POESIA ESPAÑOLA -ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ,José Gutiérrez

  

 

Χοσέ Γκουτιέρεθ

[José Gutiérrez]

 

(Antología poética 1976-2015)

 

Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης

[Traducción Stelios Karayanis]



 

 

Nació en Nigüelas (Granada) en 1955. Es autor de los libros de poemas: Ofrenda en la memoria (1976), Espejo y laberinto (1978), El cerco de la luz (1978), La armadura de sal (1980), De la renuncia (1989, 2010), Poemas 1976-1996 (1997) y La tempestad serena (2006). Incluido en distintas antologías de poesía española como Las voces y los ecos (1980), Florilegium. Poesía última española (1982), Postnovísimos (1986), Poesía española reciente 1980-2000 (2001), etc., sus poemas han sido traducidos al griego, al italiano y al francés. Ha codirigido las colecciones “Silene” y “Ánade” de poesía. Ha publicado una introducción a la pintura de José Hernández Quero (1986) y Manual de nostalgias: invitación a la poesía de Elena Martín Vivaldi (1982), poeta de cuya obra preparó la edición de la antología En plenitud de asombro (2002). Su más reciente publicación es el volumen ensayístico Nueva luz sobre antiguos libros (2014). Tiene en prensa una recopilación de artículos literarios: La biblioteca del bosque (2015), y prepara la edición de la obra reunida del poeta granadino Javier Jurado Molina (1963-1995). Ha sido director de la revista cultural “El Fingidor” (34 números publicados), editada por la Universidad de Granada, institución en la que trabaja, desde 1976, en tareas editoriales, culturales y periodísticas. Es miembro de la Academia de Buenas Letras de Granada.Recientemente se publicó un estudio de la catedrática Sultana Wahnón en torno a su obra poética.

 

 

Ο Χοσέ Γκουτιέρεθ είναι ποιητής και δοκιμιογράφος. Γεννήθηκε στη Γρανάδα το 1955. Θεωρείται από την κριτική ως ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της γενιάς του

80. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες. Ζει στη Γρανάδα και είναι υπεύθυνος τύπου του πανεπιστημίου της. Ήταν διευθυντής για πολλά χρόνια του σημαντικού περιοδικού κουλτούρας El FingidorΑπό το 1976 εξέδωσε οχτώ ποιητικές συλλογές και τα ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται σε αντιπροσωπευτικές ανθολογίες ποίησης της γενιάς του, στην Ισπανία και στο εξωτερικό. Βιβλία ποίησης του εκδόθηκαν και στα γαλλικά Το 2008 διάβασε ποιήματά του στην Αθήνα και στη Σύρο κατά τη διάρκεια παρουσίασης του έργου του στο θέατρο Απόλλων. Πρόσφατα η Ακαδημία Γραμμάτων της Γρανάδας εξέδωσε μια μελέτη της καθηγήτριας Σουλτάνας Γουανόν για το έργο  το


OFRENDA EN LA MEMORIA

(1976)

 

 

AMANECER

 

Tras de la lámpara, con afán,

se nos viene la apacible llama.

 

El ruido, la prisa,

la misma gente de ayer

va a imponer su ley,

como cada mañana.

 

Ahora, olvidado de vosotros

−no hay lágrimas,

sí ademán de tristeza−,

al espacio venidero convoco,

a las viejas costumbres;

y soy lluvia,

queja sorda entre la multitud;

fruto, si el sol la desnuda.

 

La noche ha sido alegre,

inmersa estuvo en ella nuestra juventud

que perdura aún con el día,

fugaz

como la luz de este cielo

gris que me colma.

ΧΑΡΑΜΑ

 

Πίσω απ’ τη λάμπα, με σπουδή,

φεύγει κι  η αδύναμη φλόγα.

 

Ο θόρυβος, η βιασύνη,

ο ίδιος κόσμος του χθες

που θα επιβάλλει το νόμο του,

όπως κάθε πρωί.

 

Τώρα, λησμονημένος από σας

−δε υπάρχουν δάκρυα,

καθώς κινούμενος απ’ τη θλίψη−,

στο μελλούμενο χώρο καλώ,

στις παλιές συνήθειες;

και είμαι βροχή,

βουβή διαμαρτυρία ανάμεσα στο πλήθος;

καρπός, αν ο άνεμος την ξεγυμνώνει.

 

Η νύχτα ήταν χαρούμενη,

ατέλειωτη ήταν στη νιότη μας

που διαρκεί ακόμα με τη μέρα,

διαβατική

όπως το φως αυτού του γκρίζου

ουρανού που με πληροί.

ESPEJO

 

Yace la noche precipitada al abismo

de las horas altas.

Late trémula tu ausencia

entre las manos

y en los gestos presientes la derrota;

la luz, en penumbra

como a la vuelta de tus años,

arde tenue por los espejos de la estancia.

Ave ligera es la música,

sonido fiel de sus trinos

que se expanden.

Fría esta hora en la que, ausente

de las cosas, eres ajeno

al tenebroso hechizo

de los poemas sobre la mesa

que abren apenas recuerdos leves en la memoria,

claro anuncio de esta vida que ofreces

contra la pared desnuda

y que desearías inmolar al olvido.

El tablero sostiene la juventud

de tu cuerpo, oscuro vacío;

no se detiene la verdad

aunque duele,

arrecia este dolor si se la ignora:

es el daño del hombre

enfrentado a su imagen.

Un nido de palomas fue tu carne,

ahora se estremece en la agonía;

no existe aquí el amor,

deja ese camino y sin cuidado,

con serenidad, vuelve a tu infancia:

allí donde el gozo sobrevive.

 

  

 

 ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

 

Κείται η νύχτα ριγμένη μες στην άβυσσο

των μεγάλων ωρών.

Πάλλει τρεμάμενη η απουσία σου

                                  μέσα στα χέρια

                                  και στις χειρονομίες προαισθάνεσαι την  ήττα;

το φως, μέσα στη σκοτεινιά

όπως το γύρισμα των χρόνων,

καίει αμυδρό μες στους καθρέφτες  του δωματίου.

Λυγερό πουλί είναι η μουσική,

ήχος πιστός των μελωδιών της

που εξααπλώνονται.

Κρύα είναι αυτή η ώρα κατά την οποία, απών

απ’ τα πράγματα, είσαι ξένος

μέσα στο ζοφερό  πολλαπλασιασμό

των ποιημάτων πάνω στο τραπέζι

που μόλις διαανοίγουν αμυδρές αναμνήσεις ς μέσα στη μνήμη,

καθαρή αναγγελία αυτής της ζωής που οφείλεις

ενάντια στο γυμνό τοίχο

και που θα ήθελες να  θυσιάσεις στη λησμονιά.

Το τάβλι στηρίζει το σφρίγος

του κορμιού σου, σαν ένα σκοτεινό κενό;

δε μετριάζεται η αλήθεια

αν και πονεί,

δυαμώνει αυτός ο πόνος αν αγνοηθεί:

είναι η φθορά του ανθρώπου

που αντιμέτωπος είναι με την εικόνα του.

Ένα σμάρι από περιστέρια ήταν η σάρκα σου,

τώρα σφίγγεται μέσα στην αγωνία;

δεν υπάρχει εδώ ο έρωτας,

άσε αυτό το δρόμο και ανέμελα,

με ηρεμία, επέστρεψε στην παιδική σου ηλικία:

εκεί όπου η απόλαυση επιβιώνει.

 

     PAISAJE

 

                         I

Cuando en el camino que es tu vida dudes,

recurre ardiente al recuerdo,

derriba el muro, descorre la cortina

del silencio.

Encontrarás años fecundos de tu vida,

desnudo paisaje serás:

fuente, árbol, flor,

pájaro levantándose suave…

Recréate entonces contemplando el misterio del

      [mundo

en las aguas de tu cuerpo,

ese cuerpo joven que hoy alcanza

ser plenitud de universo.

 

II

Dominabas los campos, las fuentes,

las aves, la vida toda dominabas;

era la casa un juego,

un juego el paso del tiempo anhelado.

Perseguías las horas venideras,

lejanas en las luces del ocaso,

y el gozo se enredaba a tus manos,

a tu cuerpo levantado en la brisa.

 

Fugaces las noches eran

y abiertos los días hacia el verano.

Tendías los brazos a la caricia del viento.


        ΤΟΠΙΟ

                         I

Όταν στο δρόμο της ζωής σου αμφιβάλλεις,

Κατέφυγε πυρακτωμένος στην ανάμνηση,

Τον τοίχο γκρέμσε, τίναξε την κουρτίνα

απ’ τη σιωπή.

Θα βρεις τα γόνιμα χρόνια της ζωής σου,

Γυμνό τοπίο θα γίνεις:

πηγή, δέντρο,λουλούδι ,

πουλί που ανυψώνεται απαλό…

Αναζωογονίσου τότε θωρώντας το μυστήριο  του κόσμου

μες στα νερά του κορμιού σου,

αυτού του νεανικού κορμιού που σήμερα καταφέρνει

να είναι η πλήρωση του κόσμου.

 

II

Κυριαρχούσες στις  πεδιάδες, στις πηγές,

στα πουλιά, σε όλη τη ζωή κυριαρχούσες;

ήταν το σπίτι μια φωτιά,

ένα παιχνίδι το πέρασμα του  ποθητού χρόνου.

Πρόσβλεπες στις μέλλοντικές  ώρες,

τις απόμακρες μέσα στα φώτα του λυκόφωτος,

και η απόλαυση αναρριχώνταν στα χέρια σου,

στο ανυψωμένο κορμί σου μες στην ομίχλη.

 

Περαστικές ήταν οι νύχτες

και ανοιχτές οι μέρες προς το καλοκαίρι.

Άπλωνες τα χέρια σου στο χάδι του ανέμου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

CADENCIA

     (Jorge Guillén)

 

He amanecido a un nuevo día

y soy feliz como ave,

como pájaro al viento

ante el rumor de fuentes.

¿Quién podría arrebatarme

este paraíso donde renazco?

 

Ya se acortan las tardes,

presagio prematuro

de las noches suaves

donde se revelan los sueños

plenos de pureza, de soledad:

grato recuerdo que emerge.

 

Apenas un susurro resbala

aunque la lluvia arrecia;

el corazón sin estrépito late,

mas con fuerza –escuchad su aleteo−,

cadencia que no cesa

sin posible fatiga en el tiempo.

 

Trémula luz derrota

a la sombra –no muere aún el rayo−,

expandiendo difusa su presencia

por la estancia desnuda.

 

Tiende, viajero, la mano

y húndela en el Sur;

salva la distancia y su asedio

como joven amante que se entrega,

río por donde fluyo y respiro.

 

De su cauce una voz emerge

con temblor de ribera,

la dicha a mi cuerpo vuelve

y en sus aguas me reencuentro.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΡΥΘΜΟΣ

     (Χόρχε Γκιγιέν)

 

Ξύπνησα μέσα σε μια νέα μέρα

κι είμαι ευτυχισμένος σαν ένα πουλί,

σαν ένα πουλί μες στον άνεμο

                                  απέναντι απ’ τον ψίθυρο των πηγών.

Ποιος θα μπορούσε να μου  αφαιρέσει

αυτόν τον παράδεισο που μεσα του ξαναγεννιέμαι;

 

Πια μικράινουν τα απόβραδα,

πρόωρο προμήνυμα

των χλιαρών νυχτών

όπου  μέσα τους αποκαλύπτονται τα όνειρα

γεμάτα με  καθαρότητα  και μοναξιά:

εύχαρις ανάμνηση που αναδύεται.

 

                                 Μόλις ένας ψίθυρος ξεφεύγει

αν και η βροχή δυναμώνει;

η καρδιά δίχως  estrépito πάλλει,

με μεγαλύτερη δύναμη –ακούστε το χτύπημά της−,

ρυθμός που δε σταματά

δίχως μια πιθανή κάμψη μες στο χρόνο.

 

Ένα τρεμάμενο φως διαλύει

τη σκιά –δεν πεθαίνει ακόμα η ακτίνα−,

ααπλώνοντας ακαθόριστη την παρουσία του

μες απ’ το άδειο δωμάτιο.

 

Άπλωσε , ταξιδιώτη, το χέρι σου

και βύθισέ το μες στο Νότο;

μείωσε την απόσταση και την πολιορκία της

σαν ένα ς νέος εραστής που δίνεται,

ποτάμι απ’ όπου πηγάζω και αναπνέω.

 

Από την κοίτη του μια φωνή αναδύεται

με αχό ακτής,

η ευτυχία στο κορμί μου επιστρέφει

και μες στα νερά του ξαναγεννιέμαι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DESTINO

 

Yo sé que hay un mar

en cada rincón de la tierra

donde el agua se oculta:

polvo del camino que pisamos.

Nos espera el mar,

latido siempre, temeroso

de que no sepamos descubrirlo.

Tu destino está allí, flotando en la arena

o balanceándose en las olas

de ese mar que añoras.

Dominas el río o la raíz

de la fecunda estirpe,

y sabes que la memoria es viajera

inseparable de tu vida.

 

Desafía las débiles miradas

de los oscuros rostros,

muestra indiferencia

por las frías palabras en que prorrumpen.

Anuncias o vislumbras un tiempo

de juventud inagotable, de amor,

de permanente fruto en el árbol;

pero tú, sierpe altiva,

estás condenado a no vivirlo.

Para ti será el ocaso

de tu triunfo, mientras otros hombres

alzan la copa a sus impuros dioses.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

 

Εγώ ξέρω ότι υπάρχει μια θάλασσα

σε κάθε μεριά της γης

όπου το νερό κρύβεται:

σκόνη του δρόμου που πατάμε.

Μας πειμένει η θάλασσα,

παλμός πάντα, τρομερός

εκείνου που δε μάθαμε να ανακαλύπτουμε.

Το πεπρωμένο σου βρίσκεται εκεί, πλέοντας στην άμμο

η ισσοροπώντας πάνω απ’ τα κύμματα

αυτής  της θάλασσας που νοσταλγείς .

Κυριαρχείς  στον ποταμό η στη ρίζα

της γόνιμης φάρας,

και ξέρεις ότι η μνήμη είναι ταξιδιώτισα

αξεχώριστη απ’ τη ζωή σου.

 

Προκαλέι τις αδύναμες ματιές

των σκοτεινών προσώπων,

δείχνει αδιαφορία

για τις κρύες λέξεις en que prorrumpen.

Αναγγέλεις η προβλέπεις έναν καιρό

μιας ανεξάντλητης νιότης,του έρωτα,

ενός παραμένοντος καρπόύ στο δέντρο;

αλλά εσύ, πάντα υπεροπτική,

είσαι καταδικασμένη να μην το ζήσεις.

Για σένα θα είναι το λυκόφως

του θριάμβου σου,ενώ άλλοι άνθρωποι

υψώνουν το κύπελό τους στους βρώμικους θεούς τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

OCASO

 

Desde aquí, donde la música irrumpe

destruyendo las voces, el ruido

amargo de las costumbres antiguas,

un hombre contempla la ofrenda estéril

de su altar herido.

Un hombre, isla o río,

dice triste la canción de su historia

cuando vierte la tarde su lluvia de cenizas,

y las lágrimas acuden presurosas

cual flechas horadando la mejilla.

 

Si perseguiste la oscura luz

que guiara tus pasos, extranjero

fuiste en las ciudades de niebla.

¿Cómo olvidar la radiante silueta

de otros días, brillando tu cuerpo

ante la nieve del ocaso?

En la queja que alzas

reside el amor de tu vida,

y esgrimes sereno el desaliento

por la desnuda ausencia

que te impone la dicha.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΥΚΟΦΩΣ

 

Από δω, απ’ όπου εισβάλλει η μουσική

σβήνοντας τις φωνές, τον πικρό

θόρυβο των παλιών συνηθειών,

ένας άνθρωπος παρατηρεί την άκαρπη σπονδή

από τον γκρεμισμένο βωμό του.

Ένας άνθρωπος, νησί η ποτάμι,

                                  λέει θλιμμένος ο τραγούδι της δικής του ιστορίας

καθώς διασπείρει το απόβραδο τη βροχή του από στάχτες,

και τα δάκρυα  τρέχουν γρήγορα

τρυπώντας σαν βέλη  το μάγουλό του.

 

Αν επιδίωξες το σκοτεινό φως

για να οδηγήσει τα βήματά σου,ξένος

βρέθηκες μέσα στις πόλεις της ομίχλης.

Πώς να λησμονήσεις το λαμπρό παράστημα

των άλλων ημερών, όταν έλαμπε το κορμί σου

μπροστά στο χιόνι του λυκόφωτος;

Στο παράπονο  που προβάλλεις

βρίσκεται ο έρωτας της ζωής σου,

και ξυφουλκείς γαλήνιος με την απογοήτευση

για τη γυμνή απουσία

που σου επιβάλλει η ευτυχία.

 

 

 

 

 

 

[INALTERABLES PERMANECEN LAS ESTATUAS…]

 

Inalterables permanecen las estatuas

al continuo movimiento de la marea;

así el hombre, en su costumbre, asiste

al triste espectáculo del aniquilamiento diario.

Termina la noche, y el rocío anuncia

con el alba la pureza de los campos.

Pero todo intento es vano.

Las ciudades alzan de nuevo su amenaza

y como ríos sedientos al precipicio

un diluvio de lágrimas inundará la dicha

-cuídate de la llama estéril-.

¿Por qué ocultar tu fuerza

en la dulce tibieza de un cuerpo?

El poeta domina un mar

cuando extiende su brazo,

los sonidos de la brisa –hay falsas sirenas

que acechan los navíos-

y sabe ahuyentar el desaliento.

¡Desnuda el viento que te cubre,

iza en tierra tu bandera antigua!

Mantén tu palabra encendida

y deja que el vino de la pasión te embriague.

 

[ΑΘΙΚΤΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ…]

 

Άθιχτα παραμένουν τα αγάλματα

στη συνεχή κίνηση της παλίρροιας;

έτσι ο άνθρωπος, από συνήθεια, συμμετέχει

στο θλιβερό θέαμα της καθημερινής εξόντωσης.

Τελειώνει η νύχτα, και η δροσιά προαναγγέλλει

Με την αυγή την καθαρότητα των κάμπων.

Αλλά κάθε προσπάθεια είναι μάταιη.

Οι πόλεις υψώνουν ξανά την απειλή τους

και σαν διψασμένα ποτάμια  στο βάραθρο

ένας κατακλυσμός από δάκρυα θα διαποτίσει την ευτυχία

-φυλάξου από την άγονη φλόγα-.

Γιατί να κρύψεις το σφρίγος σου

μες στη γλυκιά απαλότητα ενός κορμιού;

Ο ποιητής διαφεντεύει μια θάλασσα

όταν απλώνει το μπράτσο του,

τους ήχους της θαλάσσια αύρας –υπάρχουν ψεύτικες σειρήνες

που παραμονεύουν τα πλοία-

και ξέρει να αποφεύγει την αποθάρρυνση.

Ξεγύμνωσε τον άνεμο που σε σκεπάζει,

ύψωσε πάνω απ’ τη  γη την παλιά σου σημαία!

Διατήρησε τη λέξη σου φλογισμένη

και άφησε το κρασί του πάθους να  σε μεθύσει.

 

[¿NOS DEVOLVERÁ EL AMOR SU ASOMBRO…]

 

¿NOS devolverá el amor su asombro

y los corazones sentirán de nuevo la dicha?

Enmudece de luz la noche

y el deseo es ausencia.

Grita su sombra el día

cuando desnudos los cuerpos

se vuelcan sobre un lecho o abismo.

A esta hora distante

contemplas sereno la ciudad en calma

−la memoria es relámpago−

recordando las calles, las plazas

por las que hoy pasaste:

lugares donde el dolor nos acoge.

Nadie vive a esta hora,

duerme el mundo su agonía de siglos

mientras el poeta ofrece al olvido

su destino ardiente

−jubilosa presencia−,

hacia el claro dominio del Universo.

 

 

 

 

 

 

 

[ΘΑ ΜΑΣ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΟΥ]

 

Θα μας επιστρέψει ο έρωτας την έκπληξη του

και οι καρδιές θα αισθανθούν ξανά την ευτυχία;

Βουβαίνεται απ’ το φως η νύχτα

και ο πόθος απουσία είναι.

Θρηνολογεί τη σκιά του η μέρα

Όταν γυμνά τα κορμιά

Δίνονται το ένα στο άλλο σε ένα κρεβάτι η στην άβυσσο.

Αυτή την απόμακρη ώρα

θωρείς γαλήνιος την πόλη που ησυχάζει

-η μνήμη μια αστραπή είναι-

ενθυμούμενος τους δρόμους, τις πλατείες

απ’ όπου σήμερα πέρασες:

τόπους όπου ο πόνος μας περιμαζεύει.

Κανείς δε ζει αυτή την ώρα,

κοιμάται ο κόσμος μέσα στην αιώνια αγωνία του

ενώ ο ποιητής προσφέρει στη λησμονιά

το φλεγόμενο πεπρωμένο του

-χαρούμενη παρουσία-,

προς το διάφανο πεδίο του Σύμπαντος.

