τα μάτια
Ανοιχτά,και τη μέρα
Και τη νύχτα πάντα ονειρεύομαι.
Και πάνω απ’ τους αφρούς
Της διάπλατης και τρικυμισμένης θάλασσας,
Και μέσα στις υγρές άμμους
Της ερήμου,
Και τον εύρωστο λιόντα,
Τον μονάρχη του στήθους μου,
Τον γραπωμένο όλο χαρά
Πάνω στου θήματος του την πλάτη,
Κι ένα μικρό παιδί που με καλεί
Πλέοντας πάντα βλέπω!
BRAZOS FRAGANTES
Sé de brazos robustos,
Blandos, fragantes;
Y sé que cuando envuelven
El cuello frágil,
Mi cuerpo, como rosa
Besada, se abre,
Y en su propio perfume
Lánguido exhálase.
Ricas en sangre nueva
Las sienes laten; Mueven las rojas plumas Internas aves;
Sobre la piel, curtida
De humanos aires,
Mariposas inquietas
Sus alas baten;
Savia de rosa enciende
Las muertas carnes!
— Y yo doy los redondos
Brazos fragantes,
Por dos brazos menudos
Que halarme saben,
Y a mi pálido cuello
Recios colgarse,
Y de místicos lirios
Collar labrarme!
¡Lejos de mí por siempre,
Brazos fragantes!
ΜΠΡΑΤΣΑ ΕΥΩΔΙΑΣΤΑ
Ξέρω από μπράτσα θροφαντά,
Τρυφερά,ευωδιαστά;
Και ξέρω ότι όταν τυλίγουν
Την ασθενική μου ράχη,
Το κορμί μου, σαν φιλημένο
Ρόδο, ανοίγει,
Και με το ίδιο του το άρωμα
Νωθρό εκπνέει.
Γεμάτες με νέο
αίμα
Οι παρειές μου πάλλουν;
Κινούν τα κόκκινα φτερά τους
Εσωτερικά πουλιά;
Πάνω στο δέρμα μου, το αργασμένο
Από ανθρώπινους αγέρηδες,
Πεταλούδες ανήσυχες
Τα φτερά τους χτυπούν;
Δροσιά από ρόδο ανάβει
Τις νεκρές σάρκες!
— Κι εγώ δίνω τα θροφαντά
Και τρυφερά μου
Μπράτσα,
Για δυο μπράτσα λεπτά
Που να με βρουν ξέρουν,
Και στην ωχρή πλάτη μου
Παθιασμένα θα κρεμαστούν,
Και από μυστικούς
κρίνους
Κολιέ θα μου φτιάξουν!
Μακριά από μένα
για πάντα ,
Μπράτσα ευωδιαστά.
MI CABALLERO
Por las mañanas
Mi pequeñuelo Me despertaba Con un gran beso.
Puesto a horcajadas Sobre mi pecho, Bridas forjaba
Con mis cabellos.
Ebrio él de gozo,
De gozo yo ebrio,
Me espoleaba
Mi caballero:
¡Qué suave espuela
Sus dos pies frescos!
¡Cómo reía
Mi jinetuelo! Y yo besaba
Sus pies pequeños,
Dos pies que caben
En solo un beso!
Ο ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ ΜΟΥ
Τα πρωινά
Το μικρούλι μου
Με ξυπνούσε με ένα μεγάλο φιλί.
Καβάλα
Πάνω στο στήθος μου, Χαλινάρια έπλεκε
Με τα μαλλιά μου.
Μεθυσμένο αυτό απ’ τον πόθο,
Κι απ’ τον πόθο εγώ μεθυσμένος.
Με σπιρούνιζε
Ο καβαλάρης μου:
Τι απαλό το σπιρούνισμα
Από τα δυο νιόκοπα πόδια του!
¡Πως γελούσε
Το ξεπεταρούδι μου
! Κι εγώ φιλούσα
Τα μικρά του τα πόδια,
Δυο πόδια που χωράνε
Σε ένα μόνο φιλί!
MUSA TRAVIESA
Mi musa?
Es un diablillo
Con alas de ángel.
¡Ah, musilla traviesa,
Qué vuelo trae!
Yo suelo, caballero
En sueños graves,
Cabalgar horas luengas
Sobre los aires.
Me entro en nubes rosadas,
Bajo a hondos mares,
Y en los senos eternos
Hago viajes.
Allí asisto a la inmensa
Boda inefable,
Y en los talleres huelgo
De la luz madre:
Y con ella es la oscura
Vida, radiante,
Y a mis ojos los antros
Son nidos de ángeles!
Al viajero del cielo
¿Qué el mundo frágil?
Pues ¿no saben los hombres
Qué encargo traen?
¡Rasgarse el bravo pecho,
Vaciar su sangre,
Y andar, andar heridos
Muy largo valle,
Roto el cuerpo en harapos,
Los pies en carne,
Hasta dar sonriendo
—¡No en tierra!—exánimes!
Y entonces sus talleres
La luz les abre,
Y ven lo que yo veo:
¿Qué el mundo frágil?
Seres hay de montaña, Seres de valle,
Y seres de pantanos
Y lodazales.
De mis sueños desciendo,
Volando vanse,
Y en papel amarillo
Cuento el viaje.
Contándolo, me inunda
Un gozo grave:—
Y cual si el monte alegre,
Queriendo holgarse
Al alba enamorando
Con voces ágiles,
Sus hilillos sonoros
Desanúdase,
Y salpicando riscos,
Labrando esmaltes,
Refrescando sedientas
Cálidas cauces, Echáralos risueños
Por falda y valle,
— Así, al alba del alma
Regocijándose,
Mi espíritu encendido
Me echa a raudales
Por las mejillas secas
Lágrimas suaves.
Me siento, cual si en magno
Templo oficiase;
Cual si mi alma por mirra
Virtiese al aire;
Cual si en mi hombro surgieran
Fuerzas de Atlante;
Cual si el sol en mi seno
La luz fraguase:—
Y estallo, hiervo, vibro,
Alas me nacen!
Suavemente la puerta
Del cuarto se abre,
Y éntranse a él gozosos
Luz, risas, aire.
Al par da el sol en mi alma
Y en los cristales:
¡Por la puerta se ha entrado
Mi diablo ángel!
¿Qué fue de aquellos sueños,
De mi viaje,
Del papel amarillo,
Del llanto suave?
Cual si de mariposas
Tras gran combate
Volaran alas de oro
Por tierra y aire,
Así vuelan las hojas
Do cuento el trance.
Hala acá el travesuelo
Mi paño árabe;
Allá monta en el lomo
De un incunable;
Un carcax con mis plumas
Fabrica y átase;
Un sílex persiguiendo
Vuelca un estante,
Y ¡allá ruedan por tierra
Versillos frágiles,
Brumosos pensadores,
Lópeos galanes!
De águilas diminutas
Puéblase el aire:
¡Son las ideas, que ascienden,
Rotas sus cárceles!
Del muro arranca, y cíñese,
Indio plumaje:
Aquella que me dieron
De oro brillante,
Pluma, a marcar nacida
Frentes infames,
De su caja de seda
Saca, y la blande:
Del sol a los requiebros
Brilla el plumaje,
Que baña en áureas tintas
Su audaz semblante.
De ambos lados el rubio
Cabello al aire,
A mí súbito viénese
A que lo abrace.
De beso en beso escala
Mi mesa frágil;
¡Oh, Jacob, mariposa,
Ismaelillo, árabe!
¿Qué ha de haber que me guste
Como mirarle
De entre polvo de libros
Surgir radiante,
Y, en vez de acero, verle
De pluma armarse,
Y buscar en mis brazos
Tregua al combate?
Venga, venga,
Ismaelillo:
La mesa asalte,
Y por los anchos pliegues
Del paño árabe
En rota vergonzosa
Mis libros lance,
Y siéntese magnífico
Sobre el desastre,
Y muéstreme riendo,
Roto el encaje—
—¡Qué encaje no se rompe
En el combate!—
Su cuello, en que la risa
Gruesa onda hace!
Venga, y por cauce nuevo
Mi vida lance,
Y a mis manos la vieja
Péñola arranque,
Y del vaso manchado
La tinta vacie!
¡Vaso puro de nácar:
Dame a que harte
Esta sed de pureza:
Los labios cánsame!
¿Son estas que lo envuelven
Carnes, o nácares?
La risa, como en taza
De ónice árabe,
En su incólume seno
Bulle triunfante:
¡Hete aquí, hueso pálido,
Vivo y durable!
Hijo soy de mi hijo!
Él me rehace!
Pudiera yo, hijo mío,
Quebrando el arte Universal, muriendo
Mis años dándote,
Envejecerte súbito,
La vida ahorrarte!
— Mas no: que no verías
En horas graves
Entrar el sol al alma
Y a los cristales!
Hierva en tu seno puro
Risa sonante:
Rueden pliegues abajo
Libros exangües:
Sube, Jacob alegre,
La escala suave:
Ven, y de beso en beso
Mi mesa asaltes:—
¡Pues esa es mi musilla,
Mi diablo ángel!
¡Ah, musilla traviesa,
Qué vuelo trae!
ΑΤΑΚΤΗ ΜΟΥΣΑ
Η Μούσα μου;
Είναι ένα διαβολάκι
Με φτερά αγγέλου.
¡Αχ, μικρή άτακτη μούσα,
Ποια πτήση σε φέρνει!
Εγώ συνηθίζω, ιππότη
Μέσα από ζοφερά όνειρα,
Να καλπάζω τις νυχτερινές ώρες
Μες στους αγέρηδες.
Σε ρόδινα σύννεφα μπαίνω,
Στις βαθειές θάλασσες κατεβαίνω,
Και μες στις αιώνιες αγκαλιές
Κάνω ταξίδια.
Εκεί παρευρίσκομαι στον ατέλειωτο
Ανήκουστο γάμο,
Και στα εργαστήρια απεργώ
Του μητρικού φωτός:
Και με κείνη είναι η μάυρη
Ζωή, ακτινοβόλα,
Και στα μάτια μου είναι τα άντρα
Φωλιές των αγγέλων!
Στον ταξιδιώτη τ’ ουρανού
Προς τι ο εύθραυστος κόσμος;
Λοιπόν,οι άνθρωποι δε ξέρουν
Τι φορτίο κουβαλούν;
Ας χαραχτεί το τραχύ στήθος,
Ας κενώσει το αίμα του,
Και να βαδίσουμε, να βαδίσουμε πληγωμένοι
Μέσα στην αχανή κοιλάδα,
Με το κορμί μας συντριμένο,
Τα πόδια στη σάρκα,
Ώσπου να βγει χαμογελώντας
—Όχι σε γη!—εκρήγνυσαι!
Και τότε τα εργαστήρια του
Το φως τα ανοίγει,
Και βλέπουν ότι εγώ βλέπω:
Τι ο κόσμος είναι εύθραυστος;
Όντα υπάρχουν στο βουνό,
Όντα στην κοιλάδα,
Και όντα στους βάλτους
Και μες στις λάσπες.
Από τα όνειρα μου κατεβαίνω,
Πετώντας πάνε,
Και σε κίτρινο χαρτί
Το ταξίδι αφηγούμαι.
Και καθώς το αφηγούμαι, με διαπερνά
Μια βαθειά απόλαυση:—
Και όπως το χαρούμενο βουνό,
Που θέλει να κρεμαστεί
Με την αυγή ερωτευμένο
Με σκληρές φωνές,
Οι ηχηρές κλωστές της
Απογυμνώθηκαν,
Και κηλιδώνοντας γκρεμούς,
Κατεργάζοντας σμάλτα,
Δροσίζοντας διψασμένες
Ζεστές ιτιές,
Ρίχτες χαμογελαστές
Από πλαγιά και κοιλάδα,
— Έτσι, στης ψυχής το χάραμα
Καθώς συνδέεται,
Το φλογισμένο πνεύμα μου
Ρίχνει με χειμάρους
Απ’ τα στεγνά μου μάγουλα
Δάκρυα απαλά.
Και νιώθω, σαν σε μεγάλο
Ναό που θα θεμελιωθεί;
Σαν η ψυχή μου με μύρα
Να σκορπίζεται στον αέρα;
Σαν απ’ τον ώμο μου να ξεπηδούν
Του Άτλαντα οι δυνάμεις;
Όπως ο ήλιος στο στήθος μου
Το φως να σφυρηλατεί:—
Και ξεσπώ, βράζω, πάλλω,
Φτερά μου γεννιούνται!
Αθόρυβα η πόρτα
Του δωματίου μου ανοίγει,
Και μπαίνουν σ’ αυτό απολαυστικά
Το φως, τα γέλια κι ο αέρας.
Μαζί πέφτει ο ήλιος στην ψυχή μου
Και στα τζάμια:
Από την πόρτα μπήκε
Ο διάβολος μου ο άγγελος!
Τι συνέβη με κείνα τα όνειρα,
Με το ταξίδι μου,
Με το κίτρινο χαρτί,
Με το σιγανό το κλάμα;
Όμοια όπως με τις πεταλούδες
Μετά από μια μεγάλη μάχη
Θα πετάξουν φτερά από χρυσάφι
Μες στη γη και τον άέρα,
Έτσι πετούν τα φύλλα
Όπου αφηγούμαι τη δύσκολη κατάσταση.
Στεφανώνει εκεί τη βλάβη
Το αραβικό μου πανί;
Εκεί ανεβαίνει στη ράχη
Ενός αρχέτυπου;
Μια αγκράφα με τις πένες μου
Φτιάχνει και θα δέσει;
Μια σιγή επιδιώκοντας
Αναποδογυρίζει ένα ράφι,
Κι εκεί κυκλοφορούν στη γη
Στιχάκια εύθραυστα,
Νεφελώδεις στοχαστές,
Και ευγενείς Λόπε!
Με μικροσκοπικούς αετούς
Γεμίζει ο αέρας:
Είναι οι ιδέες, που υψώνονται,
Απ’ τις γκρεμισμένες φυλακές τους!
Από τον τοίχο ξεριζώνει, και ζώνεται,
Με ινδιάνικο φτέρωμα:
Εκείνη που μου έδωσαν
Από λαμπερό χρυσάφι,
Εκείνη την πένα, για να μαρκάρει όταν γεννήθηκε
Τα άτιμα μέτωπα,
Από τη μεταξένια κασετίνα της
Βάλε και εμπότισε τη:
Από ήλιο στις χαραμάδες
Λάμπει το φτέρωμα,
Που λούζει με ουράνιες βαφές
Τη θαραλέα του όψη.
Κι από τις δυο μεριές το ξανθό
Μαλλί στον αέρα,
Σε μένα ξάφνου θα ρθει
Για να το αγκαλιάσω
Από φιλί σε φιλί αναρριχάται
Η εύθραυστη τράπεζά μου;
Ω, Ιακώβ, πεταλούδα,
Ισμαελίνο, Άραβα!
Τι να κάνω που να μου αρέσει
Πώς να τον κοιτάξω
Μέσα απ’ τη σκόνη των βιβλίων
Να ξεπηδά αχτιδοβόλος,
Και, αντί με ατσάλι, να τον δω
Με την πένα να αρματώνεται,
Και να ψάχνει μες στα μπράτσα μου
Ανακωχή στη μάχη;
Έλα , έλα,
Ισμαελίνο:
Το τραπέζι πήδα,
Κι από τις φαρδιές μπορντούρες
Του αραβικού μπάνιου
Σε ντροπιαστική ρότα
Τα βιβλία μου ρίξε,
Και νιώσε θαυμάσια
Μετά την καταστροφή,
Και δείξε όπως πρέπει,
Σπασμένο η ζωστήρα—
—¡Γιατί η ζωστήρα δε σπάει
Μες στη μάχη!—
Ο λαιμός της, ο λαιμός της
Άγριο κύμα κάνει!
Έλα, και σε νέ κόίτη
Τη ζωή μου ρίξε
Κι απ’ τα χέρια μου τον παλιό
Κάλο ξερίζωσε,
Κι απ’ το λεκιασμένο βάζο
Το μελάνι άδειασε!
Βάζο καθαρό από αχάτη:
Δως μου να πληρωθώ
Μ’ αυτή τη δίψα για καθαρότητα:
Τα χείλη μου κούρασε!
Είναι αυτά που τα περιβάλλουν
Σάρκες , η αχάτες;
Το γέλιο, όπως σε τάσι
Από αραβικό όνυχα,
Στον σίγουρο κόρφο της
Κοχλάζει θριαμβευτικό
Νασου εδώ, ωχρό κόκκαλο,
Διαρκές και ζωντανό!
Γιος είμαι του γιου μου!
Αυτός με ξαναγεννά!
Θα μπορούσα εγώ, γιε μου,
Να ερχόμουν σε ρήξη με την παγκόσμια
Τέχνη, πεθαίνοντας
Τα χρόνια μου να σου δώσω,
Νασε γεράσω,αμέσως,
Τη ζωή να σου πνίξω!
— Αλλά όχι:για να μην έβλεπες
Σε δύσκολες ώρες
Να πέφτει ο ήλιος στη ψυχή
Και πάνω στα τζάμια!
Βράζει στον καθάριο του κόρφο
Γέλιο ηχηρό:
Κυλάνε πτυχές κάτω
Βιβλία εξαντλημένα:
Ανεβαίνει, Ο Ιακώβ χαρούμενος,
Την απαλή σκάλα:
Έλα , και από φιλί σε φιλί
Στο τραπέζι μου εφορμάς:—
Λοιπόν αυτή είναι η μικρή μου μούσα,
Ο διαβολικός μου άγγελος!
Αχ, μουσίτσα άτακτη,Ποια πτήση σε φέρνει!
MI REYECILLO
Los persas tienen
Un rey sombrío;
Los hunos foscos
Un rey altivo; Un rey ameno
Tienen los íberos;
Rey tiene el hombre,
Rey amarillo:
¡Mal van los hombres
Con su dominio!
Mas yo vasallo
De otro rey vivo,
— Un rey desnudo, Blanco y rollizo:
Su cetro— ¡un beso!
Mi premio— ¡un mimo!
Oh! cual los áureos Reyes divinos
De tierras muertas,
De pueblos idos
—¡Cuando te vayas,
Llévame, hijo!
— Toca en mi frente
Tu cetro omnímodo; Úngeme siervo, Siervo sumiso:
¡No he de cansarme
De verme ungido!
¡Lealtad te juro,
Mi reyecillo!
Sea mi espalda Pavés de mi hijo:
Pasa en mis hombros
El mar sombrío: Muera al ponerte
En tierra vivo:
— Mas si amar piensas
El amarillo
Rey de los hombres,
¡Muere conmigo!
¿Vivir impuro?
¡No vivas, hijo!
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Οι Πέρσες έχουν
¨Ένα βασιλιά εγκρατή;
Οι άγριοι Ούνοι
Ένα βασιλιά αλαζόνα;
Έναν ευχάριστο βασιλιά
Έχουν οι Ίβηρες;
Βασιλιά έχει ο άνθρωπος,
Βασιλιά κιτρινιάρη:
Άσχημα τα πάνε οι άνθρωποι
Με την εξουσία του!
Αλλά εγώ υποτελής
Ενός άλλου βασιλιά ζω,
— Ενός βασιλιά γυμνού,
Λευκού και ροδαλού:
Το σκήπτρο του— ένα φιλί!
Το βραβείο μου— ένας μίμος!
Ω! Όπως οι χρυσοί θεικοί
βασιλιάδες
Των νεκρών χωρών,
Των περασμένων λαών
—Όταν θα φύγεις,
Πάρε με μαζί σου, παιδί μου!
— Ακούμπησε στο μέτωπο μου
Το σκήπτρο σου ο απόλυτο;
Χρίσε με υπηρέτη, Υπηρέτη υποτακτικό:
Δεν θα παντρευτώ
Για να με βλέπουν υποταγμένο!
Πίστη σου ορκίζομαι,
Μικρέ μου βασιλιά!
Η πλάτη μου ας είναι
Σκαλί γγγια το παιδί μου:
Στους ώμους μου πέρνα
Τη σκοτεινή θάλασσα: Θα πεθάνω για να σε βάλλω
Στη γη ζωντανό:
— Αλλά αν σκέφτεσαι πως αγαπάς
Το κίτρινο
Βασιλιά των ανθρώπων,
Πέθανε μαζί μου!
Να ζήσεις φαύλος;
Να μη ζήσεις, γιέ μου!
PENACHOS VÍVIDOS
Como taza en que hierve
De transparente vino
En doradas burbujas
El generoso espíritu;
Como inquieto mar joven
Del cauce nuevo henchido Rebosa, y por las playas
Bulle y muere tranquilo;
Como manada alegre
De bellos potros vivos
Que en la mañana clara Muestran su regocijo,
Ora en carreras locas,
O en sonoros relinchos,
O sacudiendo al aire
El crinaje magnífico;—
Así mis pensamientos
Rebosan en mí vívidos,
Y en crespa espuma de oro
Besan tus pies sumisos,
O en fúlgidos penachos
De varios tintes ricos,
Se mecen y se inclinan Cuando tú pasas—hijo!
ΖΩΤΙΚΟΙ ΘΥΣΑΝΟΙ
Όπως σε ένα κύπελο όπου σπιθίζει
Από κρασί λαμπερό
Με χρυσές σπίθες
Το γενναίο πνεύμα;
Όπως μια ήσυχη δροσερή θάλασσα
Από τη νεα της κοίτη φουσκωμένη
Ξεχειλίζει, και στις ακτές
Μαίνεται και σβήνει γαλήνια;
Σαν χαρούμενο κοπάδι
Από όμορφα ζωηρά πουλάρια
Που μέσα στο φωτεινό πρωινό
Δείχνει μαζεμένο,
Τώρα σε τρελές πορείες,
Η με δυνατά χλιμιντρίσματα,
Η ανεμίζοντας στον αέρα
Τη θαυμαστή χάιτη τους;—
Έτσι σε μένα οι σκέψεις μου
Ζωντανές ξεχειλίζουν,
Και με ένα κροσωτό αφρό από χρυσάφι
Φιλούν υπάκουες τα πόδια σου,
Η με λαμπερούς θυσσάνους
Σε διάφορες πλούσιες βαφές,
Κουνιούνται και γέρνουν
Όταν εσύ περνάς—γιε μου!
HIJO DEL ALMA
Tú flotas sobre todo,
Hijo del alma!
De la revuelta noche
Las oleadas,
En mi seno desnudo
Déjante al alba;
Y del día la espuma
Turbia y amarga,
De la noche revuelta
Te echa en las aguas. Guardiancillo magnánimo,
La no cerrada
Puerta de mi hondo espíritu
Amante guardas;
Y si en la sombra ocultas
Búscanme avaras,
De mi calma celosas,
Mis penas varias,
— En el umbral oscuro
Fiero te alzas,
Y les cierran el paso
Tus alas blancas!
Ondas de luz y flores
Trae la mañana,
Y tú en las luminosas
Ondas cabalgas.
No es, no, la luz del día
La que me llama,
Sino tus manecitas
En mi almohada.
Me hablan de que estás lejos:
¡Locuras me hablan!
Ellos tienen tu sombra;
¡Yo tengo tu alma! Esas son cosas nuevas,
Mías y extrañas.
Yo sé que tus dos ojos
Allá en lejanas
Tierras relampaguean,—
Y en las doradas
Olas de aire que baten
Mi frente pálida,
Pudiera con mi mano, Cual si haz segara
De estrellas, segar haces
De tus miradas!
¡Tú flotas sobre todo,
Hijo del alma!
ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Εσύ πλέεις πάνω απ’ όλα,
Της ψυχής μου γιε!
Απ’ τη ταραγμένη νύχτα
Οι κυματισμοί,
Στο γυμνό μου στήθος
Στην αυγή σε αφήνουν;
Και της μέρας η αχλή
Η θολή και πικρή,
Απ’ τη νύχτα ταραγμένη
Σε ρίχνει μες στα νερά.
Φύλακας γενναιόφρονος,
Την ανοιχτή
Πόρτα του βαθιού πνεύματος μου
Με αγάπη φιλάς;
Κι αν στη σκιά κρυμμένες
Με ψάχνουνε αχόρταγες,
Τη γαλήνη μου ζηλεύοντας,
Οι διάφορες θλίψεις μου,
— Στο σκοτεινό υπέρθυρο
Άγριος υψώνεσαι,
Και τους κλέινουν το διάβα
Τα λευκά φτερά σου!
Κύματα από φως και λουλούδια
Φέρνει το πρωινό,
Κι εσύ μέσα στα φωτεινά
κύματα καλπάζεις.
Δεν είναι, όχι, το φως της μέρας
Αυτό που με καλεί,
Αλλά τα χεράκια σου
Στο προσκεφάλι μου.
Μου λένε πως εσύ είσαι μακριά:
Για τρέλες μου λένε!
Εκείνοι έχουν τη σκιά σου;
Εγώ έχω τη ψυχή σου!
Αυτά είναι πράγματα,
Δικά μου και παράξενα.
Εγώ ξέρω ότι τα δυο σου μάτια
Εκεί στις μακρινές
Χώρες αστράφτουν,—
Και μες στα χρυσά
Κύματα του αέρα που χτυπούν
Το ωχρό μου στήθος,
Θα μπορούσα με το χέρι μου,
Όμοιο με στάχυ θερισμένο
Από αστέρια, να θερίσω στάχυα
Απ’ τις ματιές σου!
Εσύ πλέεις πάνω απ’ ολα,
Της ψυχής μου γιε!
AMOR ERRANTE
Hijo, en tu busca
Cruzo los mares:
Las olas buenas
A ti me traen:
Los aires frescos
Limpian mis carnes
De los gusanos
De las ciudades;
Pero voy triste
Porque en los mares
Por nadie puedo
Verter mi sangre.
¿Qué a mí las ondas
Mansas e iguales?
¿Qué a mí las nubes,
Joyas volantes?
¿Qué a mí los blandos
Juegos del aire?
¿Qué la iracunda
Voz de huracanes?
A estos—¡la frente
Hecha a domarles!
A los lascivos
Besos fugaces
De las menudas
Brisas amables,
— Mis dos mejillas
Secas y exangües,
De un beso inmenso
Siempre voraces!
Y ¿a quién, el blanco
Pálido ángel
Que aquí en mi pecho
Las alas abre
Y a los cansados
Que de él se amparen
Y en él se nutran
Busca anhelante?
¿A quién envuelve
Con sus suaves
Alas nubosas
Mi amor errante?
Libres de esclavos
Cielos y mares,
Por nadie puedo
Verter mi sangre!
Y llora el blanco
Pálido ángel:
¡Celos del cielo
Llorar le hacen,
Que a todos cubre
Con sus celajes!
Las alas níveas
Cierra, y ampárase
De ellas el rostro
Inconsolable:
-Y en el confuso
Mundo fragante
Que en la profunda
Sombra se abre,
Donde en solemne
Silencio nacen
Flores eternas
Y colosales,
Y sobre el dorso
De aves gigantes
Despiertan besos
Inacabables,
— Risueño y vivo
Surge otro ángel!
ΠΛΑΝΗΤΑΣ ΕΡΩΤΑΣ
Γιε μου, ψάχνοντας σε
Θάλασες διασχίζω:
Τα κύματα καλόβολα
Σε σεάν με φέρνουν:
Οι δροσεροί άνεμοι
Τις σάρκες μου καθαρίζουν
Απ’ τα σκουλήκια
Των πόλεων;
Αλλά οδεύω λυπημένος
Γιτί στις θάλασσες μέσα
Διόλου δεν μπορώ
Το αίμα μου να χύσω.
Γιατί σε μένα τα όμοια
Και ήσυχα κύματα;
Γιατί σε μένα τα σύννεφα,
Ιπτάμενα κοσμήματα;
Γιατί σε μένα τα νωθρά
Παιχνίδίσματα του αέρα;
Προς τι η ευέξαπτη
Φωνή των τυφώνων;
Αυτούς—το μέτωπο μου
Έτοιμο είναι να τους δαμάσει!
Στα λάγνα
Και φευγαλέα φιλιά
Απ’ τις συχνές
Αγαπημένες δροσιές,
— τα δυο μου μάγουλα
Στεγνά και ξεραμένα είναι,
Από ένα φιλί ατέλειωτο
Πάντα σπαραγμένα!
Και για ποιον, ο νωθρός
Ωχρός άγγελος
Που εδώ στο στήθος μου
Τα φτερά ανοίγει
Και τους κουρασμένους
Που απ’ αυτόν προστατεύονται
Κι απ’ αυτόν θρέφονται
Ψάχνει με λαχτάρα;
Ποιον αγκαλιάζει
Με τα απαλά
Συννεφένια φτερά του
Ο πλανόβιος έρωτας μου;
Ελέυθεροι από σκλάβους
Οι ουρανοί και οι θάλασσες,
Αλλά διόλου δεν μπορώ
Το αίμα μου να χύσω!
Και κλάιει ο λευκός
Χλωμός άγγελος:
Οι ζήλιες τ’ ουρανού
Τον κάνουν να κλαίνε,
Γιατί όλα τα καλύπτει
Με τα μεγάλα φτερά του!
Τα πάλλευκα φτερά του
Κλείνει και σφραγίζει
Με αυτά το απαρηγόρητο
Πρόσωπο
Και μες στον συγχισμένο
Κόσμο τον μυριστό
Που στη βαθιά
Σκιά ανοίγεται,
Όπου μες σε γαλήνια
Σιωπή γεννιούνται
Αιώνια και κολοσιαία
Λουλούδια,
Και πάνω στη ράχη
Των γιγάντιων πουλιών
Ξυπνούν ατέλειωτα
Φιλιά,
— Χαρωπός και ζωντανός
Ξεπετιέται ένας άλλος άγγελος!
SOBRE MI HOMBRO
Ved: sentado lo llevo
Sobre mi hombro:
Oculto va, y visible
Para mí solo!
Él me ciñe las sienes
Con su redondo
Brazo, cuando a las fieras
Penas me postro:— Cuando el cabello hirsuto
Yérguese y hosco,
Cual de interna tormenta
Símbolo torvo,
Como un beso que vuela
Siento en el tosco Cráneo: su mano amansa
El bridón loco!—
Cuando en medio del recio
Camino lóbrego,
Sonrío, y desmayado
Del raro gozo,
La mano tiendo en busca
De amigo apoyo,—
Es que un beso invisible
Me da el hermoso
Niño que va sentado
Sobre mi hombro.
ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΩΜΟ ΜΟΥ
Δέστε: καθισμένο το κουβαλώ
Πάνω στον ώμο μου:
Κρυμμένο είναι, και ορατό
Από μένα μόνο!
Αυτό μου σφίγγει τα μηλίγγια
Με το θροφαντό του
Μπράτσο, όταν μέσα στις βαθιές τις λύπες συντρίβομαι:— Όταν το ανέμελο μαλλί μου
ανεμίζει τραχύ,
Σαν από ένα
εσωτερικό παιδεμό
Σύμβολο άγριο,
Σαν ένα φιλί που πετά
Νιώθω στο τραχύ μου
Κρανίο: το χέρι του ημερώνει
Το τρελό χαλινάρι!—
Όταν μέσα στη
φούρια μου
Βαδίζω σκοτεινός,
Χαμογελώ, και λιπόθυμος
Απ’ την παράξενη απόλαυση,
Το χέρι απλώνω
σε αναζήτηση
Του φίλου υποστηρικτή μου,—
Είναι γιατί ένα φιλί αόρατο
Μου δίνει το όμορφο
Μικρό παιδί που καθισμένο είναι
Πάνω
στον ώμο μου.
TÓRTOLA BLANCA
El aire está espeso,
La alfombra manchada,
Las luces ardientes,
Revuelta la sala;
Y acá entre divanes
Y allá entre otomanas,
Tropiézase en restos
De tules,— o de alas!
Un baile parece
De copas exhaustas!
Despierto está el cuerpo,
Dormida está el alma;
¡Qué férvido el valse!
¡Qué alegre la danza!
¡Qué fiera hay dormida
Cuando el baile acaba!
Detona, chispea,
Espuma, se vacía,
Y expira dichosa
La rubia champaña:
Los ojos fulguran,
Las manos abrasan,
De tiernas palomas
Se nutren las águilas;
Don Juanes lucientes
Devoran Rosauras;
Fermenta y rebosa
La inquieta palabra;
Estrecha en su cárcel
La vida incendiada,
En risas se rompe
Y en lava y en llamas;
Y lirios se quiebran,
Y violas se manchan,
Y giran las gentes,
Y ondulan y valsan;
Mariposas rojas
Inundan la sala,
Y en la alfombra muere
La tórtola blanca.
Yo fiero rehúso
La copa labrada;
Traspaso a un sediento
La alegre champaña;
Pálido recojo
La tórtola hollada;
Y en su fiesta dejo
Las fieras humanas;
— Que el balcón azotan
Dos alitas blancas
Que llenas de miedo
Temblando me llaman.
ΛΕΥΚΟ ΤΡΥΓΟΝΙ
Ο αέρας βαρύς είναι,
Το χαλί λεκιασμένο,
Τα φώτα αναμμένα,
Ανάστατη η σάλα;
Κι εκεί μες στα ντιβάνια
Και πέρα μέσα στις οθωμανές,
Παραπατάνε με κομμάτια
Από τούλια,— η από φτερά!
Ένας χορός μοιάζει
Με κούπες στραγγιγμένες!
Άγρυπνο το κορμί είναι,
Και κοιμισμένη η ψυχή;
Τι παθιασμένο το βαλς!
Τι χαρούμενος ο χορός!
Ποια άγρια είναι κοιμισμένη
Όταν ο χορός τελειώνει!
