POESIA DE ARGENTINA -ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ,Juan Gelman

 

 

 

 

ΧΟΥΑΝ ΧΕΛΜΑΝ

 

[JUAN GELMAN]

 

 

 

Escribo en el olvido

 

Γράφω μες στη λησμονιά


 

Ανθολογία Ποιημάτων [Antolοgía de Poemas]











Μ
ετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης [Traducción: Stelios Karayanis]

 

 

 

Νέα Βιβλιοθήκη

 

[Nueva Biblioteca]

 

 

 

 

Αθήνα [Atenas ], 2022


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ISBN: 978-960-99609-7-7

 

©Στέλιος Καραγιάννης

 

[Stelios Karayanis

 

Πατριάρχου Ιερεμίου 2,11471,Αθήνα

 

[Patriarchou Ieremiou 2,11471,Atenas]


 

 

 

A la manera de prologo

 

 

 

 

Juan Gelman (Buenos Aires, 3 de mayo de 1930 - México, D. F., 14 de enero de 2014) fue el mejor   poeta   argentino del siglo XX junto con Jorge Luis Borges .   Escritor     desde     su niñez,     se     desempeñó como   periodista,   traductor    y    militante     en    organizaciones guerrilleras.        Exiliado  durante    la  dictadura    militar  iniciada    en  1976,   retornó   a  la Argentina  en  1988  aunque se radicó en México. Buena parte de su vida y obra literaria se vieron signadas por el secuestro  y  desaparición  de  sus  hijos  y  la  búsqueda  de  su  nieta nacida  en  cautiverio. Fue  el  cuarto   argentino   galardonado   con  el  Premio   Miguel   de Cervantes,    luego   d e  Jorge  Luis  Borges,  Ernesto  Sabato  y  Adolfo  Bioy  Casares.  Se  lo considera uno de los grandes poetas contemporáneos de habla hispana, y un «expresionista del dolor».A su muerte, la Presidencia  de la Nación  Argentina  decretó tres días de duelo nacional.La presentación de ésta antología en griego es un hecho literario puesto que es plenamente desconocido aquí,mientras Borges goza la fama del mayor escritor y poeta argentino del siglo XX con traduciones de sus obras nuemerosas.Gelman nos recuerda que la grande  poesía  en  cad  rincón  del  mundo  está  siempre  comprometida  con  los  valores humanos.

 

 

 

 

Αντί προλόγου

 

Ο Χουάν  Xέλμαν  γεννήθηκε  στο Μπουένος  Άιρες  το 1930 το 1930 και πέθανε  στο

Μεξικό   το   2014.Είναι   μαζί   με  τον   Μπόρχες   ο   σημαντικότερος    ποιητής    της

Αργεντινής και ένας από τους σημαντικότερους λατινοαμερικανούς ποιητές του ΧΧ αιώνα. Μαζί  με τον  Χόρχε  Λουίς  Μπόρχες,  τον  Ερνέστο  Σάμπατο  και  τον Αδόλφο    Μπιόυ Κασάρες    είναι    ο    τέταρτος     Αργεντινός     συγγραφέας     που βραβεύτηκε    με   το διεθνές    βραβείο    Μιγκέλ    ντε      Θερβάντες.    Επίσης    του απονεμήθηκε το  διεθνές βραβείο   ποίησης   Πάμπλο   Νερούδα. Θεωρείται   ως ένας από τους  μεγάλους

σύγχρονους ποιητές  του ισπανόφωνου  κόσμου.  Τον αποκάλεσαν «εξπρεσιονιστή   του

πόνου»   λόγω   του   ότι    το    θέμα    του    ανθρώπινου    πόνου εκφράζεται με τον πιο

αυθεντικό τρόπο στο ποιητικό έργο του. Η ζωή του είναι μυθική αλλά και γεμάτη περιπέτειες. Καταδιώχτηκε από τη δικτατορία και έζησε εξόριστος σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και στην Ευρώπη. Είναι στρατευμένος ποιητής και εξακολουθητικά μοντέρνος. Η ποίησή του μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες.Το ποιητικό του μήνυμα έχει να κάνει με τη θεωρία του για τη σύγχρονη ποίηση που εκπληρώνει μόνο το σκοπό της με τη στρατευσή της στις αξίες του ανθρωπισμού και της πάλης για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου και την απελευθέρωσή του από κάθε δουλεία καταπίεση και  καταναγκασμό.


Arte Poética

 

 

 

Entre tantos oficios ejerzo éste que no es mío, como un amo implacable

me obliga a trabajar de día, de noche, con dolor, con amor,

bajo la lluvia, en la catástrofe,

cuando se abren los brazos de la ternura o del, alma, cuando la enfermedad hunde las manos.

 

A este oficio me obligan los dolores ajenos, las lágrimas, los pañuelos saludadores,

las promesas en medio del oto o del fuego, los besos del encuentro, los besos del adiós,

todo me obliga a trabajar con las palabras, con la sangre.

 

Nunca fui el dueño de mis cenizas, mis versos,

rostros oscuros los escriben como tirar contra la muerte.

 

 

 

 

Ποιητική τέχνη

 

 

 

Ανάμεσα σε τόσα επαγγέλματα ασκώ αυτό που δεν είναι δικό μου, σαν ένας αδιάλακτος αφέντης

με υποχρεώνει να εργάζομαι τη μέρα, τη νύχτα, με πόνο, με αγάπη,

κάτω απ τη βροχή, μέσα στην καταστροφή,

όταν ανοίγονται τα μπράτσα της τρυφερότητας η της  ψυχής,

όταν η αρρώστια καταποντίζειτα χέρια μου.

 

Σ’ αυτό το επάγγελμα με εξαναγκάζουν οι ξένοι πόνοι, τα δάκρυα, τα μαντίλια των αποχαιρετισμών,

οι υποσχέσεις καταμεσής του φθινοπώρου η της φωτιάς, τα φιλιά των ερωτικών συναντήσεων, τα φιλιά των αντίο,

όλα με υποχρεώνουν να δουλέψω με τις λέξεις, με το αίμα μου.

 

Ποτέ δεν ήμουν αφέντης των σταχτών μου, των στίχων μου,

πρόσωπα σκοτεινά τους γράφουν σαν να πυροβολούν ενάντια στο θάνατο.


 

El f r í o  de   l os  p o b r es 

 

 

 

 

El frío de los pobres  que un día triunfarán/cruje en el fondo del país/torturado/callado/crepita otoñando padeceres/se le caen

 

hojitas/olores secos/van al suelo/se pudren  alimentando la furia que vendrá/alma mía que así crecés contra  las bestias/dame

 

valor o fuego/pueda pudrirme/continuar/para que coma  la victoria

 

 

 

 

Το κρύο των φτωχών

 

 

 

το κρύο των φτωχών που μια μέρα θα θριαμβεύσουν /διαπερνά συθέμελα τη χώρα/βασανιστικό/σιωπηλό/σπιθίζει χειροτερεύοντας τα βάσανα/πέφ το υν

μικρά φύλλα;/στεγνά αρώματα/πέφτουν στο έδαφος/σαπίζο υν θρέφο ντ ας το πάθος που  θα έρθει/ψυχή μου που έτσι ανδρώνεσαι ενάντια στα θηρία/δώσε μου

αξία η φωτιά /για να μπορέσω να αποσυντεθώ/καιι να συνεχίσω /ώστε να θραφεί η νίκη


 

 

 

 

Don Luis

 

 

 

 

Gracias, compañero Cernuda,

gracias por recordamos la nobleza humana en este tiempo de la despasión.

Gracias por recordarla con belleza, como sol que entra en una casa vacía. La llenás con la memoria de los sueños y más, con sueños y horizontes

que pueden volver.

Gracias por dejamos la palabra

que vuela en un claro de la tempestad a ciertas dichas, ciertas esperanzas. Transparente de niños te fuiste, pero no. Bailamos nuestra danza contra

clausuras de la nada.

 

 

 

Δον Λουίς

 

Ευχαριστώ, σύντροφε Θερνούδα,

ευχαριστώ που θυμήθηκες την ανθρώπινη ευγένεια σ αυτή την εποχή της απάθειας.

Ευχαιστώ που μας τη θύμησες με  έναν όμορφο τρόπο, όπως ο ήλιος που μπαίνει  σε ένα άδειο σπίτι.

Τη γεμίζεις με τη μνήμη των ονείρων

κι ακόμα περισσότερο , με όνειρα και ορίζοντες που μπορεί να επιστρέψουν.

Ευχαριστώ που μας άφησες τη λέξη

που υπερίπταταιμέσα σε ένα ξέφωτο μες την τρικυμία για κάποιες ευτυχίες, για κάποιες ελπίδες.

Διάφανος απ τα μικρά παιδιά έφυγες,αλλά όχι.

Θα χορέψουμε το δικό μας χορό ενάντια στους εγκλεισμούς του τίποτα.


 

 

 

 

 

 

Alza tus brazos...

 

Alza tus brazos,

ellos encierran a la noche, desátala sobre mi sed, tambor, tambor, mi fuego.

 

Que la noche nos cubra con una campana,

que suene suavemente a cada golpe del amor.

 

Entiérrame la sombra, lávame con ceniza, cávame del dolor, mpiame el aire:

yo quiero amarte libre.

 

Tú destruyes el mundo para que esto suceda tu comienzas el mundo para que esto suceda.

 

 

 

 

Ύψωσε τα μπράτσα σου...

 

Ύψωσε τα μπράτσα σου, αυτά πρικλείουν τη νύχτα,

κάνε τη να ξεσπάσει πάνω στη δίψα μου,

ταμπούρλο, ταμπούρλο, φωτιά μου.

 

Ώστε η νύχτα να μας σκεπάσει με μια καμπάνα,

που θα ηχεί απαλά με κάθε παλμό του έρωτα.

 

Θάψε μου τη σκιά, πλύνε με με στάχτη,

σκάψε μου τον πόνο, καθάρισέ με με τον αέρα:

εγώ θέλω να σ’α αγαπήσω ελεύθερος.

 

Εσύ καταστρέφεις τον κόσμο ώστε αυτό να συμβεί εσύ αρχίζεις τον κόσμο ώστε αυτό να συμβεί.


 

 

 

 

Viajes

 

 

Va a sus versos como quien va a esa cueva. Penélope nunca

le teje un pullóver y menos

 

se lo destejerá. Él

 

no tiene urgencias argivas.

 

Los amores de Príamo y Arisbe lo tienen sin cuidado y aún así escucha címbalos y otras aventuras aéreas

como un destiempo, un deslugar. La luz de las estrellas lo toca

por ajena casualidad del universo. De él caen hojas secas

que contemplan con estupor. Está desnudo y tiembla. No hay justicia afuera y él

busca lo que no es.


 

 

 

 

Ταξίδια

 

 

Πάει στους στίχους του σαν κάποιον που πηγαίνει στη σπηλιά του.

 

Η Πηνελόπη ποτέ

 

ποτέ δε θα του πλέξει ένα πουλόβερ κι ακόμα λιγότερο δε θα του το ξεπλέξειυτός δεν έχει των Αργείων τις επείγουσες ανάγκες.

Οι έρωτες του Πριάμου και της Αρίσβης αδιάφορο τον αφήνουν κι ακόμα κι έτσι ακούει κύμβαλα και άλλες

περπέτειες του αέρα

 

σαν κάτι εκτός τόπου και χρόνου.

 

Το φως των αστεριών τον αγγίζει

 

από μια παράξενη σύμπτωση του σύμπαντος.

 

Από πάνω του πέφτουν ξερά φύλλα που τα κοιτάζουν με κατάπληξη. Είναι γυμνός και τρέμει. Έξω

δεν υπάρχει δικαιοσυνη κι αυτός ψάχνει αυτό που δεν υπάρχει.


 

 

 

 

 

 

Ausencia de amor

 

Cómo será pregunto.

Cómo será tocarte a mi costado. Ando de loco por el aire

que ando que no ando.

 

Cómo será acostarme

en tu país de pechos tan lejano. Ando de pobre cristo a tu recuerdo clavado, reclavado.

 

Será ya como sea.

Tal vez me estalle el cuerpo todo lo que he esperado. Me comerás entonces dulcemente

pedazo por pedazo.

 

Seré lo que debiera. Tupie. Tumano.

 

 

 

 

Απουσία του έρωτα

 

Πως θα γίνει ρωτώ.

Πως θα γίνει να σ’αγγίξω ενώ είσαι στο πλευρό του.

Βαδίζω σαν τρελός μες στον αέρα που πάω που δε πάω.

 

Πως θα γίνει να πλαγιάσω

μες στη χώρα σου από στήθη την τόσο μακρινή.

Βαδίζω σαν τον φτωχό τον Ιησού μες στην ανάμνησή σου σταυρωμένος, ξανασταυρωμένος.

 

Θα γίνει πια όπως είναι να γίνει.

Κάποτε ξεσπάνε μέσα στο σώμα μου όλα αυτά που περίμενα.

θα με καταβροχθίσεις τότε γλυκά κομμάτι το κομμάτι.

 

Θα είμαι αυτό που θα πρεπε να είμαι.

Το πόδι σου. Το χέρι σου.


 

 

 

 

Costumbres

 

no es para quedarnos en casa que hacemos una casa no es para quedarnos en el amor que amamos

y no morimos para morir tenemos sed y

paciencias de animal

 

 

 

 

Συνήθειες

 

δεν είναι ότι για να μείνουμε στο σπίτι πρέπει να φτιάξουμε ένα σπίτι δεν είναι ότι για να μείνουμε στον έρωτα πρέπει να αγαπήσουμε

και δεν πεθαίνουμε για να πεθάνουμε έχουμε δίψα και

την υπομονή του ζώου


 

 

 

 

 

 

Epitafio

 

Un pájaro vivía en mí.

Una flor viajaba en mi sangre. Mi coran era un vion.

 

Quise o no quise. Pero a veces me quisieron. También a mí me alegraban: la primavera, las manos juntas, lo feliz.

¡Digo que el hombre debe serlo! Aquí yace un pájaro.

Una flor. Un violín.

 

 

 

 

Επιτάφιο

 

Ένα πουλί ζούσε μέσα μου.

Ένα λουλούδι κυκλοφορούσε μες στο αίμα μου. Η καρδιά μου ήταν ένα βιολί.

 

Αγάπησα η δεν αγάπησα. Αλλά κάποτε με αγάπησαν. Επίσης εμένα

με έκαναν να χαίρομαι: η άνοιξη, τα ενωμένα χέρια, η ευτυχία.

Λέω ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι ευτυχισμένος! Εδώ κείται ένα πουλί.

Ένα λουλούδι. Ένα βιολί.


 

 

 

 

Escribo en el olvido...

 

Escribo en el olvido

en cada fuego de la noche cada rostro de ti.

Hay una piedra entonces donde te acuesto mía, ninguno la conoce,

he fundado pueblos en tu dulzura,

he sufrido esas cosas, eres fuera de mí,

me perteneces extranjera.

 

 

 

 

Γράφω μες στη λησμονιά...

 

Γράφω μες στη λησμονιά

μέσα σε κάθε πυρκαγιά της νύχτας σε κάθε πρόσωπο για σένα.

Υπάρχει μια πέτρα λοιπόν

όπου πλαγιάζω, δική μου, κανείς δε τη γνωρίζει,

ίδρυσα χωριά μεσα  στην επικράτεια της γλύκας σου, υπέφερα μ αυτά τα πράγματα,

είσαι μακριά από μένα, μου ανήκεις ξένη.


 

 

 

Fábricas del amor

 

I

 

 

 

 

Y construí tu rostro.

Con adivinaciones del amor, construía tu rostro en los lejanos patios de la infancia.

Albañil con vergüenza,

yo me oculté del mundo para tallar tu imagen, para darte la voz,

para poner dulzura en tu saliva. Cuántas veces temblé

apenas si cubierto por la luz del verano

mientras te describía por mi sangre. Pura mía,

estás hecha de cuántas estaciones

y tu gracia desciende como cuántos crepúsculos. Cuántas de mis jornadas inventaron tus manos. Qué infinito de besos contra la soledad

hunde tus pasos en el polvo.

Yo te oficié, te recité por los caminos,

escribí todos tus nombres al fondo de mi sombra, te hice un sitio en mi lecho,

te amé, estela invisible, noche a noche. Así fue que cantaron los silencios.

Años y años trabajé para hacerte

antes de oír un solo sonido de tu alma. II

Alza tus brazos, ellos encierran a la noche, desátala sobre mi sed,

tambor, tambor, mi fuego.

 

Que la noche nos cubra como una campana


que suene suavemente a cada golpe del amor.

 

Entiérrame la sombra, lávame con ceniza, cávame del dolor,

 

 

 

 

mpiame el aire:

 

yo quiero amarte libre.

 

 

 

 

Tú destruyes el mundo para que esto suceda, tú comienzas el mundo para que esto suceda.

 

 

 

III

 

 

 

 

Me has amado las manos y caerán con el otoño. Has amado mi voz y está arrasada.

Mi rostro ha reventado sobre ti como una piedra impura.

Me has amado y amado

 

para que huya de mí, señor de sombras.

 

 

 

 

Me has destruido para que yo sea luz humana cantando

como las criaturas de tu sangre.

 

 

 

 

 

 

IV

 

Que del recuerdo suba el olor de tu cuerpo y se haga tu cuerpo.

Que la noche devuelva tu dulzura.


Que tus manos sean dadas por el temblor que dieron. Que tus ojos regresen de todo lo mirado.

 

 

 

Paloma del amor en vez

asciendes pura en libertad

 

giras y cantas como el cielo vas invadiendo el mundo.

 

 

 

 

V

 

Como un niño te canto bajo la noche oscura. Cofre de los secretos, juegos hondos, temblores del oto como pañuelos pidos, te canto allí para que seas.

Señora del candor,

 

con boca limpia digo uno a uno tus nombres, pongo mi rostro en la penumbra que de ellos desciende,

hago un gran fuego con tus nombres bajo la noche oscura.

En realidad quiero decir: me haces andar contra la muerte.


Εργοστάσια του έρωτα

 

I

 

Και έφτιαξα το πρόσωπό σου.

Με φαντασιώσεις του έρωτα, έφτιαχνα το πρόσωπό σου μες στις απόμακρες μεσαυλές της παιδικής ηλικίας. Ντροπαλός εργάτης,

κρύφτηκα απ τον κόσμο για να λαξεύσω την εικονα σου, για να σου δώσω τη φωνή,

για να αποθέσω γλύκα μες στο σάλιο σου.

Πόσες φορές έτρεμα

μόλις σκεπασμένος από το φως του καλοκαιριού ένω σε περιέγραφα μέσα απ το αίμα μου. Καθάρια δική μου,

είσαι φτιαγμένη από τόσες εποχές

και η χάρη σου κατεβαίνει όπως τα τόσα λυκόφωτα. Πόσες από τις μέρες μου ανακάλυψαν τα χέρια σου. Ποιο άπειρο από φιλιά ενάντια στη μοναξιά

βυθίζει τα βήματά σου μέσα στη σκόνη.

Εγώ σε επισημοποίησα, σε τραγούδησα μέσα στους δρόμους, έγραψα όλα τα ονόματά σου στο φόντο της σκιάς μου,

σου παραχώρησα μια θέση στο στήθος μου,

σε αγάπησα, αόρατο αστέρι, από νύχτα σε νύχτα. Έτσι συνέβη ώσπου τραγούδησαν οι σιωπές. Χρόνια και χρόνια εργάστηκα για να σε κατέχω προτού ακούσω ένα μόνο ήχο από τη ψυχή σου.

 

 

 

 

II

 

 

 

 

Ύψωσε τα μπράτσα σου, αυτά περικλείουν τη νύχτα,

κάνε τη να ξεσπάσει πάνω στη δίψα μου, ταμπούρλο, ταμπούρλο, φωτιά μου.

 

Ώστε η νύχτα να μας σκεπάσει με μια καμπάνα, που θα ηχεί απαλά με κάθε παλμό του έρωτα.

 

Θάψε μου τη σκιά, πλύνε με με στάχτη,

σκάψε μου τον πόνο, καθάρισέ με με τον αέρα:

εγώ θέλω να σ α αγαπήσω ελεύθερος.

 

Εσύ καταστρέφεις τον κόσμο ώστε αυτό να συμβεί εσύ αρχίζεις τον κόσμο ώστε αυτό να συμβεί.


 

III

 

Αγάπησες τα χέρια μου και καταρρέουν σαν το φθινόπωρο.

Αγάπησες τη φωνή μου και είναι ισοπεδωμένη.

Το  πρόσωπόμου έσκασε πάνω σου σαν μια ακάθαρτη πέτρα.

Μ αγάπησες και μ’ αγάπησες

για να ξεφύγω από τον εαυτό μου, κύριε των σκιών.

 

Με κατέστρεψες για να γίνω ανθρώπινο φως που τραγουδά

όπως τα δημιουργήματα του αίματός σου.

 

 

 

IV

 

Ώστε από τη μνήμη να αναδυθεί το άρωμα του κορμιού σου και να γίνει το κορμί σου.

Για να επιστρέψει η νύχτα τη γλυκύτητά της.

Ώστε τα χέρια σου να δοθούν για το ανατρίχιασμα που έδωσαν.

Για να επιστρέψουν τα μάτια σου απ όλα όσα κοίταξες.

 

Περιστέρι του έρωτα ενάντιο

ανεβαίνεις καθάριο μες στην ελευθερία

γυρνάς και τραγουδάς όπως ο ουρανός, πας εισβάλοντας μέσα στον κόσμο.

 

 

 

 

V

 

Σαν ένα μικρό παιδί σε τραγουδώ κάτω απ τη νύχτα.

 

Σεντούκι με μυστικάε παιχνίδια στο βάθος, ανεμίσματα του φθινοπώρου σαν γρήγορα μαντίλια, σε τραγουδώ εδώ για να είσαι.

 

Κυρία του τραγουδιού,

Με καθάριο στόμα προφέρω ένα ένα τα ονόματά σου, θέτω το μέτωπό μου μέσα σ’ αυτά απόπου κατεβαίνει,

ανάβω μια μεγάλη φωτιά με τα ονόματά σου κάτω απ τη σκοτεινή νύχτα.

 

Στην πραγματικότητα θέλω να πω:με κάνεις να βαδίζω ενάνται στο θάνατο.


Gotán

 

Esa mujer se parecía a la palabra nunca, desde la nuca le subía un encanto particular, una especie de olvido donde guardar los ojos,

esa mujer se me instalaba en el costado izquierdo.

 

Atención atención yo gritaba atención

pero ella invadía como el amor, como la noche, las últimas señales que hice para el oto

se acostaron tranquilas bajo el oleaje de sus manos.

 

Dentro de mí estallaron ruidos secos, caían a pedazos la furia, la tristeza,

la señora llovía dulcemente

sobre mis huesos parados en la soledad.

 

Cuando se fue yo tiritaba como un condenado, con un cuchillo brusco me maté

voy a pasar toda la muerte tendido con su nombre, él moverá mi boca por la última vez.

 

 

 

 

Σταλαγμός

 

Εκείνη η γυναίκα έμοιαζε με τη λέξη ποτέ,

απ τον αυχένα της ξεπροέβαλλε μια ξεχωριστή σαγήνη, ένα είδος λησμονιάς όπου φύλαγα τα μάτια μου,

αυτή η γυναίκα πλάγιαζε στο αριστερό πλευρό μου.

 

Προσοχή,προσοχή εγώ κραύγαζα προσοχή

αλλά εκείνη εισέβαλε όπως ο έρωτας, όπως η νύχτα, τα τελευταία σινιάλα που έκανε για το φθινόπωρο κουρνιασαν ήσυχα κάτω από τον κυματισμό των χεριών της.

 

Μέσα μου ξέσπασαν ξηροί ήχοι, έπεφταν σε συντρίμια η λύσσα,η θλίψη, η κυρία έριχνε γλυκιά βροχή

πάνω στα παραλυμένα κόκκαλά μου μες στη μοναξιά.

 

Όταν έφυγε, εγώ τουρτούριζα σαν ένας καταδικασμένος, με ένα κοφτερό μαχαίρι σκοτώθηκα,

πρόκειται να περάσω όλο το θάνατο αναπαυμένος με το όνομά της,

αυτή θ ακουμπήσει τα χείλη μου για τελευταία φορά.


La economía es una ciencia

 

En el decenio que siguió a la crisis

se notó la declinación del coeficiente de ternura en todos los países considerados

o sea tu país mí país

los países que crecían entre tu alma y mi alma de repente duraban un instante y antes de irse o desaparecer dejaban caer banas

llenas de nuestros sexos

que saan volando alrededor como perdices.

¿Quiere decir que cada vez que hicimos el amor dejábamos nuestros sexos allí,

y ellos seguían vivitos y coleando como perdices suavísimas? Qué raro, mi que lavábamos las banas

con subordinación y valor

para que los jugos de la noche pasada no inauguraran el pasado

y ningún pasado pusiera una oficina entre nosotros para ordenarnos el hoy

porque el alma amorosa es desordenada y perfecta

tiene mucha limpieza y lindura

se necesita todo un Dios para encerrarla como le pasó a Don Francisco

que así pudo cruzar el agua fría de la muerte. Es bien raro eso de nuestros sexos volando

pero recuerdo ahora que cada vez que yo entraba en tu sexo y me bañaban tus espumas purísimas con impaciencia

y dulzura y valor

me parecía oír un pajarerío en el bosque de vos como amor encendiendo otro amor,

o más, es cierto que cada vez nuestros sexos resucitaban y se ponían a dar vueltas entre ellos

como maripositas encandiladas por el fuego y se querían morir de nuevo

buscando incesantemente la libertad

y había un país entre la vida y la muerte donde todo era consolación y hermosura y no poseíamos nuestro coran

y nuestros sexos se perdían como almas en la noche

y nunca más los volvíamos a ver para entender estudio los índices de la tasa de inversión bruta

los índices de la productividad marginal de las inversiones los índices de crecimiento del producto amoroso

otros índices que es aburrido hablar aquí y no entiendo nada.

La economía es bien curiosa

al pequeño ahorrista del alma lo engañan en Wall Street los sueldos de la ternura son bajos

subsiste la injusticia en el mercado mundial del amor,


el aprendiz está rodeado de nubes que parecen elefantes, eso no le da dicha ni desdicha

en medio de las razones las redenciones

las resurrecciones.

Se lleva el alma a la nariz para sentir tus perjúmenes estoy viendo volar los pajaritos que te saan del sexo mejor dicho

de más allá todavía de todo lo que vaas o brillabas

o eras

y dabas como jugos de la noche.


Η οικονομία είναι μια επιστήμη

 

Τη δεκαετία που ήρθε μετά τη κρίση

παρατηρήθηκε η παρακμή  του συντελεστή της τρυφερότητας σε όλες τις υπό μελέτη χώρες

δηλαδή

στη χώρα μου στη χώρα σου

οι χώρες που αναπτύσονταν ανάμεσα στη ψυχή σου και τη ψυχή μου,

αίφνης διαρκούσαν μια στιγμή και πριν χαθούν

η να εξαφανιστούν για πάντα, άφηναν να πέφτουν σεντόνια γεμάτα με τα σεξουαλικά μας όργανα

που έβγαιναν πετώντας ολόγυρα σαν πέρδικες.

Που σημαίνει ότι κάθε φορά που κάναμε έρωτα αφήναμε τα σεξουαλικά μας όργανα εκεί,

κι αυτά συνέχιζαν όλο ζωντάνια κουνώντας την ουρά τους σαν πέρδικες χριτωμένες; Τι παράξενο, θυμήσου που πλέναμε τα σεντόνια

με σοβαρότητα και υπακοή

ώστε τα υγρά μας της περασμένης νύχτας να μην εγκαινίαζαν

και κανένα παρελθόν να μην τοποθετούσε ένα γραφείο ανάμεσά μας γιατί η ερωτευμένη ψυχή είναι ακατάστατηκαι τέλεια

έχει μεγάλη καθαρότητα και νοστιμιά

χρειάζονται τα πάντα κι  ένας θεός για να την περιορίσει,

όπως συνέβη στον Δον Φρανθίσκο,

που έτσι μπόρεσε να διασχίσει τα παγωμένα νερά του θανάτου. Είναι πολύ παράξενο αυτό με τα δικά μας φύλα που πετούν αλλά θυμάμαι τώρα  ότι κάθε φορά που εγώ έμπαινα μέσα σου και με μούσκευαν τα πεντακάθαρα υγρά σου με ανυπομονησία και με γλύκα και με αξία

μου φαινόταν ότι άκουγα ένα ψιθίρισμα μες στο δάσος σου σαν ο έρωτας να φλέγονταν μέσα σε έναν άλλο έρωτα,

η ακόμα, είναι βέβαιο ότι κάθε φορά που τα σεξουαλικά μας όργανα ανασταίνονταν και βάλονταν να κάνουν γύρους μεταξύ τους

σαν μικρές πεταλούδες τσουρουφλισμένεςαπό τη φωτια που ήθελαν να πεθάνουν ξανά ψάχνντας ασταμάτητα την ελευθερία

και υπήρχε μια χώρα ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή όπου όλα ήταν παρηγοριά και ομορφιά

και δεν έλεγχαμε την καρδιά μας

και τα φύλα μας χάνονταν σαν ψυχές μες στη νύχτα

και ποτέ πια δεν τα ξαναβλέπαμε για να καταλάβουμε,

μελετώ τους δείκτες του βάρβαρου χρηματιστηρίου,

τους δείκτες της περιφερειακής παραγωγικότητας των εισαγωγών,

τους δείκτες της αύξησης του ερωτικού προιόντος

κι αλλους δείκτες που είναι βαρετό να μιλήσω εδώ γι αυτούς και δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Η οικονομία είναι ασφαλώς κάτι το περίεργο,

τον μικρό χρηματιστή τον ξεγελάνε στη Γουόλ Στρήτ.

οι μισθοί της τρυφερότητας είναι χαμηλοί

κυριαρχεί η αδικία στην παγκόσμια αγορά του έρωτα,

ο μαθητευόμενος είναι περικυκλωμένος από σύννεφα που μοιάζουν με ελέφαντες,

αυτό δεν του φέρνει την ευτυχία ούτε τη δυστυχία


ανάμεσα στους λόγους στις λυτρώσεις

στις αναστάσεις.

Πιάνεται η ψυχή απ τη μύτη για να νιώσει τα θέλγητρά σου βλέπω να πετούν τα πουλάκια που είχαν βγει απ την ήβη σου η για νατο πω καλύτερα

από το πέρα μακριά ακόμα

απ όλο αυτό που άξιζες η έλαμπες

η ήσουν

η έδινες σαν υγρά της νύχτας.


 

La muchacha del balcón

 

La tarde bajaba por esa calle junto al puerto Con paso lento, balanceándose, llena de olor, Las viejas casas palidecen en tardes como ésta, Nunca es mayor su harapienta melancoa

Ni andan más tristes de paredes,

En las profundas escaleras brillan fosforescencias como de mar, ojos muertos tal vez que miran a la tarde como si recordaran, eran las seis, una dulzura detenía a los desconocidos,

una dulzura como de labios de la tarde, carnal,

carnal,

los rostros se ponen suaves en tardes como ésta, arden con una especie de niñez

contra la oscuridad, el vaho de los dancings.

 

Esa dulzura era como si cada uno recordara a una mujer

Sus muslos abrazados, la cabeza en su vientre, El silencio de los desconocidos

Era un oleaje en medio de la calle

Con rodillas y rostros de ternura chocando

Contra el "New Inn", las puertas, los umbrales de color abandono.

 

Hasta que la muchacha se asomó al balcón

de pie sobre la tarde íntima como su cuarto con la cama deshecha donde todos creyeron haberla amado alguna vez

antes de que viniera el olvido.


 

Το κορίτσι του μπαλκονιού

 

Το απόβραδο κατέβαινε μες σ αυτό το δρόμο δίπλα στο λιμάνι

Με βήμα αργό, διστάζοντας , γεμάτο με αρώματα,

Τα παλιά σπίτια χλωμιάζουν σε απόβραδα όπως αυτό, Πότε δεν είναι μεγαλύτερη η ενδεής μελαγχολία τους Ούτε είναι πιο θλιμμένα π τους τοίχους,

Στις υπόγειες σκάλες λάμπουν φωσφορισμοί σαν της θάλασσας,

μάτια νεκρά ίσως που ατενίζουν το απόβραδο σαν κάτι να θυμούνταν,

ήταν έξι η ώρα, μια πραότητα σταματούσε τους αγνώστους,

μια γλυκύτητα σαν από τα χείλη του απόβραδου, σαρκική,

σαρκική,

τα πρόσωπα μαλακώνουν τ απόβραδα όπως αυτό, φλέγονται σαν από ένα είδος παιδικότητας

ενάντια στο σκοτάδι και τον ατμό των χορών.

 

Αυτή γλύκα ήταν όπως εκείνη που ένιωθε ο καθένας που θυμόταν μια γυναίκα τις αγκαλιασμένες σάρκες της, το κεφάλι της στην κοιλιά του,

Η σιωπή των αγνώστων

Ήταν μια φουσκοθαλασσιά στη μέση του δρόμου

με γόνατα και πρόσωπα από τρυφερότητα που χτυπούσε

πάνω στο "NewInn", τις πόρτες, τα ξεθωριασμένα υπέρθυρα.

 

Ωσπου το κορίτσι βγήκε στο πόδι στο μπαλκόνι

μες στο εγκάρδιο απόβραδο όπως το δωμάτιό του με το άφτιαχτο κρεβάτι όπου όλοι πίστεψαν ότι είχε αγαπηθεί κάποια φορά

προτού να έρθει η λησμονιά.


 

La puerta

 

abla puerta/amor mío levantá/ab la puerta

tengo el alma pegada al paladar

temblando de terror

 

el jabalí del monte me pisoteó el asno salvaje me persiguió

en esta media noche del exilio soy yo mismo una bestia

 

 

 

 

Η πόρτα

 

άνοιξα την πόρτα/έρωτά μου ξύπνα/άνοιξα την πόρτα

έχω την ψυχή μου κολλημένη στον ουρανίσκο μου τρέμοντας απ το φόβο

 

ο κάπρος του βουνού με ποδοπάτησε ο άγριος γάιδαρος με καταδίωξε

μέσα σ αυτά τα μεσάνυχτα της εξορίας είμαι εγώ ο ίδιος ένα θηρίο


 

 

 

 

Límites

 

¿Quién dijo alguna vez: hasta aquí la sed, hasta aquí el agua?

 

¿Quién dijo alguna vez: hasta aquí el aire, hasta aquí el fuego?

 

¿Quién dijo alguna vez: hasta aquí el amor, hasta aquí el odio?

 

¿Quién dijo alguna vez: hasta aquí el hombre, hasta aquí no?

 

Sólo la esperanza tiene las rodillas nítidas. Sangran.

 

 

 

 

Όρια

 

Ποιος είπε κάποτε: ως εδώ η δίψα,

ως εδώ το νερό;

 

Ποιος είπε κάποτε: ως εδώ ο αέρας, ως εδώ η φωτιά;

 

Ποιος είπε κάποτε: ως εδώ ο έρωτας, ως εδώ το μίσος;

 

Ποιος είπε κάποτε: ως εδώ ο άνθρωπος, ως εδώ γιατί όχι;

 

Μόνο η ελπίδα έχει τα γόνατα παστρικά .

Ματώνουν


Lo que cava

 

La sangre corcovea

en todos los rincones, en

el alma superior, en su orgullo, en los perros con olor a furia.

El ser amado convierte

la humillación en asombro y vengo aquí para decir que te amo. El domingo

del payaso prueba la desolación. La emoción contra la pared espera que la fusilen.

Nuestros cuerpos conocen esa pared.

Es una atadura del sol que cava y cava.

 

 

 

 

Αυτό που σκάβει

 

Το αίμα ξεπηδά

απ όλες τις γωνιές, απ’την ανώτερη ψυχή απ την περηφάνεια της,

απ τα σκυλιά με άρωμα όλο λύσσα.

Η αγαπημένη ύπαρξη μετατρέπει

την ταπείνωση σε έκπληξη και έρχομαι εδώ για να σου πω πως σ αγαπώ. Η Κυριακή

τυ παλιάτσου δοκιμάζει την απελπισία. Η συγκίνηση στημένη στον τοίχο περιμένει να την εκτελέσουν.

Τα κορμιά μας γνωρίζουν αυτό τον τοίχο.

Είναι ένας δεσμώτης του ήλιου που σκάβει και σκάβει.


 

Lo que pasa

 

Yo te entregué mi sangre, mis sonidos, mis manos, mi cabeza,

y lo que es más, mi soledad, la gran señora,

como un día de mayo dulcísimo de oto, y lo que es más aún, todo mi olvido

para que lo deshagas y dures en la noche, en la tormenta, en la desgracia,

y más aún, te di mi muerte,

veré subir tu rostro entre el oleaje de las sombras, y aún no puedo abarcarte, sigues creciendo

como un fuego,

y me destruyes, me construyes, eres oscura como la luz.

 

 

 

 

Αυτό που συμβαίνει

 

Εγώ σου παράδοσα το αίμα μου, τους ήχους μου, τα χέρια μου, την κεφαλή μου,

κι αυτό που είναι κάτι περισσότερο, τη μοναξιά μου, τη μεγάλη κυρία, σαν μια μέρα όλο γλύκα του Μάη του Φθινοπώρου,

κι αυτό που είναι ακόμα πιο πολύ, όλη μου τη λησμονιά για να την αφανίσεις και να διαρκέσεις μες στη νύχτα, μες στην καταιγίδα, μες στη δυστυχία,

και κάτι ακόμα, σου έδωσα το θάνατό μου,

είδα να αναδύεται το προσωπό σου μέσα από μια κυματομορφή από σκιές,

κι ακόμα δεν μπορώ να σε προσεγγίσω, εξακολουθείς να μεγαλώνεις σαν μια φωτιά,

και με καταστρέφεις,με χτίζεις,είσαι σκοτεινή όπως το φως.


 

Mujeres

 

decir que esa mujer era dos mujeres es decir poquito debía tener unas 12397

mujeres en su mujer era difícil saber con quién trataba uno en ese pueblo de mujeres  ejemplo:

 

yacíamos en un lecho de amor

ella era un alba de algas fosforescentes

cuando la fui a abrazar se convirtió en singapur llena de perros que aullaban

 

recuerdo cuando se apareció envuelta en rosas de agadir parecía una constelación en la tierra

parecía que la cruz del sur había bajado a la tierra esa mujer brillaba como la luna de su voz derecha

 

como el sol que se ponía en su voz

en las rosas estaban escritos todos los nombres de esa mujer menos uno y cuando se dio vuelta

su nuca era el plan económico

tenía miles de cifras y la balanza de muertes favorables a

la                                                                       dictadura militar nunca sabía uno adónde iba a parar esa mujer

yo estaba ligeramente desconcertado

una noche le golpié el hombro para ver con quién era y vi en sus ojos desiertos un camello

 

a veces

esa mujer era la banda municipal de mi pueblo

tocaba dulces valses hasta que el tromn empezaba a desafinar

y los demás desafinaban con él

esa mujer tenía la memoria desafinada

 

usté podía amarla hasta el delirio hacerle crecer días del sexo tembloroso hacerla volar como pajarito de bana

al día siguiente se despertaba hablando de malevich

 

la memoria le andaba como un reloj con rabia

a las tres de la tarde se acordaba del mulo que le pateó la infancia una noche del ser ellaba mucho esa mujer y

la devoraron todos los fantasmas que pudo alimentar con sus miles de mujeres y era una banda municipal desafinada

yéndose por las sombras de la placita de mi pueblo

 

yo compañeros  una noche como ésta que nos empapan los rostros que a lo mejor morimos monté en el camellito que esperaba en sus ojos y me fui de las costas tibias de esa mujer

 

callado como un niño bajo los gordos buitres que me comen de todo   menos el pensamiento de cuando ella se unía como un ramo de dulzura y lo tiraba en la tarde


Γυναίκες

 

το να πούμε ότι εκείνη η γυναίκα ήταν δυο γυναίκες μαζί δηλαδή λίγο, θα έπρεπε να υπάρχουν 12397 γυναίκες μέσα σ’αυτή τη γυναίκα κι ήταν δύσκολο να ξέρεις για ποιον  επρόκειτο σ αυτό το παραδειγματικό χωριό των γυναικών:

 

βρισκόμασταν στο κρεβάτι του έρωτα

εκείνη ήταν μια αυγή από φωσφορίζοντα φύκια

κι όταν πήγα να την αγκαλιάσω μετατράπηκε σε μια Σιγκαπούρη γεμάτη από σκυλιά που γαύγιζαν

 

θυμάμαι όταν εμφανίστηκε στολισμένη με ρόδα του αγαδίρ έμοιαζε με έναν αστερισμό μέσα στη γη

ήταν σαν ο Σταυρός του Νότου να είχε κατεβεί στη γη

εκείνη η γυναίκα έλαμπε όπως η σελήνη της φωνής της

 

όπως ο ήλιος που είχε στη φωνή της

στα τριαντάφυλλα ήταν γραμμένα όλα τα ονόματα εκείνης της γυναίκας εκτός από ένα κι όταν γύρισε για να φύγει

η τραχηλιά της ήταν σαν ένα οικονομικό πλάνο

είχε πανω της χιλιάδες σημειώσεις και το ισοζύγιο των νεκρών που ήταν υπέρ της στρατιωτικής δικτατορίας

κανείς δε γνώριζε που επρόκειτο να σταματήσει αυτή η γυναίκα εγώ ήμουν κάπως αποροσανατολισμένος

μια νύχτα την ακούμπισα στον ώμο για να δω με ποιον ήταν και είδα μέσα στα έρημα μάτια της μια καμήλα

μερικές φορές

εκείνη η γυναίκα ήταν η μπάντα του δήμου του χωριού μου έπαιζε γλυκά βαλς μέχρι που το τρομπόνι άρχιζε να παραφωνεί και τα υπόλοιπα όργανα παραφωνούσαν μαζί μ αυτό

εκείνη η γυναίκα είχε τη μνήμη παράφωνη

 

κύριε θα μπορούσατε να την αγαπήσετε μέχρι παροξυσμού κάνοντάς τη να απολαμβάνει μέρες με σεξ παθιασμένο κάνοντάς τη να πετά σαν ένα μικρό πουλί μες στη Σαβάνα

την επομενη μέρα θα ξυπνούσε και θα άρχιζε να μιλά για τον Μάλεβιτς

 

η μνήμη την παραμόνευε σαν ένα λυσσασμένο ρολόι

στις τρεις το απόγευμα περίμενε τον μούλο που της ποδοπάτησε την παιδική ηλικία μια νύχτα ήταν εντελώς αμέριμνη εκείνη η γυναίκα και

την κατασπάραξαν όλα τα φαντάσματα που μπόρεσε να θρέψει με τις χιλιάδες γυναίκες της και ήταν μια δημοτική μπάντα παράνομη

που βρίσκονταν στη σκιά της πλατειούλας του χωριού μου

 

έγώ σύντροφοι μια νύχτα σαν αυτή που μας έκαναν κιμά τα πρόσωπα που παρά λίγο να πεθάνουμε καβάλησα τη μικρή καμήλα που κατοικούσε μες στα μάτια της και μπήκα μέσα στους ζεστούς κόλπους αυτής της γυναίκας

 

σιωπηλός σαν ένα μικρό παιδί κάτω απτους χοντρούς γύπες που μου καταβροχθίζουν τα πάντα εκτός απ

τη σκέψη με την οποία εκείνη ενώνονταν σαν ένα κλαδί όλο γλύκα που το τίναζε μες στο σούρουπο.