 

 

 

 

 

 

 

 

EL CERCO DE LA LUZ

 (1978)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

JOVEN BRISA

 

Si abrieras del tiempo los umbrales

y la memoria iluminara tus recintos

−leve, fueras el espejo, cristal mojado

entre lirios absortos−,

podrías revivir aquellos días

felices ya idos.

 

Subías a los montes como el humo,

como viento abrazabas las cimas,

agua eras por el río.

Pájaro joven,

inocente en el vuelo, inexperto

te alzabas y caías,

siempre caías abatido por la brisa.

Palpitando tu pecho,

donde resuena el mundo.

 

Tu frente un oscuro mar de algas

y en los ojos la tristeza sin mancha

del deseo.

¡Ah saberse herido por las plumas de la infancia!

 

Entonces nos visitó la claridad

y era dulce la llama que nos consumía.

De nada nos valió cerrar almenas

y dinteles, si guardaron olvido.

 

Cerco el tiempo al rescatar lo perdido,

apartando las cenizas, las ruinas

de lo que fue radiante fortaleza.

Acaso una paloma sobrevuele

los muros de la dicha.

 

Memoria, álzate a la cumbre

para inmolar ardiente mi deseo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΦΡΕΣΚΙΑ ΟΜΙΧΛΗ

 

Αν άνοιγες του καιρού τα υπέρθυρα

Κι η μνήμη φώτιζε τους

−αδύναμος, θα ήσουν ο καθρέφτης, το τζάμι το βρεγμένο

Ανάμεσα στους απορροφημένους κρίνους−,

θα μπορούσες να ξαναζήσεις  εκείνες τις ευτυχισμένες

μέρες που έφυγαν πια.

 

Σκαρφάλωνες στα βουνά σαν καπνός,

σαν άνεμος αγκάλιαζες τις κορφές,

νερό ήσουν  μες στο ποτάμι.

Μικρό πουλί,

αθώο μες στη πτήση του, άπειρο

υψωνόσουν και έπεφτες,

πάντα έπεφτες χτυπημένος απ’ την αύρα.

Παλλόταν  το στήθος σου,

όπου αντηχεί ο κόσμος.

 

Το μέτωπό σου μια σκοτεινή θάλασσα από φύκια

Και στα μάτια η θλίψη δίχως την κηλίδα

Του πόθου.

Α το που ήξερες πως ήσουν πληγωμένος απ’ τα φτερά της παιδικής ηλικίας!

 

Τότε μας επισκέφτηκε η διαφάνεια

και ήταν γλυκιά η φλόγα που μας ανάλωνε .

Σε τίποτα δε μας χρησίμευσε να κλείσουμε  almenas

y dinteles, αν διατηρούσαν τη λησμονιά.

 

Κύκλος ο χρόνος στο ξεσκατάρισμα του χαμένου,

αποβάλλοντας τις στάχτες , τα ερείπια

απ’ αυτό που ήταν  ακτινοβόλα δύναμη.

Ίσως το περιστέρι να υπερίπταται

Πάνω απ’ τους τοίχους της ευτυχίας.

 

Μνήμη μου, υψώσου ως την κορφή

για να θυσιάσεις τη φλεγόμενη μου επιθυμία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA TIERRA CÁNDIDA

 

Otro tiempo hubo en que se derramaba la vida

por tus manos de nieve

y era limpio el aire y de sol ardías.

 

A la mañana saltabas del lecho

y un nítido horizonte se brindaba

a tus claros ojos, ávidos de luz.

Desde el balcón abarcabas el mundo.

 

Los pájaros, entonces, con su trino,

eran la llamada de los árboles,

el misterio por descubrir

entre sus ramas.

 

Desiertas, te parecían las cumbres

el dominio de un dios desconocido,

y pensabas que, aunque poderoso,

sería benévolo con los hombres.

 

En el valle los pinos, la alameda

bordeando el río, donde tus amigos

robaban los gorriones y jilgueros

de los ocultos nidos.

Era atávica en ellos el ansia de destruir,

de sentirse encumbrados

ascendiendo los empinados troncos.

Las mujeres subían hacia el agua

mientras los hombres segaban el trigo.

El pan del invierno se recogía

en el fértil silencio de la dicha.

 

Muy lejos quedaron aquellos días.

 

No pasaba el tiempo.

Era la vida quien permanecía contigo.

 

 

 

 

 

 

 

 

        

 

 

Η ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

 

Υπήρξε μια άλλη εποχή όταν ξεχύλιζε η ζωή

μέσα στα χέρια σου από χιόνι

κι ήταν καθάριος ο αέρας και από τον ήλιο φλεγόσουν.

 

Το πρωινό πηδούσες απ’ το κρεβάτι

Και ένας διαυγής ορίζοντας  τρεμόπαιζε

μέσα στα φωτεινά μάτια σου, τα άπληστα για το φως.

Απ’  το μπαλκόνι αγκάλιαζες τον κόσμο.

 

Τα πουλιά, τότε, με το κελάιδιμά τους,

ήταν το κάλεσμα των δέντρων,

το μυστήριο που έπρεπε  να ανακαλυφτεί

μέσα στα κλαδιά τους.

 

Έρημες , σου  φαίνονταν οι κορφές

κι η εξουσία ενός άγνωστου θεού,

και σκεφτόσουν , ότι ναν και πανίσχυρος,

θα ήταν ευμενής προς τους ναθρώπους.

 

Στην κοιλάδα τα πεύκα, οι λεύκες

περιέβαλλαν το ποτάμι, όπου οι φίλοι σου

έκλεβαν τα σπουργίτια και τις καρδερίνες

απ’ τις κρυμμένες φωλιές.

Ήταν  πρωτόγνωρη σ’ αυτούς η πρεμούρα  του να καταστρέψουν,

του να νιώσουν  καταξιωμένοι

                                  καθώς σκαρφάλωναν στους ψηλούς κορμούς.

Οι γυναίκες ανέβαινα ν προς το νερό

Ενώ οι άντρες θέριζαν τα στάχυα.

Το ψωμί το χειμώνα περισυλλέγονταν

Μέσα στη γόνιμη σιωπή της ευτυχίας.

 

Πολύ μακριά έμειναν εκείνες οι μέρες.

 

Δεν περνούσε ο καιρός.

Ήταν η ζωή εκείνη που παρέμενε μαζί σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ANTIGUO PARAÍSO

 

Has vuelto hoy al reino perdurable

de tus jóvenes sueños,

a tu solar de almendros y de arroyos.

Son los mismos amigos quienes te reciben

al cabo de los años, y sin embargo

no late en ti la dicha que alentabais

en la gozosa edad de la alegría.

 

En la plaza los álamos aún se agitan, verdes

como entonces; los pájaros anidan

en las frondosas ramas

y luce el sol tan alto que deslumbra.

Los hombres se dirigen a los campos

y algún niño deja flotar su barco

de papel por la acequia.

Mientras, bajo la brisa de los tilos,

tú contemplas cómo discurre la vida

en estas calles, blancas por la cal.

 

Como si nada hubiera cambiado,

las mujeres aún suben al agua de las fuentes

con su frescor intacto.

Niños y adolescentes se bañan en el río,

ingenua la osadía de los cuerpos

que la corriente emula.

 

Cuando caen las sombras

queda el pueblo en silencio;

acaso, el bullicio de una taberna

o el ronco ladrido de los perros.

Todo es igual que entonces

mas tú te sabes fuera de ese mundo,

antiguo paraíso que te incendia.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΠΑΛΙΟΣ  ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

 

Επέστρεψες σήμερα στο διαρκές βασίλειο

των παιδικών σου ονείρων,

στο ξέφωτό σου με τα ρυάκια και τις αμυγδαλιές.

Είναι οι ίδιοι φίλοι αυτοί που σε υποδέχονται

με το πέρασμα των χρόνων, κι ωστόσο

δεν πάλλει μέσα σου  η ευτυχία  που σας εμψύχωνε

στην  ηλικία  των απολαύσεων και της χαράς.

 

Στην πλατεία οι λεύκες θροίζουν, πράσινες  

όπως τότε; τα πουλιά φωλιάζουν

μες στα πυνόφυτα κλαδιά

κι ο ήλιος φέγγει από ψηλά και λάμπει.

Οι άντρες κατευθύνονται προς τους κάμπους

και κάποιο μικρό παιδί αφήνει τη βαρκουλα του από χαρτί

 να πλεύσει μες στο ρυάκι.

Ενώ , κάτω την  αύρα από τις φιλύρες,

εσύ παρατηρείς πως κυλά η ζωή μέσα

σ’αυτούς τους δρόμους, τους λευκούς απ’ τον ασβέστη.

 

Σαν να μην έχει τίποτα αλλάξει,

οι γυναίκες ακόμα ανεβαίνουν στο νερό των πηγών

με τη παρθενική δροσιά σους.

Μικρά παιδιά και νέοι κολυμπούν στο ποτάμι,

αφελής η τόλμη των κορμιών τους

καθώς  το ρεύμα τα παρασέρνει.

 

Όταν σουρουπώνει

 το χωριό  βυθίζεται μες στη σιωπή;

μόλις που ακούγεται, ο θόρυβος από μια ταβέρνα

η το βραχνό γαύγισμα των σκυλιών.

Όλα είναι τα ίδια όπως τότε

                                  αλλά εσύ νιώθεις πως είσαι έξω απ’ αυτό

τον παλιό παράδεισο που σε πυρπολεί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL MENSAJERO

 

NO ya el alba: es el hombre quien viene

desde otras tierras de luz más bella,

como la que ocultan en su cauce las aguas.

 

Él viene subiendo por el río

y nunca llega,

no acude nunca a nuestra mísera morada

de tinieblas.

Lo hemos esperado tanto,

ha sido tan largo el tiempo,

que ya nos habíamos resignado.

Y ahora está ahí,

muy cerca de nuestra casa, andando,

siempre andando y no llega nunca.

 

¿Será que no merecemos su don,

acaso somos indignos de tanta pureza,

no reuniremos suficiente valor

para alcanzarlo?

¿Y cuándo tendremos la claridad

por plena dicha?

 

Cae la noche y se ha marchado

el joven mensajero,

que de sol es su reino.

 

Invoquemos la luz en la vigilia.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

 

Όχι πια η αυγή: είναι ο άνθρωπος που έρχεται

από άλλες γαίες με ωραιότερο φως,

σαν αυτό που κρύβουν στην κοίτη τους τα νερά.

 

Αυτός με τον ποταμό ανεβαίνει

και δεν φτάνει ποτέ,

ποτέ δεν έρχεται στην άθλια κατοικία μας

του σκότους.

Τον περιμέναμε τόσο πολύ,

τόσο μακρύς ήταν ο χρόνος,

που είχαμε πια παραιτηθεί.

Και τώρα είναι εκεί,

πολύ κοντά στο σπίτι μας, προχωρώντας,

πάντοτε προχωρώντας, και ποτέ δεν φτάνει.

 

Θα μπορούσε να είναι ότι δεν αξίζουμε το δώρο του,

ίσως είμαστε ανάξιοι τόσης καθαρότητας,

δεν θα συγκεντρώσουμε αρκετή αξία

για να το πετύχουμε;

Και πότε θα έχουμε τη διαύγεια

μέσα απ’ την πλήρη ευτυχία;

 

Η νύχτα πέφτει και έχει φύγει

ο νέος αγγελιοφόρος,

που το βασίλειό του είναι του ήλιου.

 

Ας επικαλεστούμε το φως στην αγρυπνία.

 

 

 

CENTINELA DEL SUEÑO

      I

 Tu juventud: un río

de nubes que levanta

el cuerpo como ofrenda.

 

Yo sé del sol que te alza,

de pájaros y fuentes

que por ti sólo cantan.

 

Espejo eres del cielo,

cabellera del alba,

dulce brisa marina.

 

Mi canto vence el ansia,

la soledad más íntima

que impone la distancia.

 

  II

¡Oh días juveniles,

cuando la dicha alcanza

la cúpula suprema!

 

Al horizonte, luces

atisban lejanías:

es el amor quien vuelve.

 

Partícipe del fuego

mi pecho se enaltece,

júbilo eterno.

 

Ebrios dancen los cuerpos,

al dios del mar los frutos

mejores ofrezcamos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΦΡΟΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

      I

 Η νιότη σου: ένα ποτάμι

από σύννεφα που υψώνει

το κορμί σαν μια  προσφορά.

 

Εγώ ξέρω για τον ήλιο που σε ξεσηκώνει,

για τα πουλιά και τις πηγές

που για σένα μόνο τραγουδούν.

 

Καθρέφτης είσαι τ’ ουρανού,

κόμη της αυγής,

γλυκιά θαλασσινή αύρα.

 

Το τραγούδι μου νικά την αγωνία,

την πιο βαθειά μοναξιά

που επιβάλλει η απόσταση.

 

  II

Ω μέρες της νιότης ,

όταν ευτυχία φτάνει

στον πιο ψηλό θόλο!

 

Στον ορίζοντα, φωτα

atisban lejanías:

είναι ο έρωτας που επιστρέφει.

 

Συμμέτοχο της πυρκαγιάς

το στήθος μου se enaltece,

αιώνιο júbilo .

 

Σαν έμβρια ας χορέψουν τα κορμιά,

στο θεό της θάλασσας τους καλύτερους

καρπούς ας προσφέρουμε.

 

 

 

 

 

                                   

 

 

 

 

 

 

 

  LAS HUELLAS DEL SILENCIO

 

No de sombra, de luz oscura

tiembla mi alma, feliz de tenerte.

Cuando te acercas queda,

un silencio estalla en mil silencios.

Y me apresuro, lucho

por recoger sus ecos

y los aplico a mi callada vida.

Así tu don me va vistiendo,

así cada día es más alta la luz

del astro que nos guía.

Mudas palabras sus rayos

que universo predicen.

No quiero noche sino la tuya,

noche plena del mundo, toda sol,

que más allá de los mares

nuestra mirada abarque.

Inmersos en el eco del silencio

que tus huellas sustentan.

 

                    

 

 

 ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

 

Όχι από σκιά, από μαύρο φως

σκιρτά η ψυχή μου, ευτυχισμένη που σ’ έχει.

Όταν με πλησιάζεις και μένεις,

μια σιωπή εκρύγνηται μ΄σ αστις σιωπές μου.

Και σπεύδω, αγωνίζομαι

για να συλλέξω αυτές τις αντηχήσεις

και να τις εφαρμόσω στη σιωπηλή ζωή μου.

Έτσι το δώρο σου σιγά σιγά με ντύνει,

έτσι κάθε μέρα είναι πιο λαμερό το φως

του άστρου που μας οδηγεί.

Βουβές λέξεις οι ακτίνες τους

που το σύμπαν  προλέγουν.

Δε θέλω άλλη νύχτα από τη δική σου,

νύχτα πληρωμένη απ’ τον κόσμο, ηλιόλουστη,

που πέρα μακριά απ ‘τις θάλασσες

η ματιά μας την αγκλαιάζει.

Βυθισμένοι μμες στην ηχώ της σιωπής

που τα ίχνη σου τη συνιστούν .

 

 

 

 

NOCHE DE ESTÍO

 

Al filo del verano

la sangre siente la tentación del verso,

cuando la noche asume la ausencia

y el dulce frescor alivia el rostro

cansado de soles hirientes como dardos.

 

La música infunde claridad

al recuerdo de días pasados

en jubilosa presencia al Sur

donde habitas: edén, brioso jardín

de imposibles gamas que celan el delirio,

el constante asombro de los seres.

En la penumbra fulge el perfil sereno

de tu cuerpo, próximos están los objetos

de siempre: los libros, el papel…

la fecundante estrella que te corona.

 

A esta hora la ciudad duerme cercana,

brillan luces amables,

hay un tropel de intrusos que profanan

el silencio de las calles.

Sobre la mesa, el dorado fruto

se ofrece como un don a la mirada,

aguardando sediento su destrucción;

entre las páginas de un libro

se esconden las oscuras palabras

que ciñen un gesto estéril de muerte.

Escuchaste la súplica

pero no acudirás a la llamada

del deseo, donde el corazón no late.

Un alma joven espera inmóvil

la desnudez del árbol, la tibieza

del viento, para acudir sobre nubes –mujer noble−

a tu regazo, por dejar en los labios

una ardiente señal de tu destino.

Con las primeras lluvias se anuncia su llegada:

solo entonces levantarás los ojos

para mirarte en el espejo de su frente.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

NOCHE DE ESTÍO

 

Στο τέλος του καλοκαιριού

το αίμα νιώθει τον πειρασμό του στίχου

όταν η νύχτα αποδέχεται την απουσία

και η πραϋντική δροσιά ανακουφίζει το μέτωπο

το κουρασμένο από ήλιους που λαβώνουν σαν βέλη.

 

Η μουσική προκαλεί τη φωτεινότητα

στην ανάμνηση των περασμένων ημερών

μες στη χαρούμενη παρουσία του Νότου

όπου διαμένεις: Εδέμ, ζωντανός κήπος

από απίθανες γκάμες που  κρύβουν το παραλήρημα

τη σταθερή κατάπληξη των όντων.

Μες στο σκοτάδι  λάμπει το γαλήνιο προφίλ

του κορμιού σου, κοντινά είναι τα αντικείμενα

που είχες πάντα: τα βιβλία , το χαρτί…

το γονιμοποιό αστέρι που σε στεφανώνει.

 

Αυτή την ώρα η πόλη κοιμάται εδώ κοντά,

λάμπουν αγαπημένα φώτα,

υπάρχει ένα από παρείσακτους που βεβηλώνουν

τη σιωπή των δρόμων.

Πάνω στο τραπέζι, ο χρυσός καρπός

προσφέρεται σαν ένα δώρο στη ματιά,

προσμένοντας διψασμένος την καταστροφή της;

ανάμεσα στις σελίδες ενός βιβλίου

κρύβονται οι σκοτεινές λέξεις

που περιστέλλουν μια άκαρπη χειρονομία του θανάτου.

Άκουσες την ικεσία

αλλά δεν θα προστρέξεις στην κλίση

του πόθου, όπου η καρδιά δε χτυπά.

Μια νεανική ψυχή περιμένει ακίνητη

τη γύμνια του δέντρου, τη χλιαρότητα

του ανέμου, για να καταφύγει στα σύννεφα –γυναίκα ευγενική

στην αγκαλιά σου, για να αφήσει στα χείλη

ένα φλογερό σινιάλο του πεπρωμένου σου.

Με τις πρώτες βροχές ανακοινώνεται ο ερχομός του:

Μόνο τότε θα σηκώσεις τα μάτια

Για κοιταχτείς στον καθρέφτη του προσώπου σου.

 

 

 

 

 

 

 

CORAZÓN DE VISIBLE TRANSPARENCIA

 

Tranquila está la tarde,

el último sol dora las colinas

ofreciendo una cálida paz a la mirada.

Un murmullo de voces lejanas

se funde con el canto de los pájaros

sobre las ramas, disponiéndose al sueño.

Desde este balcón veo caer las tempranas sombras,

la ciudad apagarse lentamente

mientras comienzan a brillar los primeros astros

y se iluminan las ventanas de las casas.

En la penumbra de la habitación

la música ha callado,

el cuerpo se yergue inmóvil próximo al espejo

y un tibio sudor brota de la frente.

 

Corazón de visible transparencia

fue el tuyo cuando el odio no existía

sino como nombre, y el tiempo no dañaba la memoria.

Ahora el corazón late con miedo

la oscura existencia

y no se refleja su alto don en los ojos

donde la tristeza anida.

El pecho –océano en tempestad

donde naufragan intactas las noches−

no responde a la llamada del amor.

 

 

Me envuelve el ocaso,

el aire penetrando en el cuarto me besa,

el rocío madruga en mis ojos

y los recuerdos se oscurecen.

Los labios han sentido el fuego de otros labios,

gustado el vino de la vida

que se desborda en la copa.

Ahora –impresa en mis labios la señal del destino−

quemarán como ascuas

y solo serán dignos al recitar de versos,

a la amable esencia de la brisa,

al sereno discurrir de los días.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΑΡΔΙΑ ΟΡΑΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

 

Ήσυχο είναι  το απόβραδο,

ο τελευταίος ήλιος χρυσώνει τους λόφους

προσφέροντας μια θαλπωρή στη ματιά .

Ένας ψίθυρος από μακρινές φωνές

μπερδεύεται με το τραγούδι των πουλιών

πάνω στα κλαδιά, προδιαθέτοντας στο ονειροπόλημα.

Απ’ αυτό το μπαλκόνι βλέπω να πέφτουν οι πρώτες σκιές,

και τα φώτα τη πόλης να σβήνουν σιγά σιγά

ενώ αρχίζουν να λάμπουν τα πρώτα αστέρια

και να φωτίζονται τα παράθυρα τν σπιτιών.

Στο μισοσκόταδο του δωματίου

η μουσική σώπασε,

το κορμί παραμένει ακίνητο κοντά στον καθρέφτη

                               κι ένας λεπτός ιδρώτας  αναβλύζει στο μέτωπο.