Τινάζεται, σπιθίζει,
Αφρίζει, αδειάζει,
Και ευχάριστη χύνεται
Η ξανθή σαμπάνια:
Τα μάτια λάμπουν,
Τα χέρια αγκαλιάζουν,
Από τα τρυφερά περιστέρια
Θρέφονται οι αετοί;
Οι Δόνες Χουάνες οι λαμπερές
Κατασπαράζουν τις Ροσάουρες;
Δουλεμένη και πληθωρική
Η άγρυπνη λέξη;
Στη φυλακή της περιορισμένη
Η ζωή η φλογισμένη,
Σε γέλια ξεσπά
Με λάβα και φωτιές;
Κι οι κρίνοι σπάζουν,
Και οι βιολέτες λεκιάζουν,
Και στριφογυρίζει ο κόσμος,
Και κυματιστός χορεύει;
Πεταλούδες κόκκινες
Πλημυρίζουν τη σάλα,
Και στο χαλί πεθαίνει
Το λευκό τρυγόνι.
Εγώ άγριος αρνούμαι
Το κύπελο το δουλεμένο;
Και δίνω σε ένα διψασμένο
Την ευωδιαστή σαμπάνια;
Χλωμός μαζεύω
Το πατημένο ορτύκι;
Και στη γιορτή τους αφήνω
Τα ανθρώπινα θηρία;
— Γιατί το μπαλκόνι μαστιγώνουν
Δυο λευκά φτερά
Που γεμάτα φόβο
Τρέμοντας με καλούν.
VALLE LOZANO
Dígame mi labriego
Cómo es que ha andado
En esta noche lóbrega
Este hondo campo?
Dígame de qué flores
Untó el arado,
Que la tierra olorosa
Trasciende a nardos?
Dígame de qué ríos
Regó este prado,
Que era un valle muy negro
Y ora es lozano?
Otros, con dagas grandes
Mi pecho araron:
Pues ¿qué hierro es el tuyo
Que no hace daño?
Y esto dije— y el niño
Riendo me trajo
En sus dos manos blancas
Un beso casto.
ΕΥΦΟΡΗ ΠΕΔΙΑΔΑ
Πες μου αγρότη
Πως πήγε η δουλειά
Σ’ αυτή τη μάυρη νύχτα
Σ’ αυτό το βαθύ κάμπο;
Πες μου ποια λουλούδια
Κάλυψε το αλέτρι,
Που η μυρωδάτη γη
Τα άλλαξε σε νάρδους;
Πες μου από ποια ποτάμια αρδεύτηκε αυτό το λιβάδι,
Που ήταν ένας σκοτεινός κάμπος
Και τώρα εύφορο είναι;
Άλλοι, με μεγάλα ξίφη
Το στήθος μου
όργωσαν:
Λοιπόν από τι σίδερο είναι το δικό σου
που ζημιά δεν κάνει;
Κι αυτό είπα— και το μικρό παιδί
Γελώντας μου έφερε
Μες στα δυο λευκά του χέρια
Ένα αγνό φιλί.
MI DESPENSERO
Qué me das? Chipre?
Yo no lo quiero:
Ni rey de bolsa
Ni posaderos
Tienen del vino
Que yo deseo;
Ni es de cristales
De cristaleros
La dulce copa
En que lo bebo.
Mas está ausente
Mi despensero,
Y de otro vino
Yo nunca bebo.
Ο ΚΑΠΕΛΑΣ ΜΟΥ
Τι μου δίνεις;
Την Κύπρο;
Εγώ δεν τη θέλω:
Ούτε βασιλιάς με τσέπη
Ούτε χρηματιστές
Έχουν το κρασί
Που εγώ θέλω ;
Ούτε είναι από κρύσταλλα
Των κρυσταλοποιών
Το γλυκό ποτήρι
Όπου εγώ το πινω .
Αλλά είναι απών
Ο κάπελας μου,
Κι από άλλο κρασί
Εγώ ποτέ
δεν πίνω.
ROSILLA NUEVA
Traidor!
Con qué arma de oro
Me has cautivado?
Pues yo tengo coraza
De hierro áspero.
Hiela el dolor: el pecho
Trueca en peñasco.
Y así como la nieve,
Del sol al blando
Rayo, suelta el magnífico
Manto plateado,
Y salta en hilo alegre
Al valle pálido,
Y las rosillas nuevas
Riega magnánimo;
— Así, guerrero fúlgido,
Roto a tu paso,
Humildoso y alegre
Rueda el peñasco;
Y cual lebrel sumiso
Busca saltando
A la rosilla nueva
Del valle pálido
Versos.
ΝΕΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑΚΙ
Προδότη!
Με ποιο άρμα από χρυσάφι
Με έχεις συνεπάρει?
Λοιπόν εγώ έχω πανοπλία
Από σκληρό ατσάλι.
Παγώνει ο πόνος: το στήθος
Αλλάζει σε ξέρα.
Και έτσι όπως το χιόνι,
Απ’ την απαλή του ήλιου
Την αχτίδα, γίνεται
Θαυμάσια ασημωμένη
Κάπα,
Και με χαρούμενες κλωστές πηδά
Μες στην ωχρή κοιλάδα,
Και τα νέα
τριανταφυλλάκια
αρδεύει πραυντικό;
— Έτσι, πολεμιστή λαμπρέ,
Σπασμένος απ’ το βήμα σου, Ταπεινός και χαρούμενος
Κυλά ο βράχος;
Και σαν σκυλάκι υπάκουο
Ψάχνει πηδώντας
Απ’ τη νέα τριανατφυλλιά
Της ωχρής κοιλάδας.
Στίχους
VERSOS LIBRES
Mis Versos
Estos son mis versos. Son como son. A nadie los pedí prestados. Mientras no pude encerrar íntegras mis visiones en una forma adecuada a ellas, dejé volar mis visiones: oh, cuánto áureo amigo que ya nunca ha vuelto. Pero la poesía tiene su honradez, y yo he querido siempre ser honrado. Recortar versos, también sé, pero no quiero. Así como cada hombre trae su fisonomía, cada inspiración trae su lenguaje. Amo las sonoridades difíciles, el verso escultórico, vibrante como la porcelana, volador como un ave, ardiente y arrollador como una lengua de lava. El verso ha de ser como una espada reluciente, que deja a los espectadores la memoria de un guerrero que va camino al cielo, y al envainarla en el sol, se rompe en alas.
Tajos son estos de mis propias entrañas, mis guerreros:—Ninguno me ha salido, recalentado, artificioso, recompuesto, de la mente; sino como las lágrimas salen de los ojos y la sangre sale a borbotones de la herida.
No zurcí de este y aquel, sino sajé en mí mismo. Van escritos, no en tinta de Academia, sino en mi propia sangre. Lo que aquí doy a ver lo he visto antes, (yo lo he visto, yo).— Y he visto mucho más, que huyó sin darme tiempo a que copiara sus rasgos.—De la extrañeza, singularidad, prisa, amontonamiento, de mis visiones, yo mismo tuve la culpa, que las he hecho surgir ante mí como las copio. De la copia, yo soy el responsable. Hallé quebrantadas las vestiduras, y otras no y usé de estos colores. Ya sé que no son usados.— Amo las sonoridades difíciles y la sinceridad, aunque pueda parecer brutal.
Todo lo que han de decir, ya lo sé, lo he meditado completo, y me lo tengo contestado.— He querido ser leal, y si pequé, no me arrepiento de haber pecado.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Οι στίχοι μου
Αυτοί είναι οι στίχοι μου. Είναι όπως είναι. Από κανέναν δεν τους ζήτησα δανεικούς. Καθώς δεν μπόρεσα να συμπεριλλάβω ακέραια τα οράματα μου με μια μορφή κατάλληλη σ’ αυτούς, τα άφησα να πετάξουν ελεύθερα: ω, πόσο αέρινος αυτός μου ο φίλος που ποτέ δεν επέστρεψε. Αλλά η ποίηση έχει την εντιμότητα της,εγώ πάντα ήθελα να είμαι τιμημένος. Να ψαλιδίσω στίχους, φυσικά το ξέρω, αλλά δεν θέλω. Έτσι όπως κάθε άνθρωπος καταθέτει την φυσιογνωμία του, κάθε έμπνευση φέρνει μαζί της τη γλώσσα της. Αγαπώ τις δύσκολες ηχηρότητες, τον δουλεμένο ήχο, τον κουδουμιστό όπως η πορσελάνη, τον πετούμενο σαν ένα πουλί, τον φλεγόμενο και τυλιγμένο σαν μια γλώσσα από λάβα. Ο στίχος πρέπει να είναι σαν ένα αστραφτερό σπαθί, που αφήνει στους αναγνώστες τη μνήμη ενός πολεμιστή που οδεύει κατά τον ουρανό, και καθώς μπαίνει το σπαθί του στο θηκάρι του μες στον ήλιο, λύνεται σε φτερά.
Κοψίματα είναι οι στίχοι μου των σωθικών μου, οι πολεμιστές μου:—Κανένας δε μου βγήκε, ξαναζεσταμένος, φτιασιδωμένος, ανασυνθεμένος,απ’ το νου μου; αλλά όπως τα δάκρυα χύνονταια απ’ τα μάτια και το αίμα βγαίνει με πίδακες απ’ την πληγή.
Δε μαντάρησα αυτό η εκείνο, αλλά κομματιάστηκα εγώ ο ίδιος. Είναι γραμμένοι, όχι με το μελάνι της Ακαδημίας, αλλά με το ίδιο μου το αίμα. Αυτό που εδώ αφήνω να φανεί, (εγώ το είδα, εγώ).— Και είδα πολλά περισσότερα,που βγήκαν δίχως να προλάβω να περιγράψω τα ακριβή χαρακτηριστικά τους.—Από την παραξενιά, τη μοναδικότητα, τη βιασύνη, τη συσσώρευση, από τα οράματα μου, εγώ ο ίδιος έφταιξα,που τα άφησα να φανούν μπροστά μου όπως τα αντιγράφω. Για την αντιγραφή, εγώ είμαι ο υπέυθυνος.Θα βρω κομματιασμένα τα ενδύματα τους, και άλλα όχι, και χρησιμοποίησα αυτά τα χρώματα. Πια ξέρω ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν.— Αγαπώ τις δύσκολες ηχηρότητες και τη σοβρότητα, ακόμα κι όταν θα φαινόταν βάρβαρη.Όλα αυτά που θα πω, ήδη τα ξέρω, τα έχω πλήρως στοχαστεί, και τα έχω απαντήσει.Θέλησα να είμαι πιστός, και να έσφαλα, δεν μετανιώνω που έσφαλα.
A MI ALMA
Llegada la hora del trabajo.
¡Ea, jamelgo! De los montes de oro
Baja, y de andar en prados bien olientes
Y de aventar con los ligeros cascos
Mures y viboreznos, y al sol rubio
Mecer gentil las brilladoras crines!
¡Ea, jamelgo! Del camino oscuro
Que va do no se sabe, esta es posada,
Y de pagar se tiene al hostelero!
Luego será la gorja, luego el llano,
Luego el prado oloroso, el alto monte:
Hoy, bájese el jamelgo, que le aguarda
Cabe el duro ronzal la gruesa albarda.
ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Ήρθε η ώρα για δουλειά.
Άντε, ψωράλογο! Απ’ τα χρυσά τα βουνά
Κατέβα, κι απ’ το πέρασμα σου απ’ τα ευωδιαστά λιβάδια
Και πηδώντας με τις σβέλτες οπλές σου
Τοίχους και φιδότοπους, στον ξανθό τον ήλιο
Απόθεσε ευγενικό τ’ αστραφτερά σου χάμουρα!
Άντε, ψωράλογο! Από τη σκοτεινή τη στράτα
Που δε ξέρει κανείς που πάει, αυτό εδώ είναι το πανδοχείο,
Και να πληρωθεί πρέπει κι ο πανδοχέας!
Μετά θα έρθει το χλιμίντρισμα, μετά η απλάδα,
Μετά το ευωδιαστό λιβάδι και το ψηλό βουνό:
Σήμερα, ας κατέβει το ψωράλογο, γιατί το περιμένει
Χωράει το σκληρό το καπίστρι στο σκληρό σαμάρι.
AL BUEN PEDRO
Dicen, buen Pedro, que de mí murmuras
Porque tras mis orejas el cabello
En crespas ondas su caudal levanta:
¡Diles, bribón, que mientras tú en festines
En rubios caldos y en fragantes pomas,
Entre mancebas del astuto Norte,
De tus esclavos el sudor sangriento
Torcido en oro bebes descuidado,—
bebes
Pensativo, febril, pálido, grave,
Mi pan rebano en solitaria mesa
Pidiendo ¡oh triste! al aire sordo modo
De libertar de su infortunio al siervo
Y de tu infamia a ti!—
Y en estos lances,
Suéleme,
Pedro, en la apretada bolsa
Faltar la monedilla que reclama
Con sus húmedas manos el barbero.
ΣΤΟΝ ΚΑΛΟ ΠΕΔΡΟ
Λένε, καλέ μου Πέδρο, πως για μένα μουρμουρίζεις
Γιατί πίσω απ’ τα αυτιά μου του μαλλίού μου
Κυματιστό ως τις ρίζες του ανατσουτσουρώνεται:
Πες τους, μπεκρούλιακα, ότι ενώ εσύ σε γιορτές
Με ψανθές ψαρόσουπες και με αρωματικά ποτά,
Ανάμεσα σε νεαρές του πανούργου Βορρά,
Απ’ τους σκλάβους σου τον ματωμένο ιδρώτα
Αλλαγμένο σε χρυσάφι πίνεις αδιάφορος,—
πίνεις
Σκεφτικός, πυρετώδης, πελιδνός, σκληρός,
Το ψωμί μου σαβουρώνω σε μοναχικό τραπέζι
Ζητώντας,ω χαμένε! Απ’ τον κωφάλαλο αέρα
Να ελευθερώσει απ’ την κακοτυχιά του τον δούλο
Και από την ατιμία εσένα!—
Και σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς,
Μου συμβαίνει,
Πέδρο, στη στενή μου τσέπη
Να λείπουν οι πενταροδεκάρες που δείχνουν
Με τα υδρωμένα του χέρια τον κουρέα.
[ESTE EL SEPULCRO]
De la noche [...] no serán más grandes que la propia!
Con el amor!—
este el sepulcro
Lidiaré solo Únjanse presto
Soldados del amor todos los hombres
Oh senado terrible.
Cual próvido frutal sus pomas cría
De sus obras de paz cuentes los hombres [...]
En calma espera
Los culpables jueces a que rindan
[ΑΥΤΟΣ Ο ΤΑΦΟΣ]
Της νύχτας [...] δεν θα είναι πιο μεγάλοι απ’ την ίδια!
Με τον έρωτα!—
αυτός ο τάφος
Θα παλέψω μόνος
Στρατιώτες του έρωτα όλοι οι άνθρωποι
Ω Γερουσία τρομερή.
Σαν ένας εύφορος φρουτόκηπος τα φρούτα του εκτρέφει
Από τα ειρηνικά τους έργα να μετρά τους ανθρώπους [...]
Ήσυχα περιμένει
Τους φταίχτες κριτές να λογοδοτήσουν
EL PADRE SUIZO
Little Rock, Arkansas, Septiembre 1.—“El Miércoles por la noche, cerca de París, condado de Logan, un suizo, llamado Edward Schwerzmann, llevó a sus tres hijos, de dieciocho meses el uno, y cuatro y cinco años los otros, al borde de un pozo, y los echó en el pozo, y él se echó tras ellos. Dicen que Schwerzmann obró en un momento de locura.—” Telegrama publicado en N. York.
Dicen que un suizo, de cabello rubio
Y ojos secos y cóncavos, mirando
Con ardiente amor a sus tres hijos,
desolado
Besó sus pies, sus manos, sus delgadas,
Secas, enfermas, amarillas manos:
— Y súbito, tremendo, cual airado
Tigre que al cazador sus hijos roba,
Dio con los tres, y con sí mismo luego,
En hondo pozo,— y los robó a la vida!
Dicen que el bosque iluminó radiante
Una rojiza luz, y que a la boca
Del pozo oscuro,— sueltos los cabellos,
Cual corona de llamas que al monarca
Doloroso, al humano, solo al borde
Del antro funeral la sien desciñe,—
La mano ruda a un tronco seco asida,
— Contra el pecho huesoso, que sus uñas
Mismas sajaron, los hijuelos mudos
Por su brazo sujetos, como en noche
De tempestad las aves en su nido,—
El alma a Dios, los ojos a la selva,
Retaba el suizo al cielo, y en su torno
Pareció que la tierra iluminaba
Luz de héroe, y que el reino de la sombra
La muerte de un gigante estremecía!
¡Padre sublime, espíritu supremo
Que por salvar los delicados hombros
De sus hijuelos, de la carga dura
De la vida sin fe, sin patria, torva
Vida sin fin seguro y cauce abierto,
Sobre sus hombros colosales puso
De su crimen feroz la carga horrenda!
Los árboles temblaban, y en su pecho
Huesoso, los seis ojos espantados
De los pálidos niños, seis estrellas
Para guiar al padre iluminadas,
Por el reino del crimen, parecían!
¡Ve, bravo! ¡ve, gigante! ¡ve, amoroso
Loco! y las venenosas zarzas pisa
Que roen como tósigos las plantas
Del criminal, en el dominio lóbrego
Donde andan sin cesar los asesinos!
¡Ve! —que las seis estrellas luminosas
Te seguirán, y te guiarán, y ayuda
A tus hombros darán cuantos hubieran
Bebido el vino amargo de la vida!
Ο ΕΛΒΕΤΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ
Λιτλ Ροκ, Αρκάνσας, 1η του Σεπτέμβρη.—“Τη νύχτα της Δευτέρας, κοντά στο Παρίσι, κομητεία του Λόγκαν, ένας Ελβετός, επονομαζόμενος Έντουαρντ Σβέρτσμαν, οδήγησε το τρία παιδιά του,δεκαοχτώ μηνών το πρώτο, και τεσσάρων και πέντε χρονών τα άλλα δυο, στο χείλος ενός πηγαδιού, και τα έριξε μέσα του, και έπεσε κι αυτός μετά απ’ αυτά. Λένε ότι ο Σβέρτσμαν το έκανε σε μια στιγμή τρέλας.—” Τηλεγράφημα δημοσιοποιημένο στη Νέα Υόρκη.
Λένε πως ένας Ελβετός, με ξανθά μαλιά
Και στεγνά και πεταχτά μάτια,κοιτάζοντας
Με παθιασμένη αγάπη τα τρία του παιδιά,
απελπισμένος
Φίλησε τα πόδια τους, τα χέρια τους, τα λιγνά,
Στεγνά, άρρωστα, κίτρινα ΄χερια τους:
— Κι αμέσως, αμείληκτος, σαν ιπτάμενος
Τίγρης που στον κυνηγό που τα παιδιά του έκλεψε,
Τα έριξε και τα τρία, και βούτηξε κι ο ίδιος μετά,
Μες στο βαθύ πηγάδι,— και τους έκλεψε τη ζωή!
Λένε ότι το δάσος φωτίστηκε από ένα αχτιδοβόλο
Κοκκινωπό φως, και ότι στο φιλιατρό
Του σκοτεινού πηγαδιού,— λυτά ατα μαλλιά,
Σαν μια κορώνα από φλόγες που στο μονάρχη
Τον πονεμένο, στον άνθρωπο, μόνο στο χείλος
Του νεκρικού άντρου το μηλίγκι λύνει,—
Το βάναυσο χέρι σε ένα ξερό κορμό απλώνει,
— Πάνω στο κοκαλιάρικο στήθος του, που τα νύχια τους
Τα ίδια έγδαραν, τα βουβά παιδάκια του
Απ’ το μπράτσο του πιασμένα, όπως σε νύχτα
Καταιγίδας τα πουλιά μες στη φωλιά τους,—
Τη ψυχή στο Θεό, τα μάτια του στο δάσος,
Retaba ο Ελβετός στον ουρανό, και γύρω του
Φάνηκε ότι τη γη φώτιζε
Το φως του ήρωα, και ότι το βασίλειο των σκιών
Από το θάνατο ενός γίγαντα ταράσσονταν!
Πατέρα υψηλέ, υπέρτατο πνεύμα
Που για να σώσεις τους τρυφερούς ώμους
Των μωρών σου, από το βαρύ φορτίο
Μιας ζωής δίχως πίστη, δίχως πατρίδα, torva
Ζωή δίχως σίγουρο τέλος και ανοιχτή κοίτη,
Πάνω στους κολοσιαίους του ώμους έβαλε
Του άγριου εγκλήματος του το φοβερό φορτίο!
Τα δέντρα έτρεμαν, και στο κοκαλιάρικο
Στήθος του, τα έξι μάτια απαρηγόρητα
Των χλωμών μωρών, έξι αστέρια
Για να οδηγήσουν τον πατέρα φωτισμένα,
Από το βασίλειο του εγκλήματος, έμοιαζαν!
Έλα, μπράβε! ¡έλα, γίγαντα! ¡έλα, παθιασμένε
Τρελέ! και τα δηλητηριώδη βάτα πάτησε
Που ροκανίζουν σαν φαρμάκια τα φυτά
Του εγκληματία, στη σκοτεινή του περιοχή !
Έλα! —γιατί τά έξι φωτεινά αστέρια
Θα σε ακολουθήσουν, θα σε οδηγήσουν, και βοήθεια
Στους ώμους σου θα δώσουν όσοι θα έχουν πιει
Το πικρό κρασί της ζωής!
COPA CICLÓPEA
El día empieza ya en los aires miro
La copa amarga: ya mis labios tiemblan,
—No de temor, que prostituye,—de ira!... El Universo, en las mañanas alza
Medio dormido aún de un dulce sueño En las manos la tierra perezosa,
Copa inmortal, donde
Hierven al sol las fuerzas de la vida!― Al niño triscador, al venturoso
De alma tibia y mediocre, a la fragante Mujer que con los ojos desmayados Abrirse ve en el aire extrañas rosas, Iris la tierra es, roto en colores,— Raudal que juvenece y rueda limpio Por perfumado llano, y al retozo
Y al desmayo después plácido brinda!— Y para mí, porque a los hombres amo
Y mi gusto y mi bien terco descuido, La tierra melancólica aparece
Sobre mi frente que la vida bate. De lúgubre color inmenso yugo!
La frente encorvo, el cuello manso inclino, Y, con los labios apretados,muero.
ΚΥΚΛΩΠΕΙΑ ΚΟΥΠΑ
Η μέρα αρχίζει και πια μες στον αέρα βλέπω
Τη πικρή κούπα: πια τα χείλη μου τρέμουν,
—Όχι απ’ το φόβο , που εκπορνεύει,—από όργή!
... Το Σύμπαν, τα πρωινά υψώνει
Μισοκοιμισμένο ακόμα μέσα σε ένα γλυκό όνειρο
Μέσα στα χέρια της ράθυμης γης,
Αθάνατη μια κούπα, όπου
Κοχλάζουν στον ήλιο οι δυνάμεις της ζωής!― στο ζωηρό παιδί,το ευτυχισμένο
Με την ήπια και μετριοπαθή ψυχή, στην ευωδιαστή
Γυναίκα που με τα μάτια λιγόθυμα
Να ανοίγουν βλέπει στον ουρανό παράξενα ρόδα,
Ίριδα η γη είναι, χωρισμένη σε χρώματα,—Χείμαρρος που αναζωογονεί και κυλά καθαρός
Σε ευωδιαστή πεδιάδα, και στο ανεβοκατέβασμα του
Και στη λιποθυμία μετά ατάραχο κάνει πρόποση!— Και για μένα, επειδή τους ανθρώπους αγαπώ
Και το γούστο μου και το καλό μου επίμονα αμελώ,
Η γη μελαγχολική εμφανίζεται
Στο μέτωπο μου πάνω που η ζωή bate.
Του απέραντου μάυρου χρώματος σκλάβος!
Το μέτωπο κυρτώνω, την ήρεμη πλάτη μου γέρνω,
Και με τα χείλη σφιγμένα,πεθαίνω.
POMONA
Oh, ritmo de la carne, oh melodía, Oh licor vigorante, oh filtro dulce
De la hechicera forma!—No hay milagro
En el cuento de Lázaro, si Cristo
Llevó a su tumba una mujer hermosa!
Qué soy—quién es, sino Memnón en donde
Toda la luz del Universo canta,—
Y cauce humilde por do van revueltas, en que
Las eternas corrientes de la vida?
—Iba,—como arroyuelo que cansado
De regar plantas ásperas fenece,
Y, de amor por el noble
Sol transido,
A su fuego con gozo se evapora:
Iba,—cual jarra que el licor ligero Hinche, sacude, en el fermento rompe,
Y en silenciosos hilos abandona:
Iba,cual gladiador que sin combate Del incólume escudo ampara el rostro
Y el cuerpo rinde en la ignorada arena.
...Y súbito,—las fuerzas juveniles De un nuevo mar, el pecho rebosante
Hinchan y embargan,—el cansado brío
Arde otra vez,— y puebla el aire sano Música suave y blando olor de mieles!
Porque a mis ojos los fragantes brazos olorosos
En armónico gesto alzó Pomona.
ΠΟΜΟΝΑ
Ω, ρυθμέ της σάρκας, ω μελωδία, Ω αψύ λικέρ, ω γλυκό φίλτρο
Με τη σαγηνευτική μορφή!—Δεν υπάρχει θαύμα
Στη διήγημα του Λαζάρου, αν ο Χριστός
Έφερε ως τον τάφο του μια όμορφη γυναίκα!
Ποιος είμαι—ποιος είναι, εκτός απ’ τον Μέμνωνα όπου
Όλο το φως του Σύμπαντος τραγουδά,—
Και την ταπεινή κοίτη απ’ όπου πάνε ανάστατα,
Τα αιώνια ρεύματα της ζωής;
—Πήγαινα,—σαν ένα μικρό ρυάκι που κουρασμένο
Από το να ποτίζει άγρια φυτά fenece,
Και, από αγάπη για τον ευγενή
Περαστικό ήλιο,
Στη φωτιά του μέσα με απόλαυση εξατμίζεται:
Πήγαινα—σαν κανάτι που το απαλό λικέρ της
Πήζει, τινάζει, σε σπασμένο ένζυμο,
Και σε σιωπηλές κλωστές εγκαταλλείπει:
Πήγαινα,σαν τον μονομάχο που δίχως μάχη
Από την αβλαβή απίδα προστατεύει το πρόσωπο
Και το κορμί του ρίχνει μες στην άγνωστη αρένα.
...Και ξάφνου,—τις νεανικές δυνάμεις
Μιας νέας θάλασσας, το ησυχασμένο σττήθος του
Ταράζουν και σταματούν,—τττο βαρετό μπρίο
Καίει για άλλη μια φορά,— και γεμίζει τον πραυντικό αέρα
Μουσική απαλή και διακριτικό άρωμα από μέλια!
Γιατί μπροστά στα μάτια μου τα ευωδιαστά της μπράτσα
Με μια κίνηση αρμονική ύψωσε η Πομόνα.
DE TANTO HABER VIVIDO
De tanto haber vivido
Homagno, y de alma grande, se moría. Jóveno.
Dime, dime…
Cuál es el secreto cuál es la llave?
Amor, en quien la paz y luz residen
Amor, sol de la vida.
Coro de café:
Deteneos, dadme, amigos amor, café del alma.
De tanto haber vivido
Homagno, de tal sobrevivir,
Con el alma, que quema, se moría:
— Por las cóncavas sienes las canosas
Lasas guedejas le colgaban: hinca
Las silenciosas manos en los secos
Muslos: y cual bordes que el vacío aprieta
Los labios fieros e implacables junta;
[...]: los labios como augusta ofensa
Al negro pueblo universal, horrible
Pueblo infeliz y hediondo de los Midas,
— Junta, como quien niega: y en los claros
Ojos de ansia y amor, que la vislumbre
De la muerte feliz arroba, brilla
Como en selva nocturna blanca hoguera
La mirada cruel de un Dios que muere
Remordido de hormigas.―
ΑΠ’ ΟΣΑ ΕΧΩ ΖΗΣΕΙ
Από όσα έχω ζήσει
Ομάγκνο, και με μεγάλη ψυχή, θα πέθαινε κανείς.
Νέος.
Πες μου, πες μου…
Ποιο είναι το μυστικό ποιο είναι το κλειδί;
Αγάπη, στην οοία η ειρήνη και το φως κατοικούν
Αγάπη, ήλιος της ζωής.
Χορός του καφέ:
Σταματείστε, δώστε μου, φίλοι αγάπη, τον καφέ της ψυχής.
Από τα όσα έχω ζήσει
Ομάγκνο, από τα όσα επιβίωσα,
Με ην ψυχή, που φλέγεται, κάποιος θα πέθαινε:
— Από τα κοίλα μηλίγγια οι ψαρομάλλες
Όμοιες χαίτες λιονταριών του κρεμούσαν: καρφώνει
Τα σιωπηλά χέρια στους στεγνούς
Μύες:και σαν όρια που το κενό στενεύει
Τα σκληρά και αμείληκτα χείλη ενώνει;
[...]: τα χείλη σαν σεβάσμια προσβολή
Στον μαύρο παγκόσμιο λαό, τον τρομερό
Και δυστυχισμένο λαό και δύσοσμο των Μίδων,
— Ενώνει, όπως εκείνος που αρνείται: και στα φωτεινά
Μάτια τα όλο αγωνία και έρωτα, που η αστραπή
Του θανάτου ευτυχισμένη μονάδα,λάμπει
Όπως σε νυχτερινό δάσος λευκή φωτιά
Η σκληρή ματιά ενός Θεού που πεθαίνει
Μολυσμένος ξανά από τα μυρμήγκια μυρμήγκια.―
ISLA FAMOSA
Aquí estoy, solo estoy, despedazado.
Ruge el cielo: las nubes se aglomeran,
Y aprietan, y ennegrecen, y desgajan:
Los vapores del mar la roca ciñen:
Sacra angustia y horror mis ojos llenan
A qué, Naturaleza embravecida,
A qué la estéril soledad en torno
De quien de ansia de amor rebosa y muere?
Dónde, Cristo sin cruz, los ojos pones?
Dónde, oh sombra enemiga, dónde el ara
Digna por fin de recibir mi frente?
En pro de quién derramaré mi vida?
—Rasgose el velo: por un tajo ameno
De claro azul, como en sus lienzos abre Entre mazos de sombra
Díaz famoso,
El hombre triste de la roca mira
En lindo campo tropical, galanes
Blancos, y Venus negras, de unas flores Fétidas y fangosas coronados:
Danzando van: a cada giro nuevo
Bajo los muelles pies la tierra cede!
Y cuando en ancho beso los gastados,
Labios sin lustre ya, trémulos,
Sáltanles de los labios agoreras
verdes [...] aves de muerte.
ΔΙΑΣΗΜΗ ΝΗΣΟΣ
Εδώ είμαι, μόνος είμαι, απελπισμένος.
Βρυχάται ο ουρανός: τα σύννεφα μαζεύονται,
Και πυκνώνουν, και μαυρίζουν, κι χωρίζουν:
Οι αφροί της θάλασσας το βράχο ζώνουν:
Ιερή αγωνιά και τρόμος τα μάτια μου γεμίζουν
Για τι, η Φύση η αγριεμένη,
Για ποιον η άγονη μοναξιά γύρω
Για ποιον από αγωνία και από έρωτα ξεχειλίζει και πεθάινει ?
Που, Χριστέ δίχως σταυρό, τα μάτια στρέφεις?
Που, ω εχθρική σκιά, dónde el ara
Ικανή τελικά να δεχτεί το στήθος μου;
Προς χάριν τινος θα εκχωρίσω τη ζωή μου;
—Σκίζεται το πέπλο: από ένα ευχάριστο σκίσιμο
Του ανοιχτού γαλάζιου, όπως στους καμβάδες του αναίγει
Ανάμες α στρώσεις σκιάς
Ο διάσημος Ντίαθ,
Ο θλιμμένος άνθρωπος απ’ το βράχο βλέπει
Μέσα στον ωραίο τροπικό κάμπο, τους ευγενείς
Λευκούς, και τις μαύρες Αφροδίτες, με κάποια λουλούδια
Δυσώδη και λασπωμένα στεφανωμένους:
Χορεύοντας πάνε: σε κάθε νέο γύρο
Κάτω απ’ τα στιβαρά της πόδια η γη υποχωρεί!
Και όταν απ’ το μακρύ φιλί ξοδεμένα,
Είναι τα άχρωμα και τρεμάμενα χείλη,
Απ’ τα χείλη ξεπηδούν πουλιά
πράσινα..πουλιά του θανάτου.
SED DE BELLEZA
Solo, estoy solo: viene el verso amigo, Como el esposo diligente acude
De la erizada tórtola al reclamo. Cual de los altos montes en deshielo Por breñas y por valles en copiosos Hilos las nieves desatadas bajan— Así por mis entrañas oprimidas
Un balsámico amor y una celeste avaricia Celeste de hermosura se derraman.
Tal desde el vasto azul, sobre la tierra, Cual si de alma de virgen la sombría Humanidad sangrienta perfumasen, Su luz benigna las estrellas vierten Esposas del silencio!—y de las flores Tal el aroma vago se levanta.
Dadme lo sumo y lo perfecto: dadme Un dibujo de Angelo: una espada Con puño de Cellini, más hermosa Que las techumbres de marfil calado
Que se place en labrar Naturaleza.
El cráneo augusto dadme donde ardieron El universo Hamlet y la furia Tempestuosa del moro:—la manceba India que a orillas del ameno río
Que del viejo Chitchén los muros baña A la sombra de un plátano pomposo
Y sus propios cabellos, el esbelto Cuerpo bruñido y nítido enjugaba. Dadme mi cielo azul,... dadme la pura Alma de mármol que al soberbio Louvre Dio, cual su espuma y flor, Milo famosa.
ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ
Μόνος, μόνος είμαι: φίλος μου έρχεται ο στίχος, Όπως στο κάλεσμα της ξαναμμένης περιστέρας Γοργό το ταίρι σπεύδει.
Κι όπως απ’ τα ψηλά βουνά εκεί που οι πάγοι λιώνουν Μέσα από πλούσια ρυάκια από γκρεμνά και χούνες Με τα λιωμένα χιόνια να κατρακυλάνε
Έτσι απ’ τα πλακωμένα σωθικά μου
σαν από βάλσαμο η αγάπη και μια ουράνια λαιμαργία μέσα στην ομορφιά ξεχύνονται..