 

Nota I

 

te nombraré veces y veces.

me acostaré con vos noche y día. noches y días con vos.

me ensuciaré cogiendo con tu sombra. te mostraré mi rabioso corazón.

te pisaré loco de furia.

te mataré los pedacitos. te mataré uno con paco. otro lo mato con rodolfo.

con haroldo te mato un pedacito más.

te mataré con mi hijo en la mano. voy a venir con diana y te mataré. voy a venir con jote y te mataré. te voy a matar, derrota.

nunca me faltará un rostro amado para

matarte otra vez.

vivo o muerto/un rostro amado. hasta que mueras

dolida como estás/ya lo sé.

te voy a matar/yo te voy a matar.

 

 

 

 

Σημείωση I

 

θα σε ονομάσω πολλές φορές.

θα πλαγιάσω δίπλα Σου μέρα και νύχτα. μέρες και νύχτες με Σένα.

θα λερωθώ αγγίζοντας τη σκιά σου.

θα σου δείξω τη λυσσασμένη καρδιά μου.

θα σε ποδοπατήσω τρελός από λύσσα. θα σου σκοτώσω τα μέλη σου.

θα σου σκοτώσω ένα με τον Πάκο.

το άλλο θα το σκοτώσω με τον Ροδόλφο.

με τον Χάρολντ θα σου σκοτώσω ένα κομματάκι ακόμα.

θα σε σκοτώσω με τον γιό μου στο χέρι μου. θα βγω με την Ντιάνα και θα σε σκοτώσω. θα βγω με τον Χότε  και θα σε σκοτώσω.

θα σε σκοτώσω, καταστροφή.

ποτέ δε θα μου λείψει ένα αγαπημένο πρόσωπο για να σε σκοτώσω άλλη μια φορά.

ζω πεθαμένος /ένα πρόσωπο αγαπημένο.

ώσπου να πεθάνης

πονεμένη όπως είσαι/πια το ξέρω.

θα σε σκοτώσω/εγώ θα σε σκοτώσω.


 

Nota XXII

 

huesos que fuego a tanto amor han dado exiliados del sur sin casa o mero

ahora desueñan tanto sueño roto

una fatiga les distrae el alma

 

por el dolor pasean como niños bajo la lluvia ajena/una mujer

habla en voz baja con sus pedacitos como acunándoles no ser/o nunca

 

se fueron del país o patria o puma que recorría la belleza como

dicha infeliz/país de la memoria

 

donde nací/morí/tuve sustancia/ huesitos que junté para encender/ tierra que me entierraba para siempre.

 

 

 

 

Σημείωση XXII

 

κόκκαλα που φωτιά απ τον τόσο έρωτα έδωσαν εξόριστοι απτο Νότο δίχως σπίτι κι αριθμό τώρα απελπίζονται με τόσα όνειρα χαμένα

μια κούραση τους περισπά την ψυχή

 

από τον πόνο σαν μικρά παιδιά περνούν κάτω απ τη παράξενη βροχή/μια γυναίκα μιλά χαμηλόφωνα με τα σαρίδια της

σαν να τα νανουρίζει /η ποτέ

 

δεν έφυγαν από την χώρα η την πατρίδα η πούμα που διαπερνούσε την ομορφιά

σα δυστυχισμένη ευτυχία/χώρα της μνήμης

 

όπου γεννήθηκα πέθανα/είχα αξία/ κοκκαλάκια που ένωσα για να τά κάψω/ γη που με ενταφίαζε για πάντα.


Oración

 

Habítame, penétrame.

Sea tu sangre una como mi sangre. Tu boca entre a mi boca.

Tu corazón agrande el mío hasta estallar.

Desgárrame.

Caigas entera en mis entrañas. Anden tus manos en mis manos.

Tus pies caminen en mis pies, tus pies. Árdeme, árdeme.

Cólmeme tu dulzura.

ñeme tu saliva el paladar.

Estés en mí como está la madera en el palito.

Que ya no puedo así, con esta sed quemándome.

Con esta sed quemándome.

La soledad, sus cuervos, sus perros, sus pedazos.

 

Προσευχή

 

Κατοίκησέ με, διαπέρασέ με.

Για να γίνει το αίμα σου ένα με το δικό μου.

Το στόμα σου να μπει μες στο στόμα μου.

Κι η καρδιά σου να μεγενθύνει τη δική μου ώσπου να εκραγεί.

Σπάραξέ με.

Πέσε ολόκληρη μες στα σωθικά μου.

Ας πορευτούν τα χέρια σου μέσα στα χέρια μου.

Τα πόδια σου να βαδίσουν μαζί με τα πόδια μου, τα πόδια σου.

Κάψε με, κάψε με.

Πλήρωσέ με με τη γλύκα σου.

Πλύνε με το σάλιο σου τον ουρανίσκο μου. Να είσαι για μένα όπως το ξύλο στη δέστρα. Γιατί πια δεν μπορώ έτσι, μ αυτή τη δίψα καθώς με καίει.

Μ αυτή τη δίψα καθώς καίγομαι.

Με τη μοναξιά, με τα κοράκια της, με τα σκυλιά της, με τα κομμάτια της.


 

Otro mayo

 

cuando pasabas con tu oto a cuestas mayo por mi ventana

y hacías señales con la luz

de las hojas finales

¿qué me querías decir mayo?

¿porqué eras triste o dulce en tu tristeza?

nunca lo supe pero siempre

había un hombre solo entre los oros de la calle

 

pero yo era ese niño detrás de la ventana cuando pasabas mayo

como abrigándome los ojos

 

y el hombre sería yo ahora que recuerdo

 

 

 

 

 

 

 

Άλλος Μάης

 

όταν περνούσες με το φθινόπωρό σου φορτωμένος

Μάη απ το παράθυρό μου κι έκανες σινιάλα με το φως των τελευταίων φύλλων

τι ήθελες να μου πεις Μάη;

γιατί ήσουν θλιμμένος η γλυκός μέσα στη θλίψη σου;

ποτέ δεν το έμαθα αλλά πάντα

υπήρχε ένας άνθρωπος μόνος μες στο χρυσάφι του δρόμου

 

αλλά εγώ ήμουν εκείνο το μικρό παιδί πίσω από το παράθυρο

όταν περνούσες Μάη

πως μου μου προστάτευες τα μάτια

 

κι ο άνθρωπος θα ήμουν εγώ εγώ που τώρα θυμάμαι


Poco se sabe

 

Yo no sabía que

no tenerte podía ser dulce como nombrarte para que vengas aunque no vengas y no haya sino

tu ausencia tan

dura como el golpe que

me di en la cara pensando en vos

 

 

 

 

Λίγα είναι γνωστά

 

Εγώ δεν ήξερα ότι

το να μη σ’ έχω θα μπορούσε να είναι τόσο γλυκό όπως όταν σε ονομάτιζα για να έρθεις αν και

δε θα ρθεις και δε θα υπάρχει παρα μόνο η απουσία σου η τόσο

σκληρή όπως το χτύπημα

που δέχτηκα στο πρόσωπό μου καθώς σε σκεφτόμουν.


 

Preguntas

 

Ya que navegas por mi sangre y conoces mis mites,

y me despiertas en la mitad del día

para acostarme en tu recuerdo

y eres furia de mi paciencia para mí, dime qué diablos hago,

por qué te necesito,

quien eres, muda, sola, recorriéndome, ran de mi pasión,

por qué quiero llenarte solamente de mí, y abarcarte, acabarte,

mezclarme en tus cabellos y eres única patria

contra las bestias del olvido.

 

Ερωτήσεις

 

Μιας και κυκλοφορείς μες στο αίμα μου και γνωρίζεις τα όριά μου,

και με ξυπνάς καταμεσής της μέρας

για να πλαγιάσω μες στην ανάμνησή σου

και εισαι η λύσσα της υπομονής μου για σένα,

πες μου τι διάβολο κάνω, γιατί σε χρειάζομαι,

ποια είσαιιωπηλή, μόνη, διαπερνώντας με, λόγε του πάθους μου,

γιατί ποθώ να σε γεμίσω μόνο με μένα,

και να σε πλευρίσω, να σε τελειώσω,

να αναμιχθώ με τα μαλλιά σου και είσαι μοναδική πατρίδα ενάντια στα θηρία της λήθης.


 

 

 

 

Saber

 

El poema nada en un viento y brilla. No sabe quien es hasta

que lo arrastran aquí, donde seguramente morirá

a la intemperie de las bestias.

Me gustaría entender a las bestias para entender mi bestia. La

realidad hace gemir con jadeos de animal.

¿Qué gracia fue ganada en su respiración? Ninguna que no fuera perdida.

Abajo de lo suave crepita la sospecha. Enestasmanos.

 

 

 

Γνώση

 

Το ποίημα πλέει μέσα στον άνεμο και λάμπει.

Δε ξέρει ποιο είναι ώσπου

να το αποσύρουν από δω, όπου είναι σίγουρο ότι θα πεθάνει

μέσα στην επικράτεια των θηρίων. Θα ήθελα να καταλάβω τα θηρία για να καταλάβω το θηρίο μου

Η πραγματικότητα μας κάνει να κραυγάζουμε με αγκομαχητά του ζώου.

Ποια χάρη κερδήθηκε μες στον αναπαλμό της;

καμιά που να μη χάθηκε.

Κάτω από το απαλό εμφυλοχωρεί η υποψία.

Μέσα σ αυτά τα χέρια.


 

Sefiní

 

basta por esta noche cierro la puerta me pongo

el saco guardo

los papelitos donde

no hago sino hablar de ti mentir sobre tu paradero cuerpo que me has de temblar

 

 

 

 

Τέλειωσε

 

φτάνει γι αυτή τη νύχτα ,κλείνω την πόρτα ,φορώ

το πανωφόρι μου, φυλάω τα χαρτά μου εκεί όπου

δεν κάνω τίποτα άλλο παρά να μιλώ για σένα να ψεύδομαι πάνω στο κατακτημένο

κορμί σου που με κάνει να τρέμω.


Si dulcemente por tu cabeza pasaban las olas...

 

si dulcemente por tu cabeza pasaban las olas

del que se ti al mar/ ¿qué pasa con los hermanitos

que entierraron?/¿hojitas les crecen de los dedos?/¿arbolitos/ [otoños

que los deshojan como mudos?/en silencio

 

los hermanitos hablan de la vez

que estuvieron a dostres dedos de la muerte/sonríen recordando/aquel alivio sienten todavía

como si no hubieran morido/como si

 

paco brillara y rodolfo mirase

toda la olvidadera que soa arrastrar

colgándole del hombro/o haroldo hurgando su amargura

[(siempre)

sacase el as de espadas/puso su boca contra el viento/

 

aspi vida/vidas/con sus ojos mi la terrible/

pero ahora están hablando de cuando

operaron con suerte/nadie mató/nadie fue muerto/el enemigo fue burlado y un poco de la humillación general

 

se rescató/con corajes/con sueños/tendidos en todo eso los compañeros/mudos/ deshuesándose en la noche de enero/ quietos por fin/sosimos/ sin besos


 

Αν γλυκά μες απ το κεφάλι σου περνούσαν τα κύματα.....

 

Αν γλυκά μες απ το κεφάλι σου περνούσαν τα κύματα

αυτού που ρίχτηκε στη θάλασσα/ τι θα συνέβαινε με τα μικρά μας αδέρφια

που θάφτηκαν;/λουλουδάκια φυτρώνουν μες στα δάχτυλά τους;/μικρά δέντρα / [φθινοπωρινά

που τα μαδούν σαν βουβοί;/μέσα στη σιωπή

 

τα μικρά μας αδέρφια μιλούν

για το ότι ρίχτηκαν μέσα στα σκληρά δάχτυλα του θανάτου/χαμογελούν καθώς θυμούνται /εκείνη την παρηγοριά αισθάνονται ακόμα

σα να μην έιχαν πεθάνει/όπως όταν

 

ο Πάκο έλαμπε κι ο Ροδόλφο κοιτάζε όλη τη λησμονιά που κουβαλούσε

στον ώμο του /η ο Χάρολντ σκαλίζοντας τη πίκρα του

(πάντα)

 

όταν είχε βγάλει το κόκαλο της πλάτης του /έβαλε το στόμα του κόντρα στον άνεμο/

 

ανάσανε τη ζωή/τις ζωές /με τα μάτια του κοίταξε τη φοβέρα/

αλλά τώρα μιλούν για τότε που έδρασαν μαζί

και με τύχη/κανένας τους δε σκότωσε /κανένας δεν έπεσε νεκρός/ο εχθρός τρελάθηκε μόνο κι απόμεινε λίγη από τη γενική ταπείνωση

 

σώθηκε/με κουράγια/με όνειρα/ξαπλωμένοι μέσα σε όλο αυτό οι σύντροφοι/βουβοί/ ξεκοκαλιασμένοι  μέσα στη νύχτα του Γενάρη/ γαλήνιοι για πάντα/ολομόναχοι/ δίχως φιλιά


Una mujer y un hombre llevados por la vida...

 

Una mujer y un hombre llevados por la vida, una mujer y un hombre cara a cara

habitan en la noche, desbordan por sus manos, se oyen subir libres en la sombra,

sus cabezas descansan en una bella infancia

que ellos crearon juntos, plena de sol, de luz, una mujer y un hombre atados por sus labios llenan la noche lenta con toda su memoria, una mujer y un hombre más bellos en el otro ocupan su lugar en la tierra.

 

 

 

 

Μια γυναίκα και ένας άντρας οδηγημένοι απ τη ζωή...

 

Μια γυναίκα και ένας άντρας οδηγημένοι απ τη ζωή, μια γυναίκα κι ένας άντρας πρόσωπο με πρόσωπο κατοικούν μες στη νύχτα, ξεφεύγουν απ τα χέρια της,

κι ακούγονται να ανεβαίνουν ελεύθεροι μέσα στη σκιά,

τα κεφάλια τους στηρίζονται σε μια όμορφη παιδική ηλικία που οι ίδιοι δημιούργησαν μαζί, γεμάτη με ήλιο, με φως, μια γυναίκα κι ένας άντρας ενωμένοι με τα χείλη τους γεμίζουν τη νωθρή νύχτα με όλη τους τη μνήμη,

μια γυναίκα κι ένας άντρας πιο όμορφοι στον άλλο κόσμο

καταλαμβάνουν το χώρο τους μέσα στη γη.


El juego en que andamos

 

Si me dieran a elegir, yo elegiría

esta salud de saber que estamos muy enfermos, esta dicha de andar tan infelices.

Si me dieran a elegir, yo elegiría

esta inocencia de no ser un inocente, esta pureza en que ando por impuro. Si me dieran a elegir, yo elegiría

este amor con que odio,

esta esperanza que come panes desesperados. Aquí pasa, señores,

que me juego la muerte.

 

 

 

 

Το παιχνίδι που παίζουμε

 

Αν μου έλεγαν να διαλέξω,εγώ θα διάλεγα

αυτή την υγεία του να ξέρω ότι είμαστε άρρωστοι,

αυτή την ευτυχία του να πορευόμαστε μαζί τόσο δυστυχείς.

Αν μου έλεγαν να διαλέξω,εγώ θα διάλεγα αυτή την αθωότητα του να μην ειμαι αθώος,

αυτή την καθαρότητα μες στην οποία πορεύομαι τόσο ακάθαρτος.

Αν μου έλεγαν να διαλέξω,εγώ θα διάλεγα αυτό τον έρωτα με τον οποίο μισώ,

αυτή την ελπίδα που τρώει τα ψωμιά της απελπισίας.

Εδώ συμβαίνει, κύριοι,

εδώ που παίζω το θάνατό μου.


El ladrón

 

En la noche silenciosa y oscura,

huyendo de toda presencia humana o animal, evitando los ruidos, furtivamente roba

fuego de las palabras y palabras del fuego

para sí, para todos, para el amor que no conocerá algún día

y la ceniza fría le castiga las manos.

 

 

 

 

 

Ο κλέφτης

 

Μέσα στη σιωπηλή και σκοτεινή νύχτα,

ξεφεύγοντας από κάθε παρουσία ζωική και ανθρώπινη, αποφεύγοντας τους θορύβους, κλέβει λαθραία

τη φωτιά απ τις λέξεις και τις λέξεις από φωτιά

για τον εαυτό του, για όλους,για τον έρωτα που δε θα γνωρίσει κάποια μέρα

και η κρύα στάχτη του τιμωρεί τα χέρια.


La rueda

 

El arco o puente que va

de tu mano a la mía cuando no se tocan, abre

una flor intermedia.

¿Qué toca, qué retoca, qué trastoca ese vacío de las manos

solas en su fatiga? Nace una flor, sí,

se agosta en mayo como una equivocación de la lengua que se equivoca , sí.

¿Por qué este horror?

En la página de nosotros mismos tu cuerpo escribe.

 

 

 

Ο τροχός

 

 

 

Το τόξο η η γέφυρα που πάει

από το χέρι μου στο δικό σου όταν δεν αγγίζονται,κανει ν ανοίξει

ένα ενδιάμεσο λουλούδι.

Τι αγγίζει, τι αναψηλαφίζει,τι ανατρέπει αυτό το κενό των μοναχικών χεριών μέσα στην κούρασή τους;

Γεννιέται ένα λουλούδι, ναι, μαραίνεται μες στο χέρι σαν ένα σφάλμα της γλώσσας

που λαθεύει ,ναι.

Γιατί αυτός ο τρόμος; Στη δική μας σελίδα το κορμί σου γράφει.


 

Ahora

 

ahora miguel ángel cruza la noche del país va en un caballito de fuego /

se le caen palabras que tiemblan como el sur

tira balazos de esperanza

 

¿es verdad que te hicieron pedazos en la tortura militar?

¿te caíste a pedacitos? / ¿y qué

crece de cada pedacito tuyo? / ¿acaso otro ángel / miguel?

¿los demás? / ¿un vagabundo? / ¿una triste? /

 

¿un viejo sentimiento inmortal? / ¿santa teresa

la obrera / que montaba un caballo de fuego para vivir cada vez? /

¿cómo el olor de tu alma?

pedazos de la amadora escaparon a las as del tiempo

 

pregunto estas cosas para saber cómo me va envuelto estás en lvora y horrores

tus poemas cruzan la noche del país tu ternura trabaja / obrera / delicada

 

andás por plazas y por calles con la memoria en la mano llega la luz del alba torpemente

aquí ninguno da perdón /

te deshacés / miguel /juntando cielo

 

pero me acuerdo de cuando vas a volver pegado a tu destino como una roca / limpiándole la muerte a cada noche / montado en un caballito de fuego


Τώρα

 

 

 

Τώρα ο Μιγκέλ Άνχελ διασχίζει τη νύχτα της  χώραςπάει καβάλα σε ένα αλογάκι από  φωτιά/

Του πέφτου ν λέξεις  π ου τ ρέμουν  καθώς  ο Ν ό τος  ρί χ ν ε ι βό λ ι α α π ό

ε λ πί δ α

 

 

Είναι αλήθεια ότι τον έκαναν κομμά τια στο στρατιωτικό βασανιστήριο; έπεσες σε κομματάκια;/και τι Μεγαλώνει από  κάθε  δικό  σου  κομματ άκι ;/ίσως ένας άλλος άγγελος/Μιγκέλοι υπόλοιποι;/ένας παλιάνθρωπος;/ μ ι α λ υ πη μέ νη ;/

 

Ένα παλιό αθάνατο αίσθημα; Αγία Τερέζα η εργάτρεια:που σέλωνε ένα άλογο απ΄π φωτιά για να ζήσει κάθε φορά;/

Όπως το άρωμα της ψυχής της;

κομμάτια απ την αγαπημένη ξέφυγαν απ τα νύχια του καιρού

 

 

ρωτώ αυτά  τα πράγματα για να ξέρωπως με έριξες  μες στη σκόνη και τους φόβους

τα ποιήματά σου διασχίζουν τη νύχτα της χώραςη τρυφερότητά σου

δουλεύει/εργάτρια/απαλή

 

 

περπατάς μες  στις πλατείες και  τους δρόμουςμε τη μνήμη  μες στα χέρια σουπροβάλλει δυσκίνητο το φως  της  αυγής

εδώ κανένας δε λέει συγνώμη/

αποσυντίθεσαι/Μιγκέλ/αγγαλιάζοντας με τον ουρανό

 

 

 

Αλλά  θυμάμαι πότε  πρόκειται να γυρίσεις ταυτισμένος με τη μοίρα σουσαν ένας βράχος/αφανίζοντας  το θάνατο από  κάθε νύχτα/καβάλα πάνω σε ένα αλογάκι από φωτιά


B a b as 

 

 

 

Los derrotados  visten trajes de la nada.¿Son un signo  absurdo ahora?¿Secongeló la utopía  en sus cabezas? Se los ve en cafés afligidos,molestan,hablan

con un fulgor  maltrecho  en la boca  que no se termina  de apagar.¿Siguen en la pasión de violar al mundo

y no ser violados por el mundo?¿Insisten contra  la estupidez? O

callan y se limpian

la baba  que el tiempo  deja caer sobre ellos.Escriben papeles  que nadie  alcanza a ver.

Tienen nombres  no dichos  sobre sus huesos  quietos  ya.

 

 

 

 

 

Σ ά λ ι α

 

 

 

Οι ηττημένοι φορούν τα ρουχα του τίποτα.Είναι ένα παράξενο  σύμπτωμα  τώρα;Πάγωσε

η ουτοπία  μες στα κεφάλια  τους ;Εμφανίζ ονται στα καφέ θλιμμένοι ,ενοχλούν,μιλούν

με μια προσποιητή  αίγλησ το στόμα που  δε λέει  να σταματήσει.Εξακολουθούν με το πάθος τους να βιάσουν τον κόσμο

κ α ι ν α μ η β ια σ τ ο ύ ν απ  τ ο ν κ ό σ μ ο ?Επιμένουν ενάντια στην ηλιθιότητα;Η σιωπούν και καθαρίζουν το

σάλιο

που ο χρόνος αφήνει να πέσει  πάνω  τους.Γράφουν σε χαρτιά που καν΄νας δε καταφέρνει να τα διαβάσει. Έχουν ονόματα άγνωστα πάνω στα ήσυχα πια κόκλκαλά τους.


 

Basta

 

basta

no quiero más de muerte

no quiero más de dolor o sombras basta

mi coran es espléndido como una palabra

 

mi coran se ha vuelto bello como el sol que sale vuela canta mi coran

es de temprano un pajarito

y después es tu nombre

 

tu nombre sube todas las mañanas calienta el mundo y se pone

solo en mi coran

sol en mi coran

 

 

 

 

 

 

Φ τ ά ν ε ι ... 

 

 

 

 

φτάνει

 

δε θέλω άλλο θάνατο

 

δε θέλω άλλο πόνο η σκιές φτάνει

 

η καρδιά μου είναι γεναιόδωρη σαν μια λέξη

 

 

 

 

η καρδιά μου ομόρφηνε σαν τον ήλιο

 

που βγαίνει πετά τραγουδάquesalevuelaη κ α ρδ ι ά μ ο υ

 

είναι από πολύ νωρίς ένα πουλάκι και μετά είναι το όνομάσου

 

 

 

 

το όνομά σου ανεβαίνει όλα τα πρωινάζεσταίνει  τον κόσμοκ α ι μ π α ί ν ε ι μόνο μες στην καρδιά  μου

ήλιος μες στην καρδιά  μου


LXXII

 

con amenazas y promesas con veneno y ajenjo los albañiles edificaron la casa del rey

y después no pudieron holgar porque vino la muerte a darles otro empleo

 

los albañiles le dijeron a la huesuda no nos lleves hay qué hacer todavía

hay que revocar a fino las paredes hay que limpiar las manchas de cal los carpinteros

 

tenían que mejorar el acabado

de las puertas los marcos de las puertas

los pintores no habían terminado de pintar

¿cómo nos vas a tomar ahora? le decían

 

pero la muerte dijo que

necesitaba un palacio como aquél y más

bello que aquél y quería que trabajaran para ella y los empezó a separar por oficio

 

hasta que llegó a Hiranyaka el mejor

de los albañiles autor de paredes famosas y cuando lo iba a pasar al otro lado le preguntó

¿dónde está tu corazón?

 

tiene que venir también tu coran no lo tengo contestó Hiranyaka

ha hecho su casa en una mujer oh muerte restos de mi corazón

 

encontrarás en cada casa de este reino

en cada pared que levanté hay restos de mi coran

 

pero mi coran

ha hecho su casa en una mujer


 

 

LXXII

 

 

 

 

με απειλές και υποσχέσεις με δηλητήριο και αψέντιοι εργάτες έχτισαν το ανάκτορο του βασιλιά κ α ι μ ε τ ά δ ε ν π ρ ό φ τ α σ α ν ν α ξ ε κ ο υ ρ α σ τ ο ύ ν γ ι α τ ί ή ρ θ ε ο θ ά ν α τ ο ς γ ι α ν α τ ο υ ς δ ώ σε ι τ η ν π λ η ρ ω μ ή

 

οι εργάτες του είπαν alahuesudaμη μας πάρεις  έχουμε  κάτι να κάνουμε ακόμα

πρέπει  να σοβαντίσουμε τέλια  τους  τοίχουςπρέπει να καθαρίσουν τους  λεκεδες  από  το νίτρο  οι ξυλουργοί

 

έπρεπε να βελτιωσουν το τελειωμένο έργο

στι ς π ό ρ τ ε ς σ τ α κ ο υ φώ μα τ ά τ ο υ ς οι ζωγράφοι δεν είχαν  τελειώσει τις ζωγραφιές τουςπως πας να μας πάρει τώρα;τ ο υ έ λ ε γ α ν

 

αλλά  ο θάνατος είπε  ότι

χρειαζόταν ένα παλάτι  σαν εκείνο  κι ακόμα  πιο

ωραίο  από κείνοκ α ι ή θ ε λ ε ν α δ ο υ λ έ ψ ο υ ν γ ι  α υ τ ό κ ι ά ρ χ ι σ ε ν α τ ο υ ς ξ ε χ ω ρ ί ζ ε ι κ α τ ά ε ι δ ι κ ό τ η τ α

 

μέχρι που έφτασε  στο Χιρανιάκατον καλύτε ρο

α π ό τ ο υ ς ε ρ γ ά τ ε ς μάστορα διάσημων τοίχων κι όταν πήγαινε να τον  περάσει στην άλλη όχθη τον  ρώτησε

που είναι η καρδιά  σου;

 

Πρέπει να ρθε μαζί και η καρδιά σου δεν την έχω απάντησε ο Χρανιάκα έφτιαξα    το σπίτι  σε μια γυναίκαω θάνατε  με συντρίμια απ τη καρδιά  μου

 

θα τη  βρεις σε κάθε σπίτι σ’ αυτό το βασίλειο

σε κάθετοίχο που ύψωσα υπάρχουν κομμάτια π την καρδιά  μουαλλά η καρδιά μου  έφτιαξε το σπίτι  σε μια  γυναίκα.


 

 

C o n d e c o r a c i o n es 

 

 

 

Condecoraron al señor general,condecoraron al señor almirante,al brigadier,a mi vecino

el sargento  de policía

 

 

y alguna vez condecorarán al poeta  por usar palabras como fuego,como sol,como esperanza,

entre tanta miseria  humana,tanto dolor sin ir más lejos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Π α ρ α σ η μ ο φ ο ρ ή σ ε ι ς

 

 

 

Παρασημοφόρηση στον κύριο στρατηγό,παρασημοφόρηση στον κύριο  ναύαρχο,στον ταξίαρχο,στο γ ε ί τ ο ν ά μ ο υ στο λοχία της αστυνομίας

 

κ α ι κ α μ ι ά φ ο ρ ά πα ρ α σ η μ ο φ ό ρ η ση σ τ ο ν π ο ι η τ ή γιατί χρησιμοποίησε λέξειςόπως φωτιά,ό π ω ς ή λ ι ο ς ,όπως  ελπίδα, ανάμεσα στην τόση ανθρώπινη δυστυχία ε τόσο πόνο

γ ι α να μ η πά ω πι ο πέ ρα .


 

 

Confianzas

 

se sienta a la mesa y escribe

«con este poema no tomarás el poder» dice

«con estos versos no harás la Revolución» dice

«ni con miles de versos harás la Revolución» dice y más: esos versos no han de servirle para

que peones maestros hacheros vivan mejor coman mejor o él mismo coma viva mejor

ni para enamorar a una le servirán

no ganará plata con ellos

no entrará al cine gratis con ellos

no le darán ropa por ellos

no consegui tabaco o vino por ellos ni papagayos ni bufandas ni barcos

ni toros ni paraguas consegui por ellos

si por ellos fuera la lluvia lo mojará

no alcanzará perdón o gracia por ellos

«con este poema no tomarás el poder» dice

«con estos versos no harás la Revolución» dice

«ni con miles de versos harás la Revolución» dice se sienta a la mesa y escribe

 

 

 

 

 

Ο ι κ ε ι ό τ η τ ε ς

 

Κάθεται  στο  τρ απέζι  και γ ράφει

«μ αυτό το ποίημα  δε θακαταλάβεις την εξουσία»  λέει «μ αυτούς τους στίχους  δε θα κάνεις την

Επανάσταση» λέει

«ούτε με χίλιους απ αυτούς τους στίχους θα κάνεις την Επανάσταση» λέει

 

κ ι α κ ό μ α :αυτοί οι στίχοι δεν πρόκειται να του χρησιμεύσουν για να βοηθήσει δασκάλους ξυλοκόπους  να ζήσουν καλύτερα να φάνε καλύτεραη αυτός ο ίδιος να φάει να ζήσει καλύτεραούτε για να ερωτευθεί κάποια θα του χρησιμεύσουν

 

δε θα κερδίσει ασήμι  μ αυτούς

δεν θα μπει δωρεάν  στο σινεμά  μ αυτούςούτε θα του δώσουν  ρούχα  γι αυτούς δε θα αγοράσει καπνό η κρασί μ αυτούς

 

ούτε παπαγάλους ούτε μπουφάν ούτε πλοία

ούτε ταύρους ούτε ομπρέλεςθ αποκτήσει μ αυτούςαν μαυτούς ήταν η βροχή  θα τον μουσκέψει δε θα πετύχει  μια συγνώμη η μια χάρη μ αυτούς

 

«μ αυτό το ποίημα  δε θακαταλάβεις την εξουσία»  λέει «μ αυτούς τους στίχους  δε θα κάνεις την

Επανάσταση» λέει

«ούτε με χίλιους απ αυτούς τους στίχους θα κάνεις την Επανάσταση»λέεικάθετ αι στο  τρ απέζι  και γράφει


 

 

Crónicas

 

A la alegría de claribel

 

 

 

había una vez un país que se llamaba  El Salvadorera  un país chiquito todo el oano  estaba  enamorado de un solo mimetrode El Salvador así de hermoso era el país

 

había hambre  / injusticia / dolor / pero el país era hermosole crecían gentes hermosas como él

indios  pipil y nauhautl  que pelearon  contra  el conquistadorespañol

el español  era espléndido pero plantaba injusticias nuevasgordas / marrones

 

 

para abreviar: con esos indios habló farabundo martí en 1930venía de pelear  con sandino

venía de agarrar  una escoba  caliente  para barrer a los yanquisde este continente apenado

venía del árbol del desastre

porque  el desastre  da muertos  y árboles  también

unos se acuestan con los muertos para ayudarlos a morirotros se suben  a los árboles  para hacerlos crecer  farabundo sacaba  párpados del desastre / sacaba auroras  roncas  de tanto  pensar

 

de un compero muerto  hacía un pájaro

de otro hacía un paquete de tigres  para pelear al enemigocon otro dibujó  los mites  del tiempo

 

para abreviar:  la insurrección  fracasó

de 1931 a 1934 el general Maximiliano  Hernández  Marnezreinó  en El Salvador

es decir  virreinó / cumplió matanzas diversas campesinos / peones  / indios  /

fueron  muertos por él

 

el brujo mató primero  a 4.000 / después  a más de 30.000  /colgó a los indios o a los que parecían indios

en plazas públicas  al sol

dedicó  un pensamiento a las hormigas

le parecía  más horrible  matar a una hormiga  que a un hombre

 

será por eso que asesinó al 4 por ciento del país al 4 por ciento de los hombres  y mujeres  del psdel 34 al 35 el general

Maximiliano  Hernández  Marnez  delegó la facultad  de mataren  otro  Andrés Ignacio

Menéndez / general

 

por ese entonces nació  roque

y de 1935 a 1944 volv a reinar Maximiliano  HernándezMarnez


siempre  cuidando a las hormigas / a los 14 señores  del café / y cuando las vueltas del mundo lo dejaron en seco / es decir  /cuando la derecha empezó a modernizarse

porque  no había  más remedio

y las ventas del café pasaron  de 18,7 millones  de dólaresa 76 millones  de lares

y por aquel entonces (más o menos)  roque  dalton  mamabade los pechos  de un águila y en 1945 virreinaba el coronel Osmín Aguirre y Salinasy de 1945 a 1948 el general Salvador Castañeda  Castro y del 48 al 50 un consejo militar

y ninguno  se llamaba  siquiera  Hernán  como cors y naidesera cors  como  cors  /

pero todos

le besaban  las manos  y partes  más oscuras  del cuerpoal patroncito  yanqui con un ojo miraban  la dirección  del beso

con el otro se miraban los pies pisando  al campesino pisando  el país que hacían  los

campesinos  y mi hermanito roque  también

 

yo cono a roque  dalton  una tarde de octubrelo vi atar astros  con su boca

lo vi meter  un pajarito  en el dedo del tiempo

mientras de 1950 a 1956 virreinaba  el mayor Oscar Osoriodespués  coronel y del 56 al 60 el coronel José María Lemus y otra junta militar de

gobierno del 60 al 61

y del 61 al 62 un directorio cívico-militar más militarque cívico

y del 62 al 67 virreinó el coronel Julio A. Riveraelogiado  por Kennedy

 

 

y hubo más modernizaciones / partidos poticos de oposicióny todo

pero vaya a saber por qué el coronel  Fidel Sánchez  Hernández(lueguito general)

virreinó de 1967 a 1972 y del 72 al 77 el coronelArturo  Armando Molina

y de 1977 a 1979 el general Carlos Humberto  Romeroal  que naides puteó por respeto  a las putas

 

pero yo quería  hablar  de cosas hermosas

yo quise hablar de un país llamado El Salvador

de roque  que colgaba  poemas  en las paredes  del díaabría  la boca para  que quepa  el día

 

para que quepa  la hermosura y

los campesinos que hacen  techos  de viento

se cosen el corazón  de ojos azules  para ver que no se vayaa  reventar bajo los coroneles  generales

 

y todos  coroneles / generales como 50 años de eso

y las inversiones  extranjeras  pasaron de 55,5 millonesde  lares en 1970 a 104,5 millones

de dólares  en 1975

y las organizaciones  de masa y las organizacionespolítico-militares pasaron al BPR / al PAPU / al LP-28 / al FPL / las FARN /


/el ERP / en el mismo  peodo

y la derecha organizó ORDEN / UGN / FALANGE /OLC/en el mismo período

y mataron  otra vez estudiantes  el 30 de julio de 1975 y siguieron  matando campesinos  y empezaron  a matar

sacerdotes

el 24 de marzo de 1980 mataron  al arzobispoen  la mera catedral

 

y para entonces ya lo habían  matado  a mi roquesus propios  comperos estaba  lleno de agujeros  de la muerte  generalyo  lo vi arder una mañana clara

sub al cielo y escrib que El Salvador  es hermoso

 

ahora están matando  como a 200 salvadoros  cada díamueren peleando para que

El Salvador sea  hermoso miles de gentes hermosas

El Salvador es hermoso

 

los salvadoros  están  hablando  con la eternidadsuben  al cielo y escriben

“abajo la desdicha” cosen su corazón a las campanas para volar  / volar  /


 

Χ ρ ο ν ι κ ά

 

 

 

Στη χαρά του c l a r i b e l

 

 

Υπήρχε  μια φορά μια χώρα που ονομάζονταν ΕΛ Σαλβαδόρ ήταν μια πολύ μικρή χωρα

Όλος ο ωκεανός ήταν ερωτευμένος με το ένα χιλιοστό του Ελ Σαλβαδόρ

Τόσο όμορφη ήταν η χώρα

 

 

υπήρχε  πείνα/αδικία/πόνος/αλλά η χώρα  ήταν  όμορφη μεγάλω νε  κόσμος όπως και  η ίδια

ινδιάνοι πιπίλ και ναουάουλτλ που  πάλεψαν ενάντια στον  Ισπανό κατακτητή

ο Ισπανόςήταν λαμπρός αλλά δημιουργούσε νέες μεγάλες αδικίες /δ υ στ υ χ ί ε ς

 

 

για νασυντομεύσω αυτούς  τους Ινδιάνους μίλησε  ο αντάρτης ο Μαρτί στα 1930,

επρόκειτο να μαλώσει με τον Σαντίνο

επρόκειτο να καβαλήσει  μια φλεγόμενη  σκούπα  για να σβήσει τους  γιάνκηδες απ

αυτή  τη θλιβερή  ήπειρο

ερχόταν από το δέντρο της καταστροφής

γιατί  η καταστροφή παρήγαγε νεκρούς και  νεκρά δέντρα επίσης

κάποιοι κοιμούνταν με τους  νεκρούς για να τους  βοηθήσουν να πεθάνουν άλλοι ανέβαιναν στα δέντρα  για να τα κάνουν  να μεγαλώσουν ο αντάρτης έδειχνε βλέφαρα της καταστροφής/έβγαζε βραχνές  αυγές από την πολλή σκέψη

 

 

α π ό έ ν α ν ν εκ ρ ό σύ ν τ ρ ο φ ο έφ τι α χ ν ε έ ν α π ο υ λί

α π ό τον  ά λ λ ο έφ τι α χ ν ε μι α α γ έ λη  α π ό τί γ ρ ει ς γ ι α να π α λ έ ψ ο υ ν μ ε τ ο ν ε χ θ ρό μ ε ά λ λ ο σχ ε δ ι ο τ ω ν πε ρι θω ρί ω ν τ ο υ χ ρ ό ν ο υ

 

για να συντομεύσω:η επανάσταση απέτυχε

α π ό το 1931 ως το 1934 ο στρατηγός Μαξιμιλιάν ο Ερνάντεθ Μαρτίνεθ βασίλεψε στο Ελ

Σαλβαδόρ

δηλαδή οργίασε/διέπραξε διάφορες δολοφονίες αγροτών/Πεόνες /Ι ν δ ι ά ν ο ι /όλοι σκοτώθηκαν απ αυτόν

 

ο βάρβαρος σκότωσε πρώτα 4.000/μετά πάνω  από 30.000/κρέμασε τους Ινδιάνους η αυτούς  που έμοιαζαν με Ινδιάνους σε δ η μ ό σι ε ς πλ α τ εί ες στ ον ή λι ο

Αφιέρωσε λίγο τη σκέψη  του στα μυρμήγκια

του  φαιν όταν  πιο  τρο μερό  ν α σκοτώσει ένα  μυρμήγκι παρά έναν  άνθρπο

 

 

κι ήταν  γι αυτό  που δολοφόνησε το 4% του πληθυσμού της χώρας  το 4% των ανδρών  και των γυναικών της χώρας  από το 34 ως  το 35 ο στρατηγός

Μαξιμιλιάνο Ερνάντεθ Μαρτίνεθ κληρο νό μησε   την ικανότητα της δολοφονίας σε έναν άλλο  στον  Αντρές Ιγνάθιο Μενέντεθ /στον στρατηγό


απ αυτόν τότε  γεννήθηκε ο Ρόκε

κ α ι α π ό το 1935 ως το 1944 ξαναβασίλευσε  ο Μα ξιμιλιάνο Ερνάντεθ Μ αρτίνεθ

πάντα  φροντίζοντας ταμυρμήγκια/τους 14  κυρίους του  καφέ/κ ι ό τ α ν ο ι α λ λ α γ έ ς τ ο υ κ ό σ μ ο υ τ ο ν ά φ η σ α ν ά ν α υ δ ο /δηλαδή/όταν η δεξιά άρχισε  να εκσυγχρονίζεται

γιατί  δεν  υπήρχε άλλη  λύση

κ α ι οι π ω λ ή σ ε ι ς τ ο υ κ α φ έ π έ ρ α σ α ν α π ό τα 18,7 εκκατομύρια  δολάρια στα  76

εκκατομύρια  δολάρια

κ α ι α π ό τ ό τ ε (περίπου) ο Ρόκε Ντάλτον έ γ λ υ φ ε τ α στ ή θη ε ν ό ς α ε τ ο ύ