 

Καρδιά μιας ορατής διαφάνειας

Ήταν η καρδιά σου όταν το μίσος δεν υπήρχε

Παρά μόνο σαν όνομα , και ο χρόνος δεν πλήγωνε τη μνήμη.

Τώρα η καρδιά χτυπάει με φόβο

σκοτεινή είναι ύπαρξη

και δεν αντανακλάται το μεγάλο δώρο της στα μάτια

όπου η θλίψη κατοικεί.

Το στήθος –ωκεανός μες στην τρικυμία

όπου ναυαγούν άθικτες οι νύχτες −

δεν απαντά στο κάλεσμα του έρωτα.

 

 

Με ζώνει το λυκόφως,

ο αέρας εισβάλλοντας στο δωμάτιο με φιλά,

η αύρα ξημερώνει στα μάτια μου

και σκοτεινιάζουν οι αναμνήσεις.

Τα χείλη ένιωσαν τη φωτιά των άλλων χειλιών,

και θεάρεστο είναι το κρασί της ζωής

που ξεχειλίζει  στο ποτήρι.

Τώρα –τυπωμένο είναι στα χείλη μου το σινιάλο του πεπρωμένου-

θα καούν σαν κάρβουνα

και θα είναι ικανά μόνο να απαγγείλουν τους στίχους,

μέσα στη θεϊκή ουσία της  καταχνιάς,

μες στο γαλήνιο πέρασμα των ημερών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ESPEJO Y LABERINTO

                               [ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ]

                           (1978)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

POÉTICA

 

Un deseo de luz para las manos,

esta lira que suena en mi silencio,

cuchillada de sol entre los ojos,

alto vuelo de pájaros solemnes

sobre el dolor del mundo: denso olvido;

navaja cenicienta, la palabra,

es el arma que esgrimo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    ΠΟΙΗΤΙΚΗ

 

Μια επιθυμία από φως για τα χέρια,

αυτή η λύρα που ηχεί μέσα στη σιωπή μου,

μαχαιρωμένη από ήλιο μες στα μάτια,

υψηλή πτήση επιβλητικών πουλιών

πάνω απ’ τον πόνο του κόσμου: ανυπόφορη λησμονιά;

σκοτεινό μαχαίρι, η λέξη,

είναι το όπλο  με το οποίο ξιφουλκώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

FIEL PRESENCIA

 

Armonía del incendio

tu silueta que fiel se transparenta:

asombro del instante.

Acompañadme siempre:

espejos que de la soledad hacéis un mito.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΙΣΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

 

Αρμονία της πυρκαγιάς

η σιλουέτα σου που πιστή διαφαίνεται:

έκπληξη της στιγμής.

Συνοδεύετε με πάντα:

καθρέφτες που απ’ τη μοναξιά φτιάχνετε ένα μύθο.

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

NARCISO

 

NO conoció espejos

su inmaculada belleza de río.

Perseguido del aire,

se escondía en su altiva tristeza de águila

que sobrevuela el mundo.

 

Sus ojos encendían las pasiones

en los pechos oscuros de los hombres,

y lo amaban las jóvenes doncellas.

Mas en vano. Su sombra era el amor

cuando el sol descendía por su talle.

 

No conoció espejos para guardar la vida.

Ascendía los montes, tendiéndose a la brisa,

y bajaban las nubes a besarlo

–pájaros rendían su canto–

en las tranquilas horas de la tarde.

 

No conocía espejos pero amaba las sendas

solitarias, besando las aguas cristalinas,

entre los verdes sauces y los chopos.

Allí se contemplaba,

y crecía su dicha, pues su amor era cierto

como su imagen: fiel para siempre.

 

Porque amó la belleza de su rostro

y los miembros radiantes como acero,

fue tachado de impuro por los jueces

y desterrado lejos de las fuentes.

Despreciado de todos, moriría en desierto.

Luego el hombre inventó bellas historias

para ocultar la verdad del profano.

 

Así la muerte es precio a la belleza.

 

 

 

 

 

 

     ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

 

Δε γνώρισε καθρέφτες

η άσπιλη ποταμίσια ομορφιά του.

Καταδιωγμένος απ’ τον αέρα,

Κρυβόταν μέσα στην υπεροπτική θλίψη του του αετού

που υπερίπταται πάνω ααπ’ τον κόσμο.

 

Τα μάτια του άναβαν τα πάθη

μέσα στα σκοτεινά στήθη των ανθρώπων,

και τον αγαπύσαν τα νεαρά κορίτσια.

Αλλά μάταια. Η σκιάτου ήταν ο έρωτας

όταν ο ήλιος έδυε πάνω στη μέση του.

 

Δε γνώρισε καθρέφτες για να διαφυλάξει τη ζωή.

Σκαρφάλωνε στα βουνά, ξαπλώνονταν μες στην αύρα,

και τα σύννεφα έσκυβαν για να τον φιλήσουν

–πουλιά rendían το τραγούδι του–

μες στις γαλήνιες ώρες του απογεύματος.

 

Δε γνώριζε καθρέφτες αλλά αγαπούσε τα μοναχικά

μονοπάτια, φιλώντας τα κρυστάλινα νερά,

ανάμεσα στις πράσσινες  ιτιές και τους λόφους.

Εκεί κοιτάζονταν,

κι η ευτυχία του μεγάλωνε, αφού ο έρωτάς του ήταν σίγουρος

όπως και η εικόνα του: πιστός για πάντα.

 

Γιατί αγάπησε την ομορφιά του προσώπου του

και τα λαμπρά μέλη του  από ατσάλι,

διαγράφτηκε ως βρώμικος απ’ τους δικαστές

και εξορίστηκε μακριά απ’ τις πηγές.

Απαξιωμένος απ’ όλους, θα πέθαινε μες στην έρημο.

Μετά ο άνθρωπος εφεύρε ωραίες ιστορίες

για να αποκρύψει την αλήθεια του βέβηλου.

 

Έτσι ο θάντος είναι το τίμημα για την ομορφιά.

 

 

 

 

 

 

 

       

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 SENTENCIA

 

(C. Cavafis)

 

Preguntado cierto poeta

sobre el posible matiz

violento de sus cantos,

emitió con palabras sabias

feliz sentencia:

−Decidme un himno con que cortar las cabezas

y enterraré todas las espadas de la Tierra.

 

 

 

 

 

 

 

                                           

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ

                                      

   (Κ. Καβάφης)

 

 

Όταν ρωτήθηκε κάποιος ποιητής

                                           για την πιθανή απόχρωση

                                          βίας των τραγουδιών του

                                          διατύπωσε με σοφές λέξεις

      την πιο κάτω ετυμηγορία:

_Πες τε μου έναν ύμνο με τον οποίο θα κόβω κεφάλια

Και θα θάψω όλα τα σπαθιά της Γης.

 

                                          

 

 

 

LUIS CERNUDA EN MÉXICO

 

NO ya tu voz es triste, pero sombra.

Rubia espiga de llanto

cual hermosa penumbra te cobija.

Tu frente altiva, leve ala fresquísima

incendiando la noche.

                                    Por los labios

cruzan ríos, deseos que son nubes.

Tus ojos abatidos: vértigo, amor

a un cuerpo como mar de dicha.

                                                          Solo

las pupilas son tristes, pero cantas.

La memoria te acecha, su tiniebla.

Vives muriendo en todo. Ya no sueñas.

“Desolación de la quimera”.

La lámpara se extingue.

                                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΛΟΥΙΣ ΘΕΡΝΟΥΔΑ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ

 

Η φωνή σου δεν είναι πια θλιμμένη, αλλά σκιά.

Ξανθό στάχυ του θρήνου

όπως μια όμορφη καταχνιά σε σκεπάζει.

Το υπερήφανο μέτωπό σου, αργό φτερό όλο ζωντάνια

πυρπολώντας τη νύχτα.

                                    Από τα χείλη σου

κυλούν ποτάμια, επιθυμίες που είναι σύννεφα.

Τα μάτια σου αποθαρυμμένα: ίλιγγος, έρωτας

για ένα κορμί όπως η  θάλασσα της ευτυχίας.

                                                          Μόνο

Τα βλέφαρά σου  είναι θλιμμένα, αλλά τραγουδάς.

Η μνήμη ενεδρεύει, ο ζόφος της.

Ζεις πεθαίνωντας μέσα  σ’ όλα. Πια δεν ονειρεύεσαι.

“Ερήμωση της χίμαιρας”.

Η λάμπα σβήνει.

                                                     

     

 

 

 

 

 

REVELACIÓN DEL POETA

 

                         I

La luz del poeta no brilla hacia fuera,

pero su íntima llama lo consume.

 

                        II

Su pasión por la existencia

lo hace rozar el límite de lo inconcreto.

 

                       III

La soledad es única e insalvable,

aunque su ansia por la belleza

lo impele a escribir hermosos versos

que, pasado el tiempo,

solo a él le harán compañía.

 

                      IV

En la palabra no está la certeza,

mas busca siempre su verdad.

Y si no la encontró,

al menos fue sincero.

 

                     

V

Mientras se debatió en dudas,

huyó de la mezquina asechanza:

vanas palabras sin verdad.

Revelada su luz,

fue llama del olvido.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

 

                         I

Το φως του ποιητή δε λάμπει προς τα έξω,

αλλά η εσωτερική του φλόγα το καταναλώνει.

 

                        II

Το πάθοος του για την ύπαρξη

τον κάνει να ψαύει   το όριο του ακαθόριστου.

 

                       III

Η μοναξιά είναι μοναδική και   ανέφικτη,

αν και η αγωνία του για την ομορφιά

τον  εμποδίζει να γράψει όμορφους στίχους

που, με το περασμα του χρόνου,

μόνο αυτόν θα συντροφεύουν.

 

                      IV

Στη λέξη δε βρίσκεται η βεβαιότητα,

Αλλά ψάχνει πάνατα την αλήθεια της.

Κι αν δεν την βρήκε,

τουλάχιστο ήταν σοβαρός.

 

                     V

Ενώ ενεπλάκη σε αμφιβολές,

ξέφυγε από την παγίδα της μικροπρέπειας:

μάταιες λέξεις δίχως αλήθεια.

Revelada su luz,

fue llama del olvido.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

MENSAJERO EN TINIEBLAS

 

No brillará la luz en tu mejilla

ni las gozosas tardes de otros días,

porque no hay música en los labios

y son nubes sedientas tu deseo.

Tu vida ya fantasía de fuegos

−impuro Prometeo, mensajero lascivo−

si la ceniza cubre tus palabras,

y tus claros dones el olvido.

Amante de la escarcha, en los cuerpos

se refugian las sombras desoladas,

su fingida sonrisa delatándolos,

y no corre un río joven por los pechos.

¿Dónde, dónde su juventud ocultan,

sueños de frentes altas,

de ser piedra, roca de noble estirpe?

La envidia y el rencor son el sustento del hombre.

Pero no vuelvas como hijo pródigo,

sucumbirás estéril para el mundo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ ΜΕΣ ΣΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

 

 

Δε θα λάμψει το φως στα μάγουλά σου

Ούτε τα θελκτικά απόβραδα των άλλων ημερών,

Γιατί δεν υπάρχει μουσική στα χείλη

Και είναι διψασμένα σύννεφα οι πόθοι σου.

Η ζωή σου είναι πια μια φαντασία από φωτιές

ακάθαρτε Προμηθέα, φιλήδονε αγγελιοφόρε

καθώς η στάχτη σκεπάζει τις λέξεις σου,

και τα φωτεινά σου δώρα της λησμονιάς.

Εραστή της πάχνης , στα κορμιά

καταφεύγουν οι απελπισμένες σκιές,

το προσποιητό τους χαμόγελο προδίδοντας,

και δεν τρέχει ένα μικρό ποτάμι μέσα στα στήθη.

Που, που τη νιότη σου κρύβουν,

Όνειρα από πλατιά μέτωπα,

του να γίνεις πέτρα, βράχος ευγενούς καταγωγής;

Η ζήλια και η εμπάθεια είναι το στήριγμα του ανθρώπου.

Αλλά μην επιστρέψεις σαν παιδί θαύμα,

θα ενδώσεις όντας στείρος για τον κόσμο.

 

 

 

 

 

 

        

 

 

 

 

 

 

 

 

ESPEJO DEL SILENCIO

 

Callar es tan hermoso como un río

–la voz ya leve brisa sin palabras–.

Como el cristal que bajo la lluvia se resigna

y brilla más si el agua insiste,

un eco reflejado por el aire

repetirá tu nombre sin sonido.

(Bello mar el silencio.)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       

 

 ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

 

Το να σωπάσεις είναι τόσο όμορφο όπως ένα ποτάμι

–η φωνή πια ανεπαίσθητη θαλάσσια αύρα δίχως λέξεις–.

Όπως το γυαλί που κάτω απ’ τη βροχή εγκαρτερεί

και λάμπει πιο πολύ αν το νερό επιμένει,

μια ηχώ αντανακλώμενη απ ‘ τον αέρα

θα επαναλάβει δίχως ήχο το όνομά σου.

(Όμορφη θάλασσα η σιωπή.)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA ARMADURA DE SAL

(1980)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VIENTO ESPÍA

 

No agitas, viento, aquí, en la débil memoria

de los días vividos,

las hojas de este otoño.

Y sin embargo vienes hasta mí,

mensajero y espía,

hostigando con tu aldaba de humo

la oxidada cancela del tiempo sepultado.

 

Y de nuevo respiro esta brisa marina

que conozco −una playa

es la memoria donde el sol nos dora−,

y olas alberga el pecho

con el rumor intenso de los días vividos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ

 

Μη ξεσηκώνεις, άνεμε, εδώ, μες στην αδύναμη μνήμη

των ημερών που ζήσαμε,

τα φύλλα αυτόύ του φθινοπώρου.

Αλλά να που έρχεσαι ως εμένα,

σαν ένας  αγγελιοφόρος και καταδότης,

μαστιγώνοντας με το ρόπτρο σου από καπνό

την οξυδωμένη εξωπορτα  του θαμμένου χρόνου.

 

Και ξανά αναπνεύω αυτή τη θαλασσινή αύρα

που γνωρίζω –μια ακτή

είναι η μνήμη όπου ο ήλιος μας χρυσώνει−,

και κύματα συντηρεί το στήθος

με τον επίμονο ψίθυρο των ημερών που ζήσαμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA SOLEDAD DEL MAR ES EL MEJOR EXILIO

 

…Y no es el mar oscuro límite, sino exilio.

En él se cumplen todos mis deseos.

Lejos, alguien me imagina

extranjero en país extraño.

No conoce esta música:

la del mar, su rumor

crecido por la lluvia o esas gaviotas

que dejan un rastro de luz

en el denso aire de la mañana invernal.

La soledad del mar no es amenaza

sino isla donde habito ajeno.

En él se cumplen todos mis deseos

y el tiempo no se confabula contra el hombre.

 

En la mañana de invierno alguien

me imagina extranjero,

y qué dulce es saberlo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΞΟΡΙΑ

 

…Και δεν είναι η θάλασσα ένα σκοτεινό όριο, αλλά εξορία.

Μέσα της εκπληρώνονται όλες μου οι επιθυμίες.

Πέρα μακριά, κάποιος με φαντάζεται

ξένο σε μια ξένη χώρα.

Δε γνωρίζει αυτή τη μουσική:

αυτή της θάλασσας, τον ψίθυρό της

που μεγαλώνει με τη βροχή η μ’ αυτούς τους γλάρους

που αφήνουν ένα ίχνο από φως

μες στον μουντό αέρα του χειμωνιάτικου πρωινού.

Η μοναξιά της θάλασσας δεν είναι απειλή

αλλά νησί όπου διαμένω σαν ξένος.

Μέσα της εκπληρώνονται όλες μου οι επιθυμίες

και ο χρόνος δε σκευωρεί ενάντια στον άνθρωπο.

 

Μέσα στο χειμωνιάτικο πρωινό κάποιος

με φαντάζεται σαν ξένο,

και τι γλυκό που είναι να το ξέρω.

 

 

 

 

 

 

                                                    

 

 

 

 

HUÉSPED HOSTIL

 

Sobre el mar se repliega solitaria la noche.

Lejos destellan luces de olvidadas ciudades

dibujando sus falsos horizontes

que no agotan la mirada

de quien, cansado, observa el mar

como solar ajeno

y siente −huésped hostil−

distante el mundo.

La soledad te cerca en lentas horas;

así contemplas,

más que el oscuro ascenso de las olas,

su rumor,

y sabes que la vida es eso:

lejana irrealidad de alguna fábula

estrellándose contra dura roca.

La soledad te ofrece la terraza.

Aspiras aún la brisa, y te estremece

su templanza inédita como un don de la noche.

 

 

 

 

 

 

ΕΧΘΡΙΚΟΣ ΘΑΜΩΝΑΣ

 

Πάνω στη θάλασσα ξεδιπλώνεται μοναχική η νύχτα.

                                Στο βάθος λαμπυρίζουν φώτα από λησμονημένες πολιτείες

σκιαγραφόντας τους ψεύτικους τους ορίζοντες

που δεν εξαντλούν τη ματιά

εκείνου,που κουρασμένος, παρατηρεί τη θάλασσα

σαν ένα απόμακρο ξέφωτο

και νιώθει –σαν ένας εχθρικός θαμώνας−

απόμακρο τον κόσμο.

Η μοναξιά σε κυκλώνει μες στις αργές ώρες;

Έτσι παρατηρείς,

πιότερο κι  απ’ τη σκοτεινή άνοδο των κυμάτων,

το βουητό τους,

και ξέρεις ότι η ζωή είναι αυτό:

μια απόμακρη εξωπραγματικότητα κάποιου μύθου

που συντρίβεται πάνω στο σκληρό βράχο.

Η μοναξιά σου προσφέρει την ταράτσα.

                                Ανασαίνεις ακόμα τη θαλασσινή αύρα, y te estremece

su templanza inédita σαν μια δωρεά της νύχτας.

 

 

 

           

 

 

 UN DESEO INNOBLE

 

(Cesare Pavese)

 

Cuando el cansancio irrumpe como un pájaro

mecido por el viento en fosca tarde de agosto

y a la deriva oscila el pensamiento,

un deseo no oscuro pero innoble

punza en las venas como el aguijón

que en ellas se alojara,

y se siente crecer el rumor sordo

por la sangre sin calma ni sosiego

hasta que al fin, callada la insistencia,

detenido su afán

en las redes del sueño inaplazable,

desde la fría alcoba solitaria

las palabras vencidas

invitan al postrero desafío.

Con certero metal tus ojos citan

al fatuo visitante de la nada.

            

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΙΑ ΠΟΤΑΠΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ

 

(Τσέζαρε Παβέζε)

 

Όταν η κόπωση εισβάλλει σαν ένα πουλί

ωθούμενο  από τον άνεμο μέσα στο θαμπό απόβραδο του Αυγούστου

και άσκοπα καρκινοβατεί η σκέψη,

μια επιθυμία όχι σκοτεινή αλλά ποταπή

σουβλίζει τις φλέβες  σαν το κεντρί

που μέσα τους ενυπάρχει,

και αισθάνεσαι τότε  να μεγαλώνει ο βουβός ψίθυρος

ανήσυχος μες στο αίμα 

ώσπου στο τέλος, με βουβή την  επιμονή,

και σταματημένο πια  το ζήλο της

μέσα στα δίχτυα του αμετακίνητου  ονείρου,

από το κρύο και μοναχικό δωμάτιο

οι λέξεις ηττημένες

καλούν για την έσχατη πρόκληση.

Με ψυχρό μέταλλο μνημονεύουν

                              τον υπερόπτη  επισκέπτη του τίποτα.

 

 

 

 

   

 

 

 

 

TESTAMENTO EN EL HUMO

 

En la certidumbre de saber próximo

su fin, el viejo poeta

quiso dejar en meditados versos

intacta la memoria de los años vividos.

Con mano temblorosa

trazó sobre el papel oscuros signos,

aciago testamento de extraña lucidez,

pues, arrojando al fuego la sentencia,

su heredad fue silencio.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ

 

Με τη βεβαιότητα της γνώσης του επικείμενου

τέλους του, ο γηραιός ποιητής

θέλησε ν’ αφήσει με στοχαστικούς στίχους

ανέπαφη τη μνήμη των χρόνων που έζησε.

Με τρεμάμενο χέρι

χάραξε πάνω στο χαρτί  κάποια σκοτεινά σημεία,

σαν μια ζοφερή  διαθήκη μιας παράξενης διαύγειας,

αφού, ρίχνοντας  στη φωτιά την ετυμηγορία,

η κληρονομιά του ήταν η σιωπή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LAS MANOS DEL POETA

                                                        (Vicente Aleixandre)

 

Las manos dicen lo que ocultan,

pues atesoran vida, calor, el brillo intacto

de otra piel que ardió secreta,

que cedió con ternura sus prodigios

antes de ser memoria, temblor solo.

 

Las manos dicen lo que ocultan;

dibujan una luz, y su reverso

que es la sombra sonora o es silencio.