Έτσι απ’ τον απέραντο ουρανό, κι από τη γη απάνω, όπως σαν από ψυχή παρθένας η σκυθρωπή
και ματωμένη ανθρωπότη σα να αρωματίζονταν, Το πραϋντικό τους φως τ’ αστέρια χύνουν Σύζυγοι πιστοί της σιωπής! –κι απ’ τα λουλούδια Ένα άρωμα ακαθόριστο σκορπιέται.
Δώστε μου το τέλειο και το όλο: του Μικελάντζελο Δώστε μου ένα σκίτσο: ένα σπαθί
Με του Τσελίνι τη λαβή, που ‘ναι πιο όμορφη Κι απ’ τις ανάερες τις φιλντισένιες στέγες εκεί Που τη Φύση του άρεσε να μαστορεύει.
Δώστε μου το εξαίσιο το καύκαλο όπου έκαψαν Τον Άμλετ τον παγκόσμιο και την καταιγιστική του Άραβα τη φούρια: -την Ινδιάνα
τη μαιτρέσα που στου ποταμιού τις όχθες Που του παλιού Τσιτσέν τα τείχη λούζει Στον ίσκιο ενός πομπώδικου πλατάνου
Όπως και τα μαλλιά της, εκεί όπου το σβέλτο στιλβωμένο και αστραφτερό στέγνωνε κορμί της.
Το γαλάζιο δώστε μου τον ουρανό μου..., την καθάρια δώστε μου, Την απαράμιλλη, την ήρεμη, την αιώνια
Του μαρμάρου τη ψυχή που στο υπεροπτικό το Λούβρο
Έδωσε, μαζί με τον αφρό της και το άνθος της, τη διάσημη της Μήλου Αφροδίτη.
¡OH,MARGARITA!
Una cita a la sombra de tu oscuro
Portal donde el friecillo nos convida
A apretarnos los dos, de tan estrecho
Modo, que un solo cuerpo los dos sean:
Deja que el aire zumbador resbale,
Cargado de salud, como travieso
Mozo que las corteja, entre las hojas,
Y en el pino
Rumor y majestad mi verso aprenda.
Sólo la noche del amor es digna.
La soledad, la oscuridad convienen.
Ya no se puede amar, ¡oh Margarita!
¡Ω, ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ!
Μια συνάντηση μας ση σκιά του σκοτεινού σου
Παραθυριού όπου το τσουχτερό κρύο μας καλεί
Ν’ αγκαλιαστούμε οι δυο μας , τόσο
Σφιχτά, και ένα μόνο κορμί τα δυο μας να ‘ναι:
Άφησε το βουερό αέρα να γλιστρήσει,
Όλος υγεία, σαν άτακτος
Νεαρός που φλερτάρει, ανάμεσα στα φύλλα,
και στον πευκώνα μέσα
Ρυθμό και μεγαλείο ο στίχο μου να μαθαίνει.
Μόνο η νύχτα του έρωτα αξίζει.
Η μοναξιά, η σκοτεινιά συγκατανεύουν.
πια δεν μπορεί κανείς να αγαπήσει, ω Μαργαρίτα!
ÁGUILA BLANCA
De pie, cada mañana,
Junto a mi áspero lecho está el verdugo.—pobre
Brilla el sol, nace el mundo, el aire ahuyenta
Del cráneo la malicia,
— Y mi águila infeliz, mi águila blanca
Que cada noche en mi alma se renueva,
Al alba universal las alas tiende
Y camino del sol emprende el vuelo.
Se alza, a saltos,
Y en vez del claro vuelo al sol altivo
Por entre pies, ensangrentada, rota,
De un grano en busca el águila se arrastra rastrea
Oh noche, sol del triste,
Donde su fuerza el corazón revive,
Perdura, apaga el sol, toma la forma
De mujer, libre y pura, a que yo pueda
Ungir tus pies, y con mis besos locos
Ceñir tu frente y calentar tus manos.
Líbrame, eterna noche, del verdugo,
O dale, a que me dé, con la primera
Alba, una limpia espada y redentora.
Que con qué la has de hacer?
Con luz de estrellas!
ΛΕΥΚΟΣ ΑΕΤΟΣ
Στο πόδι, κάθε πρωί,
Δίπλα στο σκληρό κρεβάτι μου βρίσκεται ο δήμιος.—φτωχός
Λάμπει ο ήλιος, γεννιέται ο κόσμος, ο αέρας διώχνει
Απ’ το κρανίο την κακία,
— Και ο δυστυχισμένος μου αετός, ο λευκός μου αετός
Που κάθε νύχτα μες στη ψυχή μου
αναγενιέται,
Στη συμπαντική ψυχή τα φτερά του απλώνει
Και κατά το δρόμο του ήλιου την πτήση του αρχίζει.
Υψώνεται, με πηδήματα,
Και αντί στη φωτεινή του πτήση ως τον αψηλό τον ήλιο
Κατά τα πόδια του τα πόδια μου, ματωμένος, τσακισμένος,
Στην αναζήτηση ενός σπυριού ο αετός ρίχνεται
Ω νύχτα, του θλιμένο ήλιε,
Όπου το σφρίγος της η καρδιά ανακτά,
Συντηρεί, σβήνει τον ήλιο, τη μορφή
παίρνει
Της γυναίκας, της ελεύθερης και αγνής, για να μπορέσω έγώ
Τα πόδια της να μυρώσω και με τα τρελά φιλιά μου
Το μέτωπο της ν’ αγγίξω και να ζεστάνω τα χέρια της.
Λευτέρωσε με, αιώνια νύχτα, από τον δήμιο,
Η δώστου, για να μου φέρει, με την πρώτη
Αυγή, ένα σπαθί καθάριο και λυτρωτικό.
Με τι λες να το φτιάξεις;
Με φως από αστέρια!
AMOR DE CIUDAD GRANDE
De gorja son y rapidez los tiempos: Corre cual luz la voz; en alta aguja Cual nave despeñada en sirte horrenda Húndese el rayo, y en ligera barca
El hombre, como alado, el aire hiende.
¡Así el amor, sin pompa ni misterio Muere, apenas nacido, de saciado! Jaula es la villa de palomas muertas Y ávidos cazadores! Si los pechos
Se rompen de los hombres, y las carnes Rotas por tierra ruedan, no han de verse Dentro más que frutillas estrujadas!
Se ama de pie, en las calles, entre el polvo De los salones y las plazas: muere
La flor el día en que nace. Aquella virgen Trémula que antes a la muerte daba
La mano pura que a ignorado mozo; El goce de temer; aquel salirse
Del pecho el corazón; el inefable Placer de merecer; el grato susto De caminar de prisa en derechura
Del hogar de la amada, y a sus puertas Como un niño feliz romper en llanto;— Y aquel mirar, de nuestro amor al fuego, Irse tiñendo de color las rosas,—
¡Ea, que son patrañas! Pues ¿quién tiene Tiempo de ser hidalgo? Bien que sienta, Cual áureo vaso o lienzo suntuoso Dama gentil en casa de magnate!
O si se tiene sed, se alarga el brazo Y a la copa que pasa, se la apura! Luego, la copa turbia al polvo rueda,
Y el hábil catador,—manchado el pecho De una sangre invisible,—sigue alegre Coronado de mirtos, su camino!
No son los cuerpos ya sino desechos, Y fosas, y jirones! Y las almas
No son ya como en el árbol fruta rica En cuya blanda piel la almíbar dulce En su sazón de madurez rebosa,— Sino fruta de plaza que a brutales Golpes el rudo labrador madura!
¡La edad es esta de los labios secos! De las noches sin sueño! De la vida
Estrujada en agraz! ¿Qué es lo que falta Que la ventura falta? Como liebre Azorada, el espíritu se esconde, Trémula huyendo al cazador que ríe, Cual en soto selvoso, en nuestro pecho; Y el Deseo, de brazo de la Fiebre,
Cual rico cazador recorre el soto.
¡Me espanta la ciudad! Toda está llena
de copas por vaciar, o huecas copas!
¡Tengo miedo ¡ay de mí! De que este vino tósigo sea, y en mis venas luego
cual duende vengador los dientes clave! Tengo sed,—mas de un vino que en la tierra No se sabe beber! ¡No he padecido Bastante aún, para romper el muro
Que me aparta ¡oh dolor! De mi viñedo! De vinillos humanos, esos vasos
Donde el jugo de lirio a grandes sorbos Sin compasión y sin temor se bebe!
Tomad! Yo soy honrado, y tengo miedo!
New York. Abril 1882.
ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΗΣ
Του συρμού είναι και διαβατικοί οι καιροί. Τρέχει σαν φως η φωνή; σε μια ψηλή κεραία, Σαν πλοίο καταβυθισμένο σε σύρτη τρομερή, Ο κεραυνός βυθίζεται, και σε μια στενή βάρκα Ο άνθρωπος, σαν ιπτάμενος, σκίζει τον αγέρα. Έτσι κι έρωτας, δίχως υπεροψία και μυστήριο Πεθαίνει, μόλις γεννηθεί, κορεσμένος!
Κλουβί είναι η φωλιά των νεκρών περιστεριών Και των άπληστων κυνηγών! Αν τα στήθη Ξεσκίζονται των ανθρώπων, κι οι σάρκες
Κομματιασμένης μες στη γη γυρνούν, δεν θα πρέπει να ειδωθούν Παρά μόνο σαν στυμμένα φρούτα!
Αγαπιούνται στα όρθια, μέσα στους δρόμους, μέσα στη σκόνη Των σαλονιών και των πλατειών; πεθαίνει
Το λουλούδι τη μέρα που γεννιέται. Εκείνη η παρθένα Έτρεμε γιατί πριν να πεθάνει
Το καθαρό της χέρι έδινε σε ένα άγνωστο μωρό; Η απόλαυση του φόβου; εκείνο το έβγα
Από το στήθος της καρδιάς; Η ανείπωτη Ηδονή του να μετράς; ο τρομαγμένος γάτος Που περπατά πάνω στο γείσο
Του δωματίου της ερωμένης, που στις πόρτες του Σαν ένα ευτυχισμένο μωρό ξεσπά στο κλάμα;
Κι εκείνο το κοίταγμα, του έρωτά μας μέσα στη φωτιά, Που καθώς χάνεται χρωματίζει τα τριαντάφυλλα, Εμπρός! Τι είναι τα ψέματα! Λοιπόν, ποιος έχει
Χρόνο για να γίνει ιδαλγός; ¡Καλά για να νιώσει,
Σαν χρυσαφένιο βάζο η σαν ένας καμβάς επιβλητικός, Η σαν μια ντάμα ευγενική στο σπίτι του μεγιστάνα!
Η αν υπάρξει δίψα, απομακρύνεται το μπράτσο Και το κύπελλο που περνά της τελειώνει!
Μετά, το θολό κύπελλο στη σκόνη επιστρέφει,
Και ο ειδικός γευσιγνώστης –με το στήθος λερωμένο Από ένα αόρατο αίμα– εξακολουθεί χαρούμενος
Με μύρτα στεφανωμένος, το δρόμο του! Δεν είναι πια τα σώματα παρά ξοδεμένα, Και τάφοι, και κουρέλια! Κι οι ψυχές
Δεν είναι όπως πάνω στο δέντρο οι καρποί οι ευλογημένοι Που στο μαλακό τους δέρμα το σιρόπι
Στην εποχή του της ωριμότητας ξεχειλίζει, Αλλά φρούτα της πλατείας που με βίαια
Χτυπήματα ο αγροίκος επεξεργαστής τα ωριμάζει!
Η εποχή είναι αυτή των ξερών χειλιών! Των νυχτών δίχως όνειρο! Της ζωής
Της στυμμένης σαν αγίνωτο φρούτο! Τι είναι αυτό που λείπει; Γιατί λείπει η καλοτυχιά; Σαν λαγός
Τρομαγμένος, το πνεύμα κρύβεται,
Τρεμάμενο κι από τον κυνηγό ξεφεύγει που γελάει, και χώνεται σαν πυκνό σύδεντρο, μέσα στο στήθος μας; Και ο πόθος, από του πυρετού το μπράτσο,
Σαν ένας πλούσιος κυνηγός διατρέχει σύδεντρο.
Με σκιάζει η πολιτεία! Είναι γεμάτη όλη
Με κύπελλα που είναι ν’ αδειάσουν, η με άδεια κύπελλα! Φοβάμαι, αλί σε μένα! Καθώς ετούτο το κρασί Ξινισμένο θα ‘ναι, και μες στις φλέβες μου μετά
Σαν δαιμόνιος τιμωρός τα δόντια θα καρφώσει! Διψώ; αλλά όχι για ένα κρασί που στη γη
Δε ξέρουν να το πίνουν! Δεν έχω υποφέρει Αρκετά ακόμα, για να σπάσω τον τοίχο Που με χωρίζει ,ω πόνε! απ’ το αμπέλι μου! Πάρτε εσείς, γευσιγνώστες ερειπωμένοι Των ανθρώπινων χυμών, αυτά τα κύπελλα
Όπου ο χυμός του κρίνου σε μεγάλες δόσεις Ανελέητα και δίχως φόβο πίνεται!
Πάρτε! Εγώ είμαι τίμιος, και φοβάμαι!
Νέα Υόρκη. Απρίλης,1882.
SE AMA DE PIE, EN LAS CALLES, POR LO OSCURO
Se ama de pie, en las calles, por lo oscuro
De los salones y las plazas.
Muere
La flor apenas nace.
Aquel divino
Gusto de merecer; aquel salirse
Del pecho el corazón; aquel sabroso
Miedo de visitar, y en el risueño
Rostro romper, cual lluvia alegre, el llanto
Aquel; al sol de amor, crecer sin prisa
En el patio natal la ardiente rosa:
Patrañas son, patrañas.
Nadie tiene
Tiempo de amar ¡De envilecerse, todos
Tienen tiempo sobrado! Bien que sienta
Como ilustre tazón o lienzo noble,
Bella consorte al ávido magnate,
O al fullero de amores novia rica
O en las noches de sed, a la indefensa
Copa el resuelto bebedor apura,
La copa turbia luego al polvo rueda
Y el hábil catador, manchado el pecho alma
De una sangre invisible, sigue ufano
Coronado de mirtos, su camino.
No son los cuerpos ya sino jirones,
Fosas, desechos.
Y las almas, negra Fruta venal de plaza q. a brutales
Golpes el rudo labrador madura.
¡La edad es esta de los labios secos,
De las noches sin sueño, de la vida
Estrujada en agraz
¿Qué es lo q. falta
Que la ventura falta?
Como liebre
Con la bala mortal, muere escondida,
El corazón del mundo. En su bandera
Se amortaja el amor. Se come al mundo
La pasión inmortal.
¿Hombres honrados,
De mujeres impuras? ¿Y felices
De la madre
El cerdo, cría
Cerdos.
El padre, flaco y codicioso,
Los gusanos engendra, los gusanos
De casaca y plastrón.
Desesperada
Pide al vicio un esposo la hermosura.
¡Pase la copa, pase!
Tengo miedo
De que el vino fatal, tósigo sea,
Que como duende vengador el diente viejo
En mis entrañas y en mi patria, clave!
ΑΓΑΠΙΩΝΤΑΙ ΣΤΑ ΟΡΘΙΑ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ,ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ
Αγαπιώνται στα όρθια, μέσα στους δρόμους, στα σκοτεινά μέρη
Μες στα σαλόνια και τις πλατείες.
Πεθαίνει
Μόλις γεννηθεί.
Εκείνο το θεικό
Γούστο του να αξίζεις; εκείνο το βγάλσιμο
Απ’ το στήθος της καρδιάς; εκείνος ο ευωδιαστός
Φόβος της επίσκεψης, και στο χαμογελαστό
Πρόσωπο το σπάσιμο, σαν χαρούμενη βροχή, ο θρήνος
Εκείνος; στον ήλιο του έρωτα, να μεγαλώνεια αβίαστα
Μες στη μεσαυλή εκεί όπυ γεννήθηκες το φλεγόμενο ρόδο:
Ψευδολογήματα είναι, ψέμματα.
Κανένας δεν έχει
Χρόνο για να αγαπήσει .Για να αγριέψουν, όλοι
Έχουν παραπανίσιο χρόνο! Καλά του κάθεται
Σαν διάσημη κούπα η διάσημος καμβάς,
Η όμορφη σύζυγος στον άπληστο μεγιστάνα,
Η στον απατεώνα με τους έρωτες μιας πλούσιας αρραβωνιαστικιάς
Η στις νύχτες της δίψας,το ανυπεράσπιστο
Κύπελλο ο αφημένος πότης εξαντλεί,
Το θολό κύπελλο μετά στη σκόνη κυλά
Και ο επιδέξιος γευσιγνώστης,με λερωμένο το στήθος
Από ένα αδιόρατο αίμα, συνεχίζει υπεροπτικά
Στεφανωμένος με μύρτα, το δρόμο του.
Δεν είναι τα κορμιά πια παρά κουρέλια,
τάφοι, τελειωμένα.
Κι οι ψυχές, μαύρα
Άγρια φρούτα της πλατείας που με σκληρά
Χτυπήματα ο αγροίκος εργάτης τα ωριμάζει.
Η ηλικία είναι αυτή με τα στεγνά χείλη,
Με τις νύχτες δίχως όνειρο, με τη ζωή
Στυμένη για τα καλά
Τι είναι αυτό που λείπει
Όταν η καλοτυχιά λείπει;
Σαν λαγός
Με το θανάσιμο βόλι, πεθαίνει κρυμμένη,
Η καρδιά του κόσμου. Στο λάβαρο του
Σαβανώνεται ο έρωτας. Ξοδεύεεται μες στον κόσμο
Το αθάνατο πάθος.
Άντρες τιμημένοι,
Από βρώμικες γυναίκες? Και ευλογημένοι
Απ’ τη μητέρα
Ο κέδρος, γεννά
Κέδρους.
Ο πατέρας, αδύναμος και άπληστος,
Τα σκουλήκια αναπαράγει, τα σκουλήκια
Με φολίδα και σάρκα .
Απελπισμένη
Ζητά απ’ το βίτσιο ένα σύζυγο η ομορφιά.
Πάρε το κύπελο, πάρτο!
Φοβάμαι
Πως το μοιραίο κρασί, αψύ θα είναι,
Ότι σαν εκδικητικό δαιμόνιο το δόντι
Μέσα στα σωθικά μου και στην πατρίδα μου, θα καρφωθεί!
MUJERES
Esta, es rubia: esa, oscura: aquella, extraña
Mujer de ojos de mar y cejas negras:
Y una cual palma egipcia alta y solemne
Y otra como un canario gorjeadora.
Pasan, y muerden: los cabellos luengos Echan, como una red: como un juguete
El húmedo pezón ponen al labio,
La lánguida beldad
Casto y febril del amador que a un templo
Con menos devoción que al cuerpo llega
De la mujer amada: ella, sin velos
Yace, y a su merced;—él, casto y mudo
En la inflamada sombra alza dichoso
Como un manto imperial de luz de aurora.
Cual un pájaro loco en tanto ausente
En frágil rama y en menudas flores
De la mujer el alma travesea:
Noble furor enciende al sacerdote
Y a la insensata, contra el ara augusta
Como una copa de cristal rompiera:
― Pájaros, solo pájaros: el alma
Su ardiente amor reserve al universo.
II
Vino hirviente es amor: del vaso afuera, Echa, brillando al Sol, la alegre espuma: Y en sus claras burbujas, desmayados Cuerpos, rizosos niños, cenadores Fragantes y amistosas alamedas
Y juguetones ciervos se retratan:
De joyas, de esmeraldas, de rubíes, De ónices y turquesas y del duro,
Diamante al fuego eterno derretidos,
Se hace el vino satánico: Mañana
El vaso sin ventura que lo tuvo Cual comido de hienas, y espantosa Lava mordente se verá quemado.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Αυτή, είναι ξανθιά: εκείνη, μελαχροινή: εκείνη, παράξενη
Γυναίκα με γαλανά μάτια και σκοτεινούς μορφασμούς:
Και κάποια σαν μια Αιγύπτια φοινικιά ψηλή και μεγαλόπρεπη
Κι η άλλη σαν ένα καναρίνι που τιτιβίζει.
Περνούν,και δαγκώνουν: τα χυτά τους μαλλιά
Απλώνουν, σαν ένα δίχτυ: σαν ένα παιδικό παιχνίδι
Την υγρή θηλή βάζουν στο χείλι τους,
Τη νωθρή ομορφιά
Αγνός και παθιασμένος του εραστή που με λιγότερη αφοσίωση
Απ’ ότι σε ένα ναό στο κορμί φτάνει
Της ποθητής γυναίκας: εκείνη, δίχως σκεπάσματα
Κείται, και στη διάθεση του;—αυτός, αγνός και βουβός
Στη φλογισμένη σκιά υψώνεται ευτυχισμένος
Σαν ένα αυτοκρατορικό μαντό από φως αυγινό.
Σαν ένα τρελό πουλί εν τω μεταξύ απόν
Σε αδύναμο κλαδί και σε τρυφερά λουλούδια
Της γυναίκας την ψυχή διαπερνά:
Ευγενή μανία ανάβει στον ιερέα
Και στην αλόγιστη, ενάντια στο σεβάσμιο όργωμα
Σαν ένα κύπελλο κρυστάλινο θα σπάσει:
― Πουλιά, μόνο πουλιά: η ψυχή
Το φλογερό της έρωτα θα διατηρήσει μέσα στο Σύμπαν.
II
Κρασί που κοχλάζει είναι ο έρωτας: από το βάζο έξω,
Ρίχνει,καθώς λάμπει στον ήλιο, το χαρούμενο αφρό: και στις φωτεινές φουσκάλες του, λιπόθυμα
Κορμιά, βοστρυχωτά μωρά, αρωματισμένα μέρη για δείπνα και φιλόξενες αλέες
Και παιχνιδιάρικα ελάφια απεικονίζονται:
Με στολίδια, με σμαράγδια, με ρουμπίνια ,
Με όνυχες και τυρκουάζ και με το σκληρό,
Διαμάντι στη φωτιά ξοδεμένα,
Φτιάχνεται το σατανικό κρασί: Αύριο
Το βάζο δίχως την καλοτυχιά που δεν είχε
Σαν φαγωμένο από ύαινες, και θλιβερή
Διαβρωτική λάβαθα φρανεί καμμένο.
HIRSUTA
Que como crin hirsuta de espantado
Caballo que en los troncos secos mira
Garras y dientes de tremendo lobo,
Mi destrozado verso se levanta...?
Sí,: pero se levanta!.a la manera
Como cuando el puñal se hunde en el cuello
De la res, sube al cielo hilo de sangre:
— Solo el amor, engendra melodías.
ΑΓΡΙΟ
Γιατί σαν ένα άγριο του θρήνου
κρίνο
Άλογο που μέσα απ’ τους ξηρούς κορμούς
κοιτάζει
Τα νύχια και τα δόντια του τρομερού λύκου
Ο συντριμμένος στίχος μου υψώνεται...?
Ναι,: αλλά υψώνεται!..έτσι
όπως όταν ένα στιλέτο βυθίζεται
στην τραχηλιά
Του κτήνους, κι ανεβαίνει στον ουρανό
πίδακας από αίμα:
— Μόνο ο έρωτας, εναρμονίζει μελωδίες.
MANTILLA ANDALUZA
Por qué no acaba todo, ora que puedes,
Amortajar mi cuerpo venturoso: (Abrigarme pa. el largo viaje) / Arrebujarme.― Con tu mantilla, pálida andaluza!
Arrebujarme bien en tu chal indio?
No me avergüenzo, no, de que me encuentren
Clavado en mi tu pasador de pleta!
Clavado el corazón en tu peineta!
Te vas! Como invisible escolta, se alzan surgen
Sobre sus tallos frescos, a seguirte
Mis jazmines sin mancha y mis claveles:
Te vas! Todos se van! y tú me miras,
como quien echa
Tierna me miras, rápida me miras,
En honda copa joya resonante,—
como
En un sepulcro
Y a tus manos tendidas me abalanzo
Como a un cesto de frutas un sediento.
De la tierra mi espíritu levantas
Como el ave amorosa a su polluelo. Piadosa
ΑΝΔΑΛΟΥΣΙΑΝΗ ΕΣΑΡΠΑ
Γαιτί δεν τελειώνουν όλα, τώρα που μπορείς ,
Να σαβανώσεις το ευτυχισμένο μου κορμί:
(Να με σκεπάσεις για το μεγάλο ταξίδι) /
Σκέπασε με .― Με την ωχρή,ανδαλουσιανή εσάρπα σου!
Να με τυλίξεις καλά καλά στο ινδικό σου σαλόνι?
Δε θα ντραπώ, όχι, αν βρούν
Καρφωμένη πάνω μου την ασημένια φουρκέτα σου!
Καρφωμένη την καρδιά μου στη χτένα σου!
Φεύγεις! Σαν μια αόρατη συνοδεία, υψώνονται
Πάνω απ’ τους δροσερούς τους μίσχους, για να σ’ ακολουθήσουν
Τα γιασεμιά μου τα ανέγγιχτα και τα γαρίφαλά μου:
Φεύγεις! Όλοι φεύγουν! Κι εσύ με κοιτάς,
Όπως εκείνος που διώχνει
Τρυφερή με κοιτάς, βιαστική με κοιτάς,
Σε βαθύ κύπελο κόσμημα ηχηρό
όπως
Σε
ένα τάφο
Και στα απλωμένα χέρια σου
ζυγιάζομαι
Σαν σε ένα καλάθι με φρούτα ένας διψασμένος.
Από τη γη το πνεύμα μου υψώνεις
Όπως το ερωτευμένο πουλί το νεοσσό του.
EN UNA CAJA DE ÓNIX BLANCO
En una caja de ónix blanco quiero
Guardar tu hermoso amor, y en encelada
Cerradura correr mi llave de oro.
La pondré luego al sol, amada mía
Y su perfume aromará la tierra:
Para contar lo que mi caja esconde,
Una pluma de cisne me han mandado,
Con polvo de color de mariposa.
[...] como se encierra,
Un pez azul en una red dorada.
ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΥΤΙ ΑΠΟ ΟΝΥΧΑ ΛΕΥΚΟ
Σε ένα κουτί από όνυχα λευκό θέλω
Να φυλάξω τον ωραίο έρωτα μου, και με λαξεμένη
Κλειδαριά, και κλειδί από χρυσάφι
Θα το βάλω μετά στοον ήλιο, αγαπημένη μου
Και το άρωμα του θα αρωματίσει τη γη:
Για να απαριθμήσω αυτά που το κουτί μου κρύβει,
Μια πένα από φτερό κύκνου μου έχουν στείλει,
Με σκόνη από χρώμα πεταλούδας.
[...] πως φυλακίζεται,
Ένα γαλάζιο ψάρι μέσα σε ένα κόκκινο δίχτυ.
BANQUETE DE TIRANOS
Hay una raza vil de hombres tenaces De sí propios inflados, y hechos todos,
Todos, del pelo al pie, de garra y diente:
Y hay otros, como flor, que al viento exhalan En el amor del hombre su perfume.
Como en el bosque hay tórtolas y fieras Y plantas insectívoras y pura
Sensitiva y clavel en los jardines.
De alma de hombres los unos se alimentan: Los otros su alma dan a que se nutran
Y perfumen su diente los glotones, Tal como el hierro frío en las entrañas De la virgen que mata se calienta.
A un banquete se sientan los tiranos Donde se sirven hombres: y esos viles Que a los tiranos aman, diligentes Cerebro y corazón de hombres devoran: Pero cuando la mano ensangrentada Hunden en el manjar, del mártir muerto Surge una luz que les aterra, flores Grandes como una cruz súbito surgen Y huyen, rojo el hocico, y pavoridos
A sus negras entrañas los tiranos.
Los que se aman a sí: los que la augusta
Razón a su avaricia y gula ponen:
Los que no ostentan en la frente honrada Ese cinto de luz que el yugo funde Como el inmenso sol en ascuas quiebra Los astros que a su seno se abalanzan:
Los que no llevan del decoro humano Ornado el sano pecho: los menores
Y segundones de la vida, solo A su goce ruin y medro atentos Y no al concierto universal.
Danzas, comidas, músicas, harenes,
Jamás la aprobación de un hombre honrado. Y si acaso sin sangre hacerse puede Hágase... clávalos, clávalos
En el horcón más alto del camino Por la mitad de la villana frente.
A la grandiosa humanidad traidores. Como implacable obrero
Que un féretro de bronce clavetea, Los que contigo
Se parten la nación a dentelladas.
ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΥΡΑΝΝΩΝ
Υπάρχει μια ράτσα σκληρή από επίμονους ανθρώπους
Που χοντροκομένοι είναι από μόνοι τος, κι από την ίδια πάστα,
Όλοι, απ’ την κορφή ως τα νύχια, κι απ’ τα νύχια ως τα δόντια:
Και υπάρχουν άλλοι, σαν λουλούδια, που μες στον αέρα ανασαίινουν
Το άρωμα απ’ τον έρωτα του ανθρώπου.
Όπως στο δάσος υπάρχουν τρυγόνια και θηρία
Και φυτά σαρκοβόρα και καθαρή
Ευαίσθητη και γαρίφαλα στους κήπους.
Απ’ τη ψυχή των ανθρώπων οι πρώτοι θρέφονται:
Οι άλλοι την ψυχή τους δίνουν για να θραφούν
Και τα δόντια τους αρωματίζουν οι άπληστοι,
Έτσι όπω το σίδερο στα σωθικά
Της παρθένας που σκοτώνει ζεσταίνεται.
Σε ένα συμπόσιο κάθονται οι τύραννοι Όπου ανθρώπους τους σερβίρουν: κι αυτοί οι άγριοι
Που τους τυράννους αγαπούν, πρόθυμοι
Μυαλά και καρδιές ανθρώπων κατασπαράζουν:
Αλλά όταν το ματωβαμένο χέρι τους
Βυθίζουν στο έδεσμα, του νεκρού μάρτυρα
Ξεπηδά ένα φως που τους τρομάζει, λουλούδια
Μεγάλα όπως ένας σταυρός ξαφνικά προβάλλουν Και φεύγουν, με κόκκινο το μουσούδι τους, και φοβισμένοι
Από τα μαύρα σωθικάτους οι τύρανοι.
Αυτοί που αγαπιούνται έτσι: αυτοί που τον σεβαστό
Λόγο στην πλεονεξία τους και τη λαιμαργία βάζουν:
Αυτοί που δεν κατέχουν στο τιμημένο μέτωπο
Αυτή την ταινία από φως που ο ζυγός δίνει
Όπως ο απέραντος ήλιος με πυρωμένα κάρβουνα σπάζει
Τα άστρα που στον κόρφο του καθεύδουν:
Αυτοί που δεν έχουν με τα ανθρώπινα στολίδια
Στολισμένο το υγιές τους στήθος: οι ελλάσονες
Οι δεύτεροι της ζωής, μόνο
Στην έρμη απόλαυση τους οι μισοφοβισμένοι
Και όχι στο παγκόσμιο κονσέρτο.
Χοροί, φαγητά, μουσικές, χαρέμια,
Και ποτέ η συγκατάνευση ενός έντιμου ανθρώπου.
Και αν δίχως αίμα μπορεί να απομείνουν
Ας γίνει... κρεμασμένοι, κρεμασμένοι
Στην κρεμάλα την πιο ψηλή του δρόμου
Μπροστα στο μισό πλήθος του χωριού.
Οι προδότες της μεγαλειώδους ανθρωπότητας.
Σαν αμείληκτος εργάτης
Που ένα φέρετρο από μπρούντζο καρφώνει,
Αυτοί που μαζί σου
Μοιράζουν το έθνος με δαγωματιές.
COPA CON ALAS
Una copa con alas: quién la ha visto Antes que yo? Yo ayer la vi! Subía Con lenta majestad, como quien vierte
Óleo sagrado: y a sus dulces bordes
Mis regalados labios apretaba:—
Ni una gota siquiera, ni una gota
Del bálsamo perdí que hubo en tu beso!
Tu cabeza de negra cabellera
—Te acuerdas?— con mi mano requería, Porque de mis labios generosos
No se apartaran. —Blanda como el beso Que a ti me transfundía, era la suave Atmósfera en redor: la vida entera
Sentí que a mí abrazándote, abrazaba! Perdí el mundo de vista, y sus ruidos,
Perdí, y su dolorosa audaz batalla:
Una copa en los aires ascendía
Y yo, en brazos no vistos reclinado Tras ella, asido de sus dulces bordes: Por el espacio azul me remontaba!—
Oh amor, oh inmenso, oh acabado artista: En rueda o riel funde el herrero el hierro: Una flor o mujer o águila o ángel
En oro o plata el joyador cincela: Tú solo, solo tú, sabes el modo De reducir el Universo a un beso!
ΚΟΥΠΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ
Μια κούπα με φτερά: ποιος την είδε
Πριν από μένα;
Εγώ εχθές την είδα!
Ανηφόριζα
Με νωχελική μεγαλοπρέπεια, όπως εκείνος που χύνει
Λάδι ιερό: και στιις γλυκιές της άκρες
Πίεζα τα χείλη μου που αγάλλονταν:—
Ούτε μια στάλα,ούτε μια στάλα μόνη
Έχασα από το βάλσαμο που στα χείλη της είχε!
Το κεφάλι σου με τα μαύρα τα μαλλιά σου
—Το θυμάσαι;— με το χέρι μου το χάιδευα έτσι που,
Γιατί απ’ τα χείλη μου γενναιόδωρα
Δε χωρίζονταν. —Αδύναμη σαν το φιλί
Που μέσα σου με διάχυνε, ήταν ολόγυρα η ευχάριστη ατμόσφαιρα: τη ζωή όλη
Ένιωσα στην αγκάλη σου ότι, αγκάλιαζα!