κ α ι το 1945 συμβασίλευε οσυνταγματαρχης Οσμίν Αγιρευ Σαλίνας κ α ι α π ό το 1945 ως τα 1948 ο στρατηγός Σαλβαδόρ Καστανιέδα  Κάστρο  κ α ι    α π ό    τ ο    48 ως το 50 ένα στρατιωτικό συμβούλιο

κ α ι κ α ν έ ν α ς ε π ο μ έ ν ω ς δ ε ν ο ν ο μ ά ζ ο ν τ α ν Ερνάν όπως Κορτές κ α ι ο ι Ν α ί δ ε ς ή τ α ν ευγενικές όπως ο Κορτές/αλλά όλοι

του  φιλούσαν τα  χέρια κ α ι μ έ ρ η πι ο σ κ ο τ ε ι ν ά τ ο υ κ ο ρ μ ι ο ύ τ ο υ πάτρονα των

Γιάνκηδων

με το ένα μάτι κοίταζαν την κατεύθυνση του φιλιού

με το άλλο κοίταζαν τα πόδια  τους να ποδοπατούν τον χωριάτη να ποδοπατούν τη χώρα που  έφτιαχναν οι χωρικοί κ α ι τ ο α δ ε ρφ ά κ ι μ ο υ ο

Ρόκε επίσης

 

 

εγώ γνώρισα τον Ρόκε Ντάλτον ένα απόγευμα του Οκτώβρη τον είδα  να δένει κάστρα με το στόμα του

 

 

 

τον είδα  να βάζει  ένα  μικρό πουλί μέσα  στο δάχτυλο του καιρού

ενώ από το 1950 ως  το  1956 συμβασίλευε  ο ανώτερος Όσκαρ Οσόριο μετά τον συνταγματάρχη

κ α ι α π ό το 56 ως  το 60 ο συνταγματάρχης Χοσέ Μαρία Λεμούς κ α ι μ ε τ ά μια άλλη στρατιωτική χούντα  της κυβέρνησης από  το 60 ως  το  61

κ α ι α π ό το 61 ως  το  62 ένα διευθυντήριο στρατιωτικών και πολιτικών πιο στρατιωτικό παρά πολιτικό

κ α ι α π ό τ ο 62 ως  το  67 συμβασίλευσε  ο συνταγματάρχης Χούλιο Α.Ριβέρα που εγκωμιάστηκε απ τον Κένεντυ

 

κ α ι υ π η ρ ξ α ν κ α ι ά λ λ ο ι ε κ σ υ γ χ ρ ο ν ι σ μ ο ί /μ ε τ α πο λ ι τ ι κ ά κ ό μ μ α τ α τ η ς α ν τ ι πο λ ί τ ε υ ση ς κ α ι μ ε ά λ λ ο υ ς

αλλά  άντε  να  μάθεις γιατί  ο συνταγματάρχης Φιντέλ Σάντσεθ Ερνάντεθ ίγο  μετά στρατηγός)

συμβασίλευσε  α π ό το 1967 ως το 1972 κ α ι α πό το 72 ως το 77

οσυνταγματάρχης Αρτούρο Αρμάντο Μολίνα κ α ι α πό τ ο 1977 ως  το  1979 ο στρατηγός Κάρλος Ουμ πέρτο Ρομέρο αυτός που εκπόρνευσε τις Ναίδες από  σεβασμό προς  τις πόρνες

 

αλλά  εγώ  ήθελα να μιλήσω για όμορφα πράγματα

εγώ ήθελα να μιλήσω για μια χώρα που ονομάζεται Ελ Σαλβαδόρ

γι α τον  Ρ όκ ε π ο υ α ν α ρ τ ο ύ σ ε κ ά θε μέ ρ α π ο ιή μα τ α σ τ ο υ ςτ οί χ ο υ ς α ν ο ί γ ο ν τ α ς τ ο σ τ ό μα τ ο υ γι α ν α χ ω ρ έσ ει μέ σ α η μέ ρ α


για να χωρεί η ομορφιά κ α ι

οι αγρότες που  έ φ τ ι α χ ν α ν στ έ γ ε ς α πό ά ν ε μ ο

που  έράβα νν στηνκα ρδιά του ς γ αλ άζια  μά τια για ν α βλέπουν ό τ ι τ ί π ο τ α δ ε ν θα γ ί ν ε ι κ ά τ ω α π τ η ν ε ξ ο υ σί α τ ω ν συ ν τ α ρ μ α τ α ρχ ώ ν κ α ι τ ω ν στ ρα τ η γ ώ ν

 

 

 

κ α ι ό λ ο ι ο ι σ υ ν τ α γ μ α τ ά ρχ ε ς /και οι στρατηγοί για  50 τόσα χρόνια

κ α ι οι ε ξ ω τ ε ρ ι κ έ ς χ ρη μ α τ ο δ ο τ ή σ ε ι ς α ν έ βη κ αν α π ό τ α 55,5εκκατομύρια δολάρια το 1970 στα  104,5 εκκατομύρια  δολάρια το 1975

κ α ι οι ο ργ α ν ώ σ ε ι ς   τ η ς μ ά ζ α ς τ ο υ λ α ο ύ κ α ι ο ι π ο λ ι τ ι κ ο σ τ α ρ τ ι ω τ ι κ έ ς ο ρ γ α ν ώ ω σ ε ι ς π έ ρ α σ α ν σ τ α κ ό μ μ α τ α

BPR/PAPU/LP-28/FPL/FARN/

 

/ERP/κατά την ίδια περίοδο

κ αι η δ ε ξ ι ά ο ργ α ν ώ θη κ ε σ τ α τ ά γ μ α τ α ORDEN/UGN/FALANGE/OLC/την ίδια περίοδο κ α ι δ ο λ ο φ ό ν η σ α ν γ ι α ά λ λ η μ ι α φ ο ρ ά φ ο ι τ η τ έ ς σ τ ι ς 30 τ ο υ Ι ο ύ λ η τ ο υ 1975

κ α ι συ ν έ χ ι σ α ν ν α δ ο λ ο φ ο ν ο ύ ν χ ω ρι κ ο ύ ς κ α ι άρχ ι σα ν ν α δ ο λ ο φ ο ν ο ύ ς ι ε ρε ί ς

στις 24 του  Μ ά ρ τ η του  1980 σκ ό τ ω σαν τ ον αρχ ιε πί σκ ο πο  μέσα στο ιερό του καθεδρικού ναού

 

κ α ι α π ό τ ό τ ε ε ί χ α ν πι α δ ο λ ο φ ο ν ή σε ι τ ο ν Ρ ό κ ε μ ο υ ο ι σ ύ ν τ ρ ο φ ο ί τ ο υ

ήταν γεμάτος με τα αγκάθια του ολικού θανάτου καιεγώ τον είδα να καίγετα ένα φωτεινό πρωινό

αναλήφθηκε στον ουρανό  και έγραψε  ότι το Σαλβαδόρ ήταν όμορφο

 

 

τώρα σκοτώνουν γύρω στους 200  Σαλβαδοριανούς τη μέρα 200 που παλέυουν για το Ελ Σαλβαδόρ  για να είναι όμορφο  μ ε τ α ε κκ ατ ο μ ύ ρι α τ ο υς ό μ ο ρφο υς αν θρώ πο ς

τ ο υ

το Ελ Σαλβαδόρ είναι όμορφο

 

 

οι Σαλβαδοριανοί μιλούν με την αιωνιότητα α ν ε βα ί ν ο υ ν στ ο ν ο υ ρα ν ό κ α ι γ ρά φ ο υ ν κάτω η δυστυχία  ράβουν την καρδιά τους πάνω στις καμπάνες

για να πετά  /να πετά/


 

 

 

El cuaderno

 

 

 

 

A Juan Banuelos

 

Los que dicen que escriben versos mejor que los dioses, no serán castigados como Niobe, que tejía mejor que las diosas y o

decirlo y le mataron

los hijos y la convirtieron en mármol. No. Hoy a esos poetas darán

becas, puestitos, los

nombrarán embajadores y marmolizarán su respiro.

La palabra está harta de mentiras y aprueba esa decisión. Tiene bastante consigo misma, con preguntarse qué es, quién es,

con no saber si habla entre

el ser y la ficción de ser, mientras escribe en un cuaderno

donde nada está dicho.

 

 

 


Το τετράδιο

 

Σ τ ο ν  Χ ο υ ά ν  Μ π α ν ι ο ύ ε λ ο ς


 

Αυτοί που λένε ότι γράφουν στίχους καλύτερα από τους θεούς,δεν θα τιμωρηθούν όπως η Νιόβη,που ύφαινε καλύτερα από  τις  θεές κ α ι κ α υ χ ή θη κ ε

λέγοντάς τοκ α ι τ η σ κ ό τ ω σ α ν α τ π α ι δ ι ά τ η ς κ α ι τ η

μ ε τ έ τ ρ ε ψ α ν σ ε μ ά ρ μ α ρ ο χι.Σήμερα σ αυτούς τους ποιητες θα  τους δώσουν υποτροφίες,θεσούλες,θα τους ονομάσουν πρέσβεις και  θα  απαθανατίσουν στο  μάρμαρο

την  ανασεμιά τους.

Η λέξη είναι μπουκωμένη απ τα ψέματακ α ι ε π ι κ υ ρ ώ ν ε ι α υ τ ή τ η ν

α π ό φ α σ η .Tiene bastante  consigo mismaε το να αναρωτηθεί τι είναι,ποιος είναι,μ ε  τ ο  ν α  μ η  ξ έ ρ ε ι ς  α ν  μ ι λ ά

α ν ά μ ε σ α  σ τ ο  ε ί ν α ι  κ α ι  τ η  ν  ε π ι ν ό η σ η  τ ο υ

ε ί ν α ι ,ε΄νώ γ ρά φει σε έν α τε τράδ ιο ό πο υ τί ποτα δεν έχει ει πω θεί.


 

 

 

 

 

El f a c t o  y  l os  p o e t a s

 

 

 

Los poetas  se mueren de verenza,ningún decreto los prohíbe,ninguna radio los calumnia,

los poetas  se mueren  de vergüenza.

 

 

Alguna  vez,de noche,

se ve pasar  a un poeta  concamello,

Ubro de péstalos  con crama  es paminostas,stima,stima,dicen las vecinas,

porque  era un buen muchacho.

 

 

Muchos de ellos  encuentran sin cojones  en el momento  culminante del cariño:

no es problema,se escriben  un versito y la posteridad ni los recuerda.

 

 

 

 

 

 

 

Οι ποιητές και το γεγονός

 

 

 

Οι ποιητές πεθαίνουν από ντροπή,κανένα θέσπισμα δεν τους απαγορεύει,κανένα ραδιόφωνο δεν τους διαβάλλει, οι ποιητές πεθαίνουν από  ντροπή.

 

Κάποτε,τη ν ύχ τ α,

φαίνεται ν α περ νά έ να ς ποιητή ς με μια  καμήλα,

ubrode péstalosconcramaespaminostas,τι κρίμα,τι κρίμα,λένε ο ι γ ε ι τ ό ν ι σε ς ,

γιατί  ήταν  ένα  καλό  παιδί.

 

 

Πολλοί απ αυτούς βρίσκονται δίχως αρχίδια τ η στ ι γ μ ή τ η ς α πο κ ο ρύ φ ω ση ς τ η ς τ ρυ φ ε ρό τ η τ α ς :

δεν είναι πρόβλημα,γρ άφουν  ένα  στ ι χ ά κ ι κ α ι ο ι μ ε τ α γ ε ν έ στ ε ρ ο ι ο ύ τ ε π ο υ τ ο υ ς θ υ μ ο ύ ν τ α ι .


 

 

 

 

 

El infierno verdadero

 

Entre las 5 y las 7/cada día,

ves a un compañero caer/no pueden cambiar lo que pasó/el compañero cae y ni la mueca de dolor

se le puede apagar/ni el nombre o rostro o sueños por los que

el compañero cortaba la tristeza con su tijera de oro/se paraba,

a la orilla de un hombre o una mujer/

le juntaba todo el sufrimiento para sentarlo en su coran debajito de un árbol/

 

el mundo llora pidiendo comida/

tanto dolor tiene en la boca/

es dolor que necesita porvenir/

el compañero cambiaba al mundo y le ponía pañales de horizonte/

 

ahora lo ves morir/cada día pensás

que así vive/que anda arrastrando un pedazo de cielo con las sombras del alba/donde entre las 5 y las 7/cada día/ vuelve a caer/

tapado de infinito


 

 

 

 

 

 

Η Αληθινή κόλαση

 

 

 

Ανάμεσα στις 5 και στις 7 το πρωί ,κάθε  μέρα,

Βλέπεις ένα σύντροφο  να πέφτει .

Δεν μπορούν ν’ αλλάξουν αυτό πουσυνέβη.Ο σύντροφος πέφτει,

κ ι ο ύ τ ε ο μ ο ρφ α σ μ ό ς τ ο υ πό ν ο υ μ πο ρε ί ν α σβηστ ε ί ,ούτε  το όνομα,ητα πρόσωπα,η τα όνειρα,

με τα οποία ο σύντροφοςέκοβε τη λύπη  με το χρυσό  του ψαλίδι,

και τη χώριζε,  στην άκρη ενός  άντρα ,η μιας γυναίκας.

Του μάζευε όλο το βάσανο για να το βάλει  μες στην καρδιά

τουκάτω από  ένα δέντρο

Ο κόσμος κλαίει ζητώντας φαγητόΤόσο πόνο έχει στα χείλη  του

Τον πόνο που ζητά μέλλον

Ο σύντροφος άλλαζε τον κόσμο και του έβαζε πανώ στον ορίζοντα.Τώρα,τον βλέπεις να πεθαίνει κάθε  μέρα.

Θα  σκεφτείς ότι έτσι ζει.Ότι προχωρά παρασέρνοντας ένα  κομμάτι από ουρανό

Με τις σκιές της αυγή,όπου,α ν ά μ ε σα στ ι ς 5 κ α ι τ ι ς

7 τ ο πρω ί ,κ ά θε μ έ ρ α ,

ξαναπέφτει,σκεπασμένος απ το άπειρο


 

 

 

 

 

Giornalismo

 

a la mañana a las diez los empleados de justicia

se pusieron a gritar contra la injusticia de sus magros salarios a las once fueron descubiertas ciertas maniobras delictivas

a las doce el partido demócrata y burgués reiteró ser demócrata y burgués

hubo un concurso en la municipalidad

subió la carestía de la vida

se almorzó en general o en camiseta cara a cara al buen vino

la ley orgánica de la policía no sufrió grandes variantes a la una a las dos de la tarde bajo la gloria del gran día

otras ciudades del país rememoraron a sus fundadores sus bandidos las comunas locales promovieron contrarias decisiones

el sur siguió en el sur

el presidente a las cuatro recibió su décimo magnate petrolero a las cinco me harté pero a las seis te vi

después de tantos años te vi a las seis y me turbé como un niño el pasado subía como tus dulces pechos

y eran las seis de la dulzura como un violento olvido

ahora hay pecas en tu cuello y tu voz era actual de modo que a las siete ya no eras noticia empezaba el crepúsculo

saa la gente del trabajo subía la carestía de la vida

se descubrían nuevas maniobras delictivas a lo largo y a lo ancho del país


 

 

 

 

 

Δ η μ ο σ ι ο γ ρ α φ ί α

 

 

 

το πρωί στις δέκα οι υπάλληλοι του  υπουργείου δικαιοσύνης

άρχισα ν ν α κρ αυγ άζ ουνε νάν τια στη ν   αδικία  των χ αμη λών  μισθών  το υς στις έντεκα ανακαλυφτηκαν κάποιες εγκληματικές δοσοληψίες

στις δώδεκα το  αστικοδημοκρατικό κόμμα επανέλαβε ότι είναι αστικοδημοκρατικό

υπήρχε  ένας δημοτικός διαγωνισμόςανέβηκε ο δείκτης  της

ακρίβειας της ζωής

προγευ μάτισα ν και  απόλα υσαν  το κ αλό  κρασ ί με τ ις πουκα μίσες  τ ους   έξω  και πρόσωπο με π ρόσωπο   ο ο ργ ανικό ς ν όμος  τη ς αστυ νο μία ς δε ν υπέστη  μεγ άλε ς τροποπ οιήσεις

στη  μία  στις δυο  το απόγευμα κάτω απ τη δόξα της  μεγάλης μέρας άλλες πόλεις  της χώρας αναθυμήθηκαν τους ιδρυτές τους

τους συμμορίτες τους

οι τοπικές κοινωνίες προώθησαν αντίθετες αποφάσειςο Νότος συνέχισε να είναι στο Νότο

ο πρόεδρος στις τέσσερις υποδέχτηκε τον δέκατο του μεγιστάνα πετρελαίων στις πέντε

είχα πια  μπουχτίσει αλλά στις έξι  σε είδα

ύστερα  από  τόσα  χρόνια  σε είδα στις έξι κ α ι τ α ρ ά χ τ η κ α σ α ν έ ν α μ ι κ ρ ό π α ι δ ί το παρελθόν ανασηκώνονταν όπως τα γλυκά βυζιά σου

κ α ι ή τ α ο ι έ ξ ι τ η ς γ λ ύ κ α ς όπως μια βίαιη λησμονιάτώρα υπάρχουν φακίδες

στο  λαιμό σουκ α ι η φ ω ν ή σ ο υ ή τ α ν σ υ ν η θ ι σ μ έ ν η

έτ σι π ο υ σ τι ς έξι  δε ν ήσ ο ν πι α εί δ ησ η άρχιζε το λυκόφως σχολνούσε ο κόσμος  απ τις δουλειά  του ανέβαινε ο

δείχτης  της ακρίβειας της ζωής

ανακ αλύπτο ντ αν νέες  ε γκληματικές δ οσολη ψ ίες κατά  μήκο ς και κατά  πλ άτο ς της χώρ ας


 

 

 

 

Hechos

 

mientras el dictador o burócrata de turno hablaba en defensa del desorden constituido del gimen

él tomó un endecasílabo o verso nacido del encuentro entre una piedra y un fulgor de oto

 

afuera seguía la lucha de clases/el

capitalismo brutal/el duro trabajo/la estupidez/

la represión/la muerte/las sirenas policiales cortando la noche/él tomó el endecasílabo y

 

con mano hábil lo abrió en dos cargando de un lado más belleza y más

belleza del otro/cerró el endecasílabo/puso

el dedo en la palabra inicial/apretó

 

la palabra inicial apuntando al dictador o burócrata salió el endecasílabo/siguió el discurso/siguió

la lucha de clases/el

capitalismo brutal/el duro trabajo/la estupidez/la represión/la muerte/las sirenas policiales cortando la noche

 

este hecho explica que ningún endecasílabo derribó hasta ahora a ningún dictador o burócrata aunque

sea un pequeño dictador o un pequeño burócrata/y también explica que

un verso puede nacer del encuentro entre una piedra y un fulgor de oto o

 

del encuentro entre la lluvia y un barco y de

otros encuentros que nadie sabría predecir/o sea los nacimientos/ casamientos/ los

disparos de la belleza incesante


 

 

 

 

 

Γ ε γ ο ν ό τ α

 

 

 

Ενώ ο δικτάτορας  η ο γραφειοκράτης  της σειράς μιλούσε  υπερασπιζόμενος την θεσμική  ταξάι του καθεστώτος

αυτός πήρε έναν ενδεκασίλαβο  η στίχο γεννημένο από τη συνάντηση ανάμεσα σε μια πέτρα κ α ι μ ι α λ ά μψ η τ ο υ φ θιν ο πώ ρο υ

 

έξω  συνεχιζόταν η πάλη των  τάξεων /ο βάρβαρος καπιταλισμός/η σκληρή εργασία/η ανοησία/

η καταπίεση/ο θάνατος/οι σειρήνες της  αστυνομίας που  ξέσχιζαν τη νύχτα/αυτός πήρε τον ενδεκασύλλαβο και

 

με το επιδέξιο χέρι του τον άνοιξε  στα δυοφορτώνοντας από τη μια μεριά περισσότερη ομορφιάκαι περισσότερη  ομορφιά κι απ την  άλλη  /έκλεισε τον ενδεκασσύλαβο έβαλε τον  αρχικό δακτυλικό της λέξης/έσφιξε

 

την αρχική λέξη  τονίζοντας τον δικρτάτορα η τον γραφειοκράτη

βγήκε ο ενδεκασύλλαβος/ακολούθησε ο λόγος/ακολούθησε ο λόγος/ακολούθησε η πάλη των τάξεων/ο βάρβαρος καπιταλισμός/η σκληρή εργασία/

η ηληθιότητα/η καταπίεση/ο θάνατος/[οι σειρήνες της αστυνομίασς που  ξέσχιζαν τη νύχτα

 

αυτό εξηγεί ότι κανένας ενδεκασύλλαβος μέχρι τώρα δεν ανέτρεψε κά ποιο δικτάτορα η γραφειοκράτη παρόλο που ήταν

ένας μικρός  δικτάτορας η μικρός  γραφειοκράτης /κι επίσης εξηγεί ότι ένας  στίχος μπορεί να γεννηθεί από  τη συνάντηση μιας  πέτρας και μιας  λάμψης του φθινοπώρου η από  τη συνάντηση ανάμεσα στη  βροχή κι ένα  πλοίο κι από  άλλες

συναντήσεις που  κανείς δεν  θα ή ξερε  να προβλέψει/δηλαδή από

γεννήσεις/γάμους / κι από τις ρίψεις της ακατάπαυστης ομορφιάς


 

 

Hemos comido

 

 

 

hemos comido hemos bebido

hemos hecho el amor como es debido

 

¿te puedo hablar oh cuerpo que abrigaste mis furias? hemos andado toda la noche y gemido

y gozado

y creído en la vida

 

pero mejor callar ahora hay sol y eso es bueno o llueve

y es mejor y cantan

todos los pajaritos del mundo o todos

 

los pajaritos que

nacen vuelan y mueren entre nosotros dos entre nosotros dos


 

 

Φ ά γ α μ ε

 

 

 

φάγαμε είπιαμε

κάναμε  έρωτα  ως συνήθως

 

 

μπορώ να σου μιλήσω ω κορμί που  κάλυψες τα πάθη μου;περπατήσαμε  όλη τη νύχτα κ ρ α υ γ ά ζ ο ν τ α ς

α π ο λ α μ β ά ν ο ν τ α ς

κ ι έ χ ο ν τ α ς πι σ τ έ ψ ε ι σ τ η ζ ω ή

 

 

αλλά  καλύτερα να σωπάσω τώρα  υπάρχει ήλιος κ ι α υ τ ό ε ί ν α ι κ α λ ό , βρέχει

κ ι ε ί ν α ι κ α λ ύ τ ε ρ α κ α ι τ ρα γ ο υ δ ο ύ ν όλα τα πουλάκια του κόσμου η όλα

 

τα πουλάκια που

γενιούνται πετούν  και πεθαίνουν ανάμεσα σε μας τους

δυο

ανάμεσα σε μας τους δυο.


 

Juguetes

 

hoy comp una escopeta para mi hijo hace ya tiempo que me la venía pidiendo

y comprendiendo mi hijo que no hay plata que alcance

pero pidiéndola proponiendo los sitios de la cocina de la pieza donde recién traída la escopeta esperaba

que él saliera del sueño donde estaba esperándola para verla tocarla convertirla después en otro sueño

no para matar bichos o pájaros o arruinar las paredes las plantitas o bajar a la luna de su sitio lunar

no para esas pequeñas cosas molestas mi hijo quería su escopeta y esta noche la traigo

y escribo para alertar al vecindario al mundo en general porque qué haría la inocencia ahora que está armada sino causar graves desórdenes como espantar la muerte sino matar sombras matar

a enemigos a cínicos amigos

defender la justicia hacer la Revolución

y además comp una camita para mi hija

donde acostará a su meca cubriéndola con el trapo amarillo como esa noche que yo estaba por escribir un poema intentando apresar los rostros últimos del bello amor humano imperfecto perfecto como una madre oscura

acercándome a ellos casi rodeando su aire cálido como un fuego cara a cara a su fuego oyéndolos temblar inasibles

y mi hija me tomó de la mano para mostrarme la meca que ella había abrigado es su cuna

tapándole los ojos pintados con un pedazo de papel para que pueda dormir y le besó la frente

le dijo que descanse

y yo volví a la mesa y en silencio guardé mis papeles vacíos


 

 

Π α ι χ ν ί δ ι α

 

 

Σήμερρα αγόρασα ένα κυνηγετικό όπλο  για το γιό μου πάει καιρός που  επίμονα μου  το ζητούσεκαι καταλαβαίνοντας ο γιός μου ότι δεν υπάρχει  ασήμι  για να το φτάσει

αλλά  αναζητώντας τοσκοπεύοντας τα μέρη  της κουζίναςτ ο υ μ έ ρο υς όπου  είχε φέρει το όπλοήλπιζα

ότι  αυτός θα  έβγαινε από  το όνειρο στο  οποίο βρισκόταν πε ρι μ έ ν ο ν τ ας

γ ι α να δ ω ν α τ ο πι ά νε ι αλλαγμένο μετά σε  ένα άλλο όνειροόχι για να σκοτώνει ζωύφια  η πουλιάη να ρημάζει  τους τοίχουςτα πιατάκια η να κατεβάζει τη σεληνη από  το σεληνιακό της τόπο

όχι γι αυτά τα μικρά κι ενοχλητικά πράγματα το παιδί μου ήθελε  το κυνηγετικό του όπλο κι

εκείνη  τη νύχτα του το έφερακαι  γράφω για να

κ ι ν η τ ο π ο ι ή σω τ η γ ε ι τ ο ν ι ά τ ο ν κ ό σ μ ο γ ε ν ι κ ά γιατί τι θα  έκανεη αθωότητα τώρα που είναι οπλισμένη εκτός από  το να προκαλέσεισοβαρές ζημιές  πως θα μπορούσε  να φοβίσει  το θάνατο  δ ί χ ω ς ν α σκ ο τ ώ σε ι σκ ι έ ς δίχως να σκοτώσει εχθρούς η κυνικούς φίλους δίχως να υπερασπιστεί  τη δικαιοσύνη  δίχως να κάνει την Επανάσταση

κ ι ε πί σ η ς α γ ό ρ α σ α έ ν α κ ρ ε β α τ ά κ ι γ ι α τ η ν κ ο ρο ύ λ α μ ο υ

όπου  θα ξαπλώνει την κούκλα  τηςσκεπάζοντάς τη με το κίτρινο  κουβερτάκι της όπως εκείνη  τη νύχτα που εγώ ετοιμαζόμουν να γράψω  ένα ποίημα  προσπαθώντας να συλλάβω τα τελευταία πρόσωπα του  όμορφου ανθρώπινου έρωτα του  ατελούς και τέλειου σαν  μια  σκοτεινή μητέρα

πλησιάζοντας σ αυτά σχεδόν  κυκλώνοντας το ζεστό  τους αέρα σαν μια φωτιά  πρόσωπο με πρόσωπο α κ ο ύ γ ο ν τ ά τ α ν α τ ρέ μ ο υ ν απλησίαστα

κ ι η κ ό ρη μ ο υ μ ε πή ρ ε α π  τ ο χ έ ρι γ ι α ν α μ ο υ δ ε ί ξ ε ι τ η ν κ ο ύ κ λ α  που  εκείνη είχε  σκεπάσει στο  κρεβατάκι της

σφαλίζοντάς της τα μάτια τ α ζ ω γ ρ α φ ι σμ έ ν α μ ε έ ν α κ ο μ μ ά τ ι χ α ρτ ί για να μπορέσει να κοιμηθεί κ α ι τ η φ ί λ η σ ε στ ο μ έ τ ω π ο

της  είπε  να  κοιμηθεί

κ ι ε γ ώ ε π έ σ τ ρε ψ α σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι κ α ι μ ε ς σ τ η σ ι ω π ή φ ύ λ α ξ α τ α ά δ ε ι α χ α ρτ ι ά μ ο υ


 

 

Nota XII

 

 

 

a Manuel Scorza

 

Los sueños rotos por la realidad

Los compañeros rotos por la realidad/ Los sueños de los compañeros rotos

¿Están verdaderamente rotos / perdidos / nada se pudren bajo tierra? / ¿su rota luz

diseminada a pedacitos bajo tierra? / ¿alguna vez los pedacitos se van a juntar?

¿va a haber la fiesta de los pedacitos que se reúnen?

Y los pedacitos de los compañeros / ¿alguna vez se juntarán?

¿caminan bajo tierra para juntarse un día como dice manuel? / ¿se juntarán un día?

De esos amados pedacitos está hecha nuestra concreta soledad /

Per / dimos la suavidad de paco / la tristeza de haroldo /  la lucidea de

/ rodolfo / el coraje de tantos

ahora son pedacitos desparramados bajo todo el país hojitas caídas del fervor / la esperanza / la fe / pedacitos que fueron alegría / combate / confianza

en sueños / sueños / sueños / sueños

y los pedacitos rotos del sueño / ¿se juntarán alguna vez?

¿se juntarán algún día / pedacitos?

¿están diciendo que los enganchemos al tejido del sueño general?

¿están diciendo que semos mejor?


 

 

Σημείωση XII

 

 

 

Σ τ ο ν  Μ α ν ο υ έ λ  Σ κ ό ρ τ σ α

 

Τ α  ό ν ε ι ρ α  σ υ ν τ ρ ι μ έ ν α  α π  τ η ν  π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α

Οι σύντροφοι συντριμένοι απ την πραγματικότητα/Τα όνειρα των συντρόφων συντριμένα

Είναι στ’ αλήθεια συντριμένα/χαμένα/δε σαπίζουν καθόλου κάτω απ τη γη;ο συντριμένο τους φως

Διασπαρμένο σε κομματάκια κάτω  απ τη γη ;/κάποια στιγμή τα κομματάκια θα  ενωθούν;

θα υπάρξει η γιορτή των συντριμιών που ενώνονται ;

Και τα συντρίμια των συντρόφων/κάποια στιγμή θα ενωθούν;Πορεύονταιο κάτω απ τη γη για να ενωθούνμ ι α μ έ ρα ό πω ς λ έ ε ι ο Μ α ν ο υ έ λ /θα ενωθύν  μια μέρα;

Απ αυτά τα αγαπημένα συντρίμια είναι φτιαγμένη η δική μας συγκεκριμένη πραγματικότητα/Χάσαμε την αβρότητα του Πάκο/τη θλίψη του Χάρολντ/τη διαύγεια/του Ροδόλφο/τιοο κου ράγιο τόσων και τό σων

Τωρα είναι συντρίμια διασπαρμένακάτ απ τη χώραφυλλαράκια πεσμένααπό τη θέρμη/την ελπίδα/την πίστη/κομματάκια που  ήταν χαρά/μάχη/πίστη στα όνειρα/όνειρα/όνειρα/όνειρα

Κ α ι τ α σ υ ν τ ρι μ έ ν α κ ο μ μ α τ ά κ ι α τ ο υ ο ν ε ί ρ ο υ /θα ενω θο ύν κάπ οια φορά α ενω θούν κάπποια μέρα/κομματάκια;

Λένε ότι θα τα ράψουμε στο υφαντό του γενικού ονείρου;λένε ότι θα ονειρευτούμε καλύτερα ;


 

 

 

 

 

María la sirvienta

 

Se llamaba María todo el tiempo de sus 17 años, era capaz de tener alma y sonreír con pajaritos,

pero lo importante fue que en la valija le encontraron

un niño muerto de tres días envuelto en diarios de la casa. Qué manera era esa de pecar de pecar,

decían las señoras acostumbradas a la discreción

y en señal de horror levantaban las cejas

con un breve vuelo no desprovisto de encanto.

Los señores meditaron pidamente sobre los peligros de la prostitución o de la falta de prostitución, rememoraban sus hazañas con chiruzas diversas

y decían severos: desde luego querida.

En la comisaría fueron decentes con ella, sólo la manosearon de sargento para arriba, pero María se ocupaba de sar,

los pajaritos se le despintaron bajo la lluvia de lágrimas. Había mucha gente desagradada con María

por su manera de empaquetar los resultados del amor

y opinaban que la cárcel le devolvería la decencia

o por lo menos francamente la haría menos bruta. Aquella noche las señoras y señores se perfumaban con ardor

pero el niño que decía la verdad, por el niño que era puro,

por el que era tierno,

por el bueno, en fin,

por todos los niños muertos que cargaban en las valijas del alma

y empezaron a heder bitamente

mientras la gran ciudad cerraba sus ventanas.


 

 

Μ α ρ ί α  η  υ π η ρ έ τ ρ ι α

 

 

 

Ονομάζονταν Μα ρία όλη την περίοδ ο  των 1 7 της χρόνων ,ήτανικανή  του να έχει ψυχή και χαμογελούσε με τα μικρά πουλιά,

αλλά  το σημαντικότερο ήταν  ότι στη  βαλίτσα της  βρήκ αν

ένα νεκρό μωρό τριών ημερών τυλιγμένο με εφημερίδες του σπιτιού.

 

 

Τι τρόπος ήταν αυτός του να αμαρτήσει του να αμαρτήσει κανείς ,

έλεγαν  οι κυρίες  συ ν η θι σμ έ ν ε ς στ η δι α κ ριτ ι κ ότη τ α κ α ι στ ο σ ι ν ι ά λ ο τ ο υ τ ρ ό μ ο υ σο ύ φ ρων α ν τ α φ ρύδ ι α τ ο υς

με μια συντομη κίνηση  που δεν της έλειπε  το θέλγητρο.

 

 

Οι κύριοι σκέφτηκαν γρήγορα μγια τους κινδύνους της πορνςίας η της έλλειψης της πορνείας,ξαναθυμήθηκαν τα κατορθώματά τους με τις διάφορες γ υν α ικ ο ύ λ ε ς κ α ι έ λ ε γ α ν ά τ ε γ κ τ ο ι :ωστόσο αγαπητή μας.

 

 

Στο αστυνομικό τμήμα ήταν κόσμιοι μα΄ζί της,μόνο την πασπάτεψαν όλοι τους από το λοχία ως τους ανωτέρουςλλά η Μαρία είχε  βαλθεί να ονειρεύεται , βλέποντας  τα πουλάκια να ξεθωριάζουν κάτω  από  τη βροχή των δακρύων. .

 

Υπήρχε πολύς κόσμος δυσαρεστημένος με τη Μαρία

για τον τρόπο με τον οποίο πακετ΄λαρισε το αποτέλεσμα του έρωτά τηςκ α ι γ ν ω μ ά τ ε υ α ν ό τ ι η φ υ λ α κ ή θ α τ η ς ξ α ν ά δ ι ν ε τ η σ ε μ ν ό τ η τ α

η τουλάχιστοθα την έκανε πραγματικά λιγότερο βίαιη.

 

 

Εκείνη τη νύχτα οι κυρ΄λιες και οι κύριοι αρ ωμα τίζ ον τα ν με ζή λο για το μωρό που  έλεγε την αλήθεια,

για το μωρό που  ήταν  καθαρό,που ήταν  τρυφερούλι,

για το καλό,τέλος,

 

 

για όλα τα μωρά που  φόρτωναν στις  βαλίτσεςτης ψυχής κ α ι ά ρχ ι σ α ν ν α β ρω μ ο ύ ν ξ α φ ν ι κ ά

ενώ η μεγάλη πόλη έκλινε τα παράθυρά της.


 

 

Mi Buenos Áires querido

 

Sentado al borde de una silla desfondada, mareado, enfermo, casi vivo,

escribo versos previamente llorados por la ciudad donde nací.

Hay que atraparlos, también aquí nacieron hijos dulces míos

que entre tanto castigo te endulzan bellamente. Hay que aprender a resistir.

Ni a irse ni a quedarse, a resistir,

aunque es seguro

que hab más penas y olvido.

 

 

 

 

Α γ α π η μ έ ν ο  μ ο υ  Μ π ο υ έ ν ο ς  Ά ι ρ ε ς

 

 

Καθισμένος στην άκρη μιας καρέκλας διαλυμένης ,ζαλισμένος,

ά ρρω στ ο ς ,σχεδόν ζωντανός,

Γράφω στίχους ιδιαίτερα θρηνητικιούς για την πόλη  όπου  γεννήθηκα.

 

 

Hayqueatraparlos,επίσης εδώγεννήθηκαν γλυκά  παιδιά  δικά μου

που  ανάμεσα σε  τόσες τιμωρίες σου  γλυκαίνουν όμορφα τη ζωήρέπει να  μάθεις να  αντιστέκεσαι .

Ούτε να φύγεις ούτε να μείνεις , να αντισταθείς,

αν και είναι σίγουρο

ότι  θα  υπάρξουν περισσότερες λύπες και  λησμονιά.


 

 

 

 

Necesidades

 

el individuo que difiere de sus pares

que perturba o escandaliza a su familia o sociedad

suele ser calificado de insano acusado de enfermedad mental y perseguido como enfermo

este acto de psiquiatría llena necesidades importantes el individuo que ve piernas azules de mujer volar arbolitos cantar el mundo heder

es encerrado golpeado con electricidad insulina médicos este acto de psiquiatría llena necesidades importantes

¿necesidades del volar o cantar?

¿necesidades del individuo que difiere de sus pares

que perturba o escandaliza a su familia o sociedad y es

calificado de insano acusado de enfermedad mental y perseguido como enfermo?

¿otras necesidades?

¿necesidades del individuo que no difiere de sus pares que no perturba o escandaliza a su familia o sociedad

que no es calificado de insano acusado de enfermedad mental ni perseguido como enfermo?

¿piernas azules de mujer volar no?

¿ni arbolitos cantar ni mundo heder?

este acto de psiquiatría llena necesidades importantes los jabaes de oro se están comiendo a yvonne


 

 

Α ν ά γ κ ε ς

 

 

 

Το άτομο  που διαφέρει απ τους ομοίους  του

πουαναστατώνειη σκανδαλίζει την οικογένειά του η την κοινωνία

συνήθως χαρακτηρίζεται ως μη υγειέςκ α τ η γ ο ρο ύ μ ε ν ο γι α α ρρώ στ ι α δ ι αν ο η τι κή κ α ι κ α τ δ ι ω κ ό μ ε ν ο ω ς ά ρ ρ ω σ τ ο

αυτή η πράξη της ψυχιατρικής πληροί σημαντικές ανάγκεςτο άτομο που βλέπει γαλάζιες γάμπες γυναίκας να πετούν arbolitosν α τ ρα γ ο δ ά ο κ ό σμ ο ς να

βρωμάει

είναι εγκλεισμένο  με ηλεκτροσόκ με ινσουλίνημ ε φ ά ρμ α κ α αυτή η πράξη της ψυχιατρικής καλύπτει σημαντικές ανά γκες

 

ανάγκες του να πετά η να τραγουδά ;

ανάγκες του ατόμου που διαφέρει απ ‘τους ομοίους του που  αναστατώνειη σκανδαλίζει την οικογένειά του η την κοινωνία και είναι

χαρακτηρισμένο ως ασθενή,κατηγορούμενο για  ψυχική ασθένεια και  καταδιωγμένο ως  άρρωστο;

άλλες αναγκες;

ανάγκες του ατόμου που δεν διαφέρει απ’τους ομοίους του που  δεν  ενοχλούν   την οικογένειά του η την κοινωνία

που  δεν  έχει  χαρακτηριστεί ως  μη  υγειές άτομο κατηγορούμενος  ούτε καταδιωγμένος ως άρρωστος;

γάμπες γαλάζιες της γυναίκας να πετού ν, όχι;Oούτε δενδρύλια να

τραγουδούν ούτε κόσμο  να βρωμάει;

αυτή η πράξη της ψυχιατρικής καλύπτει σημαντικές ανάγκες οι κάπροι από χρυσάφι κ α τ α σπα ρρά σο υ ν τ η ν Υβό ν η .


 

 

Noticias

 

 

 

 

ocurr en un obraje  de Pampa Bandera  jurisdicción  de QuitilipiChaco  Argentina  Sudamérica un hachero

envejecido  en el duro trabajo del monte  de casi 70 os llamadoIldefonso Godoy fallec en el obraje solo y sin familia

según pudo saberse  sus vecinos  hacheros como él

pobres  como él se reunieron  para darle el último adiós alguienlo hizo  enterrar en  el cementerio  de Villa El Palmar envuelto en papeles

a escasos  20 centímetros  de profundidad

para Ildefonso Godoy que gastó su vida en el monte  volteandoárboles no hubo cuatro  tablas  para un cajón

el hombre  que la madera  hizo penar sudarno  tuvo dos palos  para

una cruz

cuando  se mueren  en las minas  de yodopor fin consiguen máscaras de yodo

el hachero  Ildefonso  Godoy

no tuvo cuatro tablas  para un cajón

 

 

 

 

 

Ε ι δ ή σ ε ι ς

 

 

Συνέβη  σε ένα εργοτάξιοτης Π ά μπ α Μ π α ν τ έ ρ α τ η ς δ ικ α ι ο δ ο σ ί α ς κ ά π ο ι ο υ Κιτιλίπι

Τσάκο στην Αργεντίνα στη Λατινική Αμερικήόταν  ένας  ξυλοκόπος

γερασμένος απ τη σκληρή εργασία του βουνού για 70 χρόνια επονομαζόμενος Ιδελφόνσο

Γοδόυ I

πέθανε την ώρα της δουλειάςμόνος και δίχως οικογένεια

όπως μαθεύτηκεοι γείτονές του ξυλοκόποι όπως κι  αυτός

φτωχοί όπως κι αυτός μαζεύτηκαν για να του πουν  το τελυταίο αντίο κάποιος φρόντισε να  θαφτεί στο  κοιμητήριο της  Βίγια Ελ Πάλμαρτυλιγμένος με χαρτιά σχεδόν σε είκοσι εκατοστά βάθος

για τοιν  Ιδελφόνσο Γοδόυ που  ξόδεψε τη ζωή του στο βουνόκόβωντας δέντρα

δε βρέθηκαν τέσσερις τάβλες  για ένα κασόνι

ο άνθρωπος που το ξύλο τον έκανε  να πονά να ιδρώνειδεν είχε δυο ξύλα γιαένα  σταυρό όταν πεθαίνουν μες στα ανθρακωρυφεία του ιωδίουστο

τέλοςαποκτούν μάσκες  από ιώδιο ο ξυλοκόπος Ιδελφόνσο Γοδόυ

δε είχε τέσσερις τάβλες  για ένα κασόνι


 

 

 

 

 

 

 

 

XVI

 

No debiera arrancarse a la gente de su tierra o país, no a la fuerza. La gente queda dolorida, la tierra queda dolorida.