Silencio, mas no olvido.

Olvidar es inercia, dejar que fluya el río.

El poeta horada el mar con su voz profunda.

Ved sus manos que esgrimen la espada de la luz:

empuñan un sonido.

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

                                                        (Βιθέντε Αλειξάντρε)

 

Τα χέρια του ποιητή λένε αυτό που κρύβουν,

καθώς θηασυρίζουν ζωή, ζεστασιά, τηην άθικτη λάμψη

του άλλου δέρματος που πυρπολήθηκε μυστικά,

που εκχώρησε με τρυφερότητα  τα θαύματά του

προτού να γίνει μνήμη, σύγκρυο μόνο.

 

Τα χέρια του ποιητή λένε αυτό που κρύβουν;

ζωγραφίζουν ένα φως, και το αντίθετό του

που είναι η χερή σκιά η η σιωπή.

Σιωπή, αλλά όχι λησμονιά.

Το να λησμονήσεις είναι αδράνεια, αφήνεις να κυλά το ποτάμι.

Ο ποιητής διαπερνά τη θάλασσα με τη βαθιά του φωνή.

Δέστε τα χέρια του που ξιφουλκούν με το σπαθί του φωτός:

αδράχνουν  έναν ήχο.

 

 

 

                                    

 

 

 

 VIVIR EN LA BELLEZA

La belleza es razón de tu vivir.

Rompiste los espejos de la infancia

y los ojos rasgaron azules velos del deseo

tras la espuma de un cuerpo coronado de algas,

descalzo junto al mar que anegaba tus recintos:

tu frente como un bosque ardiendo en la orilla.

Oleaje del amor abatía el refugio

donde se cobijó nuestra tristeza

cuando, niños, alzábamos el cáliz secreto

de los juegos audaces sin condena.

La belleza −fulgor adolescente−

nos desterró cautivos de su reino.

La belleza es razón de tu vivir.

Desafiantes destellos de un cuerpo que te hieren

como la vida cruza y nos hiere,

fuese luz esa herida en las pupilas

o el silencio que alienta un pecho helado:

belleza como exilio que abrazaras.

 

 

 

 

 

ΖΩΗ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ

Η ομορφιά είναι ο λόγος της ύπαρξης σου.

Έσπασες τουςκαθρέφτες της παιδικής σου ηλικίας

και τα μάτια  σου έσκισαν τα γαλάζια πέπλα του πόθου

πίσω απ’ τον αφρό ενός κορμιού στεφανωμένου με φύκια,

ξυπόλητου δίπλα στη θάλασσα  που πλημύριζε τους χώρους σου:

το μέτωπό σου σαν ένα δάσος που φλέγεται στην ακτή.

Η φουσκοθαλασσιά του έρωτα κατέστρεφε το καταφύγιο

όπου στεγάστηκεη θλίψη μας

όταν, παιδιά, υψώναμε τον μυστικό  κάλυκα

των  επικίνδυνων παιχνιδιών ατιμώρητα.

Η ομορφιά –νεανικό αίγλη −

μας φυλάκισε  αιχμαλώτους του βασιλείου της.

Η ομορφιά είναι ο λόγος της ύπαρξής σου.

Παράφονες αναλαμπές ενός κορμιού που σε λαβώνουν

καθώς η ζωή στρίβει και δεν πονά,

φως θα ήταν εκείνη η πληγή  μες στα βλέφαρα

                                     η η σιωπή που ζεσταίνει ένα παγωμένο στήθος:

ομορφιά σαν εξορία που θα την αγκαλιάσεις.

 

 

 

 

 

EL DESEO Y LA CENIZA

 

El fuego nos asombra

por la ceniza que la lumbre anuncia,

no por el calor que irradia la llama.

Vivir es consumirse, es heredar

el rescoldo de lo que fue hoguera

y hoy es sonido por el aire.

Ardiendo, tu belleza me acompaña

mientras dura. Luego vendrá la herrumbre

con la vejez cubriendo los espejos

donde se escondan latentes brasas,

leños jóvenes que arderán

en nuevas manos como lumbres.

Entonces la presencia de ese fuego

−ceniza su tesoro−

eco será de nuestro amor vencido.

 

 

 

 

 

 

 

Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΧΤΗ

 

Η φωτιά μας ξαφνιάζει

από τη στάχτη που η  πυρά αναγγέλει,

όχι από την θέρμη  που ακτινοβολεί η φλόγα.

Το να ζεις σημαίνει να ξοδεύεσαι, να κληρονομείς

τη χόβολη απ’ αυτό που ήταν  πυρκαγιά

και σήμερα είναι  ένας ήχος κενός μες στον αέρα.

Πυρπολώντας, η ομορφιά σου με συνοδεύει

ενώ διαρκεί. Μετά θα έρθει η σκουριά

με το γήρας σκεπάζοντας τους καθρέφτες

όπου θα κρυφτούν οι  λανθάνουσες στάχτες,

νέα κούτσουρα που θα αναφλεγούν

μέσα σε νέα χέρια σαν  πυρκαγιές.

Λοιπόν η παρουσία αυτής της φωτιάς

−με τη στάχτη του θηασυρού σου−

ηχώ θα γίνει του δικού μας ηττημένου έρωτα.

 

 

 

    

 

 

 

LIBRO DE LAS HORAS

(Jorge Luis Borges)

 

Los ojos atesoran más verdad

que el libro de las horas;

pues si luz no precisan las palabras,

mudo es el eco sordo de sus alas.

Por eso el ciego sí encontró la voz:

todo lo vio quien todo lo perdió,

solo en oscuridad. Sabio destino,

pues agotó en la vida su albedrío

aunque el tiempo fatal lo sobrevive.

El viejo pasa lentas

las hojas de aquel libro que ya nada le dice:

los años han borrado en él los signos

y oscuridad se lee en la difusa memoria

que tanta luz al mundo fue deudora.

Ya solo espera alcanzar esa orilla

en blanco de la muerte, cerrar al fin su vida.

 

 

 

 

 

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ

(Χόρχε Λουίς Μπόρχες)

 

Τα μάτια θησαυρίζουν περισσότερη αλήθεια

από το βιβλίο των ωρών¨

αν το φως δεν το διακριβώνουν οι λέξεις,

βουβή είναι η ηχώ κουφή απ’ τα φτερά της.

Γι αυτό ο τυφλός βρήκε τη φωνή του:

Όλα τα είδε εκείνος που όλα τα έχασε,

μόνο μες στο σκοτάδι. Σοφό πεπρωμένο,

αφού εξάντλησε μες στη ζωή η βούλησή του

αν και μοιραίος ο χρόνος το διατηρεί.

Ο γέρος περνά αργά τις ώρες του φυλομετρώντας

τα φύλλα εκείνου του βιβλίου που τίποτα πια δεν του λέει:

τα χρόνια του έσβησαν τα σημεία

και το σκοτάδι εγγράφεται μέσα στην ακαθόριστη μνήμη του

που τόσο φως στον κόσμο έδωσε.

Πια μόνο περιμένει να φτάσει σε κείνη την ακτή

στο στόχαστρο του θανάτου,να κλείσει τελικά τη ζωή του.

 

 

      

                            

 

 TARDES DE LLUVIA JUNTO AL FUEGO

 

Las tardes de la infancia cruzan ahora

ante mí como nubes fugaces, como gacelas

de nieve, altiva su mirada, a lo lejos.

Tardes de lumbre si la lluvia nos incitó

con su amable delgadez de cinta; leve caricia

para la frente o la mejilla, para los ojos sumergidos

del niño en la lectura junto al fuego

o estremecido ante la llamada del agua

que golpea las aceras.

He querido traer a la memoria

la presencia de días jubilosos,

cuando los cuerpos fueron un incendio

en la batalla de las eras,

y las gavillas el improvisado refugio

de la efímera lluvia del verano.

Allí surgió la dicha

de sabernos nacidos para la vida.

Y hoy que insiste la lluvia en su desolado afán de muerte,

sacudido por repentino frío, al oírla

he palpado el tiempo acumulado en mi rostro

y he sentido ajena la imagen del niño

de mirada perdida en el libro

que sostienen mis manos.

Y al notarlas manchadas por el humo

he arrojado al fuego las palabras

que nombraron la lúcida inocencia.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      

 

 

 

 

                               

 

 

 

 

 

ΒΡΟΧΕΡΑ ΑΠΟΒΡΑΔΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ

 

Τα απόβραδα της παιδικής μου ηλικίας περνούν τώρα

μπροστά μου σαν φεγαλέα σύννεφα, σαν γαζέλες

από χιόνι, με την υπεροπτική ματιά τους, από μακριά.

Απόβραδα  φωτεινά  όταν η βροχή  μας παρότρυνε

με την αγαπημένη της λεπτότητα από κλωστές; απαλό χάδι

για το μέτωπο η το μάγουλο, για τα ανασηκωμένα μάτια

του μικρού πιδιού του ασφοσιωμένου στο διάβασμα δίπλα στη φωτιά

η ζαρωμένου από την εισβολή του νερού τη βροχής

που μαστίγωνε τα πεζοδρόμια.

 

Θέλησα να φέρω στη μνήμη μου

την παρουσία των ευτυχισμένων  ημερών ,

όταν τα σώματα ήταν μια πυρκαγιά

μέσα στη μάχη των καιρών,

και τα δεμάτια του σταριού το αναπόφευκτο καταφύγιο

για την πρόσκαιρη καλοκαιρινή βροχή.

Εκεί γενήθηκε η ευτυχία

καθώς  γνωρίζαμε πως είχαμε γεννηθεί για τη ζωή.

Και σήμερα που επιμένει η βροχή με το θλιβερό της ζήλο του θανάτου,

ζαρωμένος από το ξαφνικό κρύο, καθώς την ακούω

ψηλάφισα  τον συσωρευμένο χρόνο στο μέτωπό μου

και ένιωσα ξένη την εικόνα του παιδιού

με τη χαμένη ματιά μες στο βιβλίο

που κρατούν τα χέρια μου.

Και σημειώνοντας τα στίγματα απ΄τον καπνό

έριξα μες στη φωτιά τις λέξεις

που ονομάτισαν τη φωτερή αθωότητα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      

 

 

 

 

 

TRÁNSITO DEL JOVEN

 

                          I

De niño te gustaba oír el mundo.

Al frescor de unos álamos tendido

respirabas la brisa que movía las hojas,

sorprendías el indeciso vuelo

de un pájaro furtivo entre las ramas

o la sombra lejana de las nubes

iluminando el bosque de tu frente.

El agua discurría por la acequia

rebosando rumores, y saciabas

tu sed de aquel sonido.

Alta verdad sería al fin tu mundo,

este que hoy acude a la memoria:

desnudo su latido.

 

 

 

 

                             

II

Cuando el estío cede como un fruto cumplido

y desciende la luz cansada ya

de tanto prodigarse por los campos

donde el hombre no habita,

el joven se dispone a dejar la vieja casa

que lo ocultó del tiempo sin fortuna.

Creció, su voz ya es otra, y los ojos

dejan ver el comienzo de una sombra

que acabará invadiendo los espejos.

Por solitarios caminos

se verá sorprendido por fría lluvia y nieves,

y buscará refugio

en esa casa oscura: la memoria.

 

III

La juventud se inclina como un junco

sobre las aguas que huyen a otras frondas

donde crecen rumores, nueva vida;

y el agua, barca sola de la muerte,

al momento recobra su sonido

junto al joven testigo que a su paso

entre álamos se tiende.

Pasó aquel otro joven, por caminos antiguos

buscó el amor sin suerte, no dejó

heredad ni memoria. Cruza el río:

su voz en la corriente.

      ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ

 

                          I

Από μικρό παιδί σου άρεσε να ακούς τον κόσμο.

Κάτω απ’ τη δροσιά κάποιων ιτιών ξαπλωμένος

ανάσααινες την αύρα που κινούσε τα φύλλα,

τρόμαζες την αναποφάσιστη πτήση

ενός διαβατάρικου  πουλιού πάνω στα κλαδιά

η την απόμακρη σκιά των σύννεφων

φωτίζοντας το δάσος του μετώπου σου.

Το νερό κυλούσε μες στο ρυάκι

ξεχειλίζοντας απ’ τους ψιθύρους,κι εσύ έσβηνες

τη δίψα σου από κείνο τον ήχο.

Πρώτη  αλήθεια ήταν ο κόσμος σου,

αυτός που σήμερα hoy acude στη μνήμη:

γυμνός ο παλμός του

 

II

Όταν το καλοκαίρι  υποχωρεί σαν ένας γινωμένος καρπός

και πέφτει το φως κουρασμένο πια

από την τόση  επίδειξη μες στους κάμπους

όπου ψυχή δεν κατοικεί,

ο νεός διατείθεται να αφήσει το σπίτι του

που τον έκρυβε από τον δίχως τύχη χρόνο.

Μεγάλωσε, η φωνή του πια είναι άλλη,και τα μάτια του

του επιτρέπουν να δει την αρχή μιας σκιάς

που θα καταλήξει εισβάλλοντας στους καθρέφτες.

Από μοναχικούς δρόμους

θα φανεί ξαφνιασμένος από την κρύα βροχή κι από χιόνια,

και θα αναζητήσει καταφύγιο

σ’αυτό το σκοτεινό σπίτι: τη μνήμη.

 

III

Η νιότη γέρνει σαν ένα βούρλο

πάνω απ’ τα νερά που ρέουν μέσα από άλλα φυλλώματα

όπου θεριεύουν οι ψίθυροι, η νέα ζωή;

και το νερό, βάρκα μόνη του θανάτου,

προς στιγμήν ανακτά τον ήχο του

δίπλα στο νεαρό μάρτυρα που μέσα απ’ τα

πλάτάνια περνά και ξαπλώνει.

Πέρασε εκείνος ο άλλος νέος, από παλιούς δρόμους

αναζήτησε δίχως τύχη τον έρωτα, και δεν άφησε

ούτε κληρονομιά ούτε μνήμη. Διασχίζει το ποτάμι:

η φωνή του μες στο ρεύμα.

                      

 

 

 

 

                                   HEREDERO DE SOMBRAS

 

Surge así la palabra.

      Como umbral

de un sueño interminable que nos sueña.

Lecho soledad donde el cuerpo se inmola

en el gozo de la posesión y su desdicha.

 

En tus ojos yo quise

que el eco de mis cenizas fuera

la certidumbre escrita de tu vida:

así cubres de luz mi reino umbrío,

la ruina que cobija la verdad del poeta.

 

Tú, que amas mis palabras,

mejor las sepultaras olvidándolas,

pues son testigo mudo

de mi desolación

que solo halló reposo en la desierta nada

donde todo es ausencia.

 

No bastaba mi muerte y esperaba tu vida:

ebrio río en mis labios.

Sé tú el espejo de mi huida,

heredero de sombras,

y guarda la memoria de mi ofrenda.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΣΚΙΩΝ

 

Έτσι ξεπηδά  η λέξη.

      Σαν πρόθυρο

ενός ατέλειωτου ονείρου που μας ονειρεύεται.

Κλίνη μοναξιά όπου το κορμί θυσιάζεται

μες στην απόλαυση της κατοχής και της δυστυχίας του.

 

Μες στα μάτια σου εγώ θέλησα

η ηχώ απ’ τις στάχτες μου να ήταν

η γραπτή βεβαιότητα της ζωής σου:

Έτσι καλύπτεις με φως το ανήλιο βασίλειο μου,

το ερείπιο που στεγάζει την αλήθεια του ποιητή.

 

Εσύ, που αγαπάς τις λέξεις μου,

είναι καλύτερο να τις ενταφιάσεις λησμονώντας τες,

αφού είναι βουβός μάρτυρας

της απελπισίας μου

που βρήκε μόνο παρηγοριά μέσα στο έρημο τίποτα

όπου τα παντα είναι απουσία.

 

Δεν αρκούσε ο θάνατός μου και περίμενα τη ζωή σου:

εμβρυικό ποτάμι μες στα χείλη μου.

Γνώρισε εσύ τον καθρέφτη της φυγής μου,

κληρονόμο σκιών,

και διαφύλαξε τη μνήμη της σπονδής μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DE LA RENUNCIA

(1989)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DEL COMERCIO CON LOS LIBROS

 

De frecuentar los libros,

de sobornar los días

con la triste moneda de unos versos,

queda un afán estéril.

 

De esa antigua pasión

por apresar el tiempo,

¿queda algo en estos versos

inútiles, gastados

como vieja moneda ya en desuso

con la que en vano

tratamos de comprar a la memoria

el fuego de otros días?

                                     Sólo quedan cenizas

donde latió la vida.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

Από τη συχνή επαφή με τα βιβλία,

από τη δωροδοκία των ημερών

με τη θλιμμένη μονέδα κάποιων στίχων,

απομένει ένας άγονος ζήλος.

 

Απ’ αυτό το πανάρχαιο πάθος

να αδράξουμε το χρόνο,

μένει κάτι σ’ αυτούς τους ανώφελους,

ξοδεμένους στίχους

σαν παλιά μονέδα ήδη σε απόσυρση

με την οποία μάταια

προσπαθούμε να εξαγοράσουμε στη μνήμη

την φλόγα των περασμένων ημερών;

 

Απομένουν μόνο στάχτες

εκεί που έσφυζε η ζωή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ULISES

 

Se despoja la tarde de palomas

cuando caen las sombras

y la ciudad oculta sus temores

como fiera acechante que aguardara la noche

para saciar su encono antiguo con sus hijos.

En las viejas paredes, manchadas por la lluvia,

los oscuros reclamos de la muerte

bajo un cielo de marzo sin contrastes.

Deambulamos las calles como un rito,

solitarios y ausentes, al encuentro

del rostro que nos salve y nos derrote.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

 

Το απόβραδο  λεηλατείται από περιστέρια

όταν πέφτουν οι σκιές

κι η πόλη κρύβει τους φόβους της

σαν θηρίο που ενεδρεύει που περιμένει τη νύχτα

για να χορτάσει  την παλιά έχθρα της με τα παιδιά της.

Στους παλιούς τοίχους, τους λερωμένους απ’ τη βροχή,

οι σκοτεινές αγγελίες του θανάτου

κάτω απ’ τον  γαλήνιο ουρανό του Μάρτη .

Περιπλανιόμαστε μες  τους δρόμους σαν σε μια τελετουργία,

μοναχικοί και απόντες, στη συνάντηση μας

με το πρόσωπο που θα μας σώσει και θα μας συντρίψει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LAS AGUAS DEL OLVIDO

 

Que no insista la lluvia

en su inútil afán

por restituirme aquella imagen

del amor, aterido

bajo los soportales de esta ciudad del sur

en la que fui feliz: lejana tarde oscura

de lluvia compartida.

Que no insista la lluvia

–la nostalgia llamando

en los cristales– puesto que no ha de devolverme

a la ciudad antigua

donde no quedaría de su amor rastro alguno.

El amor se alejó con aquella agua

que corría veloz por las calles desiertas.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ

 

Ας μην επιμένει η βροχή

στον ανώφελο ζήλο της

να μου επιστρέψει εκείνη την εικόνα

του έρωτα του ξεπαγιασμένου

κάτω απ’ τις στοές αυτής της πόλης του Νότου

στην οποία ήμουν ευτυχισμένος: απόμακρο σκοτεινό απόβραδο

της μοιρασμένης βροχής.

Ας μην επιμένει η βροχή

–τη νοσταλγία καλλώντας

πάνω στα τζάμια– αφου δεν πρόκειται να με ξαναφέρεει

στην παλιά  πόλη

όπου δε θα ‘μενε απ’ τον έρωτά της κανένα ίχνος.

Ο έρωτας απομακρύνθηκε με κείνο το νερό

που έτρεχε ορμητικό μέσα στους έρημους δρόμους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DESOLACIÓN Y FUGA

 

Vestida va del color de la noche,

bellísima y altiva como la madrugada.

Al apuntar el alba,

subirá al primer taxi

dejándome su aroma entre las manos

como un puñado de ceniza.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΡΗΜΩΣΗ ΚΑΙ ΦΥΓΗ

 

Ντυμένη πάει με τα χρώματα της νύχτας,

πανέμορφη και υπεροπτική όπως η αυγή.

Σαν χαράξει η μέρα,

θα μπει στο πρώτο ταξί

αφήνοντάς μου το άρωμα της μες στα χέρια

σαν μια χούφτα σ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL AMOR Y LAS CIUDADES

 

Muchas veces soñaba tu ciudad,

y hasta llegué a perderme por sus calles

una noche de invierno

cuando supe de tanta soledad

y decidí buscarte

por encima de todo y contra todos.

En vano recorrí calles, plazas sin luz,

los viejos cines mudos

y los bares a punto de cerrar.

No te encontré. Contra lejanas rocas

rompía el mar su oscura cabellera,

gritándome tu nombre.

 

Hoy tú eres mi ciudad.

Bajo la lluvia, ciega más tu luz

y en los cabellos ponen su punto de maldad

las gotas por los rizos.