Τον κόσμο έχασα από τα μάτια μου, και την οχλοβοή του,
Κι έχασα και την πονεμένη και βάρβαρη του αμάχη!
Ένα κύπελο στους αιθέρες ανέβαινε
Κι εγώ, σε μπράτσα αόρατα γερμένος
Πίσω απ’ αυτή, με μπράτσα αόρατα φερμένος:
Στο γαλανό διάστημα
υψωνόμουν!—
Ω έρωτα, ω μεγάλε, ω τέλειε
καλλιτέχνη:
Στον τροχό η στο αμόνι σφυρηλτεό ο σιδεράς το σίδερο: ένα λουλούδι μια γυναίκα έναν αετό η άγγελο
Με χρυσάφι η μ’ ασήμι ο χρυσοχόος σμιλεύει: Αλλά εσύ μόνο, μόνο εσύ, ξέρεις τον τρόπο
Να κάνεις να χωρεί σε ένα φιλί το σύμπαν!
ÁRBOL DE MI ALMA:
Como un ave que cruza el aire claro Siento hacia mí venir tu pensamiento Y acá en mi corazón hacer su nido.
Ábrese el alma en flor: tiemblan sus ramas Como los labios frescos de un mancebo En su primer abrazo a una hermosura:
Cuchichean las hojas: tal parecen Lenguaraces obreras y envidiosas, A la doncella de la casa rica
En preparar el tálamo ocupadas:
Ancho es mi corazón, y es todo tuyo:
Todo lo triste cabe en él, y todo
Lo lloroso y lo muerto de la tierra
Cuanto en el mundo llora, y sufre, y muere!
De hojas secas, y polvo, y derruidas
Ramas lo limpio: bruño con cuidado
Cada hoja, y los tallos: de las flores Los gusanos y el pétalo comido Separo: oreo el césped en contorno Y a recibirte, oh pájaro sin mancha! Apresto el corazón enajenado.
ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ:
Όπως ένα πουλιί που διασχίζει τον καθαάριο αέρα
Νιωθω προς εμένα τη σκέψη σου να έρχεται
Κι εδώ μες στην καρδιά μου να φτιάχνειτη φωλιά της.
Να ανοιγεται τη ψυχή μου ανθισμένη: να τρέμουν τα κλαδιά της
Όπως τα δροσερά χείλη ενός νέου
Στο πρώτο του αγκάλιασμα με την ομορφιά:
Κρυφομιλούν τα φύλλα: μοιάζουν σαν
Γλωσσούδες και ζηλιάρες εργάτριες,
Που ο κορίτσι ζηλέυουν του πλούσιου σπιτιού
Καθώς το νυφικό κρεβάτι ετοιμάζουν:
Διάπλατη είναι η καρδιά μου, και είναι όλα δικά σου:
Κάθε τι το θλιμμένο χωράει σ’αυτή, και όλος
Ο θρήνος και το νεκρό της γης
Ότι στον κόσμο θρηνεί, υποφέρει , και πεθαίνει!
Από τα ξερά φύλλα, τη σκόνη, και τα σαπισμένα
Κλαδιά το καθαρίζω: στιλβώνω με φροντίδα
Κάθε φύλλο, και τους μίσχους: των λουλουδιών
Τα σκουλήκια και το φαγωμένο πέταλο
Ξεχωρίζω: αερίζω το λιθόστρωτο γύρω
Και για να σε δεχτώ, ω πουλί μου ακηλίδωτο!
Προετοιμάζω την αποξενωμένη καρδιά μου.
POÉTICA
La verdad quiere cetro. El verso mío
Puede, cual paje amable, ir por lujosas
Salas, de aroma vario y luces ricas,
Temblando enamorado en el cortejo
De una ilustre princesa, o gratas nieves
Repartiendo a las damas.
De espadines
Sabe mi verso, y de jubón violeta
Y toca rubia, y calza acuchillada.
Sabe de vinos tibios y de amores
Mi verso montaraz; pero el silencio
Del verdadero amor, y la espesura
De la selva prolífica prefiere:
¡Cuál gusta del canario, cuál del águila!
ΠΟΙΗΤΙΚΗ
Η αλήθεια θέλει σκήπτρο. Ο στίχος μου
Μπορεί, σαν ένας αγαπητός υπηρέτης, να πάει μες στις λαμπρές τις
Σάλες, με τα ποικίλα αρώματα και με τα έντονα φώτα,
Τρέμοντας, ερωτευμένος στη συνοδεία πάει
Μιας ονομαστής πριγκιπέσας, η ευάρεστα χιόνια
Για να μοιράσει στις κυρίες.
Από σπαθάκια
Ο στίχος μου ξέρει, και για το βιολετί σαπούνι
Και απόάγγιγμα ξανθιάς, και κάπα μαζεμένη .
Ξέρει από μεθυστικά κρασιά κι από έρωτες
Ο αδρός μου στίχος; αλλά τη σιωπή
Του αληθινού έρωτα, και τη πυκνή τη βλάστηση
Του γόνιμου δάσους προτιμά:
Πόσο το καναρίνι του αρέσει, πόσο ο αετός!
LA POESÍA ES SAGRADA
La poesía es sagrada.
Nadie
De otro la tome, sino en sí.
Ni nadie
Como a esclava infeliz que el llanto enjuga
Para acudir a su inclemente dueña,
La llame a voluntad: que vendrá entonces
Pálida y sin amor, como una esclava.
Con desmayadas manos el cabello
Peinará a su señora: en alta torre,
Como pieza de gran repostería,
Le apretará las trenzas; o con viles Rizados cubrirá la noble frente
Por donde el alma su honradez revela
O lo atará mejor, mostrando el cuello,
Sin otro adorno, en un discreto nudo.
¡Mas mientras la infeliz peina a la dama,
Su triste corazón, cual ave roja
De alas heridas, estará temblando
Lejos ¡ay! en el pecho de su amante,
Como en invierno un pájaro en su nido!
¡Maldiga Dios a dueños y a tiranos
— Que hacen andar los cuerpos sin ventura Por do no pueden ir los corazones!—
Η ΠΟΙΗΣΗ ΙΕΡΗ ΕΙΝΑΙ
Η ποίηση ιερή είναι.
Κανείς
Ως κάτι άλλο να μην την δει, εκτός μέσα απ’ την ίδια της την ουσία.
Ούτε κανείς
Σαν μια δύστυχη σκλάβα που το κλάμα της στεγνώνει
Για να προστρέξει στη σκληρή της την αφέντρα,
Προστακτικά να την καλέσει: γιατί
τότε θα έρθει
Χλωμή και δίχως αγάπη, σαν μια σκλάβα.
Με αδύναμα τα χέρια την κόμη
Να χτενίσει της κυράς της: σε ένα ψηλό πύργο,
Σαν ένα κομμάτι υψηλής ζαχαροπλαστικής,
Θα της πλέξει τις κοτσίδες; η με σκληρές
Ζάρες το ευγενικό μέτωπο θα καλύψει
Απ’ όπου η ψυχή την τιμιότητα της δείχνει και διδάσκει;
Η θα το προσδέσει καλύτερα, τον τράχηλο δείχνοντας,
Χωρίς άλλο στόλισμα, σε ένα κρυφό δεσμό.
Αλλά καθώς η δύστυχη χτενίζει την κυρία ,
Η θλιμμένη καρδιά της, σαν ένα κόκκινο πουλί
Με φτερά λαβωμένα, θα τρέμει
Μακριά αχ! Απ’ τον κόρφο του εραστή της ,
Όπως το Χειμώνα ένα πουλί μες στη φωλιά του!
Καταριέται
Ο Θεός αφέντες και τυράννους
— Που κάνουν τα κορμιά να οδεύουν
Εκεί όπου δεν μπορούν να πάνε οι καρδιές!—
CUENTAN QUE ANTAÑO
Cuentan que antaño,—y por si no lo cuentan, Invéntolo,—un labriego que quería
Mucho a un zorzal, a quien dejaba libre Surcar el aire y desafiar el viento—
De cierto bravo halcón librarlo quiso Que en cazar por el ala adestró astuto Un señorín de aquellas cercanías,— Y púsole al zorzal el buen labriego Sobre sus alas, otras dos, de modo
Que el vuelo alegre al ave no impidiesen.
Salió el sol, y el halcón, rompiendo nubes, Tras el zorzal, que a la querencia amable
Del labrador inquieto se venía:
Ya le alcanza: ya le hinca: ya estremece En la mano del mozo el hilo duro:
Mas ¡guay del señorín! : el halcón solo Prendió al zorzal, que diestro se le escurre, Por las alas postizas del labriego.
¡Así, quien caza por la rima, aprende
Que en sus garras se escapa la poesía!
Λένε ότι παλιά,— και αν δεν το διηγούνται,
Το εφεύραν,—ένας γεωργός που αγαπούσε
Πολύ μια κίχλη, την οποία την άφηνε ελεύθερη
Να σχίζει τον αγέρα και να αψηφά τον άνεμο—
Από κάποιο άγριο γεράκι να την απελευθερώσει θέλησε
Που να την κυνηγά στο φτερό είχε ξαμολύσει ένας πανούργος
Ένας νεαρός απ’ τα περίχωρα,
— Και της έβαλε της κίχλης ο καλός γεωργός
Πάνω στα φτερά της,άλλα δυο φτερά,έτσι ώστε
Στη χαρούμενη του πτήση το πουλί να μην το εμποδίζουν.
Βγήκε ο ήλιος, και το γεράκι, τα σύννεφα διασχίζοντας,
Πίσω από την κίχλη, που για τη γλυκιά νοσταλγία
Του ανήσυχου γεωργού ερχόταν:
Πια τη φτάνει: πια τη γραπώνει: πια σφίγγει
Στο χέρι της μικρής τη σκληρή θηλιά:
Αλλά,προς έκπληξη του νεαρού! : το γεράκι μόνο
Έπιασε την κίχλη, που επιδέξια ξεγλίστρησε,
Από τα πρόσθετα φτερά του γεωργού.
Έσι, όποιος κυνηγάει μόνο τη ρίμα, μαθαίνει
Ότι κατω απ’ τα νύχια της του ξεφεύει η ποίηση!
CANTO RELIGIOSO
La fatiga y las sábanas sacudo:
Cuando no se es feliz, abruma el sueño.
A ver la luz que alumbra su desdicha Resístense los ojos— y parece
No que en plumones mansos se ha dormido Sino en los brazos negros de una fiera.
Al aire luminoso, como al río
El sediento peatón, dos labios se abren:
El pecho en lo interior se encumbra y goza Como el hogar feliz cuando recibe
En Año Nuevo a la familia amada;
— Y brota, frente al Sol, el pensamiento!
Más súbito, los ojos se oscurecen,
Y el cielo, y a la frente va la mano
Cual militar que el pabellón saluda:
Los muertos son, los muertos son, devueltos A la luz maternal: los muertos pasan.
Y sigo a mi labor, como creyente
A quien ungió en la frente el sacerdote
De rostro liso y vestiduras blancas.—
Práctico: En el divino altar comulgo De la Naturaleza: el mundo todo
Fluye mi vino: es mi hostia el alma humana.
ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΑΣΜΑ
Την κούραση και τα σεντόνια τινάζω:
Όταν δεν είσαι ευτυχισμένος, σε ταράζει το όνειρο.
Να δουν το φως που φωτίζει τη δυστυχία τους
Αντιστέκονται τα μάτια— και μοιάζει
Σα να μην έχεις κοιμηθεί με ήσυχα πνευμόνια
Παρά στη μαύρα μπράτσα μέσα ενός θηρίου.
Στο φωτερό τον άνεμο, όπως στο ποτάμι
Ο διψασμένος ο διαβάτης, τα χείλη ανοίγει:
Το στήθος από μέσα του ανατάσεται κι απολαμβάνει
Όπως το ευτυχισμένο σπίτι όταν δέχεται
Το Νέο Χρόνο την αγαπημένη φαμίλια;
— Και ξεπηδά, μπροστά στον Ήλιο, η σκέψη!
Αλλά αίφνης, τα μάτια σκοτεινιάζουν,
Κι ο ουρανός, και προς το μέτπο πάει το χέρι
Σαν στρατιωτικός που τη σημία χαιρετά:
Οι νεκροί είναι, οι νεκροί είναι,γυρισμένοι
Προς το μητρικό φως: οι νεκροί περνούν.
Κι εγώ τη δουλεια μου συνεχίζω, σαν τον πιστό
Τον οποίο μύρωσε στο μέτωπο ο ιερέας
Με το πλατύ το μέτωπο και τα λευκά ράσα.—
Πλοηγός: Στο θείο βωμό μεταλαμβάνω
Από τη Φύση: τον κόσμο όλο
Το κρασί ρέει: κι είναι η όστια μου η ανθρώπινη ψυχή.
NO, MÚSICA TENAZ, ME HABLES DEL CIELO!
¡No, música tenaz, me hables del cielo!
¡Es morir, es temblar, es desgarrarme Sin compasión el pecho! Si no vivo Donde como una flor al aire puro
Abre su cáliz verde la palmera,
Si del día penoso a casa vuelvo...
¿Casa dije? No hay casa en tierra ajena!...
Roto vuelvo en pedazos encendidos!
Me recojo del suelo : alzo y amaso
Los restos de mí mismo; ávido y triste
Como un estatuador un Cristo roto:
Trabajo, siempre en pie, por fuera un hombre
¡Venid a ver, venid a ver por dentro! Pero tomad a que Virgilio os guíe...
Si no, estaos afuera: el fuego rueda
Por la cueva humeante: como flores
De un jardín infernal se abren las llagas:
Y boqueantes por la tierra seca
Queman los pies los escaldados leños!
¡Toda fue flor la aterradora tumba!
No, música tenaz, me hables del cielo!
ΟΧΙ, ΕΠΙΜΟΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΜΗ ΜΟΥ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!
Όχι,επίμονη μουσική,μη μου μιλάς για τον ουρανό!
Είναι σα να πεθαίνω, να τρέμω, είναι σαν να μου ξεριζώνεις Δίχως έλεος το στήθος!
Αν δεν ζω
Εκεί όπου σαν ένα λουλούδι
Ανοίγει στον καθαρό αέρα
Τον πράσινο της κάλυκα η φοινικιά,
Αν απ’ την κοποιαστική τη μέρα στο σπίτι επιστρέφω...
Σπίτι είπα; Δεν υπάρχει σπίτι σε ξένη γη!...
Διαλυμένος επιστρεφω σε φλεγόμενα κομμάτια!
Αποτραβιέμαι απ’ το έδαφος : υψώνω και μαζεύω
Τα απομεινάρια του εαυτού μου; άπληστος και θλιμμένος
Όπως ένας αγαλματοποιός ένα Χριστό κομματιασμένο:
Δουλεύω, πάντα στο πόδι, απ’ έξω έναν άνθρωπο
Ελάτε να δείτε, ελάτε να δείτε από μέσα! Αλλά λάβετε υπόψη αυτό που Βιργίλιος σας λέει...
Αν όχι, μείνετε απ’ έξω: η φωτιά προχωρά
Από την καπνισμένη σπηλιά: σαν λουλούδια
Ενός κολασμένου κήπου οι πληγές ανοίγουν:
Και καταρρέοντας μέσα απ’ τη φρυγμένη γη
Καίνε τα πόδια τα καυτά μαδέρια!
Όχι,επίμονη μουσική,μη μου μιλάς για τον ουρανό!
MI POESÍA
Muy fiera y caprichosa es la Poesía.
A decírselo vengo al pueblo honrado...
La denuncio por fiera.
Yo la sirvo
Con toda honestidad: no la maltrato;
No la llamo a deshora cuando duerme,
Quieta, soñando, de mi amor cansada,
Pidiendo para mí fuerzas al cielo;
No la pinto de gualda y amaranto
Como aquesos poetas; no le estrujo
En un talle de hierro al franco seno;
Ni el cabello a la brisa desparcido,
Y el cabello dorado, /
Ni con cintas retóricas le
Con retóricas bárbaras le cojo:
No: no la pongo en lívidas vasijas
Que morirán; sino la vierto al mundo,
A que cree y fecunde; y ruede y crezca
Libre cual las semillas por el viento:
Eso sí: cuido mucho de que sea
Claro el aire en su entorno; musicales
Puro su lecho y limpio surtidor,
Las ramas que la amparan en el sueño,
Y limpios y aromados sus vestidos.
— Cuando va a la ciudad, mi Poesía
Me vuelve herida toda; el ojo seco
Como de enajenado, las mejillas
Como hundidas, de asombro: los dos labios
Gruesos, blandos, manchados; una que otra
Gota de cieno en ambas manos puras
Y el corazón, por bajo el pecho roto
Como un cesto de ortigas encendido:
Así de la ciudad me vuelve siempre:
Mas con el aire de los campos cura
Baja del cielo en la severa noche
Un bálsamo que cierra las heridas.—
¡Arriba oh corazón: quién dijo muerte?
Yo protesto que mimo a mi Poesía: Jamás en sus vagares la interrumpo,
Ni de su ausencia larga me impaciento
¡Viene a veces terrible!
Ase mi mano,
Encendido carbón me pone en ella
Y cual por sobre montes me la empuja!:
— Otras ¡muy pocas! viene amable y
Y me amansa el cabello; y me conversa
Del dulce amor, y me convida a un baño!
Tenemos ella y yo cierto recodo
Púdico en lo más hondo de mi pecho
―: Envuelto en olorosa enredadera!
— Digo que no la fuerzo; y pues la adoro,
Y sé adorar; jamás la solicito,
Aunque en tremendas sombras suelo a veces
Esperarla, llorando, de rodillas.
Ella ¡oh coqueta grande! en mi noche
Airada entra, la faz sobre ambas manos,
Mirando cómo crecen las estrellas.
Luego, con paso de ala, envuelta en polvo
De oro, baja hasta mí, resplandeciente.
Viome un día infausto, rebuscando necio
— Perlas, zafiros, ónices,
Para ornarle la túnica a su vuelta:—
Ya de mi lado príncipes tenía y acicaladas en hilera,
Octavas de claveles; cuartetines
De flores campesinas; tríos, dúos
De ardiente lirio y pálida azucena
¡Qué guirnaldas de décimas! qué flecos
De sonoras quintillas! qué ribetes
De pálido romance, qué lujosos,
Broches de rima rara: qué repuesto De mil consonantillos serviciales Para ocultar con juicio las junturas:
Obra, en fin, de suprema joyería!
— Mas de pronto una lumbre silenciosa
Brilla; las piedras todas palidecen,
Como muertas, las flores en tierra caen / ruedan Lívidas, sin color: es que bajaba
De ver nacer los astros mi Poesía!
— Como una cesta de caretas rotas
Eché a un lado mis versos.
― Digo al pueblo
Que me tiene oprimido mi Poesía:
Yo en todo la obedezco: apenas siento
Por cierta voz del aire que conozco
Su próxima llegada, pongo en fiesta
Cráneo y pecho; levántanse en la mente,
Alados, los corceles; por las venas
La sangre ardiente al paso se dispone;
El aire ansío, alejo las visitas,
Muevo el olvido generoso, y barro
De mí las impurezas de la tierra!
¡no es más pura
Que mi alma la paloma
Virgen que llama
¡No es más pura que mi alma la paloma
Virgen que llama a su primer amigo!
Baja; vierte en mi mano unas extrañas
Flores que el cielo da: flores que queman,
― Como de un mar que sube, sufre el pecho,
Y a la divina voz, la idea dormida,
Royendo con dolor la carne tersa
Busca, como la lava, su camino.
De hondas grietas el agujero luego queda,
Como la falda de un volcán cruzado:
Precio fatal de los amores con el cielo:
Yo en todo la obedezco: yo no esquivo
Estos padecimientos, yo le cubro
De unos besos que lloran sus dos blancas
Manos que así me acabarán la vida.
Yo ¡qué más! cual de un crimen ignorado
Sufro, cuando no viene: yo no tengo
Otro amor en el mundo ¡oh mi poesía!
Cae sobre mí tu enojo!
A mí, que te respeto
De su altivez me quejo al poeta honrado:
De su soberbia femenil.
No sufre
Espera.
No perdona.
Brilla, y quiere
Que con el limpio lustre del acero
Ya el verso al mundo cabalgando salga;
— Tal, una loca de pudor, apenas
Un minuto al artista el cuerpo ofrece
Para que esculpa en mármol su hermosura!—
¡Vuelan las flores que del cielo bajan,
Vuelan, como irritadas mariposas,
Para jamás volver las crueles vuelan,
Η ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ
Πολύ σκληρή και καπριτσιόζα είναι η Ποίηση.
Για να το πω αυτό στον τιμημένο το λαό προσφεύγω...
Την απορρίπτω ως σκληρή.
Εγώ την υπηρετώ
Με κάθε εντιμότητα: δεν τη κακομεταχειρίζομαι;
Δε τη φωνάζω την ακατάλληλη ώρα, όταν κοιμάται,
Ήσυχη, ονειρεύεται, από τον έρωτα κουρασμένη,
Ζητώντας για μένα στήριξη απ’ τον ουρανό;
Δεν τη ζωγραφίζω με χρυσόσκονη και αμάραντο
Όπως εκείνοι οι ποιητές; Δεν τη σφίγγω
Σε ένα κλείδωμα από σίδερο στο καθάριο στήθος;
Ούτε την κόμη της που η αύρα τη χωρίζει,
Ούτε τη χρυσή της κόμη, /
Δεν τη στολίζω με ρητορικές ριτσέτες
Μες βάρβαρες ρητορικές την αδράχνω :
Όχι: δεν τη βάζω σε ωχρά αγγεία
Που θα πεθάνουν; μόνο τη μοιράζω στον κόσμο,
Για να πιστέψει και χήσιμη για να ‘ναι; Και κυλά και μεγαλώνει
Ελέυθερη σαν τους σπορους μες στον άνεμο:
Αυτό ναι: φροντίζω πολύ ώστε να είναι
Καθαρός ο αέρας γύρω της; μουσικάή
Καθαρή η κλίνη της και καθαρός πίδακας,
Τα κλαδιά που τη φυλάνε μες στον ύπνο της,
Και καθαρά και αρωματισμένα είναι τα ενδύματα της.
— Όταν πηγαίνει στην πόλη , η Ποίηση μου
Επιστρέφει πίσω για τα καλά λαβωμένη; με το μάτι της στεγνό
Σαν του αποξενωμένου, με τα μάγουλα της
Σαν να είναι βαθουλωμένα από έκπληξη: με τα δυο της χείλη
Στυφά, μαλακά, λερωμένα; una que otra
Σταγόνα από λάσπη μες στα δυο καθαρά της χέρια
Και τη καρδιά της,κάτω από το ραγισμένο στήθος
Σαν ένα μάτσο από τσουκνίδες αναμμένο:
Έτσι μου έρχεταια από την πόλη πάντα :
Αλλά με τον άερα των κάμπων θεραπεύει
Κατεβαίνει απ’ τον ουρανό μέσα στην ανελέητη νύχτα
Ένα βάλσαμο που κλείνει τις πληγές.—
Ψηλά ω καρδιά: ποιος μίλησε για θάνατο;
Εγώ διαφωνώ ότι μιμούμαι την Ποίηση: Ποτέ δεν τη διακόπτω στις περιπλανήσεις της ,
Ούτε λόγω της μακράς της απουσίας ανυπόμονώ
Έρχεται κάποτε τρομερή!
Ase το χέρι μου,
Αναμένο ένα κάρβουνο μου βαζει σ’ αυτό
Και σαν πάνω σε βουνά με σπρώχνει!:
— Άλλες φορές πολύ λίγες!έρχεται όλο αγάπη
Και μου χαιδεύει τα μαλλιά; Και μου μιλά
Με το γλυκό τον έρωτα, y me convida σε ένα μπάνιο!
Έχουμε αυτή κι εγώ cierto recodo
Αιδήμων στο πιο βαθύ μέρος του στήθους μου
―: Τυλιγμένο σε ευωδιαστή περικοκλάδα!
— Λέω ότι δεν τη βιάζω; και λοιπόν τη λατρεύω,
Και να λατρεύω ξέρω; ποτέ δεν την αναζητώ,
Αν και μέσα σε φοβερές σκιές συνηθίζω κάποτε
Να την περιμένω, κλαίγοντας, γονατιστός.
Αυτή ,ω μεγάλη κοκέτα! Μες στη νύχτα μου
Φτερωτή μπαίνει, το πρόσωπο πάνω στα δυο χέρια,
Κοιτάζοντας πως αυξάνονται τ’ αστέρια.
Μετά, με φτερωτό βήμα, τυλιγμένη σε σκόνη
Από χρυσάφι,κατεβαίνει ως εμένα, λαμπερή.
Και μεέιδαν μια μέρα το δύστυχο,με αφέλεια αναζητώντας
— Πέρλες, ζαφείρια, όνυχες,
Για να στολίσω το μανδύα της στην επιστροφή της:—
Ήδη δίπλα μου πρίγκηπες είχα και παστρικές σε σειρά,
Οχτάστιχα από γαρίφαλα; κουαρτέτα
Από λουλούδια του κάμπου; τρίστιχα, δίστιχα
Από φλεγόμενα κρίνα και ωχρά κρίνα
Τι γιρλάντες από δεκάστιχα! Τι κρόσια
Από ηχηρά πεντάστιχα! Τι
Από ωχρό ρομάντζο, τι ακριβές,
Καρφίτσες από σπάνια ρίμα: τι απόθεμα
Από χίλιες ομοιοκαταληξίες εξυπηρετικές
Για να κρύψω ικαιολογημένα τους δεσμούς:
Έργο, τελικά , από υψηλή κοσμητική τέχνη!
— Αλλά ξάφνου μια φωτιά σιωπηλή
Λάμπει; όλες οι πέτρες χλωμιάζουν,
Ξέπνοα, τα λουλούδια στη γη πέφτουν
Πελιδνά, άχρωμα: είναι σα να κατέβαιναν
Να δουν να γεννιούνται τ’ αστέρια της Ποίησης μου!— Σαν μια σειρά από σκισμένες προσωπίδες
Πέταξα σε μια μεριά τους στίχους μου.
― Λέω στο λαό
Γιατί με έχει καταπιεσμένο η Ποίηση μου:
Εγώ σε όλα την υπακούω: κι ούτε που νιώθω
Από κάποια ορισμένη φωνή του αέρα που γνωρίζω
Την επικείμενη έλευσή της, βάζω στη γιορτή
Κρανίο και στήθος; ας υψωθούν μέσα στο νου,
Φτερωτά, τα άτια; απ’ τις φλέβες
Το φλογισμένο αίμα στο βήμα διατείθεται;
Τον αέρα προσμένω, απομακρύνω τις επισκέψεις,
Κινώ απλοχέρης τη λησμονιά,και σβήνω
Από μένα τις ακαθαρσίες της γης!
Δεν είναι πιο αγνή
Από την ψυχή μου η παρθένα περιστέρα που καλεί
Δεν είναι πιο καθαρή απ’ την ψυχή μου η παρθένα
Περιστέρα που καλεί τον πρώτο της φίλο!
Κατεβαίνει; αποθέτει μέσα στα χέρια μου κάποια παράξενα
Λουλούδια που ο ουρανός της δίνει: λουλούδια που καίνε,
― Όπως μια θάλασσα που φουρτουνιάζει, υποφέρει το στήθος,
Πια τη θεική φωνή, η κοιμισμένη ιδέα,
Ροκανίζοντας με πόνο τη στιλπνή σάρκα
Ψάχνει, όπως η λάβα, το δρόμο της.
Από βαθιές ρωγμές το αγκάθι μετά μένει,
Όπως η πλαγιά ενός ενεργού ηφαιστείου:
Μοιραία τιμή των ερώτων με τον ουρανό:
Εγώ σε όλα την υπακούω: εγώ δεν υπεκφεύγω
Αυτά τα βάσανα, εγώ τη γεμίζω
Με κάποια φιλιά που κλαίνε τα δυο λευκά της
Χέρια που έτσι θα μου τελειώσουν τη ζωή .
Εγώ,τι άλλο! Σαν από ένα άγνωστο έγκλημα
Υποφέρω, όταν δεν έρχεται: εγώ δε έχω
Άλλη αγάπη στον κόσμο,ω ποίηση μου!
Όπως πάνω από την πάμπα ο μαύρος άνεμος
Πέφτει πάνω μου ο θυμός της!
Για μένα, που σε σέβομαι
Από την υπεροψία της παραπονιέμαι στον τιμημένο ποιητή:
Από τη γυναικεία του υπεροψία. Δεν υποφέρει
Ελπίζει. Δε συγχωρεί.
Λαμπει, και θέλει
Γιατί με την καθαρή λάμψη του ατσαλιού
Πια ο στίχος καλπάζει στον κόσμο να βγει ;
— Έτσι, μια τρελή από αιδημοσύνη, μόλις
Ένα λεπτό στον καλλιτέχνη το κορμί της προσφέρει
Για να σκαλίσει στο μάρμαρο την ομορφιά της!—
Πετούν τα λουλούδια που από τον ουρανό κατεβαίνουν,
Πετούν, σαν τρομαγμένες πταλούδες,
Για να μη επιστρέψουν ποτέ οι σκληρές πετούν,
CONTRA EL VERSO RETÓRICO Y ORNADO
Contra el verso retórico y ornado
El verso natural.
Acá un torrente:
Aquí una piedra seca.
Allá un dorado
Pájaro, que en las ramas verdes brilla,
Como un canistel en un cesto de esmeraldas
Como un entre esmeraldas
Como una marañuela entre esmeraldas
Acá la huella fétida y viscosa
De un gusano: los ojos, dos burbujas
De fango, pardo el vientre, craso, inmundo.
Por sobre el árbol, más arriba, sola
En el cielo de acero una segura
Estrella; y a los pies el horno,
El horno a cuyo ardor la tierra cuece.
A cuyo fuego hierve el mundo
Llamas, llamas que luchan, con abiertos
Huecos como ojos, lenguas como brazos,
Saña como de hombre, punta aguda
Cual de espada: la espada de la vida
Que incendio a incendio gana al fin la tierra!
Trepa: viene de adentro: ruge: aborta:
Empieza el hombre en fuego y para en ala.
Y a su paso triunfal, los maculados,
Los viles, los cobardes, los vencidos,
Como serpientes, como gozques, como
Cocodrilos de doble dentadura
De acá, de allá, del árbol que le ampara,
Del suelo que le tiene, del arroyo Donde apaga la sed, del yunque mismo
Donde se forja el pan, le ladran y echan
El diente al pie, al rostro el polvo y lodo,
Cuanto cegarle puede en su camino.
Él, de un golpe de ala, barre el mundo
Y sube por la atmósfera encendida
Muerto como hombre y como sol sereno.
Así ha de ser la noble poesía:
Así como la vida: estrella y gozque;
La cueva dentellada por el fuego,
El pino en cuyas ramas olorosas
A la luz de la luna canta un nido.
Canta un nido a la lumbre de la luna
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΡΗΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΣΤΟΛΙΣΜΕΝΟ ΣΤΙΧΟ
Ενάντια στο ρητορικό και στολισμένο στίχο
Ο φυσικός στίχος.
Εδώ ένας χείμαρρος:
Εδώ μια στεγνή πέτρα.
Εκεί πέρα ένα χρυσό
Πουλί, που μέσα στα πράσινα κλαδιά λάμπει,
Σαν ένα φρούτο σε ένα κάνιστρο από σμαράγδια
Σαν κάτι τι ανάμεσα σε σμαράγδια
Σαν μια συστάδα ανάμεσα σε σμαράγδια
Εκεί το χνάρι το δύσωσμο και γλοιώδες
Ενός σκουληκιού: τα μάτια, δυο βόλοι
Από λάσπη, παρδαλή η κοιλιά, παχιά, απάνθρωπη.
Πάνω από το δέντρο, πιο ψηλά, μόνο
Στο χαλύβδνο ουρανό ένα βέβαιο
Αστέρι;και στα πόδια ο φούρνος,
Ο φούρνος στην πυρά του οποίου ψήνεται.
Στη φωτιά του οποίου κοχλάζει ο κόσμος
Φλόγες, φλόγες που μάχονται, με ανοιχτά
Κόκκαλα σαν μάτια, γλώσσες σαν μπράτσα,
Λύσσα όπως του άντρα, μύτη οξεία
Σαν από σπαθί: το σπαθί της ζωής
Ποια φωτιά στη φωτιά κερδίζει στο τέλος της γης!
Αναρριχάται: έρχεται από μέσα: μουγκρίζει: γκαστρώνει:
Αρχίζει ο άνθρωπος με τη φωτιά και τελειώνει στο φτερό.
Και στο θριαμβευτικό του πέρασμα, οι βρώμικοι,
Οι αγροίκοι, οι υπερόπτες, οι ηττημένοι,
Σαν φίδια, σαν όχεντρες, σαν
Κορκόδιλοι με διπλή οδοντοστοιχία
Από δω , από κει, απ’ το δέντρο που τον προστατεύει,
Από τη γη που τον κατέχει, απ’ το ρυάκι
Όπου σβήνει τη δίψα, του ίδιου του ιαγουάρου
Όπου ψήνεται το ψωμί, ττου γαυγίζουν και του βγάζουν
Το δόντι στο πόδι, στο προσωπο τη σκόνη και τη λάσπη,
Πόσο να τον τυφλώσει μπορεί στο δρόμο του.
Αυτός, με ένα χτύπημα του φτερού, σταματά τον κόσμο
Και ανεβαίνει μέσα στην πυρωμένη ατμόσφαιρα
Νεκρός σαν άνθρωπος και όπως ο ήλιος γαλήνιος.
Έτσι πρέπει να είναι η ευγενής ποίηση:
Έτσι όπως η ζωή: αστέρι και λάσπη;
Η σπηλιά ξεδοντιασένη απ’ τη φωτιά,
Το πεύκο που στα ευωδιαστά κλαδιά του
Στο φως της σελήνης τραγουδά μια φωτιά.