Nacemos y nos cortan el corn umbilical. Nos destierran y nadie nos corta la memoria, la lengua, las calores. Tenemos que aprender a vivir como el clavel del aire, propiamente del aire. Soy una planta monstruosa. Mis raíces están a miles de kilómetros de mí y no nos ata un tallo, nos separan dos mares

y un océano. El sol me mira cuando ellas respiran en la noche, duelen de noche bajo el sol.

 

 

 

XVI

 

 

 

Δεν θα πρεπε να ξεριζώνονται οι άνθρωποι από τη γη τους η τη χώρα τους ,όχι με το ζόρι.

Ο κόσμος μένει πονεμένος,η γη μένει πονεμένη.Γεννιόμαστε και μας κόβουν τον ομφάλιο λώρο.Μας θάβουν και κανείς δεν μας κόβει τη μνήμη ,τη γλώσσα,τις ζέστες.Π΄ρέπει να μάθουμε να ζούμε όπως το γαρίφλο μέσα στον αέρα ,αποκλειστικά απτον αέρα.

Είμαι ένα φυτό θηριώδες.

Οι ρίζες μου βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από μένακ α ι δ ε μ α ς δ έ ν ε ι έ ν α β λ α σ τ ά ρ ι ,

μας χωρίζουν δυο θάλασσες

κ α ι έ ν α ς ω κ ε α ν ό ς .Ο ήλιος με κοιτάζει όταν εκεινες ανασαίνουν μες στη νύχτα, όταν πονούν τη νύχτα κάτω απ τον ήλιο.


 

Opinión

 

 

 

 

Los poemas  escritos  en estado  de frialdad  tienen una ventaja:  están escritos

en estado de frialdad. El odio

del vecino no entra ahí, ni el vecinoatado  a su odio y se puede alabar las bellezas  del paisaje.

Alabar es una palabra rara, llevadel ala al bar donde

el estaño  está mudo.  Los poemas sin sangre tienen  una ventaja:

no tienen sangre,  ni

sacudones  mortales  o inmortales,  nila imperfección,  la suciedad de todos.  Eso cae y nadaperturba a la tierra.

A los poetas que practican  esa visión ysin duda escriben hermosos

poemas, habría que levantarles  una  estatua ciega que no se vea. Es bello su no estar.

Todo está bien afuera

de todo lo que es mal, intocado  ylejos de la escritura, lejos, en un canto bajito.


Γ ν ώ μ η

 

 

 

Τα ποιήματα τα γραμμένα στην κατάσταση της κρυάδαςέχουν  ένα πλεονέκτημα :είναι γραμμένα

Στην κατάσταση ντης κρυάδας .Το μίσος

Του γείτονα  δεν εμφυλωχωρεί εκεί ,ούτε  ο γείτονας ο

δ ε μ έ ν ο ς μ ε τ ο μ ί σο ς τ ο υ μ π ο ρ ε ί ν α υ μ ν ή σ ε ι τ ι ς ο μ ο ρ φ ι έ ς

τ ο υ τ ο π ί ο υ ο να υμν΄γησεις είναι μια λέξη παράξενη , ο δ ηγ εί α πό τ ο φτ ε ρό στ ο μ πα ρ

όπου  ο κασίτερος είναι  βουβός.

Τα ποιήματα δίχως αίμα έχουν ένα πλεονεκτημα:

Δεν έχουν αίμα,ούτε

ξεσπάσματα θανατερά η αθάνατα,ούτε την ατέλεια,το βρώμισμα των πάντων.Α υ τό πέ φτε ι και τί ποτ α δ εν

α να στ ατών ει τη γη.

Τους ποιητές που κάνουν πράξη αυτό το όραμα και δίχως αμφινβολία γράφουν ωραία ποιήματα,θα έπρεπε  να τους υψώσουμε ένα τυφλό άγαλμα  που να μη φαίνεται.

Είναι  όμορφη η μη ύπαρξή τους.¨Όλα είναι καλά έξω από αυτό που είναι φτιαγμένο κακάνέγγιχτο και μακριά από  τη γραφή,μακριά,

μέσα σε ένα τραγούδι αδύναμο .


Opiniones

 

Un hombre deseaba violentamente a una mujer, a unas cuantas personas no les parecía bien,

un hombre deseaba locamente volar,

a unas cuantas personas les parecía mal,

un hombre deseaba ardientemente la Revolución y contra la opinión de la gendarmería

trepó sobre muros secos de lo debido, abrió el pecho y sacándose

los alrededores de su corazón, agitaba violentamente a una mujer, volaba locamente

 

 

 

 

 

 

 

Γ ν ώ μ ε ς

 

 

 

Ένας άντρας ποθούσε με βίαιο τρόπομια γυναίκα,σε κάποια προσωπα  δεν  τους φαινόταν αυτό καλό,

ένας  άντρας ήθελε τρελά να πετάξει,

σε κάποια πρόσωπα τους φαινόταν αυτό κακό,

ένας  άντρας ήθελε διακαώς την Επανάστασηκ α ι ε ν ά ν τ ι α στ η γ ν ώ μ η τ η ς χ ω ρο φ υ λ α κή ς

σκαρφάλωσε πάνω σε στεγούς τοίχους γι αυτό που έπρεπε να γίνει ,άνοιξε το στήθος του  και  βγάζοντας από μέσα του  τα σωθικα του  τα γύρω απ την  καρδιά του,αναστάτωνε με βίαιο τόπο μια  γυναίκα,

πετούσε τρελά πάνω από τη στέγη του κόσμουκ α ι ο ι λ α ο ί φ λ έ γ ο ν τ α ν κ α ι

ο ι σ η μ α ί ε ς ε πί σ η ς .


Oración de un desocupado

 


Padre,

desde los cielos bájate, he olvidado


las oraciones que me enseñó la abuela, pobrecita, ella reposa ahora,

no tiene que lavar, limpiar, no tiene

que preocuparse andando el día por la ropa, no tiene que velar la noche, pena y pena, rezar, pedirte cosas, rezongarte dulcemente.

Desde los cielos bájate, si estás, bájate entonces, que me muero de hambre en esta esquina,

que no  de qué sirve haber nacido,

que me miro las manos rechazadas, que no hay trabajo, no hay,

bájate un poco, contempla esto que soy, este zapato roto,

esta angustia, este esmago vacío,

esta ciudad sin pan para mis dientes, la fiebre cavándome la carne,

este dormir así,

bajo la lluvia, castigado por el frío, perseguido te digo que no entiendo, Padre, bájate, tócame el alma, mírame

el corazón,

yo no robé, no asesiné, fui niño

y en cambio me golpean y golpean,

te digo que no entiendo, Padre, bájate, si estás, que busco

resignación en mí y no tengo y voy a agarrarme la rabia y a afilarla para pegar y voy

a gritar a sangre en cuello

por que no puedo más, tengo riñones y soy un hombre,

bájate, qué han hecho de tu criatura, Padre?

un animal furioso

que mastica la piedra de la calle?


 

Η  π ρ ο σ ε υ χ ή  ε ν ό ς  ά ν ε ρ γ ο υ

 

 

 

Πατέρα,

Κα τέβα  α πό τ ου ς ου ρ α νο ύ ς ,ξέχασα

Τις προσευχές που  μου  έμαθε η γιαγιά μου,φτωχούλα,αυτή ναπαύεται τώρα,

δεν έχει να πλύνειr,ν α κ α θα ρί σε ι ,δεν έχει

να ανησυχεί καθώς περνά η μέρα  για  τα ρούχα ,δεν έχει να ξαγρυνήσει μες στη νύχτα,λ ύ πη μ ε λ ύ πη ,να προσευχηθεί, ν α τη ς ζ η τ ή σει πρά γ μ α τ α ,να της γκρινιάξει καλότροπα.

 

Από τους ουρανούς κατέβα,αν υπάρχεις,κατέβα λοιπόν,γιατί πεθαίνω απ

την πείνα σ αυτή τη γωνιά,

γιατί  δε  ξέρω  σε  τι χρησιμεύει που  έχω  γεννηθεί ,και  που κοιτώ τα  απορριμένα χέρια μου ,που  δεν  υπάρχει δουλειά,π ρά γ μ α τ ι δ ε ν υ πά ρχ ε ι ,

κατέβα  λίγο,παρατήρησε αυτό που είμαι,αυτό  το τρύπιο παπούτσι ,

αυτή την αγωνία,αυτό το άδειο στομάχι ,

αυτή την πόλη τη δίχως ψωμί για τα δόντια μου ,τον  πυερτό καθώς σκάβει το σώμα μου,

αυτό τον ύπνο έτσι ,

κάτω από τη βροχή,κ ι ε μ έ ν α τ ι ο μ ω ρη μ έ ν ο α π  τ ο κ ρύ ο ,καταδιωγμένο σου  λέω  κάτι  που  δεν  καταλαβαίνω ,Πατέρα,κατέβα,ά γ γ ι ξ έ

μ ο υ    τ η ν    ψ υ χ ή ,κ ο ι ί τ α ξ έ μ ε μ ε ς στ η κ α ρδ ι ά ,

εγώ δεν έκλεψα ,δε σκότωσα,ήμουν ένα μικρό παιδί κ ι α ν τ ί θ ε τ α μ ε χ τ υ π ό υ ν κ α ι μ ε χ τ υ π ο ύ ν ,

σου λέω ότι δεν το καταλαβαίνω ,Πατέρα,κατέβα,αν υπάρχεις,γιατί

ψάχνω

τ η ν εγ κ α ρτέ ρη ση μ έ σα μ ο υ κ α ι δ ε τ η ν έ χ ω κ α ι πρ ό κ ε ι τ α ι ν α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ή σ ω τ η λ ύ σ σ α μ ο υ κ α ι ν α τ η ν ο ξ ύ ν ω γ ι α ν α

κ ο λ ά ε ι κ α ι πρό κ ε ι τ α ι ν α κ ρα υ γ ά σω ώ πο υ ν α μ α τ ώ σω στ ο λ α ι μ ό μ ου


 

P e d r o  e l  A l b a n i l

 

Aquí amarán, aquí odiarán, decía Pedro, albañil, cantando,   levantando las paredes,

se le habían endurecido las manos en el oficio

pero en  las palmas todavía se le alzaban dulzuras y tristezas

que iban a  dar al muro, al techo

y después, con el tiempo, ardían sordamente o entraban a los ojos de las mujeres dulces en

las  habitaciones

y ellas entristecían como quien  se  descubre una nueva soledad.

 

Pedro,  desde  el  andamio,

soa  cantar  el  Quinto  Regimiento,

les hablaba a los compañeros sobre Guadalajara, Irún,

se callaba de pronto a solas con su  Espa.

 

De noche ponía sus manos a dormir

y él se volvía al frente envuelto en sus balazos, remataba a sus muertos para que no haya olvido, la cuchara de nuevo se le llenaba de rabia.

 

Y la mañana que se fue del andamio parecía que una pregunta aún le brillaba en el fondo,

los compañeros lo rodeaban esperando en silencio hasta que uno vino y dijo;   "Levanten al difunto".


Ο  Π έ δ ρ ο  ο  ε ρ γ ά τ η ς

 

 

 

Εδώ θα αγαπήσουν,εδώ θα  μισήσουν,έλεγε ο Πέδρο,ο εργάτης,τραγουδώντας και υψώνοντας τους τοίχους.

Του είχαν σκληρύνει τα χέρια στοι επάγγελμα αλλά  μες  στις  παλάμες του

ακόμααπλ ών ο ντ αν οι γ λυκή τη τε ς κ αι οι θλί ψ εις που  θα κατάληγαν στον  τοίχο , στ η σκ ε πή

κ α ι μ ε τ ά ,με το χρόνο,θα άναβαν σιωπηλά

η θα εισέρχονταν μες στα μάτια των γλυκών   γυναικώνμες στα διαμερίσματα κ ι α υ τ έ θ α θ λ ί β ο ν τ α ν μ  α υ τ ό ν π ο υ ε ί χ ε α ν α κ α λ ύ ψ ε ι μ ι α ν έ α μ ο ν α ξ ι ά .

 

Ο Πέδροπό  τη σκαλωσιά ,

συνήθιζε να τραγουδά το τραγούδι για το Πέμπτο Σύνταγμα,

Μιλούσε στους συντρόφους του  για  τη Γουαδαλαχάρα , για το Ιρούν,

Και σιωπούσε ξαφνικά  μό νο ς του  με την Ισπα νία τ ου .

 

 

Τη νύχτα έβαζε τις παλάμες του για να κοιμηθεί

κ ι α υ τ ό ς ε π έ στ ρ ε φ ε στο  μέτωπο ζψωσμένος με τα βόλια του,rematabaτους νεκρούς του  για  να μην  υπάρχει λησμονιά,το κουτάλι ξανά  γέμιζε με ο ρή .

 

Και το πρωινό που έφυγε από τη σκαλωσιάφ α ι ν ό τ α ν ό τ ι μ ι α ε ρώ τ η ση α κ ό μ α α ι ω ρο ύ ν τ α ν στ ο βά θο ς ,

Οι σύντροφοι τον περικύκλωναν περιμένοντας μες στη σιωπήώσπου

κάποιος  ήρθε και είπε:Σηκώστε το νεκρό.


Referencias,datos personales

 

A mí me han hecho los hombres que andan bajo el cielo del mundo

buscan el brillo de la madrugada cuidan la vida como un fuego.

 

Me han enseñado a defender la luz que canta conmovida me han traído una esperanza que no basta sar

y por esa esperanza conozco a mis hermanos.

 

Entonces río contemplando mi apellido, mi rostro en el espejo

yo  que no me pertenecen

en ellos ustedes agitan un pañuelo

alargan una mano por la que no estoy solo.

 

En ustedes mi muerte termina de morir. Años futuros que habremos preparado conservarán mi dulce creencia en la ternura, la asamblea del mundo será un niño reunido.


 

 

Α ν α φ ο ρ έ ς , π ρ ο σ ω π ι κ ά  δ ε δ ο μ έ ν α

 

 

 

Εμένα με γέννησαν οι άνθρρωποι που περπατούν κάτω απ τον ήλιο του κόσμου

που ψάχνουν τη λάμψη  της αυγήςκαι συντηρούν τη ζωή

σαν μια φωτιά

 

 

Μου έμαθαν να υπερα σπί ζομαι το φως που τ ραγο υδά συγκινημένο μου έφεραν μια ε λπίδα που  δε μου  φτάνει για να ονειρευτώ

α λ λ ά π ο υ α π  α υ τ ή τ η ν ε πί δ α γ ν ώ ρι σ α τ α  α δ έ ρ φ ι α μ ο υ .

 

 

Λοιπόν ποταμέ παρατηρώντας το επώνυμό μου καιτο  πρόσωπό μουστον κα θρέφτη εγώ ξέρω πως δε μου ανήκουν

σ αυτά εσεί ς κουνάτε ένα μαντίλι

κι απλώνετε ένα  χέρι για  να μην  είμαι μόνος.

 

 

Σε σας ο θάνατός μου δεν πάει να πεθαίνει.Μελούμενα χρόνια που θα τα έχουμε προετοιμάσειθα διατηρήσουν τη γλυκιά  μου πίστη  στην τρυφερότητα,

η συνέλευση του κόσμου θα είναι  ένα μικρό παιδί  ενωμένο.


 

Ofelia

 

 

Esta ofelia no es la prisionera de su propia voluntad ella sigue a su cuerpo

espléndido como un golpe de vino en medio de los hombres

su cuerpo estilo renacimiento lleno de sol de italia pasa por buenos aires

ofelia yo en tus pechos fundaría ciudades y ciudades de besos

hermosas libres con su sombra a repartir con los

amantes mundiales

ofelia por tus pechos pasa como un temblor de caballadas a medianoche por florencia

tus pechos altos duros come il palazzo vecchio

una tarde del verano de 1957

iba yo por florencia rodeado de tus pechos sin saberlo

era igual la delicia la turbación el miedo

las sombras empezaban a andar por las callejas con un olor desconocido

algo como tus pechos después de haber amado eras oscura ofelia para entonces y enormemente triste

una adivinación una catástrofe

un oleaje de olvido después de la ternura una especie de culpa sin castigo

de furia en paz con su gran guerra

andabas por florencia con tus pechos yendo viniendo por las sombras

con saudade de mí seguramente tu hombro izquierdo digamos

lloraba a tus espaldas o largaba sus ansias lentas en el crepúsculo y ellas venían a mi sangre

o era un temblor como un presagio

gracias te sean dadas ojos míos

yo les beso las manos bésoles muy los pies gracias narices mías muchas gracias oídos con que escucho los ruidos de la ofelia

antes apenas era una ciudad de italia

sus tiros me llenaban de otra desgracia el corazón.


Οφηλία

 

Αυτή η Οφηλία δεν είναι η φυλακισμένη με την ίδια της τη θέληση αλλά ακολουθεί το λαμπρό κορμί της

σαν ένα χτύπημα από κρασί στα κεφάλια μας  παρέας αντρών

το κορμί της σε στυλ αναγεννησιακό γεμάτο από τον ήλιο της Ιταλίας

Οφηλία εγώ μες στα στήθη σου θα ίδρυα πόλεις και πόλεις από φιλιά

όμορφες ελεύθερες με τη σκιά τους να μοιράζεται στους εραστές όλου του κόσμου

Οφηλία από τα στήθη σου περνά σαν ένα σύγκρυο από καλπασμούς μες στα μεσάνυχταστο δρόμο για τη Φλωρεντία τα στήθη σου ορθωμένα σκληρά comeilpalazzovecchio

ένα απόβραδο του καλοκαιριού του 1957

πήγαινα εγώ για τη Φλωρεντία στριμωγμένος απ τα στήθη σου δίχως να το ξέρω

ήταν ίδιεςη γλύκα η σύγχιση ο φόβος μου

οι σκιές άρχιζαν να περπατούν μες στα σοκάκια με έςνα άρωμα άγνωστο

κάτι σαν τα στήθη σου μρτά την ερωτική πράξη ήσουν σκοτεινή Οφηλιά τότε και τρομερά χλωμή

μια προφητεία μια καταστροφή

μια τρικυμία από λησμονιά μετά την τρυφερότητα ένα είδος σφάλματος δίχως τιμωρία

από ειρηνικό πάθος μαί με το μεγάλο του πόλεμο περπατούσες για τη Φλωρεντία με τα στήθη σουyendo ερχόμενη απ τις σκιές

με νοσταλγία για μένασίγουρα

ο αριστερός σου ώμος θα λέγαμε

έκλαιγε στις πλάτες σουη απομάκρυνε τις αργέ ς του αγωνίες μες στο λυκόφως κι αυτές έρχονταν ως το αίμα μου

η ήταν ένα σύγκρυο σαν ένας οιωνός χάρες σου έχουν δοθεί τα μάτια μου

εγώ τους φιλώ τα χέριαφιλώ πολύ τα ποδια τους ευχαριστώ σας μύτες μου πολλά ευχαριστώ αυτιά μουπου με σας ακούω τους ήχους της Οφηλίας

πριν μόλις που ήταν μια πολη της Ιταλίας

οι βολές τη μου γέμιζαν με μια άλλη δυστυχία τηνκαρδιά.


 

XCI

 

toda poesía es hostil al capitalismo puede volverse seca y dura pero no porque sea pobre sino

para no contribuir a la riqueza oficial

 

puede ser su manera de protestar de volverse flaca ya que hay hambre amarilla de sed y penosa

de puro dolor que hay puede ser que

 

en cambio abra los callejones del delirio y las bestias canten atropellándose vivas de

furia de calor sin destino puede

ser que se niegue a misma como otra

 

manera de vencer a la muerte así como se llora en los velorios poetas de hoy

poetas de este tiempo

 

nos separaron de la grey no  que será de nosotros conservadores comunistas apoticos cuando

suceda lo que sucederá pero

toda poesía es hostil al capitalismo


 

XCI

 

Κ ά θ ε  π ο ί η σ η  ε ί ν α ι  ε χ θ ρ ι κ ή  π ρ ο ς  τ ο ν  κ α π ι τ α λ ι σ μ ό

 

μπορεί να γίνει  στεγνή και  σκληρή αλλά  όχι επειδή είναι φτωχήαλλά

για να μη συνεισφέρει στον  επίσημο πλούτο

 

 

μπορεί να είναι  ο τρόπος της  της  διαμαρτυρίας που  την κάνει αδύνατη μι α ς κ α ι υ π ά ρ χ ε ι πε ί ν α κίτρινη απ τη δίψα και  πονεμένη

α π ό τ ο ν κ αθ α ρ ό π ό ν ο που  υπάρχειμπορεί να  είναι  κιαπό το γεγονός

 

 

ότι αντίθετα ανοίγει τα δρομάκια του παραληρήματος κ α ι τ α

θ η ρ ί α τραγουδούνκαθώς παρασύρονται  ζωντανά από τη φούρια της ζέστης δίχως προορισμό  μ πο ρε ί ν α είν αι α πό τ ο ό τι α ρνε ίτ αι τ ον ί δι ο τ ον ε α υτ ό

τ ης κατά ένα τρόπο

 

 

για να νικήσει το θάνατοέτσι όπως γίνεται με το κλαψούρισμα των  ποετάστρων του  σήμερα των  ποιητών αυτής της εποχής

 

μας χώρισαν απ το κοπάδι  δε ξέρω τι θα γίνει με μαςσυντηρητικοί κομμουνιστές απολίτικοι όταν συμβεί  αυτό που θα συμβεί  α λ λ ά κ ά θε πο ί η ση είναι εχθρική  προς τον καπιταλισμό



amarte es esto

 

 

 

amarte es esto:

una palabra que está por decir un arbolito sin hojas

que da sombra/

 

 

 

Το να σ’ αγαπώ είναι αυτό

 

 

 

Το να σ αγαπώ είναι αυτό:

μια λέξη που πρόκειται να ειπωθεί

ένα δεντράκι δίχως φύλλα που δίνει σκιά/






Κουράγια

 

είναι τεράστια η θλίψη που ένας άντρας και μια γυναίκα μπορούν να προκαλέσουν μεταξύ τους

όπως τεράστια είναι δυο μικρά πουλιά που σταματισμένα στο κλαδί τισμπολογούν

και τεράστιο έιναι το ίδιο το δέντρομε τις βροχές κάτω απ τον ήλιο

που του καθαρίζπουν την όψη

 

θα βρέξει; δε θα βρέξει;

θα τραγουδήσουν

αυτά τα ίδια πουλάκια; θα εξακουλουθήσει η τεράστια

λίψη να κυριαρχείμεγαλώνοντας σαν μια λίμνη η μια θάλασσα ανάμεσα στον άντρα και στη γυναίκα;

 

θα πετάξει η θλιψη από δέντρο σε δέντρο;

σαν κάποια μοναχικά βήματα μέσα σε ένα δωμάτιο;

σαν κάποια θρύψαλα  μες στον αέρα;

σαν σανίδες σαν γεφύρια αλλά ερημωμένα παρατημένα;

 

ένα μικρό κλαδί έπεσε μέσα στη λίμνη και ταξιδεύει είναι τεράσται η θλίψη που ένας άντρας και μια γυναίκα μπορούν να προκαλέσουν μεταξύ τους

όπως τεράστια είναι η πλεύση του μικρού κλαδιού μες στη λίμνη μουσκεμένη απ  το ίδιο της το κουράγιο.


 

Comentario XI

 

este deseo de soledad con vos/amor que apresa el alma/amor

que alimenta y devora y extiende el alma/ala

de vos a mí/llevadora

 

de vos lejos de mí/amor que viene y va dando dolor de vos/pena de vos/dulzura que bañás mis pedazos/unidos

en la dicha de vos/donde cantan

 

como veremos los exilios de vos/país o fiebre/palito revolviendo tristezas y deleites/amor como un niño con los ojos cerrados

 

envuelto en su valor/o libre

en la cárcel de vos/bello amor

dando su amor para que amor conozca por amor el amor

 

Σχόλιο ΧΙ

 

αυτή η επιθυμία της μοναξιάς με σένα/έρωτα που apresa τη ψυχή/έρωτα

που θρέφει και κατσπαρράσει και διευρύνει τη ψυχή/φτρό από σενα για μένα/llevadora

 

από σε΄να μακριά από μένα/έρωτα που έρχεσαι και πας προκαλώντας μου πόνο από σένα/λύπη από σένα/γλύκα που πλένεις τα συντρίμια μου/ενωμένα

μες στην ευτυχία από σένα/όπου τραγουδούν

 

όπως θα δουμε οι εξορίες

από σένα/χώρα η πυρετός/palito

καθώς ξαναφέρνεις θλίψεις και απολαύσεις/έρωτα όπως ένα μωρό με τα μάτια κλειστά

 

τυλιγμένο μες στην αξία του/olibre enlacárceldevos/όμορφος έρωτας

δίνοντας τον έρωτά σου ώστε ο έρωτας να γνωρίσει

από έρωτα τον έρωτα






EL PÁJARO SE DESAMPARA EN SU VUELO

 

 

 

el pájaro se desampara en su vuelo/quiere olvidar las alas/

subir de la nada al vacío donde será materia y se acuesta

 

como luz en el sol/es

lo que no es todavía/igual al sueño del que viene y no sale/traza

la curva del amor con muerte/va

 

de la coincidencia al mundo/se encadena a los trabajos de su vez/retira

el dolor del dolor/dibuja

 

su claro delirio

con los ojos abiertos/canta incompletamente

 

 

 

 

 

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΑΦΗΝΕΤΑΙ ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΟ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΠΤΗΣΗ ΤΟΥ

 

 

 

το πουλί αφήνεται απροστάτευτο μες στη πτήση του/θέλει να αγνοήσει τα φτερά/

ν ανέβει από το τίποτα στο κενό όπου θα γίνει απλή ύλη και θ αναπαυθεί

 

σαν φως μες στον ήλιο/είναι

lαυτό που ακόμα δεν είναι/ίδιο με το όνειρο από το οποίο έρχεται και δε βγαίνει/χαράζει την καμπύλη του έρωτα με θάνατο/πάει

 

από σύμπτωση μες τον κόσμο/δεσμεύται στις εργασίες α’ τη μεριά του/απορροφά τον πόνο απ ‘ τον πόνο/σχεδιάζει

 

το διάφανο παραλλήρημά του με τα μάτια ανοιχτά/τραγουδά διακεκομένα


EN LA CARPETA

 

 

 

Tomé mi amor que asombraba a los astros y le dije: señor amor,

usted crece de tarde, noche y día,

de costado, hacia abajo, entre las cejas,

sus ruidos no me dejan dormir perdí todo apetito y ella ni nos saluda, es itil, itil.

 

De modo que tomé a mi amor,

le corté un brazo, un pie, sus adminículos, hice un mazo de naipes

y ante la palidez de los planetas

me lo jugué una noche lentamente mientras mi coran silbaba, el distraído.

 

 

 

 

ΣΤΟ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΑ

 

 

 

Κάλεσα τον έρωτά μου που ονειροβατούσε μες στ αστέρια και του είπα: κύριε έρωτα,

εσείς μεγαλώνετε το απόβαρδο, νύχτα και μέρα,

πλαγιαστός, προς τα κάτω, ανάμεσα στα φρύδια,

οι θόρυβοί σας δε μ αφήνουν να κοιμηθώ έχασα όλη την όρεξή μου κι αυτή ούτε που μας χαιρετά, είναι ανώφελο, ανώφελο.

 

Με τον τρόπο που καλεσα τον έρωτα μου,

του έκοψα ένα μπράτσο, ένα πόδι , του αφαίρεσα τα προδωπικά του αντικείμενα,

έφτιαξα ένα μάτσο από χαρτιά

και μπροστά στην ωχρότητα των πλανητών τα έπαιξα μια νύχτα σιγά σιγά

ενώ η καρδιά μου σφύριζε, η αποπλανημένη.


EN LA FECHA

 

 

 

Solo de ti, lleno de ti, esta tarde a las 7,

el ciudadano de tu ausencia

se palpaba la cara, la voz, los papelitos, deveras comprobando

que tus ruidos andaban por sus huesos y en general que te habías ido.

Golp puertas, teléfonos.

La gran ciudad estaba equivocada sin tu pelo, señora y él sentía tirones detrás del

corazón.

 

A lo mejor era el tabaco,

de todos modos yo soy otro:

un pedazo de ti,

alguien a quien castigan puertas, ruidos, teléfonos,

y, andá a saber por qué,

toda la parentela de la muerte.

 

 

 

 

 

ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ

 

 

 

Μόν ο από σένα, γεμάτος με σένα,

αυτό το απόβραδο στις 7,

ο κάτοικος της απουσίας σου

ψηλάφιζε το πρόσωπο του, τη φωνή του, τα χαρτιά του, deveras επαληθεύοντας

ότι οι ήχοι σου κυκλοφορούσαν μες στα κόκκαλά του

κι ότι τελικά είχες φύγει.

Χτύπησε πόρτες, τηλέφωνα.

Η μεηγάλη πόλη ήταν λαθεμένη δίχως το δέρμα σου,

κυρεία κι αυτός αισθανόταν τσιμπίματα πίσω απ την καρδιά του.

 

Μάλλον ήταν απ τον καπνό,

σε κάθε περίπτωση εγώ είμαι ένας άλλος:

ένα κομάτι από σένα,

κάποιος για τον οποίο χτυπούν πόρτες, ακούγονται θόρυβοι,

τηλέφωνα,

και, που βαδίζει για να μάθει,

όλο το συγγενολόι του θανάτου.


Lamento por la tortola de Butch Butchanam

 

 

 

el pobre butch butchanam pasó sus años últimos cuidando a una tórtola ciega y sin querer ver a nadie en solidaridad con el pájaro al que amaba y cuidaba

y a veces aleteaba en su hombro dejando caer

un dulce sonido a naranjos azules girando por el cielo a demonios de pie sobre un ratón

a monos de piedra sorprendidos en el acto de hacer

”oh tórtola“ decía butch butchanam. amas la ceguera

y yo convertí mi coran en ceguera

para que vueles alrededor de él y te quedes“

pero lo que debe desaparecer

todo lo que se masca come chupa bebe o saborea,

venía con el crepúsculo y tristeza para butch tristeza para butch.

el cual:

saba con el desierto sembrado de calaveras de vaca los castillos de arena instantánea o polvo pidamente quieto en tierra

los oleajes (como de serpiente) del tiempo en Melody

Spring

y los antepasados que ya no conocían el dolor ni el dolor de la muerte

y hablaban un idioma lento amarillo feliz como un lazo de oro en el cuello

noches y noches só butch butchanam hasta que supo que iba a morir

enfiló su cama hacia el sur y se acostó de espaldas al cielo y dejó escrito en la tórtola que lo enterraran de espaldas al cielo

y aquí yace de espaldas al cielo mirando todo lo que baja

y sube en Melody pueblo de miserables que:

degollaron la tórtola la asaron la comieron

y comprobaron con cristiano horror que los miraba desde el plato

con el recuerdo de sus ojos


Θρήνος για το τρυγόνι του Butch Butchanam

 

 

Ο φτωχός Μπουτς Μπουτσάναμ πέρασε τα τελευταία του χρόνια φροντίζοντας ένα τυφλό τρυγόνι και δίχως να θέλει να δει κανέναν όντας σε αλληλεγγύη με το πουλί το οποίο αγαπούσε και φρόντιζε

και που μερικές φορές φτεροκοπούσε πάνω στον ώμο του αφήνοντας να πέφτει ένας γλυκός ήχος από γαλάζια πορτοκάλια γυρνώντας μες στον ουρανό

με τα δαιμόνια πάνω από ένα ποντίκι

και τους πιθήκους από πέτρα έκπληκτους μ αυτά που έκανε

ω τρυγόνιμου  έλεγε ο Μπούτς Μπουτσάναμ . αγαπάς την τυφλότητα

κι εγώ τύφλωσα την καρδιά μου

για να πετάς γύρω απ αυτή και να μένεις

αλλά αυτό που πρέπει να εξαφανιστεί

όλο αυτό που καμουφλάρεται τρώει γλύφει η απολαμβάνει,

ερχόταν με το λυκόφως για τον Μπουτς Μπουτσάναμ για τον Μπουτς η θλίψη για τον Μπουτς.

ο οποίος:

ονειρευόταν την έρημο σπαρμένη με νεκροκεφαλές αγελάδων

τα κάστρα ταπροσωρινά από άμμο η σκόνη γρήγορα πεσμένη στη γη

τους κυματισμούς (σαν τις συστροφές του φιδιού) του χρόνου στο Μέλοδυ

Σπρίνγκ

και τους προγόνους του που πια δε γνώριζαν τον πόνο ούτε τον πόνο

του θανάτου

και μιλούσαν μια γλώσσα αργή κίτρινη

με ένα λάζο από χρυσάφι στην ταρχηλιά τους

νύχτες και νύχτες ονειρεύτηκε ο Μπουτς Μπουτσάναμ ώσπου έμαθε ότι επρόκειτο να πεθάνει

ευθυγράμμισε το κεφάλι του προς το Νότο και ξάπλωσε με την πλάτη του προς τον ουρανό και άφησε γραμμένο στο τρυγόνι ότι έπρεπε να τον θάψουν με την πλάτη του

προς τον ουρανό

κι ότι εδώ κείτεται με τη πλάτη του προς τον ουρανό κοιτάζοντας ότι κατεβαίνει και ανεβαίνει στο χωριό Μέλοδυ των αθλίων που :

μάδησαν το τρυγόνι το έψησαν και το έφαγαν και διαπίστωσαν με χριστιανικό τρόμο

ότι τους κοίταζε απ το πιάτο

με την ανάμηση των ματιών του


La lejanía

 

este aroma de vos/¿sube?/¿baja?/

¿viene de vos?/¿de mí?/¿en qué otro me debería convertir?/¿qué otro/

de mí/debiera ser/

para saber/ver/los pedazos

de mundo que en silencio juntas?/

¿así quemás distancias?/

¿me devolvés a mi animal?/¿así me das grandeza/o cuerpo

que invadís con tu ausencia?/

¿con tu mirada que

a tu ojo no volverá/ya fiebre

sin otro dueño que el camino?/

estás aquí/es decir/todo está aquí/ el vacío y la unión/y vos/y la desordenada soledad/

eliezer ben jonson

 

Το μακρινό

 

Αυτό το άρωμά σας/ανεβαίνει;/κατεβαίνει;/

έρχεται από σας;/από μένα;/σε τι άλλο

θα έπρεπε να με μετατρέψει;/ποιος άλλος/ εκτός απ τον εαυτό μου/θα έπρεπε να είμαι/ για να γνωρίζω/να μπορώ να δω α θρύψαλα του κόσμου που μες στη σιωπή ενώνεις;/

έτσι καις τις αποστάσεις;/ με ξανακάνεις ζώο;/έτσι μου δίνεις δύναμη/η κορμί

καθώς εισβάλλεις με την απουσία σου;/

με τη ματιά σου που

στο μάτι σου δεν θα επιστρέψει/πια πυρετική δίχως άλλο αφεντικό για το δρόμο;/

είσαι εδώ/δηλαδή/όλα είναι εδώ/

το κενό και η ένωση /κι εσείς/και η χαοτική κοινωνία/

Ελιέζερ Μπεν Τζόνσον.


El viento que entra en la cocina sacude el cartelón con el rostro de alguna

 

XVIII

 

 

 

El viento que entra en la cocina sacude el cartelón con el rostro de alguna actriz del cine mudo. Mary Pickford tal vez. Es bella, sus ojos brillan suavemente y con la boca construyen una semisonrisa tiernísima, callada También nosotros, aquí, somos actores mudos. Tenemos brillos

suaves, ternuras sucias de sangre seca como niños, mucho silencio alrededor.

La platea prefiere el film sonoro. ¿Quién hizo esta pecula? De

este lado de la pantalla, el nuestro, se oyen muertos soltando vida de a poquito como un crujir de sueños, los torturados gritan, crepita gente en la prisión, bajo el estruendo de las botas militares la injusticia es un rugido infernal. Del otro lado, parece que ven pasar fantasmas pálidos y ningún piano los anuncia.

Te amo, Mary Pickford,  que ahora me amás. Entra el viento y sacude nuestros amores de papel.

 

 

 

 

Ο άνεμος που μπαίνει στην κουζίνα παρασέρνει την αφίσα με το πρόσωπο κάποιας

 

XVIII

 

Ο άνεμος που μπαίνει στην κουζίνα παρασέρνει την αφίσα με το πρόσωπο κάποιας

ηθοποιού του βωβού σινεμά .Της Μαίρη Πίκφορντ ίσως. Είναι όμορφη, τα μάτια της λάμπουν

όλο γλύκα και με το στόμα της φτιάχνουν ένα τρυφερό και ασχημάτιστο χαμόγελο, ενώ είναι σιωπηλή κι εμείς επισης, εδώ, είμαστε βουβοί ηθοποιοί. Έχουμε τις δικές μας

απαλές λάμψεις,τις βρώμικες τρυφφερότητές μας από ξερό αίμα σαν μικρά παδιά, και πολλή σιωπή γύρω μας.

Η πλατεία προτειμά το φίλμ με ήχο. Ποιος έφτιαξε αυτή την ταινία? Από αυτή τη μεριά της οθόνης,

από τη δική μας, ακούγονται νεκροί που εκλιπαρούν να ζήσουν ζωή για λίγο σαν ένα τρίξιμο από όνειρα, οι βασανισμένοι κραυγάζουν, crepita

κόσμος μες στη φυλακή, κάτω από τον πάταγο από τις στρατιωτικές μπότες η αδικία είναι ένα κολασμένος βρυχηθμός. Από την άλλη μεριά, φαίνεται να περνούν

ωχρά φαντάσματα και κανένα πιάνο δεν τα ανακοινώνει.

Σ’ αγαπώ, Μαίρη Πίκφορντ, ξέρω ότι τώρα κι εσύ μ’αγαπάς.Μπαίνει ο άνεμος και παρασέρνει τους έρωτές μας από χαρτί.

 

Ρώμη/17580


El 26 de Agosto de 1976...

 

el 26 agosto de 1976 mi hijo marcelo ariel y

su mujer claudia, encinta, fueron secuestrados en buenos aires por un comando militar. el hijo

de ambos nació y murió en

el campo de concentración. como en decenas de miles de otros casos, la dictadura militar nunca reconoció oficialmente a estos “desaparecidos, habló de

los ausentes para siempre. Ηasta que no vea sus cadáveres

o a sus asesinos, nunca los daré por muertos.

 

 

 

 

Η 26η του Αυγούστου του 1976...

 

την 26η του Αυγούστου του 1976 ο γιός μου Μαρσέλο Άριελ και

και η γυναίκα του Κλαούντια,έγγυος,

συνελήφθηκαν στο

Βουένος Άιρες από

από ένα στρατιωτικό απόσπασμα. Το παιδί και των δυο γεννήθηκε και πέθανε

στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όπως σε δεκάδες από χιλιάδες άλλες περιπτώσεις, η στρατιωτική δικατατορία ποτέ δεν αναγνώρισε επίσημα αυτούς τους εξαφανισμένους, μίλησε για τους απόντες για πάντα”.

Ωσπου να δω τα πτώματά τους

η τους δολοφόνους τους, ποτέ δεν θα τους θεωρήσω  για νεκρούς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.