                                     De regreso,

inciertos como el alba,

mientras el agua borra los contornos

de otro tiempo escindido,

voy pensando tu cuerpo como un río

−el río que me arrastra de tu mano−,

tus brazos como dársena

en donde refugiarme herido.

 

 

 

 

 

 

 

ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ

 

Πολλές φορές ονειρευόμουν τη πόλη σου, μέ- χρι που έφτασα να χαθώ στους δρόμους της μια νύχτα του χειμώνα

όταν είχα ήδη επίγνωση της τόσης μοναξιάς μου κι αποφάσισα να σε αναζητήσω

πάνω απ’ όλα και ενάντια σε όλους.

Μάταια διέσχισα δρόμους, πλατείες δίχως φως, περνώντας απ’ τα παλιά βουβά σινεμά

κι απ’ τα μπαρ την ώρα που έκλειναν.

Δε σε βρήκα. Πάνω σε απόμακρους βράχους έ- σπαζε η θάλασσα τη σκοτεινή της κόμη κραυγά- ζοντας μου τ’ όνομά σου.

Σήμερα εσύ είσαι η πόλη μου.

Κάτω απ’ τη βροχή, τυφλώνει περισσότερο το φως σου και στα μαλλιά εναποθέτουν το σημείο της κακίας τους οι σταγόνες μέσα απ’ τις μπούκλες.

Στην επιστροφή αβέ- βαιοι όπως η αυγή,

καθώς το νερό σβήνει τα περιγράμματα ενός άλλου κομματιασμένου χρόνου, αναπολώ το κορμί σου σαν ποτάμι

-το ποτάμι που με τραβάει απ’ το χέρι σου- τα χέρια σου σαν λιμάνι

όπου θα καταφύγω πληγωμένος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

FIN DE TRAYECTO

 

El lento discurrir de un tren nocturno

como posible imagen de mi vida.

A lo lejos morían estaciones

donde no me detuve:

miedo a la oscuridad

o a la idea de que nadie me esperara.

 

Y sin embargo estaba allí,

al final del trayecto,

impaciente belleza,

en sus ojos sombríos

escrita la sentencia:

no sufriré el olvido

y la vuelta me está vedada.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ  ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ

 

Η αργή πορεία ενός νυχτερινού τρένου σαν πιθανή απεικόνιση της ζωής μου. Μακριά έσβηναν οι σταθμοί όπου δεν σταμάτησα:

 

φοβόμουν το σκοτάδι

 

ή την ιδέα ότι δεν θα με περίμενε κανείς. Και παρ’ όλα αυτά βρισκόμουν εκεί, στο τέρμα της διαδρομής, ανυπόμονη ομορφιά, στα μελαγχολικά της μάτια γραμμένη η απόφαση:

 

δεν θ’ αντέξω τη λησμονιά

 

και η επιστροφή μού απαγορεύεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

POR VERTE

 

Hasta las altas luces en donde muere el día

he bajado por verte, por sentir el peligro

más dulce que la vida cuando llegas ausente

y tomas posesión del aire que respiro.

Peligro que buscara yo contigo, y perderme,

aunque venga la muerte persiguiendo tu olvido.

 

Hasta las sombras donde arde altiva la noche

−cuando pienso la luz que alcanza tu destino−

he bajado por verte, por descubrir un gesto

cómplice en ti, y nada más que frío

y ceniza y nostalgia y una tristeza antigua

he abrazado en el lecho:

          vano sueño vacío

de tu joven belleza. Tú me niegas y arrastras

al oscuro glaciar de los años perdidos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΔΩ

 

Από τα ψηλά φώτα εκεί που πεθαίνει η μέρα

κατηφόρισα για να σε δω, για να νιώσω πιο γλυκό

τον κίνδυνο  από τη ζωή  όταν φτάνεις απούσα

και  κατέχεις τον αέρα που αναπνέω.

Κίνδυνο που θα ‘ψαχνα εγώ μαζί σου, και θα χανόμουν,

αν και θα έρθει ο θάνατος επιδιώκοντας τη λησμονιά σου.

 

Από τις σκιές όπου φλέγεται υπεροπτική η νύχτα

−όταν σκέφτομαι το φως που φτάνει ως το πεπρωμένο σου−

κατηφόρισα  για να σε δω, για να ανακαλύψω μια

χειρονομία σου, αλλά τίποτα εκτός από κρύο

κι από στάχτη και νοσταλγία κι από μια παλιά θλίψη

δε συντρόφευσε την κλίνη μου:

          μάταιο κενό όνειρο

αυτό της νεανικής σου ομορφιάς. Εσύ μ’ αρνείσαι  και παρασέρνεις

τον σκοτεινό πάγο των χαμένων χρόνων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

NOMBRE ESCRITO EN EL CRISTAL

 

Como quien se despoja de todo cuanto ama,

a la noche he salido ansiando el fuego

miserable y el vino que no sacia.

Y hay una luz que miente desde lejos,

turbia como un deseo insatisfecho.

 

Tras aquella ventana de cristales helados

con breves iniciales escritas en el vaho,

te he visto conversar

con un gesto de hastío,

como si presintieras mis ojos que te observan

sin juicio ni memoria

de lo que pudo ser la dicha.

 

Nombre que dejé escrito en el cristal

antes de que la noche me ocultara.

Nombre que designaba aquella sombra,

lo habrá borrado el tiempo con su mano de olvido.

    

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΝΟΜΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟ ΣΤΟ ΓΥΑΛΙ

 

Όπως εκείνος που παραιτείται απ’ ός αγαπά,

βγήκα μες στη νύχτα ποθώντας τη μίζερη

φωτιά και το κρασί που δεν αρκεί.

Και υπάρχει ένα φως που ψεύδεται στο βάθος,

θολό σαν μια ανικανοποίητη επιθυμία.

 

Πίσω από κείνο το παράθυρο με τα παγωμένα τζάμια

με σύντομα αρχικά γραμμένα  στον αχνό,

σε είδα να συζητάς

με μια χειρονομία όλο αηδία,

σαν να προαισθανόσουν τα μάτια μου που σε παρατηρούσαν

δίχως κρίση και μνήμη

γι’ αυτό που αμπορούσε να είναι η ευτυχία.

 

Όνομα που άφησα γραμμένο στο γυαλί

προτού να με σκέπαζε η νύχτα.

Όνομα που υποδείκνυε εκείνη τη σκιά,

θα το έχει σβήσει ο χρόνος με το χέρι του τα λησμονιάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA HUIDA

 

Con la noche llegaba la luz de tu belleza

cegando las estancias solitarias

y me hacías salir para robarme

la sola certidumbre que guardaba:

el bien de la renuncia como único trofeo.

 

Pobre me deja tu huida,

implorando de ti que no regreses

a horadar en la herida que heredaste.

Oscuro y solitario y sin memoria,

esperando morir de no esperarte.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΦΥΓΗ

 

Με τη νύχτα έφτανε το φως της ομορφιάς σου

θαμπώνοντας τα μοναχικά δωμάτια

και με ανάγκαζες να βγω για να μου κλέψεις

τη μοναδική βεβαιότητα που μου απέμενε:

το προνόμιο της άρνησης σαν μοναδικό τρόπαιο.

 

Φτωχό με άφηνε η φυγή σου,

εκλιπαρώντας σε να μην επιστρέψεις

για α διαπεράσεις την πληγή που μου κληρονόμησες.

Σκοτεινός, μοναχικός και δίχως μνήμη,

περιμένοντας να πεθάνω αφού δε σε περίμενα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL DON DE LA DERROTA

 

Cansa buscar en vano esa quimera

que alumbre nuestros días.

 

Si bastara cerrar todas las puertas,

dejar mudos los ojos y cegadas las manos,

como el sabio que acepta su destierro

porque se sabe ajeno a la estéril codicia

en que los otros viven:

reinando en su fracaso quedará

como un oscuro huésped

de no se sabe qué país lejano;

brillando para sí, inaccesible

−porque cerró las puertas−,

sin que ya nadie pueda franquear

aquella fortaleza invulnerable.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ

 

Είναι κουραστικό να ψάχνεις μάταια αυτή τη χίμαιρα

που φωτίζει  τις μέρες μας.

 

Αν αρκούσε να κλείσεις όλες τις πόρτες,

να αφήσεις βουβά τα μάτια και τυφλά τα χέρια

όπως ο σοφός που αποδέχεται την εξορία του

γιατί νιώθει ξένος μες στη στείρα  απληστεία

μες στην οποία οι άλλοι ζούνε:

βασιλεύοντας μες στην αποτυχία της θα απομείνει ξένος

σαν ένας  σκοτεινός  καλεσμένος

ποιος ξέρει ποιας μακρινής χώρας;

λάμποντας για τον εαυτό του , μη αποδεκτός

−γιατί σφάλισε τις πόρτες−,

δίχως πια κανείς να μπορεί  να  απελευθερώσει

εκείνη την άτρωτη δύναμη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          

 

 

 

 

 

 

LECTOR DE RILKE

 

Del antiguo fervor por las palabras

ya me queda tan sólo la memoria

−poco recomendable−

de quien se supo joven,

dudosamente escrita en olvidados cuadernos

ajados por el tiempo.

 

Testamento y herencia, algunos versos raros,

oscuros, sin medida,

y un gastado puñal –a medio abrir el libro−

señalando la página

de la triste sentencia al fin cumplida:

“Los años envejecen juntamente

con nosotros y nuestras ilusiones”.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ ΡΙΛΚΕ

 

Από τον πανάρχαιο ζήλο για τις λέξεις

μού απομένει μονάχα η μνήμη

-όχι και τόσο αξιόπιστη-

εκείνου που ήταν κάποτε νέος,

διστακτικά γραμμένη σε ξεχασμένα τετράδια

φθαρμένα απ’ το χρόνο.

 

Διαθήκη και κληρονομιά, κάποιοι παράξενοι στίχοι,

σκοτεινοί, δίχως μέτρο,

κι ένας φθαρμένος σελιδοδείκτης -στο μισάνοιχτο βιβλίο-

σημαδεύοντας τη σελίδα

 

του θλιμμένου αποφθέγματος εν τέλει εκπληρωμένου: «Τα χρόνια γερνούν ταυτόχρονα με μας και με τα όνειρά μας».

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                 

 

 

 

STRANIERI

 

Quien un instante pudo ser testigo

del apagado brillo de esos ojos

−tristes porque conocen la belleza

que los desnuda, y temen el destino

de quien se mira en ellos y pierde la memoria

y ya es un solitario el resto de sus días−,

ha visto allí una sombra que se extiende

ligera y misteriosa, tal la nube

ingrávida en mañana de verano.

 

Sombra que nos quisiera transmitir

el desconsuelo de una presencia no elegida

pero a la que se sabe atada sin remedio

−como suele ocurrir con la vida del príncipe−,

y que nos habla de íntimas derrotas,

revelaciones súbitas o sueños sin historia.

 

Esa sombra me deja melancólico

porque desvela en mí otra sombra gemela

que nos hace extranjeros a los dos;

despojados de todo, obstinados viajeros

perdidos en desierto, condenados

a no encontrarnos nunca.

   

 

 

 

 

 

 

 

 

ΞΕΝΟΙ

 

Αυτός που μια  στιγμή μπόρεσε να γίνει μάρτυρας

της σβησμένης λάμψης εκείνων των ματιών

−λυπημένων γιατί γνωρίζουν την ομορφιά

που μας απογυμνώνει, και φοβούνται το πεπρωμένο

εκείνου που κοιτάζεται σ’αυτές και χάνει τη μνήμη του

και πια είναι ένας μοναχικός τις υπόλοιπες μέρες του−,

είδε εκεί μια σκιά που απλώνεται

λυγερή και μυστηριώδης, σαν το απροσδόκητο

σύννεφο  μέσα στο καλοκαιρινό πρωινό.

 

Σκιά που θα ήθελε να μας μεταβιβάσει

την απελπισία  από μια παρουσία μη επιλεγμένη

αλλά που είναι δεμένη και δίχως γιατριά

−όπως συνήθως συμβαίνει με τη ζωή του πρίγκηπα−,

και που μας μιλά για εσωτερικές ήττες,

για ξαφνικές αποκαλύψεις η για όνειρα δίχως ιστορία.

 

Αυτή η σκιά με αφήνει μελαγχολικό

γιατί μου αποκαλύπτει μια άλλη δίδυμη σκιά.

που μας αποξενώνει εμας τους δυο;

despojados απ’ όλα, obstinados ταξιδιώτες

χαμένους μες στην έρημο,καταδικασμένους

να μη συναντηθούμε ποτέ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

PARA NO SEGUIR VIVIENDO

 

Si la vida no vale lo que piensas

y te niega su luz quien puede dártela,

mejor será callar a tiempo,

aceptar un descanso pasajero

entre los viejos libros y su antiguo calor

que hoy añoras, alzar en raro vínculo

las palabras de brillo tan extraño

que digan tu miseria clandestina

por callejas y bares y terrazas de hotel

donde esperar a nadie.

Pues te niega su luz quien puede dártela,

y la vida declina, melancólica.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙΣ ΝΑ ΖΕΙΣ

 

Αν η ζωή δεν αξίζει αυτό που σκέφτεσαι

και σου αρνείται το φως της αυτός που μπορεί να σου το δώσει,

καλύτερο θα ήταν να σιωπήσεις για λίγο καιρό,

να αοδεχτείς μια πρόσκαιρη  χαλάρωση

ανάμεσα στα παλιά βιβλία και την αρχαία τους ζέση

που σήμερα αναπολείς,να υψώσεις μέσα από  ένα παράξενο δεσμό

τις λέξεις με την τόσο παράξενη λάμψη

που μιλάνε για την παράνομη δυστυχία σου

μέσα από δρομάκια και μπαρ και ταράτσες ξενοδοχείων

όπου δεν έχεις να περιμένεις κανέναν.

Λοιπόν σου αρνείται το φως της αυτός που μπορεί να σου το  δώσει,

και η ζωή γέρνει  ,μελαγχολική.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

BOLERO

 

Para que lo pisaras,

dejé mi corazón

temblando en el asfalto

oscuro de tu calle.

 

Para que tú aplastaras

su inútil sobresalto

al encontrarte,

dejé mi corazón

como perro aguardándote.

Mas pasaste de largo.

 

Desde aquel día pagas tu desdén

escuchando ladrar en tu ventana

al perro en cuyas fauces

rindió mi corazón su atrevimiento.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                

 

 

 

 

 

ΜΠΟΛΕΡΟ

 

Για να την ποδοπατήσεις,

άφησα την καρδιά μου

να πάλλει μέσα στη σκοτεινξή

άσφαλτο του δρόμου.

 

Για να συντρίψεις εσύ

το ανώφελο άλμα της

για να σε συναντήσει,

σαν σκυλί  και να σε περιμένει.

Αλλά πέρασες από μακριά.

 

Από κείνη τη μέρα πληρώνεις την άρνησή σου

ακούγοντας να γαυγίζει κάτω απ’ το παράθυρό σου

το σκυλί που μες στα σαγόνια του

εξάντλησε η καρδιά μου το θάρρος της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA VIDA VIEJA

 

Cuando pasen los años

y los días se tornen oscuros sin remedio

para quien nada espera de la vida,

yo elegiré quizás

ese extraño placer de vivir en hoteles

de ciudades fastuosas

que no tuve ocasión de conocer

cuando, joven aún, buscaba el cuerpo

placeres más intensos, el latido cercano

de tanta belleza perdida

y de aquella que pude retener,

dejándome cegado para siempre

con su luz tan efímera.

 

El placer de vivir en los hoteles

colmaría quizás esa vida desierta;

nómada, solitario y silencioso

de una ciudad a otra

intentando olvidar lo que no tuve,

mientras la juventud sigue pasando

frente a quien fue vencido por el tiempo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΠΑΛΙΑ ΖΩΗ

 

 

 

Όταν περάσουν τα χρόνια

κι οι μέρες γίνουν αναπόφευκτα σκοτεινές

για ’κείνον που τίποτα δεν ελπίζει απ’ τη ζωή, εγώ ίσως να επιλέξω

αυτή την παράξενη απόλαυση του να ζω σε ξενοδοχεία πολυτελών πόλεων

που δεν είχα την ευκαιρία να γνωρίσω

όταν, νέος ακόμη, αναζητούσε το κορμί απολαύσεις πιο έντονες, τον οικείο παλμό της τόσης χαμένης ομορφιάς

κι εκείνης που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω, αφήνοντάς με τυφλό για πάντα

με το φως της το τόσο εφήμερο.

 

Η απόλαυση του να ζω στα ξενοδοχεία θα γέμιζε ίσως αυτή την έρημη ζωή·

νομάδας, μοναχικός και σιωπηλός

από τη μια πόλη στην άλλη προσπαθώ- ντας να ξεχάσω ό,τι δεν είχα, ενώ η

νιότη συνεχίζει να περνά

μπροστά απ’ αυτόν που νικήθηκε απ’ το χρόνο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EXILIO

 

La soledad −el fruto

del duro aprendizaje de los años−

me muestra finalmente su sentido.

Un reloj

mantiene viva en mí la certidumbre

de que, midiendo el tiempo,

arena seré un día

en otra biblioteca.

 

Mientras llega ese día, me acompañan

la amenaza desnuda de un puñal

y el difuso recuerdo de unos ojos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΞΟΡΙΑ

 

Η μοναξιά –το αποτέλεσμα

της σκληρής μάθησης απ’ το πέρασμα των χρόνων −

μου δείχνει τελικά το μάθημά της.

¨Ένα ρολόι

μου διατηρεί ζωντανή τη βεβαιότητα

ότι, μετρώντας το χρόνο,

άμμος θα είμαι μια μέρα

μέσα σε μια άλλη βιβλιοθήκη.

 

Ώσπου να έρθει εκείνη η μέρα, με συντροφεύουν

η γυμνή απειλή ενός στιλέτου

και η ακαθόριστη ανάμνηση κάποιων ματιών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                        

 

 

 

 

 

 

 

SOBRE UN TEMA DE RONSARD

 

Supón que ya los años han pasado

como tu juventud, muda memoria

de las fotografías que de noche

al calor de la lámpara repasas:

estéril ritual de la nostalgia.

 

Si por azar recuerdas este libro

y lo abres despacio, tal vez buscando

el indeleble rastro de otros días

o temes que se borre como oculta reliquia

al contacto del aire,

quizás en él encuentres la respuesta

que el tiempo te negó. Mas será inútil

tratar de devolver la vida entonces

a quien años atrás fue condenado

por ti a escribir de la renuncia,

y eligió del espejo la escritura invisible

que hoy rompes con tus manos

al abrazar la sombra de tu olvido.

Mientras que recompones sus fragmentos

−los restos de las páginas proscritas−,

¿no sientes esa extraña certidumbre

de rozar con tus ojos mis palabras

como un eco lejano de la muerte?

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΝΑ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΡΟΝΣΑΡ

 

Υπέθεσε πως πια πέρασαν  τα χρόνια

όπως η νιότη σου, η βουβή μνήμη

των φωτογραφιών που μες στη νύχτα

στη θαλπωρή της λάμπας ξανακοιτάζεις:

σ’ αυτό το άγονο τελετουργικό της νοσταλγίας.

 

Αν κατά τύχη θυμάσαι αυτό το βιβλίο

και το ανοίγεις αργά, ψάχνοντας ίσως

το ανεξίτηλο  ίχνος των άλλων ημερών

η φοβάσαι ότι θα σβηστεί σαν κρυφό λείψανο

στην επαφή του αέρα,

ίσως σ’ αυτό θα βρεις την απάντηση

που ο χρόνος σου αρνήθηκε. Αλλά θα είναι ανώφελο

να προσπαθήσεις να επιστρέψεις τότε στη ζωή

εκείνου που χρόνια πριν ήταν καταδικασμένος

από σένα να γράψει για την άρνηση,

και διάλεξε του καθρέφτη την αόρατη γραφή

που σήμερα σβηνεις  με τα χέρια σου

αγκαλιάζοντας τη σκιά της λησμονιάς σου.

Ενώ ανασυνθέτεις τα αποσπάματά του

−τα υπόλοιπα των προγραμμένων σελίδων−,

δε νιώθεις εκείνη την παράξενη σιγουριά

να ψαύσεις με τα μάτια σου τις λέξεις μου

σαν μια απόμακρη ηχώ του θανάτου?

 

 

                                      

 

 

 

 

 

  LA MUERTE QUE NO HE TENIDO

 

Largo se le hace el día a quien espera

en vano la palabra que lo lave

de la angustia de haber errado. Sabe

que el tiempo no concede esa quimera

a quien tejió sus horas de ceguera

y no escuchó la voz que era la llave

de su jardín cerrado. Ve la nave

alejarse en la bruma forastera

del olvido. Ya nunca la memoria

podrá salvarlo. Teme su destino,

su soledad; no tiene escapatoria.