Τραγουδ΄μια φωτιά μέσα στη φωτιά της σελήνης.
VINO DE CHIANTI.―
Hay un derecho
Natural al amor: reside acaso
Chianti, en tu áspera gota, en tu mordente
Vino, que habla y engendra, o en la justa sabia
Unión de la hermosura y el deseo?
Cuanto es bello, ya es mío: no cortejo,
Ni engaño vil, ni mentiroso adulo:
De los menores es el amarillo
Oro que entre las rocas,
De los menores: para mí es el oro
Del vello rubio y de la piel trigueña.
Mi título al nacer puso en mi cuna,
El sol que al cielo consagró mi frente.
Yo sólo sé de amor. Tiemblo espantado
Cuando, como culebras, las pasiones
Del hombre envuelven tercas mi rodilla;
Ciñen mis muslos, y echan a mis alas,
— Lucha pueril, las lívidas cabezas:—
Por ellas tiemblo, no por mí, a mis alas
No llegarán jamás: antes las cubro
Para que ni las vean: el bochorno
Del hombre es mi bochorno: mis mejillas
Sufren de la maldad del Universo:
Loco es mi amor, y, como el sol; revienta
En luz, pinta la nube, alegra la onda,
Y con suave calor, como la amiga
Mano que al tigre tempestuoso aquieta,
Doma la sombra, y pálido difunde
Su beldad estelar en las negruzcas
Sirtes, tremendas abras, alevosos
Despeñaderos, donde el lobo atisba,
Arropado en la noche, al que la espanta
Con el fulgor de su alba vestidura.
ΚΡΑΣΙ ΤΟΥ ΤΣΙΑΝΤΙ.―
Υπάρχει ένα φυσικό
Δικαίωμα στον έρωτα: βρίσκεται ίσως
Τσιάντι, στη στυφή σταγόνα σου, στο μπρούσκο σου
Κρασί, που μιλά και προσηλώνει, η στη σωστή
Ένωση της ομορφιάς και του πόθου;
Ότι είναι ωραίο, πια είναι δικό μου: δεν φλερτάρω,
Δεν ξέγελώ με άχρειο τρόπο, ούτε ψεύτικα κολακέυω:
Για τους ελλάσονες είναι το κίτρινο
Χρυσάφι ανάμεσα στα βράχια,
Για τους ελλάσονες: για μένα είναι το χρυσάφι
Της ξανθής πτήσης και του μελαχρινού δέρματος.
Τον τίτλο μου καθώς γεννήθηκα έβαλε στην κούνια μου,
Ο ήλιος που στον ουρανό καθαγίασε το μέτωπο μου.
Εγώ ότι ξέρω είναι μόνο για τον έρωτα. Τρέμω σπαράσοντας
Όταν, σαν ερπετά, τα ανθρώπινα
Πάθη νωθρά τυλίγονται στα γόνατα μου;
Σφίγγουν τα μούσκουλα μου, και τινάζουν τα φτερά μου,
— Μάχη παιδική, με τα πελιδνά κεφάλια:—
Γι αυτά τρέμω, όχι για μένα, στα φτερά μου
Δεν θα φτάσουν ποτέ: πριν τα σκεπάζω
Για να μη τα δουν: η ντροπή
Του ανθρώπου είναι η ντροπή μου: τα μάγουλα μου
Υποφέρουν :
Τρελός είναι ο έρωτας, και, όπως ο ήλιος προβάλλει
Στο φως, ζωγραφίζει το σύννεφο, χαροποιεί το κύμα,
Και με απαλή θέρμη, όπως το φιλικό
Χέρι ,που τον τρομερό τίγρη εξεγείρει
Τιθασεύει τη σκιά, και ωχρός θάβει
Την αστρική του ομορφιά μέσα στις σκοτεινιασμένες
Σύρτες, τα τρομερά βάραθρα, τις προφυλαγμένες
Χαράδρες, όπου ο λύκος παραμονεύει,
Κρυμμένος μες στη νύχτα, που τον τρομάζει
Με τη λάμψη από την αυγινή της κάπα.
ÁRABE
Sin pompa falsa ¡oh árabe! Saludo
Tu libertad, tu tienda y tu caballo.
Como se ven desde la mar las cumbres
De la tierra, tal miro en mi memoria
Mis instantes felices: solo han sido
Aquellos en que, a solas, a caballo
Vi el alba, salvé el riesgo, anduve el monte,
Y al volver, como tú, fiero y dichoso
Solté las bridas, y apuré sediento
Una escudilla de fragante leche.
Los hombres, moro mío,
Valen menos que el árbol que cobija
Igual a rico y pobre, menos valen
Que el lomo imperial de tu caballo.
——
Oh, ya no viene el verso cual solía
Como un collar de rosas, o a manera
Del caballero de la buena espada
Toda de luz vestida la figura:
Viene ya como un buey, cansado y viejo
De halar de la pértiga en tierra seca.
ΑΡΑΒΑΣ
Δίχως πομπώδικο ύφος ,ω Άραβα! Χαιρετώ
Τη λευτεριά σου, το μαγαζί σου και το άλογο σου.
Όπως φαίνονται από τη θάλασσα οι κορφές
Της γης, έτσι κοιτάζω μέσα στη μνήμη μου
Τις ευτυχισμένες μου στιγμές: ήταν μόνο
Εκείνες όπου, μόνος, καβάλα στο άλογο μου
Είδα το χάραμα, πήρα τα ρίσκα, περπάτησα στο βουνό,
Και καθώς επέστρεφα, όπως εσύ, άγριος κι ευτυχισμένος
Χαλάρωσα τα χάμουρα, και στράγγισα διψασμένος
Μια κούπα με ευωδιαστό γάλα.
Οι άνθρωποι, Μαυριτανέ μου,
Αξίζουν λιογότερο από το δέντρο που σκιά δίνει
Το ίδιο ο πλούσιος και ο φτωχός, λιγότερο αξίζουν
Από τη βασιλική τη ράχη του αλόγου σου.
——
Ω, πια δεν έρχεται ο στίχος όπως συνήθιζε
Όπως ένα κολιέ με ρόδα, η κατά τον τρόπο
Του ιππότη με το κοφτερό σπαθί
Με τη μορφή από φως λουσμένη:
Έρχεται πια σαν ένας ταύρος, γηραλέος και κουρασμένος
Από το πέταγμα του ακοντίου σε στέρφα γη.
ANTES DE TRABAJAR
Antes de trabajar, como el cruzado
Saludaba a la hermosa en la arena,
La lanza de hoy, la soberana pluma
Embrazo, a la pasión, corcel furioso
Con mano ardiente embrido, y de rodillas
Herido domador, saludo al verso. Pálido
Después, como el torero, al circo salgo
A que el cuerno sepulte en mis entrañas
El toro enfurecido. Satisfecho
De la animada lid, el mundo amable
Merendará, mientras expiro helado,
Pan blanco y vino rojo, y los esposos
Nuevos se encenderán con las miradas.
En las playas el mar dejará en tanto
Nuevos granos de arena: nuevas alas
Asomarán ansiosas en los huevos
Calientes de los nidos: los cachorros
Del tigre echarán diente: en los preñados
Árboles de la huerta, nuevas hojas
Con frágil verde poblarán las ramas.
Mi verso crecerá: bajo la yerba
Yo también creceré:
¡Cobarde y ciego
Quien del mundo magnífico murmura!
ΠΡΟΤΟΥ ΔΟΥΛΕΨΩ
Προτού δουλέψω, όπως ο σταυροφόρος
Που την όμορφη χαιετούσε στην αρένα,
Το δόρυ του σήμερα, την υπεροπτική πένα
Αδράχνω, από το πάθος, το φουριόσικο άτι
Με φλεγόμενο χέρι χαλινώνω, και γονατιστός
Πληγωμένος δαμαστής, χαιρετώ το στίχο.
Μετά , όπως ο ταυρομάχος, στο τσίρκο βγαίνω
Όπου το κέρατο του στα σωθικά μου θα βυθίσει
Ο μαινόμενος ταύρος. Ικανοποιημένος
Απ’ τη ζόρικη τη μάχη, ο αγαπητός κόσμος
Θα κολατσίσει, καθώς θα ξεψυχώ παγωμένος,
Λευκό ψωμί και κρασί κόκκινο, κι οι νέοι
Σύζυγοι θ’ ανάψουν με τις ματιές τους.
Στις ακτές η θάλασσα θα αφήσει εν τω μεταξύ
Νέα σπυριά από άμμο: νέα φτερά
Νέα φτερά θα ξεπηδήσουν αγχωμένα απ’ τα ζεστά
Αυγά μες στις φωλιές: τα νεογνά
Του τίγρη δόντια θα βγάλουν: στα φουντωμένα
Δέντρα του περιβολιού, τα νέα φύλλα
Με το τρυφερό τους πράσινο θα γεμίσουν τα κλαδιά.
Ο στίχος μου θα μεγαλώσει: κάτω απ’ τη χλόη
Κι εγώ θα μεγαλώσω:
Δειλός και τυφλός
Όπως αυτός που για τον θαυμάσιο κόσμο μουρμουρίζει!
DOS PATRIAS
Dos patrias tengo yo:
Cuba y la noche.
¿O son una las dos?
No bien retira
Su majestad el sol, con largos velos
Y un clavel en la mano, silenciosa
Cuba cual viuda triste me aparece.
¡Yo sé cuál es ese clavel sangriento
Que en la mano le tiembla!
Está vacío
Mi pecho, destrozado está y vacío
En donde estaba el corazón.
Ya es hora
De empezar a morir.
La noche es buena
Para decir adiós.
La luz estorba
Y la palabra humana.
El universo
Habla mejor que el hombre.
Cual bandera
Que invita a batallar, la llama roja
de la vela flamea.
Las ventanas
Abro, ya estrecho en mí.
Muda, rompiendo las hojas del clavel, como una nube
Que enturbia el cielo,
Cuba viuda pasa.
ΔΥΟ ΠΑΤΡΙΔΕΣ
Δυο πατρίδες έχω εγώ:
Την Κούβα και τη νύχτα.
Η είναι μία οι δυο τους;
Δεν αποτραβά καλά
Τη μεγαλοπρέπεια του ο ήλιος, con largos velos
Και με ένα γαρίφαλο στο χέρι, σιωπηλή
Η Κούβα σαν μια θλιμμένη χήρα μου φαίνεται.
Εγώ ξέρω ποιο είναι αυτό το ματωμένο γαρίφαλο
Που στο χέρι τρέμει!
Είναι κενό
Το στήθος μου, κατεστραμένο είναι και άδειο.
Εκεί που βρισκόταν η καρδιά.
Πια ήρθε η ώρα
Για να αρχίσω να πεθαίνω.
Η νύχτα είναι όμορφη
Για να πω αντίο.
Το φως εμποδίζει
Και την πιο ανθρώπινη λέξη.
Το σύμπαν
Μιλάει καλύτερα απ’ τον άνθρωπο.
Σαν μια παντιέρα
Που ακλεί στη μάχη, η κόκκιη φλόγα
Απ’ το κερί γλύφει.
Τα παραθύρια
Ανοίγω, πιας φιγμένος μέσα μου.
Βουβή, τα φύλλα σπαντας του γαρίφαλου, σαν ένα σύννεφο
Που σκοτεινιάζει τον ουρανό,
Η Κούβα η χήρα περνά.
DOMINGO TRISTE
Las campanas, el Sol, el cielo claro
Me llenan de tristeza, y en los ojos
Llevo un dolor que todo el mundo mira,
Un dolor que el verso rompe rebelde
Y es ¡oh mar! la gaviota pasajera
Que rumbo a Cuba va sobre tus olas!
Vino a verme un amigo, y a mí mismo
Me preguntó por mí; ya en mí no queda
Más que un reflejo mío, como guarda
La sal del mar la concha de la orilla.
Cáscara soy de mí, que en tierra ajena
Gira, perdida al viento huraño,
a la voluntad del Vana, sin fruta, desgarrada, rota.
Miro a los hombres como montes; miro
Como paisajes de otro mundo, el bravo
Codear, el mugir, el teatro ardiente
De la vida en mi torno: Ni un gusano
Es ya más infeliz: el lado es suyo!
Y el lodo en que muere es suyo.
Siento la coz de los caballos, siento
Las ruedas de los carros; mis pedazos
Palpo: ya no soy vivo: ni lo era
Cuando el barco fatal levó las anclas
Que me arrancaron de la tierra mía!
ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
Οι καμπάνες, ο Ήλιος, ο φωτεινός ουρανός
Με θλίψη με γεμίζουν, και στα μάτια μου
Έχω έναν πόνο πουόλος ο κόσμος θωρεί,
Ένα πόνο που ο στίχος σπάζει εξεγερμένος
Και είναι ,ω θάλασσα! ο περαστικός γλάρος
Που για την Κούβα πάει πάνω απ’ τα κύματα σου !
Για να με δει ήρθε ένας φίλος, και για μένα
Με ρώτησε; πια δεν απομένει σε μένα
Τίποτα περισσότεροαπ’ την άντανακλαση μου, όπως φυλάει
Της θάλασσας το αλάτι το κοχύλι σην ακτή.
Σκέθεθρο είμαι του ευατού μου, που σε γη ξένη
Γυρνά, χαμένο μες στο σκυθρωπό αγέρα,
Απ’ την επιθυμία της Ματαιότητας, άκαρπο, ξεριζωμένο, κομμάτια.
Θωρώ τους ανθρώπους σα να ναι βουνά; θωρώ
Σαν τοπία ενός άλλου κόσμου, el bravo
Codear, το βουητό, το φλεγόμενο θέατρο
Της ζωής γύρω μου: Μήτε ένα σκουλήκι
Δεν είναι παι πιο δυστυχισμένο: δικός σου είναι ο τόπος!
Και η λάσπη όπου πεθαίνεις δική σου είναι.
Νιώθω το ποδοβολητό των αλόγων, νιώθω
Τις ρόδες των κάρων; τα λείψανα μου
Ψηλαφίζω: πια δεν είμαι ζωντανός: ούτε ήμουν
Όταν το μοιραίο μπάρκο τράβηξε τις άγκυρες
Γιατί με ξερίζωσαν απ’ τη γη μου!
AL EXTRANJERO
I
Hoja tras hoja de papel consumo:
Rasgos, consejos, iras, letras fieras
Que parecen espadas: Lo que escribo,
Por compasión lo borro, porque el crimen
El crimen es al fin de mis hermanos.
Huyo de mí, tiemblo del Sol; quisiera
Saber dónde hace el topo su guarida,
Dónde oculta su escama la serpiente,
Dónde sueltan la carga los traidores,
Y dónde no hay honor, sino ceniza:
¡Allí, mas solo allí, decir pudiera
Lo que dicen ¡y viven! que mi patria
Piensa en unirse al bárbaro extranjero!
II
Yo callaré: yo callaré: que nadie
Sepa que vivo: que mi patria nunca
Sepa que en soledad muero por ella:
Si me llaman, iré: yo solo vivo
Porque espero a servirla: así, muriendo,
La sirvo yo mejor que husmeando el modo
De ponerla a los pies del extranjero!
III
los héroes a caballo del enemigo arzón tomó al cautivo:
las viudas en los templos los santos magistrados
En una hoja de palma comían raíces:
ganaban cantando con qué
Sostener a los hijos de los héroes;
— Infame es quien lo olvida, y más infame
Quien da su patria al extranjero.
Peleaban los pobres: y las viudas
El pan para sus hijos en los templos:
Mal cubiertos los pies, moría el anciano
Que abrió su piara de tristes y de a la libertad.
Y los que los contemplaban en el silencio,
Hoy quieren dar el país, sembrado
Con aquella sangre al extranjero.
ΣΤΟΝ ΞΕΝΟ
I
Τη μια σελίδα από χαρτί μετά την άλλη γεμίζω:
Χαρακτηριστικά, συμβουλές, θυμπό, σκληρά γράμματα;
Που μοιάζουν με σπαθιά:
Ότι γράφω,
Από συμπόνια το σβήνω; γιατί το έγκλημα;
Τοέγκλημα είναι τελικά τν αδερφών μου:
Δραπετεύω από μένα: τρέμω τον Ήλιο: θα ήθελα
Να ξέρω που ο τυφλοπόντικας κάνει τη φωλιά του,
Που κρύβει τη φολίδα του το φίδι,
Που αφήνουν το φορτίο οι προδότες
Και που δεν υπάρχει τιμή, αλλά στάχτη:
Εκεί, πλην όμως,μόνο εκεί, θ μπορούσα να πω
Αυτό που λένε, και ζουν: ότι η πατρίδα μου
Σκέφτεται να ενωθεί με τον βάρβαρο ξένο!―
II
Εγώ θα σωπάσω: εγώ θα σωπάσω: για να μη
Ξέρει κανείς ότι ζω: για να μη ξέρει ποτέ
Η παττρίδα μου πως στη μοναξιά γι’ αυτή πεθαίνω:
Αν με καλέσουν, θα πάω: εγώ μόνος ζω
Γιατί ελπίζω να της χρησιμεύσω: έτσι, πεθαίνοντας,
Της χρησιμεύω εγώ καλύτερα από το να μυρίζομαι τον τρόπο
Για να τη ρίξω στα πόδια του ξένου!
III
τους ήρωες που εναντιώθηκαν τους σάρωσε ο εχθρός:
τις χήρες στους ναούς οι άγιοι δικαστές
Σε ένα φύλλο φοινικιάς έτρωγαν ρίζες:
κέρδιζαν τραγουδώντας με τι
Να στηρίξουν τα παιδιά των ηρώων;
— Άτιμος είναι αυτός που το ξεχνά, και πιο άτιμος
Αυτός που την πατρίδα του δίνει στον ξένο.
Πάλευαν οι φτωχοί: και οι χήρες
Για το ψωμί των παιδιών τους στους ναούς:
Με άσχημα σκεπασμένα τα πόδια του, πέθαινε ο γέροντας
Που άνοιξε το κοπάδι του απ’ τους θλιμένους και το έδωσε στη λευτεριά.
Κι αυτοί που τους θωρούσαν μες στη σιωπή,
Σήμερα θέλουν να δώσουν τη χώρα, σπαρμένη
Με εκείνο το αίμα στον ξένο.
MI PADRE ERA ESPAÑOL
III
Mi padre era español: ¡era su gloria,
Los Domingos,
vestir sus hijos
Pelear, bueno; no tienes que pelear, mejor:
Aún por el derecho, es un pecado verter sangre, y se ha de
hallar al fin el modo
de evitarlo.
Pero, lo juro:
Santo sencillo de la barba blanca,
Ni a sangre inútil llamará tu hijo;
Ni servirá en su patria al extranjero:
Mi padre fue español: era su gloria,
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΙΣΠΑΝΟΣ
III
Ο πατέρας μου ήταν Ισπανός: καμάρωνε,
Τις Κυριακές,
Να ντύνει τα παιδιά του
Να μαλώνει, καλά; Δεν πρέπει να μαλώνεις, πόσο μάλλον:
Ακόμα και γοια το δίκιο, είναι ένα αμάρτημα το να χύσεις αίμα, και πρέπει να βρεις
στο τέλος τον τρόπο
για να το αποφύγεις.
Αλλά, το ορκίζομαι:
Ντόμπρος άγιος με το λευκό το γένι ,
Ούτε για ανώφελο αίμα δε θα καλέσει το γιο του;
Δεν θα υπηρετήσει την πατρίδα του στο εξωτερικό:
Ο πατέρας μου ήταν Ισπανός: ήταν η δόξα του.
QUÉ HE YO DE HACER?
Qué he yo de hacer;
Une!
Prepara!
Espera!
Une al negro y al blanco, une al nacido
Más allá de la mar con los de acá:—
Y si es preciso, muere: no, no vendas,
Nadie venda su patria al extranjero.
Barre a los tercos, con tu desdén
Y si el desdén no barre, de todos modos, bárrelos!
— No faltará qn. diga
Que estas iras no son mías
Y esto es imitación:
Esa palabra audaz, esta ira es mía—
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΕΓΩ ΝΑ ΚΑΝΩ;
Τι πρέπει
να κάνω ;
Ένωνε!
Προετοίμαζε!
Έλπιζε!
Ένωνε το νέγρο με το λευκό, ένωνε τον γεννημένο
Τον πέρα απ’ τη θάλασσα με τους εδώ:—
Και αν πρέπει, πέθανε: όχι, όχι μη πουλάς την πατρίδα σου,
Κανένας δεν πουλά την πατρίδα του
στον ξένο.
Σάρωσε τους πεισματάρηδες , με τη δυσπιστία τους
Και αν η δυσπιστία δε σβήνει, με κάθε τρόπο,σάρωσε τους!
— Δε θα λείψει υτός που θα πει
Πως αυτές οι οργές δεν είναι δικές μου
Και αυτό μίμηση είναι:
Αυτή η θαρραλέα λέξη, αυτή η οργή δική μου είναι—
ENVILECE, DEVORA, ENFERMA, EMBRIAGA
Envilece, devora, enferma, embriaga
La vida de ciudad: se come el ruido,
Como un corcel la yerba, la poesía.
Estréchase en las casas la apretada
Gente, como un cadáver en su nicho:
Y con penoso paso por las calles
Pardas, se arrastran hombres y mujeres
Tal como sobre el fango los insectos,
Secos, airados, pálidos, canijos.
Cuando los ojos, del astral palacio
De su interior, a la ciudad convierte
El alma heroica, no en batallas grandes
Piensa, ni en templos cóncavos, ni en lides
De la palabra centelleante: piensa
En abrazar, como en un haz, los pobres
Y adonde el aire es puro, y el sol brilla
Y el corazón no es vil, volar con ellos.
Cuánto bien hace, cto. horror evita
Un poco de aire limpio y de alma buena.
ΑΓΡΙΕΥΕΙ, ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΖΕΙ, ΑΡΩΣΤΑΙΝΕΙ, ΜΕΘΑ
Αγριεύει, κατασπαράζει, αρρωσταίνει, μεθά
Η ζωή της πόλης: καταβροχθίζει το θόρυβο,
Όπως ένα άτι τη χλόη, η ποίηση.
Θα στριμωχτεί στα σπίτια του ο μαζεμένος
Κόσμος, όπως ένα πτώμα στη nicho:
Και με κουρασμένο το βήμα μες στους παρδαλούς
Τους δρόμους, ρίχνονται άντρες και γυναίκες
Έτσι όπως στο βόρβορο τα κουνούπια,
Στεγνά, πετούμενα, ωχρά, καχεκτικά πάνε.
Όταν τα μάτια , από το αστρικό παλάτι
Από το εσωτερικό του, σε πόλη μετατρέπει
Η ηρωική ψυχή, δε σκέφτεται τις μεγάλες
Μάχες, ουτε τα κοίλα τέμπλα, ούτε τις αμάχες
Της αστραφτερής λέξης: σκέφτεται
Να αγκαλιάσει, σαν ένα τσούρμο, τους φτωχούς
Κι εκεί όπου καθάριος ο άερας είναι, και λάμπει ο ήλιος
Και η καρδιά άγρια δεν είναι, μαζί τους να πετάξει.
Όσο καλό κάνει, έτσι τον τρόμο αποφεύγει
Ο λίγος καθαρός αέρας και η καλή ψυχή.
——
DE MIS TRISTES ESTUDIOS, DE MIS SOMBRAS
De mis tristes estudios, de mis sombras
Nauseabundas y bárbaras, resurjo
Lleno el pecho jovial de un amor loco
Por la mujer hermosa y la poesía:
¡Siempre juntas las dos!
Dos ojos negros,
A mí, que no ando en cuerpos, o ando apenas,
Como una antorcha en las tinieblas, vuelven
A mi aterrado espíritu la vida:
¡Dos ojos negros, que entreví, pasando,
Ya hacia la noche, ante una puerta oscura!
ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΛΙΜΜΕΝΕΣ ΜΟΥ ΜΕΛΕΤΕΣ, ΑΠ’ ΤΙΣ ΣΚΙΕΣ ΜΟΥ
Απ’ τις θλιμμένες μου μελέτες, απ’τις σκιές μου
Τις σιχαμερές και βάρβαρες, αναδύομαι
Με το νεανικό μου στήθος γεμάτο από ένα τρελό έρωτα
Για την ωραία γυναίκα και την ποίηση:
Πάντα μαζί και οι δυο!
Δυο μαύρα μάτια,
Για μένα, που δε ψάχνω για κορμιά, η που μόλις ψάχνω,
Όπως μια δάδα μες στα σκοτάδια, φέρνουν
Στο τρομαγμένο πνεύμα μου τη ζωή:
Δυο μαύρα μάτια, που μισοείδα, περνώντας,
Πια προς τη νύχτα, μπροστά σε μια σκοτεινή πόρτα!
SIEMPRE QUE HUNDO LA MENTE EN LIBROS GRAVES
Siempre que hundo la mente en libros graves
La saco con un haz de luz de aurora:
Yo percibo los hilos, la juntura,
La flor del Universo: yo pronuncio
Pronta a nacer una inmortal poesía.
No de dioses de altar ni libros viejos,
No de flores de Grecia, repintadas
Con menjurjes de moda, no con rastros
De rastros, no con lívidos despojos
Se amasará de las edades muertas:
Sino de las entrañas exploradas
Del Universo, surgirá radiante
Con la luz y las gracias de la vida.
Para vencer, combatirá primero:
E inundará de luz, como la aurora.―
ΟΠΟΤΕ ΒΥΘΙΖΩ ΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ ΣΕ ΣΟΒΑΡΑ ΒΙΒΛΙΑ
Όποτε βυθίζω το νου μου σε σοβαρά βιβλία
Τον βγάζω με μια δέσμη από αυγινό φως:
Εγώ προσλαμβάνω τα νήματα, τους δεσμούς,
Του Σύμπαντος το άνθος: εγώ
προφέρω
Έτοιμη για να γεννηθεί μια αθάνατη ποίηση.
Όχι απ’ το βωμό των θεών μήτε από παλιά βιβλία,
Όχι απ’ τα λουλούδια της Ελλάδας,
τα ξαναζωγραφισμένα
Με τα καμώματα της μόδας, όχι με χνάρια
Από χνάρια, όχι με φτηνά λάφυρα
Ζυμωμένη με τις νεκρές τις εποχές:
Αλλά απ’ τα σωθικά τα ανατιναγμένα
Του Σύμπαντος, θα αναδυθεί αχτιδοβόλα
Με το φως και τις χάρες της ζωής.
Για να νικήσει, για να παλέψει πρώτα:
Και να κατακλυστεί από φως, όπως η χαραυγή.―
FRAGMENTO DE UN BORRADOR DE “LLUVIA DE JUNIO”
Como al frescor de un baño
Mis miembros resucitan:
De mis ojos
Como manto real caen las miradas.
Sacúdense las ramas, como el potro
Al sentir el jinete: otras, negruzcas,
Sacúdense colgadas de hipomeas,
Como con sartas de esmeraldas, pidiendo auxilio
Sobre el parral, acorralado, el tierno
Follaje vuelve el dorso, como tropa
Como brazos, con sartas de esmeralda,
De mariposas blancas que del aire
Que en ellas juega y danza se cobijan
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ “ ΒΡΟΧΗ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ”
Όπως στη δροσιά ενός μπάνιου
Τα μέλη μου ξανανιώνουν:
Από τα μάτια μου
Σαν ένας βασιλικός μανδύας πέφτουν οι ματιές μου.
Θα τιναχτούν τα κλαδιά, όπως το πουλάρι
Καθώς νιώθει το χαλινάρι: άλλα, μαυρισμένα,
Θα τιναχτούν κρεμασμένα από ανεμώνες,
Όπως σαν σε σειρές από σμαράγδια , που ζητούν βοήθεια
Πάνω στην κληματαριά, μαζεμένο, το τρυφερό της
Φύλλωμα γυρίζει στον κορμό της, σαν στράτευμα
Με μπράτσα,με σειρές από σμαράγδια,
Από λευκές πεταλούδες που απ’ τον αέρα
Που μ’ αυτές πάιζει και χορεύει σκεπάζονται
¡QUÉ SUSTO! QUÉ TEMOR!
¡Qué susto! qué temor! qué delicado
Gozo, que el pecho inunda, cárcel breve,
Al aroma abundante que le llena!
¡Qué negarse la pluma al pensamiento!
¡Y que tender la [...]
¡Y qué tender el pensamiento el ala!
Un verso, que es viviente, un ángel muerto,
Ya sin vida y color: su extraña esencia
Como un perfume al vago viento escapa!
Este miedo sabroso, esta ternura
Inefable, esta alarma, esto es poesía!
Y la frente de llamas coronada
Los ojos, de luz llenos, acarician;
La sierva mano como un ala tiembla,
Y la frente de llamas coronada,
Como un vaso de bálsamo rebosa.
¡Un incendio de amor!
El cuerpo trémulo
Vibra y […], lira armoniosa
Donde el
ΤΙ ΤΡΟΜΑΡΑ! ΤΙ ΦΟΒΟΣ!
Τι τρομάρα! Τι φόβος! Τι απαλή
Απόλαυση, που το στήθος πληρώνει, σύντομη φυλακή,
Στο άφθονο άρωμα που την πληροί!
Πώς να αρνηθεί την πένα η σκέψη!
Και που να απλώσει την [...]
Και σε τι να απλώσει η σκέψη το φτερό!
Ένας στίχος, που είναι ζωντανός, ένας νεκρός άγγελος,
Πια είναι δίχως πνοή και χρώμα: η παράξενη ουσία του
Σαν ένα άρωμα στον απαλό αέρα διαφεύγει!
Αυτός ο απολαυστικός φόβος, αυτή η ανείπωτη
Τρυφερότητα, αυτός ο συναγερμός, αυτό είναι η ποίηση!
Και το μέτωπο με φλόγες στεφανωμένο
Τα μάτια, με φως γεμάτα, χαιδεύουν;
Το υποτακτικό ΄χερι σαν ένα φτερό τρέμει,
Και το μέτωπο με φλόγες στεφανωμένο,
Σαν ένα βάζο από βάλσαμο ξεχειλίζει.
Μια πυργαγιά του έρωτα!
Το κορμί τρεμάμενο
Πάλλεται και […], αρμονική λύρα
Όπου το
DE FORMA EN FORMA, Y DE SOL EN SOL CAMINΟ
De forma en forma, y de sol en sol camino,
De forma en forma, y de astro en astro vengo:
Viejo nací:
¿Quién soy?
Lo sé.
Soy todos:—¿todo
}El animal y el hombre, el árbol preso
Y el pájaro volante: evangelista
Y el bestia soy: me place el sacrificio
Más que el gozo común: con esto solo
Sé ya quién soy: ya siento do mi mano
Ceder las puertas fúlgidas del cielo
ΑΠΟ ΜΟΡΦΗ ΣΕ ΜΟΡΦΗ, ΚΙ ΑΠΟ ΗΛΙΟ ΣΕ ΗΛΙΟ ΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Από μορφή σε μορφή, κι από ήλιο σε ήλιο πορεύομαι,
Από μορφή σε μορφή, κι από άστρο σε άστρο έρχομαι:
Γέρος γεννήθηκα:
Ποιος είμαι;
Το ξέρω.
Είμαι όλοι:—όλα
Το ζώο και ο άνθρωπος,το φυάκισμένο δέντρο
Και το πετούμενο πουλί: ευαγγελιστής
Και θηρίο είμαι: με μαγεύει η θυσία
Πιο κι απ’ την κοινή απόλαυση: μ’ αυτό μόνο
Ξέρω πια ποιος είμαι: ήδη νιώθω που το χέρι μου
Να σπάσεις τις λαμπερές πορτες τα’ ουρανού
SE LA SIENTE VENIR
Se la siente venir: como palacio, En ruina que postrado mayordomo
Con mano vacilante alegra y limpia
A la venida de la reina, el cráneo
En fiesta y confusión aguarda el verso.—
Si me decís oh diarios oh tremendos
Y caros decidores, que a sus plantas
De amarla preso, un amador ferviente
De un golpe de puñal rasgose el pecho,
Que es muy cierto diré —y quien la ha visto
Años y pueblos sin consuelo cruza
De un triste amor el pecho traspasado
Oh mística virtud flor de belleza.—
ΤΗ ΝΙΩΘΕΙ ΝΑ ‘ΡΧΕΤΑΙ
Τη νιώθει να ‘ρχεται: σαν παλάτι,
Ερημωμένο που ο εξαντλημένος οικοδεσπότης του
Με χέρι διστακτικό φαιδρύνει και καθαρίζει
Για τον ερχομό της βασίλισσας, το κρανίο
Μέσα σε γιορτή και σύγχυση φυλάει το στίχο.—
Αν μου πείτε ω καθημερινοί ω τρομεροί
Και αξιότιμοι φαφλατάδες, ότι τα φυτά της
Αφού την αγαπά φυλάει, ένας παθιαμένος εραστής
Μ ένα χτύπημα του μαχαιριού θα χαράξει το στήθος του,
Γιατί είναι βέβαιο πως θα πω ότι —
Χρόνια και χωριά δίχως παρηγοριά διασχίζει
Με το στήθος του διαπερασμένο από ένα θλιμμένο έρωτα
Ω μυστική αρετή άνθος της ομορφιάς.—
APARECE: RELUCE
Aparece: reluce: y cuando he puesto
La imagen en verso, tomo las hojas
Con temerosa unción, como el creyente
Los paños guarda con que ayuda a misa.
O sí escribo de amor, tal me figuro
Que alzo el manto real de una princesa.
Nunca tal gozo como el verso dieron
Eros úbero o Diana vigorosa!
El alma desceñida, a ver el mundo
Se asoma desde el seno de una estrella;
Y se sienta en sus aspas, y las viste
De guirnaldas de violas y heliotropos.
ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ: ΛΑΜΠΕΙ
Εμφανίζεται: αστράφτει κι όταν θέτω
Την εικόνα σε στίχο, πιάνω τις σελίδες
Με φοβερό δέσιμο, όπως ο πιστός
Τα μαντήλια φυλάει που μ’ αυτά βοηθάει στη Λειτουργία.