Los que hicieron a dios con

 

 

 

Los que hicieron a dios con uno o dos hombres o

convirtieron al hombre en dios fueron

castigados con la eternidad en

 

cambio los que empezaron por

nombrar al miedo a la muerte aceptando el bito o terrible cesar

(no como furia olvido mite) y se

 

consideraron relativo el cuello provisoria la espalda prestado el costillar sí fueron

repartidos por el tiempo y la historia

 

diseminados en la tierra sembrados bajo el sol cargados de soledad

o conjetura pensativos ante

los cementerios de pájaros blancos

 

 

 

 

 

Αυτοί που δημιουργησαν το θεό με

 

Αυτοί που δημιουργησαν το θεό με ένα η δυο ανθρώπους η μετ΄τετρεψααν τον άνθρωπο σε θεό τιμωρήθηκαν ως τηναιωνιότητα

 

αντίθετα αυτοί που άρχισαν

να ονοματίζουν το φόβο του θανάτου έχοντας αποδεχθεί το αιφνίδο η τρομερό σταμάτημα

(όχι ως λύσσα λησμονιά όριο) και

 

θεώρησαν σχετικό τον τράχηλο προσωρινή την πλάτη δανεισμένο το πλευρό ναι

μοιράστηκαν από το χρόνο και την ιστορία

 

σκορπισμένοι στη γη σπαρμένοι

κάτω π τον ήλιο φορτωμένοι με μοναξιά η προαίσθηση σκεφτικοί μπροστά

στα νεκροταφία των λευκών πουλιών


 

 

Ropero

 

esa ropita tuya que

tiene tu olor y apareció entre mis ropas silencioso el total tal vez amándose temblando lejos de los dos

lejos como los dos alfondodelcajón

 

 

 

Ιματιοθήκη

 

αυτό το ρουχαλάκι το δικό σου που

 

έχει το άρωμά σου και βρέθηκε ανάμεσα στα ρούχα μου εντελώς σιωπηλό ίσως επειδή σ αγαπούσε

τρεμοντας μακριά απ τους δυο μας μακριά όπως οι δυο μας

μέσα στον πάτο του κάδου με τα άπλυτα


 

 

Semper

 

 

 

tu cuerpo es alto como los patios de la infancia dulce como la luz de sus crepúsculos

y triste

 

tu cuerpo dura como el sol

 

 

 

 

 

Semper

 

Το κορμί σου είναι ψηλό όπως οι μεσαυλές της παιδικής ηλικίας γλυκό όπως το φως των λυκόφωτων της

και θλιμμένο

 

το κορμί σου διαρκεί όο ο ήλιος


Ruiseñores de nuevo

 

a la payita


 

en el gran cielo de la poesía/

mejor dicho/

en la tierra o mundo de la poesía que incluye cielos/astros dioses/mortales está cantando el ruiseñor de Keats/

siempre/

pasa Rimbaud empuñando sus 17 años como la llama de amor viva de San Juan/

a la Teresa se le dobla el dolor y su caballo triza el polvo enamorado Francisco de Quevedo y Villegas/

el dulce Garcilaso arde en los infiernos de John Donne/

de César Vallejo caen caminos para que los pies de la poesía caminen/

pies que pisan callados como un burrito andino/ Baudelaire baja un albatros de su reino celeste/

con el frac del albatros Mallarmé va a la fiesta de la nada posible/ suena el violín de Verlaine en la fiesta de la nada posible/ recuerda que la sangre es posible en medio de la nada/

que Girondo liublimará perrinunca lamora/

y girarán los barquitos de tuñón contra el metal de espanto que abu a Apollinaire/

oh lou que desamaste la eternidad de viaje/

el palacio del exceso donde ent la sabiduría de Blake/

el Paco Urondo que forraba en lamé la felicidad para evitarle fríos de la época/ Roque Dalton que trepaba por el palo mayor de su alma y gritaba Revolución” y veía la Revolución y la Revolución era la sola tierra firme que veía/

y Javier Heraud que fue a parar tiernísimo a la selva/

y abrió la selva de la boca con su torrente claro/

y el padre Darío que a los yanquis dijo no/

como Sandino dijo no/

y el frente amplio de la poesía y de la guerra les volvió a decir no/

y Nicaragua brilla en su ejercicio de amar/

Martí yendo y viniendo por el aire con los muertos queridos que vió volar como una rosa blanca/

¿no ves a mis compañeros volar por el aire ochenta años después?/

¿estás despierto par que sigamos diciendo no?/

¿los muertos se ponen pálidos como magdalena cuando amasaba sus panes con más lágrimas que harina?/

¿hasta que venga el día?/ ¿día enque toda América Latina subi lentamente?/

¿amorosamente?/¿navegando como hacen mis planetas del sur?/

ahora canta el ruiseñor del griego al fondo de los siglos/

pasa Walt Whitman con el ruiseñor al hombro cantando en paumanok/

pasa el comandante Guevara a hombros del ruiseñor/

pasa el ruiseñor que se alejó de la vida callado como burrito andino en representación de los que caen por la vida/

pasa la luna de rosados dedos/ pasa Safo abrigando al ruiseñor que canta/canta/canta/


Αηδόνια ξανά

 


 

στον απέραντο ουρανό της ποίησης/

η καλύτερα /

στη γη η στον κόσμο της ποίησης που περιλαμαβάνει ουρανούς/άστρα θεούς /θνητούς τραγουδά το αηδόνι του Κητς/

πάντα/

alapayita


περνά ο Ρεμπώ δηλητηριάζοντας τα 17 του χρόνια όπως η φλόγα του ζωντανού έρωτα του Σαν Χουάν / τηνΤερέζα διπλασιάζεται οπόνος και το άλογό του θρυματίζει την ερωτευμένη σκόνη του Φραθίσκο ντε Κεβέδο υ Βιγέγκας/

ο γλυκύτατος Γκαρθιλάσο φλέγεται μες στιις κολάσεις του Τζον Ντον/

από τον Καίσαρα Βαγιέχο πέφτουν δρόμοι για να βηματίζουν τα πόδια της ποίησης/

πόδια που πατούν σιωπηλά σαν ένα γαιδουράκι των Άνδεων/

ο Μπωντλάιρ κατεβαίνει με ένα αλμπατρός από το ουράνιό του βασίλειο/

με το φράκο του Αλμπατρός ο Μαλαρμέ πάει στη γιορτή του πιθανού τίποτα/

ηχεί το βιολί του Βερλαίν στη γιορτή του πιθανού τίποτα θυμάται ότι το αίμα είναι πιθανό μες στη γιορτή του τίποτα/ που ο Γιρόνδοθα αγαπήσει αλλάποτέ δεν θα κλάψει/

καιθαπεριστραφούνοι βαρκούλες τουτουνιόν ενάντιαστομέταλλοτουθρήνουπου καταχράστηκε ο

Απολλινέρ/

ω Λου που απαξίωσες την αιωνιότητα του ταξιδιού/

το παλάτι της υπέρβασης όπου εισήλθε η σοφία του Μπλέικ/

οΠάκοΟυρόνδοπου έντυνε με λαμέτην ευτυχία για να αποφύγει τις παγωνιές της εποχής/ οRoqueDaltonπου σκαρφάλωνε στο πιο μεγάλο δοκάρι τηςψυχής τουκαικραύγαζε Επανάσταση” καιέβλεπετηνΕπανάστασηκαι η επανάσταση ήταν η μόνη στεριά που έβλεπε/

και ο Χαβιέρ Εράουδ που ήταν να σταματήσει όλος τρυφεότητα το βάλτο/

και άνοιξε το στόμα του βάλτου με τον καθάριο κεραυνό του/

και ο πατέρας Νταρίο που είπε όχι στους Γιάνκηδες/

όπως ο Σαντίνο είπε όχι/

καιδιεύρνετομέτωποτηςποίησης και του πολέμου λέγοντας τους και πάλι όχι/

και η Νικαράγουα λάμπεις μέσα στην άσκησή της της αγάπης/

κιοΜαρτίMartí πουέρχονταναπ τοναέραporelaireμε τους αγαπημένους του νεκρούς που τους είδε να πετούν σαν ένα λευκό περιστέρι/

δε βλέπεις τους νεκρούς να πετούν μες στον αέρα ογδόντα χρόνια μετά;/

είσαι ξύπνιος για να συνεχίσουμε να λέμε όχι?/

οινεκροίχλωμιάζουνόπωςηΜαγδαλέναότανζήμωνε τις πάνες της με περισσότερα δάκρυα από αλεύρι;/

ώσπουναφτάσειημέρα;/ η μέρα όταν η Λατινική Αμερική θα σηκωθεί σιγά σιγά;/

με αγάπη ;/διπλέοντα όπως κάνουν οι πλανήτες μου του Νότου;/

τώρα τραγουδά το αηδόνι του Έλληνα μέσα απ το βάθος των αιώνων/

περνά ο Ουώλτ Ουίτμαν με το αηδόνι στον ώμο τουτραγουδώντας στο Πάουμανοκ/

περνά ο σύντροφος Γκεβάρα πάνω στους ώμους του αηδονιού/

περνά το αηδόνι που απομακρύνθηκε από τη ζωή σιωπηλό σαν ΄πενα γαιδοράκι των Άνδεων μέσα από ια αναπαράσταση αυτών που πέφτουν απ τη ζωή/

περνά η σελήνη με ρόδινα δόντια/ περνάηΣαπφώπροστατεύοντας το αηδόνι πουτραγουδάραγουδά/τραγουδά/


Foto

 

En la fotografía que tus ojos vuelven dulce hay tu rostro de perfil, tu boca, tus cabellos, pero cuando vibbamos de amor

bajo el oleaje de la noche y el clamor de la ciudad tu rostro es una tierra siempre desconocida

y esta fotografía el olvido, otra cosa.

 

 

 

 

Φωτογραφία

 

Στη φωτογραφία που τα μάτια σου γυρνά γλυκά

υπάρχει το μέτωπο του προφίλ σου, το στόμα,τα μαλλιά σου

αλλά όταν πάλουμε από έρωτα

κάτω απ την τρικυμία της νύχτας και την οχλοβοή της πόλης το πρόσωπό σου είναι μια γη πάντα άγνωστη

κι αυτή η φωτογραφία η λησμονιά, άλλο πράγμα.


Cartas

 

entre tus brazos y mis brazos ¿es como si hubiese

una tela de fuerzas contrarias perros célebres vientos una tela de amor donde alguien avisa que las bestias estaban en algún lugar de la oscuridad

coceando sombras coceando impacientes o como ciegas

 

o ciegas de verdad o sin ojos? ¿o una tela

donde la camarada escribe el día 20 de abril a las 20.05 nació

el chiquito que esperé cuidé defendí tanto tiempo contra” escribe

contra la oscuridad que está en algún lugar de las bestias contra

 

la oscura bestia la picana los golpes el vientre donde él

“que defendí tanto tiempo escribe con la colaboración de todas ustedes mis compañeras y amigas” escribe y cuando el día 24 (lunes) lo acostó por la noche y lo pasó a su cunita

 

sus ojitos no se abrían ni lo harían jamás” escribe actalectasia pulmonar hemorragias dijeron los médicos los golpes la picana la violación la cárcel de su madre” escribe

el niño fue testigo y mártir de la causa y héroe” escribe? ¿o una tela de amor

 

donde tanto dolor ya durmió bastante y quiere saber dónde están los caballos? ¿o demasiado hemos hecho esperar a los ángeles? ¿hay

una lamparita que hizo esperar demasiado a los ángeles una lamparita humana suave?

 

¿hay caballos para derrotar al enemigo? el que vivió 5 días ¿no es un caballo para derrotar al enemigo? ¿no convirtió sus

manitas en un caballo para derrotar al enemigo? ¿no está galopando o corriendo ahora entre tus brazos y mis brazos amada?

 

¿no está acaso corriendo o galopando entre tus brazos y mis brazos ahora?

¿así tiemblan nuestros amores nuestras dichas?

¡oh noche que todo lo cubrís!

¿así chirrían los goznes oxidados de nuestra gracia?


 

Γράμματα

 

 

 

ανάμεσασταμπράτσασουκαισταμπράτσαμου¿είναισανναυπήρχεμιαταινίααπό αντίθεττεςδυνάμειςδιάσημα σκυλιάανέμους μια ταινία του έρωτα όπου κάποιοςειδοποιείπωςταθηρίαπαραμόνευαν σε κάποιο μέρος μες στο

σκοτάδι

κλοτσώντας σκιές κλοτσώντας ανυπόμονους η σαν τυφλή

 

η τυφλοί για την αλήθεια η δίχως μάτια? ¿ημιαταινίαόπουοσύντροφοςγράφει 

την 20η μέρα του Απρίλη στις 20:05  η  ώ ρ α  γ ε ν ν ή θ η κ ε  τ ο  μ ι κ κ ρ ο ύ λ ι

π ο υ  π ε ρ ί μ ε ν α  φ ρ ό ν τ ι σ α  υ π ε ρ α σ π ί σ τ η κ α  τ ό σ ο  κ α ι ρ ό ε ν ά ν τ ι α 

γράφει ενάντια στο σκοτάδι που βρίσκεται σε κάποιο τόπο με τα θηρία ενάντια στο σκοτεινό θηρίο ενάντια

 

στο μαστίγωματαχτυπήματαηκοιλιάéαυτούπου περασπίστηκα τόσο καιρό γράφει με τη συνεργασία όλων εσάς

συντρόφισες και φίλες μου γράφει και όταν τη μέρα 24η(Δευτέρα)

το ξάπλωσε τη νύχτα για να κοιμηθεί καιτοέβαλεστηνκούνια του

 

ταματάκιατουδενάνοιγανούτεθατοέκανανποτέγράφειακαταλεστασί πνευμονική αιμορραγείες είπαν οι γιατροίτα χτυπάματατο μαστίγωμα η βία η φυλακή της μητέρας τουγράφει το μωρό υπήρξε μάρτυρας της αιτίας και ήρωας γράφει?

ημιαταινίατουέρωτα

όπουτόσοςπόνοςπιακοιμήθηκεαρκετά και θέλει να ξέρει ?η αργήσαμε πολύ περιμένοντας τους αγγέλους;υπάρχει ένα λαμπάκι που έκανε τους αγγέλους να περιμένουν πολύ,ένα λαμπάκι ανθρώπινο

απαλό;

 

Υπάρχουν άλογα για να συντρίψουν τον εχθρό;αυτό που έζησε τεσσερις μέρες,δεν είναι ένα άλογο για να συντρίψει τον εχθρό;Δεμετέτρεψετα

 

Χεράκιατουσεέναάλογογιανασυντρίψειτονεχθρό;δενκαλπάζει και δεν τρέχει τώρα μέσα στα μπράτσα σου και στα μπράτσα μου αγαπημένη;

 

¿δεντρέχειίσωςηκαλπάζειανάμεσα στα μπράτσα σου και τα μπράτσα μου τώρα;

έτσι τρέμουν κι οι δικοί μας έρωτες οι δικές μας ευτυχίες;Ω νύχτα που όλα τα σκέπασες!

έτσι τρίζουν οι οξυδωμένοι μεντεσέδες της δικής μας χάρης ;


Notas al pie de una derrota

I

Es difícil reconstruir lo que pasó, la verdad de la memoria lucha contra la memoria de la verdad. Han pasado años, los muertos y los odios se amontonan, el exilio es una vaca que puede dar leche envenenada, al

menos algunos parecen alimentados así.

 

En la colonia exiliar argentina predomina la apatía política y de otro tipo. Se trabaja o no, se estudia o no, se aprende el idioma del país en que se está o no, se reconstruye la vida o no. Las mujeres pasan como ríos, se las quiere o no, se las conserva o no.

 

La necesidad de autodestruirse y la necesidad de sobrevivir pelean entre como dos hermanos vueltos locos. Guardamos la ropita en el ropero, pero no hemos deshecho las valijas del alma. Pasa el tiempo y la manera de negar el destierro es negar el país donde se está, negar a su gente, su idioma, rechazarlos como testigos concretos de una mutilación: la tierra nuestra está lejana, qué saben estos gringos de sus voces, sus pájaros, sus duelos, sus tormentas.

 

Son muy distintos a nosotros. No se preocupan verdaderamente de nosotros. No sufren la injusticia que nos pasó a nosotros. Los más solidarios tienen como vergüenza por nosotros. Es un problema de ellos, pero nos afecta a nosotros. Como si el diálogo entre extranjeros sobre algo aparentemente comprensible el dolor de los unosviniera envuelto por parte de los otros en pudores, candores, paternalismos, usos.

 

No nos vamos a poner de acuerdo nunca. Y seremos muchas veces injustos, tomando la humildad por soberbia, la reserva por falta de compromiso, la voluntad de no herir por la voluntad de no saber.

 

Así estamos de enfermos. Buscaremos compromisos con el Museo del Prado, con Santa María Maggiore, la Place de la Contrescarpe, el Paseo de la Reforma, las escaleras mecánicas de Caracas, el Hyde Park de Londres. Son compromisos de idiota y duran una idiotez. La maravilla pasa, el dolor queda. Como el fuego del alma, queda.

 

Queda.

 

¿Acaso el cielo no es el mismo? El cielo no es el mismo. ¿Dónde estará la Cruz del Sur sino en el sur? ¿No es el mismo sol? No: ¿acaso ilumina a Buenos Aires? Lo hace horas después, cuando yo ya no estoy. Color de cielo otro, lluvia ajena, luz que mi infancia no conoce.

 

Las voces del rocío se parecen a las voces del rocío. Una pequeña lengua lame y las diferencias, las distancia. Mi rocío del sur o cabellera o cristalina madrugada sobre los pechos del combate. No rocía lo mismo sobre

el Mercado Común Europeo, el más común de los mercados.

 

Todos los hombres son humanos y lo que cabe en mí, debería caber en los demás. Y viceversa, porque todos los hombres son humanos. Quepámonos, humanos. Que quepa en mí el extraño mundo alrededor, sus egoísmos justificados, su decencia a parquímetro, su honradez de consumo, su fino individualismo brutal, su amor triste, la suciedad de sus higienes. Apenas tengo de ofrecerle los rayos de luz que iluminaban el combate por la dicha, las generosidades de la muerte, es decir, de la vida, los estallidos de la dicha, esta derrota por ahora.

 

Revolvamos la tierra con las manitas juntas. A lo mejor crece una planta de dos rostros, que necesita agua de los dos, y mira dos distancias a partir de la misma soledad. Así estaremos juntos, verdaderamente.

 

roma / 9-5-80


 

Σημειώσεις στο περιθώριο μιας ήττας

 

 

 

I

 

 

 

Είναι δύσκολο να αναβιώσεις αυτό που συνέβη,η αλήθεια της μνήμης αντιπαλεύει τη μνήμη της αλήθειας.Πέρασαν τα χρόνια,οι νεκροί και τα μίση συσωρεύονται,η εξορ[ια είναι μια αγελάδα που μπορεί να δώσει γάλα φαρμακωμένο,τουλάχιστον κάποιοι μοιάζουν να θρέφονται έτσι .

Στην αργενίνικη αποικία της εξορίαςκυριαρχεί η πολιτική απάθεια κ ά π ο ι ο υ ά λ λ ο υ     τ ύ π ο υ ι    άνθρωποι    εργάζονται    η    όχι ,σ π ο υ δ ά ζ ο υ ν     η ό χ ι ,μ α θα ί ν ου ν  τη  γ λ ώ σσα  τ η ς  χ ώ ρα ς  στ ην  ο πο ί α  βρί σκ ο ν τ α ι  η  ό χι , οικοδομείται η  ζωή  η όχι.Οι γυναίκες περνούν σαν ποτάμια,αγαπιούνται  η όχι,διατηρούνται η όχι.

Η ανάγκη του να αυτοκαταστραφεί κανείςκαι η ανάγκη του να επιβιώσει παλεύουν   μεταξύ   τουςσαν   δυο   αδέλφια   που   τρελάθηκαν.Φυλάμε   το ρουχισμό    μας    στην    ιματιοθήκη,α λ λ ά    δ ε ν    έ χ ο υ μ ε    χ α λ ά σ ε ι    τ ι ς β α λ ί τ σ ε ς  τ η ς  ψ υ χ ή ς .Περνά ο καιρός και ο τρόπος του να αρνηθείς την εξορία ημαίνει να αρνηθείς τη χώρα όπου γεννήθηκες ,να αρνηθείς τους ναθρώπους  της,τη  γλώσσα  τους, να τους  απορρίψεις  σαν  συγκεκριμένους μάρτυρες ενός ακρωτηριασμού:η γη μας μας είναι απόμακρη,τι ξέρουν αυτοί οι γκρίνκος για τις φωνές της,τα πουλιά της,τους πόνους της,τις καταιγίδες της.

Είναι    πολύ    διαφορετικοί    από    μας.δ ε ν      τ ο υ ς      α π α σ χ ο λ ε ί

τ ί π ο τ α    γ ι α    μ α ς .Δεν υπφέρουν την αδικία που μας επιβλήθηκε.Οι πιο αλληλέγγυοι έχουν μια ντροπή για μας.Ε ί ν α ι    έ ν α    π ρ ό β λ η μ α

δ ι κ ό    τ ο υ ς    α λ λ ά    ε μ ά ς    δ ε ν     μ α ς    ε π η ρ ρ ε ά ζ ε ι .είναι σαν ο διάλογος ανάμεσα σε ξένους πάνω σε κάτι προφανώς κατανοητόο πόνος κάποιων—να είχε καλυφθείαπό μέρους των άλλων με αδημοσύνες,αφέλειες,πατερναλισμούς,χρήσεις.

Δεν  πρόκειται  να  συμφωνήσουμε  μ αυτούς  ποτέ.Και  θα  είμαστε  πολλές

φορές άδικοι,εκλαμβάνοντας την ταπεινότητα για υπεροψία ,τη συντήρηση για  έλλειψη  υποχρέωσης,τ η   θ έ λ η σ η   τ ο υ   ν α   μ η   π λ η γ ώ ν ο υ μ ε γ α ι θ έ λ η σ η  τ ο υ  ν α  μ η  ξ έ ρ ο υ μ ε .

Ετσι θα είμαστε άρρωστοι.Θα αναζητήσουμε υποχρεώσει με το Μουσείο του

Πράδο,μ ε  τ η  Σ ά ν τ α  Μ α ρ ί α  Μ α γ ι ό ρ ε  conSantaMaríaMaggiore, με την Πλατεία του Κοντρεσκέιπ, με το Πέρασμα της Μεταρρύθμισης,με τις μηχανικές σκάλες του Καράκας,μ ε  τ ο  Χ ά ι ν τ  Π α ρ κ  τ ο υ

Λ ο ν δ ί ν ο υ .Είναι υποχρεώσεις του ηλίθιου και διαρκούν όσο μια ηλιθιότητα.Το θαύμα περνά,ο πόνος μένει.Όπως η φωτιά της ψυχής μένει .

Μένει.

Ίσως ο ουρανός να μην είναι ο ίδιος;Ο ουρανός δεν είναι ο ίδιος.Που αλλόύ να βρίσκεται ο Σταυρός του Νότου εκτός απ το Νότο;Δεν είναι ό ίδιος ήλιος;Όχι:ίσως φωτίζει το Μπουένος Άιρες;Το κάνει ώρες μετά, όταν εγώ πια δεν  είμαι  εκεί.  Χρώμα  του  άλλου  ουρανού,βροχή  ξένη,   φ ω ς   π ο υ   η π α ι δ ι κ ή μ ο υ η λ ι κ ί α δ ε γ ν ω ρ ί ζ ε ι .

Οι  φωνές  της  δροσιάς  μοιάζουν  με  τις  φωνές  της  δροσιάς.Μ ι α   μ ι κ ρ ή γ λ ώ σ σ α  λ ε ι α ί ν ε ι  κ α ι  τ ι ς  δ ι α φ ο ρ έ ς  κ α ι  τ ι ς  α π ο σ τ ά σ ε ι ς . η


δ ρ ο σ ι ά   μ ο υ   τ ο υ   Ν ό τ ο υ η κόμηη κρυσταλλινη αυγήπάνω στα στήθη της  μάχης.Δε  δρο σίζει  το  ίδιο  πάνω  απ το  Ευρωπαικό  Κέντρο  του Εμπο ρίου,τ ο   π ι ο   γ ν ω σ τ ό   α π ό   τ α   ε μ π ο ρ ι κ ά   κ έ ν τ ρ α .

¨ολοι  οι  άνθρωποι  είναι  άνθρωποι  και  αυτό  που  μου  αναλογεί εμένα,θαέπρεπε  να  αναλογεί  και  στους  υπόλοιπους.Και  αντίθετα,γ ι α τ ί ό λ ο ι     ο ι     ά ν θ ρ ω π ο ι     ε ί ν α ι     ά ν θ ρ ω π ο ι .Χ ω ρ ά μ ε      ό λ ο ι      ,οι ά ν θ ρ ω π ο ι .Τι χωράει σε μένα απ τον παάξενο γύρω κόσμο , με τους δικαιολόγημένους  εγωισμούς του με τη σεμνότητά του στο παρκάρισμα, με την  εντιμότητά  τουτης  κατανάλωσηςε  τον εκλεπτισμένοβάρβαροατομικισμό του,με τοθλιμμένο του έρωτα,τ η βρωμια της υγιεινής του.Κ ι  ο ύ τ ε  π ο υ  έ χ ω  ν α  τ ο υ  π ρ ο σ φ έ ρ ω  τ ι ς  α κ τ ί ν ε ς τ ο υ     φ ω τ ό ς     π ο υ     φ ώ τ ι ζ α ν     τ η ν     π ά λ η    γ ι α    τ η ν     ε υ τ υ χ ί α ,τις

γεναιοδωρίες του  θανάτου,δηλαδή της ζωής,τα ξεσπάσματα της ευτυχίας,

αυτή την τωρινή ήττα.

Θα γυρίσουμε τη γη με τα χέρια μας ενωμένασως αξαίνει έ ν α   δ ε ν τ ρ ί

α π ό  δ υ ο  π ρ ό σ ω π α ου χρειάζεται νερό κι από τα δυο,και κοιτάζει δυο αποστάσεις απτην ίδια μοναξιάτσιθαείματεενωμένοι,αληθινά.

 

 

 

Ρώμη/9-5-80


III

Yo no me voy a avergonzar de mis tristezas, mis nostalgias. Extraño la callecita donde mataron a mi perro, y yo llo junto a su muerte, y estoy pegado al empedrado con sangre donde mi perro se murió, existo todavía a partir de eso, existo de eso, soy eso, a nadie pedi permiso para tener nostalgia de eso.

 

¿Acaso soy otra cosa? Vinieron dictaduras militares, gobiernos civiles y nuevas dictaduras militares, me quitaron los libros, el pan, el hijo, desesperaron a mi madre, me echaron del país, asesinaron a mis hermanitos, a mis compañeros los torturaron, deshicieron, los rompieron. Ninguno me sacó de la calle donde estoy llorando al lado de mi perro. ¿Qué dictadura militar podría hacerlo? ¿Y qué militar hijo de puta me sacará del gran amor de esos crepúsculos de mayo, donde la ave del ser se balancea ante la noche?

 

No era perfecto mi país antes del golpe militar. Pero era mi estar, las veces que temblé contra los muros del amor, las veces que fui niño, perro, hombre, las veces que quise, me quisieron. Ningún general le va a sacar nada de eso al país, a la derrita que regué con amor, poco o mucho, tierra que extraño y que me extraña, tierra que nada militar pod enturbiarme o enturbiar.

 

Es justo que la extrañe. Porque siempre nos quisimos así: ella pidiendo más de mí, yo de ella, dolidos ambos del dolor que el uno al otro hacía, y fuertes del amor que nos tenemos.

 

Te amo, patria y me amas. En ese amor quemamos imperfecciones, vidas. roma / 9-5-80

 

 

roma/9-5-80


 

I I I

 

Εγώ δεν πρόκειται να ντραπώ για τις λύπες μου,για τις νοσταλγίες μου.Παραξενεύωτο δρομάκι όπου σκότωσαν το σκυλί μου, κ ι  ε γ ώ  θ α  κ λ ά ψ ω  δ ί π λ α  σ τ ο  θ ά ν α τ ό  τ ο υ ,και είμαι κολλημένοος στο λιθόστρωτομε αίμα εδώ που το σκυλί μου πέθανε ,υπάρχω ακόμα με βάση αυτό,υπάρχω γι αυτό,είμαι αυτό,κ α ι  σ ε  κ α ν έ ν α ν  δ ε  θ α  ζ η τ ή σ ω  τ η ν  ά δ ε ι α  γ ι α  ν α  ν ι ώ σ ω

ν ο σ τ α λ γ ί α  γ ι  α υ τ ό .

Ίσως να είμαι και κάτι άλλο;Ήρθαν στρατιωτικές δικτατορίες,δημοκρατικές κυβερνήσειςκαι νέες στρατιωτικές δικτατορίες, μου πήραν τα βιβλία μου,το ψωμί μου ,τις κλωστές μου,έριξαν μες στην απόγνωση τη μητέρα μου,μ ε   ε ξ ό ρ ι α ν   α π ’   τ η   χ ώ ρ α ,δολοφόνησαν τα μικρά μου αδέρφια,τους συντρόφους μου τους βασάνισαν,τους ξέκαναν,τους τσάκισαν.Κανένας δεν με έσυρε έξω απ το δρόμο όπου κλαίω δίπλα στο σκυλί μου.Ποια δικτατορια θα μπορούσε να το έχει κάνει;Και ποιος στραστιωτικός πουτάνας γιός θα με έβγαζε από τον μεγάλο μου έρωτα γι αυτά τα λυκόφωτα του Μάη,όπου το πουλί της ύπαρξης αιωρείται απέναντι στη νύχτα;

Δεν ήταν τέλεια η χώρα μου πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα.Α λ λ ά ή τ α ν τ ο ε ί ν α ι μ ο υ ,οι φορές που έτρεμα απέναντι στους τοίχχους του έρωτα ,οι φορές που ήμουν μικρό παιδί κυλί,άνθρωπος,οι φορές που αγάπησαου με αγάπησαν.Κανένας στρατηγός δεν πρόκειται να αφαιρέσει τίποτα απαυτή τη χώρα,απ’ αυτή τη γηπου την πότισαμε αγάπη,λίγο η πολύ,χώρα πουξενίζωκαι που με

ξενίζει,χ ώ ρ α  π ο υ  κ α ν έ ν α ς  σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ό ς  δ ε ν  θ α  μ π ο ρ έ σ ε ι  να μ ο υ  τ η  σ β ή σ ε ι  η να

την αφανίσει.

Είναι δίκαιο που την ξενίζω.Γιατί πάντα αγαπιόμασταν έτσι:αυτή ζητώντας τα περισσότερα από μένα,κι εγώ απ αυτή,πονεμένοι και οι δυοαπό τον πόνο που είναι ένας προς τον άλλο,και δυνατοί από τον έρωτα που έχουμε.

Σ’ αγαπώ ,πατρίδα μου και μ’ αγαπάς.Σ’ αυτό τον έρωτα καίμε κάθε ατέλεια,τις ζωές μας.

 

 

 

Ρώμη/9-5-80


 

XVII

Amo esta tierra ajena por lo que me da, por lo que no me da.

 

Porque mi tierra es única. No es la mejor, es única. Y los ajenos la respetan sin querer, siendo ellos, siendo de otra manera, bellos de otra manera.

 

En sus bellezas me conmuevo. Nada tengo que ver con su manera de llegar a la belleza.

 

Esto es hermoso: dándome su belleza, me dan también la ajenidad de la belleza. La injusticia, el dolor, el sufrimiento, se interponen casi siempre.

 

Salú, belleza. Somos pedazos del viaje universal, diferentes, contrarios, las mismas olas nos arrastran. Iremos a parar a cualquier playa. Vamos a hacer un fueguito contra el frío y el hambre.

Vamos a arder bajo la misma noche.

 

Vamos a vernos, ver. roma / 16-5-80


 

 

XVII

 

 

 

Αγαπώ αυτή τη ξένη χώρα γι αυτό που δίνει,γι αυτό που δε μου δίνει.

Γιατί η χώρα μου είναι μοναδική .Δεν είναι η καλύτερη,είναι μοναδική. Και οι ξένοι την εκτιμούν δίχως να το θέλουν,όντας αυτοί ,όντας με άλλο τρόπο,ωραίοι με άλλο τρόπο.

Με τις ομορφιές της συγκινούμαι.Κ α μ ι ά σχ έ ση δ ε ν έ χ ω μ ε τ ο ν τ ρ ό π ο τ η ς π ο υ β λ έ πε ι τ η ν ο μ ο ρφ ι ά .

Αυτό είναι το ωραίο:δίνοντάς μου την ομορφιά της,μου δίνει επίσης το άξενο της ομορφιάς.Η

α δ ι κ ί α , ο π ό ν ο ς , τ ο β ά σ α ν ο , ε π ι β ά λ λ ο ν τ α ι σ χ ε δ ό ν π ά ν τ α .

Υγεία,ομορφιά.Είμαστε κομματάκια του συμπαντικού ταξιδιού, διαφορετικοί,αντίθετοι,τα ίδια κύμματα μας παρασέρνουν.

Θα καταλήξουμε να καταλήξουμε στην οποιαδήποτε ακτή.Πάμε να ανάψουμε μια μικρή φωτιά ενάντια στο κρύο και την πείνα.

Πάμε να πυρποληθούμε κάτω απτην ίδια νύχτα. Άντε να δούμε,να δούμε.

 

 

 

Ρώμη/16-5-80


 

 

 

 

 

XIX

Volví clandestinamente a Buenos Aires en mayo de 1978. Estaba bella la ciudad.

 

Mejor dicho, bellísima bajo esos días de mayo en que el oto porteño admite un fuego, una calor de primavera muriendo o por nacer, nunca se sabe.

 

Me habían aconsejado que no caminara por el centro, que no frecuentara los sitios que soa frecuentar. Naturalmente: caminé por el centro, por los sitios que soa caminar. ¿Quién me iba a reconocer?

 

¿No estaba muerto Paco? ¿No habían secuestrado a Rodolfo y a Haroldo? ¿No habían matado al Jote, al

Lino, a Josefina, a Dardo, a la Diana, tal vez? El restorán donde mi hijo escribió un poema sobre el mantel de estraza, este poema:

 

La oveja negra

pace en el campo negro sobre la nieve negra bajo la noche negra junto a la ciudad negra

donde lloro vestido de rojo

 

el restorán estaba abierto, pero a mi hijo lo habían secuestrado dos años atrás y nunca supe de su suerte. Su mujer estaba encinta de siete meses cuando la secuestraron con él.

 

Llos diarios de la época. En La Opinión donde alguna vez trabajé, que alguna vez fundé, un compañero intelectual de la izquierda (ex compañero o ex izquierda) sumaba su vocecita paga a la propaganda de la dictadura militar. El diario era de los militares para entonces, el ex compañero o ex izquierda también.

 

Hago esfuerzos y no alcanzo a recordar su nombre. Era cuentista, o algo así, como su mujer, que se cagaba en Rosa Luxemburgo desde posiciones de izquierda. Tenía un ano de izquierda que no le habimpedido evacuar la pitanza militar.

roma / 20-5-80


 

 

 

XIX

 

Επέστρεψα παράνομα στο Μπουένος Άιρες το Μάη του 1978.Ήταν όμορφη η πόλη.

Η καλύτερα ανέμορφηκάτω από εκείνες τιςμ΄ρες του Μάη που το φθινόπωρο στο λιμάνι δ έ τ α ι μ ι α  φ ω τ ι ά ,μ ι α  ζ έ σ τ η  α π  τ η ν  ά ν ο ι ξ η  καθώς πεθαίνει η πάει να γεννηθεί,ποτέ δε ξέρουμε.

Με είχαν συμβουλεύσει να μην περνούσα απτο κέντρο ,και να μη σύχναζα σε μέρη που συνήθιζα να

συχνάζω. Φυσιολογικά:περπάτησα προς το κέντρο,στα μέρη που συνήθιζα να περπατώ.Ποιος επρόκειτο να με αναγνωρίσει;

Δεν είχε πεθάνει ο Πάκο;Δεν είχαν συλλάβει τον Ροδόλφο και τον Χάρολντ ;Δεν είχαν δολοφονήσει,τον Λίνο,τη Χοσεφίνα,τον Ντάρντο,η τη Ντιάνα,ίσωςο ρεστωψράν όπου ο γιός μου έγραψε ένα ποίημα πάνω στο τραπεζομάντηλο,αυτό το ποίημα:

 

Το μαύρο πρόβατο

βόσκει μες στο μαύρο κάμποπάνω στο μαύρο χιόνικάτω απτη μαύρη νύχτα δίπλα στη μαύρη πόλη

Όπου κλαίω ντυμένος στα κόκκινα

 

Το ρεστωράν ήταν ανοιχτό,α λ λ ά  τ ο  γ ι ό  μ ο υ  τ ο ν  ε ί χ α ν  σ υ λ λ ά β ε ι  δ υ ο  χ ρ ό ν ι α

π ρ ι ν  και ποτέδ εν έμαθα για την τύχη του. Η γυανίκα του ήταν έγκυος στον έβδομο μήνα ό τ α ν τ η ν σ υ ν έ λ λ α β α ν μ  α υ τ ό ν .

Διάβασα τις εφημερίδες της εποχής.ΣτηΓνώμη όπου κάποτε δούλεψα,που την ίδρυσα κάποτε

,ένας σύντροφος διανοούμενος της αριστερά (πρών σύντροφος η πρώην αριστερός)sumabaπρόσθετε την πληρωμένη φωνούλα του στην προπαγάνδα τ η ς στ ρα τ ι ω τ ι κ ή ς δ ι κ τ α τ ο ρί α ς .Η ε φ η μ ε ρί δ α

ή τ α ν α πό τ ό τ ε τ ω ν στ ρα τ ι ω τ ι κ ώ ν ,κ α ι ο π ρώ η ν σύ ν τ ρ ο φ ο ς η πρ ώ η ν α ρι στ ε ρό ς ε πί ση ς Κάνω προσπάθειες και δεν καταφέρνω να θυμηθώ το όνομά του. Ήταν διηγηματογράφος,η κάτι τέτοιο,όπως η γυναίκα του,που παρίστανε την Ρόζα Λούξεμπουργκ υ π ο σ τ η ρ ί ζ ο ν τ α ς

θ έ σ ε ι ς   τ η ς   α ρ ι σ τ ε ρ ά ς .Είχε ένα χρόνο στην αριστερά που δε θα την είχε εμποδίσει να χέσει

το στρατιωτικό σιτηρέσιο.

 

 

 

Ρώμη/20-5-80


 

XXVI

En realidad lo que me duele es la derrota.

 

Los exiliados son inquilinos de la soledad. Pueden corregir su memoria, traicionar, descreer, conciliar, morir, triunfar. En este último caso, se miraron la cara como si fuese suya: estaba llena de traidores, descreídos, conciliadores, muertos, y también de compañeros que murieron con fe y arden bajo la noche y repiten sus nombres y no dejan dormir.

 

Nadie te deja dormir para que veas las distancias. Crujís de huesos, vos.

Así sea.

roma / 9-12-80

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

XXVI

 

 

 

Στην πραγματικότητα αυτό που με πονεί είναι η ήττα.

Οι εξόριστοι είναι νοικάρηδες της  μοναξιάς.Μ π ο ρ ο ύ ν ν α δ ι ο ρ θ ώ σ ο υ ν τ η μ ν ή μ η τ ο υ ς ,ν α π ρ ο δ ώ σ ο υ ν ,ν α   α ι σ τ ή σ ο υ ν ,ν α   σ υ μ β ι β α σ τ ο ύ ν , να πεθάνουν,ν α

θ ρ ι α μ β ε ύ σ ο υ ν .Σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση,κοίταξαν το πρόσωπό τους σαν να ήταν δικό τους:ή τ α ν   γ ε μ ά τ ο   μ ε   π ρ ο δ ό τ ε ς ,άπιστουςυμβιβασμένους,νεκρούς,κ  ι

ε  π  ί  σ  η  ς  μ  ε     σ  υ  ν  τ  ρ  ό  φ  ο  υ  ς  που πέθαναν για την πίστη τους κ α ι κ α ί γ ο ν τ α ι  κ ά τ ω α π  τ η  ν ύ χ τ α κ α ι  ε π α ν α λ α μ β ά ν ο υ ν  τ α  ο ν ό μ α τ ά τ ο υ ς  και δε τους αφήνουν να κοιμηθούν . Κανείς δε σ αφήνει να πεθάνεις για να δεις τις αποστάσεις. Τρίξτε τα  κοκκάλα,εσείς.

Έτσι θαναι.

 

 

 

Ρώμη/9-12-80


 

 

OTRAS PARTES

 

 

 

¿oíste / corazón?/ nos vamos con la derrota aotra parte / con este animal a otra parte / los muertos a otraparte /

 

que no haganruido / callados como están / ni se oiga el silencio de sus huesos /

sus huesos son animalitos de ojos azules / se sientan mansos a lamesa /

 

rozan dolores sin querer /

no dicen unasola palabra de sus balazos /tienen una estrelladeoroyunaluna en la boca/ aparecen en la boca delos que amaron /

 

pasan noticias desus sueños /

arrastran sus lágrimas con un pañuelito detrás como barriendo el padecer /

como no queriendo mojarlo /

paraque el padecer estalle y ardayhaga asiento donde sentarseapensar otra vez /

 

nos vamos / coran / a otra parte/

hacemal que no podás sacar los pies dela tristeza / aunquees tristeza quebesala manoqueempuñó elfusily triun /

ytiene corazóny guarda en su coran una mujer yun hombre pasando como tigres por el cielo del sur /

 

una mujeryun hombre como tigres enjaulados en la memoriadel sur /

besando hijitos que nunca más van a crecer / compañeros que nuncamás vanacrecery ahora cosen la tierra al aire/ cosen

tu coran / coran / sus animales / una mujeryun hombre caminando por el cielo del tigre como tigreque canta /

 

vámonos con esta perra a otra parte/ no tenemos derecho amolestar /

nuestro solo derecho es empezar otravez bajo laluz del sol sereno /

 

los mites del cielo cambiaron /

ahoraestán llenos de cuerpos que se abrazan ydan abrigoyconsolaciónytristeza con una estrella deoroyunaluna en la boca/

 

con un animal en laboca mirando el centellear de los compañeritos que sembraron coran ylevantan su coran ardiente como un pueblo debesos /


 

ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ

 

 

 

άκουσες / καρδιά?/ πάμεμετηνήττασεάλλαμέρη / μ’ αυτό το ζώο σε άλλο μέρος/ οι νεκροί σε άλλο μέρος /

 

γιαναμηνκάνουνθόρυβο / σιωπηλοίόπωςείναι / ούτε να ακούγεται η σιωπή των οστών τους /

τα οστά τους είναι μικρά ζωάκια με γαλάζια μάτια / κάθονται πράοι στο τραπέζι /

 

rozan πόνουν δίχως να το θέλουν /

δελένεούτεμιαλέξηγια τους πυροβολισμούς που δέχτηκαν /έχουνέναχρυσόαστέρικαιμιασελήνη στο στόμα τους/ εμφανίζονται στο στόμα αυτών που αγάπησαν /

 

περνούν ειδήσεις μέσα απ τα όνειρά τους /

σκουπίζουν τα δάκρυά τους με ένα μαντιλάκι κρυφάσαν να προσπαθούν να σβήσουν το βάσανό τους /

σα να μη θέλουν να το μουσκέψουν /

ώστετοβάσανονακαλμάρεικαινακαίεικαι να κατακάτσει εκεί όπυ θα κάτσουν για να σκεφτούν γι άλλη μια φορά /

 

πάμε / καρδιά / σε άλλο μέρος/

είναικακόπουδενμπορείςναβγάλεις τα πόδια σου απτη θλίψη /αν και είναι θλίψη που φιλά το χέρι που όπλισε το όπλο

καιθριάμβευσε /

καιέχεικαρδιάκαιφυλάμεςστηνκαρδιάτουμια γυναίκα κι έναν άντρα περνώντας τους σαν τίγρεις απ τον ουρανό του Νότου /

 

μια γυναικα κι ένας άντρας εγκλωνβισμένοι μέσα στη μνήμη του Νότου / φιλώνταςμικράπαιδάκιαπουδενπρόκειταιναμεγαλώσουν / συντρόφους που ποτέ πια δεν πρόκειται να μεγαλώσουν και τώρα ράβουν τη γη μες στον αέρα/ ράβουν την καρδιάτους / καρδιά / τα ζώα τους / μια γυναίκα κι ένας άντρας

βαδίζοντας μέσα απ τον ουρανό του τίγρη σαν τίγρης που τραγουδά /

 

πάμε μ’αυτή τη σκύλα σε ένα άλλο μέρος/ δεν έχουμε δικαίωμα να ενοχλούμε /

το δικό μας δικαίωμα είναι να αρχίζουμε για άλλη μια φοράκάτω απτο φως του γαλήνιου ήλιου /

 

τα όρια τα’ ουρανού άλλαξαν /

τώραείναιγεμάταμεκορμιάπουαγκαλιάζονται και δίνουν κάλυμα και παρηγοριάκαι θλίψη με ένα αστέρι από χψρυσάφι και μια σελήν στο στόμα/

 

μεέναζώοστοστόμακοιτάζονταςτοσπυνθιροβόληματων συντρόφων που έσπειραν καρδιές και υψώνουν τη φλεγόμενη καρδιά τους σαν ένα λαό από φιλιά /


 

cita XVI (santa teresa)

 

 

 

¿de este destierro subo a tu hermosura?/ ¿entras en mí como contento?/¿lágrimas de contento o congoja?/ ¿por qué aprietan al corazón?/¿tu mano es? / ¿apretando?/

 

¿acariciandomoviendo?/ ¿tus labios besándome son?/¿tu calor? / ¿tu pura pasión dondeme quiebrola cabeza?/ ¿torpe?/¿lágrimas o deseos? / ¿altos

 

en la humildad que das?/¿bondad quesos?/ ¿yqué es amar?/ ¿osonseñales del amor lo quese ve?/ ¿amar muchísimo?/ luz que bañas el apretado sueño /

 

meditación que vuela como pájaro desatándome elcuerpo / coran que entendésen silencio/ coran /

como la tortolita del pensar

 

 

 

 

 

Παράθεμα XVI (Αγία Τερέζα)

 

 

 

απ αυτή την έρημο ανεβαίνω ως την ομορφιά σου;/ μπάινεις μέσα μου σαν μια ευχαρίστηση;/με δάκρυα απ την ευχαρίστηση η απ’την οδύνη;/ γιατίσφίγγουν την καρδιά;ο χέρι σου είναι; / καθώς σφίγγει;/

 

χαιδεύοντας καθώς κινείται;/ τα χείλη σου καθώς με φιλούν είναι;/η ζεστασιά σου; / το καθαρό σου παθος μές στο οποίο συντρίβεται τοθολό κεφαλή μου;/δάκρυα η επιθυμίες; / υπεροπτικές

 

μέσα  στην ταπεινότητα που αποπνέεις;/η καλοσύνη που έχετε;/και τι είναι η αγάπη;/ η είναι σημεία του έρωτα αυτό που φαίνεται; Του παθαιασμένου έρωτα;/ το φως με το οποίο λούζεις

τοπερισφυγμένοόνειρο /

 

ο στοχασμός που υπερίπταται σαν πουλί καθώ ς μου λύνεται το κορμί / η καρδιά που την καταλαβαίνεις μες στη σιωπή/ η καρδιά / όπως η τρυγόνατης σκέψης


 

 

 

ANCLAO EN PARÍS

 

 

 

Al que extraño es al viejo león del zoo,

siempre tomábamos café en el Bois de Boulogne, me contaba sus aventuras en Rhodesia del Sur

pero mentía, era evidente que nunca se había movido del Sahara.