Sólo sombras encuentra en su camino:

va ocultándose en ellas sin la gloria

póstuma de ese beso clandestino.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                         

 

 

 

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΑ

 

Μακραίνει η μέρα για κείνουν που ελπίζει

μάταια να καθαρθεί με τη λέξη

από το άγχος ότι είχε σφάλλει. Ξέρει

ότι ο χρόνος δεν απονέμει αυτή τη χίμαιρα

σε κείνον που ύφανε  της τύφλωσής του

και δεν άκουσε τη φωνή που ήταν το κλειδί

του κλειστού του κήπου. Βλέπει το πλοίο

να ξεμακραίνει μες στην  άξενη ομίχλη

της λησμονιάς. Πια ποτέ η μνήμη

δε θα μπορέσει να τον σώσει. Φοβάται τη μοίρα του,

τη μοναξιά του; δεν έχει διαφυγή.

Μόνο σκιές συναντά στο δρόμο του:

πάει μέσα τους κρυμμένος  δίχως την έσχατη

δόξα εκείνου του παράνομου φιλιού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                  

 

 

 

 

 

 

 

EL DERROTADO

 

Cerrar así la noche, con unos pocos versos

que el tedio y la tristeza te han dictado,

no debería ser oficio de quien busca

el placer noble de sentir la vida

por encima de todo afán pequeño

y simulado; así este vicio estéril

de la literatura:

      ganarías

los vulgares elogios, el desprecio pueril,

cierta fama que nunca has deseado.

Siempre el mismo final,

y lo que ha de quedar –si es que algo queda−

tú ya no lo verás.

Por eso sabes lo inútil

de cualquier trascendencia.

 

Cerrar así la noche no es un lujo

que quieras para ti, sino la certidumbre

de haber sido –hoy también−

vencido por la vida.

 

 

 

 

 

 

                  

 

 

 

 

 

Ο ΗΤΤΗΜΕΝΟΣ

 

Το να κλείσεις έτσι τη νύχτα, με κάποιους λίγους στίχους

που η ανία και η θλίψη σου έχουν υπαγορεύσει,

δεν θα ‘πρεπε να είναι η ασχολία αυτού που ψάχνει

την ευγενή ηδονή του να νιώσει τη ζωή

πέρα από κάθε μικροφιλοδοξία

και προσποίηση; κάπως έτσι  είναι αυτό το στείρο βίτσιο

της λογοτεχνίας:

      θα κέρδιζες

τα χυδαία εγκώμια, την παιδαριώδη καταφρόνια,

και κάποια φήμη που ποτέ σου  δε θέλησες.

Πάντα το ίδιο τέλος,

και αυτό που πρέπει να μείνει –αν υπάρχει κάτι που μένει−

εσύ πια δεν θα το δεις.

Γι αυτό ξέρεις το ανώφελο

της όποιας υπέρβασης.

 

Το να κλείσεις έτσι τη νύχτα δεν είναι  μια πολυτέλεια

που θα την ήθελες για σένα, αλλά η βεβαιότητα

ότι υπήρξες –ακόμα και σήμερα−

νικημένος απτη ζωή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

PARA TAN LARGA MUERTE VIDA EFÍMERA

                                      (A un lector futuro)

 

Nacido para la luz, me sumerjo

en sombra interminable.

 

En el poema escribo mi epitafio:

−Sabe que la palabra ha sido en mí

también cansancio, duda en que la vida

me mantenía inmerso.

Y si en algún momento hubo temblor

en ella, la tristeza era su precio.

Única certidumbre fue la espera.

Lo demás sólo sombras, vanos sueños,

imágenes en fuga

y versos que se queman a la luz de tu lámpara,

embriagado lector:

ya tu presencia niega la existencia

inútil de mi vida.

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 

 

 

 

ΖΩΗ ΕΦΗΜΕΡΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΤΟΣΟ ΑΡΓΟ ΘΑΝΑΤΟ

                                      (Σε έναν μελλοντικό αναγνώστη)

 

Γεννημένος για το φως, βυθίζομαι

σε μια ατέλειωτη σκιά.

 

Στο ποίημα γράφω το επιτάφιό μου:

−Ξέρει ότι η λέξη υπήρξε σε μένα

επίσης κόπωση,αμφιβολία για ότι στη ζωή

με κρατούσε απορροφημένο.

Κι αν σε κάποια στιγμή υπήρξε  ρίγος

σ αυτή, η θλίψη ήταν το τίμημά της.

Μοναδική βεβαιόητα ήταν η ελπίδα.

Τα υπόλοιπα είναι μόνο σκιές, μάταια όνειρα,

φευγαλέες εικόνες

και στίχοι που καίγονται στο φως της λάμπας σου,

                                        μεθυσμένε αναγνώστη:

ήδη η παρουσία σου αρνείται την ανώφελη

ύπαρξη της ζωής μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                       

 

 

 

 

 

 AL SUR DE LA NOCHE

 

I

Y se alejan los días

como viejas canciones

que pasaron de moda

o fiestas aburridas

de las que recordamos

apenas la resaca.

Como ropa en desuso,

la falsa juventud.

Tanta belleza miente:

retirada la máscara,

pánico sentiremos contemplando

la innombrable mirada del vacío.

 

II

Sin afán cae la noche

sobre la ciudad muerta sin tus ojos:

culpables son de tanta oscuridad,

culpables de este frío.

 

Si amanece,

ha de encontrarme el día

hastiado de tu nombre,

golpeando los cristales,

pidiendo ayuda.

III

La destemplada luna de noviembre,

como un nocturno pájaro en su cielo,

y la rosa vencida de tus labios

convocan esta noche mi deseo.

 

Al sur de la nostalgia, tus pupilas

en el jardín sombrío me amenazan

más allá del amor, del epitafio.

 

IV

Qué belleza más libre que la suya

desafió tanta ebriedad y tanto fuego?

 

En su cuerpo morían ignorados deseos

y en los ojos brillaba el homenaje

voluptuoso y secreto:

tras la revelación de la belleza,

con un dardo de sombra

cegaba a los testigos

para no ver la noche.

 

V

 Llegará el alba, torpe y desolada,

rompiendo los cristales

con su luz indecisa como niebla

que asciende de los ríos

hasta alcanzar las nubes.

Vendrá la soledad, el frío

amaneciendo, vendrá como la muerte:

imprevista, incierta, inocente.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΝΟΤΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

 

I

Και ξεμακραίνουν οι μέρες

σαν παλιά τραγούδια

που δεν είναι πια στη μόδα

η σαν βαρετές γιορτές

απ’ τις οποίες μόλις

που θυμόμαστε  la resaca.

Σαν ρούχο σε απόσυρση,

η ψεύτικη νιότη.

Τόση ομορφιά και να ψεύδεται:

Τραβηγμένη η μάσκα,

Πανικό αισθανόμαστε θωρώντας

Την ακατονόμαστη ματιά του κενού.

 

II

Ψυχρή πέφτει η νύχτα

πάνω στη νεκρή πόλη στην απουσία των ματιών  σου:

που ένοχα είναι  απ’ την τόση σκοτεινιά,

κι απ’ το τόσο κρύο.

 

Αν χαράξει,

Πρέπεινα συνατηθώ με τη μέρα

hastiado de tu nombre,

χτυπώντας τα τζάμια,

ζητώντας βοήθεια.

III

Η αναστατωμένη σελήνη του Νοέμβρη,

σαν ένα νυχτερινό πουλί μες στον ουρανό του,

και το ρόδο το ηττημένο των χειλιών σου

διεγείρουν αυτή τη νύχτα τον πόθο μου.

 

Στο νότο της νοσταλγίας, τα ματοτσίνορά σου

μέσα στο σκοτεινό κήπο με απειλούν

                                        πέρα απ’ τον έρωτα και τον επιτάφο.

 

IV

Ποια ομορφιά πιο ελεύθερη από τη δική σου

Προκάλεσε  τόση μέθη και τόση φωτιά;

 

Μες στο κορμί της πέθαιναν άγνωστοι πόθοι

Και μες στα μάτια της έλαμπε η αφιέρωση

θελκτική και μυστική:

μετά την αποκάλυψη της ομορφιάς,

σαν ένα dardo από σκιά

τύφλωνε τους μάρτυρες

για να μη βλέπουν τη νύχτα.

 

V

 Θα προβάλλει η αυγή,ακαθόριστη  και θλιμένη,

θραύοντας τα κρύσταλα

με το αναποφάσιστο φως της σαν καταχνιά

που υψώνεται απ’ τα ποτάμια

ώσπου να φτάσει ως τα σύννεφα.

Θα έρθει η μοναξιά , το κρύο

όταν χαράξει, θα έρθει όπως ο θάνατος:

απρόβλεπτη, αβέβαιη, αθώα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   DE LA RENUNCIA

 

Si con el tiempo muere la quimera

de buscar una luz que nunca es nuestra;

si los sueños se tornan negra sombra

bajo un cielo cerrado de tormenta;

si el lugar del amor es la amenaza

y su desnudo un brillo de monedas;

si el placer ya no basta y la costumbre

es ese espejo roto: sin belleza

dobléguese la vida y que la vana

memoria del silencio sea tu herencia

escrita en el final que nos condena.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

   

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ

 

Αν με το χρόνο πεθαίνει η χίμερα

του να αναζητήσεις ένα φως που ποτέ δεν είναι δικό σου;

αν τα όνειρα γίνονται μια  μαύρη σκιά

κάτω από ένα σφραγισμένο ουρανού απ’ την καταιγίδα;

Αν ο τόπο του έρωτα είναιη απειλή

Κι η γύμνια του μια λάμψη από μονέδες;

Αν η ηδονή πια δεν αρκεί και η συνήθεια

Είναι αυτός ο καθρέφτης: δίχως την ομορφιά

υπέκυψε στη ζωή και η μάταιη

μνήμη της σιωπής θα είναι η κληρονομιά σου

γραμμένη στο τέλος που μας καταδικάζει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA TEMPESTAD SERENA

(2006)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                  

 

 

 

 

 

 

 

 

TIEMPO ADVERSARIO

 

Yo soy aquel que ayer se entretenía

en confundir la vida con un libro,

y en ese puro afán de poesía

notas pinté con las que ya no vibro.

 

Armaduras, ofrendas, laberintos,

el cerco de la luz y su penumbra

nacieron como símbolos distintos

de un ansia de belleza que deslumbra.

 

Belleza, frágil ámbito la atrapa

y me muestra la faz de mi adversario,

el tiempo: sombra que desnuda escapa

y es memoria su olvido visionario.

 

Del pasado impostor busqué la huida:

mi corazón errante ama la vida.

 

 

 

 

 

 

 

 

                                  

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΕΝΑΝΤΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

 

Εγώ είμαι εκείνος που χθες διασκέδαζε

μπερδεύοντας τη ζωή με ένα βιβλίο,

και με κείνο τον καθαρό  της ποίησης το ζήλο

νότες ζωγράφισα με τις οποίες πια δεν συγκινούμαι.

 

Αρματωσιές, σπονδές, λαβυρίνθους,

ο  κύκλος του φωτός και του σκοταδιού του

γενήθηκαν σαν σύμβολα  διαφορετικά

από μια αγωνία για την ομορφιά  που θαμπώνει.

 

Ομορφιά, εύθραυστο πεδίο τη γραπώνει

και την όψη μου δείχνει του αντιπάλου μου,

του χρόνου: σκιά που γυμνή διαφεύγει

και μείναι μνήμη η οραματική της λησμονιά.

 

Μέσα απ’  το πλάνο παρελθόν έψαξα τη διαφυγή:

η λαθεμένη μου καρδιά αγαπά τη ζωή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 MANO DE NIEBLA

  

                           «Con negra llave el aposento frío

                           de su tiempo abrirá.»

 

                                                                               ANTONIO MACHADO

                                                                     

La memoria rescata aquellos días

solitarios y ciegos como faros,

en los que fui feliz, con sus reparos

de miedo y de terror, de fantasías:

 

cuando el niño reabría los tebeos

junto al fuego vibrante de la casa

mientras la fiebre súbita traspasa

sus ojos de quiméricos deseos.

 

Madrugada. El frío en duermevela,

pasajero navegable del viento

por la oscura vigilia: atrevimiento

de la tormenta impulsará la vela.

 

La imaginaria nave a la deriva

aventuras descubre, ensoñaciones,

en turbio mar de raras sensaciones.

¿Qué llave sigilosa los reaviva?

 

Una mano de niebla abre la puerta

del tiempo, que más duele si deserta.

 

        

 

 

 

 

 

 

ΧΕΡΙ ΑΠΟ ΟΜΙΛΗ

  

                           «Με μαύρο κλειδί το κρύο κατάλυμα

                           του καιρού του θα ανοίξει.»

 

                                                                               ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΑΤΣΑΔΟ

                                                                     

Η μνήμη διασώζει εκείνες τις μοναχικές

και θαμπές σαν φάρους μέρες,

στις οποίες ήμουν ευτυχισμένος, με τους ενδιασμούς τους

απ’ το φόβο,τον τρόμο , και τις φαντασίες:

 

όταν το μικρό παιδί μισάνοιγε τα κόμικς

δίπλα στη σπιθόβολη φωτιά του σπιτιού

                                  καθώς ο ξαφνικός πυρετός διαπερνούσε

τα μάτια του με χιμερικές επιθυμίες.

 

Χάραμα. Το κρύο μέσα από μια νωθρή παχνη,

σαν έναςταξιδιώτης που πλέι μες στον άνεμο

από τη σκοτεινή αγρύπνια: τόλμη

της καταιγίδας που θα ωθήσει το πανί.

 

Το φανταστικό πλοίο άσκοπα

περιπέτειες ανακαλύπτει, όνειρα,

Μες στη θολή θάλασσα των παράξενων αισθήσεων.

Ποιο σιωπηλό κλειδί τις ξαναζωντανεύει;

 

Ένα χέρι από ομίχλη την πόρτα ανοίγει

του χρόνου, που πιο πολύ πονεί αν λιποτακτεί.

 

 

 

 

 

EL HUERTO

 

 

Los veranos eternos de tu infancia

ya para siempre unidos al granado

 

y al olivo, al laurel y al emparrado

de aquel jardín abierto en la distancia.

 

El huerto de la abuela a tu constancia

lectora dio cobijo, al rezagado

deleite con sus frutos, fascinado

en el vergel de tu perseverancia.

 

Cercado por las sombras, extendías

los libros en la hierba y te adentrabas

capitán Nemo– en mundos sumergidos.

 

La isla de aquel huerto hizo tus días

solitarios y magos: acechabas

la oculta melodía de los nidos.

 

 

 

 

 

Ο ΚΗΠΟΣ

 

Τα αιώνια καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας σου

συνδεμένα πια με το ρόδι για πάντα 

την ελιά, τη δάφνη, την πέργκολα

του κήπου εκείνου που στο βάθος ανοίγεται.

 

Της γιαγιάς ο κήπος στην αναγνωστική σου

εμμονή καταφύγιο έδωσε, στην αργοπορημένη

απόλαυση με τους καρπούς του, γοητευμένος

στης επιμονής σου το περιβόλι.

 

Περιτριγυρισμένος από σκιές, άπλωνες

τα βιβλία στα χόρτα και έμπαινες μέσα

-Πλοίαρχος Νέμο- σε βυθισμένους κόσμους.

 

Το νησί αυτού του κήπου τις μέρες σου έκανε 

μοναχικές και μαγικές: παρακολουθούσες

την κρυφή μελωδία των φωλιών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL RUISEÑOR SOLITARIO

 

«Su existencia, como la tuya,

 en música escondida y revelada.»

                                               LUIS CERNUDA

 

La primavera ardía con su canto,

emboscada de trinos en la noche.

Mi madre se asombraba del derroche

de aquella melodía y el encanto.

 

El ruiseñor tejía fiel un manto

de luces melancólicas: el broche

lo ponía la aurora sin reproche

o la imprevista lluvia con su llanto.

 

Hoy escuché de nuevo esa llamada

de mi niñez lejana, desvelado

en la noche abolida y solitaria.

 

Cuando el canto cesó con la alborada

me anidó la tristeza, desolado

por descubrir estéril su plegaria.

 

 

 

ΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΑΗΔΟΝΙ

«Η ύπαρξή του, όπως η δική σου,

 Μέσα σε μια κρυμένη μουσική και αποκαλυμένη.»

                                              ΛΟΥΙΣ ΘΕΡΝΟΥΔΑ

 

 

 

Η άνοιξη φλεγόταν με το τραγούδι του

παγίδα από τρίλιες μέσα στη νύχτα.

Η μητέρα μου ένιωθε έκπληκτη με τη χλιδή

ετούτης της μελωδίας και τη γητεία.

 

Το αηδόνι ύφαινε επίμονα έναν μανδύα

από μελαγχολικά φώτα: την πόρπη

την έβαζε η αυγή δίχως μομφή

ή η απροσδόκητη βροχή με το κλάμα της.

 

Σήμερα άκουσα ξανά αυτό το κάλεσμα

της μακρινής παιδικής μου ηλικίας, ξύπνιος

στην καταργημένη και μοναχική νύχτα.

 

Όταν το τραγούδι σταμάτησε με την αυγή

με κατοίκησε η θλίψη, απελπισμένο

που βρήκα στείρα την προσευχή του.

 

 

 

 

 

 

JUGUETES ANTIGUOS

 

Mis juguetes antiguos al azar

invaden los estantes: automóviles,

caballos de cartón, trenes inmóviles,

autómata veloz o sidecar…

 

Son resortes del tiempo estos juguetes:

recobran mi niñez con su hojalata

litografiada. Alguien los rescata

de almonedas y oscuros gabinetes.

 

De niño otros juguetes hábilmente

los fabricaba yo con cuánto esmero:

garfio, cuchillo, espada; bucanero

al abordaje de un bajel ausente.

 

−Madre, ¿qué fue de la vieja alcancía

de barro con su pobre mercancía?

 

 

                              

 

 

 ΠΑΛΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

 

Τα παλιά μου παιχνίδια όλως τυχαία

εισβάλλουν στα ράφια: αυτοκίνητα,

άλογα από χαρτόνι, ακίνητα τρένα,

                                              ταχύτατα αυτόματα η  καλάθια μοτοσυκλέτας…

 

Είναι κίνητρα του χρόνου αυτά τα παιχνίδια:

ανακαλούν τα παιδικά μου χρόνια  με τον λιθογραφημένο

τσίγκο  τους. Κάποιος τα διασώζει

απ’ τις δημοπρασίες κι  απ’ τα σκοτεινά στούντιο.

 

Μικρό παιδί άλλα παιχνίδια επιδέξια

τα κατασκέυαζα εγώ  και με πόση  φροντίδα:

τσιγκέλι, μαχαίρι, σπαθί; πειρατής

σε απόβαση από ένα πλοίο απόν.

 

−Μητέρα, τι απόγινε εκείνος ο παλιός κουμπαράς

από πηλό με το φτωχό εμπόρευμά του;

 

 

 

 

 

 

LA CASA DEL BARRIO

 

 

A la casa del barrio retornabas

cada vez que en la tuya te reñían.

Allí Teresa y Carmen socorrían

los sueños peregrinos que albergabas.

 

En la casa encendida ahora recabas

los ecos que los años vencerían

en la urdimbre del tiempo y que darían

consuelo a tus desdichas y a tus trabas.

 

Aquellas dos mujeres con ternura

te protegieron siempre del peligro.

Dádiva era su bondad y fuente

 

de una sabia paciencia: aún te cura.

(No me falta su aliento cuando emigro

a esa casa de luz estando ausente.)

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

 

Στο σπίτι της γειτονιάς επέστρεφες

κάθε φορά που στο δικό σου σε μάλωναν.

Εκεί η Τερέσα και η Κάρμεν περιέθαλπαν

τα περιπλανώμενα όνειρα που έτρεφες.

 

Στο φλεγόμενο σπίτι τώρα συλλέγεις

τους απόηχους που θα νικούσαν τα χρόνια

στο στημόνι του χρόνου και θα έδιναν

παρηγοριά στις δυστυχίες και τα δεσμά σου.

 

Αυτές οι δύο γυναίκες με τρυφερότητα

πάντα σε προστάτεψαν από τον κίνδυνο,

δώρο ήταν η καλοσύνη τους και πηγή

 

μιας σοφής υπομονής: ακόμα σε θεραπεύει.

(Δεν μου λείπει η ανάσα τους, όταν μεταναστεύω

σ’ αυτό το σπίτι του φωτός, ενώ απουσιάζει.)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AL ENCUENTRO DE LA INFANCIA

 

 

I

 

Cae una densa lluvia en la memoria

al desnudar tu vida:

cuántos días oscuros como éste

el rumor de otra intensa lluvia antigua

te ha llevado al encuentro con la infancia,

al aire de su clima,

tratando de seguir

−en la nieve las botas sumergidas−

tus inciertas pisadas por el sueño.

 

Recuerdas los inviernos desolados,

la nevada cubriendo los caminos,

impasibles mañanas junto al fuego,

o en el atardecer la mirada del niño

que atónito contempla

cómo el agua deshace los castillos

de hielo por la acequia, desarbolando ejércitos

derrotados en negro limo.