Η αν γράφ ωγια τον έρωτα, τόσο φαντάζομαι
Που υψώνω τη βασιλική κάπα μιας πριγκήπισας.
Ποτέ τόση απόλαυση όπως ο στίχος έδωσαν
Ο γόνιμος έρωτας η η εύρωστη Άρτεμις!
Η ψυχή ελευθερωμενη, για να δει τον κόσμο
Γέρνει απ’ τον κόρφο ενός άστρου;
Και κάθεται στις φτερωτές του, και τις ντύνει
Με γιρλάντες από βιολέτες και ηλιοτρόπια.
NO TENGO MIEDO
No tengo miedo
A la verdad, ni al sentido reales palabras.
— El alma humana está en jerga,
En sencillo español el alma humana!
Y este: acá tienes la técnica clásica
Y ese: acá tienes el dialecto práctico
Y aquel: acá tienes la lengua meticulosa y frías horas:
Nadie, desembarazan de tanto ropaje.
Dejar de ser quien soy!: guárdense
Los dómines: y sus entero y libre,
La fecunda verdad sufre y enseña.
ΔΕ ΦΟΒΑΜΑΙ
Δε φοβάμαι
Την αλήθεια, ούτε το νόημα των πραγματικών μου λέξεων.
— Η ανθρώπινη ψυχή είναι στο καναβάτσο,
Σε απλά ισπανικά η ανθρώπινη ψυχή!
Κι αυτό: εδώ έχεις την κλασσική τεχνική
Κι εκείνο: εδώ έχεις την πρακτική διάλεκτο
Κι εκείνο: εδώ έχεις τη λόγια γλώσσα και τις κρύες ώρες:
Κανείς, ξελασπώνονται από τόσα ρούχα.
Να πάψω να είμαι αυτός που είμαι!: φυλαχτείτε
Τα ντόμινο: με τα όλα τους και ελεύθερη,
Η γόνιμη αλήθεια υποφέρει και διδάσκει.
¡CABALLO DE BATALLA!
I
¡Caballo de batalla!
Arnés brillante! Caña fina!
Hinchados Los belfos nuevos, como a olor de gloria!
¡Canta la tropa y los fusiles limpia
Solo de ver pasar al buen caballo!
— Todo al redor de mí relampaguea:
¡Vengo de mi amor impuro!
II
¡Acémila encogida!
Que en botijín de cieno mal tostado
Su propia sangre estéril lleva al lomo!—
¡Rueda el fusil de mano de tropa
Mirarlo pasar! gruñe, cojea,:
Solo al verlo
Todo, por donde cruza, es rota y silbo!
¡Vuelvo a mi amor impuro!
ΑΛΟΓΟ ΜΑΧΗΣ!
I
Άλογο μάχης!
Χάμουρο λαμπρό! Λεπτό καλάμι!
Βαριανασαίνουν
Τα νέα πουλάρια, όπως με το άρωμα της δόξας!
Τραγουδάει το στράτευμα και καθαρίζει τα τουφέκια
Μόνο με το να δει να περνά το ωραίο άλογο!
— ¨Ολα ολόγυρά μου λάμπουν:
Έρχομαι από τον βρώμικο έρωτα μου!
II
Υποζύγιο χαλινωμένο!
Που στην καλύπτρα του τη λασπωμένη κακοψημένο
Το στείρο του αίμα φέρει μέσα στη σάρκα!—
Γυρνάει το τουφέκι στο χέρι του στρατεύματος
Δέστε το να περνά!χλιμιντρίζει, κουτσαίνει,:
Μόνο καθώς το βλέπω
Ολάκερο, απ’ όπου διαβαίνει, σφυρίζω !
Γυρνάω στο βρώμικο έρωτα μου!
EN MI PASO LIGERO
En mi paso ligero, en la premura
Con que a mi labio el pensamiento viene,
En esta generosa verba mía
Que hasta en callar estremeció al malvado
Y ora otra vez ardiente y libre corre,
En mi vigor y en mi ventura siento—
Que de tu impuro amor me he redimido—.
――
―Cuando alza el alma el vuelo, como un búho
El mal amor se sienta sobre el ala
Y cuando al claro vuelo echa las alas
Entumidas el alma, como un búho
El mal amor se sienta sobre el ala.
ΣΤΟ ΓΡΗΓΟΡΟ ΜΟΥ ΠΕΡΑΣΜΑ
Στο γρήγορο μου πέρασμα, μες στη βιασύνη μου
Με την οποία στα χείλη μου η σκέψη μου έρχεται,
Σ’ αυτό το γενναίο δικό μου ρήμα
Που ως τη σιωπή πίεσε τον αχρείο
Και τώρα για άλλη μια φορά φλεγόμενο και ελεύθερο τρέχει,
Μέσα στο σφρίγος μου και στην περιπέτεια μου νιώθω—
Ότι απ’ το βρώμικο έρωτα σου έχω λυτρωθεί—.
――
―Όταν αρχίζει η ψυχή την πτήση, σαν ένας μπούφος
Ο κακός ο έρωτας στο φτερό παν κουρνιάζει
Κι ότν στη φωτεινή πτήση ανοίγει τα φτερά
Entumidas η ψυχή, σαν ένας μπούφος
Ο κακός ο έρωτας κουρνιάζει πάνω στο φτερό.
CÓMO ME HAS DE QUERER?
Cómo me has de querer?
Como el animal
Que lleva en sí a sus hijos,
Como al santo en el ara envuelve el humo, las lenguas de humo
/ la lengua de humo oloroso/del incienso
Como la luz del sol baña la tierra.
Que no puedes?
Ya lo sé.
De estrellas blancas
Amasándome está la novia mía;
Yo en mis entrañas tallaré una rosa
Y como quien engarza en plata una—
Mi corazón ataré en su seno:
Caeré a sus pies, inerme, como cae
Suelto el león a los pies de la hermosura
Y con mi cuerpo abrigaré sus plantas
Como olmo fecundo que alimenta
La raíz de su mal: mi planta humana,
Mi rosa en plata, mi mujer de estrella
Hacia mí tenderá las ramas pías
Y me alzará, como cadáver indio
Me tendrá expuesto al sol, y de sus brazos
Me iré perdiendo en el azul del cielo
Pues así muero yo de ser amado!
ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ;
Πως πρέπει να μ’ αγαπήσεις;
Όπως το ζώο
Που μέσα του φέρει τα νήματα του,
Όπως ο άγιος που στο όργωμα υψώνει τις γλώσσες
του θυμιάματος
Όπως το φως του ήλιου που λούζει τη γη.
Μα δε μπορείς;
Πια το ξέρω.
Με λευκά αστέρια
Να ζυμώνομαι με βλέπει η κοπελιά μου;
Εγώ μες στα σωθικά μου θα λαξεύσω ένα ρόδο
Και όπως εκείνος που σε ασήμι χαράσει μία—
Την καρδιά μου θα δέσω στον κόρφο της:
Θα πέσω στα πόδια της, άπνοος, όπως πέφτει
Όπως πέφτει χαλαρό το λιοντάρι στα πόδια της ομορφιάς
Και με το κορμί μου θα προστατεύσω τα φυτά της
Σαν γόνιμη φτελιά που θρέφει
Τη ρίζα του κακού του:το ανθρώπινο φυτό μου,
Το ασημένιο μου ρόδο, η γυναίκα μου από άστρο
Προς εμένα θα απλώσει τα ιερά του κλαδιά
Και θα με υψώσει, σαν πτώμα Ινδιάνου
Ξαπλωμένο θα με εκθέσει στον ήλιο, και από τα μπράτσα της
Μες στο γαλάζιο τ’ ουρανού σιγά σιγά θα χαθώ
Αφού έτσι θα πεθάνω έχοντας αγαπηθεί!
COMO EL MAR ES EL ALMA
Como el mar es el alma:
Un oleaje
La remonta hasta el cielo: otro la lleva
Hasta el siniestro abismo.
El sol colora,
Cuando el mar cielo arriba la ola empuja,
Los claros pliegues y las crestas blancas:
Cuando se hunden en la sirte, rugen;
Revientan y oscurécense las olas!—
ΟΠΩΣ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΕΙΝΑΙ Η ΨΥΧΗ
Όπως η θάλασσα είναι η ψυχή:
Μια φουσκοθαλασσιά
Την ανεβάζει ως τον ουρανό: άλλος τη φέρνει
Ως τη συφοριασμένη την άβυσσο.
Ο ήλιος χρωματίζει,
Όταν η θάλασσα ως τον ουρανό πάνω το κύμα τινάζει,
Οι φωτεινές πτυχές της και οι λευκές κορφές των κυμάτων:
Όταν βυθίζονται μέσα στη σύρτη, βρυχώνται;
Revientan και σκοτεινιάζουν τα κύματα!—
PANDERETA Y ZAMPOÑA Y FLAUTA
Pandereta y zampoña y flauta y
Es el verso español.
Allá a lo lejos
Ruge el mar, brilla el cielo, habla la selva:
¡Ola el verso ha de ser, y azul sereno,
Y roble en que los vientos enfrenados
Se paren a admirar, y las palomas
A abrir sus alas y a colgar sus nidos: la
Roble de tronco firme y copa espesa
Donde de flor en flor con lanza de oro
Libre y desnudo el canto vuele;
Amoroso
Despertando corolas
Y lo acoja —y cubra con sus alas de luz la melodía!
Mendrugo en joya, y muerto en pompas reales
Es el verso español.
Bajo la falsa púrpura cojea.
Le falta libertad.
El modo viejo [...]: acentos busque.
Púdrase de una vez, púdrase, y surja
El pensamiento redimido.
[...]: un verso forje
Donde quepa la luz,
Digno del hombre
Y de América y el hombre digno sea
De América y del hombre digno.
ΝΤΕΦΙ ΚΑΙ ΓΚΑΙΝΤΑ ΚΑΙ ΦΛΑΟΥΤΟ
Ντέφι και γκάιντα και φλάουτο και
Είναι ο στίχος ισπανικός.
Εκεί πέρα μακριά
Βρρυχάται η θάλασσα, λάμπει ο ουρανός, μιλά το δάσος:
Κύμα ο στίχος θα είναι, και γαλήνιο γαλάζιο,
Και δρυς μες στους σταματημένους ανέμους
Σταματούν για να θαυμάσουν, και τα περιστέρια
Να ανοίξουν τα φτερά τους και να κρεμάσουν τις φωλιές τους:
Δρυς με σταθερό κορμό και πυκνό τσαμπί
Όπου από λουλούδι σε λουλούδι με δόρυ από χρυσάφι
Ελεύθερο και γυμνό το τραγούδι επιστρέφει;
Ερωτικό
Αφυπνίζοντας κάλυκες
Και το περιμαζεύει —και σκεπάζει με τα φτερά του από δως το μεσημέρι!
Στολισμένο τούβλο, και νεκρός με βασιλικές πομφόλυγες
Είναι ο ισπανικός στίχος.
Κάτω από την ψεύτικη πορφύρα cojea.
Η εσφαλμένη ελευθερία.
Ο παλιός τρόπος [...]: τόνους ψάχνει.
Θα αποσυντεθεί τελικά,θα αποσυντεθεί, και θα αναδυθεί
Η λυτρωμένη σκέψη.
[...]: ένας στίχος πασχίζει
Για να χωέσει το φως,
Άξιο του ανθρώπου
Και της Αμερικής και ο άνθρωπος άξιος να ναι
Της Αμερικής και του ανθρώπου άξιος.
VERSOS SENCILLOS
A MANUEL MERCADO, de México
——
A ENRIQUE ESTRÁZULAS, del Uruguay
Mis amigos saben cómo se me salieron estos versos del corazón. Fue aquel invierno de angustia, en que por ignorancia, o por fe fanática, o por miedo, o por cortesía, se reunieron en Washington, bajo el águila temible, los pueblos hispano-americanos. ¿Cuál de nosotros ha olvidado aquel escudo, el escudo en que el águila de Monterrey y Chapultepec, el águila de López y de Walker, apretaba en sus garras los pabellones todos de la América? Y la agonía en que viví, hasta que pude confirmar la cautela y el brío de nuestros pueblos; y el horror y vergüenza en que me tuvo el temor legítimo de que pudiéramos los cubanos, con manos parricidas, ayudar el plan insensato de apartar a Cuba, para bien único de un nuevo amo disimulado, de la patria que la reclama y en ella se completa, de la patria hispano-americana,—me quitaron las fuerzas mermadas por dolores injustos. Me echó el médico al monte: corrían arroyos, y se cerraban las nubes: escribí versos. A veces ruge el mar, y revienta la ola, en la noche negra, contra las rocas del castillo ensangrentado: a veces susurra la abeja, merodeando entre las flores.
¿Por qué se publica esta sencillez, escrita como jugando, y no mis encrespados VERSOS LIBRES, mis endecasílabos hirsutos, nacidos de grandes miedos o de grandes esperanzas, o de indómito amor de libertad, o de amor doloroso a la hermosura, como riachuelo de oro natural, que va entre arena y aguas turbias y raíces, o como hierro caldeado, que sirva y chispea, o como surtidores candentes? ¿Y mis VERSOS CUBANOS, tan llenos de enojo que están mejor donde no se les ve? ¿Y tanto pecado mío escondido, y tanta prueba ingenua y rebelde de literatura? ¿Ni a qué exhibir ahora, con ocasión de estas flores silvestres, un curso de mi poética, y decir por qué repito un consonante de propósito, o los gradúo o agrupo de modo que vayan por la vista y el oído al sentimiento, o salto por ellos, cuando no pide rimas ni soporta repujos la idea tumultuosa? Se imprimen estos versos porque el afecto con que los acogieron, en una noche de poesía y amistad, algunas almas buenas, los ha hecho ya públicos. Y porque amo la sencillez, y creo en la necesidad de poner el sentimiento en formas llanas y sinceras.
JOSÉ MARTÍ,Nueva York: 1891.
ΑΠΛΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Στον Μανουέλ Μερκάδο, από το Μεξικό
Στον Ενρίκε Εστράζουλας , από την Ουρουγουάη
Οι φίλοι μου ξέρουν ότι αυτοί οι στίχοι βγήκαν κατευθείαν απ’ την καρδιά μου. Γράφτηκαν εκείνο το χειμώνα της αγωνίας , όπου λόγω άγνοιας, η από μια φαναττική πίστη, η από φόβο, η από ευγένεια, συγκεντρώθηκαν στην Ουάσιγκτον, κάτω από το φοβερό αετό, οι ισπανοαμερικανικοί λαοί. Ποιος από μας λησμόνησε εκείνο το έμβλημα, το έμβλημα στο οποίο ο αετός του Μοντερέυ και του Τσαπούλτεπεκ, ο αετός του Λόπεθ και του Γουώλκερ γράπωνε στα νύχια του όλες τις εθνικές σημαίες της Αμερικής; Και την αγωνία στην οποία έζησα, μέχρι να μπορέσω να βεβαιωθώ, για την πρόνοια και τη δύναμη των λαών μας. Και ο φόβος και η ντροπή όπου με κατείχε ο φυσιολογικός φόβος ότι θα μπορούσαμε οι Κουβανοί, με χέρια πατροκτόνα,να βοηθήσουμε στο απερίσκεπτο σχέδιο να χωριστεί η Κούβα,και να δωριστεί σε ένα νέο κρυφό αφέντη, από την πατρίδα που αποζητάει και μέσα σ’αυτήν ολοκληρώνεται, από την ισπανοαμερικανική πατρίδα, που απ’ αυτήν την άρπαξαν κάποιες δυνάμεις. Με έστειλε ο γιατρός στο βουνό: έτρεχαν ρυάκια, και πύκνωναν τα σύννεφα: έγραψα στίχους. Κάποτε βοά η θάλασσα , και σκάει το κύμα, μέσα στη μαύρη νύχτα, πάνω στα βράχια του αιματοβαμμένου κάστρου: κάποτε βουίζει η μέλισσα, περιδιαβάζοντας μέσα στα λουλούδια.
Γιατί να εκδοθεί αυτή η απλοικότητα, που είναι γραμμένη σαν να παίζει κανείς, και όχι οι αγριεμέενοι Ελεύθεροι Στίχοι μου, οι οργισμένοι μου ενδεκασύλλαβοι, οι γεννημένοι από μεγάλους φόβους η από μεγάλες ελπίδες, η από την αχαλίνωτη αγάπη για την ελευθερία, η από την πονεμένη αγάπη για την ομορφιά, σαν ρυάκι από ατόφιο χρυσάφι, που κυκλοφορεί ανάμεσα στα θολά νερά και τις ρίζες, η σαν σίδερο πυρωμένο, που χρησιμεύει και σπιθίζει, η σαν πυρακτωμένοι ατμοπίδακες; Και οι Κουβανέζικοι Στίχοι μου, οι τόσο γεμάτοι με οργή που είναι καλύτερα εκεί που δε φαίνονται; Και η τόση κρυμμένη αμαρτία μου και η η τόσο αθώα δοκιμασία μου και αντάρτικη της λογοτεχνίας; Γιατί να μη εκθέσω τώρα, με την αφορμή αυτών των αγριολούλουδων, έναν κύκλο της ποιητικής μου, και να πω ότι επαναλαμβάνω ένα σύμφωνο εμπρόθετα ,η ότι τα ταξινομώ και ομαδοποιώ έτσι ώστε να προσφέρονται στο μάτι και στο συναίσθημα, η γιατί τα παραλείπω, όταν δε γυρεύει ρίμες η όταν δεν υποφέρει τα δουλέματα η ανήσυχη ιδέα; Τυπώνονται αυτοί οι στίχοι γιατί η στοργή με την οποία έγιναν δεκτοί από κάποιες ωραίες ψυχές , σε μια νύχτα ποίησης και φιλίας,τους είχε κάνει πια δημόσιους. Και γιατί αγαπώ την απλότητα, και πιστεύω στην ανάγκη του να βάλω το πνεύμα μου σε φόρμες ομαλές και ειλικρινείς.
Χοσέ Μαρτί, Νέα Υόρκη: 1891.
I
Yo soy un hombre sincero
De donde crece la palma,
Y antes de morirme quiero
Echar mis versos del alma.
Yo vengo de todas partes,
Y hacia todas partes voy:
Arte soy entre las artes,
En los montes, monte soy.
Yo sé los nombres extraños
De las yerbas y las flores,
Y de mortales engaños,
Y de sublimes dolores.
Yo he visto en la noche oscura
Llover sobre mi cabeza
Los rayos de lumbre pura
De la divina belleza.
Alas nacer vi en los hombros
De las mujeres hermosas:
Y salir de los escombros,
Volando las mariposas.
He visto vivir a un hombre
Con el puñal al costado,
Sin decir jamás el nombre
De aquella que lo ha matado.
Rápida, como un reflejo,
Dos veces vi el alma, dos:
Cuando murió el pobre viejo,
Cuando ella me dijo adiós.
Temblé una vez,— en la reja,
A la entrada de la viña,—
Cuando la bárbara abeja
Picó en la frente a mi niña.
Gocé una vez, de tal suerte
Que gocé cual nunca: — cuando
La sentencia de mi muerte
Leyó el alcaide llorando.
Oigo un suspiro, a través
De las tierras y la mar,
Y no es un suspiro,— es
Que mi hijo va a despertar.
Si dicen que del joyero
Tome la joya mejor,
Tomo a un amigo sincero
Y pongo a un lado el amor.
Yo he visto al águila herida
Volar al azul sereno,
Y morir en su guarida
La víbora del veneno.
Yo sé bien que cuando el mundo
Cede, lívido, al descanso,
Sobre el silencio profundo
Murmura el arroyo manso.
Yo he puesto la mano osada,
De horror y júbilo yerta,
Sobre la estrella apagada
Que cayó frente a mi puerta.
Oculto en mi pecho bravo
La pena que me lo hiere:
El hijo de un pueblo esclavo
Vive por él, calla, y muere.
Todo es hermoso y constante,
Todo es música y razón,
Y todo, como el diamante,
Antes que luz es carbón.
Yo sé que el necio se entierra
Con gran lujo y con gran llanto,
— Y que no hay fruta en la tierra
Como la del camposanto.
Callo, y entiendo, y me quito
La pompa del rimador:
Cuelgo de un árbol marchito
Mi muceta de doctor.
I
Εγώ είμαι ένας άνθρωπος ντόμπρος
Από κει που η φοινικιά φυτρώνει,
Και θέλω προτού να πεθάνω
Απ’ τη ψυχή τους στίχους μου να βγάλω.
Εγώ έρχομαι απ’ όλα τα μέρη,
Και σε όλα τα μέρη πηγαίνω:
Τέχνη είμαι μέσα στις τέχνες,
Και μες στα βουνά βουνό.
Εγώ τα παράξενα ονόματα ξέρω
Των βοτάνων και των λουλουδιών,
Και για φινικές απάτες,
Και για υπέρτατους πόνους.
Εγώ είδα μέσα στη σκοτεινή νύχτα
Βροχή στο κεφάλι μου να πέφτουν
Της ατόφιας λάμψης οι αστραπές
Της θεϊκής ομορφιάς.
Φτερά να γεννιούνται είδα ανάμεσα στους ανθρώπους
Αυτά των ωραίων γυναικών:
Και να βγαίνουν απ’ τα ερείπια,
Πετώντας οι πεταλούδες.
Είδα έναν άνθρωπο να σκοτώνουν
Με το στιλέτο στα πλευρά του,
Δίχως να πει ποτέ το όνομα
Εκείνης που τον σκότωσε.
Γοργή, σαν αντανάκλαση,
Δυο φορές είδα την ψυχή, δυο:
Όταν πέθανε ο φτωχός γέρος μου,
Όταν εκείνη μου είπε αντίο.
Τρόμαξα μια φορά,— στο φράχτη,
Στην είσοδο του αμπελώνα,—
Όταν η άγρια μέλισσα
Κέντησε στο μέτωπο τη μικρή μου.
Χάρηκα μια φορά, τόσο πολύ
Που ποτέ πριν δεν είχα χαρεί: — όταν
Την καταδίκη μου σε θάνατο
Διάβασε κλαίγοντας ο διευθυντής της φυλακής.
Ακούω ένα αναστεναγμό, να διασχίζει
Τις στεριές και τη θάλασσα,
Και δεν είναι ένας αναστεναγμός,— είναι
Που ο γιος μου πάει να ξυπνήσει.
Αν πουν πως απ’ τον κοσμηματοπώλη
Πήρα το καλύτερο κόσμημα,
Παίρνω ένα φίλο μου ντόμπρο
Και την αγάπη βάζω στην άκρη.
Εγώ έχω δει τον αετό πληγωμένο
Να πετάει μες στο ήρεμο γαλάζιο,
Και να πεθαίνει στη φωλιά της
Τη φαρμακερή οχιά.
Εγώ ξέρω καλά πως όταν ο κόσμος
Παραδίδεται, ωχρός, στον ύπνο του,
Πάνω απ’ τη βαθιά τη σιωπή
Μουρμουρίζει το ήμερο ρυάκι.
Εγώ έβαλα το τολμηρό μου χέρι,
Απ’ τον τρόμο κι απ’ τη χαρά κοκαλωμένο,
Πάνω στο αστέρι το σβησμένο
Που έπεσε στην πόρτα μου μπροστά.
Κρύβω στο τραχύ μου στήθος
Τον πόνο που μου το πληγώνει:
Ο γιος ενός λαού σκλαβωμένου
Γι’ αυτόν ζει, σωπαίνει, και πεθαίνει.
Όλα στέρεα κι όμορφα είναι,
Όλα είναι μουσική και λόγος,
Κι όλα, όπωςτο διαμάντι,
Προτού φως γίνουν,κάρβουνο είναι.
Εγώ ξέρω ότι τον κουτό τον θάβουν
Με πολλή χλιδή και με μεγάλο θρήνο,
— Κι ότι δεν υπάρχουν στη γη φρούτα
Όπως εκείνα του κοιμητηρίου.
Σιωπώ, καταλαβαίνω, και από πάνω μου βγάζω
Τον κομπασμό μου του στιχουργού:
Και κρεμάω σε ένα μαραμένο δέντρο
Τον τίτλο μου του Δόκτορα.
II
Yo sé de Egipto y Nigricia,
Y de Persia y Xenophonte;
Y prefiero la caricia
Del aire fresco del monte.
Yo sé de las historias viejas
Del hombre y de sus rencillas;
Y prefiero las abejas
Volando en las campanillas.
Yo sé del canto del viento
En las ramas vocingleras:
Nadie me diga que miento,
Que lo prefiero de veras.
Yo sé de un gamo aterrado
Que vuelve al redil, y expira,
— Y de un corazón cansado
Que muere oscuro y sin ira.
II
Εγώ ξέρω για την Αίγυπτο και τη Νιγηρία,
Για την Περσία και για τον Ξενοφώντα;
Και προτιμώ το χάδι
Του δροσερού βουνίσιου αέρα.
Εγώ ξέρω για τις παλιές ιστορίες
Του ανθρώπου και των φιλονικιών του;
Και προτιμώ τις μέλισσες
Καθώς πετούν μέσα στις καμπανούλες.
Εγώ ξέρω για το τραγούδι του ανέμου
Πάνω στα βουερά κλαδιά:
Κανείς να μη μου πει πως ψέματα λέω,
Και το προτιμώ στ’ αλήθεια.
Εγώ ξέρω για ένα ζαρκάδι φοβισμένο
Που γυρνάει στη μονιά του, και ξεψυχάει,
— Και για μια καρδιά κουρασμένη
Που σκοτεινή δίχως θυμό πεθαίνει .
III
Odio la máscara y vicio
Del corredor de mi hotel:
Me vuelvo al manso bullicio
De mi monte de laurel.
Con los pobres de la tierra
Quiero yo mi suerte echar:
El arroyo de la sierra
Me complace más que el mar.
Denle al vano el oro tierno
Que arde y brilla en el crisol:
A mí denme el bosque eterno
Cuando rompe en él el sol.
Yo he visto el oro hecho tierra
Barbullendo en la redoma:
Prefiero estar en la sierra
Cuando vuela una paloma.
Busca el obispo de España
Pilares para su altar;
¡En mi templo, en la montaña,
El álamo es el pilar!
Y la alfombra es puro helecho,
Y los muros abedul,
Y la luz viene del techo,
Del techo de cielo azul.
El obispo, por la noche, Sale, despacio, a cantar:
Monta, callado, en su coche,
Que es la piña de un pinar.
Las jacas de su carroza
Son dos pájaros azules:
Y canta el aire y retoza,
Y cantan los abedules.
Duermo en mi cama de roca
Mi sueño dulce y profundo:
Roza una abeja mi boca
Y crece en mi cuerpo el mundo.
Brillan las grandes molduras
Al fuego de la mañana,
Que tiñe las colgaduras
De rosa, violeta y grana.
El clarín, solo en el monte,
Canta al primer arrebol:
La gasa del horizonte
Prende, de un aliento, el sol.
¡Díganle al obispo ciego,
Al viejo obispo de España
Que venga, que venga luego,
A mi templo, a la montaña!
III
Μισώ τις μάσκες και τα βίτσια
Στους διαδρόμους του ξενοδοχείου μου:
Στην ήμερη βουή γυρίζω
Του βουνού μου με τις δάφνες.
Με της γης τους φτωχούς
Θέλω εγώ την τύχη μου να μοιραστώ:
Της οροσειράς το ρυάκι
Με τέρπειπιότερο απ’ τη θάλασσα.
Δώστε στον ματαιόδοξο το λαγαρό χρυσάφι
Που καίει και λάμπει στο καμίνι μέσα:
Σε μένα δώστε μου το αέναο δάσος
Όταν το χτυπάει ο ήλιος.
Εγώ είδα το χρυσάφι να γίνεται χώμα
Να κοχλάζει μέσα στη γυάλα:
Προτιμώ στην οροσειρά να είμαι
Όταν πετά μια περιστέρα .
Ψάχνει ο επίσκοπος της Ισπανίας
Για το τέμπλο του κολώνες;
Στο ναό μου, στο βουνό μου,
Η λεύκα είναι η κολώνα!
Και το χαλί είναι ατόφια φτέρη,
Κι οι τοίχοι από σημύδα,
Και το φως έρχεται απ’ τη σκέπη,
Απ’ τη σκέπη του γαλάζιου τ’ ουρανού.
Ο Επίσκοπος ,τη νύχτα,
Βγαίνει, αργά , για να ψάλλει:
Ανεβαίνει, σιωπηλός, στην άμαξα του,
Που είναι το κουκουνάρι ενός πευκώνα.
Οι φοράδες της καρότσας του
Είναι δυο γαλάζια πουλιά:
Και ψάλλει ο αέρας και φυσά,
Και τραγουδάνε οι σημύδες.
Κοιμάμαι στο πέτρινο μου κρεβάτι
Το γλυκό και βαθύ μου ύπνο:
Το στόμα μου μια μέλισσα ροδίζει
Και μεγαλώνει στο κορμί μου ο κόσμος.
Λάμπουν οι μεγάλες κορνίζες
Στη φεγγοβολή του πρωινού,
Που βάφει τις απλώστρες
Με ρόζ, βιολετί και κόκκινο.
Το κοτσύφι, μοναχό του στο βουνό,
Τραγουδά στης αυγής το πρώτο ρόδισμα:
Η γάζα του ορίζοντα
ανάβει, με μια ανασαιμιά, τον ήλιο.
Πες τε στον τυφλό επίσκοπο,
Στο γέρο επίσκοπο τον Ισπανό
Να έρθει, να έρθει μετά,
Στο ναό μου, στο βουνό!
IV
Yo visitaré anhelante
Los rincones donde a solas
Estuvimos yo y mi amante
Retozando con las olas.
Solos los dos estuvimos,
Solos, con la compañía
De dos pájaros que vimos
Meterse en la gruta umbría.
Y ella, clavando los ojos,
En la pareja ligera,
Deshizo los lirios rojos
Que le dio la jardinera.
La madreselva olorosa
Cogió con sus manos ella,
Y una madama graciosa,
Y un jazmín como una estrella.
Yo quise, diestro y galán,
Abrirle su quitasol;
Y ella me dijo: "¡Qué afán!
¡Si hoy me gusta ver el sol!"
"Nunca más altos he visto
Estos nobles robledales:
Aquí debe estar el Cristo,
Porque están las catedrales."
"Ya sé dónde ha de venir
Mi niña a la comunión;
De blanco la he de vestir
Con un gran sombrero alón."
Después, del calor al peso,
Entramos por el camino,
Y nos dábamos un beso
En cuanto sonaba un trino.
¡Volveré, cual quien no existe,
Al lago mudo y helado:
Clavaré la quilla triste:
Posaré el remo callado!
IV
Εγώ θα επισκεφτώ με λαχτάρα
Τις γωνιές όπου μόνοι μας
Βρισκόμασταν η αγαπημένη μου κι εγώ
Παίζοντας με τα κύματα.
Μόνοι ήμασταν οι δυο μας,
Μόνοι, με τη συντροφιά
Δυο πουλιών που είδαμε
Να μπαίνουνε στη σκιερή σπηλιά.
Κι εκείνη, καρφώνοντας το βλέμμα,
Στο ξένιαστο το ζευγάρι,
Τους κόκκινους κρίνους άφησε να πέσουν
Που η περβολαριά της έδωσε.
Το ευωδιαστό το αγιόκλημα
Μάζεψε με τα χέρια της εκείνη,
Και μια χαριτωμένη ανεμώνη,
Και ένα γιασεμί σαν αστέρι.
Εγώ θέλησα, επιδέξιος και αβρός,
Να της ανοίξω ένα παρασόλι;
Κι κείνη μου είπε: "Τι εμμονή!
Κι αν σήμερα μου αρέσει να βλέπω τον ήλιο!"
"Ποτέ πιο ψηλές δεν έχω
Αυτές τις περ΄φανες βελανιδιές :
Εδώ ο Χριστός πρέπει να ‘ναι,
Γιατί εδώ είναι οι εκκλησιές "
"Πια ξέρω από πού θα έρθει
Η μικρή μου για να μεταλάβει;
Στα λευκά θα τηνε ντύσω
Με ένα καπέλο με φτερά."
Μετά, απ’ τη ζέστη κουρασμένοι,
Το δρόμο μας πήραμε,
Και ένα φιλί ανταλλάξαμε
Ενώ ηχούσε ένα κελάιδισμα.
Θα γυρίσω, σαν αυτόν που δεν υπάρχει,
Στη βουβή και παγωμένη λίμνη:
Θα καρφώσω τη θλιβερή καρίνα:
Θα αποθέσω το σιωπηλό κουπί!
V
Si ves un monte de espumas,
Es mi verso lo que ves:
Mi verso es un monte, y es
Un abanico de plumas.
Mi verso es como un puñal
Que por el puño echa flor:
Mi verso es un surtidor
Que da un agua de coral.
Mi verso es de un verde claro
Y de un carmín encendido:
Mi verso es un ciervo herido
Que busca en el monte amparo.
Mi verso al valiente agrada:
Mi verso, breve y sincero,
Es del vigor del acero
Con que se funde la espada.
V
Αν δεις ένα βουνό μες στην αχλή,
Είναι ο στίχος μου αυτό που βλέπεις:
Ο στίχος μου ένα βουνό είναι, και μια βεντάλια με φτερά.
Ο στίχος μου σαν ένα στιλέτο είναι
Που απ’ τη λαβή του βγάζει λουλούδι:
Ο στίχος μου μια πηγή είναι
Που βγάζει νερό από κοράλλια.
Ο στίχος μου από ένα φεγγερό πράσινο
Κι από ένα κόκκινο πυρακτωμένο:
Ο στίχος μου είναι ένα ελάφι πληγωμένο
Που ψάχνει καταφύγιο στο βουνό.
Ο στίχος μου στον ψυχωμένο αρέσει:
Ο στίχος μου κοφτός και ντόμπρος
Έχει τη δύναμη του ατσαλιού
Που μ’ αυτό το σπαθί αργάζεται .