 

De todos modos me encantaba su elegancia,

su manera de encogerse de hombros ante las pequeces de la vida, miraba a los franceses por la ventana del café y decía «los idiotas hacen hijos».

Los dos o tres cazadores ingleses que se había comido le provocaban malos recuerdos y aún melancolía, «las cosas que uno hace para vivir» reflexionaba mindose la melena en el espejo del café.

 

Sí, lo extraño mucho,

nunca pagaba la consumición, pero indicaba la propina a dejar

y los mozos lo saludaban con especial deferencia.

 

Nos despedíamos a la orilla del crepúsculo, él regresaba a son bureau, como decía,

no sin antes advertirme con una pata en mi hombro «ten cuidado, hijo mío, con el

París nocturno».

Lo extraño mucho verdaderamente, sus ojos se llenaban a veces de desierto pero sabía callar como un hermano cuando emocionado, emocionado, yo le hablaba de Carlitos Gardel.


 

ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΗΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

 

 

 

Αυτόν που παραξενεύω είναι το παλιό λιοντάρι του ζωολογικού κήπου, πάντα πέρναμε τον καφέ μας μέσα στο δάσος της Βουλώνης ου διηγούνταν τις περριπέτειές του στη Ροδεσία του Νότου

αλλά έλεγε ψέματα, ήταν φανερό γιατί ποτέ δεν είχε φύγει απ τη Σαχάρα.

 

Εν πάσει περιπτώσει με σαγήνευε η κομψότητά του ,

ο τρόπος του να κουνάει αδιάφορα τους ώμους του μπροστά στις μικρότητες της ζωής , κοίταζε τους

Γάλλους από το παράθυρο του καφέκαι έλεγε«οι ηλίθιοι γεννάνε παιδιά».

Οι δυο η τρεις εγγλέζοι κυνηγοί που είχε κατασπαράξει του προκαλούσαν κακές αναμνήσεις ακόμα και μελαγχολία, « τα πράγματα που κάποιος κάνει για να ζήσει» συλλογιζόταν κοιτάζοντας τη χαίτη του μες στον καθρέφτη του καφέ.

 

Ναι, τον παραξενεύω πολύ,

ποτέ δεν πλήρωνε ότι του αναλογούσε,

αλλά φρόντιζε να αφήνει το φιλοδόρημα

και τα γκαρσόνια τον χαιρετούσαν με μια ξεχωριστή ευγένεια.

 

Αποχαιρετιζόμασταν στο έμπα του λυκόφωτος, αυτό επέστρεφε στο γαρφείο του, όπως έλεγε,

χωρίς να ξεχάσει να με προειδοποιήσει με ένα χτύπημα στον ώμο λέγοντάς μου

«πρόσεχε , παιδί μου, με το νυχτερινό Παρίσι».

Τον  παραξενεύω  πολύ  στ αλήθεια  ,τα  μάτια  του  γέμιζαν  κάποτε  με  την  έρημο,  αλλά  ήξερε  να σωπαίνει σαν άνθρωπος όταν συγκινούνταν,εγώ του μιλούσα για το ρεστωράν του Καρλίτος Γκάρντεν.


 

 

XVII

 

 

con la madrugada

han empezado otra vez los ruidos en la casa y es posible que sean los fantasmas o algún ropero algún olvido que se desarman

 

 

o nuestros besos de hace un tiempo serán que aprovechan la soledad ya para desamarse y caer

y deshacerse en polvo sobre el piso

 

 

¿será posible?

el finísimo ruido que hacen no me deja dormir pero hoy también me sentí solo en el pasillo donde nos desgarramos una vez

 

no del furor de los vecinos ni de las colonias africanas o

del fondo del espejo sino

de mí mismo es que vuelves y vuelves


 

XVII

 

 

με το χάραμα

άρχιαν γι άλλη μια φορά οι θόρυβοι μέσα στο σπίτι και είναι πιθανό να είναι τα φαντάσματα η κάποιαιματιοθήκηη κάποια λησμονιά που ξαρματώνονται

 

 

 

 

η τα παλιά φιλιά μας θα είναι που επωφελούνται απ τη μοναξιά για να αποδυναμωθούν και να πέσουν

και να γίνουν σκόνη μες στο πάτωμα

 

 

νανα πιθανό;

ο διαπεραστικός θόρυβος που κάνουν δε μ αφήνει να κοιμηθώαλλά σήμερα επίσης ένιωσα μόνος

στο παρκάκι όπου κάποτε ξεσκιζόμασταν

 

 

όχι απ τη λύσα των γειτόνων ούτε από τις αφρικανικές αποικίεςη

απ το βάθος του καθρέφτη αλλά

από μένα τον ίδιο είναι που επιστρέφεις και επιστρέφεις


 

 

 

CCLXI

 

 

estos poemas esta colección de papeles esta manada de pedazos que pretenden respirar todavía estas palabras suaves ásperas ayuntadas por mí me van a costar la salvación

 

 

a veces son peores que actos mejor dicho más ciertas el tiempo que pasa no las afina no las embellece descubre sus rajaduras sus paredes raídas el techo se les hunde y llueve

 

 

es así que en ellas no puedo tener abrigo ni reparo

en realidad huyo de ellas como de las ciudades antiguamente malditas asoladas por las enfermedades las catástrofes los reyes extranjeros y magníficos

 

más malas que el dolor son estas

ruinas que levanté viviendo dejando de vivir andando entre dos aguas entre este mundo y su belleza

 

y no me quejo ya que

ni oro ni gloria pretendí yo escribiéndolas ni dicha ni desdicha

ni casa ni perdón


 

 

CCLXI

 

 

Αυτά τα ποιήματα αυτή η συλλογή από χαρτια αυτό το κοπάδι από κομμάτα  που ροσπαθούν να ανσάνουν ακόμααυτές οι πικρές και απαλέ λέξεις βοηθημένες από μένα πρόκειται να μου κοστίσουν τη σωτηρία

 

 

Κάποτε είναι χειρότερες από πράξειςκαι κάτι περισσότερο από βέβαιες ο χρόνος που περνά δεν τις εκλεπτύνει δεν τις ομορφαίνειανακαλύπτει τις ρωγμές τουςτους ραγισμένους τοίχους τουςη οροφή τις βυθίζει και βρέχει

 

 

είναι έτσι που μ’αυτές δεν μπορώ να έχω κάλυμαούτε αντίρηση

στην πραγματικότητα δραπετεύω απ αυτές όπως απτις πόλεις τις παλαιόθεν καταραμένες τις ερημωμένες από τις αρρώστιες τις καταστροφές και τους περίφημους ξένους βασιλιάδες

 

πιο ασχημα από τον πόνο είναι αυτά

τα ερείπια που ύψωσα ζώντας ξεχνώντας να ζήσω παλέυοντας ανάμεσα σε δυο θάλασσεςανάμες ας’ αυτό τον κόσμο και την ομορφιά του

 

και δεν διαμαρτύρομαι μιας και

ούτε χρυσάφι ούτε δόξα εγώ ζήτησα γράφοντάς τες ούτε ευτυχία ούτε δυστυχία

ούτε σπίτι ούτε συγνώμη


 

 

RELACIONES

 

esa piedra ¿tiene que ver con él?

el hombre de la zapatería de enfrente ¿tiene que ver con él?

los millones de chinos indios angolos que no conoce ¿tienen que ver con él?

el sanantonio extraño bicho de Dios ¿tiene que ver con él?

 

 

esa piedra tiene que ver con él

el hombre de la zapatería de enfrente tiene que ver con él

los millones de chinos indios angolos que no conoce tienen que ver con él el sanantonio extraño bicho de Dios que ver con él

 

 

extraño bicho el sanantonio vuela corto es bella su caparan extraño bicho el humano

extraña dicha la suya cuando hay

vuela corto es bella su caparan y

 

 

tiene que ver con esa piedra

con el hombre de la zapatería de enfrente tiene que ver

con los millones de chinos indios angolos la extraña dicha suya aunque la piense a solas sola

 

 

cierto resulta el vivir y cierta cada vida

al lado de él encima de él abajo de él el sanantonio vuela corto es bella su caparan y extraña la dicha de él


 

 

 

 

ΣΧΕΣΕΙΣ

 

αυτή η πέτρα έχει σχέση μ αυτόν, έχει σχέση μ αυτόν;

ο άνθρωπος του απεναντι παπουτσίδικου έχει σχέση μ αυτόν;

τα εκατομύρια των Κινέζων,των Ινδών,των Αγκολέζων που δε γνωρίζει έχουν σχέση μ αυτόν;

το παράξενο σαν ζωύφιο σανατόριο του Θεούέχει σχέση μ αυτόν;

 

 

αυτή η πέτρα έχει σχέση μ αυτόν

ο άνθρωπος του απέναντι παπουτσίδικου έχει σχέση μ αυτόν

τα εκατομύρια των Κινέζων,των Ινδών,των Αγκολέζων που δε γνωρίζει έχουν σχέση μ αυτόν το παράξενο σανατοριο του Θεού έχει σχέση μ αυτόν

 

 

παράξενο ζωύφιο το σανατόριο πετά είναι όμορφο το καβούκι του παράξενο ζωύφιο ο άνθρωπος

παράξενη η ευτυχία του αν υπάρχει

πετά λίγο είναι όμορφο το καβούκι  του και

 

 

έχει σχέση μ αυτή την πέτρα

με τον άνθρωπο του απέναντι παπουτσίδικου έχει σχέση

με τα εκατομύρια των Κινέζων,των Ινδών,των Αγκολέζων η παράξενη η ευτυχία η δικιή του αν και τη σκέφτετι μόνος μόνη

 

βέβαι καταλήγει ναναι η ζωή και βέβαιη κάθε ζωή

δίπλα του πάνω απ’ αυτόν κάτω απ αυτόν το σανατόριο πετά λίγο είναι όμορφο το καβούκι τουκαι παράξενη η ευτχία του


 

 

SOBRE LAS DESPEDIDAS

 

 

 

La mano izquierda sostenía el tubo del teléfono, la mano derecha se ocupaba vagamente del aire,

 

por la izquierda llegaban golpes de adiós, golpes de olvido, por la derecha descendía toda la luz sucia de polvo, la mano izquierda sostenía el tubo del teléfono,

 

la mano derecha me miraba fijamente el pescuezo.

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ

 

 

 

Το αριστερό χέρι κρατούσε τη συσκευή του τηλεφώνου,το δεξί χέρι αιωρούνταν αμέριμνα στον αέρα

 

Από το αριστερό έφταναν τα χτυπήματα των αντίο, τα χτυπήματα της λησμονιάς, από το δεξί κατέβαινε όλο το βρώμικο από τη σκόνη φως, το αριστερό χέρι κρατούσε τη συσκευή του τηλεφώνου,το δεξί χέρι με κοίταζε επίμονα στο λαιμό.


 

 

 

 

 

 

Monja en el ómnibus

 

 

 

Entre hombres y paquetes, diarios envejecidos, caras secas, sudores, mejillas con rencor, envuelta en el silencio de su capucha pálida

la novia de dios viaja con Cristo

sobre los pechos que a nadie dieron de comer

 

 

 

 

Καλόγρια στο τραμ

 

Ανάμεσα σε ανθρώπους και πακέτα, εφημερίδες παλιωμένες, στεγνά πρόσωπα, ιδρωτίλες, μάγουλα όλο εμπάθεια, τυλιγμένη μες στη σιωπή του ωχρού ράσου της

η κόρη του θεού ταξιδεύει με το Χριστό

πάνω σε κάποια στήθη που σε κανέναν δεν έδωσαν να φάει


 

 

 

 

 

 

Nota II

 

 

 

ya que moría mañana me mori anteanoche/ con un cuchillito fino voy a cavar el 76

para limpiarle las raíces a paco las hojitas a paco

clavado al suelo como una mula rota gente que me quería ayudar/ después le toca al 77

para encontrar los ojos de rodolfo

como cielos terrestres fríos fríos fríos diseminados por ahí/ mirada vacía ahora

va a haber que trabajar

limpiar huesitos/que no hagan negocio con la sombra desapareciendo/ dejándose ir

a la tierra ponida sobre los huesitos del corazón/ compañeros denme valor/ la sombra vuela alrededor

como un objeto en mi pieza/

ni remedio que la pueda parar/

ni coran ni nada/

ni la palabra nada/

ni la palabra corazón/

pañeros/compañeros


 

Σημείωση II

 

 

 

αφού θα πέθαινα αύριο

θα πεθάνω προτού νυχτώσει/

με ένα κοφτερό μαχαίρι θα σκάψω τον τάφο 76

για να καθαρίσω τις ρίζες του Πάκο τα φυλλαράκια του Πάκο

που θαμμένος είναι στο έδαφος σαν ένα διαμελισμένο μουλάρι πρόσωπα που μ αγαπούσαν και με βοηθούσαν/

μετά θα έρθει η σειρά του 77

για να βρω τα μάτια του Ροδόλφο που μοιάζουν με γήινους ουρανούς κρύα κρύα κρύα

τα σκορπισμένα κάπου εκεί/

ματιά κενή τώρα

θα πρέπει να δουλέψω

για να καθαρίσω τα οστά τους /που δε συναλλάσσονται με τη σκιά

έχοντας εξαφανιστεί/ έχοντας αφεθεί να φύγουν για τη γη τη βαλμένη πάνω τους

τα μικρά οστά της καρδιάς/

σύντροφοι δώστε μου αξία/

η σκιά πετά ολόγυρα σαν ένα αντικείμενο /

ούτε η παρηγοριά μπορεί να τη σταματήσει/

ούτε καρδιά ούτε τίποτα/

ούτε η λέξη τίποτα/

ούτε η λέξη καρδιά/

ψωμάδες/σύντροφοι


 

Lluvia

 

 

 

hoy llueve mucho, mucho,

y pareciera que están lavando el mundo mi vecino de al lado mira la lluvia

y piensa escribir una carta de amor/

una carta a la mujer que vive con él

y le cocina y le lava la ropa y hace el amor con él

y se parece a su sombra/

mi vecino nunca le dice palabras de amor a la mujer/

entra a la casa por la ventana y no por la puerta/

por una puerta se entra a muchos sitios/

al trabajo, al cuartel, a la cárcel,

a todos los edificios del mundo/ pero no al mundo/

ni a una mujer/ni al alma/

es decir/a ese cajón o nave o lluvia que llamamos así/

como hoy/que llueve mucho/

y me cuesta escribir la palabra amor/

porque el amor es una cosa y la palabra amor es otra cosa/

y sólo el alma sabe dónde las dos se encuentran/

y cuándo/y cómo/

pero el alma qué puede explicar/

por eso mi vecino tiene tormentas en la boca/

palabras que naufragan/

palabras que no saben que hay sol porque nacen y mueren la misma noche en que amó/

y dejan cartas en el pensamiento que él nunca

escribirá/

como el silencio que hay entre dos rosas/

o como yo/que escribo palabras para volver a mi vecino que mira la lluvia/

a la lluvia/

a mi coran desterrado/


Βροχή

 

 

 

σήμερα βρέχει πολύ, πολύ,

και μοιάζει σαν να πλένουν τον κόσμο

ο διπλανός μου γείτονας κοιτάζει τη βροχή

και σκέφτεται να γράψει ένα ερωτικό γράμμα/

ένα γράμμα στη γυναίκα που ζει μαζί του

και που του μαγειρεύει του πλένει τα ρούχα και κάνει έρωτα μαζί του και μοιάζει με τη σκιά του/

ο γείτονάς μου ποτέ δε λέει ερωτόλογα στη γυναίκα του/ μπαίνει στο σπίτι από το παράθυρο και όχι από την πόρτα/ από μια πόρτα βαίνει για πολλές δουλειές/

για τη δουλειά του, στο καρτέλ, για τη φυλακή,

για όλα τα κτήρια του κόσμου/ αλλά όχι στον κόσμο/

ούτε για μια γυναίκα/ούτε για μια ψυχή/

δηλαδή/γι αυτό το κιβώτιο η πλοίοη βροχή που ονομάζουμε έτσι/

όπως σήμερα/που βρέχει πολύ/

και μου κοστίζει να γράψω τη λέξη έρωτας/

γιατί ο έρωτας είναι ένα πράγμα και η λέξη έρωτας ένα άλλο/

και μόνο η ψυχή ξέρει πότε οι δυο τους συναντούνται/

και πόσο/και πως/

αλλά η ψυχή τι μπορεί να εξηγήσει/

γι αυτό ο γείτονάς μου έχει κεραυνούς μες στο στόμα του/

λέξεις που ναυαγούν/

λέξεις που δε ξέρουν ότι υπάρχει ήλιος γιατί γεννιούνται και πεθαίνουν την ίδια νύχτα που αγάπησε/

κι αφήνουν γράμματα μέσα στη σκέψη που αυτός ποτέ δεν θα γράψει/

όπως η σιωπή που υπάρχει ανάμεσα σε δυο ρόδα/ ηόπωςεγώ/που γράφω λέξεις για να τις επιστρέψω στογείτονάμουπου κοιτάζει τη βροχή/

τη βροχή /

και τη θαμμένη καρδιά μου/


 

La victoria

 

 

 

En un libro de versos salpicado

por el amor, por la tristeza, por el mundo, mis hijos dibujaron señoras amarillas, elefantes que avanzan sobre paraguas rojos, pájaros detenidos al borde de una página, invadieron la muerte,

el gran camello azul descansa sobre la palabra ceniza, una mejilla se desliza por la soledad de mis huesos,

el candor vence al desorden de la noche.

 

 

 

 

 

Η νίκη

 

 

 

Σε ένα βιβλίο με στίχους λεκιασμένο

από τον έρωτα,από τη θλίψη, από τον κόσμο, τα παιδιά μου ζωγράφισαν κίτρινες κυρίες,

ελέφαντες που ανέβαιναν πάνω σε ομπρέλες κόκκινες,

πουλιά ακίνητα στο περιθώριο μιας σελίδας, εισέβαλλαν στο θάνατο,

η μεγάλη γαλάζια καμήλα ξεκουράζεται πάνω στη λέξη στάχτη, ένα μάγουλο γλιστρά μέσα απ τη μοναξιά των οστών μου,

η αθωότητα νικά την αταξία της νύχτας.


 

El temor a la vejez ¿envejece?

 

 

 

 

el temor a la vejez ¿envejece?

el temor a la muerte ¿enmuerta?

¿qué estoy haciendo con los miles yo de compañeros muertos?

¿me estoy enmuerteando yo?

¿acaso les temo/amados?

¿te acaso temo paco/cara como una alegría humana?

¿o los envidio yo tal vez?

¿o los envidio yo tal vez?/

¡juntos como anduviéramos ahora sin sufrir propio y ajeno?

¿pero por qué me lloro en vos

otros pedazos de mi vida?

¿acaso puedo al fin llorar?

¿puedo por fin al fin llorar?

 

 

 

 

Ο φόβος για τα γηρατειά μας γερνά;

 

 

 

 

ο φόβος για τα γηρατειά μας γερνά;

ο φόβος για το θάνατο, μας πεθαίνει;

τι κάνω έγώ με τους χίλιους

απ τους νεκρούς συντρόφους μου;

πεθαίνω κι εγώ;

ίσως τους φοβάμαι/αγαπημένους;

Ίσως σε φοβάμαι Πάκο/με το πρόσωπο σου σαν μια ανθρώπινη χαρά;

η μήπως εγώ τους ζηλεύω;

η μήπως εγώ τους ζηλεύω;/

ενωμένους όπως τότε που βαδίζαμε όλοι

δίχως να υποφέρουμε τον πόνο μας και τον ξένο πόνο;

αλλά γιατί κλαίω για σας

τα άλλα συντρίμμια της ζωής μου; Ίσως τελικά μπορώ να κλάψω; Μπορώ τελικά στο τέλος να κλάψω;


PREGUNTAS

 

 

 

"lo que hacemos en nuestra vida privada es cosa nuestra" dijeron las Seis Enfermeras Locas del

Pickapoon Hospital de Carolina mientras movían sus pechos con una dulzura tan parecida a Dios

 

¿y si Dios fuera una mujer? alguno dijo

 

¿y si Dios fuera las Seis Enfermeras Locas de Pickapoon? dijo alguno ¿y si Dios moviera sus pechos dulcemente? dijo ¿y si Dios fuera una mujer?

 

 

 

corrían rumores acerca de las Seis

 

las habían visto salir de hospedajes sospechosos con una mirada triste en la boca las habían visto en una cama del Bat Hotel

 

las habían visto fornicando con sastres zapateros carniceros de toda Pickapoon

 

¿y acaso Dios no sale de los hospedajes con una mirada triste en la boca? alguno dijo ¿y si Dios fuera una mujer?

 

¡tetas de Dios! ¡blancos muslos de Dios! ¡lechosos! dijo ¡leche de Dios! gritaba por los techos de toda la ciudad

 

así que lo quemaron

 

hicieron una hoguera alta al pie de la colina del Este

 

y también quemaron a las Seis Enfermeras Locas de Pickapoon todas eran rubias y cada día habían visto a la muerte trabajar

 

 

 

eso es todo

 

así acaban con los temblores mortales e inmortales en Carolina y otros sitios de Dios ¿y si Dios fuera una mujer?

 

¿y si Dios fuera las Seis Enfermeras Locas de Pickapoon? dijo alguno


 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

 

 

 

"lαυτό που κάνουμε στην ιδιωτική μας ζωή είναι δικό μας θέμα" είπαν οι Έξι Τρελές Νοσοκόμες του Νοσοκομείου Πίκαπουν  της Καρολίνα ενώ κουνούσαν τα βυζιά τους με μια γλύκα παρόμοια μες αυτή του Θεού

 

¿κι αν ο Θεός ήταν μια γυναίκα; Κάποιοςείπε

αν ήταν οι Έξι Τρελές Νοσοκόμες του  Πικαπούν; είπε κάποιος ¿κι αν ο Θεός κουνούσε γλυκά τα

βυζιά του? είπε ¿κι αν ο  Θεός ήταν μια γυναίκα;

 

 

 

ΚυκλοφορούσανδιάφοραγιατιςΈξι

 

τις είχαν δει να βγαίνουν από ύποπτα καταλύματα με μια ματιά θλιμμένη στο πρόσωπο τις είχαν δει σε ένα κρεβάτι του Μπατ Χοτέλ

 

τις είχαν δει να φλερτάρουν με ράφτες και παπουτσήδες όλου του Πίκαπουν

 

¿και ίσως ο Θεός να βγαίνει κι αυτός από τας καταγώγια με μια ματιά θλιμμένη στο πρόσωπο? Κάποιος είπε κι αν ο Θεός ήταν μια γυναίκα?

 

¡θεϊκά βυζιά! ΚάτασπραμπούτιατουΘεού! Με πιασίματα! είπε ¡γάλα του Θεού! Κραύγαζε πάνω στις ταράτσες όλης της πόλης

 

κι έτσι τον έκαψαν

άναψαν μια μεγάλη φωτιά στα ριζά του λόφου της Ανατολής

 

κι επίσης έκαψαν τις Έξι Τρελές Νοσοκόμες του  Πικαπούν, όλες ήταν ξανθιές και κάθε μέρα είχαν δει τον θάνατο να πιάνει δουλειά

αυτόείναιόλο

 

έτσι τέλειωσαν με τους τρόμους του θανάτου στην Καρολίνα και σε άλλους τόπους του Θεού κι αν ο

Θεός ήταν μια γυναίκα;

 

κι αν ο Θεός ήταν οι ¨Εξι Τρελές Νοσοκόμες του Πικαπούν; είπε κάποιος


SOBRE LA POESÍA

 

 

 

habría un par de cosas que decir/

 

que nadie la lee mucho/

 

que esos nadie son pocos/

 

que todo el mundo está con el asunto de la crisis mundial/ y

 

 

 

 

con el asunto de comer cada día/se trata de un asunto importante/ recuerdo cuando murió de hambre el tío juan/

decía que ni se acordaba de comer y que no había problema/

 

 

 

 

pero el problema fue después/

 

no había plata para el cajón/

 

y cuando finalmente pasó el camión municipal a llevárselo el tío juan parecía un pajarito/

 

 

 

los de la municipalidad lo miraron con desprecio o desdén/murmuraban que siempre los están molestando/

que ellos eran hombres y enterraban hombres/y no pajaritos como el tío juan/especialmente

 

 

 

porque el tío estuvo cantando pío-pío todo el viaje hasta el crematorio municipal/ y a ellos les pareció un irrespeto y estaban muy ofendidos/ y cuando le daban un palmetazo para que se callara la boca/

el pío-pío volaba por la cabina del camión y ellos sentían que les hacía pío-pío en la


cabeza/el

 

 

 

 

tío juan era así/le gustaba cantar/

 

y no veía por qué la muerte era motivo para no cantar/

 

ent al horno cantando pío-pío/ salieron sus cenizas y piaron un rato/

 

y los compañeros municipales se miraron los zapatos grises de vergüenza/pero

 

 

 

 

volviendo a la poesía/

 

los poetas ahora la pasan bastante mal/ nadie los lee mucho/ esos nadie son pocos/

el oficio perdió prestigio/ para un poeta es cada día más difícil

 

 

 

 

conseguir el amor de una muchacha/

 

ser candidato a presidente/ que algún almacenero le fíe/

 

que un guerrero haga hazañas para que él las cante/

 

que un rey le pague cada verso con tres monedas de oro/

 

 

 

 

y nadie sabe si eso ocurre porque se terminaron las muchachas/ los almaceneros/ los guerreros/ los reyes/

o simplemente los poetas/

 

o pasaron las dos cosas y es itil

 

romperse la cabeza pensando en la cuestión/

 

 

 

 

lo lindo es saber que uno puede cantar pío-pío en las más raras circunstancias/

tío juan después de muerto/ yo ahora

 

para que me quierás/


 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

 

 

 

Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να ειπωθούν/

 

ότι κανείς δεν την διαβάζει πολύ/

 

ότι αυτοί που την διαβάζουν είναι λίγοι/

 

ότι όλος ο κόσμος ασχολείται με το θέμα της παγκόσμιας κρίσης/ και

 

 

 

 

με το τι θα φάει κάθε μέρα/πρόκειται για ένα θέμα σημαντικό/ θυμάμαι

όταν πέθανε από πείνα ο θείος Χουάν/

 

έλεγε ότι δεν ήθελε να φάει και ότι δεν είχε πρόβλημα/

 

 

 

 

αλλά το πρόβλημα προέκυψε μετά/

 

δεν είχε φράγκο για το φέρετρό του/

 

κι όταν τελικά πέρασε η μαύρη λιμουζίνα της δημαρχίας για να πάρει τον θείο Χουάν έμοιαζε με ένα πουλάκι/

 

 

 

οι άνθρωποι του δημαρχείου τον κοίταξαν με απαξίωση  η αμφιβολία/

 

ψιθύριζαν ότι πάντα τους ενοχλούσε ότι αυτοί ήταν άντρες και πάντα έθαβαν άντρες/και όχι πουλάκια όπως ο θείος Χουάν/ειδικά

 

 

 

γιατί ο θείος τραγουδούσε πίο-πίο σε όλο το ταξίδι ως το δημαρχιακό κρεματόριο/ και ότι σ’ αυτούς τους φάνηκε ένας ανεύθυνος και ήταν πολύ ντροπιασμένοι/ και όταν του έδιναν μια σφαλιάρα για να σταματήσει να τραγουδά/

το πίο-πίο πετούσε μες στην καμπίνα του καμιονιού και αυτοί ένιωθαν ότι τους έκανε πίο-πίο μες στο κεφάλι τους


/ο θείος Χουάν ήταν έτσι/του άρεσε να τραγουδά/

 

και δεν έβλεπε γιατί ο θάνατος ήταν λόγος για να μη τραγουδά/

 

μπήκε μες στο χώμα τραγουδώντας πίο-πίο / πετάχτηκαν οι στάχτες του και κελάηδησαν για λίγο/

 

και οι σύντροφοι του δημαρχείου κοίταξαν ωχροί τα παπούτσια τους/αλλά

 

 

 

 

επιστρέφοντας στην ποίηση/

 

οι ποιητές τώρα την περνάνε πολύ άσχημα/ κανείς δεν τους διαβάζει πολύ κι αυτοί που τους διαβάζουν είναι λίγοι/

το επάγγελμα έχασε το πρεστίζ του / για ένα ποιητή κάθε μέρα είναι όλο και πιο δύσκολο

 

 

 

 

να κερδίσει τον έρωτα μιας κοπέλας/

 

να είναι υποψήφιος για πρόεδρος/να τον πιστέψει ένας αποθηκάριος/

 

και ένας πολεμιστής να κάνει ανδραγαθίες και αυτός να τις τραγουδήσει/

 

και ένας βασιλιάς να του πληρώσει κάθε στίχο του με τρεις μονέδες χρυσές/

 

 

 

και κανείς δε ξέρει αν αυτό συμβαίνει επειδή λιγόστεψαν τα κορίτσια/ οι αποθηκάριοι/ οι πολεμιστές/ οι βασιλιάδες /

 

η οι ποιητές/

 

η συνέβησαν και τα δυο πράγματα και είναι ανώφελο να σπαζοκεφαλιάζει κανείς σκεφτόμενος αυτό το θέμα/

 

 

 

το ωραίο είναι να ξέρεις ότι κάποιος μπορεί να τραγουδά πίο-πίο στις στις πιο απίθανες περιστάσεις/

όπως ο θείος Χουάν μετά το θάνατό του/ κι εγώ τώρα γιαναμ αγαπάς/


 

ALLÍ

 

 

 

Nadie te enseña nada. Nadie te enseña a ser vaca.

Nadie te enseña a volar en el espanto.

 

Mataron a miles de compañeros y nadie te enseña a hacerlos de nuevo.

¿Cómo hago,

 

cómo hago yo?

 

¿hay que romper la memoria para que se vacíe como un vaso roto?

Me consuelo estúpidamente.

 

Miro navegar rostros en mi sangre y me digo que no murieron aún.

Pero mueren aún

 

Y yo mismo, ¿qué hago mirando cada rostro?

 

¿Me muero en ellos cada vez?

 

En alguna telita del futuro habrán escrito /sus nombres. Pero la verdad es que están muertos,

amortajados por la incomprensión. Alzan sueños sin método

Contra la vida chiquita.


 

 

 

ΕΚΕΙ

 

 

 

Κανείς δε σε μαθαίνει τίποτα.

 

Κανείς δε σε μαθαίνει να είσαι αγελάδα.

 

κανείς δε σε μαθαίνει να πετάς μέσα στο θρήνο. Σκότωσαν χιλιάδες συντρόφους και κανείς δε σε μαθίανει πώς να τους ξαναφέρεις στη ζωή.

Τι κάνω,

 

Τι κάνω εγώ;

 

Πρέπει να θρυμματίσω τη μνήμη μου για να αδειάσει σαν ένα σπασμένο βάζο; Παρηγοριέμαι με τον πιο ηλίθιο τρόπο.

Κοιτάζω να πλέουν πρόσωπα μέσα στο αίμα μου και λέω στον εαυτό μου ότι δεν πέθαναν ακόμα.

Αλλά πεθαίνουν ακόμα

 

Κι εγώ ο ίδιος , τι κάνω κοιτάζοντας κάθε πρόσωπο;

 

Πεθαίνω μέσα τους κάθε φορά;

 

Σε κάποια μικρή ταινία του μέλλοντος θα γραφτούν /τα ονόματά τους.

 

Αλλά η αλήθεια είναι ότι είναι νεκροί, Σαβανωμένοι από την ακατανοησία.. Εκτοξεύουν όνειρα δίχως μέθοδο ενάντια στη μικρόψυχη ζωή.


DERECHO DE AUTOR

 

 

 

El cheque cuantifica

 

el precio del libro de poesía, no el de la poesía de ese libro;

 

el mero de compradores del libro, no el de lectores de esa poesía;

y en términos de libertad de mercado

 

(suponiendo que algo así existe)

 

cuál es el mercado de la libertad

 

poética (suponiendo que algo así existe). El infierno hablador finge

que los poetas se salvan

 

en la mañana ensimismada. Un hombre sentado en la calle mendiga

con un sombrero en el suelo, la mano

 

ni la usa ya, rayo muerto.

 

El asombro come de estos desastres

 

¿Quién paga los derechos del velero que escribe adiós

en la tarde que no puede volver?


 

 

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

 

 

Το τσεκ με το ποσό δείχνει

 

τη τιμή του βιβλίου της ποίησης,

όχι της ποίησης αυτού του βιβλίου;

 

ο αριθμός των αγοραστών του βιβλίου, όχι αυτός των αναγνωστών του .

και με όρους του ελεύθερου εμπορίου (υποθέτοντας ότι κάτι έτσι υπάρχει) ποιο είναι το εμπόριο της ποιητικής

ελευθερίας ποθέτοντας ότι έτσι κάτι υπάρχει). Ο κολασμένος ομιλητής υποκρίνεται

ότι οι ποιητές σώζονται

 

μες στο αφηρημένο πρωινό . Ένας άνθρωπος καθισμένος στο δρόμο ζητιανεύει

με ένα καπέλο στο έδαφος, το χέρι του

 

δεν το χρησιμοποιεί πια, αχτίδα νεκρή.

 

Η έκπληξη τρέφεται απ αυτές τις συμφορές. Ποιος πληρώνει τα δικαιώματα delvelero

που γράφει αντίο

 

μέσα στο σούρουπο όπου δεν πρόκειται να επιστρέψει;


 

 

 

 

 

 

 

EL ATADO

 

 

 

Escribir sin contar es como vivir sin vida. Las palabras serán inocentes, pero no su relación. El contador traza una columna del "debe" y otra del "haber" y en la última anota los silencios que supo conseguir. Con las caras de una palabra quisiera hacer piedras y mirarlas todas hasta el fin de mis días. Esas caras siempre tienen otras fugitivas de la boca. Morder la piedra, entonces, es la tarea del poeta, hasta que sangren las encías de la noche. En esa noche navegará sin rumbo fijo, desconfiado de todo, en especial de sí, mirando espejos que cantan como sirenas que no existen. El poeta se atará al palo mayor de su ignorancia para no caer en mismo, sino en otro país de aventura mayor, muerto de miedo y vivo de esperanza. Sólo el dolor lo uni muerto vivo al vacío lleno de rostros y verá que ninguno es el suyo. Y todos serán libres.

 

 

 

Ο ΔΕΜΕΝΟΣ

 

 

 

 

Το να γράφεις δίχως να μετράς είναι σαν να ζεις δίχως ζωή.Οι λέξεις θα ίναι αθώες,αλλά όχι η σχέση τους.Ο μετρητής υψώνει μια στήλη από «πρέπει» και μια άλλη από «έχω» και στην τελευταία σημειώνει τις σιωπές που έμαθε να τηρεί.Αυτά τα πρόσωπα έχουν πάντα άλλα που ξεφεύγουν απτο στόμα.Το να δαγκώσεις την πέτρα,είναι υποχρέωση του ποιητήέχρι να ματ΄ωσουν τα ουλα της νύχτας.Μέσα σ’αυτή τη νύχτα θα ταξιδέψει δίχως σταθερή πορεία,δύσπιστος για όλα,και ειδικά για τον εαυτό του,κοιτάζοντας καθρέφτες που τραγουδούν σαν σειρήνες ανύπαρκτες.Ο ποιητής θα προσδεθεί στο μεγάλο στύλο της άγνοιάς του για να μη πέσει μες στον εαυτό του,για να βγει σε μια άλλη χώρα μια μεγαλύτερης περιπέτειας ,νεκός απ το φόβο του και ζωντανός με την ελπίδα του.Μόνο ο πόνος θα τον ενώσει ζωντανό νεκρό με το κενό το γεμάτο με πρόσωπα όπου θα δειι ότι κανένα δεν είναι δικό του.Και όλοι θα είναι ελεύθεροι


 

 

LA COSA

 

Bajo las neas que aquí yacen

hay una criatura acostumbrada a combatir contra el dolor, contra la muerte.

Tal vez por ello amó melodramas,

historias lamentables de sus contemponeos, con desesperación, como se dice.

Como un borracho lento caminó por las calles, tambal sosteniendo el peso de la vida,

de su rostro sólo supo cómo ya no iba a ser. Ese rostro besaba entre el oleaje de la noche.

 

ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ

 

Κάτω απ αυτές τις γραμμές που εδώ κείτονται υπάρχει μια ύπαρξη σθνηθισμένη να μάχεται ενάντια στον πόνο, ενάντια στο θάνατο.

Ίσως γι αυτό να αγάπησε τα μελοδράματα, τις λυπητερές ιστορίες των συγχρόνων του, με απελπισμό, όπως λέγεται.

Όπως ένας αργός μεθυσμένος  βάδισε μέσα στους δρόμους,

παραπατούσε καθώς σήκωνε το βάρος της ζωής,

και από το πρόσωπό του κατάλαβε αυτό που πια δεν επρόκειτο να γίνει.

 

Αυτό το πρόσωπο φιλούσα μέσα στον κυματισμό της νύχτας.


 

 

 

EL ANIMAL

 

Cohabito con un oscuro animal.

Lo que hago de día, de noche me lo come. Lo que hago de noche, de día me lo come. Lo único que no me come es la memoria. Se encarniza en palpar

hasta el más chico

de mis errores y mis miedos. No lo dejo dormir.

Soy su oscuro animal.

 

ΤΟ ΖΩΟ

 

Συγκατοικώ με έν παράξενο ζώο.

Αυτό που φτιάχνω τη μέρα, τη νύχτα μου το τρώει. Κι αυό που φτιάχνω τη νύχτα, τη μέρα μου το τρώει. Το μόνο που δε μου τρώει είναι η μνήμη.

Ματώνει όταν εξετάζει και το παραμικρό

από τα λάθη μου και τους φόβους μου.

Δεν τοι αφήνω να κοιμηθεί.

Είμαι το σκοτεινό του ζώο.


 

 

 

 

 

 

SABER

 

El poema nada en un viento y brilla. No sabe quien es hasta

que lo arrastran aquí, donde

seguramente morirá

a la intemperie de las bestias.

Me gustaría entender a las bestias para entender mi bestia. La

realidad hace gemir con jadeos de animal.

¿Qué gracia fue ganada en su respiración? Ninguna que no fuera perdida.

Abajo de lo suave crepita la sospecha.

En estas manos.

 

 

 

 

 

ΓΝΩΣΗ

 

Το ποίημα πλέει μέσα σε έναν άνεμο και λάμπει.

Δε ξέρεει ποιο είναι ώσπου

να το ξεριζώσουν από δω, όπου σίγουρα θα πεθάνει

στην ύπαιθρο με τα θηρία.

Θ ήθελ να μάθω τα θηρία

για να καταλάβω το δικό μου. Η

πραγματικότητα σε κάνει να κραυγάζεις με αγκομαχητά ζώου.

Ποια χάρη κερδήθηκε μες στην αναπνοή σου?

καμιά που να μην ήταν χμένη.

Κάτω απ’το απαλό σπιθίζει η καχυποψία. Μέσα σ αυτά τα χέρια.


 

 

 

SIEMPRE LA POESÍA

a Juan Carlos Onetti la poesía

debe ser hecha por todos y no por uno, dijo

esas cosas solamente las puede decir un francés rengo

 

que nadie sabe que hizo en la comuna de parís nadie sabe si se murió o no pudo

todos se acuerdan de cuando tocaba el piano hasta altas horas del almita

 

molestando a los vecinos que después tenían que ir a trabajar y se iban de la pensión mal dormidos

pensando en la madre del pianoeta o poenista

hablando pestes de ella cada vez que tropezaban con las piedras o los fríos de las calles de parís

 

lo peor es que tenía un acorde en la cabeza y no se lo podían sacar

se la pasaban fundiendo hierro soplando vidrio y no se podían sacar el acorde del rengo

 

el rengo les había hecho un acorde en la cabeza y por allí pasaban furias, mañanitas, agüeros

una vez a un ferroviario le paso un pajarito por ahí

el pajarito volaba al futuro con un papel que decía futuro en el pico

 

la cuestión es que los vecinos del rengo

tenían cara de piano en la mitad del atardecer caían músicas de ellos o teclas de oro

donde empezaba el horizonte

 

una mujer bellísima cantaba

en la cabeza de los vecinos del rengo que en realidad no era francés

más bien era uruguayo

 

solamente a un uruguayo se le puede ocurrir que la poesía debe ser hecha por todos

y no por uno

que es como decir que la tierra

es de todos y no solamente de uno

 

que el sol no es de uno

que el amor es de todos y de nadie como el aire


y la muerte es de todos y la vida

no tiene dueño conocido

 

vos no eras rengo

lautréamont

lo que pasó es que dejaste Uruguay se te cayó un pedazo que

toca el piano y no deja dormir


 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ

Στον Χουάν Κάρλος Ονέτι η ποίηση

πρέπει να είνι καμωμένη για όλους και όχιι για έναν, είπε

αυτά τα πράγματ μπορεί μόνο να τα πει ένας Γάλλος κουτσός

 

γιατί κανένας δε ξέρει τι έκανε στην κομούνα του Παρισιού κανείς δεν ξέρει αν πέθανε η δε μπόρεσε

όλοι συμφωνούν ότι έπειζε στο πιάνο ως τιςμεγάλες ώρες της ψυχούλας του

 

ενοχλώντας τους γείτονες που μετά είχαν να πάνε να δουλέψουν και έφυγαν απ την πανσιόν κακοκομισμένοι

σκεφτόμενοι τη μάνα του πιανίστ ποιητή η του ποιητή πιανίστα βαστημώντας τη κάθε φορά που σκόνταφυαν σε πέτρες

η έρχονταν αντιμέτωποι με το κρυο των δρόμων του Παρισιού

 

το χειρότερο ήταν ότι είχε ένα ακόρντο μες στο κεφάλι του και δε μπορούσαν να του το βγάλουν

ου έχωναν καυτό σίδηρο και φυσητό γυαλί

και δε μπορούσαν να βγάλουν το ακόρντο απ

 

el rengo τους είχε κάνει ένα ακόρντο μες στο κεφάλι τους κι από κει περνούσαν φούριες, πρωινά, agüeros

μι φορά ένας σιδηροδρομικός του πέρασε ένα πουλί από κει

το μικρό πουλί πετούσε προς το μέλλον με ένα χαρτί που έλεγε μέλλον στη μύτη του

 

το ζήτημα είναι ότι οι γειτόνοι του κουτσού

είχαν ένα πρόσωπο από πιάνο στα μισά του λιογέρματος έπεφταν μουσικές απ αυτούς η πλήκτρα από χρυσάφι όπου άρχιζε ο ορίζοντας

 

μια οπαν΄λεμορφη γυναίκα τραγουδούσε μες στα κεφάλια των γειτόνων του κουτσού που στην πραγματικότητα δεν ήταν Γάλλος αλλά σίγουρα Ουρουγουανός

 

μόνο σε έναν Ουρουγουανό μπορεί να του συμβεί

να πιστεύει ότι η ποίηση θα πρέπει να είναι φτιαγμένη για όλους

και όχι για έναν

που είναι σα να λέμε πως η γη ανήκει σε όλους και όχι μόνο σε έναν


 

 

η ότι ο ο ήλιος δεν είναι για έναν

κι ότι οέρωτας έναι για όλους και για κανένα όπως ο αέρας

κι ο θάνατος που είναι για όλους

και ότι η ζωή

δεν έχει γνωστό αφέντη

 

εσύ δεν ήσουν  κουτσός

Λωτρεαμόν

αυτό που συνέβη είναι ότι άφησες την Ουρουγουάη και σου πεσε ένα κομμάτι που

παίζει το πιάνο και δεν αφήνει κανένα να κοιμηθεί.


 

NOCHE DE REYES

 

El hilo de la infancia

tiene muchos hilos dentro.

Se confunden en los animales grandes, se tejen y destejen

una y otra vez. Quién sabe si mindolos no dejamos de verlos. Ese país

nos pertenece tardíamente.

Parece algo escuchado cuando el sol cubre

el árbol de enfrente, la nube que pasa.

 

 

 

Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ

 

Ο μίτος της παιδικής ηλικίας έχει πολλούς μίτους μέσα του. Μπερδεύοντι στα μεγάλα ζώα, υφαίνονται και ξευφαίνονται

τη μια φορά μετά την άλλη.Ποιος ξέρει αν τους κοιτάξουμε ότι δεν παύουμε να τους βλέπουμε. Αυτή η χώρα

μας ανήκει αλλά μεταγενέστερα.

Φαίνεται σαν κάτι που το έχουμε ακούσει όταν ο ήλιος σκεπάζει

το απέναντι δέντρο,

το σύννεφο που περνά.


 

 

NOW

 

¿Y el niño que mendiga?

¿Y el que vendió su posibilidad de alma? Es extraño:

restos de ideas humanas se amontonan en las esquinas del barrio

caídas de la despasión. El alba

sale sucia en la ciudad, no

arregla las furias de la noche que

respiran con pulmones de fuego. ¿Nunca escribieron la palabra bondad

en el libro del mundo?

Quisiera quedarme en mi conciencia como hacen los perros, espantar

a la desdicha continua,

los sueños flacos, los pavores, su idiota irrealidad,

y amar a la vida en un hotel de provincia, todo lo que no es.

 

 

 

 

ΤΩΡΑ

 

Και το μικρό πασί που ζητιανεύει;

Κι αυτός που πούλησε το που δύνονταν η ψυχή του;

Είναι παράξενο:

υπολείματα από ιδέες ανθρώπων συσωρρεύονται στις γωνιές του προαστείου

πεσμένα από αμέλεια. Η ψυχή βγαίνει βρώμικη στην πόλη, δε ταχτοποιεί τις μανίες της νύχτας  που

αναπνέουν με πνευμόνια από φωτιά. Ποτέ δεν έγραψαν τη λέξη καλοσύνη

στο βιβλίο του κόσμου;

θα ήθελα να μείνω με τη συνείδησή μου όπως κάνουν τα σκυλιά,να θρηνήσω

για τη συνεχή δυστυχία,

για τα αδύναμα ονειρα, για τους τρόμους,

για τη βλακώδη ανυπαρξία τους,

και να αγαπήσω τη ζωή σε ένα επαρχιακό ξενοδοχείο,

όλα όσα δεν υπάρχουν.


 

PAÍS

 

[A Marco Antonio Campos]

 

¿El universo? Claro. ¿El infinito? Además.

¿La carne? Desde luego. Carne celeste

o con un cielo arriba que nubla cuando tocás el odio y llueve un agua triste.

Una vaca pace en el hueso que vas a recordar

¿Y los que olvidan?

¿Se tapan como indios las vergüenzas? País desaparecido en una gorra militar,

¿estás en lo que venga?

Lo que vino es cobardía y desprecio. Tumbas cavadas en el agua, Paul Celan.

El día me recuerda que no soy árbol y no tengo raíces de pájaro. Vivo vagamente

y nadie me ve entrar.

 

ΧΩΡΑ

 

[Στον Mάρκο τόνιο Κάμπος]

 

Το σύμπαν; Φυσικά. Το άπειρο; Επίσης.

Η σάρκα? Ασφαλώς. Σάρκα ουράνια;

η με έναν ουρανό εκεί ψηλά που να συνεφιάζει όταν έρχεσαι σε επαφή με το μίσος και βρέχει με ένα θλιβερό νερό.

Μια αγελάδα βόσκει μες στα κόκαλα που θα θυμηθείς

Κι αυτοί που ξεχνάνε;

Σκεπάζουν όπως οι Ίντιος τις ντροπές;

Χώρα εξαφανισμένη μέσα σε ένα στρατιωτικό πηλίκιο, υπάρχεις σ αυτό που ναι να ρθει;

Αυτό που μας ήεθε είναι ανανδρία και καταφρόνια. Τάφοι σκαμένοι μές στο νερό, Πάουλ Τσέλαν.

Η μέρα μου θυμίζει πως δεν είμαι δέντρο κι ότι δεν έχω ρίζες πουλιού.

Ζω μοιραία

και κανένας δε με βλέπει να μπαίνω.


POEMA

 

[a Mara]

 

Entre los adelantos médicos figuran el by-pass para que siga el corazón, el láser para entrar a la vesícula

por un agujerito, y

muchos otros que empujan al cuerpo contra lo desconocido.

Esta semejanza de la vida provoca el llanto de la razón. Nadie estudia los nervios

de la estupidez, las arterias

del mal, la médula del dolor, los huesos de tanta angustia que gira por ahí

con trazado oscilante.

Hay quien dice que es itil porque no hay remedios,

no hay farmacias del alma.

Hay quien dice que esta noche es igual a todas las noches. Pero en esta noche canta

lo que nunca tendremos

y el pasado es un canario ciego que te había visto.

En el vacío de tu imagen estaba el ancho sol.


ΠΟΙΗΜΑ

 

[στη Μάρα]

 

Ανάμεσα στους προχωρημένους γιατρούς φιγουράρουν

το by-pass για να συνεχίσεινα χτυπά η καρδιά,

το λέιζερ για την εισαγωγή στην ουροδόχο κύστη από μια μικρή τρυπούλα, και

πολλά άλλα που ωθούν το σώμα ενάντια στο άγνωστο.

Αυτή η ομοιότητα της ζωής προκαλεί τη θρηνωδία του λόγου. Κανείς δε μελετά τους νευρώνες της βλακείας, τις αρτηρίες

του κακού,την μέντουλα του πόνου, τα κόκαλα με την τόση αγωνία που εμφιλοχωρεί εκεί

με το χάραγμα που παλινδρωμεί.

Υπάρχει αυτός που λέει

ότι δεν υπάρχουν παρηγοριές,

πως δεν υπάρχουν φάρμακα για την ψυχή. Υπάρχει αυτός που λέει ότι τούτη η νύχτα είναι ίδια με όλες τις νύχτες.

Αλλά μέσα σ αυτή τη νύχτα τραγουδά αυτό που ποτέδεν θα έχουμε

και το παρελθόν είναι ένα τυφλό καναρίνι

που σε είχε κάποτε δει.

μες στο κενό της εικόνας σου βρισκόταν ο διάπλατος ήλιος.


 

Pensamientos

 

soy de un país donde hace poco Carlos

Molinas

uruguayo anarquista y payador fue detenido

en Bahía Blanca al sur del sur frente al inmenso mar como

se dice

fue detenido por la policía Carlos Molina estaba cantando hilando coplas

sobre el océano enorme los viajes los monstruos del océano enorme o coplas

sobre el caballo que se acuesta en la pampa

o sobre el cielo un suponer Carlos

Molinas cantaba como siempre bellezas y dolores

cuando

de pronto el Che empezó a vivir a morir en su guitarra

y así

la policía lo detuvo

 

soy de un país donde se llora por el Che o en todo caso

se canta por el Che y

algunos están contentos con su muerte

«vieron» dicen «estaba equivocado la cosa

no es así» dicen y cómo carajo sera la cosa no lo dicen o

prefieren recitar viejos versículos o indicar señalar aconsejar

mientras

los demás callan

miran al aire con los ojos perdidos

 

el comandante Guevara ent a la muerte y allá andará según se dice

 

soy de un país donde costó creer que se moría y

muchos

un servidor entre otros se consolaba así:

«pero si él dice no hay que pelear hasta morir hay que

pelear hasta vencer entonces no está muerto».


otros lloraban demasiado como quien ha perdido a su padre y yo creo

que él no es nuestro padre y con todo respeto creo que está mal llorarlo así

 

soy de un país donde los enemigos no pudieron depositar un solo insulto

una sola

suciedad una sola pequeña porquería

sobre él y hasta algunos lamentaron su muerte no por bondad o

humanidad o pie- dad

sino porque esos viejos perros

o muertos con permiso sintieron por fin un enemigo que

vaa la pena

que un rayo de peligro entraba en escena y entonces iban a poder morir en serio

a manos o a balas de verdad «y no

en brazos de esta especie de disolución en que nos vamos disolviendo» como dijo uno de grande apellido

 

soy de un país donde sucedieron o suceden

todas estas cosas y aún otras

como traiciones y maldades en excesiva cantidad

y el pueblo sufre y está ciego y naides

lo defiende y sólo

el Che se puso de pie para eso

 

pero ahora

el comandante Guevara ent a la muerte y allá andará según se dice

 

soy de un país complicadísimo latinoeurocosmopoliurbano criollojudipolacogalleguisitanoira según dicen los textos y los textos que

dicen pues dicen y como dicen

así será la historia pero yo les aseguro que no es cierto de este país de fantasia

se fue Guevara una mañana y


otra mañana volvió y siempre

ha de volver a este país aunque no sea más que

para mirarnos un poco un gran poquito y

¿quién se hab de aguantar?

¿quién hab de aguantarle la mirada?

 

pero

ahora nomás

el comandante Guevara ent a la muerte

y allá andará según se dice

 

pregunto yo

¿quién hab de aguantarle la mirada?

¿ustedes momias del partido comunista argentino?

ustedes lo dejaron caer

¿ustedes izquierdistas que que no?

ustedes lo dejaron caer

¿ustedes duos de la verdad revelada?

ustedes lo dejaron caer

¿ustedes que miraron a China sin entender que

mirar a China en realidad era mirar nuestro país? ustedes lo dejaron caer

¿ustedes pequitos

teóricos del fuego por correo partidarios

de la violencia por teléfono o

del movimiento de masas metafísico?

ustedes lo dejaron caer

¿ustedes sacerdotes del foquismo y más nada?

ustedes lo dejaron caer

¿ustedes miembros del club de grandes culos sentados en

«lo rea?

ustedes lo dejaron caer

¿ustedes los que escupen sobre la vida sin

advertir que en realidad están escupiendo contra el gran viento de la

historia?

ustedes lo dejaron caer

¿ustedes que no creen en la magia?

ustedes lo dejaron caer

 

soy de un país donde al comandante

Guevara

lo dejaron caer:

los militares los curas los homeópatas los martilleros públicos

los refugiados españoles masoquistas


judíos

los patrones y

los obreros también por ahora

 

«qué hombre qué hombrazo» sin embargo

me dijo a mí un obrero pedro se llamaba se llama tiene mujer que no recibe

hijitos por nacer y el pedro

me decía «qué hombre qué hombrazo cómo

lo quiero» decía el albañil pensando

en su madre una puta

famosa en toda Córdoba y madre de siete hijos que crió con amor Pedro ya con mayúscula

cómo saludo tu rencor

cómo te beso al pie de tus fracasos

«qué pelotas» me dijo Pedro un día hablándome del Che

de ciertos adminículos que hierven bajo la paz conjetural

de este país cosmopolita

 

el comandante Guevara ent a la muerte y allá andará según se dice

 

yo estoy escribiendo esto

porque la Casa de las Américas de Cuba institución muy respetable

ha resuelto publicar un mero especial de su revista dedicado

a testimonios sobre el Che ahora que lo han muerto según dicen y Roberto

Fernández Retamar íntimo mío

pero más

pedazo mío que anda por ahí por el Caribe formidable y fosforescente y amatorio y conspicuo Roberto como dije

ha creído necesario que yo

escriba algo sobre esto o tal vez algún otro creyó que así debía ser y pidió

artículos poemas etcétera a colaboradores que

se sentirán más miserables todavía

si eso fuera posible si eso fuera posible en realidad

 

soy de un país donde te hago caso


Roberto pero

decime o dime por favor

¿qué me pedís o pides?

¿que escriba realmente?

te doy noticias de mi corazón nada más

¿alguno sabe en realidad

cuáles son las noticias de mi corazón?

¿alguno cree o creerá que

me he negado a llorar excepto con mi mujer o con-

tigo Roberto ahora

que narro estas cuestiones

y que la tristeza como un perro siempre siguió a los hombres

molestándolos?

 

soy de un país donde es necesario no amar sino matar

a la melancholia y donde no hay que confundir

el Che con la tristeza o como dijo Fierro hinchan con gordura

 

soy de un país donde yo mismo lo dejé caer

y quién pagará esa cuenta quién

 

pero

lo serio es que en verdad

el comandante Guevara ent a la muerte y allá andará según se dice

bello

con piedras bajo el brazo

 

soy de un país donde ahora

Guevara ha de sufrir otras muertes

cada cual resolverá su muerte ahora:

el que se aleg ya es polvo miserable

el que llo que reflexione

el que olvidó que olvide o que recuerde y aquel que recordó sólo tiene derecho

a recordar

el comandante Guevara ent a la muerte por su

cuenta pero ustedes

¿qué habrán de hacer con esa muerte?

pequos míos


¿qué?

 

(como nadie se salva entre paréntesis quiero

no por noción de estupideces posiblemente a mí

referidas

tampoco por piedad o mera precaución

esas carnes podridas que no pueden

rezar a mediodía quiero como repito

repetir una historia que no todos conocen y

de la cual hay algunos que desconfían:

el poeta que escribe su poema dejando en él la maravilla de

la vida y la muerte del comandante

Guevara

ese porteño cordobés de Mirada jodida

como de dios como de dioses sorprendidos en medio de su

milagro su

bota podrida por la selva del mundo

quiero decir que este poema o cosa

de la que hay que desconfiar

en la que hay que creer

no se termina en estas páginas amable lector le ruego

que siga las noticias de los diarios

de la sip y la sap Sección Angustia Perimida por ejemplo o

Son Ángeles Potentes o

Sobran Algunos Policías ruégole gran lector

que lea atentamente

neas de sangre que se escriben cada día en Vietnam

y también en Bolivia qué joder y también en la Argentina

caro lector yo le ruego que lea)

 

el comandante Guevara ent a la muerte y allá andará según se dice

 

 pocas cosas 

que no debo llorar Ernesto sé


que

de mí dependés ahora

te puedo sepultar con grandes lágrimas pero

en realidad no puedo

 

el poeta

en realidad

se abstiene de llorar se abstiene de escribir un poema sea

para la Casa de las Américas sea para lo que sea el poeta

apenas si llo en realidad sigue mirando el mundo sabe

algún día la belleza vendpero no hoy que estás ausente el poeta

apenas sabe vigilar

che

Guevara

 

ahora deseo un gran silencio

que baje sobre mi coran y lo abrigue padre Guevara ¿qué será de

tus hijos?

¿por qué te fuiste hermoso sobre caballos de cantar?

 

¿quién hab de juntarte otra vez?


 

 

Σ κ έ ψ ε ι ς

 

είμαι από μια χώρα όπου πρόσφατα ο Κάρλος

Μολίνας

Ουρουγουανός αναρχικός και τραγουδοποιός συνελήφθη

στο νότια της Μπαΐα Μπλάνκα μπροστά στη απέραντη θάλασσα όπως

λένε

συνελήφθη απ την αστυνομία ο Κάρλος Μολίνας

τραγουδούσε ιλάντος και κόπλες

για τον απέραντο ωκεανό τα ταξίδια τα τέρατα του απέραντου ωκεανού

ή κόπλες

για το άλογο που κοιμάται στην πάμπα

ή για τον ουρανό υποθέτω ο Κάρλος

Μολίνας τραγούδαγε ως συνήθως για ομορφιές και πόνους

όταν

άξαφνα άρχισε ο Τσε να ζει και να πεθαίνει στις χορδές της κιθάρας του

κι έτσι

η αστυνομία τον συνέλαβε

 

 

 

είμαι από μια χώρα που κλαίει για τον Τσε ή που εν πάσει περιπτώσει

τραγουδά για τον Τσε και

κάποιοι με το θάνατό του το ευχαριστήθηκαν

«είδανε» λένε «είχε λαθέψει δεν ήταν έτσι η κατάσταση»

λένε μα πώς διάολε έχει η κατάσταση δεν λένε ή

προτιμούν να απαγγέλλουν παλιά στιχάκια ή υποδεικνύουν, σχολιάζουν, συμβουλεύουν την

ώρα

που άλλοι σιωπηλοί

κοιτάνε στο κενό με το χαμένο βλέμμα τους

 

ο κομαντάντε Γκεβάρα πέρασε στο θάνατο κι εκεί θα περπατάει κατά πως λένε

 

είμαι από μια χώρα όπου δυσκολευόσουν να πιστέψεις πως είναι πεθαμένος και

πολλοί

ένας σερβιτόρος μεταξύ άλλων παρηγορούταν κάπως έτσι:

«αφού όμως αυτός λέει όχι ότι πρέπει να αγωνιστούμε μέχρι θανάτου αλλά


να αγωνιστούμε μέχρι την τελική νίκη τότε δεν πέθανε»

άλλοι οδύρονταν τόσο σαν να είχαν χάσει τον πατέρα τους και πιστεύω ότι δεν είναι ο πατέρας μας και

μ όλο το σεβασμό πιστεύω πως

είναι κακό να θρηνούμε έτσι

 

είμαι από μια χώρα όπου οι εχθροί δεν μπόρεσαν να ξεστομίσουν έστω και

μια βρισιά

έστω και μια βρομιά την παραμικρή μπούρδα γι αυτόν κι ακόμα κάποιοι

θρηνήσανε το θάνατό του όχι από καλοσύνη ή

ανθρωπιά ή γιατί τους πήρε ο πόνος

αλλά επειδή αυτά τα γέρικα σκυλιά

ή τα ψοφίμια μυρίστηκαν εν τέλει έναν εχθρό που

άξιζε τον κόπο

γιατί μια απειλητική αστραπή έμπαινε  στη σκηνή και συνεπώς μπορεί όντως να πέθαιναν στ αλήθεια από χέρια ή από βόλια αληθινά «κι όχι στη βάση μιας λύσης

που θα μας οδηγήσει στη διάλυση» όπως είπε ένα απ τα μεγάλα ονόματα

 

 

 

είμαι από μια χώρα που συνέβησαν ή συμβαίνουν

όλα αυτά τα πράγματα κι άλλα πολλά ακόμα ας πούμε προδοσίες και αθλιότητες ουκ

ολίγες

και υποφέρει ο λαός κι είναι τυφλός κι οι τιποτένιοι

για να τον υπερασπιστούν και μόνο ο Τσε στάθηκε όρθός για τούτο

 

αλλά τώρα

ο κομαντάντε Γκεβάρα πέρασε στο θάνατο

κι εκεί θα περπατάει κατά πως λένε

 

 

 

 

είμαι από μια περίπλοκη χώρα λατινοευρωκοσμοπολιτοαστική κρεολοεβραιοπολωνοϊσπανοαθιγγανοϊρλανδική χώρα κατά πως λένε οι γραφές και οι γραφές

λένε

αυτό που λένε και


όπως το λένε

και έτσι θα το γράφει η ιστορία αλλά εγώ σας διαβεβαιώνω ότι δεν είναι αλήθεια από τη χώρα αυτή της φαντασίας

έφυγε ο Γκεβάρα ένα πρωινό και γύρισε την άλλη μέρα και πάντα

θα γυρνάει σ αυτή τη χώρα ακόμα κι αν είναι για

να μας κοιτάζει λίγο μια στιγμούλα και ποιος αλήθεια θα το αντέξει;

ποιος θα μπορεί το βλέμμα του ν αντέξει;

 

αλλά

τώρα ακριβώς

ο κομαντάντε Γκεβάρα πέρασε στο θάνατο κι εκεί θα περπατάει κατά πως λένε

 

αναρωτιέμαι

ποιος θα μπορεί το βλέμμα του ν αντέξει;

εσείς μούμιες του κομμουνιστικού κόμματος αργεντινής;

σεις τον αφήσατε να πέσει εσείς ψευτοαριστεροί;

εσεις τον αφήσατε να πέσει

εσείς ιδιοκτήτες της εξ αποκαλύψεως αλήθειας;

εσεις τον αφήσατε να πέσει

εσείς που κοιτάζατε την Κίνα χωρίς να καταλαβαίνετε ότι

κοιτάζοντας την Κίνα στην πραγματικότητα κοιτάζατε τη χώρα μας;

σεις τον αφήσατε να πέσει

εσείς ασήμαντοι

θεωρητικοί του ένοπλου δι αλληλογραφίας αγώνα, υπέρμαχοι

της βίας μέσω τηλεφώνου ή

της μεταφυσικής κίνησης των μαζών;

εσείς τον αφήσατε να πέσει,

εσείς ιερείς του φοκισμού και τίποτα άλλο;

σεις τον αφήσατε να πέσει εσείς μέλη του κλαμπ

των ευρυπρώκτων στρογγυλοκαθισμένοι απάνω

«στο ρεαλισμό»;

σεις τον αφήσατε να πέσει εσείς που φτύνετε

στη μούρη τη ζωή χωρίς

να παίρνετε είδηση πως στην πραγματικότητα φτύνετε κόντρα στον μεγάλο άνεμο της

ιστορίας;

σεις τον αφήσατε να πέσει

εσείς που δεν πιστεύετε στη μαγεία;

σεις τον αφήσατε να πέσει

 

είμαι από μια χώρα όπου τον κομαντάντε


Γκεβάρα

τον άφησαν να πέσει:

στρατιωτικοί παπάδες ομοιοπαθητικοί κοινοί δημοπράτες

ισπανοί πρόσφυγες εβραίοι μαζοχιστές

αφεντικά κι

εργάτες επιπροσθέτως και προς το παρόν

 

«τι άντρας τι άντρακλας»

μου ’πε

ωστόσο ένας εργάτης Πέδρο τον έλεγαν τον λένε έχει γυναίκα που δεν του χάρισε παιδιά και μου λεγε ο Πέδρο

«τι άντρας τι άντρακλας πώς

τον γουστάρω» έλεγε ο χτίστης κι

αναλογίστηκε

τη μάνα του πουτάνα

ξακουστή σ όλη την Κόρδοβα και μάνα εφτά παιδιών που τα ανάστησε μ αγάπη Πέδρο από εδώ και στο εξής με κεφαλαίο πώς χαίρομαι το φθόνο σου

πώς θα ’θελα να φίλαγα μια μια τις ατυχίες σου

«τι αρχίδια» μου είπε μια μέρα ο Πέδρο μιλώντας μου για τον Τσε

και για ορισμένα υποκείμενα που μηχανοραφούν στο πλαίσιο δήθεν της ειρήνης

σ αυτή τη χώρα την κοσμοπολίτικη

 

ο κομαντάντε Γκεβάρα πέρασε στο θάνατο κι εκεί θα περπατάει κατά πως λένε

 

εγώ τα γράφω αυτά

γιατί το Σπίτι της Αμερικής της Κούβας θεσμός πολύ σημαντικός

αποφάσισε να τυπώσει ένα ειδικό τεύχος

του ομώνυμου περιοδικού του αφιερωμένου σε μαρτυρίες για τον Τσε

τώρα που τον πέθαναν

κατά πως λένε κι ο Ροβέρτο

Φερνάνδες Ρεταμάρ στενός μου φίλος μα πιο πολύ

σαν ένα κομμάτι του εαυτού μου που τριγυρίζει εκεί στην Καραϊβική υπέροχος

φωσφορικός κι ερωτικός κι ασύγκριτος ο Ροβέρτο όπως είπα

θεώρησε απαραίτητο κι εγώ

να γράψω κάτι γι αυτό ή ίσως όποιος άλλος

πίστευε ότι έτσι έπρεπε να κάνω πως έπρεπε να είναι και ζήτησε άρθρα ποιήματα και τα λοιπά από

συνεργάτες που


θα ένιωθαν πιο δυστυχείς ακόμα

αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό αν κάτι τέτοιο ήταν όντως εφικτό

 

είμαι από μια χώρα όπου σ’ ακούει με προσοχή

Ροβέρτο ωστόσο

πείτε μου ή εσύ πες μου σε παρακαλώ τι μου ζητάς τι μου ζητάτε;

σαν τι στ αλήθεια θέλετε να γράψω;

σου δίνω ειδήσεις από καρδιάς κι αυτό είν όλο

ξέρει κανείς πραγματικά

ποια είναι τα νέα της καρδιάς μου;

πιστεύει άραγε άλλος κανείς ή θα πιστέψει ότι αρνήθηκα να κλάψω εκτός

με τη γυναίκα μου ή μαζί σου Ροβέρτο τώρα που θέτω αυτά τα ερωτήματα

και ξέρω πως η λύπη σαν σκυλί ακολουθούσε πάντα τους ανθρώπους

τους   ταραγμένους;

 

είμαι από μια χώρα όπου επιβάλλεται να μην αγαπάς αλλά να σκοτώνεις

τη μελαγχολία και όπου δεν πρέπει να συγχέουμε τον Τσε με τη θλίψη

ή όπως είπε ο Φιέρο

το πρήξιμο με το λίπος

 

είμαι από μια χώρα όπου κι εγώ ο ίδιος αφέθηκα να πέσω

και ποιος θα πληρώσει ετούτον το λογαριασμό ποιος

 

αλλά

το σοβαρό στ αλήθεια είναι

πως ο κομαντάντε Γκεβάρα πέρασε στο θάνατο κι εκεί θα περπατάει κατά πως λένε

όμορφος

με πέτρες παραμάσχαλα

 

είμαι από μια χώρα όπου σήμερα

ο Γκεβάρα θα υποστεί κι άλλους πολλούς θανάτους

τώρα ο καθένας θα λύσει το μυστήριο του θανάτου του:

αυτός που χάρηκε είναι ήδη ένα τίποτα αξιολύπητο

εκείνος που έκλαψε συλλογισμένος αυτός που ξέχασε να ξεχνά ή να θυμάται

και μόνο εκείνος που θυμήθηκε έχει δικαίωμα να θυμάται

o κομαντάντε Γκεβάρα πέρασε στο θάνατο για


λογαριασμό του αλλά εσείς

τι θα πρέπει να κάνετε μ’ αυτό το φονικό;

εσείς μικροί μου τι;

 

(αν και κανείς δεν σώθηκε σε παρένθεση θέλω

όχι με θεωρητικές ανοησίες στις αναφορές μου

αν είναι δυνατόν

ούτε από ευσπλαχνία ή για απλή προφύλαξη

από αυτά τα σάπια κρέατα που δεν μπορούνε να προσευχηθούν το μεσημέρι

θέλω για πολλοστή φορά

να επαναλάβω μια ιστορία όχι γνωστή σε όλους και

στην οποία άλλοι δυσπιστούν:

ο ποιητής που γράφει το ποίημά του διοχετεύοντας εκεί το θαυμασμό του για τη ζωή και για το θάνατο του κομαντάντε

Γκεβάρα

αυτού του λιμανίσιου Κορδοβέζου με το απαιτητικό του βλέμα όπως το βλέμμα των θεών των θεών των

κατάπληκτων μπροστά στο θαύμα του μπροστά στη

μπότα του που σάπισε από τη ζούγκλα αυτού του κόσμου

θέλω να πω ότι ετούτο εδώ το ποίημα ή το θέμα μας κάνει επιφυλακτικούς

και στο οποίο πρέπει να πιστέψουμε δεν εξαντλείται σε τούτες τις σελίδες ευγενικέ αναγνώστη σε παρακαλώ

εσύ που παρακολουθείς τις ειδήσεις των εφημερίδων

του τάδε και του δείνα –Τομέας Αξέχαστων Δεισιδαιμονιών π.χ. ή

Δεινόσαυροι Απροστάτευτοι ή

Δεινοπαθούντες Αστυνομικοί σε εκλιπαρώ εξαίρετε αναγνώστη

διάβασε προσεκτικά

τις ματωμένες αράδες που γράφονται καθημερνά στο Βιετνάμ

κι εκεί στη Βολιβία γαμώτο κι ακόμα στην Αργεντινή

αγαπητέ αναγνώστη σε ικετεύω να διαβάσεις)

 

ο κομαντάντε Γκεβάρα πέρασε στο θάνατο κι εκεί θα περπατάει κατά πως λένε

 

ξέρω πολύ λίγα ξέρω


πως δεν πρέπει να κλαίω για τον Ερνέστο ξέρω

ότι

τώρα είναι δική μου επιλογή

μπορώ να σε θάψω με ποταμούς δακρύων αλλά

στην πραγματικότητα δεν μπορώ

 

ο ποιητής απέχει

πράγματι απ το θρήνο απέχει

απ το να γράψει ένα ποίημα είτε για το Σπίτι της Αμερικής είτε

για οποιονδήποτε άλλον ο ποιητής κι αν μετά βίας έκλαψε στην ουσία εξακολουθεί τον κόσμο να κοιτάζει ξέρει

πως κάποια μέρα η ομορφιά θα ρθεί

μα όχι σήμερα που  εσύ λείπεις ο ποιητής

ξέρει μονάχα να αγρυπνάει για τον

Τσε

Γκεβάρα

 

αποζητάω τώρα μια μεγάλη σιωπή

να πέσει στην καρδιά μου πάνω για να την ανοίξει πατέρα μου Γκεβάρα τι θ’ απογίνουν

τα παιδιά σου;

γιατί αναχώρησες εξαίσιος

πάνω στα άλογα του τραγουδιού;

 

ποιος τώρα θα μπορεί να ξαναρθεί μαζί σου;


 

 

ANEJO [ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ]

 

Hildebrando  Pérez  Grande  , UNMSM.

 

Juan Gelman: El emperrado corazón amora. Trazos, trizas, trilces.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Aquí donde ya casi todo se llama JuanRFR*

 

 

 

Pocas veces en nuestra América contemponea la poesía está ligada tan íntimamente a la historia como se manifiesta de manera rotunda en la obra rica de Juan Gelman (1) Y es difícil encontrar un discurso ético, moral, pleno de intensa belleza,   como el suyo, en el cual se enlazan la historia social, es decir, en su conmovedor caso, el peronismo, las dictaduras  del cono sur, los montoneros libertarios, el plan cóndor, la triple A, las madres de Mayo, en fin, los muertos y los desaparecidos por el   neofascismo argentino; con el noble devenir individual de un ciudadano huérfano de patria desde la década del 60, perseguido, amenazado de muerte, exiliado, con la memoria encendida de su hijo Marcelo asesinado a la edad de 20 años ( a quien le preguntará en medio de su honda tristeza de padre que busca el    bien perdido: “¿acaso no te duelo / te juaneo / te gelmaneo?

¿acaso no te soy para padrearte? /¿me vas a disculpar porque te hije mucho? ¿me estás alando

 

/ ala de mi furor?/¿te descriaturas como paloma / que busca un ojo ciego para ver?) (2) y su nuera María Claudia que aún no cumpa los 19 y con una nieta, Macarena, a quien el poeta felizmente acaba de ubicar y rescatar hace algunos años en Montevideo. A ella le confesará, más allá de sus penas personales: Somos huérfanos de la misma persona. Estos son los trazos tgicos de quien, por encima de estos infortunios, sostiene tenazmente que laesperanza es “un deseo que no se va a apagar”  y que él está entre nosotros para “hablar de la belleza.

 

 

 

 

En el vértigo de los tiempos sombríos que vivimos, Juan Gelman nos recuerda que Se pasa de inocente a culpable / en un segundo. El tiempo / es así, torcazas /Que cantan en un árbol


3 cansado (3). Y si en nuestra cotidianidad pasamos de inocentes a culpables en un instante,en el plano de la lengua ocurre otro tanto: no sólo existe la sospecha sino la certidumbrede que la lengua se enajena, se pervierte, se encanalla, más aún en un medio social que consus convenciones,

su retórica costumbrista, sus ritos  deleznables,                                               y sobre todo por el ejercicio

 

abusivo del poder que atenta contra su esencia y autenticidad. Si las palabrassuenan falsas, si están desvalorizadas, el poeta piensa que no podrán comunicar a plenitudsu estar en este mundo. Para expresarlo todo, desde los huesos meros como Vallejo odesde la masmédula como propone Girondo, Gelman decide hacer un punto de inflexiónen su producción poética. El emperrado corazón amora (4), su más reciente libro, es laconsagración de una constante actitud crítica frente al lenguaje y de una estrategia poéticaforjada a mediados de la década del 60’con la finalidad de levantar un texto que sea fieltestimonio semántico y sonoro de lo que el poeta desea compartir con sus prójimos.

 

Desde Violín y otras cuestiones (1956), pasando por Gotán (1962), arribamos a lera buey (1965 /

 

1968), en donde el poeta inicia una tarea que le demandará muchos años:  experimentar con el lenguaje, no sentirse cómodo  tan sólo con el uso de los arcaísmos ni los neologismos ni con alguna frase feliz alcanzada de manera lúdica sino encontrar la palabra justa, aquella, la que Vallejo busco sin desmayo  alguno. Construir un lenguaje, una dicción, un ritmo propios, es su utopía de entonces. La velocidad de la palabra no es / la velocidad de la sangre y no  / quién traiciona a quién. (5), dice Gelman después de constatar  que  debe  poner  en  cuestión  el  lenguaje  que  la  tradición  le  ha dejado  como herencia. Aquel yo rico que, además, ha enriquecido su voz con los aportes de los hallazgos vanguardistas, se aventura, como bien dice Oscar Hahn, a una batalla perpetua:Uno  puede percibir  su  lucha  por  decir  mucho  más  de  lo  que  el  lenguaje  lepermite decir; uno puede sentir que el idioma se le hace insuficiente (6)

 

Y para superar esa insuficiencia del lenguaje con el que se ha estado inclinando sobre la página en blanco el poeta se reinventa: Juan Gelman se desdobla, da vida a varios heterónimos: Julio Grecco y Jo Galván, son combatientes y mártires del proceso de liberación nacional  de  su  país  a  quienes les  prestará  su  voz,  cambiando  su  característico tono  coloquial,  su  leve  ironía  y  su  cadencia narrativa, para consignar los sueños y derrotas de sus sufridos camaradas. Luego está SidneyWest, a quien, supuestamente, el  poeta traduce del inglés al español, y el misterioso Yamanokuchi Ando y John Wendell, entre otros. No son gratuitos estos desdoblamientos. Desde su otredad el poeta busca su pertenencia bajo cielos ajenos, una tribu, la familia que por ahora es una diáspora doliente, la armoniosa comunidad humana. Y lo que encuentra es la conciencia dolorosa de padecer un exilio injusto:Los  exiliados  son  inquilinos  de  la  soledad”.  (7)  A  nuestro  entender,  es  cil  percibir  el propósito gelmaneano: sobrevivir la extraterritoriedad lúcidamente para tomar distancia de lo que va a poetizar, extrañarse para hablar sin caer en los riesgos del  intimismo, el melodramatismo (tan


3 proclive cuando se quiere hablar del exilio y otros infortunios). La heteronimia, pues, le permite al poeta  no  perderse  en  una  retórica  vacía  de  significados:  Ojalá  me  nombraras  con  nombres diferentes. Yo no conozco nada sino vos, conmigo en vos, que no conozco (8). Para expresarse de manera  autentica  y  meridiana,  el  poeta  arremete  contra  la  lengua  adocenada,  la  sintaxis  de “construcción  servil  e  institucional sin  sorpresa  alguna,  y  de  formas  discursivas  anquilosadas yestilos sedentarios” para decirlo como lo hace Silvio Mattoni cuando señala los aportes críticos de Gilles Deleuze sobre ciertos textos literarios adormecidos.(9) Desde la lengua hecha trizas, desde los “pedacitos” de aquel lenguaje reformulado, surgi no un tartamudo de la lengua sino un locutor poderoso, resuelto, un producto de la belleza que vendrá” como sostiene el poeta. Un ciudadano que  ha  sobrevivido  a  los  embates  de  una  realidad impía   y  el  hacedor  de  un discurso que  nos conmueve y deslumbra.

 

Decíamos  neas  arriba  que  El  emperrado  corazón  amora  es  la  consagración  de  una squeda incesante. Sostenemos esta afirmación, en tanto que el poeta, desde su sobrevivir en  dos campos de batalla como son   la realidad y el lenguaje poético, no se ha dado ninguna tregua: el temor a la vejez

¿envejece?  /   el  temor  a  la  muerte  ¿enmuerta?...me  estoy  enmuertando  yo?  (10).  Gelman  no descuida su tarea frente a la palabra susceptible de enajenarse ante los los dioses de la totalidad” (11): dioses del poder, del dinero y las ideologías. En medio de sus batallas, los poetas de hoy en día podrían decir como él: Sacamos del desastre un desastre / Y se convierte en colibrí,(12), ese canto, ese colib es lo que hoy celebramos en este evento literario. Pero el aguerrido combatiente que lo habita, siempre crítico de  mismo,  le hará decir a Gelman: No hay que sentarse en el cuerpo dormido (13), esto es: hay que huir de los arreglos con la   realidad, de las componendas con la corrupción, incluso de las palabras sospechosas:Quién escribe lo que escribe es /una pregunta sin amparo (14).

 

Se ha dicho también que El emperrado corazón amora es su libro más arriesgado, más al filo del silencio o la incomprensión, el más radical en su escritura. Nuestra lectura nos dice que es el punto más alto de un proyecto poético que viene desde sus primeros quehaceres con la lengua, es la palabra que no se esconde en / el banquete de la ran donde / alimañas, sierpes, otras bestias / comen reflejos de la lengua” (15). Y esta palabra que no seesconde aparece ya en un poema de Cólera buey: celebrando su máquina /el emperrado corazón amora / como si no le diera de través / de atrásadelante en su porfía. De paso anotamos que los versos endecasílabos El emperrado corazón amora y De atrásalante en su porfía son los títulos de los dos libros publicados por el poeta en el 2011 y 2010, respectivamente. Es más, en el poema Casos” del mismo libro aparecen estos versos  en ese entonces desconcertantes: Pero nosotros vamos directamente a un cielo / donde te como el cuello muy delicadamente / y tú eres un desierto abierto entre dos senos / y yo como un camello te recorro caliente / y después del amor volvemos al amor / y amoramos amamos amemoramos mamos / y los


3 huríes  danzandentro  de  una  flor(16).  Al  finalizar la  década  del  60 ya  aparece,  pues,  en  un cuaderno del poeta la palabra amorar, incluso en fe de erratas, incluido en los poemas que firma Sydney West, se lee lo siguiente:  que duerma sidney west / hasta que bien nos amoremos / que duerma duerma duerma” (17).

 

Finalmente, qué es amorar? cuáles son sus alcances significativos? Y preguntémonos, a la fecha qué significado tiene la palabra trilce? O enlamásmedula? Creemos que hay que gelmanear un poco para aproximarnos a su sentido real. Los tonos coloquiales y cultos, la invención de palabras, verbalizar un sustantivo, utilizar préstamos lingüísticos, romper los versos de manera sorpresiva, airear conceptos de los místicos españoles con cierta irreverencia, volver a los clásicos del canon de occidente con una vocación anti- convencional o contracultura, recurrir a la superposición de planos y de imágenes, jugarcon los refranes antiguos y las onomatopeyas, a como con las frases clichés y los slogansy los vicios del mundo moderno (y lo digo así para celebrar a otro poeta inmenso como es Nicanor Parra quien ahora está de fiestas por el Cervantes tardío pero merecido), prescindiendo de los signos de puntuación, de las mayúsculas , moldeando nuevas palabras y mostrando otros recursos de los que con solvencia literaria hace gala Gelman. Todo ello forma parte de su estrategia poética para afirmar que no sólo la palabra no tiene hospitales

/ que le curen el mundo (18) sino para compartir con nosotros una certidumbre entrañable: el poeta no está vencido, no está derrotado. El hablante lírico de sus textos tiene el coran emperrado. Y reparemos en la violencia sonora de su verso, en  las vibrantes que suenan más bien a un coran no enterrado, un coran que se resiste a morir, un coran que no ha cedido ante el desamor o el olvido y mucho menos a la prosa que impone la postmodernidad.

 

Si  uno  de  sus  ejes  temáticos  es  la  reflexión  sobre  la  esencialidad y  esplendor  de laspalabras, otra de las constantes gelmaneanas es el de los afectos, todos los afectos en su real dimensión: la infancia, el padre, la madre, el hermano, el hijo, los guerrilleros  urbanos, los compañeros de  la clandestinidad, incluso, su afecto alcanza a los de la otra orilla, a los que izan las banderas de la destrucción y la muerte: todos-as pueblan sus versos tensos, cenizos, austeros, emperrados: Padre que hablaste, madre  que dijiste, /  el amor no está  roto.  Piensa” (19).  Y  hay  que  pensar,  como demanda el poeta, que el amor no está roto porque la mujer,la amada, y la solidaridad y las utopías han sobrevivido con él. Y saber que el mundo del mañana está por construirse, para poblarlas con palabras transparentes y verdaderas. En ese espacio creativo y esperanzador aparece amorar.

 

El que amora lo da todo sin esperar obviamente nada a cambio. En ese sentido es generosidad, entrega, obsesión, pasión sin fronteras. Amorar no es querer. Es mucho más que eso. Amorar es un sentimiento que despierta todos nuestros sentidos sin miedo, sin rencor a la vida. Y es más que un nuevo verbo: es una nueva forma de entenderse uno mismo y entender al otro, sin dobleces. Amorar


3

 

es más que amar, es más hondo, más trascendente. Dice el poeta: La lengua / habla según amor que se le tiene. / Nadie sabe quépasa / con un verbo que no se puede declinar / tan dedicado a su pasión” (20).

En su obra más reciente, Juan Gelman nos entrega poemas que casi no tienen anécdota, no hay una historia que se prosa, sus versos se levantan con un castigado lenguaje descoyuntado como en Trilce, de Vallejo, o como En la másmedula, de Girondo y, en cierta medida, como en Oh, Hada cibernética, de  Belli.  Sus  emperrados  versos  nos  siguen  como  una  sombra  fiel,  iluminando  nuestro  camino incierto. Y a cada instante nos recuerdan que la utopía es un país que el hombre visita todas las noches”. Y que nuestra tarea es sobrevivir porque No terminamos de barrer / la falsa épica de símbolos que / nada tienen que ver con panes solos” (21). En eso estamos.

 

 

CITAS BIBLIOGRÁFICAS

 

 

 

*-Fernández Retamar, Roberto: Carta a Juan Gelman, en Buenos Aires. En: Poesía nuevamente reunida. La Habana, Letras cubanas & Ediciones Unión, 2009, pg. 145.

**-Gelman, Juan: Héroes”. En: Pesar todo. Antología. La Habana, Casa de las Américas, 2003, pg. 49 (poema de Cólera buey (1962-1968).

1.- Juan Gelman. Nació en Buenos Aires, Argentina, 1930. Premio nacional de poesía (Argentina

 

1997), Premio Juan Rulfo (México, 2000) Premio Ramón López Velarde (México, 2004), Premio

 

Pablo Neruda (Chile, 2005), Premio reina   Sofía (España, 2005) y Premio Cervantes (Espa,

 

2007).

 

2.-Gelman, Juan: X” de Carta abierta, en Pesar todo. La Habana, Casa de las Américas, 2003, pg.

 

219.

 

3.-Gelman, Juan: Torcazas, en: Valer la pena. México,  Seix Barral, 2001, pg. 9.

 

4.- Gelman, Juan: El emperrado coran amora. México, F.C. E., tomo II, 2011 de Poesía reunida. Contiene: La junta luz, Com/posiciones, Eso , Anunciaciones, Carta a mi madre, Salarios del impío, Dibaxu, Incompletamente, Valer la pena, País que fue será, Mundar, De atrásalante en su porfía y El emperrado coran amora (México, 2010). De esta edición mexicana citamos los 139 textos gelmanianos. El emperrado coran amora, fue publicado antes en Madrid, Tusquets , mayo de

2011, y en Buenos Aires, Alfaguara, el mismo mes y  año.

 

5.- Fugas, en: Valer la pena. México, Seix Barral, 2001, pg. 146.

 

6.- Hahn, Óscar:Juan Gelman, el inquilino de la soledad en: Magias de la escritura.Santiago de

 

Chile, Editorial Andrés Bello, 2001, pg.175.

 

7.- Gelman, Juan: XXVIde Bajo la lluvia ajena. En: Pesar todo. La Habana, Casa delas Américas,

 

2003, pg. 261.

 

8.- Gelman, Juan: El otro, en: Los otros. México, La Cabra Ediciones, 2008, pg.20. 9.- Deleuze,


3

 

Gilles: La literatura y la vida. Córdova, Argentina, Alción editora,segunda edición, 1996, pg.10.

 

10.-  Gelman, Juan:  Nota  IV” de  Notas.  En: Pesar  todo.  La  Habana, Casa de  lasAméricas,

 

2003, pg.153.

 

11.-  Gelman, Juan: Continuaciones”, en: El emperrado corazón amora, pg. 612.

12.-Gelman, Juan: Ver si, en: El emperrado coran amora, pg.605.

 

13. Ibidem.

 

14.- Gelman, Juan: A saber, en : El emperrado corazón amora, pg.615. 15.- Gelman, Juan: La situación”, en: El emperrado coran amora, pg.595.

16.- Gelman, Juan: Casos, en: Cólera buey, ver: Pesar todo. La Habana, Casa de lasAméricas,

 

2003, pg. 64.

 

17.- Gelman, Juan: Fe de erratas” de Los poemas de Sidney West, en: Los otros.México, La

 

Cabra Edciones, 2008, pg.171.

 

18.-Gelman, Juan: “Dobles”, en: El emperrado coran amora, pg. 614. 19.-

 

……….:Abrazos, ........................................................................., pg. 617.

 

20.-……………:Hay……………………...pg. 601-602.

 

21.- …………….:Barrer………………pg. 602.


3

 

 

 

 

 

 

Χιλντεμπράντο Πέρεθ Γκράντε

 

 

Μείζον Εθνικό Πανεπιστήμιο του Σαν Μάρκος (Universidad Nacional Mayor de San Marcos, UNMSM).

 

Χουάν Χέλμάν (Juan Gelman): Η πεισματάρα καρδιά αγαπά. Σχέδιαπισόδεια,θραύσματα

 

Traducción: Tasos Pasalis

 

[Μετάφραση :Τάσος Πασαλής]

 

Εδώ όπου σχεδόν τα πάντα λέγονται ΧουάνRFR* Λίγες φορές στη σύγχρονη Αμερική μας η ποίηση είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την

 

ιστορία όπως εκφράζεται με άμεσο τρόπο στο λυρικό έργο του Χουάν Χέλμαν (1) Και είναι δύσκολο να βρεις έναν ηθικό, ενάρετο λόγο, γεμάτο έντονη ομορφιά, όπως τον δικό του, στον οποίο συνδέονται η κοινωνική ιστορία, δηλαδή, στη συναισθηματική της κατάσταση, ο περονισμός, οι δικτατορίες της νότιας Αμερικής, οι φιλελεύθεροι μοντονέρος (montoneros), το σχέδιο κόνδορα, το τριπλό Α, οι μητέρες του Μαΐου, με λίγα λόγια, οι νεκροί  κι  οι  εξαφανισμένοι.  από  τον  αργεντίνικο  νεοφασισμό με  την  ευγενή  ατομική εξέλιξη ενός πολίτη ορφανού από πατρίδα από τη δεκαετία του 60, διωκόμενος, απειλούμενος με θάνατο, εξόριστος, με τη μνήμη πληγωμένηπό τον γιο του Μαρσέλο που δολοφονήθηκε στην ηλικία των 20 ετών ον οποίο θα ρωτήσει μέσα στη βαθιά θλίψη του πατέρα που αποζητά το χαμένο καλό: «μήπως δε σε πονάω / σε χουανάρω / σε χελμανάρω...; μήπως δεν είμαι για να σε νταντεύω; / θα με συγχωρήσεις γιατί είσαι πολύ παιδί  μου;»...  με  επαινείς  /  φτερούγα  της  οργής  μου;  /  χάνεις  την  υπάρξή  σου  σαν περιστέρι / που ψάχνει ένα τυφλό μάτι για να δεις;) (2) κι η νύφη του Μαρία Κλαούντια που ακόμη δεν ήταν 19 και με μια εγγονή, τη Μακαρένα, την οποία ο ποιητής μετά χαράς εντόπισε κι έσωσε πριν από μερικά χρόνια στο Μοντεβιδέο. Θα της εξομολογηθεί, πέρα από τις προσωπικές του θλίψεις: «Είμαστε ορφανά του ίδιου ανθρώπου». Αυτά είναι τα τραγικά  χαρακτηριστικά  κάποιου  που,  πάνω  απ’  αυτές  τις  κακοτυχίες,  υποστηρίζει


4 επίμονα ότι η ελπίδα είναι «μια επιθυμία που δεν πρόκειτα να σβήσει» κι ότι αυτός είναι ανάμεσά μας για να «μιλήσει για την ομορφιά».

 

 

 

Στον ίλιγγο των ζοφερών καιρών που ζούμε, ο Χουάν Χέλμαν μας υπενθυμίζει ότι «Περνάς από αθώος σ ένοχος / σ ένα δευτερόλεπτο. Ο χρόνος / είναι έτσι, ζεναιδούρες / Που τραγουδούν σ ένα κουρασμένο δέντρο» (3). Κι αν στην καθημερινή μας ζωή περνάμε από αθώοι σ ένοχοι σε μια στιγμή, στο επίπεδο της γλώσσας συμβαίνει άλλο τόσο: όχι μόνο υπάρχει η υποψία, αλλά κι η βεβαιότητα ότι η γλώσσα αλλοτριώνεταια ,διαστρεβλώνεται, παραποιείται, ακόμη περισσότερο σ ένα κοινωνικό μέσο που με τις συμβάσεις του, την εθιμική του ρητορική, τις ελεεινές τελετουργίες του και κυρίως με την καταχρηστική άσκηση εξουσίας που προσβάλλει την ουσία και την αυθεντικότητά του. Αν οι λέξεις ακούγονται ψεύτικες, αν ευτελίζονται, ο ποιητής νομίζει ότι δε θα μπορέσουν να επικοινωνήσουν πλήρως το είναι τους σαυτόν τον κόσμο. Για να το εκφράσουν, από τα οστά του βραχιονίου όπως ο Βαγιέχο (Vallejo) ή μέσα απ’ το μεδούλι πως προτείνει ο

Χιρόντο   (Girondo),   ο   Χέλμαν   αποφασίζει   να   κάνει   μια   καμπή   στην   ποιητική   του δημιουργία. Η πεισματάρα καρδιά αγαπά (4), το πιο πρόσφατο βιβλίο του, είναι η προσήλωση μιας συνεχούς κριτικής στάσης απέναντι στη γλώσσα και μιας ποιητικής στρατηγικής που διαμορφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 60 με στόχο τη δημιουργία ενός κειμένου που είναι πιστή κατάθεση σημασιολογική κι ηχηρή αυτού που ο ποιητής θέλει να μοιραστεί με τους συνανθρώπους του.

 

 

Από  τησυλλογή   το  Βιολί κι άλλα θέματα    (1956), περνώντας από  το  Γκοτάν   (1962), φτάνουμε στο βιβλίο Ανεξέλεγκτη οργή   (1965 / 1968), όπου ο ποιητής ξεκινά ένα εγχείρημα που θα του πάρει πολλά χρόνια: να πειραματιστεί με τη γλώσσα, να μη νιώθει άνετα τόσο μόνο με τη χρήση των αρχαϊσμών ούτε των νεολογισμών ή με κάποια χαρούμενη φράση που έφτασε με παιχνιδιάρικο τρόπο, αλλά για να βρει «τη σωστή λέξη», εκείνη, που ψάχνει ο Βαλλιέχο χωρίς να λιγοθυμά Το να οικοδομήσεις μια γλώσσα, ένα ύφος, έναν ρυθμό δικά σου, είναι μια ουτοπία εκείνης της εποχής. «Η ταχύτητα του λόγου δεν είναι / η ταχύτητα του αίματος και δεν ξέρω / ποιος προδίδει ποιον». (5), λέει ο Χέλμαν αφού  συνειδητοποίησε  ότι  πρέπει  να  αμφισβητήσει  τη  γλώσσα  που  η  παράδοση  του άφησε ως κληρονομιά. Εκείνο το λυρικό εγώ που, επιπλέον, έχει εμπλουτίσει τη φωνή του με τις συνεισφορές των πρωτοποριακών ανακαλύψεων, επιχειρεί, όπως πολύ σωστά λέει ο Όσκαρ Χαν , σε μια αέναη μάχη: «Μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον αγώνα του με το να


4

 

πει πολύ περισσότερα από όσα του επιτρέπει η γλώσσα να πει μπορεί κανείς να νιώσει ότι η γλώσσα του είναι ανεπαρκής» (6)

 

 

Και για να ξεπεράσει αυτή την ανεπάρκεια της γλώσσας με την οποία είναι γερμένος πά νω στην κενή σελίδα, ο ποιητής εφευρίσκεται και πάλι: ο Χουάν Χέλμαν ξετυλίγεται, δίνει ζωή σε πολλούς ετερώνυμους: Χούλιο Γκρέκο  και Χοσέ Γκαλβάν, είναι μαχητές και μάρτυρες της διαδικασίας εθνικής απελευθέρωσης της χώρας του στους οποίους θα δανείσει τη φωνή του, αλλάζοντας τον χαρακτηριστικό του τόνο της καθομιλουμένης, την ελαφριά του ειρωνεία και τον αφηγηματικό του ρυθμό, για να καταγράψει τα όνειρα και τις ήττες των πολύπαθων συντρόφων του. Έπειτα είναι ο Σίντνεϋ Γουέστ τον οποίο υποτίθεται ότι ο ποιητής μεταφράζει από τα αγγλικά στα ισπανικά, κι ο μυστηριώδης Γιαμανοκούτσι Άντο και Τζον Γουέντελ, μεταξύ άλλων. Αυτά τα ξετυλίγματα δεν είναι δωρεάν. Από τη διαφορετικότητά του, ο ποιητής αναζητά την κατοικία του   κάτω από ξένους ουρανούς, μια φυλή, την οικογένεια που προς το παρόν είναι μια ταλαίπωρη διασπορά, την αρμονική ανθρώπινη κοινότητα. Κι αυτό που διαπιστώνει είναι η οδυνηρή επίγνωση του να υποφέρεις μια άδικη εξορία: «Οι εξόριστοι είναι ένοικοι της μοναξιάς». (7) Κατά τη γνώμη μας, είναι εύκολο  να αντιληφθούμε τον χελμανικό σκοπό: να επιβιώσει με σαφήνεια η ανεδαφικότητα για να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτό που πρόκειται να κάνει ποιητικό, να εκπλαγεί για να μιλήσει χωρίς να πέσει στους κινδύνους της οικειότητας, του μελοδραματισμού όσο επιρρεπής όταν θέλει κανείς να μιλήσει για εξορία κι άλλες συμφορές). Η ετερωνυμία, λοιπόν, επιτρέπει στον ποιητή να μη χαθεί σε μια ρητορική χωρίς νόημα: «Μακάρι να με ονομάσεις με διαφορετικά ονόματα. Εγώ δε γνωρίζω τίποτε άλλο εκτός από σας, με εμένα σε σας, που δε γνωρίζω» (8). Για να εκφραστεί με αυθεντικό και ξεκάθαρο τρόπο τρόπο, ο ποιητής επιτίθεται στην κοινή γλώσσα, στη σύνταξη της

«δουλοπρεπούς και θεσμικής οικοδόμησης» της ποιητικής γλώσσας που είναι  χωρίς καμία έκπληξη και βασίζεται σε λεκτικά σχήματα και «καθιστικά στιλ» για να το πει όπως το κάνει ο Σίλβιο Ματόνι (Silvio Mattoni) όταν επισημαίνει τις κριτικές συνεισφορές του Ζιλ Ντελέζ (Gilles Deleuze) πάνω σε ορισμένα αδρανή πια λογοτεχνικά κείμενα. (9) Από την τεμαχισμένη γλώσσα, από τα «κομματάκια» εκείνης της αναδιατυπωμένης γλώσσας, θα προκύψει όχι ένας βραδύγλωσσος της γλώσσας, αλλά ένας ομιλητής, ισχυρός, αποφασιστικός, «ένα προϊόν ομορφιάς που θα έρθει» όπως υποστηρίζει ο ποιητής. Ένας πολίτης   που   έχει   επιζήσει   από   τις   επιθέσεις   μιας   βέβηλης   πραγματικότητας   κι   ο δημιουργός ενός λόγου που μας συγκινεί και μας καταπλήσσει.


4

 

Λέγαμε γραμμές παραπάνω τόνισα   ότι το βιβλίο   Η πεισματάρα καρδιά αγαπά είναι η προσήλωση μιας αδιάκοπης αναζήτησης. Υποστηρίζουμε αυτή τη διαβεβαίωση, ενώ ο ποιητής, από την επιβίωσή του σε δύο πεδία μάχης όπως η πραγματικότητα κι η ποιητική γλώσσα, δεν έχει δώσει στον εαυτό του καμία ανακωχή: «ο φόβος του γήρατος γερνάει; / ο φόβος του θανάτου θανατώνει;... θανατώνομαι εγώ; (10). Ο Χέλμαν δεν παραμελεί το έργο του μπροστά στη λέξη επιρρεπή στην αποξένωση μπροστά στους «θεούς της ολότητας»  (11):  θεούς  της  εξουσίας,  του  χρήματος  και  των  ιδεολογιών.  Ανάμεσα  στις μάχες του, οι σημερινοί ποιητές θα μπορούσαν να πουν όπως κι αυτός: «Βγάλαμε από την καταστροφή μια καταστροφή / Και μετατρέπεται σε κολιμπρί»,(12), εκείνο το τραγούδι, εκείνο το κολιμπρί είναι αυτό που γιορτάζουμε σήμερα σ αυτό το λογοτεχνικό γεγονός. Αλλά ο έμπειρος μαχητής που ζει εκεί, πάντα επικριτικός με τον εαυτό του, θα κάνει τον Χέλμαν να πει: «Δεν χρειάζεται να κάθεσαι στο κοιμισμένο σώμα» (13), δηλαδή: πρέπει να ξεφύγουμε από τις διευθετήσεις με την πραγματικότητα, από τους συμβιβασμούς μας με τη διαφθορά, ακόμη κι από τις ύποπτες λέξεις: «Όποιος γράφει αυτά που γράφει είναι / μια ερώτηση χωρίς προστασία» (14).

 

 

Έχει επίσης ειπωθεί ότι το Η πεισματάρα καρδιά αγαπά είναι το πιο τολμηρό του βιβλίο, περισσότερο στα όρια της σιωπής ή της ακατανοησίας, το πιο ριζοσπαστικό στη γραφή του. Η ανάγνωση μας λέει ότι είναι το υψηλότερο σημείο ενός ποιητικού έργου που προέρχεται από τα πρώτα του καθήκοντα με τη γλώσσα, είναι «η λέξη που δεν κρύβεται στο / συμπόσιο της λογικής όπου / παράσιτα, φίδια, άλλα θηρία / τρώνε αντανακλάσεις της γλώσσας» (15). Κι αυτή η λέξη που δεν κρύβεται εμφανίζεται ήδη σ ένα ποίημα της Ανεξέλεγκτης οργής (Cólera buey): «γιορτάζοντας τη μηχανή του / η πεισματάρα καρδιά αγαπά / σαν να μην τον χτύπησε εγκάρσια / από πίσωπροςταεμπρός στο πείσμα του». Συναφώς,σημειώνουμε ότι οι δεκασύλλαβοι στίχοι El emperrado coran amora και De atrásalante en su porfía είναι οι τίτλοι των δύο βιβλίων που εξέδωσε ο ποιητής το 2011 και το 2010, αντίστοιχα. Επιπλέον, στο ποίημα «Υποθέσεις» («Casos») του ίδιου βιβλίου εμφανίζονται αυτοί οι στίχοι εκείνον τον καιρό περίπλοκοι: «Μα εμείς πηγαίνουμε κατευθείαν σ έναν παράδεισο / όπου σου τρώω τον λαιμό πολύ τρυφερά / και συ είσαι μια ανοιχτή έρημος ανάμεσα σε δύο στήθη / κι εγώ σαν μια καμήλα σε διασχίζει ξαναμμένη

/ και μετά την αγάπη επιστρέφουμε στην αγάπη / κι αγαπάμε κι / και οι ουρί χορεύουν μέσα σ ένα λουλούδι»(16). Στα τέλη της δεκαετίας του 60 ήδη εμφανίζεται, λοιπόν, σένα τετράδιο του ποιητή η λέξη αγαπώ (amorar), ακόμη και στο «πίστη τυπογραφικών λαθών» («fe de errata), που περιλαμβάνεται στα ποιήματα που υπογράφει ο Σίντνεϋ


4

 

Γουέστ (Sydney West), διαβάζεται το εξής: «να κοιμηθεί ο Σίντνεϋ Γουέστ / μέχρι πόσο καλά αγαπιόμαστε / να κοιμηθεί κοιμηθεί κοιμηθεί» (17).

 

 

Τελικά τι είναι αγαπώ (amorar); ποια είναι οι ουσιαστικές του διαστάσεις; Κι ας αναρωτηθούμε, μέχρι αυτήν την  ώρα, τι σημασία  έχει η  λέξη  trilce; ή enlamásmedula; Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να μπούμε στη προσωπική του γλώσσα   λίγο για να πλησιάσουμε το πραγματικό του νόημα. Οι καθομιλούμενοι και καλλιεργημένοι τόνοι, η επινόηση  λέξεων,  το   να  αποδίδεις  φραστικά   ένα  ουσιαστικό,  το  να  χρησιμοποιείς γλωσσικά δάνεια, το να διασπάς τους στίχους με ανέλπιστο τρόπο, το να αναμοχλεύεις έννοιες των ισπανών μυστικιστών με κάποια ασέβεια, το να επιστρέφεις στους κλασικούς του δυτικού κανόνα με ένα αντι- συμβατικό λειτούργημα ή αντικουλτούρα, το να στρέφεσαι στην υπέρθεση σχεδίων κι εικόνων, το να παίζεις με παλιές παροιμίες κι ονοματοποιίες, καθώς και με τις κλισέ φράσεις και τα συνθήματα και τις έξεις του σύγχρονου κόσμου (και το λέω έτσι για να γιορτάσω έναν άλλον εξαιρετικό ποιητή όπως είναι ο Νικανόρ Πάρρα (Nicanor Parra) που τώρα κάνει πάρτι για τον αείμνηστο αλλά άξιο Θερβάντες), κάνοντας και χωρίς τα σημεία στίξης, τα κεφαλαία γράμματα, διαμορφώνοντας νέες λέξεις και δείχνοντας άλλους πόρους που επιδεικνύει ο Χέλμαν με λογοτεχνική φερεγγυότητα. Όλα αυτά εντάσσονται στην ποιητική του στρατηγική για να βεβαιώσει ότι όχι μόνο «η λέξη δεν έχει νοσοκομεία / που να θεραπεύσουν τον κόσμο» (18) αλλά για να μοιραστούν μαζί μας μια δημοφιλή βεβαιότητα: ο ποιητής δε νικιέται, δεν ηττάται.  Ο  λυρικός  ομιλητής  των κειμένων  του  έχει  την  καρδιά  του ραγισμένη.Και  ας προσέξουμε την ηχηρή βιαιότητα των στίχων του,τις ζωντανές τους νότες που ακούγονται περισσότερο σαν μια άταφη καρδιά, μια καρδιά που αρνείται να πεθάνει, μια καρδιά που δεν  ενέδωσε  στην  έλλειψη  αγάπης  ή  στη  λήθη  και  πολύ  λιγότερο  στην  πρόζα  που επιβάλλει ο μεταμοντερνισμός.

 

 

Αν  ένας  από  τους  θεματικούς  του  άξονες  είναι  ο  συλλογισμός  για  την  ουσία  και  το μεγαλείο των λέξεων, μια άλλη από τις χελμανικές σταθερές είναι αυτή των στοργών, όλες οι στοργές στην πραγματική τους διάσταση: η παιδική ηλικία, ο πατέρας, η μητέρα, ο αδερφός, ο γιος, οι αστικοί αντάρτες, οι σύντροφοι της παρανομίας, ακόμη, η στοργή του φτάνει σαυτούς της άλλης όχθης, σ αυτούς που υψώνουν τις σημαίες της καταστροφής και του θανάτου: όλοι/ες  ζουν   στους τεταμένους, κάτωχρους, λιτούς, πεισματάρικους στίχους  του:  «Πατέρα  που  μίλησες,  μάνα  που  είπες,  /  η  αγάπη  δεν  είναι  σπασμένη. Σκέψου» (19). Και πρέπει να σκεφτείς, όπως απαιτεί ο ποιητής, ότι η αγάπη δε σπάει


4 επειδή η γυναίκα, η αγαπημένη, κι η αλληλεγγύη κι οι ουτοπίες έχουν επιβιώσει μ αυτήν. Και να ξέρεις ότι ο κόσμος του αύριο είναι για να χτιστεί, για να τις γεμίσουμε με διάφανες κι αληθινές λέξεις. Σ αυτόν τον δημιουργικό κι ελπιδοφόρο χώρο, εμφανίζεται το αγαπώ (amorar).

Αυτός που αγαπά τα δίνει όλα χωρίς προφανώς να περιμένει αντάλλαγμα. Υπ’ αυτή την

 

έννοια είναι γενναιοδωρία, αφοσίωση, εμμονή, πάθος χωρίς σύνορα. Το να αγαπάς δεν είναι να θέλεις. Είναι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Το να αγαπάς είναι ένα συναίσθημα που ξυπνά όλες μας τις  αισθήσεις χωρίς φόβο, χωρίς μνησικακία για τη ζωή. Κι είναι κάτι περισσότερο απ’ ένα νέο ρήμα: είναι ένας νέος τρόπος για να κατανοήσει κάποιος τον εαυτό   του   και   τον   άλλο,   χωρίς   διπροσωπίες   Το   να   αγαπάς   (amorar)   είναι   κάτι περισσότερο από το να αγαπάς (amar), είναι πιο βαθύ, πιο υπερβατικό. Ο ποιητής λέει: «Η γλώσσα / μιλάει σύμφωνα με την αγάπη που έχει κανείς γι αυτήν. / Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει / μένα ρήμα που δεν μπορεί να κλιθεί / τόσο αφιερωμένο στο πάθος του» (20).

 

 

Στο πιο πρόσφατο έργο του, ο Χουάν Χέλμν μας παραδίδει ποιήματα που δεν έχουν σχεδόν κανένα ανέκδοτο, δεν υπάρχει μια ιστορία που να είναι πρόζα, οι στίχοι του αναδύονται με μια τιμωρημένη σχεδόν ασπόνδυλη γλώσσα όπως στο Trilce, του Βαγιέχο (Vallejo) ή όπως το En la másmedula, του Χιρόντο (Girondo) και, ως ένα βαθμό, όπως στο Ω, Kυβερνητική νεράιδα (Oh, Hada cibernética), του Μπέλι (Belli). Οι επίμονοι στίχοι του μας ακολουθούν σαν πιστή σκιά, φωτίζοντας την αβέβαιη πορεία μας. Και κάθε στιγμή μας θυμίζουν ότι «η ουτοπία είναι μια χώρα που επισκέπτεται ο άνθρωπος κάθε βράδυ». Κι ότι το καθήκον μας είναι να επιβιώσουμε γιατί «Δεν μπορούμε να τελειώσουμε / το ψεύτικο έπος των συμβόλων που / δεν έχουν καμία σχέση με τα ξερά ψωμιά» (21). Σαυτό είμαστε.

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΑ

 

 

 

*-Φερνάντεθ Ρεταμάρ, Ρομπέρτο: «Γράμμα στον Χουάν Χέλμαν, στο Μπουένος Άιρες». Στο: Ποίηση εκ νέου συλλεκτική. Αβάνα, Κουβανικά γράμματα κι εκδόσεις Ένωση, 2009, σελ.

145.

 

**έλμαν, Χουάν: «Ήρωες». Στο: Ζυγίστε τα πάντα (Pesar todo). Ανθολογία. Αβάνα, Κάσα ντε λας Αμέρικας (Casa de las Américas), 2003, σελ. 49 (ποίημα του  Ανεξ έλεγ κτη  ο ρ γή  (1962-1968).


4

 

1.- Χουάν Χέλμαν. Γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες, Αργεντινή, 1930. Εθνικό Βραβείο Ποίησης (Αργεντινή 1997), Βραβείο Juan Rulfo εξικό, 2000) Βραβείο Ramón López Velarde (Μεξικό, 2004), Βραβείο Pablo Neruda (Χιλή, 2005), Βραβείο βασίλισσα Σοφία (Ισπανία, 2005) και Βραβείο Θερβάντες (Ισπανία, 2007).

2.έλμαν,  Χουάν:  «Χ»  του  Ανοικτού  γράμματος,  στο  Ζυγίστε  τα  πάντα  (Pesar  todo).

 

Αβάνα, Κάσα ντε λας Αμέρικας (Casa de las Américas), 2003, σελ. 219.

 

3.έλμαν, Χουάν: «Ζεναιδούρες», στο: Αξίζει τον κόπο (Valer la pena). Μεξικό, Seix Barral,

 

2001, σελ. 9.

 

4.έλμαν, Χουάν: Η πεισματάρα καρδιά αγαπά. Μεξικό, F.C. Ε., τόμος II, 2011 της συλλεκτικής Ποίησης. Περιέχει: Το συγκεντρωμένο φως (La junta luz), Συν/θέσεις (Com/posiciones), Εκείνο (Eso), Ευαγγελισμοί (Anunciaciones), Γράμμα στη μητέρα μου (Carta a mi madre), Μισθοί του ασεβούς (Salarios del impío), Ντιμπάξου (Dibaxu), Ατελώς (Incompletamente), Αξίζει τον κόπο (Valer la pena), Χώρα που ήταν θα είναι (País que fue será), Μουντάρ (Mundar), Από πίσωπροςταεμπρός στο πείσμα του (De atrásalante en su porfía) και Η πεισματάρα καρδιά αγαπά (El emperrado corazón amora) εξικό, 2010). Απ’ αυτή τη μεξικανική έκδοση παραθέτουμε τα 139 κείμενα του Χέλμαν. Η πεισματάρα καρδιά αγαπά δημοσιεύτηκε προηγουμένως στη Μαδρίτη, Tusquets, Μάιος 2011, και στο Μπουένος Άιρες, Alfaguara, τον ίδιο μήνα και έτος.

5.- «Αποδράσεις» («Fugas»), στο: Αξίζει τον κόπο (Valer la pena). Μεξικό, Seix Barral, 2001,

 

σελ. 146.

 

6.- Χάν Όσκαρ (Hahn, Óscar): «Χουάν Χέλμαν, ο ένοικος της μοναξιάς» στο: Μαγείες της γραφής. Σαντιάγο Χιλής, Εκδόσεις Αντρές Μπέλιο (Andrés Bello), 2001, σελ.175.

7.- Χέλμαν, Χουάν: «XXVI» από το Κάτω από τη άγνωστη βροχή. Στο: Ζυγίστε τα πάντα

 

(Pesar todo). Αβάνα, Κάσα ντε λας Αμέρικας (Casa de las Américas), 2003, σελ. 261.

 

8.- Χέλμαν, Χουάν: «Ο άλλος» («El otro»), στο: Οι άλλοι (Los otros). Μεξικό, Εκδόσεις La

 

Cabra, 2008, σελ.20.

 

9.-  Ντέλεζ,  Ζιλ:  Η  λογοτεχνία  κι  η  ζωή  (La  literatura  y  la  vida).  Κόρδοβα,  Αργεντινή, Εκδόσεις Alción, δεύτερη έκδοση, 1996, σελ.10.

10.- Χέλμαν, Χουάν: «Σημείωση IV» («Nota IV») των Σημειώσεων (Notas). Στο: Ζυγίστε τα

 

πάντα (Pesar todo). Αβάνα, Κάσα ντε λας Αμέρικας (Casa de las Américas), 2003, σελ.153.

 

11.- Χέλμαν, Χουάν: «Συνέχειες» («Continuacione), στο: Η πεισματάρα καρδιά αγαπά (El emperrado coran amora), σελ. 612.

12.-  Χέλμαν,  Χουάν:  «Να  δεις  εάν»  («Ver  si»),  στο:  Η  πεισματάρα  καρδιά  αγαπά  (El

 

emperrado coran amora), σελ. 605.


4

 

13. Ό.π.

 

14.- Χέλμαν, Χουάν: «Για να ξέρεις» («A saber»), στο: Η πεισματάρα καρδιά αγαπά (El emperrado coran amora), σελ. 615.

15.- Χέλμαν, Χουάν: «Η κατάσταση» («La situación»), στο: Η πεισματάρα καρδιά αγαπά (El emperrado coran amora), σελ. 595.

16.-  Χέλμαν,  Χουάν:  «Υποθέσεις»  («Casos»),  στο:  Ανεξέλεγκτη  οργή  (Cólera  buey),  βλ.: Ζυγίστε τα πάντα (Pesar todo). Αβάνα, Κάσα ντε λας Αμέρικας (Casa de las Américas),

2003, σελ. 64.

 

17.- Χέλμαν, Χουάν: «Πίστη τυπογραφικών λαθών» («Fe de errata) από τα ποιήματα του Σίντνεϋ Γουέστ (Sidney West), στο: Οι άλλοι (Los otros). Μεξικό, Εκδόσεις La Cabra, 2008, σελ. 171.

18.- Χέλμαν, Χουάν: «Διπλοί» («Dobles»), στο: Η πεισματάρα καρδιά αγαπά (El emperrado

 

corazón amora), σελ. 614.

 

19.- ………….: «Αγκαλιές» Abrazos»), σελ. 617.

 

20.-……: «Υπάρχει» («Hay»)………………………………σελ. 601-602.

 

21.- …….: «Εξαλείφω» («Barrer»)………………σελ. 602.


4

 

B ib l i o g r a f í a

 

 

P oe m a r i o s

 

 

Violín y otras cuestiones (1956)

El juego  en que  andamos (1959) Velorio  del solo(1961) Gotán(1962)

Cólera  buey  (1964)

TraduccionesIII.Los poemas de Sydney West (1969) Fábulas (1971)

Relaciones (1973)

Hechos  y relaciones (1980) Si dulcemente (1980)

Citas y Comentarios (1982)

Hacia  el Sur(1982) Com/posiciones (1986) InterrupcionesI (1986)

InterrupcionesII Seix Barral  (Argentina, (2006)

Anunciaciones (1988) Carta a mi madre  (1989) Salarios de limpío  (1993) Dibaxu  (1994) Incompletamente (1997)

Valer la pena.Biblioteca Era,2001.

Sidney West y otros poemas.Visor Libros,2004. País que  fueserá(2004)

Mundar (2007)

De atrás alanteensupora (2009) Bajo la lluvia  ajena (2009)

Hoy (2013)

 

 

 

 

A n t o l o g í a s p o é t i c a s

 

 

Poemas,Casa de las Américas,LaHabana,1960.(Al cuidado de Mario Benedetti y Jorge

Timossi)

Obra poética,Corregidor,BuenosAires,1975.

 

Poesía,Casa de las Américas,LaHabana,1985.(Prólogo yselección de Víctor Casaus)

Antología  poética,Vinn,Montevideo,(1993).(Selección,prólogo y bibli o-grafía  completa de

Lilián Uribe)

Antología  personal,Desde la Gente,Instituto Movilizador de Fondos Coop erativos,Buenos

Aires,1993.


4

 

En abierta oscuridad, SigloXXI, México,1993.

Antología  poética,Espasa Calpe,Buenos Aires,1994.(Selección y prólogo de Jorge

Fondebrider)

De palabra(1971-1987).Prólogo de Julio Cortázar,Visor,Madrid,1994.

Oficio Ardiente  (2005),Patrimonio Nacional  y la Universidad de Salamanca. Otro mundo:Antología,1956-2007.Fondo de Cultura  Económica,2008.

Poesía  reunida.Editorial Seix Barral,2012..

 

 

 

Premios

 

Recibió muchos:

 

el italiano Mondello (1980), el Boris Vian (1987),

el Nacional de Poesía argentino (1997),

 

el de Literatura Latinoamericana y del Caribe Juan Rulfo (2000),

 

los Premio Konex de Platino 2004: Poesía Quinquenio 1994-1998; Konex 1994: Poesía Quinquenio 1989-

1993 y Konex 2014: Poesía Quinquenio 2009-2013 (post mortem), el Iberoamericano de Poesía «Pablo Nerud (2005) y

el Reina Sofía de Poesía Iberoamericana (2005).

 

El 29 de noviembre de 2007 ganó el Premio Cervantes, el más prestigioso de la literatura en español, Premio Leteo (2012) y varios otros.

El 25 de abril de 2008 depositó un mensaje en la Caja de las Letras del Instituto Cervantes que no se abri hasta el año 20


4

 

Datos del traductor

 

 

 

 

Στέλιος Καραγιάννης-Stelios Karayanis

 

 

 

 

 

 

 

 

 


5

 

 

 

 

Ο Στέλιος Καραγιάννης γεννήθηκε στη Σάμο το 1956. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος μεταφραστής και ισπανιστής. Το 1993 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης "Ν. Βρεττάκος" από

το Δήμο Αθηναίων. Το 1997 ήταν υπότροφος της Ισπανικής Κυβέρνησης ως ισπανιστής. Είναι

διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Γρανάδας. Δημοσίευσε στην Ελλάδα και την Ισπανία   δοκίμια   για   νεοέλληνες   και   Ισπανούς   ποιητές,   φιλοσόφους   και δοκιμιογράφους. Ποιήματά   του   δημοσιεύτηκαν   στα   ισπανικά,   στα   αγγλικά   και   τα γερμανικά.   Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων της Γρανάδας, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ισπανιστών, μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

και  μέλος  του  PEN  CLUB  Ελλήνων  Λογοτεχνών.  Τώρα  διευθύνει  τη  Διεθνή  Επιθεώρηση

Ποίησης, Διηγήματος και Θεωρίας της ποίησης Εκάτη Ars Poetica και την ομώνυμη σειρά βιβλίων ποίησης και θεωρίας της ποίησης των εκδόσεων Εκάτη.

 

 

 

 

 

 

 

Stelios Karayanis (Samos, 1956), es un poeta y ensayista representativo de la generación del

80, hispanista y traductor. Obtuvo el premio de poesía Nikiforos Vrettakos del Ayudamiento de Atenas el año 1993. Es Doctor de Filosofía Moderna por la Universidad de Ioanina de Grecia y Doctor de Teoria de Literatura y de Literatura Comparada por la Universidad de Granada. Es miembro de la Academia de Buenas Letras de Granada, uno de los fundadores de la Asosiación de los Hispanistas Griegos, miembro de la Asociación Naciolal de los Escritores Griegos y miembo de Pen Club. Imparte clases de Literatura Española en la Univeridad Abierta de Grecia desde el año 2005. Fué director de la Revista Internacional de Poesía Erato Ars Poetica y ahora es director de Hécate poesia, Ars Poetica, Revista Internacional de Poesía, Cuento y Teoría Poética. Dirige la Revista Hecate Ars Poetica y la serie de libros de Poesía y Ensayo Hécate Ars Poetica. Actualmente vive en Atenas.


5

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

POESIA SALVADORIANA CONTEMPORANEA,Juana M.Ramos

POLIMNIA Num 12, Julio de 2025- ΠΟΛΥΜΝΙΑ Νο 12, Ιούλιος 2025

ΠΟΛΥΜΝΙΑ, Νο 13. ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025/ POLIMNIA, Num 13. AGOSTO DE 2025