Leve late la savia detenida en las ramas

desnudas, así tiembla el alma por el nítido

paisaje que vislumbra

el prodigioso arco iris: su fulgor vespertino

riela sobre los campos tras la torrencial lluvia

que anegó de las huertas los cultivos,

diluyendo la nieve,

abriendo en claridad el viento frío.

Por la tierra asolada

los pájaros disputan su alimento ateridos.

 

La nieve del pasado tornó en lluvia

tu añoranza de aquella edad sin tiempo:

era el paraíso y no lo supiste

hasta que de él los años te arrojaron ajeno.

 

II

¿Quién te devolverá la luz temprana,

cegadora, que abría los ojos al milagro

de la naturaleza? Ebrio hechizo

te embargaba: las hojas de los álamos

sucediéndose en inmutable

sigilo. Ves pasar los rebaños

muy lentos hacia el monte;

siguen las mismas horas su rutina, el reclamo

propicio de los juegos

o la secreta huida al Torrente nevado.

 

Tras la lluvia buscabas

una señal o huella de tu paso

por esas calles que te esperan

solitarias y ajenas, cuando

ni la memoria puede restituirlas.

 

Aunque en días como éstos

de aciaga lluvia oscura y de indolencia,

añorando aquel niño,

quisieras retener no sé qué nieve trémula

y en su desnudo espejo refugiarte.

 

      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

 

 

I

 

Πέφτει μια έντονη βροχή μέσα στη μνήμη

τη  ζωή σου ξεγυμνώνοντας:

πόσες μέρες σκοτεινές σαν κι αυτή

ο ψίθυρος μιας άλλης έντονης παλιάς βροχής σαν κι αυτή

σε έφερε στη συνάντηση με την παιδική σου ηλικία,

στον αέρα του κλίματός της,

καθώς προσπαθούσες  να ακολουθήσεις

−μες στο χιόνι με   τις βυθισμένες μπότες−

τις αβέβαιες πατημασιές σου μέσα στ’ όνειρο.

 

Θυμάσαι τους παντέρημους χειμώνες,

το χιονιά να σκεπάζει  τους δρόμους,

τα ήσυχα πρωινά δίπλα στη φωτιά,

η  μέσα στο απόβραδο του μικρού παιδιού τη ματιά

που εμβρόντητο θωρούσε

πως το νερό γκρέμιζε τα κάστρα

από πάγο μέσα στο ρυάκι, παρασέρνοντας στρατιές

ηττημένες  μέσα στο μαύρο βούρκο.

Τρεμάμενη κείτεται η δροσοσταλίδα πάνω στα γυμνά

κλαδιά, έτσι τρέμει κι η ψυχή  σου μες στο διαυγές

τοπίο όπου ξεπροβάλλει

το μεγαλοπρεπές ουράνιο τόξο: η εσπερινή του λάμψη

περιφέρεται  πάνω απ’ τους κάμπους  μετά την καταιγιστική βροχή

που πλημύρισε  τις καλιέργειες στους κήπους,

διαλύοντας το χιόνι,

φέρνοντας μέσα στο φως τον άνεμο τον κρύο.

Από τη ρημαγμένη χώρα

τα πουλιά διεκδικούν την τροφή τους τρομοκρατημένα.

 

Το χιόνι του παρελθόντος γύρισε σε βροχή

τη νοσταλγία σου εκείνης της εποχής που  έξω ήταν  απ’ το χρόνο:

ήταν ο παράδεισος και δεν το ήξερες

ώσπου απ’ αυτόν τα χρόνια σε αποξένωσαν.

 

II

Ποιος θα σου επιστρέψει το πρωινιάτικο εκτυφλωτικό

φως, που άνοιγε τα μάτια σου στο θαύμα

της φύσης; Μεθυσμένο και σαγηνευτικό

σε σταματούσε: με τα φύλλα στις λεύκες

να διαδέχονται το ένα ο άλλο μέσα σε μια αδιατάραχτη

σιγή. Βλέπεις να περνούν  τα κοπάδια

πολύ αργά  προς το βουνό;

Ακολουθούν τις ίδιες ώρες τη ρουτίνα τους, το γνωστό

δέλεαρ των παιχνιδιών

η τη μυστική φυγή  προς το χιονισμένο Καταράχτη.

 

Μετά τη βροχή αναζητούσες

ένασημάδι η ένα ίχνος από το περασμά σου

μες απ αυτούς τους δρόμους που σεπεριμένουν

έρημοι και ξένοι, όταν

ούτε η μνήμη δεν μπορεί να τους αντικαταστήσει.

 

Αν και σε μέρες όπως αυτές

της ολέθριας σκοτεινής βροχής και της νωχέλειας,

καθώς νοσταλγούσες εκείνο το μικρό παιδί,

θα ήθελες να σταματήσεις δεν ξέρω ποιο τρεμάμενο χιόνι

και μες στον γυμνό του καθρέφτη να καταφύγεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

NUESTRO JARDÍN

«Tapiaron aromas y voces,

oculto está aquel vivir.»

                                                                                                         ELENA MARTÍN VIVALDI

 

Evocar el jardín donde la fuente

exhibe aún su danza cristalina,

mientras la tarde tímida declina

y las mujeres sueñan sutilmente.

 

Esa niña que juega diligente

está mirando el agua saltarina:

es su vestido azul de muselina

el reflejo de un cielo evanescente.

 

Todo en el aire anuncia primavera;

sobrevuelan vencejos, estorninos...

El muro de geranios se derrama.

 

Ese hombre que avanza por la acera

reconoce la tapia, los caminos...

Y una voz –“es nuestro jardín...”– lo llama.

 

 

 

Ο ΚΗΠΟΣ ΜΑΣ

«Σκέπασαν αρώματα και φωνές,

κρυμμένη είναι εκείνη η ζωή.»

                                                                                                         ΕΛΕΝΑ ΜΑΡΤΙΝ ΒΙΒΑΛΝΤΙ

Να ανακαλέις τον κήπο όπου η πηγή

επιδεικνύει ακόμα τον κρυστάλινο χορό της,

ενώ το ντροπαλό απόβραδο πέφτει

και οι γυναίκες ονειρεύονται τρυφερά.

 

Αυτό το κοριτσάκι που παίζει  απορροφημένο

κοιτάζει το νερό που αναπηδάει:

είναι το φόρεμά του το γαλάζιο κι από μουσελίνα

η αντανάκλαση ενός ουρανού evanescente.

 

Όλα μες στον αέρα αναγγέλουν την άνοιξη;

υπερίπτανται  γεράκια, ψαρόνια...

Ο τοίχος με τα γεράνια γκρεμίζεται.

 

Αυτός ο άνθρωπος που προχωρά  απ’ το πεζοδρόμιο

αναγνωρίζει το φράχτη, τους δρόμους...

και μα φωνή –“είναι ο κήπος μας...”– τον καλεί.

 

 

 

 

    LA CELADA

 

                          «amor, para el que solo

                                                                                     la soledad no exista.»

                                                                      JUAN RAMÓN JIMÉNEZ

 

Nunca sabré de mí ya en adelante:

huye la soledad por tu mirada.

Yo busqué en ti la cálida celada

de la ternura alerta, amenazante.

 

Antes de conocerte andaba errante

por el desnudo filo de la nada,

era la servidumbre mi jornada;

los años por llegar, sed embriagante.

 

Me derrotó la luz de tu semblante

y no tuve mejor corazonada

para saberte aliada y contrincante.

 

Ahora soy de tu red el habitante:

prisionero me tienes, sin coartada,

presto en imaginar tu voz amante.

 

 

 

 

Η ΠΑΓΙΔΑ

 

                          «έρωτας, που γι αυτόν μόνο

                                                                                     η μοναξιά δεν θα υπάρχει»

                                                                                                ΧΟΥΑΝ ΡΑΜΟΝ ΧΙΜΕΝΕΘ

 

Ποτέ για μένα πια δε θα ξέρω  από δω και στο εξής:

δραπετεύει η μοναξιά απ ‘τη ματιά σου.

                                     Εγώ αναζήτησα σε σένα τη θελκτική παγίδα σου

της άγρυπνης τρυφερότητας, της απειλής

 

Πριν σε γνωρίσω όδευα σε μια τροχιά εσφαλμένη

απ’ το γυμνό το τίποτα εξαρτημένη,

ήταν υποτελής η μέρα μου η χαμένη;

τα χρόνια που θα ‘ρχονταν  ,δίψα αποπλανημένη.

 

Με διέλυσε το φως της όψης σου

και δεν είχα καλύτερη προαίσθηση

για να σε νιώθω σύμμαχο κι αντίπαλό μου.

 

Τώρα είμαι στο δίχτυ σου εγκλωβισμένος:

φυλακισμένο μ’ έχεις , δίχως δικαιολογία,

δέσμιο να φαντάζομαι τη φωνή σου την αγαπημένη.

 

 

                               

 

LA OBRA MAESTRA DESCONOCIDA

 

Ensayo a dibujarte entredormida:

hasta el desnudo valle de la espalda

por tus hombros desciende una guirnalda

de cabellos ceñidos a su brida.

 

Qué incitante flamea tu cintura

por eludir la espuma y la marea:

veladas sombras que mi afán sortea

tras la belleza de tu arboladura.

 

Almenadas vigías las caderas

cimas coronan de sensual diseño:

mojadas en la orilla de tu sueño

rinden lluviosas playas con palmeras.

 

 De las gemelas cumbres dos colinas

emergen arrogantes: son las dunas

de un desierto dorado, las tribunas

que separó un rumor de guillotinas.

 

Nacen allí dos ríos pasajeros

que suben o descienden, tal el sauce

da ardor al curso, calmo asilo al cauce,

antes que el tiempo agote los veneros.

 

Con las últimas luces te incorporas,

desconocida Venus que contemplo:

sonríes y regresas a tu templo.

Por tus ojos de ensueño huyen las horas.

 

 

 

                                ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ

 

Δοκιμάζω να σε ζωγραφίσω μισοκοιμισμένη:

από της γυμνής σου πλάτης  την  κοιλάδα

από τους ώμους σου κατεβαίνει μια γιρλάντα

από μαλλιά χυτά σφιχτοδεμένη.

 

Προτρεπτική η ζώνη σου κυματίζει

αποφεύγοντας  τον αφρό και τη ναυτία:

κρυμμένες σκιές που ο ζήλος μουυ δε λογίζει

απ’ την τόση ομορφιά της αρματωσιάς σου.

 

Άγρυπνοι φρουροί  είναι  οι γοφοί σου

που κορφές στεφανώνουν με ένα  αισθησιακό ντιζάιν:

μουσκεμένοι στου ονείρου σου την όχθη

μαστιγώνουν βροχερές ακτές με φοινικιές.

 

 Από τις δίδυμες κορφές δυο λόφοι

αναδύονται αλαζόνες: είναι οι θίνες

μιας χρυσής ερήμου, οι εξέδρες

που χώρισε ένας ψίθυρος από γκιλοτίνες.

 

Γενιούνται εκεί δυο περαστικά ποτάμια

που ανεβαίνουνε η πέφτουν, όπως η ιτιά

που δίνει ζέστη στη διαδρομή , γαλήνιο άσιλο στην κοίτη,

προτού ο χρόνο τα δηλητήρια εξαντλήσει.

 

Με τα τελευταία φώτα ενσωματώνεσαι,

άγνωστη Αφροδίτη που θωρώ σε:

να χαμογελάς και στο ναό σου να επιστρέφεις.

Μέσα απ’ τα μάτια σου τα ονειρεμένα δραπετεύουν οι ώρες.

 

 

 

MÍSTICA DE MAYO

 

Venid y vamos todos con flores amarillas,

venid y vamos todos: el campo nos espera.

Nos aguarda la dicha, su desnudez de esfera,

mientras cogemos lirios que aroman las gavillas.

 

O busquemos las rosas, prímulas, buganvillas,

jazmines, yerbabuena, violetas a la vera

de la sonora acequia: el agua reverbera

y en hora del ocaso dibuja maravillas.

 

La belleza detiene al tiempo y lo diluye

en vaga eternidad: sus impulsos fundidos

arden en la ceniza y el amor los destruye…

 

Venid y vamos todos; salid cautos, sin ruidos.

(El incienso flotando, la plegaria que huye,

las velas apagadas: en el altar, Cupidos.)

 

 

 

                                

 

 

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΑΙΟΥ

Ελάτε και πάμε όλοι μας με κίτρινα λουλούδια,

ελάτε και πάμε όλοι μας : μας περιμένει ο κάμπος.

                                Η ευτυχία μας προσμένει, με τη τορνευτή γυμνότητά της,

                               καθώς μαζεύουμε κρίνα  που αρωματίζουνε τους μίσχους.

 

Η ας ψαξουμε τα ρόδα, τους πανσέδες, τις βουκαμβίγιες,

                               τα γιασεμιά, το δυόσμο, τις βιολέτες στην όχθη

στο κελαριστό ρυάκι: το νερό λαμποκοπά

και στου λυκόφωτος την ώρα ζωγραφίζει θαύματα.

 

Η ομορφιά το χρόνο  διαλύει και τον σταματά

μέσα σε μια μάταιη αιωνιότητα: οι παλμοί της βυθισμένοι

φλέγονται μέσα στη στάχτη κι ο έρωτας τους καταστρέφει…

 

Ελάτε και πάμε όλοι μας ; βγείτε συνετοί, αθόρυβοι.

(Το θυμίαμα κυκλοφορεί, η προσευχή διαδίδεται,

τα πανιά κατεβασμένα: στο υπερώο,Άπληστοι.)

 

 

 

 

 

 

PALABRAS EN EL TIEMPO

 

Es cuestión de palabras: si lo pienso,

ni tú, lector, ni yo,

después de meditarlo, alcanzaremos

a explicar qué es amor.

 

Olvida las palabras: pierde el tiempo

quien busca desvelar

cuándo amor es simplemente deseo

y cuándo es vanidad.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΕΞΕΙΣ ΜΕΣ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

 

Είναι ζήτημα λέξεων: αν το σκεφτώ,

ούτε εσύ, αναγνώστη, ούτε εγώ,

έχοντάς το καλά σκεφτεί,θα καταφέρουμε

να εξηγήσουμε τι είναι ο έρωτας.

 

Ξέχνα τις λέξεις: χάνει το χρόνο του

αυτός που ψάχνει να  αποκαλύψει

πότε ο έρωτας είναι απλά επιθυμία

και πότε είναι ματαιότητα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                    

 

 

 

LA JOVEN CICLISTA CON ESCARPINES ROJOS

«si trabajan los pies, gozan los ojos.»

LUIS DE GÓNGORA

 

No haces caso al murmullo que levantan

los rojos escarpines, ni al revuelo

cuando cruzas veloz, y a contrapelo

las curvas a la falda se adelantan.

 

Y aunque a todos les digas que te encantan

las calcetas de lana o terciopelo,

desafías la lluvia y hasta el hielo:

tus piernas a las nubes soliviantan.

 

¿Qué fiebre deportiva te condena

por las calles mojadas que recorres

en frágil bicicleta de verano?

 

A tu paso se apiña una cadena

de aficionados al ciclismo: corres

el riesgo de perder el Tour. Yo gano.

 

                                  

 

 

 Η ΝΕΑ ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΑ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΣΚΑΡΠΙΝΙΑ

«si trabajan los pies, gozan los ojos.»

LUIS DE GÓNGORA

 

Δε δίνεις σημασία στο σούσουρο που σηκώνουν

τα κόκκινα σκαρπίνια σου , ούτε στην ταραχή

όταν διασχίζεις με ταχύτητα κι αντίθετα  το δρόμο

κι οι δίπλες της φούστας ανασηκώνονται.

 

Και παρόλο που σε όλους λες πως σε τρελαίνουν

τα καλτσόνια από μαλλί η από βελούδο,

προκαλείς τη βροχή ως και την παγωνιά:

οι γάμπες σου και τα σύννεφα ξεσηκώνουν.

 

                                     Ποιος πυρετός αθλητικός σε βασανίζει

μέσα στους μουσκεμένους δρόμους που διασχίζεις

πάνω στην εύθραυστη μοτοσικέτα του καλοκαιριού?

 

Στο πέρασμά σου πίσω  συνωστίζεται ένα τσούρμο

από οπαδούς της ποδηλασίας: παίρνεις

το ρίσκο του να χάσεις την Κούρσα. Εγώ κερδίζω.

 

 

 

 

LA COFRADÍA

 

Duerme sus ebriedades el falerno

en la penumbra: dúctil jaguar de oro,

joya y guardián de un bíblico tesoro

que se escancia a los fieles en el cuerno,

en el vaso, en la copa…, pues fraterno

suma los corazones al sonoro

festín de la alegría, tal un coro

de luces y de sombras sempiterno.

En libertad resbala por mi boca

si apuro su delicia que acredita

los sentidos, venciendo voluntades.

 

Escucha esta plegaria que te invoca:

−Vino que da placer, gozos concita;

por tu lealtad brindamos tus cofrades.

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ

 

Ο Φαλερνός κοιμάται τη μέθη του

στο ημίφως: εύπλαστος χρυσός ιαγουάρος,

κόσμημα και φύλακας ενός βιβλικού θησαυρού

που κερνιέται στους πιστούς στο κέρατο,

στο αγγείο, στο κύπελλο ..., κατόπιν αδελφικός

συναθροίζει τις καρδιές στην θορυβώδη

ευωχία της χαράς, μια τέτοια χορωδία

αιώνια φώτων και σκιών.

Ελεύθερα γλιστρά μέσα απ’ το στόμα μου

αν στραγγίσω την απόλαυσή του που δίνει βάση

στις αισθήσεις, νικώντας τις θελήσεις.

 

Άκου αυτή την προσευχή που σε καλεί:

-Οίνε που δίνεις ευχαρίστηση, χαρές ξεσηκώνεις,

στην πίστη σου κάνουμε πρόποση οι αδελφοί σου.

 

*Διάσημο αρχαίο κρασί (Φαλερνός οίνος) από τον Φαλερνό αγρό στην Ιταλία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ROGATIVA

 

Apenas nace el sol, cuando se oculta

al cruce de la nube fugitiva:

el paso de sus rayos dificulta

y el agua los refugia en sed cautiva.

Así la vida sin piedad sepulta

la juventud dorada, sensitiva.

El plazo breve de la edad adulta

sólo alcanza a implorar la rogativa.

¿Ruego por su inmanencia en letra viva?

Tu afecto la rescata y te faculta

para saber mi estado en la deriva

de los años: el tiempo, que no indulta,

te dirá la razón de mi evasiva.

A tu lealtad confío esta consulta

que me dictó la ausencia, por si aviva

su luz en tu mirada ávida y culta.

 

–Cultiva la amistad, de amor recela:

la amistad dura, sólo amor consuela.

 

 

 

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ

 

Μόλις γεννιέται ο ήλιος, όταν κρύβεται

στο πέρασμα του διαβατικού σύννεφου:

το βήμα των ακτίνων του δυσκολεύει

και το νερό τις  κρύβει μέσα σε αιχμάλωτη δίψα.

Έτσι η ζωή αλύπητη ενταφιάζει

τη χρυσή και ευαίσθητη νιότη.

Το σύντομο πέρασμα της ώριμης ηλικίας

μόνο καταφέρνει να ικετεύσει  την παράκληση.

Ικετεύω για το αδιαμφισβήτητό της με ζωντανή γραφή;

Η στοργή σου τη διασώζει και σε διευκολύνει

για να ξέρεις την κατάστασή μου με το γύρισμα

των χρόνων: ο χρόνος, που δεν συγχωρεί,

θα σου πει το λόγο της υπεκφυγής μου.

Στην αφοσίωσή σου εμπιστεύομαι αυτή τη συμβουλή

που μου δίδαξε η απουσία,καθώς ζωηρεύει

το φως της στην άπληστη και ευγενική ματιά σου.

–Καλλιέργησε τη φιλία, του δύσπιστου έρωτα:

η φιλία διαρκεί, μόνο ο έρωτας παρηγορεί.

 

 

 

 

 

 

MONÓLOGO DE LA NOCHE AUSENTE

 

                           «Dos voces suenan: el reloj y el viento,

                           mientras flota sin ti la madrugada.»

                  

                                                                   FEDERICO GARCÍA LORCA

                 

Dejándote a solas con la noche

unos ojos se han ido.

En esta habitación deshabitada:

¿qué buscas por los libros,

donde el silencio teje tu derrota?

No existen las palabras −inquilino

de la noche cautiva,

tu mirada se adentra en el vacío−.

Acechas el paisaje entre las ruinas

mientras te llama lo desconocido:

mensajero obstinado de la huida,

piensa que ya no eres aquel joven altivo

que malgastó la edad –si luminosa, breve−

despreciando los años y el peligro.

 

Nadie puede escucharte y tú lo sabes:

quien oye la memoria habla solo al olvido.

 

Ausentarse de aquí no es oportuno,

aunque previendo inútil tu espejismo

vagarás por las calles de la ciudad desierta

tras la sombra del aire clandestino.

 

Morir en unos ojos, si el azar lo dispone,

mitiga tu fracaso intempestivo.

Pero no te lamentes

si la mirada ciega te conduce al abismo.

 

En sus ojos ausentes perseveras

a solas con la noche y tu silencio escrito.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΑΣ ΝΥΧΤΑΣ

 

                           «Δυο φωνές ακούγονται: το ρολόι κι ο αγέρας,

                           ενώ πλέει χωρίς εσένα η χαραυγή.»

                  

                                                                   ΦΕΔΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

                 

Αφήνοντας σε μόνο με τη νύχτα

κάποια μάτια έφυγαν.

Μέσα σ’α υτό το ακατοίκητο σπίτι:

τι ψάχνεις μέσα στα βιβλία,

όπου η σιωπή την ήττα σου υφαίνει;

Δεν υπάρχουν οι λέξεις −inquilino

της αιχμάλωτης νύχτας,

η ματιά σου  μες στο κενό εμβαθύνει−.

Acechas το τοπίο μέσα στα ερείπια

Ενώ σε καλεί ο άγνωστο:

αγγελιοφόρε επίμονε της φυγής,

σκέψου ότι πια δεν είσαι εκείνος ο υπερόπτης νέος

που τη ζωή του ξόδεψε –τη φωτεινή και σύντομη−

υποβαθμίζοντας τα χρόνια και τον κινδυνο.

 

Κανείς δεν μπορεί να σε ακούσει και το ξέρεις:

Αυτός που τη μνήμη ακούει στη λησμονιά μιλάει μόνο.

 

Το να απουσιάσεις από δω σωστό δεν θαναι,

κι αν ακόμα  έχεις προβλέψει την  ανώφελη  πλάνη σου

θα περιπλανηθείς μέσα στους δρόμους της έρημης πόλης

πίσω απ’ τη σκιά του άνομου αέρα.

 

Το να πεθάνεις μες σε κάποια μάτια, αν  η τύχη το θελήσει,

μετριάζει την απρόβλεπτη  αποτυχία σου.

Αλλά μη κλάψεις

αν η τυφλή ματιά στην άβυσσο σε οδηγήσει.

 

Στα μάτια της που απουσιάζουν συντηρείσαι

μόνος με τη νύχτα και τη γραμμένη σιωπή σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBADA

 

Furtivo y vigilante duda el día

acechando en tus ojos el oleaje

sediento de penumbra, ante el paisaje

ensimismado de melancolía.

 

Ya no distingo bien si es elegía

o es himno lo que ofrezco en homenaje

tuyo: son los misterios del lenguaje

en que abismó la sed mi travesía.

 

¿Quién me ha visto cruzar hacia la noche,

oscuro y peregrino y sin posada,

para atisbar la luz en tu mirada?

 

Por merecer tu voz, nunca el reproche,

he alcanzado la sombra en la alborada

mientras llama a difuntos una albada.

 

 

 

 

 

 

ΧΑΡΑΥΓΗ

 

Λαθραίος σκοπός  διστάζει η μέρα

παραφυλώντας μες  στα μάτια σου τον διψασμένο

κυματισμό του σκοταδιού, απέναντι

απ’ το απορροφημένο τοπίο της νοσταλγίας.

 

Πια δεν διακρίνω καλά αν είναι ελεγεία

η ύμνος αυτό που προσφέρω ως αφιέρωμα

σε σένα: είναι τα μυστήρια της γλώσσας

όπου  βυθίστηκε η δίψα της πλεύσης μου.

 

Ποιος με είδε να πορεύομαι προς τη νύχτα,αν σκοτεινός προσκηνητής δίχως κονάκι

για να κρυφοκοιτάξω  το φως της ματιάς σου;

 

Για να αξιωθώ ν’ ακόυσω τη φωνή σου ,ποτέ τη μομφή σου ,

έφτασα  τη σκιά μες στη καντάδα

ενώ καλεί τους νεκρούς η χαραυγή.

 

 

 

 

 

 

LA SOLEDAD DEL TIEMPO

                       «pues hay memoria, y soledad, y olvido.»

VICENTE ALEIXANDRE

 

La luminosa piel amanecida,

los cabellos dorados por el viento,

un oasis en la noche del sediento,

los ojos que te ofrecen acogida;

el abrazo fugaz y despedida,

una palmera al aire turbulento,

el agua que buscaba alojamiento,

la soledad del tiempo en su guarida;

y todas las batallas en penumbra

que persiguen tus días vanamente

aplacando las fieras del sentido

comparten la memoria que te alumbra

el incierto futuro evanescente,

donde la muerte es tránsito al olvido.

 

 

 

 

 

 

 

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

                      «λοιπόν υπάρχει μνήμη , και μοναξιά, και λησμονιά.»

                                     ΒΙΘΕΝΤΕ ΑΛΕΙΞΑΝΤΡΕ

 

Το φωτισμένο δέρμα αφυπνισμένο,

τα μαλλιά χρυσωμένα απ’ τον αγέρα,

μια όαση μέσα στη νύχτα  του διψασμένου,

τα μάτια που σου προσφέρουν  αποδοχή;

 

η φευγαλέα αγκαλιά η απελπσμένη,

μια φοινικιά μέσα στον άνεμο το μανιασμένο,

το νερό που έψαχνε φιλοξενία,

η μοναξιά του χρόνου μες στη φωλιά του;

 

Κι όλες οι μάχες μες στο σκοτάδι

που τις μέρες σου καταδιώκουν μοιραία

εξευμενίζοντας του νοήματος τα θηρία

μοιράζονται τη μνήμη που σου φωτίζει

το αβέβαιο  και διφορούμενο  μέλλον,

εκεί όπου ο θάνατος είναι το πέρασμα στη λησμονιά.

 

 

 

 

 

 

LOS RECUERDOS, LAS PALABRAS

                                          A la memoria de mi madre

 

En la oscura mañana de anticipado invierno,

por las calles umbrías el niño imaginario

una maleta arrastra de cartón, temerario:

pesa mucho la carga y el final se hace eterno.

 

Va al encuentro del coche que ha de llevarlo interno

al lejano colegio de quehacer rutinario.

Otro destino sueña, al dolor refractario:

ella lo lleva dentro con su pesar materno.

 

Las sombras de la noche adversa aún perduran

en sus cansados ojos: no existe otro consuelo

sino seguir andando, silenciosos los dos.

 

−Duelen más los recuerdos. Las palabras que curan,

tímidas, no salieron de mis labios: anhelo

ofrecértelas ahora por si escuchas mi voz.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

                                          Στη μνήμη της μητέρας μου

 

Μέσα στο σκοτεινό πρωινό του επικείμενου χειμωνα,

μέσα απ’ τους ανήλιαγους  δρόμουςτο υποτιθέμενο μικρό παιδί

μια βαλίτσα  σέρνει από χαρτί, τρομοκρατημένο:

βαραίνει πολύ το φορτίο και το τέλος του  φαίνεται αιώνιο.

 

Πάει να βρει το αυτοκινητάκι που θα πρέπει να το κουβαλλησει κρυμμένο

στο μακρινό κολέγιο στη συνηθισμένη ρουτινιάρικη διαδρομή .

ένα άλλο πεπρωμένο  ονειρεύεται , στον πιεστικό τον  πόνο:

εκείνη  το φέρει μέσα της με το βάρος της μητρικής φροντίδας.

 

Οι σκιές της ενάντιας νύχτας ακόμα διαρκούν

στα κουρασμένα του μάτια: δεν υπάρχει άλλη παρηγοριά

εκτός από το να ακολουθήσει  περπατώντας, σιωπηλούς τους δυο.

 

−Πονούν πιο πολύ οι αναμνήσεις.οι λέξεις που θεραπεύουν,

ντροπαλές, δε βγήκαν απ’ τα χείλη μου: αγωνιώ

να σου τις προσφέρω τώρα μήπως κι ακούσεις τη φωνή μου.

 

 

 

 

 

 

 

    

 

 

 

 

 

 

HACIA LA BRUMA

J. J. M. in memoriam

 

Los álamos nevados del otoño,

las lilas del jardín desmoronándose

en soledad desnuda, los ensueños perdidos

por el humo de un cielo visionario,

la promesa incendiada de la música

que alienta el corazón enajenado

del suicida: refugio silente

de una tumba sin nombre, sin leyenda, sin hálito…

Amores o espejismos como luz que agoniza,

la turbia madrugada, el decorado

del deseo ante el alba del insomnio,

máscara que buscabas, aunque en vano;

clepsidra de tu sed insatisfecha:

invocación al aire deshojado.

 

He inquirido, en el rostro frío de las mañanas

más antiguas, tus ojos –sólo ellos no mienten−,

las razones de tu huida hacia la noche,

la noche tentadora que preserve

la levedad suprema del silencio

−la sola melodía transparente−,

olvidada estación del no retorno,

la patria de la bruma donde reinen

muchachas como flores,

como palomas níveas que no temen

el dolor y las lágrimas

del horizonte donde el eco yace inerme.

 

Míranos persiguiendo aquí tu fuga:

desde tu paraíso al fin logrado

devuélvenos cumplida la esperanza,

aquel único anhelo sin desánimo

por encontrarte en la región ignota,

donde todo sucede sin muerte y sin pasado.

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

J. J. M. in memoriam

 

Οι χιονισμένες λεύκες του φθινοπώρου,

οι πασχαλιές του κήπου καθώς φυλλορούν

μέσα σε μια γυμνή μοναξιά, τα χαμένα όνειρα

μέσα απ’ τον καπνό ενός ονειροπόλου ουρανού,

η φλεγόμενη υπόσχεση της μουσικής

που συντηρεί την αποξενωμένη καρδιά

του αυτοκτόνου: σιωπηλό καταφύγιο

ενός τάφου δίχως όνομα, δίχως μύθο, δίχως άλω…

Έρωτες η αντικατοπτρισμοί όπως το φως που παλεύει,

η θολή χαραυγή, το σκηνικό

του πόθου μπροστά στην φυγή του ξαγρυπνισμένου,

μάσκα που θα ψάχεις , αν και μάταια;

κλεψύδρα της άσβηστης δίψας σου :

επίκληση στον διάτρητο αέρα.

 

Ερεύνησα, μέσα στην κρύα μετώπη των περασμένων  

πρωινών, τα μάτια σου –μόνο αυτά δεν ψεύδονται−,

τους λόγους της φυγής σου προς τη νύχτα,

την απλωμένη νύχτα που διατηρεί

τη μέγιστη  ελαφρότητα της σιωπής

−τη μόνη διάφανη μελωδία−,

λησμονημένη εποχή δίχως το  γυρισμό,

η πατρίδα της ομίχλης όπου βασιλεύουν

κάποιες κόρες σαν λουλούδια,

σαν χιονένια περιστέρια που δεν φοβούνται

τον πόνο και τα δάκρυα

του ορίζοντα όπου η ηχώ κείτεται  ανυπεράσπιστη.

 

Δες μας ενώ  ακολουθούμε εδώ τη φυγή σου:

από τον παράδεισό σου τον τελικά κατακτημένο

επέστρεψε μας εκπληρωμένη την ελπίδα,

εκείνη τη μοναδική και δίχως την απελπισιά λαχτάρα

για να σε συναντήσω μέσα στην άγνωστη ενδοχώρα,

                                  όπου όλα συμβαίνουν δίχως παρελθόν και δίχως θάνατο.

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                      VIAJANDO POR LOS LIBROS

 

 

Recorro galerías inauditas

como quien viaja al centro de un refugio

refractario a los ecos. Subterfugio,

pues perduran las voces y las citas

que la atención alerta me regala:

revelador acorde, confidentes

sombras entre las páginas fluentes

del río interminable que propala

la aventura imprevista y misteriosa.

Conversación feraz con los difuntos

testigos del pasado: los presuntos

cómplices de esta edad vertiginosa.

 

Libros intonsos dejan tantos años

errantes sin afán: reclaman daños.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                              

 

 

 

 

 

                                     ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ

 

Διασχίζω άγνωστες στοές

όπως εκείνος που ταξιδεύει προς αναζήτηση του κέντρου  ενός καταφύγιου πυρίμαχος των απόηχων. Υπευφέγων,

καθόσο διαρκούν οι φωνές κι οι συναντήσεις

που η άγρυπνη  η προσοχή μου χαρίζει:

αποκαλυπτικός , σύμφωνος, με τις έμπιστες

σκιές  ανάμεσα στις ρέουσες σελίδες

του ατέλειωτου ποταμού  που  μετταφέρει

την απρόβλεπτη και μυστηριωδη περιπέτεια.

Δύσκολος ο διάλογος  με τους νεκρούς

τους μάρτυρες του παρελθόντος: τους υποτιθέμενους

συνεργούς αυτής της ιλιγγιώδους εποχής.

 

Βιβλία ογκώδη αφήνουν όλα τούτα τα  χρόνια

πλανημένα κι αδιάφορα : προαναγγέλουν ζημιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ANTONIO MACHADO

(COLLIOURE, 22-2-1939)

 

«Estos días azules y este sol de la infancia»

A. M.

 

Este día de niebla que declina

supo del espejismo verdadero

−el sueño de la sombra, tan certero−

y la canción secreta que ilumina

el tiempo. Como lenta y terca espina

los años lo persiguen ya postrero,

cierra los ojos y ávido el sendero

se abre de nuevo azul: por él camina.

No recuerda su nombre ni la estancia,

si es la luz de los campos de Castilla

la que dora la tarde o si la luna,

enredada en jazmines de la infancia,

lo acerca hasta aquel patio de Sevilla.

La muerte es la nodriza que lo acuna.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ANTONIO MAΤΣΑΔO

 

                                                  Αυτές οι γαλάζιες μέρες κι αυτός ο ήλιος της παιδικής ηλικίας.

A. M.

 

 

 

 

Αυτή η ομιχλώδης μέρα που φθίνει κάτι ήξερε από οφθαλμαπάτη αληθινή

-την ουτοπία της σκιάς, την τόσο ορθή- κι απ’ το μυστικό τραγούδι που φως δίνει

 

στο χρόνο. Σαν αγκάθι επίμονο κι αργό τα χρόνια τον καταδιώκουν τελευταίο, κλείνει τα μάτια και το μονοπάτι λυσσαλέο

ξανοίγεται και πάλι γαλάζιο: περνά απ’ αυτό.

 

Δε θυμάται τ’ όνομά του ούτε τον τόπο διαμονής, αν είναι το φως των κάμπων της Καστίλλης

αυτό που το απόβραδο χρυσίζει

 

ή το φεγγάρι τυλιγμένο με γιασεμιά της ηλικίας της παιδικής, που τον φέρνει κοντά σ’ εκείνο το μεσαύλι της Σεβίλλης.

Ο θάνατος είναι η παραμάνα που τον νανουρίζει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

PUESTA LA VIDA AL TABLERO

 

                       «Ajedrez misterioso la poesía,

                          cuyo tablero y cuyas piezas cambian

                          como en un sueño

                          y sobre el cual me inclinaré

                          después de haber muerto.»

 

                                                                                    JORGE LUIS BORGES

 

Como cuando era niño jugando al ajedrez

ninguna otra tarea ocupaba mi tiempo,

con la misma pasión, con igual avidez

descubrí en la poesía retador pasatiempo.

 

Y aunque con el tablero rocé la maestría,

me faltó cierta técnica y artificios del juego.

Tampoco con la rima fui diestro en demasía,

mas supe que escribir era jugar con fuego.

 

Olvidado el tablero, puse después la vida

al servicio del verso. Buscando mejor suerte,

quise medir mi fuerza en guerra fratricida

contra el impune tiempo: perdí. Ganó la muerte.

 

Como cuando entusiasta jugaba al ajedrez

o era la poesía más arduo pasatiempo,

ante el frágil misterio de muda desnudez

soy de nuevo ese niño que dilapida el tiempo.

 

−El tiempo, vencedor de la naturaleza,

en tu mirada alerta tendrá mi fortaleza.

 

 

 

ΒΑΛΜΕΝΗ Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΚΑΚΙΕΡΑ

                       «Ajedrez misterioso la poesía,

                          cuyo tablero y cuyas piezas cambian

                          como en un sueño

                          y sobre el cual me inclinaré

                          después de haber muerto.»

 

                                                                                    JORGE LUIS BORGES

 

Όπως σαν ήμουνα παιδί κι έπαιζα σκάκι

άλλη ενασχόληση καμιά δεν καταλάμβανε τον χρόνο μου,

με την ίδια λαχτάρα, με την ίδια απληστία

βρήκα στην ποίηση μια δύσκολη αναψυχή.

 

Και μόλο που στη σκακιέρα άγγιξα τη μαεστρία,

μου ’λειπε μια ορισμένη τεχνική, του παιχνιδιού τεχνάσματα.

Ούτε στην ρίμα ήμουνα πολύ ειδικός,

μα ήξερα ότι το γράψιμο είναι με τη φωτιά παιχνίδι.

 

Ξεχνώντας τη σκακιέρα, έβαλα τη ζωή μετά

στου στίχου την υπηρεσία. Τύχη καλύτερη αναζητώντας,

τη δύναμή μου να μετρήσω ήθελα σ’ αδελφοκτόνο πόλεμο

ενάντια στον αλώβητο χρόνο: έχασα. Κέρδισε ο θάνατος.

 

Όπως όταν ενθουσιώδης έπαιζα σκάκι

ή ήτανε η ποίηση η πλέον επίπονη αναψυχή,

μπροστά στο εύθραυστο μυστήριο της σιωπηλής γύμνιας

είμαι και πάλι εκείνο το παιδί που σπαταλά το χρόνο.

 

-Ο χρόνος, της φύσης νικητής,

στο άγρυπνο βλέμμα σου το σθένος μου θα διατηρήσει.

 

 

 

ÚLTIMOS POEMAS

(2015)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ISLA DE CLARIDAD

 

 

No sabía que el tiempo avivara

con los años su antigua y alba lumbre.

 

Una cometa azul cegó la llama

y esa mano invisible que la guiaba.

Yacían sus cenizas en estelas

de dolor, de orfandad, de olvido…

Flotaban las pavesas desoladas

por el cautivo cielo.

 

No sabía que el tiempo retornaba

a prodigar su fuego ensimismado.

 

Pero se hizo el prodigio.

Se abrió paso tu voz

como el sol que desnuda la colina,

lenta nieve encendiendo otra alborada:

lluvia feraz que absuelve la memoria.

 

Me emboscó en el silencio tu mirada:

isla de claridad, nocturno lago.

 

Y supe que los años a veces nos devuelven

tanta pasión naufragada en el aire,

tanto amor entregado al viento.

 

No sabía que el tiempo me llevaba

a ti, única verdad, hoguera y fuente.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑΣ

 

 

 

Δεν ήξερα ότι ο χρόνος θα ζωντάνευε

με τον καιρό την αρχαία, λευκή φωτοβολή του. Ένας γαλάζιος χαρταετός θάμπωσε τη φλόγα και το αόρατο χέρι που τον οδηγούσε.

Κείτονταν οι στάχτες σε σημάδια πό- νου, ορφάνιας, λησμονιάς… Επέπλεαν τα αποκαΐδια της απόγνωσης στον αιχ- μάλωτο ουρανό.

Δεν ήξερα ότι ο χρόνος επέστρεφε

για να επιδαψιλέψει την εσωτερική του φλόγα. Αλλά έγινε το θαύμα.

Η φωνή σου άνοιξε το δρόμο

σαν τον ήλιο που ξεγυμνώνει το λόφο, σαν χιόνι που φωτίζει μιαν άλλη αυγή:

βροχή γόνιμη που απαλλάσσει τη μνήμη. Με παραμόνευε στη σιωπή το βλέμμα σου: νησί της καθαρότητας, νυχτερινή λίμνη.

Κι εννόησα ότι τα χρόνια μερικές φορές μας επιστρέφουν τόσο πάθος ναυαγισμένο στον αέρα,

τόση αγάπη παραδομένη στον άνεμο.

Δεν ήξερα ότι ο χρόνος με έφερνε

σε σένα, μοναδική αλήθεια, φωτιά και πηγή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ALBORADA

 

Sabio quien descubre el alba

tras larga noche sin luna

y atesora la fortuna

de sorprender con luz malva

la amanecida que salva

de la oscuridad el día:

he sabido que vivía

en tu isla de claridad.

Faro de mi soledad;

de mi corazón, vigía.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AΥΓΗ

 

Σοφός εκείνος που ανακαλύπτει την αυγή

μετά από μια μακριά και αφέγγαρη νύχτα

και θησαυρίζει την τύχη

του να εκπλήξει μ’ ένα μελιχρό φως

 τη χαραυγή που σώζει

από τη σκοτεινιά της μέρας:

ήξερα ότι ζούσα

στο νησί σου της διαφάνειας.

Φάρε της μοναξιάς μου;

της καρδιάς μου, φρουρέ.

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

POESIA SALVADORIANA CONTEMPORANEA,Juana M.Ramos

POLIMNIA Num 12, Julio de 2025- ΠΟΛΥΜΝΙΑ Νο 12, Ιούλιος 2025

ΠΟΛΥΜΝΙΑ, Νο 13. ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025/ POLIMNIA, Num 13. AGOSTO DE 2025