VI
Si quieren que de este mundo
Lleve una memoria grata,
Llevaré, padre profundo,
Tu cabellera de plata.
Si quieren, por gran favor,
Que lleve más, llevaré
La copia que hizo el pintor
De la hermana que adoré.
Si quieren que a la otra vida
Me lleve todo un tesoro,
¡Llevo la trenza escondida
Que guardo en mi caja de oro!
VI
Αν θέλετε απ’ αυτό τον κόσμο
Να πάρω μαζί μου μια ωραία ανάμνηση,
Θα πάρω, σοφέ πατέρα,
Την κόμη σου από ασήμι.
Αν θέλετε, για χχάρη σας μεγάλη,
Περσότερα να πάρω, θα πάρω
Το πορτραίτο που έφτιαξε ο ζωγράφος
Της λατρεμένης αδερφής μου.
Αν θέλετε στην άλλη τη ζωή
Ένα θησαυρό ολόκληρο να κουβαλήσω,
Θα πάρω την κρυμμένη κοτσίδα
Που φυλάω στη χρυσή μου κασετίνα!
VII
Para Aragón, en España,
Tengo yo en mi corazón
Un lugar todo Aragón, Franco, fiero, fiel, sin saña.
Si quiere un tonto saber
Por qué lo tengo, le digo
Que allí tuve un buen amigo,
Que allí quise a una mujer.
Allá, en la vega florida,
La de la heroica defensa,
Por mantener lo que piensa
Juega la gente la vida.
Y si un alcalde lo aprieta
O lo enoja un rey cazurro,
Calza la manta el baturro
Y muere con su escopeta.
Quiero a la tierra amarilla Que baña el Ebro lodoso: Quiero el Pilar azuloso
De Lanuza y de Padilla.
Estimo a quien de un revés Echa por tierra a un tirano:
Lo estimo, si es un cubano;
Lo estimo, si aragonés.
Amo los patios sombríos Con escaleras bordadas;
Amo las naves calladas
Y los conventos vacíos.
Amo la tierra florida, Musulmana o española,
Donde rompió su corola
La poca flor de mi vida.
VII
Για την Αραγονία, στην Ισπανία,
Φυλάω εγώ μες στην καρδιά μου
Ένα τόπο όλο Αραγονία,
Ειλικρινή, άγριο, πιστό, δίχως μίσος.
Αν θέλει ένας βλάκας να μάθει
Γιατί τον φυλάω, του λέω
Πως εκεί είχα έναν καλό φίλο,
Πως εκεί μια γυναίκα αγάπησα.
Εκεί, στον ανθισμένο κάμπο,
Εκείνο της ηρωικής αντίστασης,
Για να διατηρήσει αυτά που πιστεύει
Παίζει ο κόσμος τη ζωή του.
Κι αν ένας κυβερνήτης τον καταπιέζει
Η τονε θυμώνει ένας βασιλιάς αγροίκος,
Φορά την κάπα του ο αντάρτης
Και με το ντουφέκι του πεθαίνει.
Αγαπώ την κίτρινη τη γη
Που πλένει ο λασπερός ο Έβρος:
Το γαλαζωπό Πιλάρ αγαπώ
Της Λανούσα η την Παντίγια.
Εκτιμώ αυτόν που με μια ανάποδη
Στο χώμα κάτω ένα τύραννο ρίχνει:
Τον εκτιμώ, αν Κουβανός είναι;
Τον εκτιμώ, αν είναι Αραγωνέζος.
Τις σκιερές αγαπώ μεσαυλές
Μ τις πλουμιστές τους τις σκάλες;
Τα σιωπηλά αγαπώ πλοία
Και τα έρημα μοναστήρια.
Την ανθισμένη αγαπώ γη,
Τη Μουσουλμάνικη η Σπανιόλα,
Όπου έσπασε τον κάλυκα του
Το εφήμερο λουλούδι της ζωής μου.
VIII
Yo tengo un amigo muerto
Que suele venirme a ver:
Mi amigo se sienta, y canta;
Canta en voz que ha de doler.
En un ave de dos alas
Bogo por el cielo azul:
Un ala del ave es negra,
Otra de oro Caribú.
El corazón es un loco
Que no sabe de un color:
O es su amor de dos colores,
O dice que no es amor.
Hay una loca más fiera
Que el corazón infeliz:
La que le chupó la sangre
Y se echó luego a reír.
Corazón que lleva rota
El ancla fiel del hogar,
Va como barca perdida,
Que no sabe a dónde va.»
En cuanto llega a esta angustia
Rompe el muerto a maldecir:
Le amanso el cráneo: lo acuesto:
Acuesto el muerto a dormir.
VIII
Εγώ έχω ένα φίλο πεθαμένο
Που συχνά έρχεται για να με δει:
Ο φίλος μου κάθεται, και τραγουδάει;
Τραγουδά με φωνή που μας πονά.
Πάνω σε ένα πουλί με δυο φτερά
Μες στο γαλάζιο ουρανό αρμενίζω:
Το ένα φτερό του πουλιού μαύρο είναι,
Το άλλο απ’ της Καραϊβικής το χρυσάφι.
Η καρδιά είναι ένας τρελός
Που δεν αναγνωρίζει ένα χρώμα μόνο:
Η είναι η αγάπη του από δυο χρώματα,
Η λέει πως αγάπη δεν είναι.
Υπάρχει μια τρελή πιο άγρια
Απ’ τη δυστυχισμένη καρδιά:
Αυτή που το αίμα της ρούφηξε
Και βάλθηκε μετά τα γελά.
Καρδιά που έχει σπασμένη
Την άγκυρα της πίστης στην εστία,
Πάει σαν βάρκα του χαμού,
Που δεν ξέρει που να πάει.
Όταν φτάνει σ’ αυτή την αγωνία
Ξεσπάει ο νεκρός σε κατάρες
Του χαιδεύω το κρανίο: τον ξαπλώνω:
Ξαπλώνω το νεκρό να κοιμηθεί.
IX
Quiero, a la sombra de un ala,
Contar este cuento en flor:
La niña de Guatemala,
La que se murió de amor.
Eran de lirios los ramos,
Y las orlas de reseda
Y de jazmín: la enterramos
En una caja de seda.
...Ella dio al desmemoriado
Una almohadilla de olor:
Él volvió, volvió casado:
Ella se murió de amor.
Iban cargándola en andas
Obispos y embajadores:
Detrás iba el pueblo en tandas,
Todo cargado de flores.
...Ella, por volverlo a ver,
Salió a verlo al mirador:
Él volvió con su mujer:
Ella se murió de amor.
Como de bronce candente
Al beso de despedida
Era su frente ¡la frente
Que más he amado en mi vida!
...Se entró de tarde en el río,
La sacó muerta el doctor:
Dicen que murió de frío:
Yo sé que murió de amor.
Allí, en la bóveda helada,
La pusieron en dos bancos:
Besé su mano afilada,
Besé sus zapatos blancos.
Callado, al oscurecer,
Me llamó el enterrador:
¡Nunca más he vuelto a ver
A la que murió de amor!
IX
Θέλω, στη σκιά ενός φτερού,
Αυτή τη νιόκοπη ιστορία να διηγηθώ :
Για το κορίτσι της Γουατεμάλας,
Αυτό που πέθανε από έρωτα.
Ήταν από λευκά κρίνα οι ανθοδέσμες,
Κι από μετάξι οι μπορντούρες
Κι από γιασεμιά: τη θάψαμε
Σε ένα κασόνι από μετάξι.
...Εκείνη χάρισε σ’ αυτόν που τη ξέχασε
Ένα μαξιλαράκι ευωδιαστό:
Εκείνος γύρισε, γύρισε παντρεμένος:
Εκείνη πέθανε από έρωτα.
Πήγαιναν κουβαλώντας τη στους ώμους
Επίσκοποι και πρεσβευτές:
Και πίσω πήγαινε ο λαός ομάδι,
Όλοι φορτωμένοι λουλούδια.
...Εκείνη, για να τον ξαναδεί,
Βγήκε να τον δει από ψηλά:
Αυτός γύρισε με τη γυναίκα του:
Εκεί πέθανε από έρωτα.
Σαν από μπρούτζο σφυρήλατο
Στο αποχαιρετιστήριο το φιλί
Ήταν το μέτωπο της. Το μέτωπο
Που πιο πολύ αγάπησα στη ζωή μου!
...Έπεσε το σούρουπο μες στο ποτάμι,
Την έβγαλε νεκρή ο γιατρός:
Λένε πως πέθανε απ’ το κρύο:
Εγώ ξέρω πως πέθανε από έρωτα.
Εκεί, στην παγωμένη κρύπτη,
Τη βαλαν σε δυο πάγκους πάνω:
Φίλησα το άψυχο της χέρι,
Φίλησα τα άσπρα της τα γοβάκια.
Σιωπηλός, στο μούχρωμα,
Με φώναξε ο νεκροθάφτης:
Ποτέ πια δε θα ματαδώ
Αυτή που πέθανε από έρωτα!
X
El alma trémula y sola
Padece al anochecer:
Hay baile; vamos a ver
La bailarina española
Han hecho bien en quitar
El banderón de la acera;
Porque si está la bandera,
No sé, yo no puedo entrar.
Ya llega la bailarina:
Soberbia y pálida llega:
¿Cómo dicen que es gallega?
Pues dicen mal: es divina.
Lleva un sombrero torero
Y una capa carmesí:
¡Lo mismo que un alelí
Que se pusiese un sombrero!
Se ve, de paso, la ceja,
Ceja de mora traidora:
Y la mirada, de mora:
Y como nieve la oreja.
Preludian, bajan la luz
Y sale en bata y mantón,
La virgen de la Asunción
Bailando un baile andaluz.
Alza, retando, la frente;
Crúzase al hombro la manta:
En arco el brazo levanta:
Mueve despacio el pie ardiente.
Repica con los tacones
El tablado zalamera,
Como si la tabla fuera
Tablado de corazones.
Y va el convite creciendo
En las llamas de los ojos,
Y el manto de flecos rojos
Se va en el aire meciendo.
Súbito, de un salto arranca:
Húrtase, se quiebra, gira:
Abre en dos la cachemira,
Ofrece la bata blanca.
El cuerpo cede y ondea;
La boca abierta provoca;
Es una rosa la boca:
Lentamente taconea.
Recoge, de un débil giro,
El manto de flecos rojos:
Se va, cerrando los ojos,
Se va, como en un suspiro...
Baila muy bien la española;
Es blanco y rojo el mantón:
¡Vuelve, fosca, a su rincón
El alma trémula y sola!
X
Τρεμάμενη η ψυχή και μόνη
Πάσχει καθώς σουρουπώνει:
Υπάρχει πανηγύρι; Να δούμε πάμε
Τη μπαλαρίνα τη Σπανιόλα
Κάναν καλά που έβγαλαν
Τοπανώ απ’ τον πεζόδρομο;
Γιατί αν υπάρχει εκεί το πανώ,
Εγώ δε ξέρω, εγώ δε μπορώ να μπω.
Πια φτάνει η μπαλαρίνα:
Ωχρή και υπεροπτική καταφτάνει:
Γιατί λένε ότι είναι από τη Γαλικία?
Λοιπόν λάθος κάνουν: είναι θεϊκή.
Φοράει ένα καπέλο ταυρομάχου
Και μια κάπα καρμεσιά:
Το ίδιο θα ήταν αν έβαζε μια κίτρινη βιολέτα
Παρά που φορούσε ένα καπέλο!
Στο πέρασμά της , φαίνεται, το φρύδι της,
Φρύδι μαυριτανής προδότριας:
Κι η ματιά της, μιας μαυριτανικής:
Κι σαν το χιόνι το αυτί της.
Παίζουν το πρελούδιο, χαμηλώνουν το φως
Και βγαίνει με φούστα και σάλι,
Η παρθένος της Ανάληψης
Χορεύοντας ένα ανδαλουσιανό χορό.
Υψώνει, προκλητικά, το μέτωπο;
Σταυρώνει στον ώμο το σάλι:
Σε τόξο το μπράτσο υψώνει:
Αργά κινεί το φλογισμένο της πόδι.
Χτυπάει με τα τακούνια
Το σανίδωμα με νάζι,
Σαν να ήταν η τάβλα
Σανίδωμα από καρδιές.
Και το κάλεσμα αυξάνει
Μες στις φλόγες των ματιών,
Και το σάλι με τα κόκκινα κρόσσια
Ανεμίζει μες στον αέρα.
Ξάφνου, με ένα σάλτο αποτραβιέται:
Κρύβεται, λυγίζει, γυρνά:
Ανοίγει στα δυο το κασμίρι,
Προσφέρει το μπούστο το λευκό.
Το κορμί λικνίζεται παραδομένο;
Το στόμα μισάνοιχτο προκαλεί;
Είναι ένα ρόδο το στόμα:
Αργά χτυπά τα τακούνια.
Μαζεύει με ένα λύγισμα απαλό,
Το σάλι με τα κόκκινα κρόσσια:
Φεύγει, με τα μάτια κλειστά,
Φεύγει, σαν ένας αναστεναγμός...
Χορεύει υπέροχα η Σπανιόλα;
Είναι λευκό και κόκκινο το σάλι:
Γυρίζει, βλοσυρή, στη γωνιά της
Η ψυχή τρεμάμενη και μόνη!
XI
Yo tengo un paje muy fiel
Que me cuida y que me gruñe,
Y al salir, me limpia y bruñe
Mi corona de laurel.
Yo tengo un paje ejemplar
Que no come, que no duerme,
Y que se acurruca a verme
Trabajar, y sollozar.
Salgo, y el vil se desliza
Y en mi bolsillo aparece;
Vuelvo, y el terco me ofrece
Una taza de ceniza.
Si duermo, al rayar el día
Se sienta junto a mi cama:
Si escribo, sangre derrama
Mi paje en la escribanía.
Mi paje, hombre de respeto,
Al andar castañetea:
Hiela mi paje, y chispea:
Mi paje es un esqueleto.
XI
Εγώ έχω ένα πολύ πιστό υπηρέτη
Που με φροντίζει και μου γκρινιάζει,
Και όταν βγαίνω, μου πλένει και μου γυαλίζει
Το δάφνινό μου στεφάνι.
Εγώ έχω έναν υποδειγματικό υπηρέτη
Που δεν τρώει, που δεν κοιμάται
Και που κουβαριάζεται όταν με βλέπει
Να δουλεύω και θρηνώ.
Βγαίνω, και ο αχρείος ξεγλιστράει
Και μες στην τσέπη μου χώνεται;
Επιστρέφω, κι ο πεισματάρης μου προσφέρει
Ένα κύπελλο με στάχτη.
Όταν κοιμάμαι, κι όταν χαράξει η μέρα
Κάθεται σιμά στο κρεβάτι μου;
Όποτε γράφω, αίμα χύνει
Στο γραφείο ο υπηρέτης μου.
Ο υπηρέτης μου, άνθρωπος σεβαστός,
Όταν βαδίζει τρίζει τα δόντια
Παγώνει ο υπηρέτης μου, και σπινθιροβολεί:
Ο υπηρέτης μου είναι ένας σκελετός.
XII
En el bote iba remando
Por el pago seductor,
Con el sol que era oro puro
Y en el alma más de un sol.
Y a mis pies vi de repente,
Ofendido del hedor,
Un pez muerto, un pez hediondo
En el bote remador.
XII
Στη βαρκούλα κουπί τραβούσα
Μες στη λίμνη τη μαγευτική,
Με τον ήλιο που ήταν ατόφιο χρυσάφι
Και με κάτι πιο κι απ’ τον ήλιο μες στη ψυχή.
Και στα πόδια μου είδα αίφνης,
Ενοχλημένος απ’ τη βρώμα,
Ένα ψάρι ψοφισμένο, ένα ψάρι βρωμισμένο
Στη βάρκα μετά κουπιά.
XIII
Por donde abunda la malva
Y da el camino un rodeo,
Iba un ángel de paseo
Con una cabeza calva.
Del castañar por la zona
La pareja se perdía:
La calva resplandecía
Lo mismo que una corona.
Sonaba el hacha en lo espeso
Y cruzó un ave volando:
Pero no se sabe cuándo
Se dieron el primer beso.
Era rubio el ángel; era
El de la calva radiosa,
Como el tronco a que amorosa
Se prende la enredadera.
XIII
Εκεί που αφθονεί η μολόχα
Και κάνει ο δρόμος μια στροφή,
Βγήκε ένας άγγελος περίπατο
Με ένα καραφλό κεφάλι.
Στη συστάδα με τις καστανιές
Το ζευγάρι χανόταν:
Η φαλάκρα ακτινοβολούσε
Όπως μια κορώνα.
Ακούγονταν το τσεκούρι στο πυκνό δάσος
Και πέρασε ένα πουλί πετώντας:
Αλλά κανείς δε ξέρει πότε
Έδωσαν το πρώτο φιλί.
Ήταν ξανθός ο άγγελος; ήταν
Αυτός με την αστραφτερή φαλάκρα,
Σαν τον κορμό πουπάνω του ερωτικά
Τυλίγεται ο κισσός.
XIV
Yo no puedo olvidar nunca
La mañanita de otoño
En que le salió un retoño
A la pobre rama trunca.
La mañanita en que, en vano,
Junto a la estufa apagada,
Una niña enamorada
Le tendió al viejo la mano.
XIV
Εγώ δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω
Τη φθινοπωρινή αυγούλα
Όπου βγήκε ένα βλαστάρι
Στο φτωχό τσακισμένο κλαδί.
Την αυγούλα εκείνη, όπου μάταια,
Δίπλα στη σβησμένη σόμπα,
Ένα κοριτσάκι ερωτευμένο
Στο γέρο άπλωσε το χέρι.
XV
Vino el médico amarillo
A darme su medicina,
Con una mano cetrina
Y la otra mano al bolsillo:
¡Yo tengo allá en un rincón
Un médico que no manca
Con una mano muy blanca
Y otra mano al corazón!
Viene, de blusa y casquete,
El grave del repostero,
A preguntarme si quiero
O Málaga o un pajarete
¡Díganle a la repostera
Que ha tanto tiempo no he visto,
Que me tenga un beso listo
Al entrar la primavera!
XV
Ήρθε ο γιατρός ο χλεμπονιάρης
Το φάρμακο του να μου δώσει,
Με το κιτρινιάρικο του χέρι
Και στην τσέπη του το άλλο:
Εγώ έχω εκεί σε μια γωνιά
Ένα γιατρό που δεν του λείπει χέρι
Με το ένα του χέρι πάλλευκο
Και με το άλλο στην καρδιά!
Έρχεται, με ποδιά και με κασκέτο,
Ο πολλά βαρύς ο ταβερνιάρης,
Να με ρωτήσει αν θέλω να πιω
Η Μάλαγα η Παχαρέτε
Πέστε της της ταβερνιάρισας
Πως πάει καιρός που δεν την είδα,
Να μου χει έτοιμο ένα φιλάκι
Όταν η Άνοιξη θα μπει!
XVI
En el alféizar calado
De la ventana moruna,
Pálido como la luna,
Medita un enamorado.
Pálida, en su canapé
De seda tórtola y roja,
Eva, callada, deshoja
Una violeta en el té.
XVI
Στο διάτρητο περβάζι
Του μαυριτάνικου παραθυριού,
Ωχρός σαν το φεγγάρι,
Συλλογιέται ένας ερωτευμένος.
Ωχρή, στον καναπέ της
Από σταχτί και κόκκινο μετάξι,
Η Εύα, σιωπηλή, μαδάει
Μια βιολέτα μες στο τσάι.
XVII
Es rubia: el cabello suelto
Da más luz al ojo moro:
Voy, desde entonces, envuelto
En un torbellino de oro.
La abeja estival que zumba
Más ágil por la flor nueva,
No dice, como antes, "tumba":
"Eva" dice: todo es "Eva".
Bajo, en lo oscuro, al temido
Raudal de la catarata:
¡Y brilla el iris, tendido
Sobre las hojas de plata!
Miro, ceñudo, la agreste
Pompa del monte irritado:
¡Y en el alma azul celeste
Brota un jacinto rosado!
Voy, por el bosque, a paseo
A la laguna vecina:
Y entre las ramas la veo,
Y por el agua camina.
La serpiente del jardín
Silba, escupe, y se resbala
Por su agujero: el clarín
Me tiende, trinando, el ala.
¡Arpa soy, salterio soy
Donde vibra el Universo:
Vengo del sol, y al sol voy:
Soy el amor: soy el verso!
XVII
Είναι ξανθιά: το μαλλί λυμένο
Φωτίζει πιο πολύ το μαύρο της το μάτι:
Πάω, έκτοτε, τυλιγμένος
Μες σε μια χρυσή ανεμοζάλη.
Η μέλισσα η θερινή ζουζουνίζει
Πιο σβέλτη γύρω απ’ το νέο άνθος,
Δε λέει, όπως πριν, "τάφος":
"Έύα" λέει: όλα είναι "΄Εύα".
Κατεβαίνω, στο σκοτάδι, στη φοβερό
Του καταρράκτη το ρέμα:
Και λάμπει η ίριδα, απλωμένη
Πάνω στα φύλλα τα’ ασμένια!
Κοιτώ, κατσούφης, την άγρια
Μεγαλοπρέπεια του βουνού του οργισμένου:
Και μες στη ψυχή τη γαλάζια
Ένας ρόδινος υάκινθος φυτρώνει!
Πάω για περίπατο στο δάσος
Στη κοντινή τη λιμνούλα:
Και μέσα απ’ τα κλαδιά τη βλέπω,
Μες στο νερό να περπατά.
Του κήπου η δεντρογαλιά
Σφυρίζει, φτύνει και γλιστράει
Μες στην τρύπα της: το κοτσύφι
Μου απλώνει, το φτερό του κελαηδώντας.
Άρπα είμαι, αρμόνιο είμαι
Όπου πάλλεται το Σύμπαν:
Έρχομαι από τον ήλιο, και στον ήλιο πάω:
Είμαι ο έρωτας: είμαι ο στίχος!
XVIII
El alfiler de Eva loca
Es hecho del oro oscuro
Que le sacó un hombre puro
Del corazón de una roca.
Un pájaro tentador
Le trajo en el pico ayer
Un relumbrante alfiler
De pasta y de similor.
Eva se prendió al oscuro
Talle el diamante embustero:
Y echó en el alfiletero
El alfiler de oro puro.
XVIII
Η καρφίτσα της τρελής Εύας
Είναι φτιαγμένη από μελιχρό χρυσάφι
Που της το εξόρυξε ένας ατόφιος άντρας
Από τα έγκατα ενός βράχου.
Ένα πουλί-πειρασμός
Την έφερε με το ράμφος του χθες
Μια λαμπρή καρφίτσα
Από ορείχαλκο κι από πηλό.
Η Εύα κρέμασε στο σκουρόχρωμο
Μπούστο το απατηλό διαμάντι:
Και έριξε στην κοσμηματοθήκη
Την καρφίτσα από ατόφιο χρυσάφι.
XIX
Por tus ojos encendidos
Y lo mal puesto de un broche,
Pensé que estuviste anoche
Jugando a juegos prohibidos.
Te odié por vil y alevosa:
Te odié con odio de muerte:
Náusea me daba de verte
Tan villana y tan hermosa.
Y por la esquela que vi
Sin saber cómo ni cuándo.
Sé que estuviste llorando
Toda la noche por mí.
XIX
Απ’ τα μάτια σου που καίνε
Κι από μια στραβοφορεμένη αγκράφα.
Σκέφτηκα ότι πέρασες τη νύχτα
Παίζοντας απαγορευμένα παιχνίδια.
Σε μίσησα σαν ποταπή και προδότρα:
Σε μίσησα με ένα θανατερό μίσος:
Ναυτία μου έρχονταν το να σε βλέπω
Τόσο κούρβα και τόσο ωραία.
Κι από το γράμμα σου που είδα
δίχως να ξέρω πως ούτε πότε.
Ξέρω ότι πέρσες κλαίγοντας
Όλη τη νύχτα για μένα.
XX
Mi amor del aire se azora;
Eva es rubia, falsa es Eva:
Viene una nube, y se lleva
Mi amor que gime y que llora.
Se lleva mi amor que llora
Esa nube que se va:
Eva me ha sido traidora:
¡Eva me consolará!
XX
Η αγάπη μου χτυπιέται απ’ τον αέρα.
Η Εύα είναι ξανθιά, ψεύτικη είναι η Εύα:
Έρχεται ένα σύννεφο, και την παίρνει
Την αγάπη μου που αναστενάζει και κλαίει.
Παίρνει την αγάπη μου που κλαίει
Αυτό το σύννεφο που περνά:
Η Εύα μου βγήκε προδότρια:
Η Εύα θα με παρηγορά!
XXI
Ayer la vi en el salón
De los pintores, y ayer
Detrás de aquella mujer
Se me saltó el corazón.
Sentada en el suelo rudo
Está en el lienzo: dormido
Al pie, el esposo rendido:
Al seno el niño desnudo.
Sobre unas briznas de paja
Se ven mendrugos mondados:
Le cuelga el manto a los lados,
Lo mismo que una mortaja.
No nace en el torvo suelo
Ni una viola, ni una espiga:
Muy lejos, la casa amiga.
Muy triste y oscuro el cielo!...
¡Esa es la hermosa mujer
Que me robó el corazón
En el soberbio salón
De los pintores de ayer!
XXI
Eχθές την είδα στο σαλόνι
Των ζωγράφων, κι εχθές
Πίσω από κείνη τη γυναίκα
Μου σκίρτησε η καρδιά.
Καθισμένη στο τραχύ το πάτωμα
Φαίνεται μες στον καμβά: με κοιμισμένο
Στο πόδι της , το σύζυγο της εξαντλημένο:
Και στον κόρφο το γυμνό μωρό .
Πάνω σε κάποια νήματα από ψαθί
Φαίνονται κομμάτια ξερό ψωμί:
Της κρέμεται ο μανδύας στα πλάγια,
Σαν ένα σάβανο.
Δε φυτρώνει στο ξερό το χώμα
Ούτε μια βιολέτα, ούτε ένα στάχυ:
Πολύ μακριά,το φιλικό σπίτι
Πολύ θλιμμένος και σκοτεινός ο ουρανός!...
Αυτή είναι η όμορφη γυναίκα
Που μου έκλεψε την καρδιά
Στο επιβλητικό σαλόνι
Των ζωγράφων του χθες!
XXII
Estoy en el baile extraño
De polaina y casaquín
Que dan, del año hacia el fin,
Los cazadores del año.
Una duquesa violeta
Va con un frac colorado:
Marca un vizconde pintado
El tiempo en la pandereta.
Y pasan las chupas rojas,
Pasan los tules de fuego.
Como delante de un ciego
Pasan volando las hojas.
XXII
Είμαι σε μια παράξενη γιορτή
Με γκέτες και εφαρμοστό σακάκι
Που δίνουν, στο τέλος του χρόνου,
Οι εποχικοί κυνηγοί.
Μια δουκέσα βιολετιά
Πάει με ένα χρωματιστό φράκο:
Μετράει ένας βαμένος ιπποκόμος
Τοχρόνο με το ντέφι.
Και περνούν τα κόκκινα σακάκια
Περνούν τα τούλια της φωτιάς,
Όπως μπροστά από ένα τυφλό
Περνούν πετώντας τα φύλλα.
XXIII
Yo quiero salir del mundo
Por la puerta natural:
En un carro de hojas verdes
A morir me han de llevar.
No me pongan en lo oscuro
A morir como un traidor:
¡Yo soy bueno, y como bueno
Moriré de cara al sol!
XXIII
Εγώ θέλω απ’ τον κόσμο να φύγω
Από τη φυσική του έξοδο:
Με μια άμαξα από πράσινα φύλλα
Στο θάνατό μου να με πάνε.
Να μη με βάλλουν στο σκοτάδι
Για να πεθάνω σαν προδότης:
Εγώ είμαι καλός, και σαν καλός
Θα πεθάνω με το πρόσωπο στον ήλιο!
XXIV
Sé de un pintor atrevido
Que sale a pintar contento
Sobre la tela del viento
Y la espuma del olvido.
Yo sé de un pintor gigante,
El de divinos colores,
Puesto a pintarle las flores
A una corbeta mercante.
Yo sé de un pobre pintor
Que mira el agua al pintar,—
El agua ronca del mar,—
Con un entrañable amor.
XXIV
Ξέρω για ένα ζωγράφο τολμηρό
Που βγαίνει χαρούμενος να ζωγραφίσει
Πάνω στον καμβά του ανέμου
Και πάνω στην αχλή της λησμονιάς.
Εγώ ξέρω για ένα γίγαντα ζωγράφο,
Αυτόν με τα θεϊκά χρώματα,
Που βάλθηκε να της ζωγραφίζει τα λουλούδια
Σε μια κορβέτα εμπορική.
Εγώ ξέρω για ένα φτωχό ζωγράφο
Που το νερό θωρεί ενώ ζωγραφίζει,
-Το βραχνό νερό της θάλασσας,-
Με μια βαθιά αγάπη .
XXV
Yo pienso, cuando me alegro
Como un escolar sencillo,
En el canario amarillo
,— Que tiene el ojo tan negro!
Yo quiero, cuando me muera,
Sin patria, pero sin amo,
Tener en mi losa un ramo
De flores,— y una bandera!
XXV
Εγώ σκέφτομαι, όταν χαρούμενος είμαι
Σαν ένα απλό σχολιαρόπαιδο,
Το κίτρινο μου καναρίνι
Που έχει το μάτι τόσο μαύρο!
Εγώ θέλω, όταν θα πεθάνω,
Χωρίς πατρίδα , αλλά και χωρίς αφέντη,
‘Ένα μπουκέτο στην ταφόπλακά μου ναχω
Με λουλούδια,— και μια παντιέρα!
XXVI
Yo que vivo, aunque me he muerto,
Soy un gran descubridor,
Porque anoche he descubierto
La medicina de amor.
Cuando al peso de la cruz
El hombre morir resuelve,
Sale a hacer bien, lo hace, y vuelve
Como de un baño de luz.
XXVI
Εγώ που ζω, αν και έχω πεθάνει,
Είμαι ένας μεγάλος ερευνητής,
Γιατί τη νύχτα ανακάλυψα
Το φάρμακο της αγάπης.
Όταν υπό το βάρος του σταυρού
Ο άνθρωπος αποφασίζει να πεθάνει,
Πάει να κάνει το καλό, το κάνει, και επιστρέφει
Σάμπως να λούστηκε με φως.
XXVII
El enemigo brutal
Nos pone fuego a la casa:
El sable la calle arrasa,
A la luna tropical.
Pocos salieron ilesos
Del sable del español:
La calle, al salir el sol,
Era un reguero de sesos.
Pasa, entre balas, un coche:
Entran, llorando, a una muerta:
Llama una mano a la puerta
En lo negro de la noche.
No hay bala que no taladre
El portón: y la mujer
Que llama, me ha dado el ser:
Me viene a buscar mi madre.
A la boca de la muerte,
Los valientes habaneros
Se quitaron los sombreros
Ante la matrona fuerte.
Y después que nos besamos
Como dos locos, me dijo:
"Vamos pronto, vamos, hijo:
La niña está sola: vamos!"
XXVII
Ο βάρβαρος εχθρός
Μας βάζει φωτιά στο σπίτι:
Το ξίφος το δρόμο ισοπεδώνει,
Κάτω απ’ την τροπική σελήνη .
Λίγοι ξέφυγαν άθικτοι
Απ’ το ξίφος του Ισπανού:
Ο δρόμος, όταν βγήκε ο ήλιος,
Ήταν ένα ποτάμι από χυμένα μυαλά.
Περνάει, ανάμεσα απ’ τις σφαίρες, ένα αμάξι:
Μπαίνουν μέσα, κλαιγοντας,για μια νεκρή:
Χτυπάει ένα χέρι την πόρτα
Μες στη σκοτεινιά της νύχτας.
Δεν υπάρχει βόλι που να μη διαπερνάει
Την αυλόπορτα: κι η γυναίκα
Που φωνάζει, με έφερε στον κόσμο αυτό:
Έρχεται η μάνα μου να με ψάξει.
Στο κατώφλι του θανάτου,
Οι γενναίοι κάτοικοι της Αβάνας
Τα καπέλα έβγαλαν
Μπροστά στη δυνατή ματρόνα.
Και αφού φιληθήκαμε
Σαν δυο τρελοί, μου είπε:
"Πάμε γρήγορα, παιδί μου πάμε:
Το κορίτσι είναι μόνο του: πάμε!"
XXVIII
Por la tumba del cortijo
Donde está el padre enterrado,
Pasa el hijo, de soldado
Del invasor: pasa el hijo.
El padre, un bravo en la guerra
Envuelto en su pabellón
Álzase: y de un bofetón
Lo tiende, muerto, por tierra.
El rayo reluce: zumba
El viento por el cortijo:
El padre recoge al hijo,
Y se lo lleva a la tumba.
XXVIII
Απ’ τον τάφο της αγροικίας
Όπου θαμμένος είναι ο πατέρας του,
Περνά ο γιός, σα στρατιώτης
Του κατακτητή: περνά ο γιος.
Ο πατέρας, στον πόλεμο ήταν μπράβος
Τυλιγμένος στη σημαία του
Σηκώνεται: και με ένα χτύπημα
Τον ξαπλώνει, νεκρό, στη γη.
Ο κεραυνός αστράφτει: βουίζει
Ο άνεμος απ’ την αγροικία:
Ο πατέρας αδράχνει το γιο ,
Και τον παίρνει μαζί του στον τάφο.
XXIX
La imagen del rey, por ley,
Lleva el papel del Estado:
El niño fue fusilado
Por los fusiles del rey.
Festejar el santo es ley
Del rey: y en la fiesta santa
¡La hermana del niño canta
Ante la imagen del rey!
XXIX
Την εικόνα του βασιλιά, εκ του νόμου,
Το κρατικό έγγραφο έχει:
Το παιδί τουφεκίστηκε
Απ’ του βασιλιά τα τουφέκια.
Να γιορτάζεις τον άγιο είναι νόμος
Του βασιλιά: και στη σεπτή γιορτή
Η αδερφή του παιδιού τραγουδάει
Στην εικόνα μπροστά του βασιλιά!
XXX
El rayo surca, sangriento,
El lóbrego nubarrón:
Echa el barco, ciento a ciento,
Los negros por el portón.
El viento, fiero, quebraba
Los almácigos copudos; Andaba la hilera, andaba,
De los esclavos desnudos.
El temporal sacudía
Los barracones henchidos:
Una madre con su cría
Pasaba, dando alaridos.
Rojo, como en el desierto,
Salió el sol al horizonte:
Y alumbró a un esclavo muerto,
Colgado a un seibo del monte.
Un niño lo vio: tembló
De pasión por los que gimen:
Y, al pie del muerto, juró
Lavar con su vida el crimen!
XXX
Ο κεραυνός χαρακώνει, ματώνοντας,
Την πυκνή τη συννεφιά:
Ρίχνει το πλοίο, κατά εκατοντάδες,
Τους νέγρους απ’ τη μπουκαπόρτα .
Ο άνεμος, άγριος, τσάκιζε
Τα στοιβαγμένα τα κορμιά;
Προχωρούσε η γραμμή , προχωρούσε,
Με τους γυμνούς τους σκλάβους.
Η καταιγίδα ταρακουνούσε
Τα παραγεμισμένες παράγκες:
Μια μάνα με την κόρη της
Ουρλιάζοντας περνούσε.
Κόκκινος, όπως στην έρημο,
Στον ορίζοντα βγήκε ο ήλιος:
Και φώτισε ένα νεκρό σκλάβο,
Κρεμασμένο σε ένα δέντρο στο βουνό.
Ένα μικρό παιδί τον είδε:ρίγησε
Απ’ τον πόνο γι’ αυτούς που στενάζουν:
Και, στο πόδι του νεκρού, ορκίστηκε
Το έγκλημα με τη ζωή του να ξεπλύνει!
XXXI
Para modelo de un dios
El pintor lo envió a pedir: —
¡Para eso no! ¡para ir,
Patria, a servirte los dos!
Bien estará en la pintura
El hijo que amo y bendigo:
—¡Mejor en la ceja oscura,
Cara a cara al enemigo!
Es rubio, es fuerte, es garzón
De nobleza natural:
¡Hijo, por la luz natal!
¡Hijo, por el pabellón!
Vamos, pues, hijo viril:
Vamos los dos: si yo muero,
Me besas: si tú... ¡prefiero
Verte muerto a verte vil!
XXXI
Για μοντέλο ενός θεού
Ο ζωγράφος έστειλε να τον ζητήσουν:
Γι’ αυτό, όχι! Μα για να πάμε,
Την πατρίδα, να υπηρετήσουμε κι οι δυο !
Ωραία θα στέκει στο κάδρο
Ο γιος που αγαπώ και ευλογώ:
—Καλύτερα όμως στη σκοτεινή τη ράχη,
Και πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό!
Είναι ξανθός, είναι δυνατός, είναι νέος
Με φυσική αρχοντιά:
Γιε μου ,για το φως της γέννησης!
Γιε μου ,για τη σημαία!
Πάμε, λοιπόν, αντριωμένε μου γιε:
Οι δυο μας πάμε: αν πεθάνω εγώ,
Με φιλάς: αν εσύ... προτιμώ
Νεκρό να σε δω παρά ντροπιασμένο!
XXXII
En el negro callejón
Donde en tinieblas paseo,
Alzo los ojos, y veo
La iglesia, erguida, a un rincón.
¿Será misterio?
¿Será Revelación y poder?
¿Será, rodilla, el deber
De postrarse?
¿Qué será?
Tiembla la noche: en la parra
Muerde el gusano el retoño;
Grazna, llamando al otoño,
La hueca y hosca cigarra.
Graznan dos: atento al dúo
Alzo los ojos, y veo
Que la iglesia del paseo
Tiene la forma de un búho.
XXXII
Στο σκοτεινό δρομάκι
Όπου μες στα σκοτάδια περπατάω,
Τα μάτια υψώνω, και βλέπω
Την εκκλησία, να υψώνεται, σε μια γωνιά.
Να ναι μυστήριο; Να είναι
Αποκάλυψη και Δύναμη;
Να είναι,γόνατο,το καθήκον
Να γονατίσεις;Τι να είναι;
Τρεμει η νύχτα: στην κληματαριά
Ροκανίζει το σκουλήκι το βλαστάρι ;
Κράζει, το φθινόπωρο καλώντας,
Το επιπόλαιο και μοναχικό τζιτζίκι.
Κρώζουν δυο: προσέχω το ντουέτο
Τα μάτια σηκώνω, και βλέπω
Ότι η εκκλησία στον πεζόδρομο
Έχει τη μορφή ενός κούκου.
XXXIII
De mi desdicha espantosa
Siento, oh estrellas, que muero:
Yo quiero vivir, yo quiero
Ver a una mujer hermosa.
El cabello, como un casco,
Le corona el rostro bello:
Brilla su negro cabello
Como un sable de Damasco.
¿Aquella?...
Pues pon la hiel
Del mundo entero en un haz,
Y tállala en cuerpo, y haz
Un alma entera de hiel!
¿Esta?... Pues esta infeliz
Lleva escarpines rosados,
Y los labios colorados,
Y la cara de barniz.
El alma lúgubre grita:
"¡Mujer, maldita mujer!"
¡No sé yo quién pueda ser
Entre las dos la maldita!
XXXIII
Από τη φοβερή κακοτυχιά μου
Αισθάνομαι, ω άστρα, πως πεθαίνω:
Εγώ να ζήσω θέλω, εγώ θέλω
Να δω μια όμορφη γυναίκα.
Η κόμη της , σαν ένα κασκέτο,
Της στεφανώνει το πρόσωπο το ωραίο:
Λάμπει το μαύρο το μαλλί της
Σαν ένα σπαθί Δαμασκηνό.
Εκείνη;... Λοιπόν βάλε τη χολή
Του κόσμου ολάκερου σε ένα δεμάτι,
Και λείανε τη στο κορμί, και φτιάξε
Μια ψυχή όλο χολή!
Αυτή?... Λοιπόν αυτή δυστιχισμένη
Φορά γοβάκια ροζ,
Και βαμμένα έχει κόκκινα τα χείλη,
Και το πρόσωπο μπογιατισμένο.
Η ψυχή μαυρισμένη ουρλιάζει:
"Γυναίκα, γυναίκα καταραμένη!"
Δεν ξέρω εγώ ποια μπορεί να είναι
Ανάμεσα στις δυο η καταραμένη!
XXXIV
¡Penas! ¿quién osa decir
Que tengo yo penas?
Luego,
Después del rayo, y del fuego,
Tendré tiempo de sufrir.
Yo sé de un pesar profundo
Entre las penas sin nombres:
¡La esclavitud de los hombres
Es la gran pena del mundo!
Hay montes, y hay que subir
Los montes altos; ¡después
Veremos, alma, quién es
Quien te me ha puesto al morir!
XXXIV
Βάσανα! ποιος τολμά να πει
Ότι εγώ έχω βάσανα;
Ύστερα,
Μετά τον κεραυνό, και τη φωτιά,
Θα βρω το χρόνο να υποφέρω.
Εγώ ξέρω για μια βαθειά λύπη
Ανάμεσα στα βάσανα τα ανείπωτα:
Η σκλαβιά των ανθρώπων
Είναι η μεγάλη λύπη του κόσμου!
Υπάρχουν βουνά, και πρέπει ν’ ανεβείς
Πάνω στα ψηλά βουνά; μετά
Θα δούμε ψυχή μου, ποιος είναι
Αυτός που σε καταδίκασε να μου πεθάνεις!
XXXV
¿Qué importa que tu puñal
Se me clave en el riñón?
¡Tengo mis versos, que son
Más fuertes que tu puñal!
¿Qué importa que este dolor
Seque el mar, y nuble el cielo?
El verso, dulce consuelo,
Nace alado del dolor.
XXXV
Τι σημασία έχει αν το μαχαίρι σου
Μου καρφωθεί στο νεφρό;
Έχω τους στίχους μου, που είναι
Απ’ το μαχαίρι σου πιο δυνατοί!
Τι σημασία έχει που αυτός ο πόνος
τη θάλασσα θα στερέψει, και θα συννεφιάσει τον ουρανό;
Γλυκιά παρηγοριά, ο στίχος
Φτερωτός γεννιέται απ’ τον πόνο.
XXXVI
Ya sé: de carne se puede
Hacer una flor: se puede,
Con el poder del cariño,
Hacer un cielo,— y un niño!
De carne se hace también
El alacrán; y también
El gusano de la rosa,
Y la lechuza espantosa.
XXXVI
Πια το ξέρω: από τη σάρκα μπορεί
Να γίνει ένα λουλούδι: μπορεί,
Με τ τη δύναμη της στοργής,
Να φτιάξεις έναν ουρανό,— κι ένα παιδί!
Από τη σάρκα γίνεται επίσης
Ο σκορπιός; Κι επίσης
Το σκουλήκι μες στο ρόδο,
Κι η κουκουβάγια η κακάσχημη.
XXXVII
Aquí está el pecho, mujer,
Que ya sé que lo herirás:
¡Mas grande debiera ser,
Para que lo hirieses más!
Porque noto, alma torcida,
Que en mi pecho milagroso,
Mientras más honda la herida,
Es mi canto más hermoso.
XXXVII
Εδώ είναι το στήθος μου, γυναίκα,
Που πια το ξέρω πως θα το λαβώσεις;
Πιο φαρδύ θα έπρεπε να ναι,
Για να το λάβωνες ακόμα πιο πολύ!
Γιατί το νιώθω,ύπουλη ψυχή,
πως στο θαυμαστό μου στήθος,
Όσο πιο βαθειά η πληγή είναι,
Τόσο πιο όμορφο είναι το τραγούδι μου.
XXXVIII
¿Del tirano?
Del tirano
Di todo, ¡di más!: y clava
Con furia de mano esclava
Sobre su oprobio al tirano.
¿Del error? Pues del error
Di el antro, di las veredas
Oscuras: di cuanto puedas
Del tirano y del error.
¿De mujer?
Pues puede ser
Que mueras de su mordida;
Pero no empañes tu vida
Diciendo mal de mujer!
XXXVIII
Για τον τύραννο?
Για τον τύραννο
Να τα πεις όλα!, κι ακόμα πιο πολλά!: και καρφώνει
Με οργή το σκλαβωμένο χέρι
Πάνω στο αίσχος του τυράννου.
Για το λάθος? Λοιπόν για το λάθος
Να πεις για το άντρο, να πεις για τα μονοπάτια
Τα σκοτεινά:να πεις όσα μπορείς
Για τον τύραννο και για το λάθος.
Για τη γυναίκα?
Λοιπόν μπορεί να συμβεί
Από τη δαγκωνιά της να πεθάνεις;
Αλλά μη κηλιδώνεις τη ζωή σου
Μιλώντας άσχημα για γυναίκα!
XXXIX
Cultivo una rosa blanca,
En julio como en enero,
Para el amigo sincero
Que me da su mano franca.
Y para el cruel que me arranca
El corazón con que vivo,
Cardo ni oruga cultivo:
Cultivo la rosa blanca.
XXXIX
Καλλιεργώ ένα λευκό ρόδο,
Τον Ιούλη όπως το Γενάρη,
Για τον αληθινό το φίλο
Που το ντόμπρο χέρι του μου δίνει.
Και για τον άσπλαχνο που μου ξεριζώνει
Την καρδιά με την οποία ζω,
Ούτε γαϊδουράγκαθα ούτε τσουκνίδες καλλιεργώ:
Καλλιεργώ ένα ρόδο λευκό.
XL
Pinta mi amigo el pintor
Sus angelones dorados,
En nubes arrodillados,
Con soles alrededor.
Pínteme con sus pinceles
Los angelitos medrosos
Que me trajeron, piadosos,
Sus dos ramos de claveles.
XL
Ζωγραφίζει ο φίλος μου ο ζωγράφος
Τα μεγάλα χρυσαφένια του αγγελούδια,
Μέσα σε σύννεφα γονατισμένα,
Τριγυρισμένα από ήλιους.
Ζωγραφίστε μου με τα πινέλα σας
Τα φοβητσιάρικα αγγελάκια
Που μου έφεραν, ευλαβικά
Τα δυο τους μπουκέτα από γαρίφαλα.
XLI
Cuando me vino
el honor
De la tierra generosa,
No pensé en
Blanca ni en Rosa
Ni en lo grande del favor.
Pensé en el pobre artillero
Que está en la tumba, callado:
Pensé en mi padre, el soldado:
Pensé en mi padre, el obrero.
Cuando llegó la pomposa
Carta, en su noble cubierta,
Pensé en la tumba desierta,
No pensé en Blanca ni en Rosa.
XLI
Όταν μου ήρθε η τιμή
Από τη γενναιόδωρη γη,
Δεν σκέφτηκα ούτε τη Μπλάνκα ούτε τη Ρόζα
Ούτε ότι μεγάλη ήταν η χάρη.
Σκέφτηκα τον φτωχό πυροβολητή
Που σιωπηλός στον τάφο,είναι μέσα:
Τον πατέρα μου σκέφτηκα, το στρατιώτη:
Τον πατέρα μου σκέφτηκα, τον εργάτη.
Όταν έφτασε το πομπώδες
Γράμμα, μες στον αριστοκρατικό του φάκελο,
Σκέφτηκα τον έρημο τάφο,
Δε σκέφτηκα τη Μπλάνκα ούτε τη Ρόζα.
XLII
En el extraño bazar
Del amor, junto a la mar,
La perla triste y sin par
Le tocó por suerte a Agar.
Agar, de tanto tenerla
Al pecho, de tanto verla
Agar, llegó a aborrecerla:
Majó, tiró al mar la perla.
Y cuando Agar, venenosa
De inútil furia, y llorosa,
Pidió al mar la perla hermosa,
Dijo la mar borrascosa:
"¿Qué hiciste, torpe, qué hiciste
De la perla que tuviste?
La majaste, me la diste:
Yo guardo la perla triste."
XLII
Στο παράξενο παζάρι
Του έρωτα, κοντά στη θάλασσα,
Η πέρλα η θλιμμένη,η μοναδική
Έπεσε κατά τύχη στην Αγάρ.
Η Αγάρ, απ’ το πολύ που την κράτησε
Στο στήθος, απ’ το πολύ που την κοίταζε
Η Αγάρ, κατάληξε να τη βαρεθεί:
Έσπασε και πέταξε στη θάλασσα την πέρλα.
Και όταν η Αγάρ, φαρμακωμένη
Απ’ την ανώφελη πρεμούρα, και κλαίγοντας,
Ζήτησε απ’ τη θάλασσα την όμορφη την πέρλα,
Είπε η θάλασσα φουρτουνιασμένη:
"Τι έκανες , αδέξια, τι έκανες
Την πέρλα που είχες?
Την έσπασες και μου την έδωσες:
Εγώ φυλάω τη θλιμμένη πέρλα."
XLIII
Mucho, señora, daría
Por tender sobre tu espalda
Tu cabellera bravía,
Tu cabellera de gualda:
Despacio la tendería,
Callado la besaría.
Por sobre la oreja fina
Baja lujoso el cabello,
Lo mismo que una cortina
Que se levanta hacia el cuello.
La oreja es obra divina
De porcelana de China.
Mucho, señora, te diera
Por desenredar el nudo
De tu roja cabellera
Sobre tu cuello desnudo:
Muy despacio la esparciera,
Hilo por hilo la abriera.
XLIII
Πολλά, κυρία, θα έδινα
Για να απλώσω στην πλάτη σου πάνω
Την ατίθασή σου κόμη,
Την κόμη σου τη πολύριζη:
Αργά θα την άπλωνα,
Σιωπηλός θα τη φιλούσα.
Πάνω απ’ το φίνο αυτί σου
Λαμπερά πέφτουν τα μαλλιά σου,
Όπως μια κουρτίνα
Που υψώνεται ως την τραχηλιά.
Το αυτί σου θεϊκό είναι έργο
Από κινέζικη πορσελάνη.
Πολλά, κυρία, θα σου έδινα
Για να λύσω τον κότσο
Των κόκκινων μαλλιών σου
Πάνω στη γυμνή σου ράχη:
Πολύ αργά θα τα χώριζα,
τρίχα τρίχα θα τα ξέπλεκα.
XLIV
Tiene el leopardo un abrigo
En su monte seco y pardo:
Yo tengo más que el leopardo,
Porque tengo un buen amigo.
Duerme, como en un juguete,
La mushma en su cojinete
De arce del Japón: yo digo:
"No hay cojín como un amigo."
Tiene el conde su abolengo:
Tiene la aurora el mendigo:
Tiene ala el ave: ¡yo tengo
Allá en México un amigo!
Tiene el señor presidente
Un jardín con una fuente,
Y un tesoro en oro y trigo:
Tengo más, tengo un amigo.
XLIV
Έχει ο λεόπαρδος μια κάπα
Πάνω στο ξερό και σκοτεινό βουνό του:
Εγώ απ’ το λεόπαρδο έχω πιο πολλά,
Γιατί έχω ένα καλό φίλο.
Κοιμάται, σαν πάνω στο παιχνιδάκι της,
Η παρθένα στο μαξιλαράκι της
Από γιαπωνέζικο σφένδαμο : εγώ λέω:
"Δεν υπάρχει καλύτερο μαξιλάρι από ένα φίλο."
Έχει τον τίτλο του ο κόμης:
Έχει ο ζητιάνος την αυγή:
Έχει το πουλί το φτερό του: εγώ έχω
Εκεί στο Μεξικό έναν φίλο!
Έχει ο κύριος πρόεδρος
Ένα κήπο με μια κρήνη,
Κι ένα θησαυρό σε χρυσάφι και στάρια:
Εγώ έχω πιο πολλά, έχω ένα φίλο.
XLV
Sueño con claustros de mármol
Donde en silencio divino
Los héroes, de pie, reposan:
¡De noche, a la luz del alma,
Hablo con ellos: de noche!
Están en fila: paseo
Entre las filas: las manos
De piedra les beso: abren
Los ojos de piedra: mueven
Los labios de piedra: tiemblan
Las barbas de piedra: empuñan
La espada de piedra: lloran:
¡Vibra la espada en la vaina!:
Mudo, les beso la mano.
Hablo con ellos, de noche!
Están en fila: paseo
Entre las filas: lloroso
Me abrazo a un mármol:
«Oh mármol,
Dicen que beben tus hijos
Su propia sangre en las copas
Venenosas de sus dueños!
Que hablan la lengua podrida
De sus rufianes! que comen
Juntos el pan del oprobio,
En la mesa ensangrentada!
¡Que pierden en lengua inútil
El último fuego!: ¡dicen,
Oh mármol, mármol dormido,
Que ya se ha muerto tu raza!»
Échame en tierra de un bote
El héroe que abrazo: me ase
Del cuello: barre la tierra
Con mi cabeza: levanta
El brazo, ¡el brazo le luce
Lo mismo que un sol!: resuena
La piedra: buscan el cinto
Las manos blancas: del soclo
Saltan los hombres de mármol!
XLV
Ονειρεύομαι στοές μαρμάρινες
Όπου μέσα σε θεϊκή σιγαλιά
Οι ήρωες, ορθοί, αναπαύονται:
Τη νύχτα, στο φως της ψυχής,
Μιλάω μαζί τους: τη νύχτα!
Στέκουν στη σειρά: περπατάω
Ανάμεσα στις γραμμές τους: τα χέρια τους
Τα πέτρινα τους φιλώ: ανοίγουν
Τα πέτρινα μάτια τους: κινούν
Τα πέτρινα χείλη τους: θροίζουν
Τα πέτρινα γένια τους: χουφτώνουν
Το πέτρινο σπαθί τους: κλαίνε:
πάλεται το σπαθί μες στο θηκάρι!:
Βουβός, τους φιλάω το χέρι.
Μιλάω μαζί τους, τη νύχτα!
Στέκονται στη σειρά: περπατώ
Ανάμεσα στις γραμμές : κλαίγοντας
Ένα μάρμαρο αγκαλιάζω:
«Ω μάρμαρο,
Λένε πως πίνουν τα παιδιάσου
Το ίδιο τους το αίμα στις κούπες
Τις φαρμακερ΄ς των αφεντάδων τους!
Που τη βρωμερή γλώσσα μιλάνε
Των ρουφιάνων τους! Πως τρώνε
Μαζί το ψωμί της ντροπής,
Στο αιματωβαμένο τραπέζι!
Πως σπαταλούν σε ανώφελες συζητήσεις
Την τελευταία φωτιά!: Λένε,
Ω μάρμαρο, μάρμαρο κοιμισμένο,
Πως πια έχει ξοφλήσει η ράτσα σου!»
Στη γη με πετάει με ένα χτύπημα
Ο ήρωας που αγκαλιάζω: με αδράχνει
Απ’ τον τράχηλο: σκουπίζει τη γη
Με το κεφάλι μου: υψώνει
Το μπράτσο, το μπράτσο σε φωτίζει
Σαν ένας ήλιος!: αντηχεί
Η πέτρα: ψάχνουν το ζωνάρι
Τα λευκά χέρια: απ’ το βάθρο τους
Πηδάνε οι άνθρωποι από μάρμαρο!
XLVI
Vierte, corazón, tu pena
Donde no se llegue a ver,
Por soberbia, y por no ser
Motivo de pena ajena.
Yo te quiero, verso amigo,
Porque cuando siento el pecho
Ya muy cargado y deshecho,
Parto la carga contigo.
Tú me sufres, tú aposentas
En tu regazo amoroso,
Todo mi amor doloroso,
Todas mis ansias y afrentas.
Tú, porque yo pueda en calma
Amar y hacer bien, consientes
En enturbiar tus corrientes
Con cuanto me agobia el alma.
Tú, porque yo cruce fiero
La tierra, y sin odio, y puro,
Te arrastras, pálido y duro,
Mi amoroso compañero.
Mi vida así se encamina
Al cielo limpia y serena,
Y tú me cargas mi pena
Con tu paciencia divina.
Y porque mi cruel costumbre
De echarme en ti te desvía
De tu dichosa armonía
Y natural mansedumbre;
Porque mis penas arrojo
Sobre tu seno, y lo azotan,
Y tu corriente alborotan,
Y acá lívido, allá rojo,
Blanco allá como la muerte,
Ora arremetes y ruges,
Ora con el peso crujes
De un dolor más que tú fuerte,
¿Habré, como me aconseja
Un corazón mal nacido,
De dejar en el olvido
A aquel que nunca me deja?
¡Verso, nos hablan de un Dios
Adonde van los difuntos:
Verso, o nos condenan juntos,
O nos salvamos los dos!
XLVI
Σκόρπισε, καρδιά, τη λυπη σου
Εκεί όπου δε φτάνει κανείς για να τη δει,
Είτε από υπεροψία, είτε για να μη γίνει
Αιτία για ξένη λύπη.
Εγώ σ’ αγαπώ, φίλε μου στίχε,
Γαιτί όταν το στήθος νιώθω
Πια πολύ αδύναμο και κουρασμένο,
Μαζί σου μοιράζομαι το βάρος.
Εσύ με υπομέρεις, εσύ δέχεσαι
Μες στο ερωτικό σου βάλσαμο,
Όλη τη πονεμένη μου αγάπη,
Όλες τις αγωνίες και τις προσβολές μου.
Εσύ,για να μπορώ εγώ ήσυχα
Να αγαπώ και το καλό να πράττω, ανέχεσαι
Να θολώνεις τα νερά σου
Με όσα την ψυχή μου βασανίζουν.
Εσύ, για να διασχίσω εγώ περήφανα
Τη γη, αγνός και διχως μίσος,
Σέρνεσαι, χλωμός κι αλύγιστος,
Αγαπημένε μου σύντροφε.
Η ζωή μου έτσι κατευθύνεται
Στον ουρανό καθάρια και γαλήνια,
Και συ φορτώνεσαι τη λύπη μου
Με τη θεική σου την υπομονή.
Και καθώς η βάρβαρη μου συνήθεια
Του να αφεθώ σε σένα σε βγάζει
Απ’ την ευτυχή σου αρμονία
Κι από τη φυσική την πραότητα;
Καθώς τις λύπες μου πετάω
Πάνω στον κόρφο σου, και τον μαστιγώνουν,
Και τη ροή σου αναταράζουν,
Κι εδώ μελανός, εκεί κόκκινος,
Κάτασπρος εκεί όπως ο θάνατος,
Τώρα εφορμάς και βρυχάσαι,
Τώρα κάτω απ’ το βάρος τρίζεις
Από ένα πόνο πιο δυνατό από σένα,
Θα πρέπει, όπως με συμβουλεύει
Μια κακορίζικη καρδιά ,
Μέσα στη λησμονιά να αφήσω
Εκείνον που ποτέ δε με αφήνει;
Στίχε, μας μιλάν για ένα Θεό
Που σ’ αυτόν οι πεθαμένοι πάνε:
Στίχε, η μαζί θα μας καταδικάσουν,
Η θα σωθούμε κι οι δυο μας!
Biblografía
· Obras publicadas
· 1869 January: Abdala
· 1869 January: "10 de octubre"
· 1871: El presidio político en Cuba
· 1873: La República Española ante la revolución cubana
· 1875: Amor con amor se paga
· 1882: Ismaelillo
· 1882 February: Ryan vs. Sullivan
· 1882 February: Un incendio
· 1882 July: El ajusticiamiento de Guiteau
· 1883 January: "Batallas de la Paz"
· 1883 March: " Que son graneros humanos"
· 1883 March: Karl Marx ha muerto
· 1883 March:El Puente de Brooklyn
· 1883 September: "En Coney Island se vacía Nueva York"
· 1883 December:" Los políticos de oficio"
· 1883 December: "Bufalo Bil"
· 1884 April:"Los caminadores"
· 1884 November: Norteamericanos
· 1884 November:El juego de pelota de pies
· 1885: Amistad funesta
· 1885 January:Teatro en Nueva York
· 1885 '"Una gran rosa de bronce encendida"
· 1885 March:Los fundadores de la constitución
· 1885 June: "Somos pueblo original"
· 1885 August: "Los políticos tiene sus púgiles"
· 1886 May: Las revueltas anarquistas de Chicago
· 1886 September: " La ensenanza"
· 1886 October: "La Estatua de la Libertad"
· 1887 April: El poeta Walt Whitman
· 1887 April: El Madison Square
· 1887 November: Ejecución de los dirigentes anarquistas de Chicago
· 1887 November: La gran Nevada
· 1888 May: El ferrocarril elevado
· 1888 August: Verano en Nueva York
· 1888 November: " Ojos abiertos, y gargantas secas"
· 1888 November: "Amanece y ya es fragor"
· 1889: 'La edad de oro'
· 1889 May: El centenario de George Washington
· 1889 July: Bañistas
· 1889 August: "Nube Roja"
· 1889 September: "La caza de negros"
· 1890 November: " El jardín de las orquídeas"
· 1891 October:Versos Sencillos
· 1891 January: "Nuestra América"
· 1894 January: " ¡A Cuba!"
· 1895: Manifiesto de Montecristi- coauthor with Máximo Gómez
Lecturas adicionales sobre su poesía
§ Carter, Boyd. "Gutiérrez Nájera y Martí como iniciadores del modernismo". Revista Iberoamericana 28 (1962): 295-310.
§ Hauser, Rex. "La poética de la artesanía y las claves sociales en la obra de Martí y González Prada". Revista Iberoamericana 55: 146-147 (Ene-Jun 1989): 223-233.
§ Henríquez Ureña, Max. Breve historia del modernismo. México: Fondo de Cultura Económica, 1954; sobre la poesía de Martí, 49-63.
§ Omaña, Balmiro. "Concepción de la poesía de José Martí." Revista Iberoamericana 146-147 (Enero-Junio 1989): 193-209.
§ Sánchez, Luis Alberto. Escritores representativos de America. Primera serie. Segunda edición. 3 tomos. Madrid: Gredos, 1963: Tomo II, "José Martí", 189-202.
§ Schulman, Ivan A. Símbolo y color en la obra de José Martí. Madrid: Editorial Gredos, 1960.
§ ---. "Las estructuras polares en la obra de José Martí y Julián del Casal". Revista Iberoamericana 56 (1963): 251-282.
§ ---. Génesis del modernismo: Martí, Nájera, Silva, Casal. México: Colegio de México/Washington University Press, 1968.
§ Schulman, Ivan A. & Manuel Pedro González. Martí, Darío y el modernismo. Madrid: Editorial Gredos, 1969.
Lecturas adicionales generales sobre Martí
§ Abel, Christopher & Nissa Torrents, eds. José Martí, Revolutionary Democrat. Durham: Duke University Press, 1986.
§ Agramonte y Pichardo, Roberto Daniel. Martí y su concepción del mundo. Río Piedras: Universidad de Puerto Rico, 1971.
§ Belnap, Jeffrey Grant & Raul Fernandez. José Martí's "Our America": from National to Hemispheric Cultural Studies. Durham: Duke University Press, 1998.
§ Coleman, Alexander. "Martí y Martínez Estrada: Historia de una simbiosis espiritual". Revista Iberoamericana 92-93, Vol 41 (1975): 629-645.
§ Cruz, Jacqueline. "'Esclava vencedora': La mujer en la obra literaria de José Martí". Hispania 75.1 (March 1992): 30-37.
§ Franco, Jean. Historia de la literatura hispanoamericana. Barcelona: Seix Barral, 1979; véase "La tradición y el cambio: José Martí y Manuel González Prada", pp. 139-157.
§ González, Aníbal. "Journalism and the self: the Modernist Chronicles." En Journalism and the Development of Spanish American Narrative. Cambridge: Cambridge University Press, 1993: pp. 83-100.
§ González, Manuel Pedro. "Semblanza de José Martí". Hispania 36 (1953): 43-51.
§ Hernández, José M. "Martí y Pérez, José Julián". Encyclopedia of Latin American History and Culture. Ed. Barbara A. Tenenbaum. 5 vols. New York: C. Scribner’s Sons, 1996: 3: 534b-536b.
§ Henríquez Ureña, Max. Panorama histórico de la literatura cubana 1492-1952. 2 tomos. New York: Las Américas, 1963; el capítulo XXXVII del segundo tomo se dedica a José Martí II: 210-231.
§ Henríquez Ureña, Pedro. Historia de la cultura en la América hispánica. México: FCE, 1979: 118-124.
§ Kirk, John M. José Martí, Mentor of the Cuban Nation. Tampa: University Presses of Florida, 1983.
§ Leante, César. "Martí y el destierro". Revista Iberoamericana 152-153 (1990): 823-827.
§ Lizaso, Félix. "Normas periodísticas de José Martí". Revista Iberoamericana 56 (1963): 227-249.
§ Mañach, Jorge. Martí el apóstol. Prólogo de Gabriela Mistral. Nueva York: Las Américas Pub. Co, 1963.
§ Marbán, Jorge. "Evolución y formas en la prosa periodística de José Martí". Revista Iberoamericana 55 (1989): 211-222.
§ Masiello, Francine. "Melodrama, Sex, and Nation in Latin America's Fin de Siglo." Modern Language Quarterly 57.2 (June 1996): 269-278.
§ Molina de Galindo, Isis. "El presidio político en Cuba de José Martí. Intento de un análisis estilístico". Revista Iberoamericana 54 (1962): 311-336.
§ Molloy, Sylvia. "His America, Our America: José Martí Reads Whitman." Modern Language Quarterly 57.2 (June 1996): 369-379.
§ Oria, Tomás G. Martí y el krausismo. Boulder: Society of Spanish and Spanish American Studies, 1987.
§ Ramos, Julio. Divergent Modernities: Culture and Politics in Nineteenth-Century Latin America. Tr. John D. Blanco. Durham: Duke University Press, 2001: Véase particularmente "Marti and His Journey to the United States", "'Nuestra America': The Art of Good Governence", The Repose of Heroes: On Poetry and War in Marti", 151-159, 251-267, 268-279.
§ Sacoto, Antonio. "Sarmiento y Martí y el aborigen americano". En Del ensayo hispanoamericano del siglo XIX. Quito: Casa de la Cultura Ecuatoriana, 1988.
§ ---. "'Nuestra América' de José Martí". En Del ensayo hispanoamericano del siglo XIX. Quito: Casa de la Cultura Ecuatoriana, 1988.
§ Schulman, Ivan A. "José Martí". Latin American Writers. 3 Vols. Ed. Solé/Abreu. NY: Charles Scribner's Sons, 1989, I: 311-319.
§ Stabb, Martín S. "Martí and the Racists". Hispania 40 (1957): 434-439.
§ Teja, Ada María. "El origen de la nacionalidad y su toma de conciencia en la obra juvenil de José Martí: semantización de Cuba y España". Revista Iberoamericana 152-153 (1990): 793-822.
§ Ward, Thomas. "La historia nacional como intertexto universal en las ideas de Sarmiento, Martí y González Prada". Literatura como intertextualidad. IX Simposio Internacional de Literatura. Ed. Juana Alcira Arancibia. Buenos Aires: Editorial Vinciguerra, 1993.
§ ---. La resistencia cultural: la nación en el ensayo de las Américas. Lima: Universidad Ricardo Palma, 2004: 140-159.
§ Vitier, Cintio. Temas martianos. (Segunda serie). La Habana: Centro de Estudios Martianos, 1982.
Categorías: Filósofos del siglo XIX | Filósofos de Cuba | Filósofos políticos | Literatura del Modernismo | Periodistas de Cuba | Masones | Poetas de Cuba | Políticos de Cuba | Escritores en español | Nacidos en 1853 | Fallecidos en 1895 | Habaneros | Oradores
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου