POESIA ESPAÑOLA - ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ,Juan Ramón Jiménez
Η Ηχερή Μοναξιά
[La Soledad Sonora]
Ανθολογία ποιημάτων του Χουάν Ραμόν Χιμένεθ
[Antología de poemas de Juan Ramón Jiménez]
Μετάφραση : Στέλιος Καραγιάννης
Traducción: Stelios Karayanis
Juan Ramón Jiménez Mantecón (Moguer, 23 de diciembre de 1881-San Juan de Puerto Rico, 29 de mayo de 1958) fue un poeta español. Ganó el Premio Nobel de Literatura en 1956, por el conjunto de su obra, entre la cual destaca la obra lírica en prosa Platero y yo. Juan Ramón Jiménez escribe una poesía panteísta, exacta y precisa. Los temas son el amor, la realidad de las cosas.Pertenece a la etapa suficiente o verdadera todo lo escrito durante su exilio americano. Juan Ramón Jiménez revisó concienzudamente a lo largo de su vida su obra y ha sido en la poesía el grande maestro de todas las generaciones literarias de España.
Ο ποιητής Χουάν Ραμόν Χιμένεθ είναι ο πατέρας της σύγχρονης ισπανικής ποίησης. Γεννήθηκε στο Μογέρ της Ανδαλουσίας το 1881 και πέθανε στο Πουέρτο Ρίκο το 1958.Το 1956 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για το ποιητικό του έργο. Η επίδρασή του στους ποιητές της γενιάς του 27 αλλά και στις μεταγενέστερες ποιητικές γενιές υπήρξε καθοριστική. Τα ποιήματά του και το πεζογράφημά του ο Πλατέρο κι εγώ μεταφράστηκαν από τους ισπανιστές και συγγραφείς Κώστα Τσιρόπουλο και Ιουλία Ιατρίδη από το 1970 και μετά. Θεωρείται ,μαζί με τον Ρουμπέν Νταρίο και τον Αντόνιο Ματσάδο, ως ένας από τους μεγάλους δασκάλους του ισπανόφωνου μοντερνισμού.
ALBA
Se paraba
la rueda
de la noche...
Vagos ánjeles malvas
apagaban las verdes estrellas.
Una cinta tranquila
de suaves violetas
abrazaba amorosa
a la pálida tierra.
Suspiraban las flores al salir de su ensueño,
embriagando el rocío de esencias.
Y en la fresca orilla de helechos rosados,
como dos almas perlas,
descansaban dormidas
nuestras dos inocencias
—¡oh que abrazo tan blanco y tan puro! —
de retorno a las tierras eternas.
AΥΓΗ
Σταματούσε
ο τροχός
της νύχτας...
Νωχελικοί μωβ άγγελοι
έσβηναν τα πράσινα αστέρια.
Μια ήσυχη κορδέλα
από απαλές βιολέτες
αγκάλιαζε ερωτευμένη
τη χλωμή γη.
Ανάσαιναν να λουλούδια στο τέλος του ονειροπολήματός τους,
embriagando τη δροσιά των ουσιών.
Και στη δροσερή όχθη με τις ρόδινες φτέρες,
σαν δυο ψυχές πέρλες,
ξεκουράζονταν αποκοιμισμένες
οι δυο μας αθωότητες
—ω τι αγκάλιασμα πόσο λευκό και καθάριο!—
της επιστροφής στις αιώνια χώματα.
ADOLESCENCIA
En el balcón, un instante
nos quedamos los dos solos.
Desde la dulce mañana
de aquel día, éramos novios.
—El paisaje soñoliento
dormía sus vagos tonos,
bajo el cielo gris y rosa
del crepúsculo de otoño.—
Le dije que iba a besarla;
bajó, serena, los ojos
y me ofreció sus mejillas,
como quien pierde un tesoro.
—Caían las hojas muertas,
en el jardín silencioso,
y en el aire erraba aún
un perfume de heliotropos.—
No se atrevía a mirarme;
le dije que éramos novios,
...y las lágrimas rodaron
de sus ojos melancólicos.
ΕΦΗΒΕΙΑ
Στο μπαλκόνι, μια στιγμή
απομείναμε οι δυο μας μόνοι.
Από κείνο το γλυκό πρωινό
εκείνης της μέρας, ήμασταν μνηστήρες .
—Το ονειροπόλο τοπίο
αποκοίμιζε τους ασαφείς τόνους του,
κάτω από τον γκριζοκόκκινο ουρανό
του φθινοπωρινού λυκόφωτος.—
Της είπα ότι θα τη φιλούσα;
χαμήλωσε, ήρεμη, τα μάτια
και μου πρόσφερε τα μάγουλά της,
όπως κάποιος που χάνει ένα θησαυρό.
—Έπεφταν τα νεκρά φύλλα,
μέσα στον σιωπηλό κήπο,
και μες στον αέρα πλανιόταν ακόμα
ένα άρωμα από ηλιοτρόπια.—
Δε τολμούσε να με κοιτάξει;
της είπα ότι ήμασταν αρραβωνιασμένοι,
...και τα δάκρυα κύλισαν
από τα μελαγχολικά της μάτια.
Nocturno
Yo no volveré. Y la noche
tibia, serena y callada,
dormirá el mundo, a los rayos
de su luna solitaria.
Mi cuerpo no estará allí,
y por la abierta ventana
entrará una brisa fresca
preguntando; por mi alma.
No sé si habrá quien me aguarde
de mi doble ausencia larga,
o quien bese mi recuerdo,
entre caricias y lágrimas.
Pero habrá estrellas y flores,
y suspiros y esperanzas,
y amor en las avenidas,
a la sombra de las ramas.
Y sonará ese piano
como en. esta noche plácida,
y no tendrá quien lo escuche,
pensativo, en mi ventana.
Νυχτερινό
Εγώ δε θα γυρίσω. Και η νύχτα
σκυθρωπή, σιωπηλή και γαλήνια,
θα αποκοιμίσει τον κόσμο, κάτω απ’ τις αχτίδες
της μοναχικής σελήνης.
Το κορμί μου δε θα βρίσκεται εκεί,
κι από το ανοιχτό παάρθυρο
θα εισβάλλει μια δροσερή αύρα
ρωτώντας; Για τη ψυχή μου
Δεν ξέρω αν θα υπάρχει κάποιος που θα περιμένει
να γυρίσω από τη διπλή και μεγάλη απουσία μου,
η κάποιος που θα ασπαστεί την ανάμνησή μου,
ανάμεσα σε χάδια και δάκρυα.
Αλλά θα υπάρξουν λουλούδια κι αστέρια,
και αναστεναγμοί και ελπίδες,
και έρωτας μέσα στις λεωφόρους,
κάτω απ’ τη σκιά των κλαδιών.
Και θα ηχήσει αυτό το πιάνο
όπως μέσα σ’ αυτή τη γαλήνια νύχτα,
και δε θα υπάρχει κάποιος για να το ακούσει,
σκεφτικός, στο παράθυρό μου.
Soy yo quien anda esta noche
Soy yo quien anda esta noche
por mi cuarto, o el mendigo
que rondaba mi jardín
al caer la tarde…? Miro
en torno y hallo que todo
es lo mismo y no es lo mismo…
la ventana estaba abierta?
yo no me había dormido?
El jardín no estaba blanco
de luna…? El cielo era limpio
y azul… Y hay nubes y viento
y el jardín está sombrío…
Creo que mi barba era
negra… yo estaba vestido
de gris… y mi barba es blanca
y estoy enlutado… ¿Es mío
este andar? tiene esta voz
que ahora suena en mí, los ritmos
de la voz que yo tenía?
¿Soy yo…? o soy el mendigo
que rondaba mi jardín
al caer la tarde…? Miro
en torno… Hay nubes y viento…
El jardín está sombrío…
… Y voy y vengo… Es que yo
no me había ya dormido?
Mi barba está blanca… Y todo
es lo mismo y no es lo mismo…
Είμαι εγώ αυτός που περπατά αυτή τη νύχτα
Είμαι εγώ αυτός που βηματίζει αυτή τη νύχτα
μες στο δωμάτιό μου, η ο ζητιάνος
που περιδιάβαζε στον κήπο μου
στο γέρμα του απόβραδου…; Κοιτάζω
γύρω και βρίσκω ότι όλα
είναι τα ίδια και δεν είναι τα ίδια…
το παράθυρο ήταν ανοιχτό;
εγώ δεν είχα κοιμηθεί;
Ο κήπος δεν ήταν λευκός
απ’ τη σελήνη…; Ο ουρανός ήταν καθαρός
και γαλάζιος… Και υπάρχουν σύννεφα και αγέρας
και ο κήπος είναι σκοτεινός…
Πιστεύω ότι τα γένια μου ήταν
μαύρα… εγώ ήμουν ντυμένος
στα γκρίζα… και τα γένια μου είναι άσπρα
και πενθηφορώ… Είναι δικό μου
αυτό το περπάτημα; Έχει αυτή η φωνή
που τώρα ηχεί μέσα μου, τους ρυθμούς
της φωνής που εγώ είχα;
Είμαι εγώ…; η είμαι ο ζητιάνος
που περιδιάβαζε στον κήπο μου
καθώς έπεφτε το απόβραδο…; Κοιτάζω
ολόγυρα… Υπάρχουν σύννεφα και αγέρας…
Ο κήπος είναι σκοτεινός…
… Και πάω κι έρχομαι… Eίναι ίσως γιατί
εγώ δεν είχα κοιμηθεί;
Τα γένια μου έχουν ασπρίσει…Και όλα
είναι τα ίδια και δεν είναι τα ίδια…
—No era nadie. El agua.
—¿Nadie?
¿Que no es nadie el agua?
—No
hay nadie. Es la flor.
—¿No hay nadie?
Pero ¿no es nadie la flor?
No es nadie. Era el viento.
—¿Nadie?
¿No es el viento nadie?
—No
hay nadie. Ilusión.
—¿No hay nadie?
¿Y no es nadie la ilusión?
Δεν ήταν κανένας
—Δεν ήταν κανένας. Το νερό.
—Κανένας;
Γιατί δεν είναι κανείς το νερό;
—Όχι
Δεν υπάρχει κανένας. Είναι το λουλούδι.
—Δεν υπάρχει κανένας;
Αλλά, δεν είναι κανένας το λουλούδι;
Δεν είναι κανένας. Ήταν ο άνεμος.
—Κανένας;
Δεν είναι ο άνεμος κανένας;
—Όχι
Δεν υπάρχει κανένας. Ψευδαίσθηση.
—Δεν υπάρχει κανένας;
Και δεν είναι κανένας η ψευδαίσθηση;
VIENTO NEGRO, LUNA BLANCA
Viento negro, luna blanca.
Noche de Todos los Santos.
Frío. Las campanas todas
de la tierra están doblando.
El cielo, duro. Y su fondo
da un azul iluminado
de abajo, al romanticismo
de los secos campanarios.
Faroles, flores, coronas
—¡campanas que están doblando! —
...Viento largo, luna grande,
noche de Todos los Santos.
...Yo voy muerto, por la luz
agria de las calles; llamo
con todo el cuerpo a la vida;
quiero que me quieran; hablo
a todos los que me han hecho
mudo, y hablo sollozando,
roja de amor esta sangre
desdeñosa de mis labios.
¡Y quiero ser otro, y quiero
tener corazón, y brazos
infinitos, y sonrisas
inmensas, para los llantos
aquellos que dieron lágrimas
por mi culpa!
... Pero,¿acaso
puede hablar de sus rosales
un corazón sepulcrado?
—¡Corazón, estás bien muerto!
¡Mañana es tu aniversario! —
Sentimentalismo, frío.
La ciudad está doblando.
Luna blanca, viento negro.
Noche de Todos los Santos.
ΜΑΥΡΟΣ ΑΝΕΜΟΣ,ΛΕΥΚΗ ΣΕΛΗΝΗ
Άνεμος μαύρος , λευκή σελήνη.
Νύχτα των Αγίων Πάντων.
Κρύο. Της γης όλες οι καμπάνες
χτυπάνε.
Ο ουρανός, βαρύς. Και το βάθος του
καταλήγει σε ένα γαλάζιο φωτισμένο
από κάτω, στο ρομαντισμό
των στεγνών καμπαναριών.
Φανάρια, λουλούδια, στεφάνια
—καμπάνες που αντηχούν!—
...Ατέλειωτος άνεμος, μεγάλη σελήνη,
νύχτα των Αγίων Πάντων.
...Εγώ πάω πεθαμένος, μέσα απ’ το φως
το τραχύ των δρόμων; καλώ
με όλο το κορμί μου τη ζωή;
θέλω να μ’ αγαπάνε; μιλώ
σε όλους αυτούς που με άφησαν
βουβό, και τους μιλώ θρηνώντας,
κόκκινο απ’ τον έρωτα αυτό το αίμα
το αμφίβολο των χειλιών μου.
Κι εγώ θέλω να είμαι άλλος, και θέλω
να έχω καρδιά, και μπράτσα
ατέλειωτα, και χαμόγελα
πλατιά, για τους θρήνους
που προκάλεσαν δάκρυα
από λάθος μου!
... Αλλά, ίσως
θα μπορούσε να μιλήσεις για τις τριανταφυλλιές της
μια καρδιά ενταφιασμένη?
—Καρδιά μου, είσαι για τα καλά πεθαμένη!
Αύριο είναι τα γενέθλιά σου!—
Κρύα αισθηματολογία.
Η πόλη αντηχεί.
Λευκή σελήνη, μαύρος άνεμος.
Νύχτα των Αγίων Πάντων.
La calle espera a la noche...
La calle espera a la noche.
Todo es historia y silencio.
Los árboles de la acera
se han dormido bajo el cielo.
Y el cielo es violeta y triste,
un cielo de abril, un bello
cielo violeta, con suaves
preludios del estrellero. —
Por las verjas se ve luz
en las casas. Llora un perro
ante una puerta cerrada.
Negro sobre el cielo liso,
revolotea un murciélago...
— ¡Oh la lampara amarilla,
la paz de los niños ciegos,
la nostaljia de las viudas,
la presencia de los muertos!
¡Cuentos que en aquellas tardes
de abril, que ya nunca han vuelto,
nos contábamos, mirando
fijamente a los luceros! —
Y va cayendo la sombra,
dulce y grande, en paz, con esos
rumores lejanos que
se escuchan desde los pueblos...
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ...
Ο δρόμος περιμένει τη νύχτα.
Όλα είναι ιστορία και σιωπή.
Τα δέντρα στο πεζοδρόμιο
Αποκοιμήθηκαν κάτω απ’ τον ουρανό.
Κι ο ουρανός έχει ένα χρώμα βιολετί κι είναι θλιμμένος,
ένας ουρανός του Απρίλη, ένας όμορφος
βιολετής ουρανός, με απαλά
πρελούδια του στερεώματος. —
Από τις γρίλιες φαίνονται τα φώτα
μες στα σπίτια. Κλαίει ένα σκυλί
μπροστά από μια κλειστή πόρτα.
Μαύρο πάνω σε έναν επίπεδο ουρανό,
φτεροκοπά μια νυχτερίδα...
— Ω η κίτρινη λάμπα,
η γαλήνη των τυφλών παιδιών,
η νοσταλγία των χηρεμένων γυναικών,
η παρουσία των νεκρών!
Παραμύθια που σε κείνα τα απόβραδα
του Απρίλη, που πια ποτέ δε θα επιστρέψουν,
τα διηγούμασταν, κοιτάζοντας
επίμονα τους αποσπερίτες! —
Και πέφτει σιγά σιγγά η σκιά,
γλυκιά και μεγάλη,μες στη γαλήνη, μ’ αυτούς
τους απόμακρους ψιθύρους που
ακούγονται από τα χωριουδάκια...
YA ESTÁN AHI LAS CARRETAS
Ya están ahí las carretas...
Lo han dicho el pinar y el viento,
lo ha dicho la luna de oro,
lo han dicho el humo y el eco...-
Son las carretas que pasan
estas tardes, al sol puesto,
las carretas que se llevan
del monte los troncos muertos.
¡Cómo lloran las carretas,
camino de Pueblo Nuevo!
Los bueyes vienen soñando,
a la luz de los luceros,
en el establo caliente
que sabe a madre y a heno.
Y detrás de las carretas,
caminan los carreteros,
con la ahijada sobre el hombro
y los ojos en el cielo.
¡Cómo lloran las carretas,
camino de Pueblo Nuevo!
En la paz del campo, van
dejando los troncos muertos
un olor fresco y honrado
a corazón descubierto.
Y cae el ánjelus desde
la torre del pueblo viejo,
sobre los campos talados,
que huelen a cementerio.
¡Cómo lloran las carretas
camino de Pueblo Nuevo!
ΗΔΗ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΕΚΕΙ ΤΑ ΚΑΡΑ
Ήδη βρίσκονται κεί τα κάρα...
Το είπαν ο πευκιάς κι ο αγέρας,
το είπε η χρυσαφένια σελήνη,
το είπαν ο καπνός και η ηχώ...-
Είναι τα κάρα που περνούν
αυτά τα απόβραδα, με τη δύση του ήλιου,
τα κάρα που μεταφέρουν
απ’ το βοιυνό τους κομμένους κορμούς.
Πως κλαίνε τα κάρα,
στο δρόμο για το Νεοχώρι!
Τα βόδια έρχονται σαν να ονειρεύονται,
στο φως των αστερισμών,
στο ζεστό στάβλο
που ξέρει από ασανό και μάνα.
Και πίσω απ’ τα κάρα,
πάνε οι καροτσέρηδες,
con la ahijada στον ώμο τους
και με τα μάτια τους στραμμένα στον ουρανό.
Πως κλαίνε τα κάρα,
στο δρόμο για το Νεοχώρι!
Μέσα στην ησυχία του κάμπου, πάνε
αφήνοντας τους ξερούς κορμούς
κι ένα άρωμα φρε΄σκο και μοναδικό
για να το ανακλύψει η καρδιά.
Και πέφτει ο άγγελος
από τον πύργο του παλιού χωριού,
πάνω στους υλοτομημένους κάμπους,
που μυρίζουν σα ένα νεκροταφείο.
Πως κλαίνε τα κάρα
στο δρόμο για το Νεοχώρι!
¡Qué miedo el azul del cielo!
¡Negro!
¡Negro de día en agosto!
¡Qué miedo!
¡Qué espanto en la siesta ardiente!
¡Negro!
¡Negro en las rosas y el río!
¡Qué miedo!
¡Negro con sol en mi tierra
(¡negro!)
sobre las paredes blancas!
¡Qué miedo!
Πέραν του γαλάζιου ουρανού
Τι φόβος το γαλάζιο τ’ ουρανού!
Μαύρο!
Μαύρο της μέρας τον Αύγουστο!
Τι φόβος!
Τι θρήνος στο φλεγόμενο απομεσήμερο!
Μαύρο!
Μαύρο μες στα ρόδα και στο ποτάμι!
Τι φόβος!
Μαύρο με ήλιο στη χώρα μου
(μαύρο!)
Πάνω στους λευκούς τοίχους!
Τι φόβος!
A ANTONIO MACHADO
¡Amistad verdadera, claro espejo
en donde la ilusión se mira!
...Parecen esas nubes
más bellas, más tranquilas.
Siento esta tarde, Antonio,
tu corazón entre la brisa.
La tarde huele a gloria.
Apolo inflama fraternales liras,
en un ocaso musical de oro,
como de mariposas encendidas;
liras plenas y puras,
de cuerdas de ascuas liquidas,
que guirnaldas de rosas inmortales
decoraran, un día.
Antonio, ¿sientes esta tarde ardiente,
mi corazón entre la brisa?
ΣΤΟΝ ΑΝΤΟΝΙΟ ΜΑΤΣΑΔΟ
Φιλία αληθινή, φωτεινός καθρέφτης
όπου η ψευδαίσθηση κοιτάζεται!
...Μοιάζουν αυτά τα σύννεφα
πιο όμορφα, πιο γαλήνια.
Νιώθω αυτό το απόβραδο, Αντόνιο,
τη καρδιά σου ανάμεσα στη θαλάσσια αύρα.
Το απόβραδο οσμίζεται τη δόξα.
Ο Απόλλων φλογίζει αδερφικές λύρες,
σε ένα λυκόφως μουσικό από χρυσάφι,
σαν από πεταλούδες αναμμένες;
λύρες πλήρεις κι καθάριες,
από χορδές από υγρά κάρβουνα,
που γιρλάντες με αθώα τριαντάφυλλα
διακοσμούν, μια μέρα.
Αντόνιο, νιώθεις αυτό το φλεγόμενο απόβραδο,
την καρδιά μου μέσα στη θαλάσσια αύρα;
A CABALLO
¡Qué tranquilidad violeta
por el sendero a la tarde!
A caballo va el poeta...
¡Qué tranquilidad violeta!
La rica brisa del río,
olorosa a junco y agua,
le refresca el albedrío...
La brisa rica del río.
A caballo va el poeta...
Y el corazón se le pierde
contento y embalsamado
en la madreselva verde...
Y el corazón se le pierde.
¡Qué tranquilidad violeta!
Caballo y él son ya uno.
El mismo corazón lento
en campo como ninguno...
Caballo y él van en uno.
A caballo va el poeta...
Se está la orilla dorando.
El último pensamiento
del sol la deja soñando...
Se va la orilla dorando.
¡Qué tranquilidad violeta!
ΚΑΒΑΛΑ
Τι βιολετιά γαλήνη
μες στο μονοπάτι το απόβραδο!
Καβάλα στ’ άλογο πάει ο ποιητής
Τι βιολετιά γαλήνη
Η δυνατή αύρα του ποταμού,
αρωματισμένη απ’ το νερό και τα βούρλα,
του δροσίζει τη θέληση...
Η δυνατή αύρα του ποταμού.
Καβάλα στ’ άλογο πάει ο ποιητής...
Κι η καρδιά του τον εγκαταλείπει
ευχαριστημένη και βαλσαμωμένη
en la madreselva verde...
Κι η καρδιά του τον εγκαταλείπει.
Τι βιολετιά γαλήνη!
Το άλογο κι αυτός είναι πια ένα.
Η ίδια αργοκίνητη καρδιά
μες στον κάμπο σαν κανένας ...
το άλογο κι αυτός γίναν ένα.
Καβάλα στ’ άλογο πάει ο ποιητής...
Ντύνεται μες στο χρυσάφι η όχθη.
Η τελευταία σκέψη
του ήλιου την αφήνει να ονειρευτεί...
Απομακρύνεται χρυσαφιά η όχθη.
Τι βιολετιά γαλήνη!
A ESE
Pintor que me has pintado
en este cuadro de la vida,
tan mal, que parezco
casi de verdad, ven, pínta-
me nuevamente y bien, de modo
que parezca casi de mentira.
ΣΕ ΚΕΙΝΟΝ
Ζωγράφε που με ζωγράφισες
σ’ αυτό τον πίνακα της ζωής,
τόσο άσχημο, που μοιάζω
όπως είμαι στ’ αλήθεια, έλα, ζωγρά-
γράφισε με ξανά και καλά, έτσι ώστε
να μοιάζω σχεδόν με ψέμα.
A DIOS EN PRIMAVERA
Señor, matadme, si queréis.
(Pero, señor, ¡no me matéis!)
Señor dios, por el sol sonoro,
por la mariposa de oro,
por la rosa con el lucero,
los correntines del sendero,
por el pecho del ruiseñor,
por los naranjales en flor,
por la perlería del río,
por el lento pinar umbrío,
por los recientes labios rojos
de ella y por sus grandes ojos...
¡Señor, Señor, ¡no me matéis!
(...Pero matadme, si queréis)
ΣΤΟ ΘΕΟ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Κύριε, σκότωσε με, αν θέλεις.
(Αλλά, κύριε, μη με σκοτώσεις!)
Κύριε και θεέ μου, από τον ηχερό ήλιο,
από τη χρυσαφένια πεταλούδα,
από το ρόδο με τον αποσπερίτη,
τις ρεματιές του μονοπατιού,
από το στήθος του αηδονιού,
από τις ανθισμένες πορτοκαλιές,
από τις πέρλες του ποταμιού,
από τον ακίνητο και σκιερό πευκώνα,
από τα πρόσφατα κόκκινα χείλη
εκείνης και από τα μεγάλα μάτια της...
Κύριε, Κύριε, μη με σκοτώσεις!
(...Αλλά σκότωσέ με, αν θέλεις)
AHOGADA
¡Su desnudez y el mar!
Ya están, plenos, lo igual
con lo igual.
La esperaba,
desde siglos el agua,
para poner su cuerpo
solo en su trono inmenso.
Y ha sido aquí en Iberia.
La suave playa céltica
se la dio, cual jugando,
a la ola del verano.
(Así va la sonrisa
¡amor! a la alegría)
¡Sabedlo, marineros:
de nuevo es reina Venus!
ΠΝΙΓΜΕΝΗ
Η γύμνια της κι η θάλασσα!
Ήδη είναι, πλήρεις, όμοια
προς όμοια.
Την περίμενε,
εδώ και αιώνες το νερό,
για να αποθέσει το κορμί της
μόνο στον απέραντο θρόνο του.
Και συνέβη εδώ στην Ιβηρική.
Η απαλή Κέλτικη ακτή
την απέδωσε, σαν να έπαιζε,
στο κύμα του καλοκαιριού.
(Έτσι πάει το χαμόγελο
έρωτα! για τη χαρά)
Μάθετέ το, ναυτικοί:
είναι και πάλι η βασίλισσα Αφροδίτη!
IX
A la puente del amor,
piedra vieja entre altas rocas
—cita eterna, larde roja—,
vengo con mi corazón:
—Mi novia sola es el agua,
que pasa siempre y no engaña,
que pasa siempre y no cambia,
que pasa siempre y no acaba—
IX
Στη γέφυρα του έρωτα,
πέτρα παλιά ανάμεσα στους ψηλούς βράχους
—συνάντηση αιώνια, στο λαδί κόκκινο—,
φτάνω με την καρδιά μου:
—Η μόνη αρραβωνιαστικιά μου είναι το νερό,
που περνά πάντα και δεν απατά,
που περνά πάντα και δεν αλλάζει,
που περνά πάντα και δεν τελειώνει—
NADA
A tu abandono opongo la elevada
torre de mi divino pensamiento.
Subido a ella, el corazón sangriento
verá la mar, por él empurpurada.
Fabricaré en mi sombra la alborada,
mi lira guardaré del vano viento,
buscaré en mis entrañas mi sustento...
Mas ¡ay!, ¿y si esta paz no fuera nada?
—¡Nada, sí, nada, nada!... -O que cayera
mi corazón al agua, y de este modo
fuese el mundo un castillo hueco y frío...—
Que tú eres tú, la humana primavera,
la tierra, el aire, el agua, el fuego, ¡todo!,
...¡y soy yo sólo el pensamiento mío!
ΤΙΠΟΤΑ
Στην εγκατάλειψη σου αντιτάσσω τον υψωμένο
πύργο της θεϊκής μου σκέψης.
Ανεβασμένη σ’ αυτόν, η καρδιά ματώνοντας
θα δει τη θάλασσα, απ’ αυτόν πορφυρισμένη.
Θα κατασκευάσω στη σκιά μου τη καντάδα μου,
τη λύρα μου θα φυλάξω από τον μάταιο άνεμο,
θα αναζητήσω μέσα μου το στήριγμά μου...
Αλλά, αχ!, κι αν αυτή ειρήνη δεν ήταν τίποτα;
—Τίποτα, ναι, τίποτα, τίποτα!... –Η να έπεφτε
η καρδιά μου μες στο νερό, και κατ’ αυτό τον τρόπο
να γινόταν ο κόσμος ένας πύργος αδειανός και κρύος...—
Γιατί εσύ είσαι, η ανθρώπινη άνοιξη,
η γη, ο αγέρας, το νερό, η φωτιά, όλα!,
...κι εγώ είμαι μόνο η σκέψη μου!
A UN POETA
para un libro no escrito
Creemos los nombres.
Derivarán los hombres.
Luego, derivarán las cosas.
Y sólo quedara el mundo de los nombres,
letra del amor de los hombres,
del olor de las rosas.
Del amor y las rosas,
no ha de quedar sino los nombres.
¡Creemos los nombres!
ΣΕ ΕΝΑ ΠΟΙΗΤΗ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΡΑΦΤΗΚΕ
Δημιουργούμε τα ονόματα.
Θα προκύψουν οι άνθρωποι.
Μετά, θα προκύψουν τα πράγματα.
Και θα απομείνει μόνο ο κόσμος των ονομάτων,
γράμμα του έρωτα των ανθρώπων,
του αρώματος των ρόδων.
Από τον έρωτα και από τα ρόδα,
δε θα απομείνουν παρά μόνο τα ονόματα.
Δημιουργούμε τα ονόματα!
ANTE PRIMAVERA
¡Abrazo largo que la tarde
de abril me da, en la casa sola,
con sus brazos de nubes de colores!
—¡Qué bien! ¡Todos se han ido!
¡Toda la casa está en olvido oscuro,
para ella y para mí!—
¡Paseos dulces y olorosos,
por los tranquilos corredores
que dan con sus cristales
a inesperados cielos!
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Μεγάλη αγκαλιά που το απόβραδο
μου δίνει, μες στο ερημικό μου σπίτι
με τα μπράτσα του από σύννεφα και χρώματα!
—Τι ωραία! Όλοι έχουν φύγει!
Όλο το σπίτι είναι βυθισμένο μέσα σε μια σκοτεινή λησμονιά,
για κείνη και για μένα!—
Περάσματα γλυκά και αρωματισμένα,
μες απ’ τους ήσυχους διαδρόμους
που βλέπουν μέσα απ’ τα τζάμια τους
σε ανέλπιστους ουρανούς!
ABRIL
(A Ramón de Basterra)
Riegan nuestro jardín. Huele a violetas
aún. En el renovado laurel, el gorrión inicia
la Marsellesa.
¡Oh, qué delicia,
amigo, ser poetas
y esperar, como a un dios, a abril florido!
¡Trueque de almas y de cielos!
En los huevos del nido
del corazón, a la serena luz templada,
sentimos un moverse de polluelos,
entre un olor a lirio apetecido
y a rosa deseada.
¡Corazón perenal, laurel sin nombre, blando
sol del alma:
Viva la hora venidera!
... Bajo el arco que, afuera,
nos pone el agua azul de primavera,
la nidada, por dentro, está piando.
AΠΡΙΛΗΣ
(Στον Ραμόν ντε Μπαστέρα)
Ποτίζουν τον κήπο μας. Μυρίζει βιολέτες
ακόμα. Στη κλαδεμένη δάφνη, ο σπουργίτης αρχίζει
να τραγουδά τη Μασσαλιώτισσα.
Ω, τι ηδονή,
φίλε μου, να είμαστε ποιητές
και να περιμένουμε, όπως ένας Θεός, τον ανθισμένο Απρίλη!
Ανταλλαγή μεταξύ ψυχών και ουρανών!
Μες στα αυγά της φωλιάς
της καρδιάς, μες στο γαλήνιο τρεμάμενο φως,
αισθανόμαστε μια κίνηση των νεοσσών,
ανάμεσα σε ένα άρωμα από θελκτικό κρίνο
και ποθητό ρόδο.
Καρδιά αειθαλής, δάφνη δίχως όνομα, αμυδρέ
ήλιε της ψυχής:
Ζήτω η μελλοντική ώρα!
... Κάτω απ’ την αψίδα που, απ’ έξω,
μας επιθέτει το γαλάζιο νερό της Άνοιξης,
η φωλίτσα, από μέσα, κελαηδά.
PRIMAVERA
Abril, sin tu asistencia clara, fuera
invierno de caídos esplendores;
mas aunque abril no te abra a ti sus flores,
tú siempre exaltarás la primavera.
Eres la primavera verdadera;
rosa de los caminos interiores,
brisa de los secretos corredores,
lumbre de la recóndita ladera.
¡Qué paz, cuando en la tarde misteriosa,
abrazados los dos, sea tu risa
el surtidor de nuestra sola fuente!
Mi corazón recojerá tu rosa,
sobre mis ojos se echará tu brisa,
tu luz se dormirá sobre mi frente...
ΑΝΟΙΞΗ
Απρίλη, δίχως το φωτεινό σου στήριγμα, θα ήμουν
ένας χειμώνας από σβησμένες λάμψεις;
αλλά Απρίλη ακόμα κι αν δε σου άνοιξα τα άνθη της,
εσύ πάντα θα δοξάζεις την Άνοιξη.
Είσαι η αληθινή Άνοιξη;
ρόδο των εσωτερικών δρόμων,
αύρα των μυστικών διαδρόμων,
φωτιά της απόκρημνης πλαγιάς.
Τι γαλήνη, όταν μες στο μυστηριώδες βράδυ,
αγκαλιασμένοι οι δυο μας, το γέλιο σου θα είναι
ο πίδακας της δικής μας μόνης πηγής!
Η καρδιά μου θα ππερισυλλέξει το ρόδο σου,
πάνω στα μάτια μου η αύρα σου θα πέσει,
το φως σου θα κοιμηθεί μπάνω στο μέτωπό μου...
REDONDEZ
Acariciar el hombro,
acariciar la ola,
acariciar la nube,
acariciar la roca.
La mano con la luz
sobre el alma con forma.
Melodía del tacto,
eternidad redonda.
ΚΑΜΠΥΛΟΤΗΤΑ
Να χαϊδέψεις τον ώμο,
να χαϊδέψεις το κύμα,
να χαϊδέψεις το σύννεφο,
να χαϊδέψεις το βράχο.
Το χέρι με το φως
στη ψυχή πάνω με μορφή.
Μελωδία της αφής,
στρογγυλή αιωνιότητα.
ACCIÓN FINAL
(34 AÑOS Y GOETHE)
No sé con qué decirlo,
porque aún no está hecha
mi callada palabra.
ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
(34 ΧΡΟΝΙΑ και Γκαιτε)
Δε ξέρω με τι να το πω,
γιατί ακόμα δεν είναι έτοιμη
η σιωπηλή μου λέξη.
EL ADIÓS
Primero, ¡con qué fuerza
las manos verdaderas!
(La verja se ha cerrado.
Se cruzan solitarios
el corazón y el campo).
¡Con qué porfía luego,
las manos del recuerdo
ΤΟ ΑΝΤΙΟ
Πρώτα, με ποια δύναμη
τα αληθινά χέρια!
(Η σιδεριά σφαλίστηκε.
Διασταυρώνονται μοναχικές
η καρδιά και η πεδιάδα).
Με ποια εμμονή μετά,
τα χέρια της ανάμνησης!
MOGUER
Moguer. Madre y hermanos.
El nido limpio y cálido…
¡Qué sol y qué descanso
de cementerio blanqueado!
Un momento, el amor se hace lejano.
No existe el mar; el campo
de viñas, rojo y llano,
es el mundo, que el mar adorna sólo, claro
y tenue, como un resplandor vano.
¡Aquí estoy bien clavado!
¡Aquí morir es sano!
¡Este es el fin ansiado
que huía en el ocaso!
Moguer. ¡Despertar santo!
Moguer. Madre y hermanos.
ΜΟΓΚΕΡ
Μογκέρ. Μάνα κι αδέρφια.
Η ζεστή και καθαρή φωλιά…
Τι ήλιος και τι ανάπαυση
μες στο ασβεστωμένο κοιμητήρι!
Σε μια στιγμή, ο έρωτας γίνεται μακρινός.
Δεν υπάρχει η θάλασσα; ο κάμπος
με τους αμπελώνες, κόκκινος και επίπεδος,
είναι ο κόσμος, που η μοναχική θάλασσα στολίζει, καθάρια
και τρεμάμενη, όπως μια μάταιη αναλαμπή.
Εδώ βρίσκομαι για τα καλά σταυρωμένος!
Εδώ ο έρωτας είναι όλο υγεία!
Αυτός είναι το αγωνιώδες τέλος
Που δραπέτευε μέσα στο λυκόφως!
Mογκέρ. Ιερό ξύπνημα!
Mογκέρ. Mάνα κι αδέρφια.
AURORAS DE MOGUER
¡Los álamos de plata,
saliendo de la bruma!
¡El viento solitario
por la marisma oscura,
moviendo –terremoto
irreal- la difusa
Huelva lejana y rosa!
¡Sobre el mar, por La Rábida,
en la gris perla húmeda
del cielo, aún con la noche
fría tras su alba cruda
-¡horizonte de pinos!-,
fría tras su alba blanca,
la deslumbrada luna!
ΧΑΡΑΥΓΕΣ ΤΟΥ ΜΟΓΚΕΡ
Οι ασημένιες λέυκες ,
καθώς βγαίνουν απ’ την καταχνιά!
Ο μοναχικός άνεμος
από τη σκοτεινή λιμνοθάλασσα,
καθώς φυσά –σα σεισμός
εξωπραγματικός- η θολούρα
Η Ουέλβα μακρινή και ρόδινη!
Πάνω απ’ τη θάλασσα, απ’ τη Ράμπιδα,
μέσα στη υγρή γκρίζα πέρλα
τα’ ουρανού, μες στη νύχτα την ακόμα
κρύα μετά την παγερή της της χαραυγή
-ο ορίζοντας απ’ τα πεύκα!-,
κρύα μετά τη λευκή χαραυγή,
η εκτυφλωτική σελήνη!
AGUA CORRIENTE ERAS
¡Agua corriente eras
y te me fuiste de las manos!
¿En que lecho de amor,
hecha cristal, te habrás parado,
corriendo solo dentro de ti misma
a tu propio mar solo, ardiente y májico?
¡Oh fresco remolino,
que empieza, eterno, en ti, y acaba, eterno,
en ti, y prende lo que ansia
en su raudal cuajado!
ΤΡΕΧΟΥΜΕΝΟ ΝΕΡΟ ΗΣΟΥΝ
Τρεχούμενο νερό ήσουν
και μου χύθηκες μέσα απ’ τα χέρια!
Σε ποια ερωτική κλίνη,
καμωμένη από κρύσταλλο, θα έχεις σταματήσει,
τρέχοντας μόνο μέσα απ’ τον εαυτό σου
στη δική σου μοναχική θάλασσα, τη φλεγόμενη και μαγική;
Ω ο δροσερός στρόβιλος,
που αρχίζει, αιώνιος, μέσα σου, και τελειώνει, αιώνιος,
μέσα σου, και αρπάζει αυτό που αγωνιά
μες στην ορμητική του παγωνιά!
AGUA EN EL AGUA
Quisiera que mi vida
se cayera en la muerte,
como este chorro alto de agua bella
en el agua tendida matinal;
ondulado, brillante, sensual, alegre,
con todo el mundo diluido en él,
en gracia nítida y feliz.
ΝΕΡΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
Θα ήθελα η ζωή μου
να κατέρρεε μες στο θάνατο,
όπως αυτός ο ψηλός πίδακας από όμορφο νερό
μέσα στο απλωμένο πρωινό νερό;
κυματιστός, λαμπερός, αισθησιακός, χαρούμενος,
όπως όλος ο κόσμος ο διαλυμένος μέσα σ’ αυτό,
μες στην καθάρια και ευτυχισμένη χάρη.
AJUSTE
¡Qué difícil es unir
el tiempo de frutecer
con el tiempo de sembrar!
(El mundo jira que jira,
ruedas que nunca se unen
en una rueda total)
¡Un solo día de vida,
un día completo y todo,
que no se acabe jamás!
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Τι δύσκολο που είναι να ενώσεις
το χρόνο της συγκομιδής των καρπών
με το χρόνο της σποράς!
(Ο κόσμος γυρίζει και γυρίζει,
με τροχούς που ποτέ δεν ενώνονται
σε ένα τελικό τροχό)
Μια μόνο μέρα της ζωής,
μια πλήρης και ολόκληρη μέρα,
που δεν τελειώνει ποτέ!
II - LA FUSIÓN
Al amanecer,
el mundo me besa
en tu boca, mujer.
II – Η ΣΥΝΤΗΞΗ
Το χάραμα,
ο κόσμος με φιλά
στο στόμα σου, γυναίκα.
ÁLAMO BLANCO
Arriba canta el pájaro
y abajo canta el agua.
(Arriba y abajo,
se me abre el alma).
¡Entre dos melodías,
la columna de plata!
Hoja, pájaro, estrella;
baja flor, raíz, agua.
¡Entre dos conmociones,
la columna de plata!
(¡Y tú, tronco ideal,
entre mi alma y mi alma!)
Mece a la estrella el trino,
la onda a la flor baja.
(Abajo y arriba,
me tiembla el alma).
ΛΕΥΚΗ ΛΕΥΚΑ
Πάνω τραγουδά το πουλί
και κάτω τραγουδά το νερό.
(Πάνω και κάτω,
μου ανοίγεται η ψυχή).
Ανάμεσα σε δυο μελωδίες,
η στήλη από ασήμι!
Φύλλο, πουλί, αστέρι;
χαμολούλουδο, ρίζα, νερό.
Ανάμεσα σε δυο κλονισμούς,
η στήλη από ασήμι!
(Κι εσύ, ιδεώδες κορμί,
ανάμεσα στη ψυχή μου και την ψυχή μου!)
Νανουρίζει το άστρο η τρίλια,
το κύμα το χαμολούλουδο.
(Κάτω και πάνω,
ζεσταίνεται ψυχή μου).
ALEGRÍA
Tengo en mí
—¡alegría!—
serlo todo
—aunque ello no quiera—,
comprendiéndolo.
—Y sí quiere
—¡alegría!—
porque la comprensión hace inclinar a todo
la frente dulce,
caer en una entrega de regazo.—
¡Comprensión, amor hondo,
amor perfecto y solo,
—¡alegría!—,
amor intelijente,
amor irresistible!
ΧΑΡΑ
Έχω μέσα μου χαρά
—χαρά!—
νιώθω τα πάντα
—αν και αυτό δεν το ήθελα—,
κατανοώ τα πάντα.
—και αν θέλει
—χαρά!—
γιατί η κατανόηση κάνει να γέρνει σε όλα
το γλυκό μέτωπο,
και να πέφτει σε ένα δόσιμο αγκαλιάς.—
Κατανόηση, βαθύς έρωτας,
έρωτας τέλειος και μόνος,
—χαρά!—,
έρωτας ευφυής,
έρωτας ακαταμάχητος!
ALEGRÍA NOCTURNA
¡Allá va el olor
de la rosa!
¡Cójelo en tu sinrazón!
¡Allá va la luz
de la luna!
¡Cójela en tu plenitud!
¡Allá va el cantar
del arroyo!
¡Cójelo en tu libertad!
ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΧΑΡΑ
Εκεί ξεχύνεται το άρωμα
του ρόδου!
Πιάσε το μέσα στην αμφισημία του!
Εκεί ξεχύνεται το φως
του φεγγαριού!
Πιάσε το μες στην πληρότητά του!
¡Εκεί πάει το τραγούδι
του ρυακιού
Πιάσε το μες στην ελευθερία του!
SOL
I
Allá en el fondo
de mi biblioteca,
el sol de última hora, que confunde
mis colores en luz clara y divina,
acaricia mis libros, dulcemente.
II
¡Qué clara compañía
la suya; cómo agranda
la estancia, y la convierte, llena,
en valle, en cielo —¡Andalucía!—,
en infancia, en amor!
III
Igual que un niño, como un perro,
anda de libro en libro,
haciendo lo que quiere...
Cuando, de pronto, yo lo miro,
se para, y me contempla largamente,
con música divina, con ladrido amistoso, con fresco balbuceo...
y IV
Luego, se va apagando...
La luz divina y pura
es color otra vez, y solo, y mío.
Y lo que siento oscuro
es mi alma, igual que
si se hubiera quedado nuevamente
sin su valle y su cielo —¡Andalucía!—,
sin su infancia y su amor...
ΗΛΙΟΣ
I
Εκεί πέρα στο βάθος
της βιβλιοθήκης μου,
ο ήλιος της τελευταίας ώρας, που συγχέει
τα χρώματά μου σε φως διάφανο και θεϊκό,
χαϊδεύει απαλά τα βιβλία μου.
II
Τι φωτεινή συντροφιά
η δική του; πως μεγαλώνει
την παραμονή του, και τη μετατρέπει, ολόκληρη,
σε κοιλάδα, σε ουρανό —Ανδαλουσία!—,
σε παιδική ηλικία, σε έρωτα!
III
Όπως ένα μικρό παιδί, όπως ένα σκυλί,
πηδά από βιβλίο σε βιβλίο,
κάνοντας αυτό που θέλει...
Όταν, ξαφνικά, εγώ το κοιτάζω,
σταματά, και με θωρεί για πολλή ώρα,
με θεϊκή μουσική, με φιλικό γαύγισμα, με ζωηρό τραύλισμα...
και IV
Μετά, φεύγει σβήνοντας σιγά σιγά...
Το θεϊκό και καθάριο φως
είναι χρώμα για άλλη μια φορά, μόνο του, και δικό μου.
Κι αυτό που νιώθω να είναι σκοτεινό
είναι η ψυχή μου, που μοιάζει σαν
να είχε μείνει ξανά
δίχως την κοιλάδα της και δίχως τον ουρανό της —Ανδαλουσία!—,
δίχως την παιδική της ηλικία και δίχως τον έρωτά της...
LAS PALOMAS
Alrededor de la copa
del árbol alto,
mis sueños están volando.
Son palomas coronadas
de luces únicas,
que al volar derraman música.
¡Cómo entran, cómo salen
del árbol solo!
¡Cómo me enredan en oro!
ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ
Γύρω απ’ την κορφή
ενός ψηλού δέντρου,
πετούν τα όνειρά μου.
Είναι περιστέρια στεφανωμένα
από μοναδικά φώτα,
που καθώς πετούν ξεχύνουν μουσική.
Πως μπαίνουν, πως βγαίνουν
απ’ το μοναχικό δέντρο!
Πως με τυλίγουν μες στο χρυσάφι!
ANDANDO
Andando, andando.
Que quiero oír cada grano
de la arena que voy pisando.
Andando.
Dejad atrás los caballos,
que yo quiero llegar tardando
(andando, andando)
dar mi alma a cada grano
de la tierra que voy rozando.
Andando, andando.
¡Qué dulce entrada en mi campo,
noche inmensa que vas bajando!
Andando.
Mi corazón ya es remanso;
ya soy lo que me está esperando
(andando, andando)
y mi pie parece, cálido,
que me va el corazón besando.
Andando, andando.
¡Que quiero ver el fiel llanto
del camino que voy dejando!
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ
Περπατώντας, περπατώντας.
Γιατί θέλω ν’ ακούσω κάθε κόκκο
από την άμμο που πατώ.
Περπατώντας.
Αφήστε τα άλογα πίσω,
γιατί εγώ θέλω να φτάσω καθυστερώντας
(περπατώντας, περπατώντας)
και τη ψυχή μου να δώσω σε κάθε κόκο
της γης που ροδίζω.
Περπατώντας, περπατώντας.
Τι γλυκιά η είσοδός μου στον κάμπο,
νύχτα ατέλειωτη που σιγάσιγά πέφτεις!
Περπατώντας.
Η καρδιά μου πια είναι remanso;
πια είμαι αυτό που με προσμένει
(περπατώντας, περπατώντας)
και το πόδι μου μου φαίνεται ξαναμμένο,
γιατί με πάει η καρδιά μου φιλώντας.
Περπατώντας, περπατώντας.
Γαιτί να δω θέλω το αληθινό κλάμα
του δρόμου που, πίσω μου, αφήνω!
ANTE LA SOMBRA VIRJEN
Siempre yo penetrándote,
pero tú siempre virjen,
sombra; como aquel día
en que primero vine
llamando a tu secreto,
cargado de afán libre.
¡Virjen oscura y plena,
pasada de hondos iris
que apenas se ven; toda
negra, con las sublimes
estrellas, que no llegan
(arriba) a descubrirte!
ΜΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΙΚΗ ΣΚΙΑ
Πάντα εγώ να διεισδύω μέσα σου,
αλλά εσύ πάντα παρθένα,
σκιά; Όπως εκείνη την μέρα
όπου πρώτος ήρθα
φωνάζοντας το μυστικό σου,
γεμάτο με ελεύθερο ζήλο.
Παρθένα σκοτεινή και ολοκληρωμένη,
περασμένοι από βαθιούς ιριδισμούς
που μόλις φαίνονται; όλη
μαύρη, με τα υψηλά
αστέρια, που δε φτάνουν
(ψηλά) για να σε ανακαλύψουν!
LA SOLA
Ante mí estás, sí.
Mas me olvido de ti,
pensando en ti.
Η ΜΟΝΑΧΙΚΗ
Μπροστά μου είσαι, ναι.
Αλλά σε λησμονώ,
καθώς σε σκέφτομαι.
ASTROS
Por fuera luz de plata,
por dentro fuego rojo,
como los cuerpos mundos
del eterno tesoro.
ΑΣΤΡΑ
Απ’ έξω φως από ασήμι
κι από μέσα φωτιά κόκκινη,
όπως τα κορμιά κόσμοι
του αιώνιου θησαυρού
MENDIGOS
¡Aunque sea lo que dice
un pajarillo, al pasar!..
¡El aroma que una rosa
deja en unos ojos suaves!..
—¡El celeste brillo que
se evapora en una lágrima!
ΖΗΤΙΑΝΟΙ
Κι αν ακόμα είναι αυτό που λέει
ένα πουλάκι, καθώς περνά!..
Το άρωμα που ένα τριαντάφυλλο
αφήνει σε κάποια απαλά μάτια!..
—Η ουράνια λάμψη που
εξατμίζεται μέσα σε ένα δάκρυ!
BAJO AL JARDIN
Bajo al jardín. ¡Son mujeres!
¡Espera, espera...! Mi amor
coje un brazo. ¡Ven! ¿Quién eres?
¡Y miro que es una flor!
¡Por la fuente; sí, son ellas!
¡Espera, espera, mujer!
…Cojo el agua. ¡Son estrellas,
que no se pueden cojer!
ΚΑΤΩ ΑΠ ΤΟΝ ΚΗΠΟ
Κάτω απ’ τον κήπο. Υπάρχουν γυναίκες!
Περίμενε, περίμενε...! Ο έρωτάς μου
πιάνει ένα μπράτσο. Έλα! Ποια είσαι;
Και βλέπω ότι είναι ένα λουλούδι!
Απ’ την πηγή; ναι, είναι αυτές!
Περίμενε, περίμενε, γυναίκα!
…Πιάνω το νερό. Είναι αστέρια,
που δεν μπορεί να τα πιάσει κανείς!
BALADA DEL MAR LEJANO
La fuente aleja su cantata
despiertan todos los caminos...
Mar de la aurora, mar de plata,
¡qué limpio estás entre los pinos!
Viento del sur ¿vienes sonoro
de soles? Ciegan los caminos...
Mar de la siesta, mar de oro,
¡qué alegre estás sobre los pinos!
Dice el verdón no sé qué cosa.
Mi alma se va por los caminos...
Mar de la tarde, mar de rosa,
¡qué dulce estás entre los pinos!
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΑΚΡΙΝΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Η πηγή απομακρύνει τη καντάδα της
ξυπνάνε όλοι οι δρόμοι...
Θάλασσα της αυγής, θάλασσα από χρυσάφι,
τι καθαρή που είσαι μες στα πεύκα!
Άνεμε του Νότου έρχεσαι ηχερός
από ήλιους; Κλείνονται οι δρόμοι...
Θάλασσα του απομεσήμερου, θάλασσα από χρυσάφι,
τι χαρούμενη που είσαι πάνω απ’ τα πεύκα!
Λέει η πρασινάδα δε ξέρω κι εγώ ποιο πράγμα .
Η ψυχή μου πάει μέσα απ’ τους δρόμους...
Θάλασσα του απόβραδου, θάλασσα από ρόδο,
τι γλυκιά που είσαι μέσα στα πεύκα!
LA FIESTA
Todos los días yo soy
yo. Pero ¡qué pocos días
soy yo!
Todos los días el cielo
vive en mis ojos. Mas ¿cuándo
es dios?
Todos los días me hablas.
Y ¡qué pocas veces oigo
tu voz!
Η ΓΙΟΡΤΗ
Όλες τις μέρες εγώ είμαι
εγώ. Αλλά, πόσο λίγες μέρες
είμαι εγώ!
Όλες τις μέρες ο ουρανός
ζει μέσα στα μάτια μου. Αλλά πότε
είναι θεός;
Όλες τις μέρες μου μιλάς.
Και πόσο λίγες είναι οι μέρες που ακούω
τη φωνή σου!
LA HORA
Cada minuto de este oro
¿no es toda la eternidad?
El aire puro lo mece
sin prisa, como si ya
fuera todo el oro que
tuviera que acompasar.
(¡Ramas últimas, divinas,
inmateriales, en paz;
ondas del mar infinito
de una tarde sin pasar!)
Cada minuto de este oro
¿no es un latido inmortal
de mi corazón radiante
por toda la eternidad?
Η ΩΡΑ
Κάθε λεπτό απ’ αυτό το χρυσάφι
δεν είναι όλη η αιωνιότητα;
Ο καθαρός αέρας το νανουρίζει
με υπομονή, σαν να ήταν πια
όλο από χρυσάφι που
θα έπρεπε να ρυθμιστεί.
(τελευταία κλαδιά, θεϊκά,
άυλα, μες στη γαλήνη;
κύματα της άπειρης θάλασσας
ενός απόβραδου ατέλειωτου!)
Κάθε λεπτό απ’ αυτό το χρυσάφι
δεν είναι ένας αθάνατος παλμός
της ακτινοβόλας καρδιάς μου
μέσα σε όλη την αιωνιότητα;
LA QUE HABLA
Cállate, por Dios, que tú
no vas a saber decírmelo.
Deja que abran todos mis
sueños y todos tus lirios.
Mi corazón oye bien
la letra de tu cariño.
El agua lo va temblando
entre los juncos del río,
lo va estendiendo la niebla,
lo están meciendo los pinos
(y la luna opaca) y el
corazón de tu destino...
¡No apagues por dios, la llama
que arde dentro de mí mismo!
¡Cállate por dios, que tú
no vas a poder decírmelo!
ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΜΙΛΑ
Σώπασε, για όνομα του Θεού, γιατί εσύ
δε θα ξέρεις να μου το πεις.
Άσε ν’ ανθίσουν όλα μου
τα όνειρα και όλοι σου οι κρίνοι.
Η καρδιά μου ακούει καλά
της τρυφεράδας σου το γράμμα.
Το νερό το κάνει να τρέμει
ανάμεσα στου ποταμού τα βούρλα,
το σκεπάζουν η ομίχλη,
το νανουρίζουν τα πεύκα
(και η θαμπή σελήνη) και η
καρδιά του πεπρωμένου σου...
Μη σβήσεις, για όνομα του Θεού, τη φλόγα
που καίει μέσα μου!
Σώπασε, για όνομα του Θεού, γιατί εσύ
δεν θα ξέρεις να μου το πεις!
XCI. CANCIÓN
Me colmó el sol del poniente
el corazón de onzas doradas.
Me levanté por la noche
a verlas. ¡No valían nada!
De onzas de plata, la luna
de madrugada llenó mi alma.
Cerré mi puerta, en el día.
por verlas. ¡No valían nada!
XCI. ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Με πλήρωσε ο ήλιος που έδυε
μου γέμισε την καρδιά με χρυσά κύματα.
Ξύπνησα τη νύχτα
για να τα δω. Δεν άξιζαν τίποτα!
Με κύματα από ασήμι, η αυγινή
σελήνη γέμισε την ψυχή μου.
Σφάλισα την πόρτα μου, στη μέρα
για να τα δω. Δεν άξιζαν τίποτα!
CANCIÓN
No morirá tu voz, tu voz, tu voz, tu voz...
Tu voz seguirá siempre resonando
—ceniza tú en la tierra de la vida—,
tu voz seguirá siempre resonando
—tu voz, tu voz, tu voz, tu voz—
por la bóveda inmensa de la noche,
tu voz seguirá siempre resonando
por la bóveda inmensa de mi alma,
—tu voz, tu voz, tu voz, tu voz, tu voz—,
con ecos májicos de estrellas...
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Δε θα πεθάνει η φωνή σου, η φωνή σου, η φωνή σου, η φωνή σου...
Η φωνή σου θα συνεχίσει πάντα να αντηχεί
—στάχτη εσύ μέσα στη γη της ζωής—,
η φωνή σου θα συνεχίσει πάντα να αντηχεί
—η φωνή σου, η φωνή σου, η φωνή σου, η φωνή σου—
κάτω απ’ τον απέραντο θόλο της νύχτας,
η φωνή σουν θα συνεχίσει πάντα να αντηχεί
κάτω απ’ τον απέραντο θόλο της ψυχής μου,
—η φωνή σου, η φωνή σου, η φωνή σου, η φωνή σου, η φωνή σου, —,
με απόηχους μαγικούς από αστέρια...
10
Canción, tú eres vida mía,
y vivirás;
y las bocas que te canten,
cantarán eternidad.
10
Τραγούδι, εσύ είσαι ζωή δική μου,
και θα ζήσεις
και τα στόματα που σε τραγουδούν
θα τραγουδούν μες στην αιωνιότητα.
FIN DE INVIERNO
Cantan, cantan.
¿Dónde cantan los pájaros que cantan?
Llueve y llueve. Aún las casas
están sin ramas verdes. Cantan, cantan
los pájaros. ¿En dónde cantan
los pájaros que cantan?
No tengo pájaros en jaula.
No hay niños que los vendan. Cantan.
El valle está muy lejos. Nada...
Nada. Yo no sé dónde cantan
los pájaros (y cantan, cantan)
los pájaros que cantan.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Τραγουδούν, τραγουδούν.
Που τραγουδούν τα πουλιά που τραγουδούν;
Βρέχει και βρέχει. Ακόμα τα σπίτια
είναι δίχως πράσινα κλαδιά. Τραγουδούν, τραγουδούν
τα πουλιά. Που τραγουδούν
τα πουλιά που τραγουδούν;
Δεν έχω πουλιά σε κλουβί.
Δεν υπάρχουν παιδιά που να τα πουλούν. Τραγουδούν.
Η κοιλάδα είναι πολύ μακριά. Τίποτα...
Τίποτα. Εγώ δε ξέρω που τραγουδούν
τα πουλιά (και τραγουδούν, τραγουδούν)
τα πουλιά που τραγουδούν.
CÉNIT
Yo no seré yo, muerte,
hasta que tú te unas con mi vida
y me completes así todo;
hasta que mi mitad de luz se cierre
con mi mitad de sombra
—y sea yo equilibrio eterno
en la mente del mundo:
unas veces, mi medio yo, radiante;
otras, mi otro medio yo, en olvido—.
Yo no seré yo, muerte,
hasta que tú, en tu turno, vistas
de huesos pálidos mi alma.
ΖΕΝΙΘ
Εγώ δε θα είμαι, θάνατος,
ώσπου εσύ να ενωθείς με τη ζωή μου
και να μου γεμίσεις έτσι τα πάντα;
ώσπου το μισό μου από φως να κλειστεί
με το άλλο μου μισό από σκιά
—και να γίνω εγώ μια αιώνια ισορροπία
μέσα στο νου του κόσμου:
κάποιες φορές, το μισό μου εγώ, ολόχαρο είναι;
κι άλλες, το άλλο μου μισό εγώ, μέσα στη λησμονιά—.
Εγώ δε θα είμαι εγώ, θάνατος,
ώσπου εσύ, με τη σειρά σου, να δεις
με ωχρά κόκκαλα τη ψυχή μου.
LUNA SOLA
Cesó el clarín agudo, y la luna está triste.
Grandes nubes arrastran la nueva madrugada.
Ladra un perro alejándose, y todo lo que existe
se hunde en el abismo sin nombre de la nada.
La luna dorará un viejo camposanto...
Habrá un verdín con luna sobre una antigua almena.
En una fuente sola, será una luna en llanto...
Habrá una mar sin nadie, bajo una luna llena...
ΣΕΛΗΝΗ ΜΟΝΗ
Σταμάτησε το ηχηρό κλαρίνο, και το φεγγάρι θλιμμένο είναι.
Μεγάλα σύννεφα ρυμουλκούν τη νέα χαραυγή.
Γαυγίζει ένα σκυλί καθώς απομακρύνεται, και ότι υπάρχει
Βυθίζεται σε μια άβυσσο ανώνυμη του τίποτα.
Η σελήνη θα χρυσώσει ένα παλιό νεκροταφείο..
Θα υπάρξει μια μούχλα με φεγγάρι πάνω από μια παλιά ντάπια.
Σε μια μοναχική πηγή, θα φανεί μια σελήνη να θρηνεί..
Θα υπάρξει μια θάλασσα δίχως κανένα, κάτω από μια πανσέληνο..
17 DE JULIO
Como el niño que, harto
de estudiar, pinta sueños,
sin gana y sin motivo;
hastiado, el pensamiento
va de pájaro mudo
a nube sin luz, de eco
de cámara vacía
a flor sin sentimiento...
—¿Qué humos inventaron
la palabra desierto?—
La tierra, el cielo y yo
solos.
Aburrimiento.
17 ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ
Όπως το μικρό παιδί, που μπουχτισμένο
από το διάβασμα, ζωγραφίζει όνειρα,
αδιάφορο και δίχως κίνητρο;
διχασμένη, η σκέψη
πάει απ’ το βουβό πουλί
στο δίχως φως σύννεφο, κι απ’ την ηχώ
της άδειας κάμαρης
στο δίχως νόημα λουλούδι...
—Ποιοι καπνοί εφεύραν
τη λέξη έρημος;—
Η γη, ο ουρανός κι εγώ
μόνοι.
Βαρεμάρα.
EL RECUERDO
Como médanos de oro,
que vienen y que van
en el mar de la luz,
son los recuerdos.
El viento se los lleva,
y donde están están,
y están donde estuvieron
y donde habrán de estar...
(Médanos de oro).
Lo llenan todo, mar
total de oro insondable,
con todo el viento en él...
(Son los recuerdos).
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Σαν αμμόλοφοι από χρυσάφι,
που έρχονται και πάνε
μες στη θάλασσα του φωτός,
είναι οι αναμνήσεις.
Ο άνεμος τις παρασέρνει,
κι όπου βρεθούν βρέθηκαν,
και βρίσκονται εκεί που ήταν
κι όπου πρόκειται να βρεθούν...
(Αμμόλοφοι από χρυσάφι).
Πληρούν τα πάντα, θάλασσα
καθολική από χρυσάφι insondable,
με όλο τον άνεμο μέσα σ’ αυτό...
(Είναι οι αναμνήσεις).
La muerte bella
¿Que me vas a doler, muerte?
¿Es que no duele la vida?
¿Porqué he de ser más osado
para el vivir esterior
que para el hondo morir?
La tierra ¿qué es que no el aire?
¿Porqué nos ha de asfixiar,
porqué nos ha de cegar,
porqué nos ha de aplastar,
porqué nos ha de callar?
¿Porqué morir ha de ser
lo que decimos morir,
y vivir sólo vivir,
lo que callamos vivir?
¿Porqué el morir verdadero
(lo que callamos morir)
no ha de ser dulce y suave
como el vivir verdadero
(lo que decimos vivir?)
Ο ΩΡΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Γιατί να με πονέσεις, θάνατε;
Μήπως δε μας πονά η ζωή;
Γιατί πρέπει να έίμαι πιο osado
για την εσωτερική ζωή
απ’ ότι για το βαθύ θάνατο;
Η γη ,τι υπάεχει σ’ αυτή που δεν είναι αέρας;
Γιατί θα π΄ρεπει να μας πνίγει,
γιατί να μας τυφλώνει,
porqué nos ha de aplastar,
γιατί να μας κάνει να σιωπούμε;
Γιατί ο θάνατος να είναι
αυτό που αποκαλούμε θάνατο,
και η ζωή μόνο ζωή,
αυτό που ως ζωή αποσιωπούμε;
Γιατί ο αληθινός θάνατος
(αυτό που ως θάνατο το αποσιωπούμε)
να μνην είναι γλυκός και απαλός
όπως η αληθινή ζωή
(αυτό που ονομάζουμε ζωή;)
ROSA, POMPA, RISA
Con la primavera
mis sueños se llenan
de rosas, lo mismo
que las escaleras
orilla del río.
Con la primavera
mis rosas se llenan
de pompas, lo mismo
que las torrenteras
orilla del río.
Con la primavera
mis pompas se llenan
de risas, lo mismo
que las ventoleras
orilla del río.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ, ΦΟΥΣΚΑ, ΓΕΛΙΟ
Με την άνοιξη
τα όνειρά μου γεμίζουν
με τριαντάφυλλα, όπως
και τα σκαλιά
στην όχθη του ποταμού.
Με την άνοιξη
τα τριαντάφυλλά μου γεμίζουν
με φουσκάλες,
όπως και οι ρεματιές
στις όχθη του ποταμού.
Με την άνοιξη
οι φουσκάλες μου γεμίζουν
με γέλια, όπως
και οι ριπές του ανέμου
στην όχθη του ποταμού.
CONCIENCIA PLENA
Tú me llevas, conciencia plena, deseante dios,
por todo el mundo.
Y en este mar tercero,
casi oigo tu voz;
tu voz del viento
ocupante total del movimiento;
de los colores, de las luces
eternos y marinos.
Tu voz de fuego blanco
en la totalidad del agua, el barco, el cielo,
lineando las rutas con delicia,
grabándome con fúljido mi órbita segura
de cuerpo negro
con el diamante lúcido en su dentro
ΠΛΗΡΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Εσύ με φέρεις, συνείδηση πλήρης, επιθυμητέ θεέ,
σ’ όλο τον κόσμο.
Και σ’ αυτή την Τρίτη θάλασσα,
σχεδόν ακούω τη φωνή σου;
τη φωνή σου του ανέμου
που όλη την κίνηση κατέχει;
των χρωμάτων, των αιώνιων
φώτων και των θαλασσινών.
Η φωνή σου από άσπρη φωτιά
μέσα σ’ όλα τα νερά, το καράβι, ο ουρανός,
ευθυγραμμίζοντας με χάρη τις στράτες,
χαράζοντάς με απαστράπτοντας στη σταθερή τροχιά μου
του μαύρου σώματος
με το φωτεινό διαμάντι μέσα του.
LA COPA FINAL
Contra el cielo inespresable,
el álamo, ya amarillo,
instala la alta belleza
de su éstasis vespertino.
La luz se recoje en él
como en el nido tranquilo
de su eternidad. Y el álamo
termina bien en sí mismo.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΥΠΕΛΛΟ
Ενάντια στον ανέκφραστο ουρανό,
η λεύκα, πια κίτρινη,
εγκαθιστά την άφταστη ομορφιά
της εσπερινής της έκστασης.
Το φως μαζεύεται μέσα της
όπως η ήσυχη φωλιά
της αιωνιότητάς της. Κι η λεύκα
τελειώνει καλά μέσα στον εαυτό της.
CONVALECENCIA
Sólo tú me acompañas, sol amigo.
Como un perro de luz, lames mi lecho blanco;
y yo pierdo mi mano por tu pelo de oro,
caída de cansancio.
¡Qué de cosas que fueron
se van... más lejos todavía!
Callo
y sonrío, igual que un niño,
dejándome lamer de ti, sol manso.
... De pronto, sol, te yergues,
fiel guardián de mi fracaso,
y, en una algarabía ardiente y loca,
ladras a los fantasmas vanos
que, mudas sombras, me amenazan
desde el desierto del ocaso.
ΑΝΑΡΡΩΣΗ
Μόνο εσύ με συνοδεύεις, φίλε μου ήλιε.
Σαν ένα σκυλί από φως, γλύφεις το λευκό μου στήθος;
κι εγώ χάνω το χέρι μου από το χρυσαφένιο μαλλί σου,
το πεσμένο απ’ την κούραση.
Γιατί τα πράγματα που υπήρξαν
φεύγουν χάνονται... πιο μακριά ακόμα!
Σιωπώ
και χαμογελώ, σαν ένα μικρό παιδί,
αφήνοντας τον εαυτό μου να γλείφεται από σένα, ήλιε πράε.
... Ξαφνικά, ήλιε, υψώνεσαι,
πιστός φύλακας της αποτυχίας μου,
και, μέσα από μια algarabía φλεγόμενη και τρελή,
γαυγίζεις τα κακά φαντάσματα
που, σαν βουβές σκιές, με απειλούν
μέσα απ’ την έρημο του λυκόφωτος.
LA OBRA
¡Cosas que me has de alumbrar
—vistas siempre, sin ser vistas—;
cosas que tengo que ver
en ti, luz de cada día!
ΤΟ ΕΡΓΟ
Πράγματα που θα μου φωτίσεις
—ιδωμένα πάντα, δίχως να είναι ορατά—;
πράγματα που πρέπει να δω
μέσα σου, φως της κάθε μέρας!
LO VERDADERO
Creímos que todo estaba
roto, perdido, manchado...
—Pero, dentro, sonreía
lo verdadero, esperando—.
¡Lágrimas rojas, calientes,
en los cristales helados!...
—Pero, dentro, sonreía
lo verdadero, esperando—.
Se acababa el día negro
revuelto en frío mojado...
—Pero, dentro, sonreía
lo verdadero, esperando—.
ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ
Πιστεύαμε ότι όλα ήταν
σπασμένα, χαμένα, λεκιασμένα...
—Αλλά, μέσα, χαμογελούσε
το αληθινό, ελπίζοντας—.
¡Δάκρυα κόκκινα, ζεστά,
στα παγωμένα τζάμια!...
—Αλλά, μέσα, χαμογελούσε
το αληθινό, ελπίζοντας—.
Τέλειωνε η μαύρη μέρα
τυλιγμένη σε κρύο μουσκεμένο...
—Αλλά, μέσα, χαμογελούσε
το αληθινό, ελπίζοντας—.
LA AUSENCIA
Cuando el amor se va,
parece que se inmensa.
¡Cómo le aumenta el alma
a la carne la pena!
Cuando se pone el sol
lo ahondan las estrellas.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ
Όταν ο έρωτας φεύγει
μοιάζει σαν να είναι ατέλειωτος.
Πως η ψυχή μεγαλώνει
στο σώμα τη λύπη!
Όταν πέφτει ο ήλιος
τον βυθίζουν τα’ αστέρια.
EL DÍA MENOS
¡Ya se arreglarán los sueños,
mañana se arreglarán!
¡Hoy, a soltar y a gozar!
Hoy para encontrar el amigo,
para olearse en los dos ríos,
para hablar con duras mujeres;
hoy para irisarse de césped,
para ventear a caballo,
para silbear en el árbol,
para acerarse en las montañas,
para huir por las luces anchas
perdido entre glorias ruidosas...
Hoy para la gran tensión fresca
de un vivir sin casa ni venda.
¡Ya se ordenarán los sueños,
mañana se ordenarán!
¡Hoy, a romper y a cantar!
Η ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΕΡΑ
Πια θα πραγματοποιηθούν τα όνειρα,
αύριο θα πραγματοποιηθούν!
Σήμερα, a soltar και θα απολαύσουμε!
Το σήμερα είναι για συναντήσεις ένα φίλο,
για να αρωματιστείς ανάμεσα σε δυο ποτάμια,
για να μιλήσεις με σκληρές γυναίκες;
το σήμερα είναι για να δροσιστεί το γρασίδι,
για να αεριστείς καβάλα στ’ άλογο,
για να σφυρήξεις πάνω σε ένα δέντρο,
για να βρεθείς κοντά στα βουνά,
για να ξεφύγεις από τα άπλετα φώτα
για να χαθείς ανάμεσα σ θορυβώδεις δόξες...
Το σήμερα είναι για τη μεγάλη ζωντανή ένταση
μιας ζωής δίχως σπίτι ούτε για πώληση.
Πια θα ταχτοποιηθούν τα όνειρα,
αύριο θα ταχτοποιηθούν!
Το σήμερα, είναι για να τα σπάσουμε και να τραγουδδήσουμε!
EL ENLACE
¡Qué lejos, azul, el cielo,
de la tierra pobre! Pero
los dos son el día bueno
Ο ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ
Πόσο μακριά, ο γαλάζιος, ο ουρανός,
από τη φτωχή γη! Αλλά
οι δυο είναι η καλή μέρα
CUANDO YO ERA EL NIÑODIÓS
Cuando yo era el niñodiós, era Moguer, este pueblo,
una blanca maravilla; la luz con el tiempo dentro.
Cada casa era palacio y catedral cada templo;
estaba todo en su sitio, lo de la tierra y el cielo;
y por esas viñas verdes saltaba yo con mi perro,
alegres como las nubes, como los vientos, lijeros,
creyendo que el horizonte era la raya del término.
Recuerdo luego que un día en que volví yo a mi pueblo
después del primer faltar, me pareció un cementerio.
Las casas no eran palacios ni catedrales los templos,
y en todas partes reinaban la soledad y el silencio.
Yo me sentía muy chico, hormiguito de desierto,
con Concha la Mandadera, toda de negro con negro,
que, bajo el tórrido sol y por la calle de Enmedio,
iba tirando doblada del niñodiós y su perro:
el niño todo metido en hondo ensimismamiento,
el perro considerándolo con aprobación y esmero.
¡Qué tiempo el tiempo! ¿Se fue con el niñodiós huyendo?
¡Y quién pudiera ser siempre lo que fue con lo primero!
¡Quién pudiera no caer, no, no, no caer de viejo;
ser de nuevo el alba pura, vivir con el tiempo entero,
morir siendo el niñodiós en mi Moguer, este pueblo!
ΟΤΑΝ ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΘΕΟΣ
Όταν εγώω ήμουν το παιδί θεός, ήταν το Μογκέρ, αυτό το χωριό,
ένα λευκό θαύμα; Το φως με το χρόνο μέσα του.
Κάθε σπίτι ήταν παλάτι και καθεδρικός κάθε ναός;
όλα ήταν στη θέσης τους, και της γης τα πράγματα και τ’ ουρανού;
και μέσα σε κείνα τα πράσινα αμπέλια πηδούσαμε εγώ και το σκυλί μου,
χαρούμενοι σαν τα σύννεφα, σαν τους ανέμους, σβέλτοι,
πιστεύοντας ότι ο ορίζοντας ήταν η γραμμή του τέλους.
Θυμάμαι μετά ότι κάποια μέρα που εγώ επέστρεψα στο χωριό μου
ύστερα από την πρώτη απουσία μου, μου φάνηκε σαν ένα νεκροταφείο.
Τα σπίτια δεν ήταν παλάτια ούτε καθεδρικοί οι ναοί,
και σ’ όλα τα μέρη βασίλευαν η μοναξιά και η σιωπή.
Εγώ ένιωθα πως ήμουν πολύ μικρός, ένα μθρμηγκάκι μες στην έρημο,
με τη Κόντσα της Μαγδαλένα, όλη κατάμαυρη μες στο μαύρο,
που, κάτω π’ τον καυτό ήλιο κι από το δρόμο του Ενμέντιο,
πήγαινε τραβώντας το παιδί θεό και το σκυλί του:
το παιδί εντελώς ριγμένο μέσα σε μια βαθειά περισυλλογή,
και το σκυλί να το παρατηρεί με επιδοκιμασία και προσοχή.
Τι χρόνος ο χρόνος! ¨Εφυγε με το παιδί θεό δραπετεύοντας?
Και ποιος θα μπορούσε να είναι πάντα αυτό που ήταν πριν!
Ποιος θα μπορούσε να μη πέσει, όχι, όχι, να μμη πέσει στα γηρατειά;
και να είναι ξανά η καθαρή καρδιά, vivir ζώντας με ολάκερο το χρόνο,
και να πεθάνει όντας το παιδί θεός στο Μογκέρ μου, σ’ αυτό το χωριό!
OTRO SILENCIO
De noche, el oro
es plata.
Plata muda el silencio
de oro de mi alma.
ΑΛΛΗ ΣΙΩΠΗ
Τη νύχτα, το χρυσάφι
είναι ασήμι
Ασήμι βουβό η σιωπή
από χρυσάφι της ψυχής μου.
¿CÓMO?
¿Cómo pondré en la hora
tu vago sentimiento?
¡Hacia la aurora! ¡Más!
¡Hacia el ocaso! ¡Menos!
Siempre le falta un poco…
Le sobra siempre un dedo…
—Tu reír suena, fino,
muy cerca… desde lejos—.
ΠΩΣ;
Πως στην ώρα του να βάλω
το αδιάφορο αίσθημά σου;
Κατά την αυγή! Πιότερο!
Κατά το λυκόφως! Λιγότερο!
Πάντα του λείπει λίγο…
Του λείπει πάντα ένα δάχτυλο…
—Το γέλιο σου αντηχεί, αδύναμο,
πολύ κοντά… από μακριά—.
DESNUDOS
Por el mar vendrán
las flores del alba
(olas, olas llenas
de azucenas blancas),
el gallo alzará
su clarín de plata.
(¡Hoy! te diré yo
tocándote el alma)
¡O, bajo los pinos,
tu desnudez malva,
tus pies en la tierna
yerba con escarcha,
tus cabellos verdes
de estrellas mojadas!
(...Y tú me dirás
huyendo: Mañana)
Levantará el gallo
su clarín de llama,
y la aurora plena,
cantando entre granas,
prenderá sus fuegos
en las ramas blandas.
(¡Hoy! te diré yo
tocándote el alma)
¡O, en el sol nacido,
tus sienes doradas,
los ojos inmensos
de tu cara maga,
evitando azules
mis negras miradas!
(...Y tú me dirás
huyendo: Mañana)
ΓΥΜΝΟΙ
Από τη θάλασσα θα έρθουν
της αυγής τα λουλούδια
(κύματα, κύματα φορτωμένα
με λευκούς κρίνους),
ο πετεινός θα υψώσει
το ασημένιο του κλαρίνο.
(Σήμερα! θα σου πω εγώ
αγγίζοντάς τη ψυχή σου)
Ω, κάτω απ’ τα πεύκα,
η βιολετιά γυμνότητά σου,
τα πόδια σου στην τρυφερή
χλόη με την πάχνη,
τα μαλλιά σου τα πράσινα
μουσκεμένα από αστέρια!
(...Κι εσύ θα μου πεις
δραπετεύοντας: Αύριο)
Θα υψώσει ο πετεινός
το κλαρίνο του από φωτιά,
και ολάκερη η αυγή,
που θα τραγουδά ανάμεσα στις σπορές,
θα ρίξει τις φωτιές της
πάνω στα νωθρά κλαδιά.
(Σήμερα! Θα σου πω εγώ
αγγίζοντας την ψυχή σου)
¡Ω, μέσα στο γεννημένο ήλιο,
τα χρυσά μηλίγγια σου,
τα απέραντα σου μάτια
του μαγικού σου προσώπου,
τα γαλάζια που θα αποφεύγουν
τις μαύρες μου ματιές!
(...Κι εσύ θα μου πεις
δραπετεύοντας: Αύριο)
DESVELO
Se va la noche, negro toro
—plena carne de luto, de espanto y de misterio—,
que ha bramado terrible, inmensamente,
al temor sudoroso de todos los caídos;
y el día viene, niño fresco,
pidiendo confianza, amor y risa,
—niño que, allá muy lejos,
en los arcanos donde
se encuentran los comienzos con los fines,
ha jugado un momento,
por no sé qué pradera
de luz y sombra,
con el toro que huía.—
ΕΠΑΓΡΥΠΝΙΣΗ
Φεύγει η νύχτα, μαύρος ταύρος
—σάρκα πλήρης του θρήνου, του σπαραγμού και του μυστηρίου—,
που μούγκρισε φοβερός και ατέλειωτα
στον ιδρωμένο τρόμο όλων των πεσμένων;
κι η μέρα έρχεται, δροσερό παιδί,
ζητώντας εμπιστοσύνη ,αγάπη και γέλιο,
—παιδί που, πέρα εκεί πολύ μακριά,
μες στα μυστήρια όπου
συναντώνται οι απαρχές με τα πέρατα,
έπαιξε μια στιγμή ,
ποιος ξέρει μέσα σε ποιο λιβάδι
από φως και σκιά,
με τον ταύρο που δραπέτευε.—
LA TRASPARENCIA DIOS LA TRASPARENCIA
Dios del venir, te siento entre mis manos,
aquí estás enredado conmigo, en lucha hermosa
de amor, lo mismo
que un fuego con su aire.
No eres mi redentor, ni eres mi ejemplo,
ni mi padre, ni mi hijo, ni mi hermano;
eres igual y uno, eres distinto y todo;
eres dios de lo hermoso conseguido,
conciencia mía de lo hermoso.
Yo nada tengo que purgar.
Toda mi impedimenta
no es sino fundación para este hoy
en que, al fin, te deseo;
porque estás ya a mi lado
en mi eléctrica zona,
como está en el amor el amor lleno.
Tú, esencia, eres conciencia; mi conciencia
y la de otros, la de todos
con la forma suma de conciencia;
que la esencia es lo sumo,
es la forma suprema conseguible,
y tu esencia está en mí, como mi forma.
Todos mis moldes, llenos
estuvieron de ti; pero tú, ahora,
no tienes molde, estás sin molde; eres la gracia
que no admite sostén,
que no admite corona,
que corona y sostiene siendo ingrave.
Eres la gracia libre,
la gloria del gustar, la eterna simpatía,
el gozo del temblor, la luminaria
del clariver, el fondo del amor,
el horizonte que no quita nada;
la transparencia, dios la transparencia,
el uno al fin, dios ahora sólito en el uno mío,
en el mundo que yo por ti y para ti he creado.
Η ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΘΕΕ Η ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ
Θεέ ερχόμενε, σε νιώθω ανάμεσα στα χέρια μου,
εδώ βρίσκεσαι μαζί μου σφιχτοδεμένος, σε ωραία αμάχη
αγάπης, όπως
μια φωτιά με τον αγέρα της.
Δεν είσαι ο λυτρωτής μου, ούτε το υπόδειγμά μου,
ούτε ο πατέρας μου, ούτε ο γιός μου, ούτε ο αδελφός μου;
είσαι όμοιος και ένας, είσαι διαφορετικός και το παν;
είσαι θεός του ωραίου που επιτεύχθηκε,
η δική μου συνείδηση του ωραίου.
Δεν έχω να εξαγνιστώ για τίποτα.
¨όλα μου τα ανομήματα
δεν είναι παρά η βάση αυτού του σήμερα
που , τελικά, σε επιθυμώ;
γιατί βρίσκεσαι πια στο πλευρό μου,
στο ηλεκτρικό μου πεδίο,
όπως βρίσκεται μες στον έρωτα ο ολοκληρωμένος έρωτας .
Εσύ, ουσία, συνείδηση μου είσαι; συνείδησή μου
και των άλλων, και όλων
με τη συνολική μορφή της συνείδησης;
γιατί η ουσία είναι το υπέρτατο,
είναι η ανώτατη κατορθωτή μορφή,
και η ουσία σου βρίσκεται μέσα μου, όπως η μορφή μου.
Όλα μου τα αρχέτυπα , είχαν πληρωθεί
από σένα; αλλά εσύ, τώρα,
δεν έχεις αρχέτυπο, καθώς είσαι αρχέγονος; είσαι η χάρη
που δε δέχεται στήριγμα,
που δε δέχεται κορώνα,
που στεφανώνει και στηρίζει ενώ είναι απαραχάρακτη.
Η ελεύθερη χάρη είσαι,
η δόξα της επιθυμίας, η αιώνια συμπάθεια,
του ρίγους η ηδονή, η φωταψία
της διαύγειας, ο βυθός της αγάπης,
ο ορίζοντας που τίποτα δεν αφαιρεί;
η διαφάνεια, θεέ, η διαφάνεια,
ο ένας τελικά, θεέ τώρα εξοικειωμένε με τον ένα εμένα ,
στον κόσμο που εγώ δια σού και για σένα δημιούργησα.
EL NOMBRE CONSEGUIDO DE LOS NOMBRES
Si yo, por ti, he creado un mundo para ti,
dios, tú tenías seguro que venir a él,
y tú has venido a él, a mí seguro,
porque mi mundo todo era mi esperanza.
Yo he acumulado mi esperanza
en lengua, en nombre hablado, en nombre escrito;
a todo yo le había puesto nombre
y tú has tomado el puesto
de toda esta nombradía.
Ahora puedo yo detener ya mi movimiento,
como la llama se detiene en ascua roja
con resplandor de aire inflamado azul,
en el ascua de mi perpetuo estar y ser;
ahora yo soy ya mi mar paralizado,
el mar que yo decía, mas no duro,
paralizado en ondas de conciencia en luz
y vivas hacia arriba todas, hacia arriba.
Todos los nombres que yo puse
al universo que por ti me recreaba yo,
se me están convirtiendo en uno
y en un dios.
El dios que es siempre al fin,
el dios creado y recreado y recreado
por gracia y sin esfuerzo.
El Dios. El nombre conseguido de los nombres.
Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΕΝΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Αν εγώ, μέσα από σένα, δημιούργησα έναν κόσμο για σένα,
θεέ, εσύ έπρεπε ασφαλώς να έρθεις σ’ αυτόν,
κι εσύ ήρθες σ’ αυτόν, σε μένα βέβαια,
γιατί ο κόσμος μου όλος ήταν η ελπίδα μου.
Εγώ συνάθροισα την ελπίδα μου
σε γλώσσα, σε όνομα προφερμένο, σε όνομα γραμμένο.
σε όλα εγώ είχα δώσει όνομα
κι εσύ πήρες τη θέση μου
όλης αυτής της ονοματοθεσίας.
Τώρα μπορώ εγώ να ανακόψω πια την κίνησή μου,
όπως η φλόγα που διατηρείται μες στο αναμμένο κάρβουνο
με την αναλαμπή του γαλάζιου και πυρωμένου αγέρα
μέσα στη χόβολη του συνεχούς μου είναι και υπάρχειν.
τώρα εγώ είμαι πια η παραλυμένη μου θάλασσα,
Η θάλασσα που εγώ έλεγα, αλλά όχι η σκληρή
η παραλυμένη μέσα στα κύματα της συνείδησης μου μες στο φως
και ζωντανά υψωμένα όλα, προς τα πάνω.
Όλα τα ονόματα που εγώ έθεσα
στο σύμπαν που μέσα από σένα αναδημιουργούσα εγώ,
μου έχουν μετασχηματιστεί σε ένα
και σε ένα θεό
Ο θεός που βρίσκεται πάντα στο τέλος,
ο θεός ο πλασμένος και πλασμένος και ξαναπλασμένος
με χάρη και δίχως προσπάθεια.
Ο Θεός. Το κατορθωμένο όνομα των ονομάτων.
Todas las nubes arden
Todas las nubes arden
porque yo te he encontrado,
dios deseante y deseado;
antorchas altas cárdenas
(granas, azules, rojas, amarillas)
en alto grito de rumor de luz.
Del redondo horizonte vienen todas
de congregación fúlgida,
a abrazarse con vueltas de esperanza
a mi fe respondida.
(Mar desierto, con dios
en redonda conciencia
que me habla y me canta,
que me confía y me asegura;
por ti yo paso en pie
alerta, en mí afirmado,
conforme con que mi viaje
es al hombre seguido, que me espera
en puerto de llegada permanente,
de encuentro repetido).
Todas las nubes que existieron,
que existen y que existirán,
me rodean con signos de evidencia;
ellas son para mí
la afirmación alzada de este hondo
fondo de aire en que yo vivo;
el subir verdadero del subir,
el subir del hallazgo en lo alto profundo.
ΟΛΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΦΛΕΓΟΝΤΑΙ
Όλα τα σύννεφα φλέγονται
Γιατί εγώ σε βρήκα
θεέ που επιθυμείς και επιθυμείσαι.
Ψηλοί μενεξεδένιο πυρσοί
(βυσσινοί, γαλάζιοι, πορφυροί, κίτρινοι)
σε δυνατή κραυγή απ’ το ψίθυρο του φωτός
Από το στρογγυλό ορίζοντα έρχονται όλες
από μια απαστράπτουσα συνάντηση
για να αγκαλιαστούν με γυρίσματα ελπίδας
την πίστη μου την ανταποδειγμένη.
(Ερημική θάλασσα, με το θεό
σε κυκλική συνείδηση
που μου μιλά και μου τραγουδά
που με εμπιστεύεται και με ασφαλίζει.
για σένα εγώ διαβαίνω ορθός
ξάγρυπνος, στον εαυτό μου βασισμένος
έτσι ώστε το ταξίδι μου
να είναι για τον άνθρωπο που ακολουθεί, που με περιμένει
σε ένα λιμάνι μόνιμου αγκυροβολήματος,
σε μια συνάντηση που επαναλαμβάνεται.
Όλα τα σύννεφα που υπήρξαν,
Που υπάρχουν και πρόκειται να υπάρξουν, με περιβάλλουν με σημάδια βεβαιότητας.
αυτά είναι για μένα
η υπέρτατη βεβαίωση αυτού του βαθιού
πυθμένα από αέρα όπου εγώ ζω.
η αληθινή άνοδος της ανόδου,
η άνοδος της εύρεσης στο υψηλό βάθος.
TAL COMO ESTABAS
En el recuerdo estás tal como estabas.
Mi conciencia ya era esta conciencia,
pero yo estaba triste, siempre triste,
porque aún mi presencia no era la semejante
de esta final conciencia
Entre aquellos geranios, bajo aquel limón,
junto a aquel pozo, con aquella niña,
tu luz estaba allí, dios deseante;
tú estabas a mi lado,
dios deseado,
pero no habías entrado todavía en mí.
El sol, el azul, el oro eran,
como la luna y las estrellas,
tu chispear y tu coloración completa,
pero yo no podía cogerte con tu esencia,
la esencia se me iba
(como la mariposa de la forma)
porque la forma estaba en mí
y al correr tras lo otro la dejaba;
tanto, tan fiel que la llevaba,
que no me parecía lo que era.
Y hoy, así, sin yo saber por qué,
la tengo entera, entera.
No sé qué día fue ni con qué luz
vino a un jardín, tal vez, casa, mar, monte,
y vi que era mi nombre sin mi nombre,
sin mi sombra, mi nombre,
el nombre que yo tuve antes de ser
oculto en este ser que me cansaba,
porque no era este ser que hoy he fijado
(que pude no fijar)
para todo el futuro iluminado
iluminante,
dios deseado y deseante.
ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΗΣΟΥΝ
Μες στην ανάμνηση βρίσκεσαι έτσι όπως ήσουν.
Η συνείδησή μου πια ήταν αυτή συνείδηση,
αλλά εγώ ήμουν θλιμμένος, πάντα θλιμμένος,
γιατί δεν ήταν ακόμα η παρουσία μου όμοια
μ’ αυτή την τελική συνείδηση.
Ανάμεσα σε κείνα τα γεράνια, κάτω από κείνη τη λεμονιά,
δίπλα σε κείνο το πηγάδι, με κείνο το κορίτσι,
το φως σου ήταν εκεί, θεέ που επιθυμείς;
εσύ βρισκόσουν δίπλα μου,
θεέ ποθητέ,
αλλά δεν είχες εισέλθει ακόμα μέσα μου.
Ο ήλιος, το γαλάζιο, το χρυσάφι ήταν,
όπως η σελήνη και τα’ αστέρια,
το σπινθήρισμα σου και ο πλήρης χρωματισμός σου,
αλλά εγώ δεν μπορούσα να σε πιάσω μαζί με την ουσία σου,
η ουσία μου διέφευγε
(όπως η πεταλούδα απ’ τη μορφή της)
γιατί η μορφή βρισκόταν σε μένα
και καθώς έτρεχα πίσω απ’ το άλλο την άφηνα;
τόσο, τόσο πιστά που την έφερνα,
που δε μου φαινόταν τι ήταν.
Και σήμερα, έτσι, δίχως εγώ να ξέρω γιατί,
την κατέχω ακέραιη, ακέραιη.
Δε ξέρω ποια μέρα συνέβη ούτε με ποιο φως
ήρθε σε ένα κήπο, ίσως, στο σπίτι, στη θάλασσα, στο βουνό,
και είδα ότι ήταν το όνομά μου δίχως το όνομά μου
δίχως τον ίσκιο μου, το όνομά μου,
το όνομα που εγώ είχα, προτού γεννηθώ
κρυμμένο μέσα σ’ αυτή την ύπαρξη που με κούραζε,
γιατί δεν ήταν αυτή η ύπαρξη που όρισα σήμερα
(που μπόρεσα να μη την ορίσω)
για ολάκερο το μέλλον το φωτισμένο
και φωτοβόλο,
θεέ που επιθυμείς και επιθυμείσαι.
SOY EL ANIMAL DE FONDO
«En fondo de aire» (dije) «estoy»,
(dije) «soy animal de fondo de aire» (sobre tierra),
ahora sobre mar; pasado, como el aire, por un sol
que es carbón allá arriba, mi fuera, y me ilumina
con su carbón el ámbito segundo destinado.
Pero tú, dios, también estás en este fondo
y a esta luz ves, venida de otro astro;
tú estás y eres
lo grande y lo pequeño que yo soy,
en una proporción que es ésta mía,
infinita hacia un fondo
que es el pozo sagrado de mí mismo.
Y en este pozo estabas antes tú
con la flor, con la golondrina, el toro
y el agua; con la aurora
en un llegar carmín de vida renovada;
con el poniente, en un huir de oro de gloria.
En este pozo diario estabas tú conmigo,
conmigo niño, joven, mayor, y yo me ahogaba
sin saberte, me ahogaba sin pensar en ti.
Este pozo que era, sólo y nada más ni menos,
que el centro de la tierra y de su vida.
Y tú eras en el pozo májico el destino
de todos los destinos de la sensualidad hermosa
que sabe que el gozar en plenitud
de conciencia amadora,
es la virtud mayor que nos trasciende.
Lo eras para hacerme pensar que tú eras tú,
para hacerme sentir que yo era tú,
para hacerme gozar que tú eras yo,
para hacerme gritar que yo era yo
en el fondo de aire en donde estoy,
donde soy animal de fondo de aire,
con alas que no vuelan en el aire,
que vuelan en la luz de la conciencia
mayor que todo el sueño
de eternidades e infinitos
que están después, sin más que ahora yo, del aire.
ΕΙΜΑΙ ΖΩΟ ΤΟΥ ΒΑΘΟΥΣ
«Στα βάθη του αέρα» (είπα) «βρίσκομαι»,
(είπα) « είμαι ζώο στο βάθος του αέρα» (επί γης),
τώρα πάνω στη θάλασσα. Περασμένος, όπως ο αγέρας, από ένα ήλιο
που είναι κάρβουνο εκεί ψηλά, στο εκτός μου, και μου φωτίζει
με το κάρβουνό του τη δεύτερη καθορισμένη μου περιοχή.
Αλλά εσύ θεέ βρίσκεσαι επίσης σ’ αυτό το βάθος
Και αυτό το φως βλέπεις, που έρχεται από ένα άλλο άστρο.
εσύ βρίσκεσαι και είσαι
το μέγιστο και το ελάχιστο που εγώ είμαι,
σε μια αναλογία που είναι η δική μου,
άπειρη προς ένα βάθος
που είναι του εαυτού μου το ιερό πηγάδι.
Και στο πηγάδι αυτό βρισκόσουν πριν εσύ
με το άνθος ,με το χελιδόνι, τον ταύρο
και το νερό. με την αυγή
σε ένα φτάσιμο πορφυρό μιας ζωής ανανεωμένης.
με το ζέφυρο, σε μια φυγή από ένδοξο χρυσάφι.
Σ’ αυτό το καθημερινό πηγάδι ήσουν εσύ μαζί μου,
μαζί μου παιδί, νέος, ώριμος, κι εγώ πνιγόμουν
δίχως να σε γνωρίζω, πνιγόμουν δίχως να σε σκέφτομαι.
Το πηγάδι αυτό που ήταν, μόνο και τίποτε άλλο
Εκτός απ’ το κέντρο της γης και ης ζωής της.
Κι εσύ ήσουν μέσα στο μαγικό πηγάδι το πεπρωμένο
όλων των πεπρωμένων του ωραίου αισθησιασμού
που ξέρει ότι η απόλαυση στην πληρότητα της
της αγαπητικής συνείδησης
είναι η μέγιστη αρετή που μας υπερβαίνει.
Κι ήσουν αυτό για να με κάνεις να σκεφτώ πως εσύ ήσουν εσύ,
για να με κάνεις να νιώσω ότι εγώ ήμουν εσύ
για να με κάνεις να απολαύω το ότι εσύ ήσουν εγώ,
για να με κάνεις να κραυγάσω ότι εγώ ήμουν εγώ
στο βάθος του αγέρα όπου βρίσκομαι,
όπου είμαι ζώο του βάθους του αγέρα,
με φτερά που δεν πετούν στον αγέρα,
που πετούν μες στο φως της συνείδησης
που πιο μεγάλη είναι από κάθε όνειρο
από αιωνιότητες και άπειρα
που βρίσκονται πέραν, όπως ακριβώς τώρα εγώ, του αγέρα.
LA FRUTA DE MI FLOR
Esta conciencia que me rodeó
en toda mi vida,
como halo, aurora, atmósfera de mí,
se me ha metido ahora dentro.
Ahora el halo es de dentro
y ahora es mi cuerpo centro
visible de mi mismo: soy, visible,
cuerpo maduro de este halo,
lo mismo que la fruta, que fue flor
de ella misma, es ahora la fruta de mi flor.
La fruta de mi flor soy, hoy, por ti,
dios deseado y deseante,
siempre verde, florido, fruteado,
y dorado y nevado, y verdecido
otra vez (estación total toda en un punto).
sin más tiempo ni espacio
que el de mi pecho, esta
mi cabeza sentida palpitante,
toda cuerpo, alma míos
(con la semilla siempre
del más antiguo corazón).
Dios, ya soy la envoltura de mi centro,
de ti dentro.
Ο ΚΑΡΠΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΟΥΣ ΣΟΥ
Αυτή η συνείδηση που περιέβαλε
σε όλη μου τη ζωή,
σαν φωτοστέφανο, αύρα κι ατμόσφαιρα του είναι μου
τώρα μπήκε στα σωθικά μου.
Τώρα το φωτοστέφανο είναι εντός μου
και τώρα το σώμα μου είναι κέντρο
ορατό του εαυτού μου. είμαι ορατός,
σώμα ώριμο αυτής της άλως,
έτσι όπως ο καρπός, που πριν ήταν άνθος
του ίδιου κι είναι τώρα ο καρπός του άνθους μου.
Ο καρπός είμαι του άνθους σου, σήμερα, για σένα
θεέ που επιθυμείς και επιθυμείσαι,
πάντοτε άγουρος, ανθηρός, καρποφόρος,
και χρυσός, και χιονισμένος και πρασινισμένος
πάλι (εποχή ολάκερη, όλη σε ένα σημείο)
δίχως άλλο χρόνο και χώρο άλλο
εκτός απ’ αυτόν του στήθους μου, αυτή
η κεφαλή μου που νιώθω να πάλλεται,
όλη σώμα, ψυχή δικά μου
(με τον σπόρο πάντα της πιο αρχαίας καρδιάς).
Θεέ, είμαι πια το περικάλυμμα του κέντρου μου
με σένα μέσα.
CON LA CRUZ DEL SUR
La cruz del sur se echa en una nube
y me mira con ojos diamantinos
mis ojos más profundos que el amor,
con un amor de siempre conocida.
Estuvo, estuvo, estuvo
en todo el cielo azul de mi inmanencia;
eran sus cuatro ojos la conciencia
limpia, la sucesiva solución de una hermosura
que me esperaba en la cometa,
ya, que yo remontaba cuando niño.
Y yo he llegado, ya he llegado,
en mi penúltima jornada de ilusión
del dios consciente de mí, mío,
a besarle los ojos, sus estrellas,
con cuatro besos solos de amor vivo;
el primero, en los ojos de su frente;
el segundo, el tercero, en los ojos de sus manos,
y el cuarto, en ese ojo de su pie de alta sirena.
La cruz del sur me está velando
en mi inocencia última,
en mi volver al niñodiós que yo fui un día
en mi Moguer de España.
Y abajo, muy debajo de mí, en tierra subidísima,
que llega a mi exactísimo ahondar,
una madre callada de boca me sustenta,
como me sustentó en su falda viva,
cuando yo remontaba mis cometas blancas:
y siente ya conmigo todas las estrellas
de la redonda, plena eternidad nocturna.
ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Ο σταυρός του Νότου πέφτει μέσα σ’ ένα σύννεφο
και με θωρεί με διαμαντένια μάτια
τα μάτια μου βαθύτερα απ’ την αγάπη,
με μιαν αγάπη από πάντοτε γνωρισμένη.
Ήτανε, ήτανε, ήτανε
σε όλο το γαλάζιο ουρανό της συνοχής μου.
ήταν τα τέσσερα του μάτια η καθάρια
συνείδηση, η διαδοχική λύση μιας ομορφιάς
που με καρτερούσε στον χαρταετό
όταν τον ύψωνα τότε που ήμουν παιδί.
Και έφτασα εγώ, έφτασα πια,
στην προτελευταία μέρα της ψευδαίσθησης μου
του συνειδητού θεού από μένα και δικού μου,
να του φιλήσω τα μάτια, τ’ αστέρια του
με τέσσερα μόνο φιλιά έρωτα ζώντος.
το πρώτο, στα μάτια του μετώπου του
το δεύτερο, το τρίτο, στα μάτια των χεριών του
το τέταρτο και τελευταίο στο μάτι εκείνο του ποδιού του υψηλής σειρήνας.
Ο σταυρός του Νότου με παραστέκει
στην έσχατή μου αθωότητα,
στην επιστροφή μου στο παιδί-θεό που εγώ κάποτε ήμουν
στο Μογέρ μου της Ισπανίας.
Και κάτω, πολύ πιο κάτω από μένα, σε γη υψηλότατη
που στο ακριβέστατό μου βάθος φτάνει,
μια μάνα με σιωπηλό το στόμα με στηρίζει,
όπως με στήριζε ζωντανή στη φούστα της
όταν εγώ ύψωνα τους λευκούς μου κομήτες:
και νιώθει πια μαζί μου όλα τ’ αστέρια
της κυκλικής και πλήρους νύχτιας αιωνιότητας.
EL NOMBRE EXACTO DE LAS COSAS
“¡Inteligencia, dame
el nombre exacto de las cosas! … Que mi palabra sea
la cosa misma,
creada por mi alma nuevamente. Que por mí vayan todos
los que no las conocen, a las cosas; que por mí vayan todos
los que las olvidan, a las cosas; que por mí vayan todos
los mismos que las aman, a las cosas… ¡Inteligencia, dame
el nombre exacto, y tuyo,
y suyo, y mío, de las cosas!.”
ΤΟ ΣΩΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
Ευφυΐα, δώσε μου
το όνομα το σωστό των πραγμάτων!
Για να είναι η λέξη μου
το πράγμα το ίδιο
ξαναπλασμένο απ’ τη ψυχή μου.
Για να πάνε μέσα από μένα όλοι
όσοι δε τα γνωρίζουν, στα πράγματα
για να πάνε μέσα από μένα όλοι
αυτοί που τα ξεχνούν, στα πράγματα
για να πάνε μέσα από μένα όλοι
οι ίδιοι που τα αγαπούν, στα πράγματα…
Ευφυΐα, δώσε μου
το όνομα το σωστό, και το δικό σου
και το δικό τους και το δικό μου, των πραγμάτων.
YO NO SOY YO
Soy este
que va a mi lado sin yo verlo; que, a veces, voy a ver,
y que, a veces, olvido.
El que calla, sereno, cuando hablo, el que perdona, dulce, cuando odio, el que pasea por donde no estoy,
el que quedará en pié cuando yo muera.
ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ
Είμαι αυτός
που βαδίζει δίπλα μου δίχως να τον βλέπω; που, κάποτε, πρόκειται να τον δω,
και που, κάποιες φορές, λησμονώ. Αυτός που σιωπά, ήρεμος, όταν μιλώ, αυτός που συγχωρεί, γλυκός, όταν μισώ,
αυτός που περιδιαβάζει εκεί όπου εγώ δε βρίσκομαι, αυτός που όρθιος θα μείνει όταν εγώ θα πεθάνω.
EN LO DESNUDO DE ESTE HERMOSO FONDO
Quiero quedarme aquí, no quiero irme
a ningún otro sitio.
Todos los paraísos
(que me dijeron) en que tú hablabas,
se me han desvanecido en mis ensueños
porque me comprendí mejor este en que vivo,
ya centro abierto en flor de lo supremo.
Verdor de primavera de mi atmósfera,
¿qué luz podrá sacar de otro verdor
una armonía de totalidad más limpia,
una gloria más grande y fiel de fuera y dentro?
Esta fue y es y será siempre
la verdad:
Tú oído, visto, comprendido en este paraíso mío,
tú de verdad venido a mí
en lo desnudo de este hermoso fondo.
ΣΤΟ ΓΥΜΝΟ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ ΦΟΝΤΟΥ
Θέλω να μείνω εδώ, δε θέλω να φύγω
Για κανένα άλλο τόπο.
Όλοι οι παράδεισοι
(που μου είπαν) όπου εσύ μιλούσες,
διαλύθηκαν μέσα στις ονειροπολήσεις μου
γιατί κατάλαβα καλύτερα τον εαυτό μου αυτόν που ζω,
κέντρο πια ανοιχτό με άνθος του υπέρτατου.
Πράσινο ανοιξιάτικο της ατμόσφαιράς μου,
τι φως μπορεί να βγάλει από άλλο πράσινο
μια αρμονία πιο καθαρής ολότητας,
μια δόξα μεγαλύτερη και πιστή του έξω και του μέσα;
Αυτή ήταν είναι και θα είναι πάντα
η αλήθεια :
εσύ ακουστός, ορατός, κατανοητός σε τούτο τον παράδεισό μου,
εσύ στ’ αλήθεια ερχόμενος σε μένα
στο γυμνό αυτού του ωραίου φόντου.
OCTUBRE
Estaba echado yo en la tierra, enfrente
del infinito campo de Castilla,
que el otoño envolvía en la amarilla
dulzura de su claro sol poniente.
Lento, el arado, paralelamente
abría el haza oscura, y la sencilla
mano abierta dejaba la semilla
en su entraña partida honradamente.
Pensé arrancarme el corazón, y echarlo,
pleno de su sentir alto y profundo,
al ancho surco del terruño tierno,
a ver si con partirlo y con sembrarlo,
la primavera le mostraba al mundo
el árbol puro del amor eterno.
ΟΚΤΩΒΡΗΣ
Απορριγμένος στη γη εγώ βρισκόμουν, απέναντι
απ’ τον απέραντο κάμπο της Καστίλης,
που το φθινόπωρο τύλιγε στην κίτρινή του
γλύκα του φωτεινού που έδυε ήλιου.
Αργό, τ’ αλέτρι, παράλληλα
το σκοτεινό άνοιγε το χώμα, και απλά
το ανοιχτό το χέρι το σπόρο μέσα του
άφηνε μ’ αξιοπρέπεια.
Σκέφτηκα να ξεριζώσω την καρδιά μου, και να τη ρίξω,
ολόκληρη από το ψηλό και βαθύ αίσθημά της,
στο φαρδύ μέσα τ’ αυλάκι της τρυφερής γης,
Γι να δω αν με το να τη σπείρω και να την μοιράσω,
η άνοιξη θα έδειχνε στον κόσμο
το δέντρο το άσπιλο του αιώνιου έρωτα.
REY DE VANIDADES
Coronaba la tarde mi tristeza
con sus multiplicados resplandores,
y eran oro magnífico estas flores
mustias, adorno vil de mi cabeza.
Desde la cumbre de mi realeza,
sonreí, campeador, a mis dolores;
cual miel, paladeé mis sinsabores;
pensé que el pesar era la belleza.
Mujer al fin, la tarde, vanamente
se desnudaba de su luz; las cosas
quedábanse sin ansia y sin sentido…
Volví a ser yo. Las flores de mi frente
volaron cual doradas mariposas,
y me quedé hecho el rey del olvido.
ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ
Στεφάνωνε τ’ απόβραδο τη θλίψη μου
με τις μύριες του αντανακλάσεις,
κι ήτανε θαυμαστό χρυσάφι αυτά τα μαραμένα
άνθη, κι ο ευτελής διάκοσμος της κεφαλής μου.
Απ’ την κορφής του μεγαλείου μου,
χαμογέλασα, θριαμβευτής, μέσα στους πόνους μου;
σαν μέλι, γεύτηκα τις πίκρες μου;
Σκέφτηκα πως η συντριβή η ωραιότη ήταν.
Σαν μια γυναίκα τελικά, το απόβραδο, μοιραία
από το φως του ξεγυμνωνόταν; τα πράγματα
απέμεναν δίχως νόημα και δίχως πάθος…
Ξανάγινα ο εαυτός μου . Τα άνθη του μετώπου μου
πέταξαν σαν χρυσές πεταλούδες,
κι απόμεινα όπως είχα γίνει ο βασιλιάς της λησμονιάς.
¡Granados en cielo azul!
¡Granados en cielo azul!
¡Calle de los marineros;
qué verdes están tus árboles,
qué alegre tienes el cielo!
¡Viento ilusorio de mar!
¡Calle de los marineros
—ojo gris, mechón de oro,
rostro florido y moreno!— .
La mujer canta a la puerta:
«¡Vida de los marineros;
el hombre siempre en el mar,
y el corazón en el viento!».
—¡Virjen del Carmen, que estén
siempre en tus manos los remos;
que, bajo tus ojos, sean
dulce el mar y azul el cielo!—
… Por la tarde, brilla el aire;
el ocaso está de ensueños;
es un oro de nostaljia,
de llanto y de pensamiento.
—¡Como si el viento trajera
el sinfín y, en su revuelto
afán, la pena mirara
y oyera a los que están lejos!
¡Viento ilusorio de mar!
¡Calle de los marineros
—la blusa azul, y la cinta
milagrera sobre el pecho!—.
¡Granados en cielo azul!
¡Calle de los marineros!
¡El hombre siempre en el mar,
y el corazón en el viento!
ΡΟΔΙΕΣ ΣΤΟΝ ΓΑΛΑΖΙΟ ΟΥΡΑΝΟ!
Ροδιές στο γαλάζιο ουρανό!
Δρόμος των ναυτικών;
τι πράσινα που είναι τα δέντρα σου,
τι χαρούμενος που είναι ο ουρανός σου!
Άνεμος απατηλός της θάλασσας!
Δρόμος των ναυτικών
—γκριζωπό μάτι, mechón από χρυσάφι,
πρόσωπο μελαχρινό και ανθισμένο!— .
Η γυναίκα τραγουδά στην πόρτα:
«Ζωή των ναυτικών;
ο άντρας πάντα μες στη θάλασσα
και η καρδιά μες στο αγέρι!».
—Παρθένα της Κάρμεν, ας είναι
στα δικά σου χέρια πάντα τα κουπιά;
ώστε, κάτω απ’ τα μάτια σου, να είναι
γλυκιά η θάλασσα και γαλάζιος ο ουρανός!—
… Το απόβραδο, λάμπει ο αγέρας;
το λυκόφως είναι μες στις ονειροπολήσεις;
είναι ένα χρυσάφι από νοσταλγία,
από θρήνο κι από σκέψη.
—Είναι σαν ο άνεμος να έφερνε
το ατέλειωτο και, με τη ταραχή
της θέρμης του, η λύπη θα κοίταζε
και θα άκουγε αυτούς που μακριά είναι!
Άνεμος απατηλός της θάλασσας!
Δρόμος των ναυτικών
—η γαλάζια μπλούζα, κι η λωρίδα
θαυματουργή πάνω στο στήθος!—.
Ροδιές στο γαλάζιο ουρανό!
Δρόμος των ναυτικών!
Ο άντρας πάντα μες στη θάλασσα,
και η καρδιά μες στο αγέρι!
.
CUARTO
¡Qué quietas están las cosas
y qué bien se está con ellas!
Por todas partes, sus manos
con nuestras manos se encuentran.
¡Cuántas discretas caricias,
qué respeto por la idea;
cómo miran, estasiadas,*
el ensueño que uno sueña!
¡Cómo les gusta lo que a uno
le gusta; cómo se esperan,
y, a nuestra vuelta, qué dulces
nos sonríen, entreabiertas!
No
¡Cosas -amigas, hermanas,
mujeres-, verdad contenta,
que nos devolvéis, celosas,
las más fugaces estrellas!
ΔΩΜΑΤΙΟ
Τι ήσυχα που είναι τα πράγματα
και τι όμορφα που είναι να βρίσκεσαι μαζί τους!
Απ’ όλα τα μέρη, τα χέρια τους
με τα δικά μας χέρια συναντώνται.
Πόσα διακριτικά χάδια,
τι σεβασμός προς την ιδέα;
πως κοιτάνε, εκστασιασμένα,
το όνειρο που κάποιος βλέπει!
Πως τους αρέσει αυτό που σε κάποιον
αρέσει; πως μας καρτερούν,
και, με την επιστροφή μας , τι γλυκά
μας χαμογελούν, μιάνοιχτα!
Όχι
Πράγματα -φιλικά, αδέρφια,
γυναίκες-,τι ευχάριστη αλήθεια,
που μας επιστρέφετε,ζηλιάρικα
τα πιο φευγαλέα αστέρια!
REMEMBRANZAS
A Manuel Reina
Recuerdo que cuando niño
me parecía mi pueblo
una blanca maravilla,
un mundo mágico, inmenso;
las casas eran palacios
y catedrales los templos;
y por las verdes campiñas
iba yo siempre contento,
inundado de ventura
al mirar el limpio cielo,
celeste como mi alma,
como mi alma sereno,
creyendo que el horizonte
era de la tierra el término.
No veía en su ignorancia
mi inocente pensamiento,
otro mundo más hermoso
que aquel mundo de mi pueblo;
¡qué blanco, qué blanco todo!,
¡todo qué grande, qué bello!
Recuerdo también que un día
en que regresé a mi pueblo
después de largos viajes,
me pareció un cementerio;
en su mezquina presencia
se agigantaba mi cuerpo;
las casas no eran palacios
ni catedrales los templos,
y en todas partes reinaban
la soledad y el silencio.
Extraña impresión sentía
buscando en mi pensamiento
la memoria melancólica
de aquellos felices tiempos
en que no soñaba un mundo
como el mundo de mi pueblo.
¡Cuántas veces, entre lágrimas
con mis blancos días sueño,
y reconstruyo en mi mente
la visión de aquellos tiempos!
¡Ay!, ¡quién de nuevo pudiera
encerrar el pensamiento
en su cárcel de ignorancia!,
¡quién pudiera ver de nuevo
el mundo más sonriente
en el mundo de mi pueblo!
REMEMBRANZAS
Στον Μανουέλ Ρέινα
Θυμάμαι ότι όταν ήμουν μικρό παιδί
μου φαινόταν το χωριό μου
ένα λευκό θαύμα,
ένας μαγικός,απέραμντος κόσμος;
τα σπίτια ήταν παλάτια
και καθεδρικοί οι ναοί;
και μες στις πράσινες εξοχές
πήγαινα εγώ πάντα ευχαριστημένος,
κατακλυσμένος απ’ την καλή μου τύχη
λοιτάζοντας τον ξάστερο ουρανό,
ουράνιο σαν τη ψυχή μου,
σαν τη γαλήνια ψυχή μου,
πιστεύοντας ότι ο ορίζοντας
ήταν το ττέρμα του κόσμου.
Δεν έβλεπε μέσα στην άγνοιά του
η αθώα σκέψη μου,
άλλο κόσμο πιο όμορφο
από εκείνο τον κόσμο του χωριού μου;
τι λευκά, τι λευκά που ήταν όλα!,
όλα πόσο μεγάλα, πόσο όμορφα!
Θυμάμαι επίσης ότι μια μέρα
όταν επέστρεψα στο χωριό μου
μακριά από μεγάλα ταξίδια,
μου φάνηκε σαν ένα κοιμητήριο;
μες στη ασήμαντη παρουσία μου
γιγαντώνονταν το κορμί μου;
τα σπίτια δεν ήταν παλάτια
ούτε καθεδρικοί οι ναοί,
και σ’ όλα τα μέρη βασίλευαν
η μοναξιά και η σιωπή.
Μια παράξενη εντύπωση ένιωθα
ψάχνοντας στη σκέψη μου μέσα
lτη μελαγχολική μνήμη
εκείνων των ευτυχισμένων χρόνων
όταν δεν ονειρευόμουν ένα κόσμο
όπως ο κόσμος του χωριού μου.
Πόσες φορές, ανάμεσα σε δάκρυα
με τις λευκές μου μέρες ονειρεύομαι,
κι αναδημιουργώ μέσα στο νου μου
το όραμα εκείνων των χρόνων!
Αχ!, ποιος ξανά θα μπορούσε
να θάψει τη σκέψη του
μέσα στη φυλακή του της άγνοιας!,
ποιος θα μπορούσε να δει ξανά
πιο χαμογελαστό τον κόσμο
μέσα στον κόσμο του χωριού μου!
A MIS PENAS
Cuando lloraba yo tanto,
cuando yo tanto sufría,
mis penas, sólo mis penas,
fueron constantes amigas;
me quedé sin ilusiones,
me quedé sin alegrías,
volaron mis esperanzas,
y en el mar de mi desdicha,
pobre y solitario náufrago
sin auxilio me perdía;
llegó un momento supremo
en que aborrecí la vida.
Entonces brilló a lo lejos
una azul playa bendita,
la playa del sufrimiento,
de las nostalgias divinas;
pensé un instante en la lucha,
sol que alumbró muerto día,
y me abracé a mis dolores
y salvé mi inútil vida.
¡Penas mías, yo os bendigo!
¡Yo os bendigo, penas mías,
negras tablas salvadoras
del perfume de mi vida!
Nunca, nunca me olvidéis
en el mar de mi desdicha,
entristeced mis amores,
entristeced mis delicias,
que yo gozo con las penas
más que con las alegrías,
que jamás puedo olvidarme
de aquella playa bendita,
en donde me embriagasteis
de las nostalgias divinas.
Todo el oro de mis sueños,
todo el amor de mi lira,
todas las flores que entreabran
sus cálices en mis días,
todo el fuego de mis ojos,
todo el placer de mis risas,
es sólo para vosotras,
adoradas penas mías,
adoradas salvadoras
del perfume de mi vida.
ΣΤΙΣ ΛΥΠΕΣ ΜΟΥ
‘Όταν θρηνούσα εγώ τόσο,
όταν εγώ τόσο υπέφερα,
οι λύπες μου, μόνο οι λύπες μου,
μου ήταν οι σταθερές μου φίλες;
απέμεινα χωρίς ψευδαισθήσεις,
χωρίς χαρές απέμεινα,
χάθηκαν οι ελπίδες μου,
και στη δυστυχίας μου τη θάλασσα,
φτωχό και μοναχικό ναυάγιο
χωρίς βοήθεια περιπλανιόμουν;
κι έφτασε η έσχατη στιγμή
όπου σιχάθηκα τη ζωή.
Τότε έλαμψε από μακριά
μια γαλάζια κι ευλογημένη ακτή,
η ακτή του βάσανου,
των θεικών νοσταλγιών;
σκέφτηκα για μια στιγμή την πάλη,
σαν τον ήλιο που θα φώτιζε τη νεκρή μου μέρα,
κι αγκαλιάστηκα με τις λύπες μου
και έσωσα την ανώφελη ζωή μου.
Λύπες μου, εγώ σας ευλογώ!
Εγώ σας ευλογώ, λύπες μου,
μαύρες σωτήριες τάβλες
του αρώματος της ζωής μου!
Ποτέ, ποτέ μη με ξεχάσετε
μέσα στη θάλασσα της δυστυχίας μου,
λυπηθείτε για τους έρωτές μου,
λυπηθείτε τις απολαύσεις μου,
γιατί εγώ απολαμβάνω με τις λύπες
πιο πολύ απ’ ότι με τις χαρές,
που ποτέ δε θα μπορέσω να ξεχάσω
από εκείνη την ευλογημένη ακτή,
όπου με μεθύσατε
με τις θεικές νοσταλγίες.
Όλο το χρυσάφι των ονείρων μου,
όλος ο έρωτας της λύρας μου,
όλα τα λουλούδια που μισάνοιγαν
τους κάλυκές τους στις μέρες μου,
όλη η φλόγα των ματιών μου,
όλη η απόλαυση απ’ τα γέλια μου,
είναι μόνο για σας,
λατρεμένες λύπες μου,
λατρεμένες μου σωτήριες
του αρώματος της ζωής μου.
LAS AMANTES DEL MISERABLE
… Hace un frío tan horrible,
que hasta el cielo se ha vestido con su ropa más compacta…;
cae la nieve en incesante lagrimeo,
como llanto sin consuelo de algún alma dolorida;
de algún alma que en los aires
vaga triste, sin hallar dulce reposo;
de algún alma que no quiere deslizarse de la Tierra
donde viven sus amores más sagrados,
y le envía su recuerdo
en los copos blanquecinos de la nieve;
su recuerdo que entreteje una hermosísima guirnalda
de suspiros, de blasfemias y de besos moribundos…
Por la calle silenciosa,
va el mendigo con el hambre en sus entrañas…
No va solo… Es la negra Soledad su compañera;
la conduce a su tugurio,
como a loca prostituta que se vende…;
la compró con sus angustias y tormentos
y ahora va a gozar con ella en el silencio de la noche,
a abrazarla con abrazos delirantes,
a morder sus flojos pechos que no sacian
los carnales apetitos…;
va a dormirse en su regazo,
donde deja los vigores de su vida que se rinde,
donde muere poco a poco entre placeres,
que carcomen los cimientos de su pecho desgarrado,
como el río que, besando con malvada hipocresía
las murallas del palacio que en sus márgenes se duerme,
lentamente lo derrumba…
Al cruzar por una esquina,
una sombra llama al hombro del mendigo;
una sombra que va envuelta en negra túnica rasgada,
por la cual asoman huesos carcomidos;
una sombra que sonríe, con irónica sonrisa,
y que fija su mirada cavernosa
en los ojos del mendigo temerario,
incitándole a gozar entre sus brazos amorosos…
Es la infame prostituta de las calles de la Vida,
que se entrega dulcemente,
escondiendo a sus espaldas la Guadaña traicionera…
Es la Muerte… pero el pobre la conoce;
ha gustado muchas veces sus caricias espantosas,
sus caricias que son gratas, cuando el alma desespera,
ya en los reinos del martirio…;
muchas veces ha gustado sus caricias, pero siempre,
al mirar una esperanza
que cruzaba sonriente por los cielos tormentosos,
a su veste flotadora se ha agarrado delirante
y se ha envuelto entre sus pliegues de oro y rosa,
y ha reñido mil combates y ha vencido como un héroe…
El mendigo no le teme… Ahora, ahora la desea…
La desea; que en el mundo
ya no tiene quien le deje un dulce beso de consuelo;
que los hombres lo desprecian
y se mofan de sus míseros andrajos,
de sus míseros andrajos, que son timbre de su gloria;
de la gloria más sublime: de la lucha,
de la lucha formidable, por la lóbrega Existencia.
El mendigo no le teme… Ahora anhela sus caricias…
La terrible Soledad, no siente celos
de la sombra de la Muerte, que enamora a su mendigo;
la conoce también mucho;
es su amiga más querida; han dormido alegres sueños
abrazadas en los lechos hediondos,
que abandonan los cadáveres;
han gozado los placeres más extraños
celebrando la derrota de las vidas;
la derrota de las vidas por su doble martilleo…
Va el mendigo sonriendo a su tugurio,
con los brazos enlazados, en los brazos cariñosos
de la negra Soledad y de la Muerte…
Sigilosos callejones atraviesan…
Ya llegaron… Ya el mendigo cae en el lecho;
ya el mendigo se revuelca con espasmos angustiosos,
con febriles contorsiones,
entre besos y quejidos, y caricias
de sus fúnebres amantes ardorosas, insaciables…
Los fulgores macilentos
de una tétrica alborada taciturna,
iluminan el cadáver del mendigo
cuyo cuerpo da señales de un combate furibundo…;
el cadáver del mendigo,
con los ojos entornados, con los labios entreabiertos,
como presa de un ensueño de dulcísimos deleites…
ΟΙ ΕΡΩΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΑΘΛΙΟΥ
… Κάνει ένα κρύο τόσο τσουχτερό,
που κι ο ουρανός ακόμα ντύθηκε με τη βαριά του κάπα…;
πέφτι το χιόνι με ασταμάτητα δάκρυα,
όπως το απαρηγόρητο κλάμα μια πονεμένης καρδιάς;
κάποιας καρδιάς που μέσα στους αέρηδες
βηματίζει θλιμένη, δίχως να βρίσκει μια παρηγορητική ανάπαυση;
κάποιας καρδιάς που δε θέλει να ξεγλυστρίσει απ’ τη Γη
όπου ζουν οι πιο ιεροί της έρωτες,
και που στέλνει την ανάμνησή της
στις λευκές τούφες του χιονιού;
στην ανάμνηση του που πλέκει μια πανέμορφη γιρλάντα
από αναστεναγμούς, από βλασφήμιες κι από φιλιά ετοιμοθάνατα…
Από τον σιωπηλό δρόμο,
πάει ο ζητιάνος με την πείνα μες στα σωθικά του…
Δεν πάει μόνος… Eίναι η μαύρη Μοναξιά η σύντροφός του;
την οδηγεί στην τρώγλη του,
σαν μια τρελή πόρνη που πουλιέται…;
την αγόρασε με τις αγωνίες του και τι καταιγίδες της ζωής του
και τώρα πάει να απολαύσει μαζί της μέσα στη σιωπή της νύχτας,
να την αγκαλιάσει με αγκαλιές παραληρηματικές,
να δαγκώσει τα πλαδαρά της στήθη που δε σταματούν
τις σαρκικές ορέξεις;
πάει να κοιμηθεί μες στην ποδιά της,
όπου αφήνει κάθε ικμάδα της ζωής του που εξαντλείται,
όπου πεθαίνει λίγο λίγο μες στις ηδονές,
που σιγοτώγουν το σπαραγμένο του στήθος,
σαν το ποτάμι που, φιλώντας με μοχθηρή υποκρισία
τα τείχη του παλατιού ου στις γωνιές τους κοιμάται,
αργά το ανατρέπει…
Στρίβοντας σε μια γωνιά,
μια σκιά ακουμπά στον ώμο του ζητιάνου;
μια σκιά που πάει τυλιγμένη με ένα λευλό τσαλακωμένο χιτώνα ,
από τον οποίο γέρνουν κόκκαλα σαρακωφαγωμένα;
μια σκια που χαμογελά, με ένα ειρωνικό χαμόγελο,
και που εστιάζει τη χαοτική ματιά της
στα μάτια του παράτολμου ζητιάνου,
παροτρύνοντάς τον απολαύσει μέσα στα ερωτικά της μπράτσα…
Eίναι η άτιμη πόρνη των δρόμων της ζωής,
που παραδίδεται γλυκά,
κρύβοντας μέσα στιςπλάτες της τον προδοτικό χάρο…
Eίναι ο Θάνατος… αλλά ο φτωχός τον γνωρίζει;
του άρεσαν πολλές φορές τα σαγηνευτικά του χάδια,
τις θωπίες του που είναι ευχάριστες, όταν ψυχή απελπίζεται,
πια μέσα στα βασίλεια των μαρτυρίων…;
πολλές φορές του άρεσαν οι θωπίες του, αλλά πάντα,
καθώς θωρούσε μια ελπίδα
που διέσχιζε χαμογελαστοί τους ,
στομ επιπλέον ένδυμά του κόλησε παραληρηματικός
και τυλίχτηκε ανάμεσα στις πτυχές από χρυσάφι και ρόδα,
και μπήκε σε χίλιες μάχες και νίκησε σαν ένας ήρωας…
Ο ζητιάνος δεν τον φοβάται… Τώρα, τώρα τον επιθυμεί…
Τον επιθμεί γιατί μες στον κόσμο
πια δεν έχει κάποιον για να του δώσει ένα φιλί παρηγοριάς;
γιατί τον περιφρονούν οι άνθρωποι
και μορφάζουν για τη μίζερη κατάστασή του,
για τα μίζερα ανδραγαθήματά του, που είναι η ένδειξη της δόξας του;
της πιο μεγάλης δόξας: της πάλης,
της ακαταπαυστης πάλης,για τη ζοφερή Ύπαρξη.
Ο ζητιάνος δεν τον φοβάται… Τώρα λαχταρά τα χάδια του…
Η φοβερή Μοναξιά,δε νιώθει ζήλιες
για τη σκιά του θανάτου , που ερωτεύεται το ζητιάνο της;
τη γνωρίζει επίσης πολύ;
είναι η πιο αγαπημένη της φίλη; λεχουν κοιμηθεί με χαρούμενα όνειρα
αγκαλιασμένες μες στα δύσοσμα στήθη,
που εγκαταλείπουν τα πτώματα;
απόλαυσαν τις πιο παράξενες ηδονές
δοξάζοντας την ήττα των ζωών;
την ήττα των ζωών για το διπλό τους βασανιστήριο…
Πάει ο ζητιανος χαμογελώντας στο a su tugurio,
με τα μπράτσα του απλωμένα, μες στα τρφερά μπράτσα
της μαύρης Μοναξιάς και του Θανάτου…
Σιωπηλά δρομάκια διασχίζουν…
Πια έφτασαν… Πια ο ζητιάνος πέφτει στο στήθος του;
πια ο ζητιάνος συστρέφεται με αγωνιώδεις σπασμούς,
με πυρετώδεις συσπάσεις,
ανάμεσα σε φιλιά και βογκητά, και χάδια
από τις νεκρικές ξαναμμένες ερωμένες του, τις ασταμάτητες…
Οι χλωμές φλόγες
από μια σκυθρωπή ολιγόλογη καντάδα ,
φωτίζουν το πτώμα του ζητιάνου
που το κορμί του δίνει σινιάλα μαις άνισης μάχης…;
το πτώμα του ζητιάνου,
με τα μάτια γουρλωμένα, με τα χείλη του μισάνοιχτα,
πόσο βαραίνει μέσα σε ένα ενύπνιο από γλυκύτατες απολαύσεις…
ALGUNA NOCHE QUE HE IDO
Alguna noche que he ido
solo al jardín, por los árboles
he visto un hombre enlutado
que no deja de mirarme.
Me sonríe y, lentamente,
no sé cómo, va acercándose,
y sus ojos quietos tienen
un brillo extraño que atrae.
He huido, y desde mi cuarto,
a través de los cristales,
lo he visto subido a un árbol
y sin dejar de mirarme.
Κάποια νύχτα που πήγα
μόνος μου στον κήπο, μέσα στα δέντρα
είδα ένα άνθρωπο μαυροφορεμένο
που δε με άφηνε να τον δω.
Μου χαμογέλασε και, αργά αργά,
δε ξέρω πως, άρχισε να με πλησιάζει,
και τα ήσυχα μάτια του είχαν
μια παράξενη λάμψη που με έλκυε.
Ανέβηκα,κι απ’ το δωμάτιό μου
μέσα απ’ τα τζάμια,
τον είδα να ανεβαίνει σε ένα δέντρο
δίχως να παύει να με κοιτάζει.
FRANCINA,EN LA PRIMAVERA
Francina, en la primavera
tienes la boca más roja?
-La primavera me pone
siempre más roja la boca.
-Es que besas más, o es
que las rosas te arrebolan?
-Yo no sé si es mal de besos
o si es dolencia de rosas.
-Y, te gustan más los labios
o las rosas? -Qué te importa…?
la rosa me sabe a beso,
el beso a beso y a rosa.
Entonces le puse un beso
en la rosa de su boca…
La tarde de abril moría,
rosamente melancólica;
las fuentes iban al cielo
con su plata temblorosa…
Francina deshojó a besos
su boca sobre mi boca.
Η ΦΡΑΝΘΙΝΑ,ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Φρανθίνα, την Άνοιξη
έχεις το στόμα σου πιο κόκκινο?
-Η ¨Ανοιξη μου κάνει
πάντα πιο κόκκινο το στόμα.
-Είναι γιατί φιλάς πιο πολύ, η είναι γιατί
τα τριαντάφυλλα te arrebolan?
-Εγώ δε ξέρω αν είναι καό των χειλιών
η αν είναι πάθηση απ’ τα τριαντάφυλλα.
-Και, σου αρέσουν πιο πολύ τα χείλη
η τα τριαντάφυλλα? –Τι σε νοιάζει…?
το τριαντάφυλλο δε ξέρει από φιλί,
και το φιλί από φιλί και τριαντάφυλλο.
Τότε της απέθεσα ένα φιλί
στου στόματός της το τριαντάφυλλο…
Το απόβραδο του Απρίλη πέθαινε,
τριανταφυλί και μελαγχολικό;
Οι πηγές ανέρχονταν προς τον ουρανό
με το τρεμάμενό τους ασήμι…
Η Φρανψίνα μάδησε με φιλιά
το στόμα της πάνω στο στόμα μου.
HE JUGADO CONTIGO DOLOR
He jugado contigo, dolor, y bien merezco
que un corazón vestido de verde me maltrate…
Me adornabas con rosas tristes, y hoy me parezco
a ti, en lo desdeñado, en lo gris y en lo mate.
Dolor, estás en mí y estoy en ti, como algo
frío y mustio, como un jardín negro de invierno…
ni sé ya lo que vales, ni ya sé lo que valgo,
pero sé que serás tenebroso y eterno!
EΠΑΙΞΑ ΜΑΖΙ ΣΟΥ ΠΟΝΕ
He jugado contigo, dolor, y bien merezco
que un corazón vestido de verde me maltrate…
Me adornabas con rosas tristes, y hoy me parezco
a ti, en lo desdeñado, en lo gris y en lo mate.
Dolor, estás en mí y estoy en ti, como algo
frío y mustio, como un jardín negro de invierno…
ni sé ya lo que vales, ni ya sé lo que valgo,
pero sé que serás tenebroso y eterno!
Carta a Georgina Hübner en el cielo de Lima
... Pero a qué le hablo a usted de mis pobres
|
(Cartas de Georgina al poeta.-Verano de 1904.) | |
El cónsul del Perú me lo dice: Georgina Hübner ha muerto...
¡Has muerto! ¿Por qué? ¿Cómo? ¿Qué día?
¿Cuál oro, al despedirse de mi vida, un ocaso,
iba a rozar la maravilla de tus manos
cruzadas dulcemente sobre el parado pecho,
como dos lirios malvas de amor y sentimiento?
... Ya tu espalda ha sentido el ataúd blanco,
tus muslos están ya para siempre cerrados,
en el tierno verdor de tu reciente fosa
el sol poniente inflamará los chuparrosas...
¡Ya está más fría y solitaria La Punta
que cuando tú la viste, huyendo de la tumba,
aquellas tardes en que tu ilusión me dijo:
“¡Cuánto he pensado en usted, amigo mío!”...
¿Y yo, georgina, en tí? Yo no sé cómo eras...
¿Morena? ¿Casta? ¿Triste? ¡Sólo sé que mi pena
parece una mujer, cual tú, que está sentada,
llorando, sollozando, al lado de mi alma!
¡Sé que mi pena tiene aquella letra suave
que venía, en un vuelo, a través de los mares,
para llamarme “amigo”... o algo más... no sé...algo
que sentía tu corazón de veinte años.
Me escribiste: “Mi primo me trajo ayer su libro”..
¿te acuerdas?- y yo, pálido: -“Pero... ¿usted tiene un primo?”
Quise entrar en tu vida y ofrecerte mi mano
noble cual una llama, Georgina... ¡En cuantos barcos
salían, fue mi loco corazón en tu busca...
y creía encontrarte, pensativa, en La Punta,
con un libro en la mano, como tú me decías,
soñando, entre las flores, encantarme la vida!...
Ahora, el barco en que iré, una tarde, a buscarte,
no saldra de este puerto, ni surcará los mares,
irá por lo infinito, con la proa hacia arriba,
buscando, como un ángel, una celeste isla...
¡Oh, georgina, georgina! ¡Qué cosas... Mis libros
los tendrás en el cielo, y ya le habrás leído
a Dios algunos versos... Tú hollarás el Poniente
en que mis pensamientos dramáticos se mueren...
desde ahí tú sabrás que esto no vale nada,
que, salvado el amor, lo demás son palabras...
¡El amor! ¡El amor! ¿Tú sentiste en tus noches
el encanto lejano de mis ardientes voces,
cuando yo, en las estrellas, en la sombra, en la brisa,
sollozando hacia el sur, te llamaba: Georgina?
Una onda, quiizás, del aire que llevaba
el perfume inefable de mis vagas nostalgias
¿pasó junto a tu oído? ¿Tú supiste de mí
los sueños de la estancia, los besos del jardín?
¡Cómo se rompe lo mejor de nuestra vida!
Vivimos... ¿para qué? Para mirar los días
de fúnebre color, sin cielo en los remansos...
para llorar, para anhelar lo que está lejos,
para no pasar nunca el umbral del ensueño,
¡ah, Georgina, georgina!, para que tú te mueras
una tarde, una noche... ¡y sin que yo lo sepa!
El cónsul del Perú me lo dice: Georgina Hübner ha muerto”...
Has muerto. Estás, sin alma, en Lima,
abriendo rosas blancas debajo de la tierra.
Y si en ninguna parte nuestros brazos se encuentran,
qué niño idiota, hijo del odio y del dolor,
hizo el mundo, jugando con pompas de jabón?
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΧΟΥΜΠΝΕΡ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΛΙΜΑΣ
... Αλλά γιατί σας μιλώ κύριε
για τα φτωχά μελαγχολικά μου πράγματα;
σε σας , που όλα σας χαμογελούν;
... με ένα βιλό στο χέρι,
πόσο σας έχω σκεφτεί ,φίλε μου!
... Το γράμμα σας μου προκάλεσε λύπη και χαρά;
αλλά γαιτί ναναι τόσο μικρό και επίσημο;
Γράμματα της Τζωρτζίνας
στον ποιητή,1904
Ο πρόξενος του Περού μου το είπε: Η Τζωρτζίνα Χούμπνερ πέθανε...
Πέθανες! Γιατί; Πως; Ποια μέρα;
Όπως το χρυσάφι, καθώς αποχαιρέτησες τη ζωή μου, ένα λιόγερμα,
θα ρόδιζε το θαύμα απ’ τα χέρια σου
σταυρωμένα γλυκά πάνω στο σταματημένο στήθος,
σαν δυο μωβ κρίνοι του έρωτα και του αισθήματος;
... Κι η πλάτη σου ένιωσε το λευκό φέρετρο,
Οι μύες σου είναι πια για παντα νεκροί,
Και μες στο τρυφερό πράσινο του φρεσκοσκαμμένου τάφου σου
Ο δύων ήλιος θα αναφλέξει τις αγριοτριανατφυλλιές...
Πια είναι πιο κρύα και μοναχική η Πούντα
που όταν εσύ την είδες, να φεύγει απ’τον τάφο,
εκείνα τα απόβραδα που η ψευδαίσθησή σου μου είπε:
“Πόσο σας σκέφτηκα, φίλε μου!”...
¿Κι εγώ,Τζωρτζίνα εσένα? Εγώ δε ξέρω πως ήσουν...
Μελαχρινή; Αγνή; Θλιμένη; Μόνο ξέρω ότι η λύπη μου
μοιάζει με μια γυναίκα, σαν έσένα, που είναι καθισμένη,
κλαίγοντας, σπαράζοντας, δίπλα στην ψυχή μου!
Ξέρω ότι η λύπη μου έχει εκείνο το απαλό γράμμα
που ερχόταν, με μια πτήση, πάνω απ’ τις θάλασσες,
για να με πει “φίλο”... η κάτι περισσότερο... δε ξέρω...κάτι
που ένιωθε η καρδιά σου των είκοσι χρόνων.
Mου έγραψες: “Ο ξάδελφός μου μου έφερε χθες το βιβλίο σας”..
Θυμάσαι;- κι εγω, ωχρός: -“Αλλά... έχετε έναν ξάδελφο?”
Ήθελα να μπω στη ζωή σου και νασου προσφέρω το ευγενικό μου
χέρι όμοιο με μι φλόγα, Τζεωρτζίνα... Σε πόσα καράβια
που σάλπαραν, ήταν τρελή η καρδιά μου στην αναζήτησή σου...
και πιίστευα πως θα σε συναντήσω, σκεφτική, στην Πούντα,
με ένα βιβλίο στο χέρι, όπως εσύ μου έλεγες,
ονειροπώντας, μέσα στα λουλούδια, και μαγεύοντας τη ζωή μου!...
Τώρα, το καράβι με το οποίο θα έρθω, ένα βράδυ, για να σε ψάξω,
Δε θα σαλπάρει απ’ αυτό το λιμάνι, ούτε θα διασχίσει τις θάλασσες,
θα έρθει από το άπειρο, με την πλώρη του προς τα πάνω,
ψάχνοντας, σαν ένας άγγελος, ένα ουράνιο νησί...
Ω,Tζωρτζίνα,Τζωρτζίνα! Τι πράγματα... Τα βιβλία μου
Θα τα έχεις μές στον ουρανό, και ήδη θα έχεις διαβάσει
στο Θεό κάποιους στίχους μου... Tú θα πατήσεις τη Δύση
όπου οι δραματκές μου σκέψεις πεθαίνουν...
Κι από κει εσύ θα μάθεις ότι αυτό δεν αξίζει τίποτα,
γιατί, αν διασωθεί ο έρωτας, όλα τ’ άλλα είναι λέξεις...
Ο έρωτας!Ο έρωτας! Εσύ ένιωσες τις νύχτες
τη μακρινή σαγήνη των φλεγόμενων φωνών μου,
όταν εγώ, μες στ’αστέρια, στη σκιά, μες στην αύρα,
θρηνώνττας προς το Νότο, σε καλούσα:Τζεωρτζίνα?
Ένα κύμα, ίσως, από τον αέρα που έφερνε
το άφατο άρωμα από τις μάταιες νοσταλγίες μου
να πέρασε δίπλα απ’ το αυτί σου? ¿Εσύ έμαθες από μένα
τα όνειρα της εδώ παραμονής μου, τα φιλιά του κήπου μου;
Πως συντρίβεται ότι καλύτερο υπάρχει στη ζωή μας!
Ζούμε... για τι; Για να θωρούμε τις μέρες
με το νεκρικό τους χρώμα, δίχως ουρανό στις απανεμιές...
Για να θρηνούμε, για να λαχταρούμε αυτό που μακριά είναι,
για να μη διαβούμε ποτέ το υπέρθυρο του ονείρου,
αχ, Τζεωρτζίνα,Τζεωρτζίνα!, γιατί εσύ να πεθάνεις
ένα βράδυ, μια νύχτα... και δίχως εγώ να το ξέρω!
Ο πρόξενος του Περού μου το είπε: Η Τζεωρτζίνα Χούμπνερ πέθανε”...
Πέθανες. Βρίσκεσαι, δίχως ψυχή, στη Λίμα,
Ανοίγοντας λευκά ρόδα κάτω απ’ τη γη.
Κι αν σε κάποιο μέρος τα μπράτσα μας βρεθούν,
Ποιο ανόητο παιδί, παιδί του μίσους και του πόνου,
Δημιούργησε τον κόσμο, παίζοντας με πλάκες από σαπούνι;
SOLEDAD
En tí estás todo, mar, y sin embargo,
¡qué sinti estás, qué solo,
qué lejos, siempre, de ti mismo!
Abierto en mil heridas, cada instante,
cual mi frente,
tus olas van, como mis pensamientos,
y vienen, van y vienen,
besándose, apartándose,
con un eterno conocerse,
mar, y desconocerse.
Eres tú, y no lo sabes,
tu corazón te late y no lo sientes...
¡Qué plenitud de soledad, mar solo!.
ΜΟΝΑΞΙΑ
En tí estás todo, θάλασσαα, κι ωστόσο,
πόσο χωρίς τον εαυτό σου είσαι,πόσο μόνη,
πόσο μακριά, πάντα, από τον εαυτό σου!
Ανοιχτή σε χίλιες πληγές, κάθε στιγμή,
όπως το μέτωπό μου,
τα κύματά σου πάνε, όπως οι σκέψεις μου,
κι έρχονται, πάνε κι έρχονται,
φιλώντας σε , απομακρυνόμενα από σένα,
με μια αιώνια γνώση,
θάλασσα,και με άγνοια.
Είσαι εσύ, και δεν το ξέρεις,
η καρδιά σου πάλλεται και δεν το αισθάνεσαι...
Τι πλήρωση από μοναξιά,θάλασσα μόνη!.
MONOTONIA
El mar de olas de zinc y espumas
de cal, nos sitia
con su inmensa desolación.
Todo está igual- al norte,
al sur, al este, al oeste, cielo y agua -,
gris y duro,
seco y blanco.
¡Nunca un bostezo
mayor ha abierto de este modo el mundo!
Las horas son de igual medida
que todo el mar y todo el cielo
gris y blanco, seco y duro;
cada una es un mar, y gris y seco,
y un cielo, y duro y blanco.
¡No es posible salir de este castillo
abatido del ánimo!
Hacia cualquier parte- al oeste,
al sur, al este, al norte -,
un mar de zinc y yeso,
un cielo igual que el mar, de yeso y zinc,
- ingastables tesoros de tristeza -,
sin naciente ni ocaso...
MΟΝΟΤΟΝΙΑ
Η θάλασσα με τα κύματά της από τσίγκο και τους αφρούς της
από νίτρο μας πολιορκεί
με την απέραντη απελπισιά της.
Όλα είναι όμοια- στο Βορρά,
στο Νότο, στην Ανατολή, στη Δύση, στον ουρανό και στο νερό -,
γκρίζα και βαριά,
στεγνά και λευκά.
Ποτέ ένα χασμουρητό
μεγαλύτερο δεν άνοιξε κατ’ αυτό τον τρόπο τον κόσμο!
Οι ώρες έχουν το ίδιο μέτρο
όπως όλη η θάλασσα κι όλος ο ουρανός
ο γκρίζος και λευκός, ο στεγνός και βαρύς;
κάθε μια έιναι μια θάλασσα, γκρίζα και στεγνή,
κι ένας ουρανός,βαρύς και λευκός.
Δεν είναι δυνατόν να δραπετεύσεις απ’ αυτό το κάστρο
με την εξασθενημένη σου διάθεση!
Ως το οποιοδήποτε μέρος- ως την Ανατολή,
ως το Νότο, ως τη Δύση,ως το Βορά -,
μια θάλασσα από τσίγκο και yeso,
ένας ουρανός ίδιος με τη θάλασσα, de yeso και τσίγκο,
- αξόδευτοι θησαυροί της θλίψης -,
δίχως γεννήματα δίχως λυκόφως...
MAR
Parece, mar, que luchas
—¡Oh desorden sin fin, hierro incesante!—
por encontrarte o porque yo te encuentre.
¡Qué inmenso demostrarte,
en tu desnudez sola
—sin compañera… o sin compañero
según te diga el mar o la mar—, creando
el espectáculo completo
de nuestro mundo de hoy!
Estás, como en un parto,
dándote a luz —¡con qué fatiga!—
a ti mismo, ¡mar único!,
a ti mismo, a ti sólo y en tu misma
y sola plenitud de plenitudes,
…¡por encontrarte o porque yo te encuentre!
ΘΑΛΑΣΣΑ
Φαίνεται, θάλασσα, ότι παλεύεις
—Ω αταξάι δίχως τέλος, μέταλλο ακούραστο!—
για να σε συνατήσω η γιατί εγώ θα σε συναντήσω.
Πόοσο απέραντη δείχνεσαι,
μόνη μες στη γυμνότητά σου
—δίχως σύντροφο… η χωρίς σύντροφο
όπως σε λένε η θάλασσα—, καθώς δημιουργείς
το πλήρες θέαμα
του δικού μας σημερινού κόσμου!
Estás, como en un parto,
εκβάλλοντας στο φως —με τι κούραση!—
για σένα την ίδια,θάλασσα μοναδική!,
για σε΄να την ίδια, για σένα μόνο και για τον εαυτό σου
μοναδική πλήρωση από πληρότηες,
..για να σε συνατήσω η γιατί εγώ θα σε συναντήσω!
EL VIAJE DEFINITIVO
Y yo me iré. Y se quedarán los pájaros
cantando.
Y se quedará mi huerto con su verde árbol,
y con su pozo blanco.
Todas las tardes el cielo será azul y plácido,
y tocarán, como esta tarde están tocando,
las campanas del campanario.
Se morirán aquellos que me amaron
y el pueblo se hará nuevo cada año;
y lejos del bullicio distinto, sordo, raro
del domingo cerrado,
del coche de las cinco, de las siestas del baño,
en el rincón secreto de mi huerto florido y encalado,
mi espíritu de hoy errará, nostáljico...
Y yo me iré, y seré otro, sin hogar, sin árbol
verde, sin pozo blanco,
sin cielo azul y plácido...
Y se quedarán los pájaros cantando.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Κι εγώ θα φύγω. Και θ’ απομείνουν τα πουλιά
τραγουδώντας.
Και θα μείνει ο κήπος μου με το πράσινο δέντρο του,
και με το λευκό του πηγάδι.
Όλα τα απόβραδα ο ουρανός θα είναι γαλάζιος και γαλήνιος,
και θα χτυπήσουν, όπως χτυπούν αυτό το σούρουπο,
οι καμπάνες του καμπαναριού.
Θα πεθάνουν εκείνοι που μ’ αγάπησαν
και το χωριό θα είναι πιο νέο κάθε χρόνο;
και μακριά απ’ την εξωτερική οχλοβοή, κουφό, παράξενο
απ’ την περίκλειστη τη Κυριακή,
με το λεωφορείο των πέντε,και τα απομεσήμερα με το μπάνιο,
στη μυστική γωνιά του κήπου μου του ανθισμένου και ασβεστωμένου,
το πνεύμα μου το σημερινό θα λαθέψει, νοσταλγικό...
Κι εγώ θα φύγω, και θα είμαι ένας άλλος, δίχως σπίτι, δίχως πράσινο
δέντρο, δίχως πηγάδι λευκό,
δίχως ουρανό γαλάζιο και γαλήνιο...
Και θα απομείνουν τα πουλιά τραγουδώντας.
OTRA BALADA A LA LUNA
C'était, dans la nuit brune,
Sur le clocher jauni,
La lune,
Comme un point sur un i.
Musset.
Heine, Laforgue, Verlaine…-
Luna de mi corazón,
niña blanca, si has nacido en
el Japón,
baja a mis labios tu cara
de flor de almendro, pues eso
lo necesito yo para
darte un beso.
Háblame tú con tu voz
de musmé fresca y gentil,
luna de nardo, de arroz
y marfil!
Y si fueres por tu cuna
noble y plácida princesa,
cásate conmigo, luna
japonesa!
Estás desnuda, o te endiosa
un velo blanco de tul?
Y tu carne, luna, es rosa
o es azul?
Eres pagana, o qué eres?
Di, qué has oído, qué has visto?
También turbó tus placeres
Jesucristo?
Va algún alma eterna en ti
a los parques de la cita?
Y tu hermana Ofelia? Di,
Margarita…
Te has muerto acaso? Estás yerta?
Se enredó un nombre a tu boca?
Di, luna mía, estás muerta,
o estás loca?
Tú, que entre la noche bruna,
en una torre amari-
lla, eres como un punto, oh, luna!
sobre una i;
tú, ladrada de los perros,
lámpara azul del amor,
tú, que dorabas los cerros
al pastor;
tú, Selene, tú, Diana,
urna de melancolía,
que te vaciarás mañana
sobre el día;
deja en mi frente tu estela,
o, como una mariposa,
desde tu magnolia, vuela
a mi rosa!
Luna, desde mi balcón
de florecidos cristales,
te mando este corazón
de rosales!
Sé mi novia, soberana
ciega, romántica muda,
tú que eres triste, liviana
y desnuda!
Emperatriz de jazmines,
bella sin años contados,
alma sin cuerpo, en jardines
estrellados!
Oh, rosa de plata! Oh, luna!
Aldea blanca y en calma,
sé el hogar y la fortuna
de mi alma!
ΑΛΛΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΕΛΗΝΗ
Ήταν, μέσα στη στιλπνή νύχτα,
Πάνω απ’ το σκούρο κίτρινο,
Η σελήνη,
Σαν ένα σημείο πάνω από ένα γιώτα
Μυσσέ
Χάινε, Λαφόργκ, Βερλαίν…-
Σελήνη της καρδιάς μου,
λευκή κορούλα, αν γεννήθηκες
στην Ιαπωνία,
Κατέβασε ως τα χείλη μου το πρόσωπό σου
από της αμυγαδαλιάς το άνθος, γιατί
αυτό το θέλω εγώ
ένα φιλί για να σου δώσω.
Μίλα μου εσύ με τη φωνή σου
από musmé fresca και ευγένή ,
σελήνη από νάρδο, από ρύζι
και ελεφαντόδωντο!
Κι αν από την κούνια σου ήσουν
ευγενής και πράα πριγκίπέσα,
μαζί μου παντρέψου, σελήνη
γιαπωνέζα!
Eίσαι γυμνή,η σε endiosa
ένα λευκό πέπλο από τούλι?
Και η σάρκα σου, σελήνη, ρόδινη είναι
η γαλάζια?
Eίσαι ειδωλολάτρισσα, η τι,τέλος πάντων, είσαι?
Πες μου, τι άκουσες, τι είδες?
Επίσης τάραξε τις ηδονές σου
ο Ιηασούς Χριστός?
Πάει κάποια ψυχή αιώνια
στα πάρκα των ραντεβού σου?
Κι εσύ αδερφή Οφηλία? Πες,
Mαργαρίτα…
Έχεις πεθάνει ίσως? Η είσαι ζωντανή?
Μπλέχτηκε ένα όνομα στο στόμα σου?
Πες μου, σελήνη μου, είσαι νεκρή,
η είσαι τρελή?
Εσύ, που μέσα στη στιλπνή νύχτα,
μέσα σε ένα κίτρινο πύργο
είσαι σαν ένα σημείο, ω, σελήνη!
πάνω από ένα γιώτα;
εσύ, αλυχτισμένη απ’ τα σκυλιά,
λάμπα γαλάζια του έρωτα,
εσύ, που χρύσωνες τα κεριά
του παπά;
εσύ, Σελήνη, tú, εσύ Δήμητρα,
κεφαλάρι της μελαγχολίας,
που θα αδειάσεις αύριο
πάνω απ’ τη μέρα;
Άφησε στο μέτωπό μου τ’ αστέρι σου,
η,σαν μια πεταλούδα
από τη μανόλια σου, πέταξε
στο ρόδο μου!
Σελήνη, από το μπαλκόνι μου
από ανθισμένα κρύσταλλα,
σους τέλνω αυτή την καρδιά
από τριανατφυλλιές!
Ξέρω αρραβωνιάρα μου, υπεροπτική
τυφλή, ρομαντική βουβή,
έσύ που είσαι θλιμμένη, liviana
και γυμνή!
Αυτοκράτειρα των γιασεμιών,
όμορφη δίχως μετρρημένα χρόνια,
ψυχή δίχως κορμί, μέσα σε αστερωμένους
κήπους!
Ω, ασημένιο τριαντάφυλλο!Ω, σελήνη!
Χωριουδάκι λευκό και γαλήνιο,
ξέρω την εστάι και τη τύχη
της ψυχής μου!
A TODAS MIS LLAMADAS
A todas mis llamadas
has respondido con un eco lento…
Pero, ¿en dónde estás tú mujer que ya eres mía
en dónde estás que no te veo?
-Jardín de las memorias inefables,
ocaso de los sueños de los suelos venideros
brisa que acercas más las cosas
cuando viven más lejos
¿pasaré ya la vida
a tientas como un ciego?
Sí, a todos mis suspiros
has respondido con un suspirar quedo…
¡Aquí estas, aquí estás;
me embragas, te siento!
Pero, ¿en dónde estás tú mujer que ya eres mía
en dónde estás que no te veo?
ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΛΗΣΕΙΣ ΜΟΥ
Σε όλες τις κλήσεις μου
απάντησες με μια αργή ηχώ…
Αλλά, που είσαι γυναίκα που πια είσαι δική μου
που βρίσκεσαι γιατί δε σε βλέπω?
-Κήπος από άφατες μνήμες,
λυκόφως από όνειρα απ’ τα μελλούμενα μέρη
θαλάσια αύρα που πλησιάζεις πιο πολύ τα πράγματα
όταν ζουν πιο μακριά
θα περάσει στο τέλος η ζωή
ψηλαφιστά όπως η ζωή ενός τυφλού?
Ναι, σ’ όλους τους αναστεναγμούς μου
απάντησες με έναν απαλό αναστεναγμό…
Εδώ βρίσκεσαι, εδώ βρίσκεσαι;
με κατέχεις, σε νιώθω!
Αλλά, που είσαι γυναίκα που πια είσαι δική μου
που βρίσκεσαι γιατί δε σε βλέπω?
ABRIL
Se vistió la nieve
de vagos carmines.
¿Me quieres?- me dijo
¡Te quiero!- le dije.
Me besó en la boca
con un beso inmenso.
Abril vino al mundo
y yo quedé muerto
ΑΠΡΙΛΗΣ
Ντύθηκε το χιόνι
με τα ωχρά του κρεμεζιά.
Με θέλεις?- μου είπε
Σε θέλω !- του είπα.
Με φίλησε στο στόμα
με ένα ατέλειωτο φιλί.
Ο Απρίλης ήρθε στον κόσμο
κι εγώ νεκρός απόμεινα.
ACABAS DE SALIR DE TU ALCOBA... YO HE ENTRADO
Acabas de salir de tu alcoba... Yo he entrado.
está desarreglada, deshojada, marchita...
sobre una silla de oro, el corsé perfumado
que llevabas la tarde de la última cita...
En el sofá -¡oh recuerdos!- la magia de tu enagua,
tu huella en el desorden fragante de tu lecho,
¡ah, y en la palangana de plata, sobre el agua,
una rosa amarilla que perfumó tu pecho!
¡Y un olor de imposible, de placer no extinguido
y saciado, ese más que tiene la belleza,
laberinto sin clave, sin fin y sin sentido,
que nace con locura y muere con tristeza!
ACABAS DE SALIR DE TU ALCOBA... YO HE ENTRADO
Acabas de salir de tu alcoba... Yo he entrado.
está desarreglada, deshojada, marchita...
sobre una silla de oro, el corsé perfumado
que llevabas la tarde de la última cita...
En el sofá -¡oh recuerdos!- la magia de tu enagua,
tu huella en el desorden fragante de tu lecho,
¡ah, y en la palangana de plata, sobre el agua,
una rosa amarilla que perfumó tu pecho!
¡Y un olor de imposible, de placer no extinguido
y saciado, ese más que tiene la belleza,
laberinto sin clave, sin fin y sin sentido,
que nace con locura y muere con tristeza!
ANTEPRIMAVERA
Llueve sobre el río...
El agua estremece
los fragantes juncos
de la orilla verde...
¡Ay, qué ansioso olor
a pétalo frío!
Llueve sobre el río...
Mi barca parece
mi sueño, en un vago
mundo. ¡Orilla verde!
¡Ay, barca sin junco!
¡Ay, corazón frío!
Llueve sobre el río...
ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ
Βρέχει πάνω απ’ το ποτάμι...
Το νερό ταράζει
τα ευωδαστά βούρλα
της πράσινης ακροποταμιάς...
¡Aι, τι αγωνιώδες άρωμα
από το πέταλο το κρύο!
Βρέχει πάνω απ’ το ποτάμι...
Η βάρκα μου μοιάζει
με το όνειρό μου, μεσα σε ένα αδιάφορο
κόσμο. Ακροποταμιά πράσινη!
¡Αι, βάρκα δίχως βούρλα!
¡Aι, κρύα καρδιά!
Βρέχει πάνω απ’ το ποτάμι...
En medio de la mar, un barco, éste, mide, corta, precisa, sitúa, relaciona su conciencia, la mía, dios.
No vamos por la mar (yo solo con el barco, mientras los otros duermen) vamos por tu conciencia,
que es ahora redonda, gris, lluviosa, acojedora como yo mismo, dios ahora, en esta hora.
Esta es la noche igual a aquella de mi partida, la de la pureza del mar, mar de igual ola, aquella de la puerta
de la luna a la que se llegaba por su propia estela, luna velada hoy por la cortina de tu lluvia. Vamos, dios, por
conciencia de agua total en hilos de arpa de alta música con acompañamiento de honda densidad moral.
Y, en medio de la mar, tu jeometría surje de pronto, te sitúa, corta, mide, precisa, relaciona conmigo y en tu
barco que vijilo; barco que parte en tres mi vida: una vida en el este, otra en el sur, 'otra en el norte; y yo sereno
enmedio de la mar de oeste, lleno de amor, el centro de rosa de las lluvias del amor. Lleno de amor, el mío, un
barco y yo, el amor enmedio del amor, de tanto amor que necesita el mar para medirse, dios. Y enmedio de la
mar yo estoy midiéndote, enmedio de la mar y en este barco, éste, estoy midiéndome contigo, dios.
ΑΝΑΜΕΤΡΩΜΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ
Καταμεσής της θάλασσας, ένα καράβι, αυτό, μετρά, κόβει, εξακριβώνει, τοποθετεί, συσχετίζει τη συνείδησή του, τη δική μου, θεέ.
Δε πάμε απ' τη θάλασσα (εγώ μόνος με το καράβι, ενώ οι άλλοι κοιμούνται) πάμε απ’ τη συνείδησή σου,
που είναι τώρα ολοκληρωμένη, γκρίζα, βροχερή, δεκτική όπως εγώ ο ίδιος, θεέ τώρα, τούτη την ώρα.
Αυτή είναι η νύχτα όμοια με κείνη της αναχώρησής μου, αυτή της καθαρότητας της θάλασσας,της θάλασας με το ίδιο κύμα, εκείνης της πόρτας
της σελήνης στην οποία έφτανε κανείς από το δικό του αστέρι, της σελήνης της σκεπασμένης σήμερα από το σάλι της βροχής. Πάμε, θεέ, απ’ τη
συνείδηση του νερού την ολική από τις χορδές της άρπας της υψηλής μουσικής με τη συνοδία της βαθειάς ηθικής έντασης.
Και, στη μέση της θάλασσας, η γεωμετρία σου να αναδύεται αίφνης,να σε τοποθετεί, κόβει,μετρά, εξακριβώνει, συσχετίζει με μένα και με το καράβι
που φυλάω; καράβι που χωρίζει στα τρία τη ζωή μου: μια ζωή στη Δύση, άλλη στο Νότο,άλλη στο Βορά; Κι εγώ γαλήνιος
καταμεσής της θάλασσας της Ανατολής, πληρωμένος από έρωτα, το κέντρο του ρόδου των βροχών του έρωτα. Πληρωμένος από έρωτα, τον δικό μου, ένα
καράβι κι εγώ, ο έρωτας καταμεσής του έρωτα,από τον τόσο έρωτα που χρειάζεται η θάλασσα για να μετρηθεί, θεέ. Και στη μέση της θάλασσας
εγώ να σε μετρώ, στη μέση της θάλασσας και πάνω σ’ αυτό το καράβι, σ’ αυτό, αναμετριέμαι μαζί σου, θεέ.
JARDÍN
Yo no sé cómo saltar
desde la orilla de hoy
a la orilla de mañana.
El río se lleva, mientras,
la realidad de esta tarde,
a mares sin esperanza.
Miro al oriente, al poniente,
miro al sur y miro al norte.
Toda la verdad dorada
que cercaba al alma mía,
cual con un cielo completo,
se cae, partida y falsa.
Y no sé cómo saltar
desde la orilla de hoy
a la orilla de mañana.
ΚΗΠΟΣ
Εγώ δε ξέρω πώς να πηδήσω
από την όχθη του σήμερα
στην όχθη του αύριο.
Το ποτάμι κυλά,ενώ,
η πραγματικότητα αυτού του απόβραδου,
είναι θολή και δίχως ελπίδα.
Κοιτώ προς την ανατολή,προς τη δύση
κοιτώ προς τοπ νότο και κοιτώ προς το βορά.
Κάθε χρυσή αλήθεια
που πλησίαζε στη ψυχή μου,
σαν ένας απέραντος ουρανός,
καταρρέει,χωρισμένη και λαθεμένη.
Κι εγώ δε ξέρω πώς να πηδήσω
από την όχθη του σήμερα
στην όχθη του αύριο.
AQUELLA TARDE, AL DECIRLE...
Aquella tarde, al decirle
que me alejaba del pueblo,
me miró triste, muy triste,
vagamente sonriendo.
Me dijo: ¿Por qué te vas?
Le dije: Porque el silencio
de estos valles me amortaja
como si estuviera muerto.
-¿Por qué te vas?- He sentido
que quiere gritar mi pecho,
y en estos valles callados
voy a gritar y no puedo.
Y me dijo: ¿Adónde vas?
Y le dije: A donde el cielo
esté más alto y no brillen
sobre mí tantos luceros.
La pobre hundió su mirada
allá en los valles desiertos
y se quedó muda y triste,
vagamente sonriendo.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΥ ΣΟΥΡΟΥΠΟ, ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΗΣ...
Εκείνο το σούρουπο, καθώς της είπα
ότι θα έφευγα από το χωριό,
με κοίταξε θλιμμένη, πολύ θλιμμένη,
χαμογελώντας ακαθόριστα.
Μου είπε: γιατί φεύγεις;
Της απάντησα: Γιατί η σιωπή
αυτών των κοιλάδων με σαβανώνει
σαν να ήμουν νεκρός.
-Γιατί φεύγεις;- Ένιωσα
ότι θέλει να ουρλιάξει το στήθος μου,
και μες σ’αυτές τις σιωπηλές κοιλαδες
πάω να ουρλιάξω και δεν μπορώ.
Και μου είπε: Για πού πας;
Και της είπα: Εκεί όπου ο ουρανός
είναι πολύ ψηλός και δε λάμπουν
πάνω μου τόσοι αποσπερίτες.
Η φτωχιά βύθισε τη ματιά της
εκεί πέρα στις μέρημες κοιλάδες
κι απόμεινε βουβή και θλιμμένη,
χαμογελώντας ακαθόριστα.
IBA TOCANDO MI FLAUTA
Iba tocando mi flauta
a lo largo de la orilla;
y la orilla era un reguero
de amarillas margaritas.
El campo cristaleaba
tras el temblor de la brisa;
para escucharme mejor
el agua se detenía.
Notas van y notas vienen,
la tarde fragante y lírica
iba, a compás de mi música,
dorando sus fantasías,
y a mi alrededor volaba,
en el agua y en la brisa,
un enjambre doble de
mariposas amarillas.
La ladera era de miel,
de oro encendido la viña,
de oro vago el raso leve
del jaral de flores níveas;
allá donde el claro arroyo
da en el río, se entreabría
un ocaso de esplendores
sobre el agua vespertina...
Mi flauta con sol lloraba
a lo largo de la orilla;
atrás quedaba un reguero
de amarillas margaritas...
ΠΗΓΑΙΝΑ ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΦΛΑΟΥΤΟ ΜΟΥ
Βάδιζα παίζοντας το φλάουτό μου
κατά μήκος της όχθης;
και η όχθη ήταν ένα ρυάκι
από κίτρινες μαργαρίτες.
Ο κάμπος πάγωνε
μετά το τρέμουλο της αύρας;
για να μ’ ακούσει καλύτερα
το νερό σταματούσε να κυλά.
Οι νότες πήγαινοέρχονταν,
το ευωδιαστό και λυρικό απόβραδο
πήγαινε, με το ρυθμό της μουσικής μου,
χρυσώνοντας τις φαντασίες του,
και γύρω μου πετούσε,
μες στο νερό και μέσα στην άυρα,
ένα διπλό σμάρι από
κίτρινες πεταλούδες.
Η πλαγιά ήταν από μέλι,
από χρυσάφι πυρωμένο το αμπέλι,
από ανώφελο χρυσάφι η ακίνητη κάπα
στη πρασιά των χιονισμένων λουλουδιών;
εκεί πέρα όπου το διάφανο ρυάκι
κατέληγε στο ποτάμι, μισανόιγονταν
ένα λύκόφωτο από λάμψεις
πάνω απ’ το εσπερινό νερό...
Το φλάουτό μου έκλαιγε μαζί με τον ήλιο
κατά μήκος της όχθης;
και πίσω απέμενε ένα ρυάκι
από κίτρινες μαργαρίτες...
ABRIL
El chamariz en el chopo.
-¿Y qué más?
El chopo en el cielo azul.
- ¿Y qué más?
El cielo azul en el agua.
- ¿Y qué más?
El agua en la hojita nueva.
- ¿Y qué más?
La hojita nueva en la rosa.
- ¿Y qué más?
La rosa en mi corazón.
- ¿Y qué más?
¡Mi corazón en el tuyo!
ΑΠΡΙΛΗΣ
H φωτιά στη λέυκα.
-Και τι ακόμα?
Η λέυκα μέσα στο γαλάζιο ουρανό.
- Και τι ακόμα?
Ο γαλάζιος ουρανός μέσα στο νερό.
- Και τι ακόμα?
Το νερό μέσα στο νέο φυλαράκι.
- Και τι ακόμα?
Το νέο φυλλαράκι μέσα στ τριαντάφυλλο.
- Και τι ακόμα?
Το τριαντάφυλλο μέσα στην καρδιά μου.
- Και τι ακόμα?
Η καρδιά μου μέσα στη δική σου!
LA VERDECILLA
Verde es la niña. tiene
verdes los ojos, pelo verde.
Su rosilla silvestre
no es rosa, ni blanca. Es verde.
¡En el verde aire viene!
(La tierra es pone verde)
Su espumilla fuljente
no es blanca, ni azul. Es verde.
¡En el mar verde viene!
(El cielo se pone verde)
Mi vida le abre siempre
una puertecita verde.
Η ΠΡΑΣΙΝΟΥΛΑ
Πράσινο είναι το κοριτσάκι. Έχει
πράσινα τα μάτια, και το δέρμα πράσινο.
Το αγριολούλουδό του
δεν είναι ρόδινο ούτε λευκό. Είναι πράσινο.
¡μεες στον πράσινο αγέρα έρχεται!
(Η γη βάζει τα πάσινά της)
Το λαμπερό σάλιο του
δεν είναι λευκό, ούτε γαλάζιο. Eίναι πράσινο.
Στη πράσινη θάλασσα έρχεται!
(Ο ουρανός βάζει τα πράσινά του)
Η ζωή μου του ανοίγει πάντα
μια πορτούλα πράσινη.
MI CUNA
¡Qué pequeñita es la cuna
qué chiquita la canción;
mas cabe la vida en esta
y en aquella el corazón!
Nadie ríe aquí de ver
a este niño grandullón
mecerse, quieto, en su vieja
cuna, a la antigua canción.
(¡Qué pequeñita es mi vida,
qué tierno mi corazón!
¡Este me cabe en la cuna,
y la vida en la canción!)
¡Cómo se casan los ritmos
de cuna y de corazón!
¡Los dos vuelan por la gloria
en una sola pasión!
¡Qué pequeñita es la cuna,
qué chiquita la canción;
mas cabe la vida en esta
y en aquella el corazón!
H KOYNIA MOY
Τι μικρούλα που είναι η κούνια
τι μικρούλι το τραγούδι;
αλλά χωρά η ζωή σ’ αυτή
και σε κείνο η καρδιά!
Κανένας δε γελά εδώ που βλέπει
αυτό το μικρό και μεγαλόσωμο παιδάκι
να μπαίνει,ήσυχο, μες στην παλιά του
κούνια,μαζί με το παλιό τραγούδι.
(Τι μικρούλα που είναι η ζωή μου,
και τι τρυφερή η καρδιά μου!
Αυτή χωράει μες στην κούνια μου,
και η ζωή μες στο τραγούδι!)
Πως παντρεύονται οι ρυθμοί
της κούνιας και της καρδιάς!
Κι οι δυο πετούν για τη δόξα
μέσα σε ένα πάθος!
Τι μικρούλκα που είναι η κούνια
τι μικρούλι το τραγούδι;
αλλά χωράει η ζωή σ’ αυτή
και σε κείνο η καρδιά
LLUEVE SOBRE EL CAMPO VERDE
Llueve sobre el campo verde...
¡Qué paz! El agua se abre
y la hierba de noviembre
es de pálidos diamantes.
Se apaga el sol; de la choza
de la huerta se ve el valle
más verde, más oloroso,
más idílico que antes.
Llueve; los álamos blancos
se ennegrecen; los pinares
se alejan; todo está gris
melancólico y fragante.
Y en el ocaso doliente
surgen vagas claridades
malvas, rosas, amarillas,
de sedas y de cristales...
¡Oh la lluvia sobre el campo
verde! ¡Qué paz! En el aire
vienen aromas mojados
de violetas otoñales.
ΒΡΕΧΕΙ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΑΜΠΟ
Βρέχει πάνω απ’ τον πράσινο κάμπο...
Τι γαλήνη! Το νερό ξεχύνεται
και η χλόη του Νοέμβρη
είανι από ωχρά διαμάντια.
Σβήνεται ο ήλιος; Απ’ την καλύβα
του κήπου φαίνεται η κοιλάδα
πιο πράσινη, πιο μυρωδάτη,
πιο ειδυλιακή από πριν.
Βρέχει; οι λευκές λεύκες
μαυρίζουν; οι πευκώνες
απομακρύνονται; Όλα είναι γκρίζα
μελαγχολικά και ευώδη.
Και μες στο πονεμένο λυκόφως
αναδύονται αμυδρά ξέφωτα
malvas, ρίδινα, κίτρινα,
από μετάξια και κρύσταλλα...
Ω η βροχή πάνω από τον πράσινο
κάμπο! Τι γαλήνη! Μες στον αέρα
έρχονται μουσκεμένα αρώματα
από φθινοπωρινές βιολέτες.
No hay sol; el cielo de invierno
es de bruma y nubes blancas;
sólo hay un raso celeste
sobre la saraucarias.
La avenida abre su sueño
llena de mujeres pálidas...
los vientos están jugando
con las sedas perfumadas.
Hay carícias como rosas
en la lívida mañana;
la carne en flor da el perfume
que han perdido las acacias.
Es un pecado discreto,
es una carne cristiana
que va a misa, con un lirio
entre rosas deshojadas;
carne que nunca podrá
sobre la dulce frescura
de las espaldas románticas...
en la mañana galante
rezan a Dios las campanas;
desde dentro están llamando
los corazones en gracia.
¡Fondos de oro, con albores
floreados, con fragancia
de purezas sin latido,
con dulzura de gargantas!
Pero el cielo gris ha puesto
muy rosas todas las almas
y tiende rasos celestes
sobre las araucarias...
Δεν υπάρχει ήλιος; ο χειμωνιάτικος ουρανός
είναι γεμάτος με ομίχλη και άσπρα σύννεφα;
υπάρχει μόνο ένα ουράνιο ράσο
πάνω απ’ τα πεύκα.
Η λεωφόρος απλώνει το όνειρό της
γεμάτη από ωχρές γυναίκες...
μι αγέρηδες παίζουν
με τα αρωματισμένα μετάξια.
Υπάρχουν χάδια σαν τριαντάφυλλα
μες στο πελιδνό πρωινό;
η ανθισμένη σάρκα αποπνέει το άρωμά της
που έχασαν τα χάδια.
Είναι ένα μυστικό αμάρτημα,
είναι μια χριστιανική σάρκα
που πάει στη λειτουργία, με έναν κρίνο
ανάμεσα σε μαδημένα τριαντάφυλλα;
σάρκα που ποτέ τίποτα δε θα καταφέρει
πάνω στη γλυκιά φρεσκάδα
που έχουν οι ρομαντικές ράχες...
στο ευγενικό πρωινό
προσεύχονται στον Θεό οι καμπάνες;
μέσα στην εκκλησία επικαλούνται
οι καρδιές τη χάρη.
Τέμπλα από χρυσάφι, με γλυκοχαράματα
ανθισμένα, με άρωμα
από άψυχες αγνότητες ,
με γλυκύτητα από λαιμούς!
Αλλά ο γκρίζος ουρανός έβαλε
πολύ ρόδινες όλες τις ψυχές
Και απλώνει τα ουράνια ράσα του
πάνω απ’ τα πεύκα...
AY, MAÑANA SIN TI!
¡Ay, mañana sin ti!
¿Para qué quiero yo la primavera
si tú no estás aquí?
¡Estarás viendo el sol!
En estos campos con verdores nuevos,
tú con tu corazón.
¡Amor, amor, amor!
(Torna len la brisa clara
el corazón)
¿La brisa es tu reír?
A veces sueño que la brisa loca
te ha dibujado a ti.
Voz de fino cristal.
¿Porqué si estás cantado entro dos luces
no te escucho ya?
¡Ojos!.¡Mirada azul!
¿Porqué has dejado negra, para siempre,
mi opaca juventud?
¡Amor, amor, amor!
(Tornas en una onda de perfume
al pobre corazón)
Oh, ven, amor; ven, ven…
El día huele a gloria, a verso claro
y a carne de mujer.
Todo se pone en flor.
La campana, el pájaro, el agua
se abren a mi ilusión.
¿Llorar, sólo llorar…?
Si ella no viene, abril si ella no viene
no vengas más.
¡Ay, mañana sin ti!
¿Para qué quiero yo la primavera
si tú no estás aquí?
AΙ, ΑΥΡΙΟ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ!
Άι,αύριο χωρίς εσένα!
Γιατί να θέλω εγώ την Άνοιξη
αν εσύ δε είσαι εδώ?
Θα βλέπεις ίσως τον ήλιο!
Σ’ αυτούς του κάμπους με τη νεά βλάστηση,
εσύ με την καρδιά σου.
Έρωτα, ερωτα, έρωτα!
(Στρέψε στη διάφανη αύρα
την καρδιά)
Η αύρα είναι το γέλιο σου?
Κάποτε ονειρεύομαι ότι η τρελή αύρα
σε ζωγράφισε εσένα.
Φωνή από λεπτό κρύσταλλο.
Γιατί εσύ ενώ τραγουδάς ανάμεσα σε δυο φώτα
εγώ δε σε ακούω πια?
Μάτια!.Γαλάζια ματιά!
Γιατί άφησες μαύρη, για πάντα,
την opaca νιότη μου?
Έρωτα, ερωτα, έρωτα!
(Στρέφεις σε ένα κύμα αππό άρωμα
τη φτωχή καρδιά)
Ω, έλα, έρωτα; έλα, έλα…
Η μέρα οσμίζεται τη δόξα, τον καθαρό στίχο
και τη γυναικεία σάρκα.
Όλα αρχίζουν να ανθίζουν.
Η καμπάνα, το πουλί, το νερό
ανοίγονται στη ψευδαίσθησή μου.
Να κλάψω, μόνο να κλάψω…?
Αν εκείνη δεν έρχεται, Απρίλη αν εκείνη δεν έρχεται
μην έρθεςις πια.
Άι, αύριο χωρίς εσένα!
Γιατί να θέλω εγώ την Άνοιξη
αν εσύ δεν είσαι εδώ?
BALADA DE LA MUJER MORENA Y ALEGRE
Cuando Preciosa el panderete toca,
y hiere el dulce son los aires vanos,
perlas son que derrama con las manos
flores son que despide con la boca.
CERVANTES: La Gitanilla.
¡Carne de música, rosal de sangre loca,
sol con estrellas, manzana matutina,
pon en mi boca las rosas de tu boca,
tu boca roja de sol y coralina!
¡Ábrete toda como una dulce fruta,
llena de rizos al pino de tu palma,
pon, africana, sobre mi amarga ruta,
la sombra fresca del pozo de tu alma!
Mi hogar espera la luz de tu tesoro,
carne de bronce, de seda y de topacio;
¡dórame todo con tu esplendor de oro,
mujer, abierta lo mismo que un palacio!
Luz, pandereta, cristal en flor, granada,
agua de azul, mariposa florecida,
¡quita con una sonora carcajada
las flores secas del libro de mi vida!
Quédate en mí, soy pobre y soy poeta,
huyó en mi blanco pegaso la fortuna,
y quiero oír tu alegre pandereta
cuando florezca la nieve de la luna...
Agua, amapola, rosal de sangre loca,
vida de música, gitana cristalina,
¡dale a mi boca la fruta de tu boca,
tu boca roja de sol y coralina!
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΕΛΑΧΡΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Όταν η Θαυμαστή χτυπά το ντέφι,
και πληγώνει ο γλυκός ο ήχος τους μάταιους ανέμους,
πέρλες είναι που σκορπίζει με τα χέρια
λουλούδια είναι που ξαπολύει με το στόμα.
ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ: Η μικρή τσιγγάνα.
Σάρκα από μουσική, τριανταφυλλιά πό τρελό αίμα,
ήλιε μ’ αστέρια, πρωινό μήλο,
βάλε στο στόμα μου τα ρόδα απ’ το στόμα σου,
απ’ το κόκκινο στόμα σου από ήλιο και κοράλι!
Άνοιξέ τα όλα σαν ένα γλυκό φρούτο,
γέμισε με μπούκλες το πεύκο της παλάμης σου,
βάλε, Αφρικάνα, πάνω απ’ την πικρή μου πορεία,
τη δροσερή σκιά απ’ της ψυχής σου το πηγάδι!
Το τζάκι μου μου προσμένει το φως του θηασυρού σου,
σάρκα από μπρούντζο, από μετάξι και τοπάζι;
χρύσωσέ μου τα όλα με τη λάμψη σου από χρυσάφι,
γυναίκα, ανοιχτή όπως ένα παλάτι!
Φως, ντέφι, κρυστάλλινο λουλούδι, ρόδι,
νερό από γαλάζιο, ανθισμένη πεταλούδα,
τίναξε με ένα δυνατό γέλιο
τα ξερά λουλούδια του βιβλίου της ζωής μου!
Μείνε μαζί μου, τωχός και ποιητής είμαι,
έφυγε απ’ το λευκό μου πήγασο η τύχη,
και να ακούσω θέλω τη χαρούενή σου pandereta
όταν το χιόνι ανθίζει στη σελήνη...
Νερό, παπαρούνα, τριανταφυλλιά από τρελό αίμα,
ζωή όλο μουσική, κρυστάλλινη τσιγγάνα,
βάλε στο στόμα μου το φρούτο απ’ το στόμα σου,
απ’ τα κόκκινο στόμα σου από ήλιο και κοράλι!
EL NIÑO POBRE
Le han puesto al niño un vestido
absurdo, loco, ridículo;
le está largo y corto; gritos
de colores le han prendido
por todas partes. Y el niño
se mira, se toca, erguido.
Todo le hace reír al mico,
las manos en los bolsillos…
La hermana le dice ─pico
de gorrión, tizos lindos
los ojos, manos y rizos
en el roto espejo─: «¡Hijo,
pareces un niño rico…! »
–
Vibra el sol. Ronca, dormido,
el pueblo en paz. Solo el niño
viene y va con su vestido…
viene y va con su vestido…
En la feria, están caídos
los gallardetes. Pititos
en zaguanes… Cuando el niño
entra en casa, en un suspiro
le chilla la madre: «¡Hijo
─y él la mira calladito,
meciendo, hambriento y sumiso,
los pies en la silla─, hijo,
pareces un niño rico…!»
–
Campanas. Las cinco. Lírico
sol. Colgaduras y cirios,
viento fragante del río.
La procesión. ¡Oh, qué idílico
rumor de platas y vidrios!
¡Relicarios con el brillo
de ocaso en su seno místico!
…El niño, entre el vocerío,
se toca, se mira… «¡Hijo,
le dice el padre bebido
─una lágrima en el limo
del ojuelo, flor de vicio─,
pareces un niño rico…!».
–
La tarde cae. Malvas de oro
endulzan la torre. Pitos
despiertos. Los farolillos,
aún los cohetes con sol vivo,
se mecen medio encendidos.
Por la plaza, de las manos,
bien lavados, trajes limpios,
con dinero y con juguetes,
vienen ya los niños ricos.
El niño se les arrima,
y, radiante y decidido,
les dice en la cara: «¡Ea,
yo parezco un niño rico!».
ΤΟ ΦΤΩΧΟ ΠΑΙΔΙ
Του φόρεσαν του μικρού παιδιού ένα φόρεμα
παράλογο, τρελό, γελοίο;
του είναι μακρύ και κοντό συνάμα; κραυγαλέα
χρώματα ξεπροβάλλουν
απ’ όλες τις άκρες του.Και το παιδί
κοιτάζει τον εαυτό του, πασπατεύεται, στητό.
Όλα το κάνουν να γελά σαν μαιμουδάκι ,
με τα χέρια του στις τσέπες…
Η αδελφή του του λέει ─ με μύτη
σπουργιτιού, με όμορφες κιμωλίες στα χέρια
με τα τα μάτια, με χέρια και με μπούκλες
μες στο σπασμένο καθρέφτη─: «Αγόρι μου,
μοιάζεις με ένα πλούσιο παιδί…! »
–
Καίει ο ήλιος. Ροχαλίζει,κοιμισμένο
το χωριό μες στην ησυχία. Και μόνο το παιδάκι
πηγαινοέρχεται με το φόρεμά του…
πηγαινοέρχεται με το φόρεμά του…
Στη γιορτή, έχουν πέσει
οι φιλοφρονήσεις. Σφυρίγματα
απ’ τους εξώστες…Όταν το παιδί
μπαίνει στο σπίτι, με έναν αναστεναγμό
του ξεφωνίζει η μητέρα του: «Παιδί μου
─κι αυτό την κοιτάζει σιωπηλό,
κουνώντας, πεινώντας και υπάκουο,
με τα πόδια του στην καρέκλα─, παιδί μου,
μοιάζεις με πλουσιόπαιδο…!»
–
Καμπάνες. Οι πέντε τ’ απόβαρδο. Λυρικός
ήλιος. Κρεμαστάρια και κεριά,
αγέρι μυρωδάτο απ’ το ποτάμι.
Η λιτανεία. Ω, τι ειδυλιακός
ψίθυρος από ασήμια και γυαλιά!
Φυλαχτά με τη λάμψη
του λυκόφωτος στη μυστική του κλίνη!
…Το παιδί, μέσα στην οχλοβοή,
αγγίζεται, κοιτάζεται… «Παιδί μου,
του λέει ο πιωμένος πατέρας
─ένα δάκρυ στην άκρη
του ματιού του, άνθος του βίτσιου─,
μοιάζει με ένα πλουσιόπαιδο…!».
–
Το απόβραδο πέφτει. Μαβιά από χρυσάφι
ομορφαίνουν το κάστρο. Σφυρίγματα
δυνατά. Τα φαναράκια,
κι ακόμα οι φωτοβολίδες με τον ήλιο ψηλά,
ρίχνονται μισοαναμμένες.
Από την πλατεία, με τα χέρια τους,
καλά πλυμένα, με καθαρά πανοφώρια,
με χρήμα και με παιχνίδια,
ξεπροβάλλουν πια τα πλουσιόπαιδα.
Το παιδάκι τα πλευρίζει,
και ολόχαρο και αποφασιστικό,
τους λέει καταπρόσωπο: «Ε!,
κι εγώ φαίνομαι σαν πλουσιόπαιδο!».
EL ADOLESCENTE
(El baúl espera, cerrado ya, en el patio de mármol).
-Madre, me olvido algo, y no me acuerdo…
Madre, ¿qué es eso que olvido?
-La ropa va toda, hijo.
-Sí, mas me falta algo, y no recuerdo…
Madre, ¿qué es eso que olvido?
-¿Van todos los libros, hijo?
-Todos, mas falta algo, y no me acuerdo…
Madre, ¿qué es eso que olvido?
-Será… tu retrato, hijo.
-¡No, no! Me falta algo, y no recuerdo…
Madre, ¿qué es eso que olvido?
-No pienses más, duerme, hijo…
Ο ΕΦΗΒΟΣ
(Το μπαούλο περιμένει, κλειστό πια, στο μαρμάρινο αίθριο).
-Μητέρα, έχω ξεχάσει κάτι, και δεν το θυμάμαι…
Μητέρα, τι είναι αυτό που ξεχνώ?
-Τα ρουχα σου είναι εντάξει, παιδί μου.
-Ναι, αλλά μου λέίπει κάτι, και δεν το θυμάμαι…
Μητέρα, τι είναι αυτό που λησμονώ?
-Είναι εδώ όλα τα βιβλία σου ,παιδί μου?
-Όλα,αλλά λείπει κάτι, και δεν το θυμάμαι…
Μητέρα, τι είναι αυτό που λησμονώ?
-Θα είναι… το πορτραίτο σου, παιδί μου.
-Όχι, όχι! Μου λείπει κάτι, και δεν το θυμάμαι…
Μητέρα, τι είναι αυτό που λησμονώ?
-Μη σκέφτεσαι άλλο, κοιμήσου, παιδί μου…
EL DESVELADO
¡Mis ojos abiertos!
¡Llevadme a la mar,
a ver si me duermo!
Mientras estén lejos,
no se han de cerrar
mis ojos abiertos.
Llorarán recuerdos,
hasta hacer un mar
de llanto y deseo.
Un mar sin consuelo,
que me ha de llevar
al desvelo eterno.
No imitan los besos,
ni el dulce cantar,
la ola y el viento.
¡La ola y el viento!
¡Llevadme a la mar,
a ver si me duermo!
Ο ΞΑΓΡΥΠΝΙΣΜΕΝΟΣ
Τα μάτια μου ανοιχτά!
Φέρτε με ως τη θάλασσα,
για να δω αν θα αποκοιμηθώ!
Καθώς θα είναι μακριά,
δεν πρόκειται να κλείσουν
τα ανοιχτά μου μάτια.
Θα θρηνήσουν αναμνήσεις,
ώσπου να φτιάξουν μια θάλασσα
από θρήνο κι από πόθο.
Μια θάλασσα δίχως παρηγοριά,
που θα με οδηγήσει
ως τρην αιώνια αγρύπνια.
Δε μιμούνται τα φιλιά,
ούτε το γλυκό τραγούδι,
το κύμα και τον άνεμο.
Το κύμα και ο άνεμος!
Φέρτε με ως τη θάλασσα,
για να δω αν θα αποκοιμηθώ!
LA NIÑA VERDE
Verde es la niña. Tiene
verdes ojos, pelo verde.
Su rosilla silvestre
no es rosa ni blanca. Es verde.
¡En el verde aire viene!
(La tierra se pone verde)
Su espumilla fulgente
no es ni blanca ni azul. Es verde.
¡En el mar verde viene!
(El cielo se pone verde)
Mi vida le abre siempre
una puertecita verde.
ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ
Πράσινο είναι το κοριτσάκι.Έχει
πράσινα τα μάτια, δέρμα πράσινο.
Η άδρή κοκκινίλα του
δεν είναι κόκκινη ούτε λευκή. Είναι πράσινη.
Μες στον πράσινοα έρα έρχεται!
(Η γη φοράει τα πράσινά της)
Η λαμπερή πάχνη της
δεν είναι λευκή ούτε γαλάζια. Είναι πράσινη.
Στη πράσινη θάλασσα έρχεται!
(Ο ουρανός φορά τα πράσινά του)
Η ζωή μου του ανοίγει πάντα
μια πορτούλα πράσινη.
POETA
Cuando cojo este libro,
súbitamente se me pone limpio
el corazón, lo mismo
que un pomo cristalino.
-Me da luz en mi espíritu,
luz pasada por mirtos vespertinos,
sin ver yo sol alguno…
¡Qué rico me lo siento! Como un niño
que no ha gastado nada de su vivo
tesoro, y aun lo espera todo de sus lirios
-la muerte es siempre para los vecinos-,
todo lo que es sol: gloria,
aurora, amor, domingo.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όταν πιάνω αυτό το βιβλίο,
αμέσως νιώθω καθαρή
την καρδιά μου, όπως
όταν αγγίζω un pomo cristalino.
-Δίνει φως στο πνεύμα μου,
φως περασμένο μέσα από εσπερινές μυρτιές,
δίχως να δω εγώ κάτι…
Τι πλούσιος που νιώθω! Όπως ένα μικρό παιδί
που δε ξόδεψε τίποτα από τον αληθινό
θησαυρό του, και που ακόμα περιμένει τα πάντα από τους κρίνους του
-ο θάνατος είναι πάντα για τους γείτονες-,
όλα αυτά που είναι ήλιος: δόξα,
χαραυγή, έρωτας, Κυριακή.
Tardes de los domingos
¡Tardes de los domingos del invierno,
cuando todos se han ido!
…El sol verdeamarillo llega,
puro, hasta los rincones fríos;
y en las rosas, cuidadas,
la mañana, con limpio
amor, se oye
la luz.
Parece
la hora ideal un libro mío.
Y ando sonriendo solo por la casa toda.
oliendo con el alma,
recojiendo y besando el pan caído.
Κυριακάτικα απόβραδα
Κυριακάτικα απόβραδα του χειμώνα,
Όταν όλοι έχουν φύγει!
…Ο ήλιος κιτρινοπράσινος φτάνει
καθάριος,ως τις κρύες γωνιές;
και στα τριαντάφυλλα, τα φροντισμένα,
το πρωί, με αγνή
αγάπη, ακούγεται
το φως.
Μοιάζει
Η ώρα ιδεώδης σαν ένα δικό μου βιβλίο.
Και βηματίζω μόνος σ’ όλο το σπίτι
μυρίζοντας με τη ψυχή μου
.μ,
Συλλέγοντας και φιλώντας το πεσμένο ψωμί.
DEL REVÉS
¡Quién sabe del revés de cada hora!
¡Cuántas veces la aurora
estaba tras un monte!
¡Cuántas el regio hervor de un horizonte
tenía en sus entrañas de oro el trueno!
Aquella espada dio la vida.
Aquella rosa era veneno.
Yo pensé una florida
pradera en el remate de un camino,
y me encontré un pantano.
Yo soñaba en la gloria de lo humano,
y me hallé en lo divino.
ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΝΑΠΟΔΗ
Ποιος ξέρει την ανάποδη της κάθε ώρας!
Πόσες φορές το χάραμα
βρισκόταν πίσω από ένα βουνό!
Πόσες φορές η μεγαλοπρεπής ταραχή ενός ορίζοντα
είχε μέσα στα σωθικά του από χρυσάφι τη βροντή!
Εκείνο το σπαθί έδωσε τη ζωή.
Εκείνο το τριαντάφυλλο ήταν από δηλητήριο.
Εγώ σκέφτηκα ένα ανθισμένο
λιβάδι στο τέλος ενός δρόμου,
και βρήκα ένα βάλτο.
Εγώ ονειρευόμουν τη δόξα των ανθρωπίνων,
και βρέθηκα με το θεικό στοιχείο.
SOY COMO UN NIÑO
Soy como un niño distraído
que arrastran de la mano
por la fiesta del mundo.
Los ojos se me cuelgan, tristes,
de las cosas...
¡Y que dolor cuando me tiran de ellos
ΕΙΜΑΙ ΣΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ
Είμαι σαν ένα αφηρημένο παιδί
που το έσυραν απ’ το χέρι
από τη γιορτή του κόσμου.
Τα μάτια μου κρέμονται, θλιμμένα,
Από τα πράγματα...
Και τι πόνος όταν με τραβούν απ’ αυτά!
MARES
Siento que el barco mío
ha tropezado, alla en el fondo,
con algo grande.
¡Y nada
sucede! Nada... Quietud... Olas...
— ¿Nada sucede; o es que ha sucedido todo,
y estamos ya, tranquilos, en lo nuevo? —
ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Νιώθω ότι το καράβι μου
χτύπησε, εκεί στο βάθος ,
σε κάτι μεγάλο.
Και τίποτα
δε συνέβη! Τίποτα... Ησυχία... Κύματα...
— Τίποτα δε συνέβη; η συνέβη και όλοι,
Πια βρισκόμαστε, ήσυχοι, μέσα στο νέο; —
EL MAR LEJANO
La fuente trueca su cantata.
Se mueven todos los caminos...
Mar de la aurora, mar de plata,
¡qué nuevo estás entre los pinos!
Viento del sur ¿vienes sonoro
de granas? Ciegan los caminos...
Mar de la siesta, mar de oro,
¡qué loco estás sobre los pinos!
Dice el verdón no sé qué cosa.
Mi alma se va por los caminos...
Mar de la tarde, mar de rosa,
¡qué dulce estás bajo los pinos!
Η ΜΑΚΡΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η πηγή trueca τη καντάδα της.
Κινούνται όλοι οι δρόμοι...
Θάλασσα της χαραυγής, θάλασσα από ασήμι,
τι νέα που είσαι ανάμεσα στα πεύκα!
Άνεμε απ’ το Νοτιά ,έρχεσαι βουερός
με σπόρους; Θολώνουν οι δρόμοι...
Θάλασσα του απομεσήμερου, θάλασσα από χρυσάφι,
τι τρελή που είσαι πάνωω απ’ τα πεύκα!
Λέεει η πρασινάδα δε ξέρω κι εγώ πια πράγματα.
Η ψυχή μου πάει μέσα απ’ τους δρόμους...
Θάλασσα του απόβραδου, θάλασσα από ρόδα,
τι γλυκιά που είσαι κάτω απ’ τα πεύκα!
ESTOY TRISTE, Y MIS OJOS NO LLORAN
Estoy triste, y mis ojos no lloran
y no quiero los besos de nadie;
mi mirada serena se pierde
en el fondo callado del parque.
¿Para qué he de soñar en amores
si está oscura y lluviosa la tarde
y no vienen suspiros ni aromas
en las rondas tranquilas del aire?
Han sonado las horas dormidas;
está solo el inmenso paisaje;
ya se han ido los lentos rebaños;
flota el humo en los pobres hogares.
Al cerrar mi ventana a la sombra,
una estrena brilló en los cristales;
estoy triste, mis ojos no lloran,
¡ya no quiero los besos de nadie!
Soñaré con mi infancia: es la hora
de los niños dormidos; mi madre
me mecía en su tibio regazo,
al amor de sus ojos radiantes;
y al vibrar la amorosa campana
de la ermita perdida en el valle,
se entreabrían mis ojos rendidos
al misterio sin luz de la tarde...
Es la esquila; ha sonado. La esquila
ha sonado en la paz de los aires;
sus cadencias dan llanto a estos ojos
que no quieren los besos de nadie.
¡Que mis lágrimas corran! Ya hay flores,
ya hay fragancias y cantos; si alguien
ha soñado en mis besos, que venga
de su plácido ensueño a besarme.
Y mis lágrimas corren... No vienen...
¿Quién irá por el triste paisaje?
Sólo suena en el largo silencio
la campana que tocan los ángeles.
ESTOY TRISTE, Y MIS OJOS NO LLORAN
Estoy triste, y mis ojos no lloran
y no quiero los besos de nadie;
mi mirada serena se pierde
en el fondo callado del parque.
¿Para qué he de soñar en amores
si está oscura y lluviosa la tarde
y no vienen suspiros ni aromas
en las rondas tranquilas del aire?
Han sonado las horas dormidas;
está solo el inmenso paisaje;
ya se han ido los lentos rebaños;
flota el humo en los pobres hogares.
Al cerrar mi ventana a la sombra,
una estrena brilló en los cristales;
estoy triste, mis ojos no lloran,
¡ya no quiero los besos de nadie!
Soñaré con mi infancia: es la hora
de los niños dormidos; mi madre
me mecía en su tibio regazo,
al amor de sus ojos radiantes;
y al vibrar la amorosa campana
de la ermita perdida en el valle,
se entreabrían mis ojos rendidos
al misterio sin luz de la tarde...
Es la esquila; ha sonado. La esquila
ha sonado en la paz de los aires;
sus cadencias dan llanto a estos ojos
que no quieren los besos de nadie.
¡Que mis lágrimas corran! Ya hay flores,
ya hay fragancias y cantos; si alguien
ha soñado en mis besos, que venga
de su plácido ensueño a besarme.
Y mis lágrimas corren... No vienen...
¿Quién irá por el triste paisaje?
Sólo suena en el largo silencio
la campana que tocan los ángeles.
HAY UN ORO DULCE Y TRISTE
Hay un oro dulce y triste
en la malva de la tarde,
que da realeza a la bella
suntuosidad de los parques.
Y bajo el malva y el oro
se han recogido los árboles
verdes, rosados y verdes
de brotes primaverales.
En el cáliz de la fuente
solloza el agua fragante,
agua de música y lágrima,
nacida bajo la hierba
entre rosas y cristales...
...Ya el corazón se olvidaba
de la vida...; por los parques
todo era cosa de ensueño,
luz de estrellas, alas de ángeles...
Sólo había que esperar
a los luceros; la carne
se hacía incienso y penumbra
por las sendas de los rosales...
Y, de repente, una voz
melancólica y distante,
ha temblado sobre el agua
en el silencio del aire.
Es una voz de mujer
y de piano, es un suave
bienestar para las rosas
soñolientas de la tarde;
Una voz que me va haciendo
llorar por nadie y por alguien
en esta triste y dorada
suntuosidad de los parques.
HAY UN ORO DULCE Y TRISTE
Hay un oro dulce y triste
en la malva de la tarde,
que da realeza a la bella
suntuosidad de los parques.
Y bajo el malva y el oro
se han recogido los árboles
verdes, rosados y verdes
de brotes primaverales.
En el cáliz de la fuente
solloza el agua fragante,
agua de música y lágrima,
nacida bajo la hierba
entre rosas y cristales...
...Ya el corazón se olvidaba
de la vida...; por los parques
todo era cosa de ensueño,
luz de estrellas, alas de ángeles...
Sólo había que esperar
a los luceros; la carne
se hacía incienso y penumbra
por las sendas de los rosales...
Y, de repente, una voz
melancólica y distante,
ha temblado sobre el agua
en el silencio del aire.
Es una voz de mujer
y de piano, es un suave
bienestar para las rosas
soñolientas de la tarde;
Una voz que me va haciendo
llorar por nadie y por alguien
en esta triste y dorada
suntuosidad de los parques.
INTELIJENCIA
Intelijencia, dame
el nombre esacto de las cosas!
Que mi palabra sea
la cosa misma,
creada por mi alma nuevamente.
Que por mí vayan todos
los que no las conocen, a las cosas;
que por mí vayan todos
los que ya las olvidan, a las cosas;
que por mí vayan todos
los mismos que las aman, a las cosas...
¡Intelijencia, dame
el nombre esacto, y tuyo,
y suyo, y mío, de las cosas!
ΕΥΦΥΙΑ
Ευφυία, δως μου
το ακριβές όνομα των πραγμάτων!
Για να είναι η λέξη μου
το ίδιο το πράγμα,
δημιουργημένο ξανά από μένα.
Για να πάνε όλοι από μένα
αυτοί που τα γνωρίζουν, στα πράγματα;
για να πάνε από μένα όλοι
αυτοί που τα λησμονούν, στα πράγματα;
για να πάνε από μένα όλοι
οι ίδιοι που τα αγαπούν, στα πράγματα...
Ευφυία, δως μου
το ακριβ΄λες όνομα, και το δικό σου,
και το δικό τους, και δικό μου, των πραγμάτων!
LA HERMOSURA DE LA TARDE
La hermosura de la tarde
me ha herido el corazón
¡No puedo más. Aquí estoy,
caído, muerto de amor!
Mi sangre se une a la sangre
de un ocaso de pasión
¡No puedo más. Aquí estoy
-no estoy- muerto de amor!
Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΒΡΑΔΟΥ
Η ομορφιά του απόβραδου
μου πλήγωσε την καρδιά
Δεν μπορώ άλλο. Εδώ βρίσκομαι,
ηττημένος, νεκρός από έρωτα!
Το αίμα μου ενώνεται με το αίμα
ενός λυκόφωτος του παθους
Δεν μπορώ άλλο. Εδώ είμαι
-και δεν είμαι- νεκρός από έρωτα!
LA MEMORIA
¡Qué tristeza este pasar
el caudal de cada día
(¡vueltas arriba y abajo!),
por el puente de la noche
(¡vueltas abajo y arriba!),
al otro sol!
¡Quién supiera
dejar el manto, contento,
en las manos del pasado;
no mirar más lo que fue;
entrar de frente y gustoso,
todo desnudo, en la libre
alegría del presente!
Η ΜΝΗΜΗ
Τι θλίψη αυτό το πέρασμα
απ’ το πλούτος της κάθε μέρας
(με τις ανόδους και τα πισωγυρίσματα!),
απ’ το γεφύρι της νύχτας
(με τα πισωγυρίσματα και τις ανόδους!),
στον άλλο ήλιο!
Ποιος να το ήξερε
και να άφηνε την κάπα του, ευχαριστημένος,
στου παρελθόντος τα χέρια;
δίχως να κοιτάξει πια ότι συνέβη;
να μπει στα ίσια και πρόθυμος,
εντελώς γυμνός, μες στην ελεύθερη
χαρά του παρόντος!
LA ÚNICA ROSA
Todas las rosas son la misma rosa,
amor, la única rosa.
Y todo queda contenido en ella,
breve imajen del mundo,
¡amor!, la única rosa.
ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΡΟΔΟ
Όλα τα ρόδα είανι ττο ίδιο ρόδο,
έρωτα, το μοναδικό ρόδο.
Κι όλα εμπεριέχονται σ’ αυτό,
σ’ αυτή τη σύντομη εικόνα του κόσμου,
έρωτα!, στο μοναδικό ρόδο.
LLUVIA DE OTOÑO
(Llueve, llueve dulcemente...)
... El agua lava la yedra;
rompe el agua verdinegra;
el agua lava la piedra...
Y en mi corazón ardiente,
llueve, llueve dulcemente
Esté el horizonte triste;
¿el paisaje ya no existe?;
un día rosa persiste
en el pálido poniente...
Llueve, llueve dulcemente.
Mi frente cae en mi mano
¡Ni una mujer, ni un hermano!
¡Mi juventud pasa en vano!
- Mi mano deja mi frente... -
¡Llueve, llueve dulcemente!
¡Tarde, llueve; tarde, llora;
que, aunque hubiera un sol de aurora
no llegará mi hora
luminosa y floreciente!
¡Llueve, llora dulcemente!
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
(Βρέχει, βρέχει γλυκά...)
... Το νερό πλένει τη χλόη ;
διαλύει το μαυροπράσινο νερό;
το νερό καθαρίζει την πέτρα...
Και μες στη φλεγόμενη καρδιά μου,
βρέχει, βρέχει γλυκά.
Να είναι είναι ο ορίζοντας θλιμμένος;
το τοπίο πια δεν υπάρχει?;
μια ρόδινη μέρα επιμένει
μες στην ωρή δύση...
Βρέχει, βρέχει γλυκά.
Το πρόσωπό μου καταρρέει μες στο χέρι μου
Ούτε μια γυναίκα, ούτε ένας αδελφός!
Η νιότη μουδιαβαίνει μάταιη!
- Το χέρι μου αφήνει το πρόσωπό μου... -
Βρέχει, βρέχει γλυκά!
Σούρουπο, βρέχει; το σούρουπο, κλαίει;
γιατί, απρόλο που θα υπήρχε ένας ήλιος της αυγής
δεν θα έφτανε η ώρα μου
φωτεινή και ανθισμένη!
Βρέχει, κλαίει γλυκά!
LOS SAUCES ME LLAMARON…
Los sauces me llamaron, y no quise
decir que no a las voces de los muertos:
abrí la verja y penetré tranquilo
en el abandonado cementerio.
Lucía por Oriente la mañana
su celeste dulcísimo y sereno,
y los rayos de un sol de primavera
doraban la campiña con sus besos.
Dentro del campo santo, entre las zarzas
y los agrios rosales, unos huesos
carcomidos y oscuros se escondían
en la tierra mojada, y por el seco
y crujiente ramaje, los lagartos
se entraban en los ojos siempre abiertos
con que las calaveras, bajo lirios,
miraban melancólicas el cielo.
A lo lejos cantaban las alondras;
mi corazón alzó su sentimiento.
Un sepulcro caído, desde el fondo
del patio, me llamó con su misterio:
su losa de alabastro estaba rota
sobre la yerba exuberante, y dentro,
con espantosa mueca, sonreía,
cuajado de rocío, un esqueleto.
ΟΙ ΙΤΙΕΣ ΜΕ ΚΑΛΕΣΑΝ…
Οι ιτιές με κάλεσαν, και δε θέλησα
να πω όχι στις φωνές των νεκρών:
άνοιξα την καγκελόπορτα και μπήκα
στο εγκαταλειμένο κοιμητήριο.
Φώτιζε απ’ την Ανατολή το πρωινό
με το ουράνιο πραυντικό και γαλήνιο φως του,
κι οι ακτίνες ενός ανοιξιάτικου ήλιου
χρύσωναν την εξοχή με τα φιλιά τους.
Μέσα στον ιερό κάμπο, ανάμεσα στα βάτα
και τις αγριοτριανταφυλλιές, κάποια κόκκαλα
μαύρα και σαρακωφαγωμένα ήταν ψωμένα
μέσα στη μουσκεμένη γη, κι από το ξερό
και τραγανό φύλλωμα, οι σαύρες
έμπαινα στα πάντα ανοιχτά μάτια
με τα οποία οι νεκροκεφαλές, κάτω απ’ τους κρίνους,
κοίταζαν μελαγχολικά τον ουρανό.
Από μακριά τραγουδούσαν las alondras;
η καρδιά μου ύψωσε το αίσθημά της.
Ένα τάφος πεσμένος, από το βάθος
τυ αίθριου, με κάλεσε με το μυστήριό του:
η πλάκα του από αλάβαστρο ήταν σπασμένη
πάνω απ’ την οργιώδη βλάστηση, και μέσα,
με ένα τρομαχτικό μορφασμό, χαμογελούσε,
παγωμένος από τη δροσιά, ένας σκελετός.
MÁS ALLÁ QUE YO
Ese ocaso que se apaga,
¿qué es lo que tiene detrás?,
¿lo que yo perdí en el cielo,
lo que yo perdí en el mar,
lo que yo perdí en la tierra?
¿Más allá, más, más allá
, allá que toda la tierra,
todo el cielo y todo el mar?
¿Más allá que lo pasado
y más que lo que vendrá,
más que el principio y el fin
y más que la eternidad?
¿Más allá que yo, que acabo
todo por imajinar,
que estoy antes y después
de todo, más allá, más?
¿Más allá que yo en la nada,
más que yo en mi nada, más
que la nada y más que el todo
ya sin mí, más, más allá?
ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΜΕΝΑ
Ese ocaso que se apaga,
¿qué es lo que tiene detrás?,
¿lo que yo perdí en el cielo,
lo que yo perdí en el mar,
lo que yo perdí en la tierra?
¿Más allá, más, más allá
, allá que toda la tierra,
todo el cielo y todo el mar?
¿Más allá que lo pasado
y más que lo que vendrá,
más que el principio y el fin
y más que la eternidad?
¿Más allá que yo, que acabo
todo por imajinar,
que estoy antes y después
de todo, más allá, más?
¿Más allá que yo en la nada,
más que yo en mi nada, más
que la nada y más que el todo
ya sin mí, más, más allá?
NEGRA
Conmigo duermen mis penas
por la noche, fatigadas
de la lucha que en el día
sostuvieron con mi alma.
Mas ¡ay! que con el reposo
igual que yo, ellas descansan,
y con nueva y mayor furia,
al despuntar la alborada,
a mi alma triste despiertan
para ofrecerle batalla.
ΜΑΥΡΗ
Μαζί μου κοιμούνται κι οι λύπες μου
μες στη νύχτα, κουρασμένες
απ’ τη μάχη που όλη τη μέρα
έδιναν με την ψυχή μου .
Αλλά αλί!γιατί με τη ξεκούραση
έτσι όπως κι εγώ, αυτές αναγενιώνται,
και με νέα και πιο μεγάλη φούρια,
με μια πιο δυνατή καντάδα,
τη θλιμένη τη ψυχή μου τη ξυπνάνε
για να τη ρίξουν μες στη μάχη.
NO SÉ LO QUE HE DE HACER…
No sé lo que he de hacer.
Miro cerradas
todas las puertas;
igual es a mi alma que el invierno
la primavera.
No sé ya para qué
la aurora me despierta.
Se que no habrá una mano
que me cuelgue las frescas
guirnaldas del amor: que la amistad más noble
es obtusa y convexa.
Nada... Los mismos libros
-una flora de estrellas-
se caen al abismo
de mis miserias.
Las músicas son falsas
y las verdades huecas.
No sé por qué ni para qué descanso...
La misma muerte me parece ciega.
Pero una voz perenne de viento sin sentido
me clava en las entrañas este dardo
de sol y paz: "¡Espera!".
ΔΕ ΞΕΡΩ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ…
Δε ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Κλειστές βλέπω
όλες τις πόρτες;
ίδια είναι για τη ψυχή μου με το Χειμώνα
η Άνοιξη.
Δε ξέςρω γιατί
η αυγή με ξυπνά.
Ξέρω πως δε θα υπάρξει ένα χέρι
για να μου κρεμάσει τις φρέσκες
γιρλάντες του έρωτα: κι ότι και η πιο ευγενική φιλία
είναι ανώφελη κι αμφίβολη.
Τίποτα... τα ίδια βιβλία
-κι ένα λουλούδι από αστέρια-
πέφτουν μες στην άβυσο
με τις μιζέριες μου.
Οι μουσικές είναι λαθεμένες
κι οι αλήθειες κενές.
Δε ξέρω ούτε για τι ούτε για ποιον ξεκουράζομαι...
Κι ο ίδιος ο θάνατος μου φαίνεται τυφλός.
Αλλά μια αιώνια φωνή του ανέμου δίχως νόημα
στα σωθικά μου μέσα μου καρφώνει αυτή τη σαίτα
από ήλιο και ειρήνη: "Έλπιζε!".
¡Anda, cielo, dime que sí!
El cielo,
Como una adolescente enamorada,
dejándome su mano entre las mías
dice que sí y que no con sus estrellas.
- Y se sonríe y llora
mostrándome la espléndida hermosura
de la inseguridad.-
¡Oh, qué duda, qué afán, qué insomnio!
este no abandonar mi ilusión bella,
ese no querer más que esperar loco.
este no saber nada de las rosas
de la futura primavera;
de este presente casi cierto!
¡Y pasan noches, noches, noches,
sin dormir yo, saliendo
yo, desvelado, a ver el cielo
verde de madrugada; estático, esperando
el sí suyo a mi alma!
NΥΧΤΕΡΙΝΟ
Άντε,ουρανέ,πες μου το ναι!
Ο ουρανός,
Σαν μια έφηβη ερωτευμένη
αφήνοντάς μου το χέρι της μέσα στα δικά μου
μου λέει ναι και όχι με τ’ αστέρια του.
-Και γελά και κλαίει
δείχνοντάς μου τη λαμπρή ομορφιά
της αβεβαιότητας.-
Ω,τι αμφιβολία,τι ζήλος,τι αγρύπνια!
αυτή η μη εγκατάλειψη της όμορφής μου ψευδαίσθησης,
αυτό το να μη θέλειςνα περιμένεις πια γατί περιμένεις τρελός.
αυτή η άγνοια των ρόδων
της ερχόμενης Άνοιξης
αυτού τους χεδόν βέβαιου παρόντος!
Και περνούν νύχτες,νύχτες,νύχτες,
δίχως εγώ να κοιμάμαι,και να βγαίνω
εγώ,ξαγρυπνισμένος,για να δω τον ουρανό
πράσινο μες στη χαραυγή.εκστατικός,περιμένοντας
το ναι του στη ψυχή του!
PATIO PRIMERO
Silencio. Sólo queda
un olor de jazmín.
Lo único igual a entonces,
a tántas veces luego...
¡Sinfin de tanto fin!
ΠΡΩΤΟ ΑΙΘΡΙΟ
Σιωπή. Μόνο μένει
ένα άρωμα από γιασεμί.
Το μοναδικό όμοιο όπως τότε,
όπως τόσες φορές μεττά...
Ατέλειωτο από το τόσο τέλος!
PORQUE TODO ES DE VERDAD
¡Qué alegre el Guadalquivir porque la noche se va!
¡Todo canta en sus orillas la esperanza matinal!
Aún la luna está alumbrada y rosa sobre Alcalá,
aún en la onda es de noche, en el cielo tiembla aún la Venus primaveral.
Pero del oriente se enciende, el campo cambia de paz,
alegrado con los verdes que Dios descubriendo va.
A todas las despertadas orillas se llenarán ,
desde Sevilla a Sanlúcar, de las coplas del amar.
Goza el viento con los álamos, es del oro la Catedral…
Risas, lágrimas, ¡no flores! , y todo porque aquí estás.
Porque tú estás ya despierta, porque esperándome estás,
porque no vine en el tren a verte a ti en tu ciudad.
Porque van a ser las ocho, porque las calles te van,
porque tus brazos se alargan, porque te voy a abrazar.
¡Gorrión de las aceras! ¡Campana dominical!
¡Qué alegre mi corazón porque todo es de verdad!
ΓΙΑΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΑ
Τι χαρούμενος ο Γουαδαλκιβίρ που φεύγει η νύχτα!
Όλα τργουδούν στις όχθες του την πρωινή ελπίδα!
Ακόμη η σελήνη είναι φωτεινή και κίκκινη πάνω απ’ το Αλκαλά,
ακόμα στους κυματισμούς του είναι νύχτα, και στον ουρανό τρεμοπαίζει ακόμα η ανοιξιάτικη Αφροδίτη.
Αλλά απ’ την Ανατολή φλέγεται, ο κάμπος πάυει να είναι ήσυχος,
χαρούμενος καθώς είναι με τα πράσινα που ο Θεός σιγά σιγά ανακαλύπτει .
Όλες οι αφυπνισμένες όχθες θα γεμίσουν ,
από τη Σεβίλλη ως το Σανλούκαρ, με τις κόπλες της αγάπης.
Ο άνεμος ευχαριστιέται με τις λέυκες, κι είναι από χρυσάφι ο καθεδρικός ναός…
Γέλια, δάκρυα, όχι λουλούδια! , κι όλα τούτα επειδή εσύ βρίσκεσαι εδώ.
Επειδή εσύ έχεις πια ξυπνήσει, επειδή με περιμένεις,
επειδή δεν έρχεται το τρένο για να σε δει εσένα μές στην πόλη σου.
Επειδή σε λίγο θα είναι οχτώ η ώρα, επειδή οι δρόμοι σου φεύγουν,
επειδή τα μπράτσα σου απομακρύνονταιι,επειδή θα σ’ αγγαλιάσω.
Σπουργίτι των πεζοδρομίων! Καμπάνα κυριακάτικη!
Τι χαρούμενη που είναι η καρδιά μου επειδή όλα είναι αληθινά!
PRIMAVERA AMARILLA
¡Abril galán venía, todo
lleno de flores amarillas...
amarillo el arroyo,
amarilla la senda, la colina,
el cementerio de los niños,
el huerto aquel donde el amor vivía!
El sol ungía el mundo de amarillo
con sus luces caídas;
¡oh por los liros áureos,
el agua clara, tibia!,
¡las amarillas mariposas
sobre las rosas amarillas!
Guirnaldas amarillas escalaban
los árboles: el día
era una gracia perfumada de oro
en un dorado despertar de vida...
Entre los huesos de los muertos,
abría Dios sus manos amarillas.
ΚΙΤΡΙΝΗ ΑΝΟΙΞΗ
Απρίλης όμορφος ερχόταν, όλος
γεμάτος με κίτρινα λουλούδια...
κίτρινο το ρυάκι,
κίτρινο το μονοπάτι, ο μλόφος,
το νεκροταφείο των μικρών παιδιών,
ο κήπος εκείνος όπου μέσα του ζούσε ο έρωτας!
El sol ungía τον κόσμο με κίτρινο
με τα πεσμένα του φώτα;
¡ω μέσα απ’ τους χρυσαφένιους κρίνους,
το καθάριο χλιαρό νερό!,
κι οι κίτρινες πεταλούδες
πάνω στα κίτρινα τριαντάφυλλα!
Κίτρινες γιρλάντες σκαρφάλωναν
στα δέντρα: η μέρα ήταν
μια γλύκα αρωματισμένη με χρυσάφι
μέσα σε ένα χρυσό ξύπνημα της ζωής...
Aνάμεσα στων νεκρών τα κόκκαλα,
άνοιγε ο Θεός τα κίτριανα χέρια του.
ROSAS DE CADA DÍA
Nacía, gris, la luna, y Beethoven lloraba,
bajo la mano blanca, en el piano de ella...
En la estancia sin luz, ella, mientras tocaba,
morena de la luna, parecía más bella.
Teníamos los dos desangradas las flores
del corazón, y acaso llorábamos sin vernos...
Cada nota encendía una herida de amores...
-...el dulce piano intentaba comprendernos-.
Por el balcón abierto a brumas estrelladas
venía un viento triste de mundos invisibles...
Ella me preguntaba de cosas ignoradas
y yo le respondía de cosas imposibles...
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ
Γεννιόταν, γκρίζα, η σελήνη, κι ο Μπετόβεν θρηνούσε,
κάτω απ’ το άσπρο της χέρι, στο πιάνο εκείνης...
Στη δίχως φως παραμονή, εκείνη, καθώς έπαιζε,
μελαχρινή απ’ τη σελήνη, φαινόταν πιο ωραία.
Είχαμε κι οι δυο μας σπαραγμένα τα άνθη
της καρδιάς μας ,κι ίσως κλαίγαμε δίχως να φαινόμαστε...
Κάθε νότα άναε μια πληγή από έρωτες...
-...το γλυκό πιάνο προσπαθύσε να μας καταλάβει-.
Από το ανοιχτό μπαλκόνι με αστερωμένες ομίχλες
ερχόταν ένας άνεμος θλιμένος από αόρατους κόσμους...
Εκείνη με ρωτούσε για άγνωστα πράγματα
κι εγώ της απαντούσα για πράγματα απίθανα...
SIESTA DE LA TORMENTA
Murió, como un niño, el hijo
de tu loco corazón
y mi loco corazón.
(¡Ay nuestro amor!)
No sé si ríes o lloras
mirando muerto tu amor,
mirando muerto mi amor.
(¡Ay nuestro amor!)
Yo siento como si muertos
estuviéramos tú y yo,
estuviéramos los dos.
ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ
Πέθανε, σαν ένα μικρό παιδί, ο γιός
της τρελής σου καρδιάς
και της τρελής μου καρδιάς.
(Αχ ο έρωτάς μας!)
Δεν ξέρω αν γελάς η κλαις
θωρώντας νεκρό τον έρωτά σου,
θωρώντας νεκρό τον έρωτά μου.
(Αχ ο έρωτάς μας!)
Εγώ νιώθω σαν να ήμασταν
νεκροί εσύ κι εγώ,
σαν να ήμασταν κι οι δυο μας.
SIN TI NADA ES LA VIDA…
Sin ti nada es la vida.
Estoy mirando
el sol y vibra sin sentido;
el campo verde y oro
es fúnebre y vacío.
Estoy mirando el cielo azul
Y me parece absurdo y aburrido.
¡Ay sólo tú, divina, humana,
lo eres todo!.
Tranquilo,
sobre tu corazón, yo dejaría
el mío
y hoy, que no estás aquí,
jadea, ardiente y triste, como un perro
perdido…
No supe lo que eras
hasta que huiste. Lírico
era, contigo el tiempo,
el aire cristalino
corría todo lleno, ante tus ojos de oro,
en claro ilusionismo…
¿Nostalgias o demencias?
Te has ido, sí, te has ido.
Ni la flor tiene aroma
ni trino el pajarillo,
ni castidad la nube,
ni miel la fruta, ni frescura el río…
Como en un Viernes Santo perdurable
la muerte viva tiende un velo umbrío
sobre la soledad crucificada
del campo florecido.
Quieto, mudo, doliente,
clavado estoy en este laberinto.
Ciego, no se tomar ningún camino.
Y solo espero el sueño que no acaba
para acabar con este escalofrío.
ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΕΙΝΑΙ Η ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ
Ένα τίποτα είναι η ζωή χωρίς εσένα.
Κοιτάζω
τον ήλιο και παλλεται δίχως νόημα;
ο χρυσοπράσινος κάμπος
είναι νεκρικός και άδειος.
Κοιτάζω τον γαλάζιο ουρανό
Και μου φαίνεται βαρεός και παράλογος.
Αχ, μόνο εσύ,θεική κι ανθρώπινη,
είσαι τα πάντα!.
Γαλήνιος,
πάνω στην καρδιά σου, εγώ θα απέθετα
τη δική μου
και σήμερα,που δεν είσαι εδώ,
κοντανασαίνει, φλεγόμενη και θλιμμένη, όπως ένα χαμένο
σκυλί…
Δεν ήξερα αυτό που ήσουν
μέχρι που έφυγες. Λυρικός
ήταν, μαζί σου ο χρόνος,
κρυστάλινος ο αγέρας
όλα κινούνταν πληρωμένα, μπροστά στα μάτια σου από χρυσάφι,
μέσα σε μια πλήρη ψευδαίσθηση…
Νοσταλγίες η γεροντικές τρέλες;
Έφυγες, ναι, έφυγες.
Ούτε το λουλούδι έχει άρωμα
ούτε κελάιδημα το πουλάκι,
ούτε το σύννεφο καθαρότητα,
ούτε μέλι το φρούτο, ούτε δροσιά το ποτάμι…
Όπως σε μια ατέλειωτη Μεγάλη Παρασκευή
ο ζωντανός θάνατος απλώνει ένα velo umbrío
πάνω στη σταυρωμένη μοναξιά
του ανθισμένου κάμπου.
Ήρεμος,βουβός, πονεμένος,
σταυρωμένος είμαι μέσα σ’ αυτό τον λαβύρινθο.
Τυφλός, δε ξέρω ποιο δρόμο να πάρω.
Και περιμένω μόνο το όνειρο που δεν τελειώνει
γιας να τελειώσω μ’ αυτό το σύγκρυο.
TARTESIA ALTIVA
Como soy de Moguer y de Sevilla
canto mis ilusiones por seguidillas.
Por seguidillas
canto mis ilusiones, Tartesia altiva
ΨΗΛΗ ΜΟΥ ΤΑΡΤΕΣΙΑ
Όπως είμαι απ’ το Μογκέρ
τραγουδώ τις αυταπάτες μου με τις σεγκιδίγιας.
Με τις σεγκιδίγιας.
τραγουδώ τις αυταπάτες μου, ψηλή μου Ταρτεσία.
TE DESHOJÉ COMO UNA ROSA
Te deshojé, como una rosa,
para verte tu alma,
y no la vi.
Mas todo en torno
--horizontes de tierras y de mares--,
todo, hasta el infinito,
se colmó de una esencia
inmensa y viva.
ΣΕ ΜΑΔΗΣΑ ΣΑΝ ΕΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
Σε μάδησα, σαν ένα τριαντάφυλλο,
για να δω την ψυχή σου,
και δεν την είδα.
Αλλά όλα ολόγυρα
--ορίζοντες της γης και των θαλασσών--,
όλα, μέχρι και το άπειρο,
πλρώθηκαν με μια ουσία
απέρντη και ζωντανή.
UN JARDÍN QUE NOS CONSUELE
Lentamente
Cuando el corazón nos duele
por causa de una mujer,
qué dulce es poder tener
un jardín que nos consuele!
A veces, una violeta,
en la más larga avenida,
es buena para la herida
de un corazón de poeta.
Es la fragancia, que envuelve
la pena del corazón,
que hace cantar la canción
de lo que ya nunca vuelve...
Brisa triste, brisa en calma
de mi jardín florecido,
¿dónde encuentras ese olvido
que pones sobre mi alma?
Di, brisa ¿en qué blanco cielo,
en qué fuentes, en qué lumbres
recoges tus mansedumbres
y tus voces de consuelo?
...Pues que tan triste frescor
tienes, violeta, y tú, brisa,
¿a qué quiero la sonrisa
de sus dos labios en flor?
¡Qué dulce es poder tener
un jardín que nos consuele,
cuando el corazón nos duele
por causa de una mujer¡
UN JARDÍN QUE NOS CONSUELE
Αργά
Όταν η καρδιά μας πονά
εξ αιτίας μιας γυναίκας,
τι γλυκό που είναι να μπορούμε να έχουμε
ένα κήπο που να μας παρηγορεί!
Κάποτε, μια βιολέτα,
είναι η πιο μαακριά λεωφόρος,
είναι καλή για την ψυχή
της καρδιάς ενός ποιητή.
Eίναι το άρωμα, που τυλίγει
τη λύπη της καρδιάς,
που κάνει να τραγουδιέται ένα τραγούδι
γι αυτό που ποτέ δεν θα επιστρέψει...
Αύρα θλιμμένη,αύρα γαληνεμένη
του ανθισμένου μου κήπου,
που βρίσκεις αυτή τη λησμονιά
που απλώνεις πάνω απ’ την ψυχή μου;
Πες μου, αύρα,σε ποιο λευκό ουρανό,
σε ποιες πηγές, από ποιες φωτιές
συλλέγεις τις πραότητές σου
και τα λόγια σου της παρηγοριάς;
...Λοιπόν τι θλιμμένη δροσιά που
έχεις, βιολέτα, κι εσύ, αύρα,
για ποια θέλω το χαμόγελο
των ανθισμένων χειλιών σου;
Τι γλυκό που είναι να μπορούμε να έχουμε
ένα κήπο για να μας παρηγορεί,
όταν η καρδιά μας πονά
εξ αιτίας μιας γυναίκας!
VIENTO DE AMOR
Por la cima del árbol iré
y te buscaré.
Por la cima del árbol he de ir,
por la cima del árbol has de venir,
por la cima del árbol verde
donde nada y todo se pierde.
Por la cima del árbol iré
y te encontraré.
En la cima del árbol se va
a la ventura que aún no está,
en la cima del árbol se viene
de la dicha que ya se tiene.
Por la cima del árbol iré
y te cogeré.
El viento la cambia de color
como el afán cambia el amor,
y a la luz de viento y afán
hojas y amor vienen y van.
Por la cima del árbol iré
y te perderé.
ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Απ’ τη κορφή του δέντρου θα έρθω
και θα σε ψάξω.
Απ’ την κορφή του δέντρου πρέπει να έρθω
απ’ την κορφή του δέντρου πρέπει να έρθεις,
απ’ την κορφή του πράσινου δέντρου
όπου τίποτα και όλα χάνονται.
Απ’ τη κορφή του δέντρου θα έρθω
και θα σε συναντήσω.
Απ’ τη κορφή του δέντρου πάει κανείς
για την καλή τύχη που ακόμα δεν έχει,
και στην κορφή του δέντρου έρχεται
από την ευτυχία που πια τον κατέχει.
Απ’ τη κορφή του δέντρου θα έρθω
και θα σε πιάσω.
Ο άνεμος της αλλάζει το χρώμα
όπως ο ζήλος αλλάζει τον έρωτα,
και από το φως και το ζήλο του ανέμου
τα φύλλα κι ο έρωτας πάνε κι έρχονται.
Απ’ τη κορφή του δέντρου θα έρθω
και θα σε χάσω.
VINO, PRIMERO, PURA…
Vino, primero, pura,
Vestida de inocencia.
Y la amé como un niño.
Luego se fue vistiendo
De no sé qué ropajes.
Y la fui odiando, sin saberlo.
Llegó a ser una reina,
Fastuosa de tesoros...
¡Qué iracundia de yel y sin sentido!
...Mas se fue desnudando.
Y yo le sonreía.
Se quedó con la túnica
De su inocencia antigua.
Creí de nuevo en ella.
Y se quitó la túnica,
Y apareció desnuda toda...
¡Oh pasión de mi vida, poesía
desnuda, mía para siempre!
ΗΡΘΕ, ΠΡΩΤΑ, ΑΓΝΗ…
Ήρθε, πρώτα, αγνή,
Ντυμένη με την αθωότητα.
Κι εγώ σαν ένα μικρό παιδί την αγάπησα.
Μετά έφυγε ντυμένη
Δε ξέρω με τι φορεσιές.
Κι άρχισα να τη μισώ, δίχως να το καταλαβαίνω.
Κατάφερε να γίνει μια βασίλισσα,
Μεγαλοπρεπής με τους θησαυρούς της...
Τι έξαψη από κρυάδα και δίχως νόημα!
...Αλλά έφυγε ξεγυμνωμένη.
Κι εγώ της χαμογελούσα.
Έμεινε με το μεσοφόρι
Της παλιάς της αθωότητας.
Πίστεψα ξανά σε κείνη.
Και έβγαλε το μεσοφόρι,
και μου εμφανίστηκε ολόγυμνη...
Ω πάθος της ζωής μου, ποίηση
γυμνή, δική μου για πάντα!
ZINC
¡Qué hueco tan robado
el de este vano cielo
que nada al alma pone,
ni nada quita al cuerpo!
ΤΣΙΓΚΟΣ
Τι κοιλότητα τόσο συλλημένη
αυτή τούτου του αδιάφορου ουρανού
που τίποτα στην ψυχή δεν προσθέτει,
ούτε τίποτα αφαιρεί από το κορμί!
LO QUE SIGUE
Como en la noche, el aire ve su fuente
oculta. Está la tarde limpia como
la eternidad.
La eternidad es solo
lo que sigue, lo igual; y comunica
por armonía y luz con lo terreno.
Entramos y salimos sonriendo,
llenos los ojos de totalidad,
de la tarde a la eternidad, alegres
de lo uno y lo otro. Y de seguir,
de entrar y de seguir.
Y de salir...
(Y en la frontera de las dos verdades
exaltando su última verdad,
el chopo de oro contra el pino verde,
síntesis del destino fiel, nos dice
qué bello al ir a ser es haber sido).
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ
¨όπως μέσα στη νύχτα, ο αγέρας βλέπει την κρυφή
πηγή του. Eίανι το απόβραδο καθάριο όπως
η αιωνιότητα.
Η αιωνιότητα είναι μόνο
αυτό που ακολουθεί, το όμοιο;και επικοινωνεί
με αρμονία και με φως με το γήινο.
Μπαίνουμε και βγαίνουμε χαμογελώντας,
με τα μάτια γεμάτα απ’ την ολότητα,
απ’ το απόβραδο ως τηναιωνιότητα, χαρούμενοι
για το ένα και για το άλλο. Και συνεχίζουμε,
να μπαίνουμε και συνεχίζουμε .
Και να βγαίνουμε...
(και στο σύνορο των δυο αληθειών
εξαίροντας την τελευταία αλήθεια του,
η λεύκα από χρυσάφι απέναντι στο πράσινο πεύκο,
σύνθεση του πιστού πεπρωμένου, μας λέει
τι όμορφο που είναι από το να υπάρχεις να έχεις υπάρξει ).
EL DÍA BELLO
Y en todo desnuda tú.
He visto la aurora rosa
y la mañana celeste,
he visto la tarde verde
y he visto la noche azul.
Y en todo desnuda tú.
Desnuda en la noche azul,
desnuda en la tarde verde
y en la mañana celeste,
desnuda en la aurora rosa.
Y en todo desnuda tú.
Η ΟΜΟΡΦΗ ΜΕΡΑ
Και μέσα σ’ όλα γυμνή εσύ.
Είδα τη ρόδινη αυγή
και το ουράνιο πρωινό,
είδα το πράσινο τ’ απόβαρδο
και τη γαλάζια νύχτα.
Και μέσα σ’ όλα γυμνή εσύ.
Γυμνή μες στη γαλάζια νύχτα,
γυμνή μες στο ράσινο τα’ απόβαρδο
και μες στο ουράνιο πρωινό,
γυμνή μες στη ρόδινη αυγή.
Και μέσα σ’ όλα γυμνή εσύ.
EL IMPULSO
Subes de ti misma,
como un surtidor
de una fuente.
No
se sabe hasta donde
llegará tu amor,
porque no se sabe
dónde está el venero
de tu corazón.
(Eres ignorada,
eres infinita,
como el mundo y yo
Η ΟΡΜΗ
Ανεβαίνεις από μεσα σου,
σαν ένα σπουργίτι
από μια πηγή.
Δε
ξέρει κανείς μέχρι που
θα φτάσει ο έρωτά ςσου,
γιατί κανείς δε ξέρει
που βρίσκεται το δηλητήριο
της καρδιάς σου.
(Είσαι αγνώριστη,
είσαι απέραντη,
όπως ο κόσμος κι εγώ
EL PÁJARO DEL AGUA
Pájaro del agua
¿qué cantas, qué encantas?
A la tarde nueva
das una nostaljia
de eternidad fresca,
de gloria mojada.
El sol se desnuda
sobre tu cantata.
¡Pájaro del agua!
Desde los rosales
de mi jardín llama
a esas nubes bellas,
cargadas de lágrima.
Quisiera en las rosas
ver gotas de plata.
¡Pájaro del agua!
Mi canto también
es canto de agua.
En mi primavera,
la nube gris baja
hasta los rosales
de mis esperanzas.
¡Pájaro del agua!
Amo el son errante
y azul que desgranas
en las hojas verdes,
en la fuente blanca.
¡No te vayas tú,
corazón con alas!
Pájaro del agua
¿qué encantas, qué cantas?
ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Πουλί του νερού
τι τραγουδάς, ποιον μαγεύεις;;?
Στο νέο απόβραδο
δίνεις μια νοσταλγία
από μια δροσερή αιωνιότητα,
από μια δόξα μουσκεμένη.
Ο ήλιος υψώνεται
μπροστά στην καντάδα σου.
Πουλί του νερού!
Από τις τριανταφυλλιές
του κήπου μου κάλεσε
εκείνα τα όμορφα σύννεφα,
τα φρτωμένα με δάκρυα.
Θα ήθελα πάνω στα τριαντάφυλλα
να δω σταγόνες από ασήμι.
Πουλί του νερού!
Το τραγούδι μου επίσης
είναι τραγούδι από νερό.
Στη δική μου Άνοιξη,
το γκρίζο σύννεφο κατεβαίνει
ως τις τριανταφυλλιές
των ελπίδων μου.
Πουλί του νερού!
Αγαπώ τον πλανόβιο
και γαλάζιο ήχο που διασπείρεις
πάνω στα πράσινα φύλλα,
μες στη λευκή πηγή σου.
Μη φύγεις εσύ,
καρδιά με φτερά!
Πουλί του νερού
ποιον μαγεύεις, τι τραγουδάς;
EL POSEEDOR
No recuerdo...
(Ya no viene el cavador
que cavaba en el venero)
No recuerdo...
(Sobre la mina han caído
mil siglos de suelos nuevos)
No recuerdo...
(El mundo se acabará.
No volverá mi secreto)
Ο ΚΑΤΟΧΟΣ
Δε θυμάμαι...
(Πια δεν έρχεται ο ανθρακωρρύχος
που έςσκαβε μέσα στη φλέβα)
Δεν θυμάμαι...
(Πάνω στο μετάλλευμα έπεσαν
χίλιοι αιώνες από νέα χώματα)
Δεν θυμάμαι...
(Ο κόσμος θα τελειώσει.
Δε θα επιστρέψει το μυστικό μου)
EL RITMO
Tira la piedra de hoy,
olvida y duerme. Si es luz,
mañana la encontrarás
ante la aurora, hecha sol.
Ο ΡΥΘΜΟΣ
Πέταξε την πέτρα του σήμερα,
ξέχασε και κοιμήσου. Αν είναι φως,
αύριο θα το βρεις
πριν τη χαραυγή, καμωμένο ήλιο.
EL SER UNO
Que nada me invada de fuera,
que sólo me escuche yo dentro.
Yo dios
de mi pecho.
(Yo todo: poniente y aurora;
amor, amistad, vida y sueño.
Yo solo
universo).
Pasad, no penséis en mi vida,
dejadme sumido y esbelto.
Yo uno
en mi centro.
ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ
Ώστε τίποτα να μην εισβάλλει μέσα μου,
για να ακούομαι εγώ από τα μέσα μου.
Εγώ θεός
του στέρνου μου.
(Εγώ το παν:δύση και χαραυγή;
αγάπη, φιλία, ζωή και όνειρο.
Εγώ μόνος
σύμπαν).
Περάστε, μη σκεφτείτε τη ζωή μου,
αφήστε με βυθισμένο και σβέλτο.
Ένας εγώ
μέσα στο κέντρο μου.
(GUIPÚZCOA)
El techo del vagón tiene un albor —¿ de dónde?—
y los turbios cristales, desvanecidos, lloran...
Fuera, entre claridades que van y vienen, hay
una conjuración de montaña y de sombra.
Los pueblos son de niebla bajo la madrugada;
es como un sueño vago de praderas humosas;
y las rocas, ¿enormes?, están sobre nosotros,
unminentes, perdidas las cimas en la hora.
No pára el tren... Tras unos cristales alumbrados,
a través de la lluvia, cansada y melancólica,
una mujer, confusa, bella, medio desnuda,
nos dice adiós...
—¡Adiós!
El agua habla, monótona.
(ΓΚΙΠΟΥΖΚΟΑ)
Η οροφή του βαγονιού έχει άνοιγμα —από που?—
και τα θολά τζάμια, χνωτισμένα, θρηνούν...
Έξω, ανάμεσα σε ξέφωτα που πάνε κι έρχονται, υπάρχει
μια συνωμοσία του βουνού με τη σκιά.
Τα χωριά είναι βυθισμένα μες στην καταχνιά κάτω απ’ το χάραμα;
είναι σαν ένα ακαθόριστο όνειρο από καπνισμένα λιβάδια;
και τα τριαντάφυλλα, τεράστια?, βρίσκονται πάνω από μας
κοντινές,χαμένες οι κορφές τουτη την ώρα
Δε σταματά το τρένο... Πίσω από κάποια φωτισμένα τζάμια,
εν μέσω της βροχής, κουρασμένη και μελαγχολική,
μια γυναίκα, συγχισμένη, όμορφη, μισόγυμνη,
μας λέει αντίο...
—Αντίο!
Το νερό μιλά,μονότονα.
LA ESTRELLA VENIDA
En el naranjo está la estrella.
¡A ver quién puede cojerla!
¡Pronto, venid con las perlas,
traed las redes de seda!
En el tejado está la estrella.
¡A ver quién puede cojerla!
¡Oh, que olor a primavera
su pomo de luz eterna!
En los ojos esta la estrella.
¡A ver quién puede cojerla!
¡Por el aire, por la yerba,
cuidado, que no se pierda!
¡En el amor está la estrella!
¡A ver quién puede cojerla!
ΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ ΑΣΤΕΡΙ
Στη πορτοκαλιά επάνω βρίσκεται τ’ αστέρι.
Να δούμε ποιος μπορεί να το πιάσει!
Γρήγορα, ελάτε με τις πέρλες,
φέρτε τα δίχτυα από ασήμι!
Πάνω στη σκεπή βρίσκεται τ’ αστέρι.
Να δούμε ποιος μπορεί να το πιάσει!
Ω,τι ανοιξιάτικο άρωμα
το χεράκι του από φως αιώνιο!
Μες στα μάτια βρίσκεται τα’ αστέρι.
Να δούμε ποιος μπορεί να το πιάσει!
Μες στον αέρα, μες στη χλόη,
προσοχή, να μη χαθεί!
Μες στον έρωτα βρίσκεται τ’ αστέρι!
Να δούμε ποιος μπορεί να το πιάσει!
EN ESTE INSTANTE
En este instante,
ya no existen los cuerpos; son las almas
las que se ansían, las que quieren verse,
penetrarse sin fin.
Y no se acaba
nunca el afán, porque el dominio
de su fuego es la órbita
del alma: el universo.
¡Dos universos
—¡oh imposible posible del amor!—
compenetrándose,
en un afán de dos eternidades!
¡Y se salen las almas abrazadas,
y se van; y se quedan
los cuerpos, separados, fríos, muertos!
Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ
Σ αυτή τη στιγμή,
δεν υπάρχουν πια δυο κορμιά; είναι οι ψυχές
αυτές που αγωνιούν, αυτές που θέλουν να φανούν,
καθώς θα διεεισδύουν ατέλειωτα.
Και δεν τελειώνει
ποτέ ο ζήλος, γιατί το πεδίο
της φλόγας του είναι η τροχιά
της ψυχής: το σύμπαν.
Δυο κόσμοι
—ω απίθανο πιθανό του έρωτα!—
που διεισδύουν ο ένας μέσα στον άλλο,
σε ένα ζήλο από δυο αιωνιότητες!
Και βαγ΄’ινουν οι ψυχές αγκαλιασμένες,
και φεύγουν; κι απομένουν
τα κορμιά, χωρισμένα, κρύα, νεκρά!
GRÁCIL
¿Te cojí? Yo no sé
si te cojí, pluma suavísima,
o si cojí tu sombra.
ΝΤΕΛΙΚΑΤΗ
ΣΕ έπιασα? Εγώ δε ξέρω
αν σε έπιασα, ντελικάτη πένα,
η αν έπιασα τη σκιά σου.
IDA DE OTOÑO
Por un camino de oro van los mirlos... ¿Adónde?
Por un camino de oro van las rosas... ¿Adónde?
Por un camino de oro voy...
¿Adónde,
otoño? ¿Adónde, pájaros y flores?
ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ
Από ένα δρόμο από χρυσάφι πάνε τα κοτσύφια...Για που;
Από ένα δρόμο από χρυσάφι πάνε τα τριαντάφυλλα...Για που;
Από ένα δρόμο από χρυσάφι πάω...
Για που,
Φθινόπωρο? Για πού, πουλιά και λουλούδια;
NOSTALJIA GRANDE
Hojilla verde con sol,
tú sintetizas mi afán;
afán de gozarlo todo,
de hacerme en todo inmortal.
ΜΕΓΑΛΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Hojilla verde con sol,
tú sintetizas mi afán;
afán de gozarlo todo,
de hacerme en todo inmortal.
LA MUERTE ES UNA MADRE
La muerte es una madre nuestra antigua,
nuestra primera madre, que nos quiere
a través de las otras, siglo a siglo,
y nunca, nunca nos olvida;
madre que va, inmortal, atesorando
—para cada uno de nosotros sólo—
el corazón de cada madre muerta;
que esta más cerca de nosotros,
cuantas más madres nuestras mueren;
para quien cada madre sólo es
un arca de cariño que robar
—para cada uno de nosotros sólo—;
madre que nos espera,
como madre final, con un abrazo inmensamente abierto,
que ha de cerrarse, un día, breve y duro,
en nuestra espalda, para siempre.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΗΤΕΡΑ
Ο θάνατος είναι μια παλιά δική μας μητέρα,
η δική μας πρώτη μητέρα, που μας αγαπά
μέσα απ’ τις άλλες, αιώνες και αιώνες,
και που ποτέ, ποτέ δε μας ξεχνά;
μητέρα που πορεύεται ,αθάνατη, θησαυρίζοντας
—για κάθε ένα από εμάς—
την καρδιά της κάθε νεκρής μητέρας;
που βρίσκεται πιο κοντά σε μας,
πόσες περισσότερες δικές μας μητέρες πεθαίνουν;
για κείνον κάθε μητέρα είναι
μια κιβωτός από τρυφερότητα που θα κλέψει
—για κάθε ένα από μας μόνο—;
μητέρα που μας περιμένει ,
σαν μητέρα τελική, με μια αγκαλιά άπειρα ανοιχτή
που θα πρέπει να κλέισει, μια μέρα, σύντομη και σκληρή,
στη δική μας πλάτη, για πάντα.
MI POSIBLE
¿Soy yo quien anda esta noche por mi cuarto, o el mendigo
que rondaba mi jardín, al caer la tarde?
Miro
en torno y veo que todo es lo mismo y no es lo mismo...
¿La ventana estaba abierta? ¿Yo no me había dormido?
¿El jardín no estaba verde de luna?... El cielo era limpio
y azul... Y hay nubes y viento y el jardín está sombrío...
Creo que mi barba era negra... Yo estaba vestido
de gris... Y mi barba es blanca y estoy enlutado... ¿Es mío
este andar? ¿Tiene esta voz que ahora suena en mí, los ritmos
de la voz que yo tenía?
¿Soy yo, o soy el mendigo
que rondaba mi jardín al caer la tarde?...
Miro
en torno... Hay nubes y viento... El jardín está sombrío...
... Voy y vengo... ¿Y yo ¡yo! no me había ya dormido?
Mi barba está blanca... Y todo no es lo mismo y es lo mismo.
ΕΓΩ ΠΙΘΑΝΩΣ
Είμαι εγώ αυτός που βηματίζει αυτή τη νύχτα μέσα στο δωμάτιό μου, η ο ζητιάνος που περιφέρονταν στον κήπο μου, στο πέσιμο του σούρουπου?
Κοιτάζω
γύρω και βλέπω ότι όλα είναι τα ίδια και δεν είναι τα ίδια...
Το παράθυρο ήταν ανοχτό? Ργώ δεν είχα αποκοιμηθεί?
Ο κήπος δεν ήταν πάσινος κάτω απ’ τη σελήνη?... Ο ουρανός ήταν καθάριος
και γαλανός... Και υπάρχουν σύννεφα και αγέρας και ο κήπος είναι σκιερός...
Πιστεύω ότι τα γένια μου ήταν μαύρα... Εγώ ήμουν ντυμένος
στα γκρίζα... Και τα γένια μου άσπρισαν και είμαι πενθοφορημένος... Είναι δικό μου αυτό το περπάτημα? Έχει αυτή η φωνή που τώρα ηχεί μέσα μου, τους ρυθμούς της φωνής που εγώ είχα?
Είμαι εγώ,η είμαι ο ζητιάνος
που περιφέρονταν στον κήπο μου, στο πέσιμο του σούρουπου?...
Κοιτάζω
γύρω... Υπάρχουν σύννεφα και άνεμος... Ο κήπος είναι σκιερός...
... Πάω κι έρχομαι... Κι εγώ, εγώ! Δεν είχα πια αποκοιμηθεί?
Τα γένια μου είναι άσπρα... Και όλα είναι τα ίδια και τα ίδια.
MADRE
(Moguer, 24 de junio)
Te digo al llegar, madre,
que tú eres como el mar; que aunque las olas
de tus años se cambien y te muden,
siempre es igual tu sitio
al paso de mi alma.
No es preciso medida
ni cálculo para el conocimiento
de ese cielo de tu alma;
el color, hora eterna,
la luz de tu poniente,
te señalan, ¡oh madre! entre las olas
conocida y eterna su mudanza.
MΗΤΕΡΑ
(Mογκέρ, 24 του Ιούνη)
Σου λέω, έχοντας φτάσει,μητέρα,
ότι εσύ είσαι σαν τη θάλασσα; που κι αν ακόμα τα κύματα
των χρόνων σου σε άλλαξαν και σε βούβαναν,
πάντα είναι ίδι η θέση σου
μέσα στο πέρασμα της ψυχής μου.
Δε χρειάζεται κανένα μέτρο
ούτε υπολογισμός για τη γνώση
αυού του ουρανού της ψυχής σου;
το χρώμα, η αιωνια ώρα,
το φως της δύσης σου,
σε σημαδεύουν, ω μητέρα! Ανάμεσα στα κύματα
γνωστή και αιώνια είναι μετοίκησή σου.
UNIVERSO
Tu cuerpo: celos del cielo.
Mi alma: celos del mar.
–Piensa mi alma otro cielo.
Tu cuerpo sueña otro mar–.
ΣΥΜΠΑΝ
Το κορμί σου: ζήλια τ’ ουρανού.
Η ψυχή μου: ζήλια της θάλασσας.
–Σκέφτεται η ψυχή μου έναν άλλο ουρανό.
Το κορμί σου ονειρεύεται μια άλλη θάλασσα–.
¿NADA TODO?
¿Nada todo? Pues ¿y este gusto entero
de entrar bajo la tierra, terminado
igual que un libro bello?
¿Y esta delicia plena
de haberse desprendido de la vida,
como un fruto perfecto, de su rama?
¿Y esta alegría sola
de haber dejado en lo invisible
la realidad completa del anhelo,
como un río que pasa hacia el mar,
su perene escultura?
ΤΙΠΟΤΑ ΟΛΑ?
Ένα τίποτα όλα? Λοιπόν κι αυτή η ακατάβλητη διάθεση
του να θέλεις να θαφτείς κάτω από τη γη, τελειώνοντας
όπως ένα όμορφο βιβλίο;
Κι αυτή η ολοκληρωμένη απόφαση
του να αποκοπείς απ΄τη ζωή,
σαν ένα ώριμο φρούτο, απ΄ το κλαδί του;
Και αυτή η μοναδική χαρά
του να έχεις αφήσει μες στο αόρατο
ολόκληρη την πργματικότητα της αγωνίας σου,
όπως ένα ποτάμι που κουβαλά ως τη θάλασσα,
την αιώνια γλυπτική του;
XXXVI
¡No corras, ve despacio,
que adonde tienes que ir es a ti solo!
¡Ve despacio, no corras,
que el niño de tu yo, recienacido
eterno,
no te puede seguir!
XXXVI
Μη τέχεις, πήγαινε αργά,
γιατί όπου είναι να πας θα πας μόνος σου!
Πήγαινε αργά, μη τέχεις,
γιατί το μικρό παιδί του εγώ σου, που μόλις γεννήθηκε
αιώνιο,
δεν μπορεί να σ’ ακολουθήσει!
RUTA TOTAL
OBERÓN A TITANIA
Mar en calma, la noche plateada
se ofrece, inmensa, a mi amargura:
ruta total de puro azul
para ultraocasos solos de ventura última.
¡Si llegara yo a ti,
nadando en esta luna!
ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ
Ο ΟΜΠΕΡΟΝ ΣΤΗΝ ΤΙΤΑΝΙΑ
Θάλασσα γαλήνια, η ασημωμένη νύχτα
προσφέρεται, απέραντη, στην πίκρα μου:
πορεία καθολική από καθαρό γαλάζιο
για τα απόμακρα λυκόφωτα της τελευταίας καλοτυχιάς.
Αν έφτανα εγώ σε σένα,
πλέοντας μέσα σ’ αυτή τη σελήνη!
OJOS DE AYER
¡Ojos que quieren
mirar alegres
y miran tristes!
¡Ay, no es posible
que un muro viejo
dé brillos nuevos;
que un seco tronco
(abra otras hojas)
abra otros ojos
que estos, que quieren
mirar alegres
y miran tristes!
¡Ay, no es posible!
ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ
Μάτια που θέλουν
να κοιτάξουν χαρούμενα
και κοιτάζουν λυπημένα!
Αχ, δεν είναι δυνατό
να υπάρξει ένας παλιός τοίχος
με νέες λάμψεις;
όπου ένας ξερός κορμός
(θα βγάλει άλλα φύλλα)
και θα ανοίξει άλλα μάτια
απ’ αυτά, που θέλουν
να κοιτάξουν χαρούμενα
και κοιτάζουν λυπημένα!
Αχ, δεν είναι δυνατό!
OTOÑO ÚLTIMO
Ya el árbol no es de hojas secas,
ya el árbol solo es de sol.
—¡Arbolito que era ayer
de oro yerto de dolor!—
Ya el árbol se ha resignado
a su sereno morir.
Dos meses de sentimiento
le han hecho su oro feliz.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Πια το δε΄ντρο δεν είναι με ξερά τα φύλλα,
πια το δέντρρο είναι μόνο από ήλιο.
—Δεντρί που ήταν εχθές
από χρυσάφι καμωμένο από πόνο!—
Πια το δέντρο αποδέχτηκε
τη γαλήνια τελευτή του.
Δυο μήνες όλο αίσθημα
του έφτιαξαν το ευτυχισμένο του χρυσάφι.
OTRO SILENCIO
De noche, el oro
es plata.
Plata muda el silencio
de oro de mi alma.
ΑΛΛΗ ΣΙΩΠΗ
Τη νύχτα, το χρυσάφι
είναι ασήμι.
Ασήμι βουβό η σιωοή
από χρυσάφι της ψυχής μου.
PASANDO VIENTOS Y OLAS
Toda la noche,
los pájaros han estado cantándome sus colores.
(No los colores
de sus alas matutinas con el fresco de los soles.
No los colores
de sus pechos vespertinos al rescoldo de los soles.
No los colores
de sus picos cotidianos, que se apagan por la noche,
como se corren
los colores conocidos de las hojas y las flores).
Otros colores,
el paraíso primero que perdió del todo el hombre.
El paraíso
que las flores y los pájaros inmensamente conocen.
Flores y pájaros
que van y vienen oliendo, volando por todo el orbe.
Otros colores,
el paraíso sin cambio que el hombre en sueños recorre.
Toda la noche,
los pájaros han estado cantándome los colores.
Otros colores
que tienen en otro mundo y que sacan por la noche.
Unos colores
que yo he visto bien despierto y que están yo sé bien dónde.
Yo sé de dónde
los pájaros han venido a cantarme por la noche.
Yo sé de dónde,
pasando vientos y olas, a cantarme mis colores.
ΠΕΡΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΑΓΕΡΗΔΕΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ
Όλη τηυ νύχτα,
τα πουλιά ήτανεδώ τραγουδώντας μου τα χρώματά τους.
(Όχι τα χρώματα
των πρωινιάτικων φτερών τους με τη δροσιά των ήλιων.
Όχι τα χρώματα
των εσπερινών πτιλωωμάτων τους al rescoldo των ήλιων.
Όχι τα χρώματα
των καθημερινών ραμφών τους, που σβήνονται τη νύχτα,
όταν ξεχύνονται
τα γνωστά χρώματα των φύλλων και των λουλουδιών).
Άλλα χσρώματα,
τον πρώτο παράδεισο που έχασε για πάντα ο άνθρωωπος.
Τον παράδεισο
που τα λουλούδια και τα πουλιά καλά γνωρίζουν.
Λουλούδια και πουλιά
που πάνε κι έρχονται μυρίζοντας, πετώντας μέσα σ’ όλο το σύμπαν.
Άλλα χρώματα,
τον ανάλαχτο παράδεισο που ο άνθρωπος μες στα όνειρά του διασχίζει.
Όλη τη νύχτα,
τα πουλιά ήταν εδώ τραγουδώντας μου τα χρώματά τους.
Άλλα χρώματα
που έχουν σε έναν άλλο κόσμο και πουτ αβγάζουν τη νύχτα.
Κάποια χρώματα
που εγώ τα είδα καλά ξύπνιος και που εγώ ξέρω καλά που βρίσκονται.
Εγώ ξέρω από πού ήρθαν
τα πουλιά για να μουτραγουδήσουν μες στη νύχτα.
Εγώ ξέρω από πού ήρθαν,
διασχίζοντας ανέμους και κύματα, για να μου τραγουδήσουν τα χρώματά τους.
PENA
¡Llanto en la noche inmensa y negra;
llanto —¿de quién? ¿por qué?— que no te puedes
parar;
que te vas, sollozando, como un río a un mar funesto, oscuro,
de fondos ignorados, de playas infinitas,
sin poderte parar!
ΛΥΠΗ
Κλάμα μες στην ατέλειωτη μαύρη νύχτα;
κλάμα —από ποιον? για τι?— που δεν μπορείς
να το σταματήσεις;
γιατί πας, θρηνώντας, σαν ένα ποτάμι προς μια θάλασσα ολέθρια και σκοτεινή,
με άγνωστα βάθη, με ατέλειωτες πλαγιές,
δίχως να μπορείς να σταματήσεις!
MI SITIO
Tarde última y serena,
corta como una vida,
fin de todo lo amado
¡yo quiero ser eterno!
(Atravesando hojas,
el sol ya cobre viene
a herirme el corazón.
¡Yo quiero ser eterno!)
Belleza que yo he visto
¡no te borres ya nunca!
Porque seas eterna
¡yo quiero ser eterno!
Η ΘΕΣΗ ΜΟΥ
Απόβραδο τελευταίο και γαλήνιο,
σύντομο σαν μια ζωή,
τέλος για ότι αγαπήθηκε
εγώ θέλω να γίνω αιώνιος!
(Διασχύζοντας φυλλωσιές,
ο ήλιος χάλκινος πια έρχεται
για να μου λαβώσει την καρδιά.
Εγώ θέλω να γίνω αιώνιος!)
Ομορφιά που εγώ είδα
να μη σβηστείς πια ποτέ!
Γιατί θα είσαι αιώνια
εγώ θέλω να γίνω αιώνιος!
PRIMAVERA MADRE
¡Madre mía, tierra,
otra vez más verde,
más plena, más bella!
(Y yo, mientras, hijo
tuyo, con más secas
hojas en las venas).
¡Madre mía, tierra,
sé tú siempre joven,
y que yo me muera!
(Y tú, mientras, madre
mía, con más frescas
hojas en las piernas).
ΜΗΤΕΡΑ ΑΝΟΙΞΗ
Μητέρα μου, γη,
γι’ άλλη μια φορά πράσινη,
πιο πληρωμένη, πιο όμορφη!
(Κι εγώ,ενώ, παιδί
δικό σου, με πιο πολλά ξερά
φύλλα μες στις φλέβες μου).
Μητέρα μου, γη,
σε ξέρω εσένα πάντα νέα,
κι ότι εγώ θα πεθάνω!
(Κι εσύ, εν τω μεταξύ, μητέρα
μου, θα είσαι με πιο φρέσκα
φύλλα μες στις γάμπες σου).
ENTRESUEÑO
Que yo estoy en la tierra,
que yo soy calle oscura y mala,
jaula fría y mohosa,
campo cerrado siempre
¿quién lo podrá negar?
Que tú estás por el cielo,
que tú eres nube de colores,
pájaro errante y libre,
brisa de última hora,
¿quién lo podrá negar?
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Το ότι εγώ βρίσκομαι εδώ στη γη,
ότι εγώ είμαι ένας σκοτεινός και κακός δρόμος,
κλουβί σκουριασμένο και κρύο,
κάμπος πάντοτε κλειστός
ποιος θα μπορέσει να το αρνηθεί;
Το ότι εσύ βρίσκεσαι στον ουρανό
ότι εσύ είσαι σύννεφο με χρώματα,
πουλί errante κι ελεύθερο,
θαλάσσια αύρα της τελευταίας ώρας ,
ποιος θα μπορέσει να το αρνηθεί;
RENACERÉ YO
Renaceré yo piedra,
y aún te amaré mujer a ti.
Renaceré yo viento,
y aún te amaré mujer a ti.
Renaceré yo ola,
y aún te amaré mujer a ti.
Renaceré yo fuego,
y aún te amaré mujer a ti.
Renaceré yo hombre,
y aún te amaré mujer a ti.
ΘΑ ΞΑΝΑΓΕΝΝΗΘΩ ΕΓΩ
Θα ξαναγεννηθώ εγώ πέτρα,
κι ακόμα θα σ’ αγαπώ εσένα γυναίκα.
Θα ξαναγεννηθώ εγώ άνεμος,
κι ακόμα θα σ’ αγαπώ εσένα γυναίκα.
Θα ξαναγεννηθώ εγώ κύμα,
κι ακόμα θα σ’ αγαπώ εσένα γυναίκα.
Θα ξαναγεννηθώ εγώ φωτιά,
κι ακόμα θα σ’ αγαπώ εσένα γυναίκα.
Θα ξαναγεννηθώ εγώ άνθρωπος,
κι ακόμα θα σ’ αγαπώ εσένα γυναίκα.
ROSA, NIÑA
Todo el otoño, rosa,
es esa sola hoja tuya
que cae.
Niña, todo el dolor
es esa sola gota tuya
de sangre.
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ, ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ
Όλο το φθινόπωρο, ρόδο,
είναι μαυτό το μοναχικό δικό σου φύλλο
που πέφτει.
Κοριτσάκι, όλος ο πόνος
είναι αυτή η μοναχική σταγόνα η δική σου
από αίμα.
CXXII
Sé bien que soy tronco
del árbol de lo eterno.
Sé bien que las estrellas
con mi sangre alimento.
Que son pájaros míos
todos los claros sueños…
Sé bien que cuando el hacha
de la muerte me tale,
se vendrá abajo el firmamento.
CXXII
Ξέρω καλά ότι είμαι ένας κορμός
από το δέντρο του αιώνιου.
Ξέρω καλά ότι τα’ αστέρια
με το μαίμα μου θρέφω.
¨ότι είναι πουλιά δικά μου
όλα ατ φωτεινά όνειρα…
Ξέρω καλά ότι όταν το πελέκι
του θανάτου θα με μλιανίσει,
θα φανεί το σύμπαν από κάτω.
LX
Se entró en mi frente el pensamiento negro,
como un ave nictálope,
en un cuarto, de día.
—¡No sé qué hacerle para que se vaya!
Está aquí, quieto y mudo,
sin ver las aguas ni las rosas.
LX
Φώλιασε μες στο μέτωπό μου η μαύρη σκέψη ,
σαν ένα νυχτόβιο πουλί,
σε ένα δωμάτιο, τη μέρα.
Δε ξέρω τι να του κάνω για να φύγει!
Είναι εδώ, ήσυχο και βουβό,
δίχως να βλέπει τα νερά ούτε τα ρόδα.
LA FIESTA
Todos los días yo soy
yo. Pero ¡qué pocos días
soy yo!
Todos los días el cielo
vive en mis ojos. Mas ¿cuándo
es dios?
Todos los días me hablas.
Y ¡qué pocas veces oigo
tu voz!
Η ΓΙΟΡΤΗ
Όλες τις μέρες εγώ είμαι
εγώ. Αλλά πόσες λίγες μέρες
είμαι εγώ!
Όλες τις μέρες ο ουρανός
ζει μέσα στα μάτια μου. Αλλά πότε
είναι θεός;
Όλες τις μέρες μου μιλάς.
Και πόσες λίγες φορές ακούω
τη φωνή σου!
MIRANDOLE LAS MANOS
En la sombra o la luz, el fondo poco visto (ese oscuro dorado, esa claridad fría) estas manos humanas que trabajan, mano derecha que lo emprende todo, izquierda mano que la asiste comprendiéndola, y da el toque menudo que completa, son para el que contempla su destino propio (y el otro que es el otro y mas que suyo), la clave mas segura descifrada.
Manos trabajadoras que obedecen al instinto, y a la inteligencia, libres de una conciencia persuasiva que las ve y que ellas, las cerradas, no ven nunca, pero que son de ella como hijas de un Dios y parte activa (Y a veces, ¡cuantas veces!, que obedecen más pasivas, al pensamiento, al sentimiento ajenos, haciendo con su imajen, pérdida ya de vista, lo imposible)
Amigo, mira siempre las manos que trabajan. Y ahora ve estas manos femeninas, que también conoces, la derecha ayudada por la izquierda (tan pequeñas, todas alma y acero); mira la mano sensitiva, la mano pensativa. ¡Cómo se tienen y destinen, cómo se envuelven y vuelven, cómo acarician, cómo alzan, cómo atacan tan valerosas, tan suaves!. Míralas con un libro luego, acompañando en paz, debajo, pero tan bien dispuestas, la escritura.
(Una mano derecha que yo aprieto, una izquierda que beso.). Piensa, amigo…!Las manos muertas, descansadas ya pero no manos, con su historia también debajo, como pecho frío!. Y qué historia (y qué leyenda quizás luego) lo quieto de unas manos; un día, de estas manos.
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ
Στη σκιά η στο φως , με το βάθος ελάχιστα ειδωμένο (με κείνο το χρυσωμένο σκοτάδι και την κρυα φωτεινότητα) αυτά τα ανθρώπινα χέρια που δουλεύουν, δεξί χέρι που τα αναλαμβάνει όλα, αριστερό χέρι που το βοηθά κατανοώντας το, και δίνει το χτύπημα που συμπληρώνει είναι γι αυτόν που παρατηρεί την ίδια του τη μοίρα και το άλλο που είναι το άλλο και κάτι περισσότερο απ’ το δικό του), το πιο σίγουρο αποκαλυπτικό κλειδί.
Χέρια εργατικά που υπακούουν στο ένστικτο, και στο μυαλό, ελεύθερα από μια συνείδηση πειστική που τα βλέπει και που εκείνα, τα σφιγμένα, , δε βλέπουν ποτέ,αλλά που είναι γι αυτή σαν κόρες ενός θεού και μέρος ζωντανό (Και κάποιες φορές, πόσες φορές!, που υπακούουν πιο παθητικά, στη σκέψη, στο συναίσθημα ξένα, κάνοντας με την εικόνα τους, χαμένη πια απ’ τη θέα , το απίθανο)
Φίλε,κοίτα πάντα τα χέρια που δουλεύουν. Και τώρα δες αυτά τα γυναικεία χέρια, που επίσης γνωρίζεις, το δεξί καθώς βοηθειέται από το αριστερό (τόσο μικρά, όλα ψυχή και ατσάλι); Κοίτα το ευαίσθητο χέρι, το σκεφτικό χέρι. Πως στέκονται και καθορίζουν, πως τυλίγονται και επιστρέφουν, πως χαιδεύουν, πως εκτείνονται, πως χτυπούν τόσο γενναία,τόσο απαλά!. Δες τα με ένα βιβλίο μετά, συνοδεύοντας μες στην ησυχία από κάτω , αλλά τόσο καλά διατεθειμένα, τη γραφή.
(Ένα δεξί χέρι που εγώ σφίγγω, ένα αριστερό που φιλώ.). Σκέψου, φίλε…Τα νεκρά χέρια, αναπαυμένα πια αλλά όχι χέρια, με την ιστορία τους επίσης από κάτω σαν κρύο στήθος!. Και τι ιστορία (και τι μμύθος ίσως μετά) η ησυχία κάποιων χεριών, μια μέρα,απ’ αυτά τα χέρια.
EL RÍO
Este es el verdadero río, amor soñado. Tú estás en la nada y yo en la vida. Sólo el tiempo corre entre los dos.
La orillas son iguales, pero apenas se ve de la otra, ahora que el río es tan ancho.
Pero el río se irá estrechando. Y yo te veré amor soñado, y yo lo pasaré, y me quedaré contigo para siempre.
TO ΠΟTAMI
Αυτό είναι το αληθινό ποτάμι, έρωτα μου ονειρεμένε. Εσύ βρίσκεσαι μες στο τίποτα κι εγώ μες στη ζωή. Μόνο χρόνος τρέχει ανάμεσά μας.
Οι όχθες είναι ίδιες, αλλά μόλις φαίνεται η απέναντι , τώρα που το ποτάμι είναι τόσο πλατύ.
Αλλά το ποτάμι θα συνεχίσει να στενεύει. Και γω θα σε δω έρωτα μου ονειρεμένε, κι εγώ θα το διαβώ, και θα μείνω μαζί σου για πάντα.
SIN NOMBRE
Me gusta pensar en ti sin nombre ni apellido. Mujer sólo, como la nube es la nube. Corriendo tú en el aire azul, con tu cabello rubio ondeando sobre tu carne blanca y violeta; junto al agua, bajo los pájaros verdes. Mujer sólo, sin señas del ahora, como la rosa es la rosa.
ΔΙΧΩΣ ΟΝΟΜΑ
Μ’ αρέσει να σε σκέφτομαι δίχως όνομα και επώνυμο. Γυναίκα μόνο, όπως το σύννεφο είναι σύννεφο. Τρέχοντας εσύ μες στον γαλάζιο αέρα, με τα ξανθά σου μαλλιά να κυματίζουν πάνω στη λευκή και βιολετιά σάρκα σου ; δίπλα στο νερό, κάτω απ’ τα πράσινα πουλιά. Γυναίκα μόνο, δίχως πρόσφατα στοιχεία, όπως το ρόδο είναι ρόδο.
SOÑE
Soñé que había vuelto a vivir en forma de pájaro. Y que estando en un arbusto, pasó por el sendero ella, mujer aún, con otro hombre.
Cantando, la llamé. Pero no se volvió. La llamé otra vez, otra vez. Se iba alejando. Y yo ya sin esperanza, la llamé otra vez...
-¡Qué angustia indecible sentía yo de tener la misma alma, el mismo pensamiento, los mismos sentidos, en un cuerpo que ya no correspondía a ellos, ni a ella!-
... La llamé otra vez. Y no me oyó tampoco... Entonces me interné en el bosque y canté, canté, canté al doble sol poniente del ocaso del agua hasta ahogarme en la muerte nueva del despertar.
ΟΝΕΙΡΕΥΤΙΚΑ
Ονειρεύτηκα ότι είχα γυρίσει για να ξαναζήσω με τη μορφή ενός πουλιού. Κι ότι καθώς βρισκόμουν σε ένα arbusto, πέρασε από το μονοπάτι εκείνη, γυναίκα πια,με έναν άλλο άντρα.
Τραγουδώντας , την κάλεσα. Αλλά δε γύρισε να με δει. Την κάλεσα άλλη μια φορά, κι άλλημια φορά. Σιγά σιγά απομακρύνονταν. Κι εώ πια δίχως ελπίδα, την κάλεσα ξανά...
-Τι απερίγραπτη αγωνία ένιωθα εγώ έχοντας την ίδια ψυχή, την ίδια σκέψη, τα ίδια αισθήματα, σε ένα σώμα που πια δεν ατιστοιχούσε σ’ αυτά, ούτε σε εκείνη!-
... Την κάλεσα άλλη μια φορά. Κι επίσης δεν με άκουσε... Τότε μπήκα μες στο δάσος και τραγούδησα,τραγούδησα στον διπλό ήλιο που έδυε μες στο λυκόφως και πάνω απ’ το νερό ώσπου να πνιγώ μέσα στο νέο θάνατο του ξυπνήματός μου.
EL MAESTRO
Joven de pueblo. En su juventud primera, ciertas ideas nobles. Luego, el casamiento, los hijos, el pueblo, la bodega, el chiste sobre las ideas nobles, guardadas. ¡Ahí tengo unas ideas!
Guardadas con la levita de la licenciatura. Cuando viene a Madrid a oposiciones, se trae, con la levita, las ideas nobles, que él cree siempre actuales, pero que, como la levita, ya están pasadas.
Y con su levita ostenta por casas de profesores y amigos y en el tribunal, con una seriedad cómica aquellas ideas, entre la ironía de todos.
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Νέος στο χωριό. Στην πρώτη του νιότη, κάποιες ευγενείς ιδέες. Μετά, ο γάμος, lτα παιδιά, το χωριό, το καπηλιό, το αστείο για τις ευγενείς ιδέες, τις διατηρημένες. Εκεί έχω κάποιες ιδέες!
Φυλαγμένες με την καζάκατου λυκείου. ¨όταν έρχεται στη Μαδρίτη για τις εξετάσεις, κουβαλάει μαζί του, με τηνξ καζάκα, τις ευγενείς ιδέες,που αυτός πιστεύει ότι είναι πάντα επίκαιρες, αλλά που, όπως η καζάκα, είναι πια παρωχημένες.
Και με την επιδεικτική του καζάκαστα σπίτια των καθηγητών και των φίλων και στο συμβούλιο , με μια κωμική σοβαρότητα εκείνες οι ιδέες, ανάμεσα σε όλων τη ειρωνία.
Cuando pudo vencer, después de tanto, aquella terrible, desgañadora inquietud del ruido, le vino la de la temperatura. Luego, sucesivamente, la de la luz, la de la hora, la del teléfono, la de las visitas, la de los encuentros... Todas las fue venciendo.
Iba a ser feliz a su modo-y al de Kant-. Y entonces le vino la invencible inquietud del remordimiento por la quietud conquistada.
Ο ΗΣΥΧΟΣ
¨όταν μπόρεσε να νικήσει, μετά από τόσα άλλα, εκείνη την τρομερή, αποθαρυντική φασαρία του θορύβου, του προέκυψε η θερμοκρασία. Μετά, διαδοχικά, αυτή του φωτός, της ώρας, του τηλεφώνου, των επισκέψεων, των συναντήσεων... ¨ολες τελικά τις νίκησε.
Κατέληξε να νιώθει ευτυχισμένος κατά τον τρόπο του-κι αυτόν του Καντ-. Και τότε του ήρθε η ανίκητη ανυσηχία της τύψης για την κατακτημένη ησυχία.
LA CABRO
Carta. Venga a verme. Lourdes. Yo había tenido de ella antes unas cartas.
Voy. Entrevista. Visita al convento. Madre Leticia. La amistad. El salto en la ventana. (La cabro). Cierra esa puerta. Asco. Los huesotes.
Revelación jeneral. Ninfomanía. Cartas. Telegramas. Cambio hacia la santidad católica. Padre espiritual, etc. Confusión de eso con la idealidad.
Concepto de pureza. -_Confesión con el marido, con el amante, con el amigo.-_ Lo llamado feo en el amor. Lo sucio.
Viaje a M. Ella comprende mi despego. Suicidio en el Leman. El salto de la barca (La cabro). Antipatía.
bajo el agua, su cara tomó el otro aire, el embelesador, el ideal, el lindo. Pero ya era tarde.
en los días sentimentales les echaba la culpa a los intelectuales. Se lo quitaba y estaba contento de haberlo hecho.
Η ΚΑΤΣΙΚΑ
Γράμμα. Έλα να με δεις. Λούρδες. Εγώ είχα λάβει από κέινη πριν κάποια γράμματα.
Πάω. Συνέντευξη. Επίσκεψη σο μοναστήρι. Η Ηγουμένη Λετίσια. Η φιλία. Το σάλτο στο παράθυρο. (Η κατσίκα). Κλείσε την πόρτα. Asco. Los huesotes.
Γενική αποκάλυψη. Νυμφομανία. Γράμματα. Τηλεγραφήματα. Αλλαγή προς την καθολική αγιότητα. Πνευματικός πατέρας, κλπ. Μπέρδεμα αυτού με το ιδεώδες.
Έννοια της καθαρότητας. -_Εξομολόγηση με τον σύζυγο, με τον εραστή, με το φίλο.-_ Το επωνομαζόμενο άσχημο στον έρωτα. Το βρώμικο.
Ταξίδι στη Μ. Εκείνη καταλαβαίνει mi despego. Αυτοκτονία στο Λέμαν. Το πήδημα απ’ τη βάρκα (Η κατσίκα). Αντιπάθεια.
κάτω απ’ το νερό, το πρόσωπό της πήρε έναν άλλο αέρα, τον σαγηνευτικό, τον ιδεώδη, τον χαριτωμένο. Αλλά πια ήταν αργά.
Στις αισθηματικές μέρες έριχνα το φταίξιμο στους διανοούμενους.Το αφαιρούσα και ήμουν ευχαριστημένος που το είχα κάνει.
Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΠΕΤΥΧΑΙΝΕΙ!
Δεν ξέρω αν είναι κάτι περισσότερο η λιγότερο.Αλλά ξέρω ότι η θάλασσα, σήμερα,είναι η θάλασσα.Όπως ένας ανήσυχος ρήτορας που μια μέρα φτάνει στην πλήρη του έξαρση, και είναι αυτή πια για πάντα,γιατί το κύμα του παθους της έσοασε την κούπα,έτσι,σήμερα, η θάλασσα.όπως ένας ζωγράφος που πετυχαίνει να δώσει σε μια μόνο πινελιά το φως του χρώματος της πρώτης χαραυγής.όπως ένας ποιητής που φτιάχνει μες στην ψυχή του μια στροφή μεγαλύτερη απ’ τον κόσμο,έτσι.σήμερα, η θάλασσα.όπως μια Άνοιξη που κανει να ανοίξει το πιο μεγάλο της λουλουλούδι..Σήμερα η θάλασσα τα κατάφερε,και μας προσφέρει ένα όραμα μεγαλύτερο απ’ αυτό που είχαμε προκαταβολικά,μεγαλύτερο απ’ αυτή σήμερα.Σήμερα τη γνωρίζω,τη γνωρίζω καλά.Σε κάποια στιγμή πάω μέσα απ’ αυτήν σε όλα σ’ αυτή, για πάντα και σε όλα τα μέρη της.Θάλασσα,σήμερα ονομάζεσαι θάλασσα για πρώτη φορά.Ανακάλυψε από μόνη σου τον εαυτό σου και κέρδισε από μόνη σου το όνομά σου,θάλασσα.
EPITAFIO IDEAL DE UN MARINERO
Hay que buscar, para saber tu tumba, por el firmamento. —Llueve tu muerte de una estrella. La losa no te pesa, que es un universo de ensueño—. En la ignorancia, estás en todo—cielo, mar y tierra—muerto.
El barco entra, opaco y negro, en la negrura trasparente del puerto inmenso. Paz y frío. —Los que esperan, están aún dormidos con su sueño, tibios en ellos, lejos todavía y yertos dentro de él, de aquí, quizás . . . ¡ Oh vela real nuestra, junto al sueño de duda de los otros! ¡ Seguridad, al lado del sueño inquieto por nosotros!— Paz. Silencio. Silencio que, al romperse, con el alba, hablará de otro modo.
ΙΔΕΩΔΕΣ ΕΠΙΤΑΦΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΑΥΤΙΚΟ
Πρέπει να ψάξουμε, για να βρούμε τον τάφο σου, μέσα στο σύμπαν. —Σαν βροχή πέφτει ο θάνατός σου από ένα άστρο.Η πλάκα δε σε βαραίνει, γιατί είναι ένα σύμπαν του ονείρου—. Μέσα σην άγνοιά μας, υπάρχεις μέσα σ’ όλα—στον ουρανό, στη γη και τη θάλασσα—νεκρός.
Το πλοίο μπαίνει, σκοτεινό και μαύρο, μέσα στη διάφανη μαυρίλα του απέραντου λιμανιού. Γαλήνη και κρύο. —Αυτοί που περιμένουν, κοιμούνται ακόμα μες στο όνειρό τους, αμέριμνοι, μακριά ακόμα απαθείς μέσα σ’ αυτό ,εδώ, ίσως . . . Ω η δικήμας πραγματική αγρύπνια, δίπλα στο όνειρο από αμφιβολοία των άλλων! ¡ Ασφάλεια, δίπλα στο δικό μας ανήσυχο όνειρο!— Γαλήνη. Σιωπή. Σιωπή που, καθώς τελειώνει, με την αυγή, θα μιλήσει με άλλο τρόπο.
PEPITA GONZALO
... Fuimos a Huelva, de noche, a ver una zarzuela... La carretera... La marisma... Las estrellas, entonces. Las mismas que habían de esperar mi adolescencia romántica de poeta. (El teatro, los barcos anclados, el helado, el cafetín, el agua a la mano, las luces dulces). Al salir, en el olor a gas de la calle del Puerto (olor que entonces era para mí señal de cosmopolitismo; en Moguer, petróleo) en la acera ancha ¡Pepita Gonzalo! que me mira, confusa, al irse, con sus ojos verdes de niña de fuera, elegante, estraña para mí, niño fino, pero tosco de maneras, y triste, de pueblo. Luego, mi prima me dice que ella me quiere... Retorno a Moguer por la carretera de madrugada (¡qué triste!) con esa angustia de la imposibilidad de una cosa posible vista desde fuera, con la incomprensión de los 10 años...
ΠΕΠΙΤΑ ΓΚΟΝΖΑΛΟ
... Πήγαμε στην Ουέλβα, τη νύχτα, για να δούμε μια ζαρζουέλα... Ο αυτοκινητόδρομος... La marisma... Τα’ αστέρια,τότε. Τα ίδια που θα έπρεπε να περιμένουν τη ρομαντική εφηβεία του ποιητή. (Το θεατρο, οι αραγμένες βάρκες, το παγωτό, το καφενείο, το νερό στο χέρι, τα όμορφα φώτα). Καθώς φεύγαμε, με τη μυρωδιά του γκαζιού της οδός Πουέρτο (μυρωδιά που τότε ήταν για μένα το σήμα κατατεθέν του κοσμοπολιτισμού; στο Μογκέρ, πετρέλαιο) στο φαρδύ πεζοδρόμιο Η Πεπίτα Γκονζάλο! Που με κοιτάζει, συγχισμένη, καθώς φεύγει, με τα πράσινα γουρλωμένα μάτια της, κομψή, παράξενη για μένα, φίνο κορίτσι, αλλά με τους παράξενους τρόπους, και θλιμμένη, του χωριού. Μετά, η ξαδέλφη μου που λέεει ότι εκείνη με θέλει... Επιστροφή στο Μογκέρ από τον αυτοκινητόδρομο το πρωί (πόσο λυπημένος!) με κείνη την αγωνία του απίθανο για ένα πράγμα πιθανό ειδωμένο απ’ έξω, με το ακαταναόητο των 10 μου χρόνων...
VERDE SECRETO
Ese verde escondido en tus ojos, que a veces salía con el sofoco de tu cara, con la emoción o el llanto, es el verde de tu eternidad.
Se que ese verde será mi alegría y mi remordimiento. Eres avara con él y sólo me lo dabas en le amor mejor o en la mayor pena.
A veces alguna me dijo: “le sale un verde tan bonito cuando se sofoca”. Verde bonito, verde que le puso salir, salió todo lo que pudo y quizás pudo.
ΚΡΥΜΕΝΟ ΠΡΑΣΙΝΟ
Αυτό το κρυμμένο πράσινο μέσα στα μάτια σου , που μερικές φορές έβγαινε με το κοκκίνισμα από ντροπή του προσώπου σου, με τη συγκίνηση η το κλάμα, είναι το πράσινο της αιωνιότητάς σου.
Ξέρω ότι αυτό το πράσινο θα είναι η χαρά μου και η τύψη μου. Είσαι τσιγκούνα μ’ αυτό και μόνο μου το έδινες με τον υπέροχο έρωτα η μες στη πιο μεγάλη θλίψη.
Κάποτε κάποια μου είπε “της βγαίνει ένα πράσινο τόσο όμορφο όταν κοκκινίζει απ’ τη ντροπή της”. Πράσινο όμορφο, πράσινο που βάλθηκε να βγει, βγήκε όσο μπόρεσε κι ίσως μπόρεσε.
CIELO DE MADRID
El sol se hunde por un lado y la luna viene por otro. Aunque el resplandor del poniente es grande y brevísimo el del oriente, se ve bien que el de aquél es de algo que se va y el de éste de algo que llega. ¡Y qué hermosura esa que se ve entre hogueras verdes y granas, como en el Greco, esa que viene ambarina, velada, fantasmal!
Los dos fulgores tocaban dos aspectos distintos de la ciudad. Contra el poniente se recortaba un palacio pretencioso y torreado y la luna se derrama sobre unos tejadillos amontonados como baúles viejos.
Madrid de hoy. Pueblo de la Mancha que muere. Ciudad catalana que nace. Qué triste reinado el del ocaso y el de la luna naciente que sonroja y platea la armoniosa proyección de ciudad baja y bella Carlos III y en tardes que parecieron un momento de belleza eterna.
ΟΥΡΑΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΔΡΙΤΗΣ
Ο ήλιος βυθίζεται από τη μια μεριά και η σελήνη ξεπροβάλλει από την άλλη. Παρόλο που η αναλαμπή της δύσης είναι μεγάλη και μικρή αυτής της ανατολής, φαίνεται καλά ότι εκείνη είναι κάτι που φεύγει και αυτή κάτι που έρχεται.Και τι ομορφιά αυτή που φαίνεται ανάμεσα σε φωτιές πράσινες και βιολετιές, όπως στον Γκρέκο, αυτή που έρχεται κεχριμπαρένια, σαν βεγκέρα, φασματική!
Οι δυο εκλάμψεις προέβαλαν δυο διαφορετικές όψεις της πόλης. Απέναντι στη δύση αχνοφαίνονταν ένα επιβλητικό παλάτι με πύργους και η σελήνη έπεφτε πάνω σε κάποιες στέγες στοιβαγμένες σαν παλιά μπαούλα.
Μαδρίτη του σήμερα. Λαός της Μάντσας που πεθαίνει. Πόλη καταλανική που γεννιέται. Τι θλιβερό βασίλιο αυτό του λυκόφωτος και της αναδυόμενης σελήνης που ροδίζει και ασημώνει την αρμονική προέκταση της όμορφης κάτω πόλης του Καρόλου του Τρίτου και στα απόβραδα που έμοιαζαν μια στιγμή να έχουν μια αιώνια ομορφιά.
¡Cuánto me ha pesado después haber consentido que rompiera aquellas cartas! De ellas quedan en mí frases imborrables que yo entonces, que era un niño, no comprendía, pero ahora cobran un sentido profundo, lleno de pasión y de voluptuosidad. Hay una que me persigue obsesionante y forma como un remordimiento: «Tú no puedes figurarte cómo quiere una criolla». Rosalina tenía entonces veintidós años y yo catorce. Nos enamoramos, sin saber cómo, locamente; ella era hija de un poeta puertorriqueño que había venido a Sevilla con no sé qué comisión literaria cerca del Archivo de Indias. Entonces yo pintaba flamencas y campos de sol, como mi maestro, y no tenía la menor sospecha de mi porvenir poético. En una ocasión en que le puse a Rosalina unos versos copiados en su abanico, ella me copió una poesía de su padre -«Mi camposanto»- como si fuera una joya. Tuvieron que tornar a su país y yo me quedé solo -¡solo como nunca!- en aquel verano de Sevilla, lleno de una molicie que yo entonces apenas empezaba a entrever. Por las noches paseaba lentamente por las plazas, penetrada el alma del olor del azahar, mirando, cargado de unas nostalgias sin sentido, a la luna, grande y redonda, que rielaba sobre el Guadalquivir.
Y un buque negro, inmenso, surcaba mi ensueño, por los mares eternos, con una mujer pálida y opulenta en la cubierta.
Πόσο μου είχε κοστίσει μετά από την απόφασή μου να σκίσω εκείνα τα γράμματα!Απ’αυτά μου έμειναν κάποιες φράσεις άσβεστες που εγώ τότε, που ήμουν ένα μικρό παιδί, δεν καταλάβαινα, αλλά τώρα απόκτησαν ένα περίεργο νόημα, όλο πάθος και ηδυπάθεια. Υπάρχει κάποια που με βασανίζει εξακολουθητικά και [που λειτοργεί σαν μια τύψη: «Εσύ δεν μπορείς να παρουσιαστείς όπως μια κρεολή». Η ροζαλίνα ήταν τότε εικοσι δύο χρονών κι εγώ στα δεκατέσσερά μου . Ερωτευθήκαμε δίχως να ξέρουμε πως, τρελά; εκείνη ήταν κόρη ενός Πορτορικάνου ποιητή που είχε έρθει στη Σεβίλλη δεν ξέρω μια ποια λογοτεχνική επιτροπή κοντά στο Αρχείο των Ινδιών. Τότε εγώ ζζωγράφιζα τσιγγάνες και ηλιόλουστες πεδιάδες, όπως ο δάσκαλός μου, και δεν είχα την παρμικρή υποψία για το ποιητικό μου μέλλον. Κάποια στιγμή όταν είχα αντιγράψει πάνω στη βεντάλια της Ροζαλίνας κάποιους στίχους, εκείνη μπυ είχε αντιγράψει ένα ποίημα του πατέρα της με τίτλο -«Mi camposanto»- σασν να ήταν ένα κόσμημα. Έπρεπε να επιστρέψουν στη χώρα τους κι εγώ απόμεινα μόνος μου –μόνος όσο ποτέ!- μέσα σε κείνο το καλοκαίρι της Σεβίλλης, γεμάτος με μια molicie που εγώ τότε μόλις που που άρχιζα να διακρίνω. Τις νύχτες περπατούσα αργά μες στις πλατείες, με τη ψυχή μου να διεισδύει με΄σα στα αρώματα του azahar, κοιτάζοντας, και πλημυρισμένος από κάποιες νοσταλγίες δίχως νόημα, τη σελήνη, τη μεγάλη και στρογγυλή, που περιφέρονταν πάνω απ’ τον Γουαδαλκιβίρ.
Κι ένα μαύρο φορτηγό, ατέλειωτο, πέρναγε μέσα στο όνειρό μου, μέσα απ’ τις αιώνιες θάλασσες, σαν μια ωχρή και πλούσια γυναίκα που βημάτιζε πάνω στην κουβέρτα του.
http://www.cervantesvirtual.com/obra-visor/antologia-de-textos-juanramonianos--0/html/53bf7529-f4f2-41fa-b1c4-02a49a739f54_5.htmlhttp://www.cervantesvirtual.com/obra-visor/antologia-de-textos-juanramonianos--0/html/53bf7529-f4f2-41fa-b1c4-02a49a739f54_5.html
En estos fastuosos crepúsculos nocturnos puertorriqueños, con tales colores que volverían locos a los pintores barrocos italianos y me vuelven loco a mí cada anochecer, es fácil imajinar cualquier cosa.
Arriba, alrededor, enfrente, el cielo de imposible descripción coloreada por su volubilidad oriental y occidental; abajo, cerca, los arbolados de verde oscuro, recortados como un Botticelli. Y entre ellos y bajo ellos, estas jentes de cuño estraordinario y de una variedad y una orijinalidad tales que parecen vivero de humana animalidad bella.
Aquí se ve bien que el mundo es un teatro de artificialidad natural, y nosotros sus endemoniados intérpretes. Mucho demonio anda por Puerto Rico. La ventaja para mí es que yo pienso en esto y que aun cuando soy uno de tantos actores, en este caso soy también espectador, farsante que descansa y ve desde un patio de butacas de piedra.
Y qué plástica y qué química las de tan maravillosas unidades de escena; qué ojos con qué mares dentro, qué bocas con qué nubes en el fondo, qué ritmos con qué tierras en sismo suave sensual.
Τι πλαστικό και τι χημεία!
Μέσα σ’ αυτά τα μεγαλοπρεπή νυχτερινά λυκόφωτα του Πουέρτο Ρίκο, με τα τόσα χρώματα που θα τρέλαιναν τους ζωγράφους του ιταλικού μπαρόκ και που με τρελαίνουν κι εμένα κάθε που νυχτώνει, είναι εύκολο να φανταστείς το οποιοδήποτε πράγμα.
Πάνω, ολόγυρα, απέναντι, ο ουρανός μιας απίθανης περιγραφής χρωματισμένης από την ανατολική και δυτική ελαφρομυαλιά ; κάτω, κοντά, οι δεντροφύτοι χώροι του πράσινου και του σκούρου, κλαδεμένοι όπως σε έναν Μποτιτσέλι. Κι ανάσμεσά του και κάτω τους, αυτά τα πλήθη της εξαιρετικής καταγωγής και μιας ποικιλίας και αθευθεντικότητας τέτοιων που μοιάζουν με ένα φυτώριο της όμορφης ανθρώπινης ζωικότητας.
Εδώ φαίνεται καλά ότιι ο κόσμος είναι ένα θέατρο es un teatro μια φυσικής τεχνητότητας, κι εμείς οι διαβολικοί του ερμηνευτές. Πολλά δαιμόνια κυκλοφορούν στο Πουέρτο Ρίκο. Το πλεονέκτημα για μένα είναι ότι εγώ τα σκέφτομαι όλα αυτά, ακόμα κι αν είμαι ένας από τους ττόσους ηθοποιούς σ αυτή την περίπτωση που είμαι και παρατηρητής, κι ένας υποκριτής που ξεκουράζεται και βλέπει μέσα από ένα αίθριο με πέτρινες πολυθρόνες.
Και με πόσο πλαστικό και πόσα χημικά στοιχεεία όλες αυτές οι θαυμάσιες ενότητες του σκηνικού; Τι μάτια και με τι θάλασσες μέσα τους, τι στόματα και με τι σύννεφα στο βάθος τπυς, τι ρυθμοί και ποιες χώρες μέσα σε σεισμό απαλό και αισθησιακό.
EL CHRISTO QUE NO HA VENIDO Y QUE VENDRÁ
Aquí en esta Isla de la Simpatía humana, puede ocurrir cualquier día la venida o la vuelta de Cristo, Cristo Adventista del Sétimo Día, esperado por sus sectarios.
En el Washington Sanitarium de Takoma Park en Maryland, de los Adventistas del Sétimo Día, esto es, de los que creen que el domingo debe ser el sábado, y donde yo estuve una larga temporada comiendo el jamón que mi mujer me traía a escondidas, había preciosos cuadros en las salas de recreo, que espresaban con pintura de confitería la nueva venida de Cristo... en avión. Un avión muy hermoso delante, con veinte motores, para Cristo; y otros muchos, más pequeños, para los ánjeles, Adventistas todos, naturalmente, del Sétimo día. En libros que me regalaban las encantadoras enfermeras tan limpias, amables e ignorantes, podía leerse que durante la segunda guerra grande no murió ningún Adventista del Sétimo Día, porque Cristo los hacía invisibles con un manto invisible también. Aquellas dulces enfermeras se propusieron convertirme a mí en misionero de su creencia, y me decían: «Todos los Noadventistas del Sétimo Día serán achicharrados por los ánjeles Adventistas aviadores. Y los Adventistas del Sétimo Día Noánjeles se quedarán solos, anchos y panchos, en unas ciudades parecidas, según los cromos de los libros, a Atlantic City».
Algunas veces he pensado en fundar una nueva relijión en los Estados Unidos. Y estoy seguro de que yo tendría un éxito estraordinario, porque mi mujer dice que yo soy predicador y los Estados Unidos se prestan maravillosamente, con sus ricas solteronas, a estas fundaciones. No olvidemos que Puerto Rico está llenándose de estas posibilidades relijiosas inmanentes norteamericanas. Pero yo no soy codicioso. Yo me contento con el tráfico espiritual ajeno.
Y si, como digo antes, el Cristo Adventista del Sétimo Día apareciera en Puerto Rico, el Gobierno Continental tendría que juzgarlo, y el pueblo puertorriqueño, tan amigo de la trajedia como demuestran diariamente sus periódicos, pediría su muerte en cambio de la de cualquier Barrabás; y el Cristo dudoso sería llevado de Herodes a Mr. Pilatos, quien se lavaría las manos en agua helada y lo enviaría a Herodes de nuevo. Alguien diría: «Pueblo de Puerto Rico ¿a quién prefieres electrificar, a Cristo o a Barrabás?» «¡A Cristo!» dirían todos los correacotistas, tan innumerables. Mr. Pilatos se lavaría otra vez las manos y Cristo iría a la silla eléctrica.
Lo que ocurriera en la faena de la silla tendrá que ser escrito a posteriori.
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΗΡΘΕ ΚΑΙ ΘΑ ΕΡΘΕΙ
Εδώ σ’ αυτό το νησί της ανθρώπινης Συμπάθειας,μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε μέρα η έλευση η η επιστροφή του Χριστού, του Χριστού του Ερχόμενου της Έκτης Μέρας, του αναμενόμενου από τους γραμματείς του.
Στο Washington Sanitarium του Takoma Park στο Maryland, από τους Ευαγγελιστές της Έκτης Μέρας, δηλαδή,απ’ αυτού ς που πιστεύουν ότι η Κυριακή πρέπει να είναι το Σάββατο,κι όπου εγώ βρισκόμουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τρώγοντας το χαμόν που η γυναίκα μου μου έφερνε στα κρυφά, υπήρχαν πανέμορφοι πίνακες στις σάλες αναψυχής, που εξέφραζαν με ζωγραφική του ζαχαροπλαστίου τη νέα έλευση του Χριστού... με το αεροπλάνο. Ένα αεροπλάνο πολύ όμορφο μπροστά, με είκοσι κινητήρες, για το Χριστό; κι άλλα πολλά, πιο μικρά, για τους αγγέλους,Ευαγγελιστές όλους, φυσικά, της Έκτης Μέρας.Σε βιβλία που μου χάριζαν οι πολύ συμπαθητικές και καθαρές νοσοκόμες,οι τόσο αξιαγάπητες και αφελείς, μπορούσε κανείς να διαβάσει ότι κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου δεν πέθανε κανένας Ευαγγελιστής της Έκτης Μέρας, γιατί ο Χριστός τους είχε κάνει αόρατους με μια κάπα αόρατη επίσης. Εκείνες οι γλυκύτατες νοσοκόμες είχαν την πρόθεση να με κάνουν κι εμένα έναν απόστολο της πίστης τους, και μου έλεγαν: «Όλοι οι Νέοι Ευαγγελιστές της Έκτης Μέρας θα είναι προεπιλεγμένοι από τους ιπτάμενους Ευαγγελιστές αγγέλους.Και οι Ευαγγελιστές Νέοι Άγγελοι της Έκτης Μέρας θα απομείνουν μόνοι τους, αραγμένοι κι ευχαριστημένοι, σε κάποιες παρόμοιες πόλεις, μ’ αυτές των ζωγραφιών των βιβλίων, στο Ατλάντικ Σίτυ».
Κάποιες φορές είχα σκεφτεί να ιδρύσω μια νέα θρησκεί στις Ηνωμενες Πολιτείες. Και είμαι σίουρος ότι εγώ θα είχα μια μεγάλη επιτυχία, γιατί η γυναίκα μου λέει ότι έγώ είμαι predicador και οι Ηνωμένες Πολιτείες τα πάνε θαυμάσια με τις πλούσιες τους παροχές, μ’ αυτές τις οργανώσεις. Ας μη ξεχνάμε ότι στο Πουέρτο Ρίκο αυξάνονται συνεχώς αυτές οι θρησκευτικές δυνατότητες οι εγγενώς βορειοαμερικανικές.Αλλά εγώ δεν είμαι πλεονέκτης. Εγώ ικανοποιούμαι με την κυκλοφορία των ξένων πνευματικών ιδεών.
Κι αν, όπως είπα πριν, ο Ευαγγελιστής Χριστός της ¨Εκτης Μέρας εμφανιζόταν στο Πουέρτο Ρίκο, η Ηπειρωτική Κυβέρνηση θα έπρεπε να τον δικάσει, και ο Πορτορικανός λαός, ο τόσο φίλος της τραγωδίας,όπως δείχνουν καθημερινά οι εφημερίδες του, θα έχανε τον θάνατό του με την ανταλλαγή του οποιουδήποτε Βαραβά; Και ο αμφιλεγόμενος Χριστός θα είχε προσαχθεί από τον Ηρώδη στον κύριο Πιλατο, ο οποίος θα έπλενε τα χέρια του σε νερό παγωμένο και θα έστελνε στον Ηρώδη ξανά. Και κάποιος θα έλεγε: «Λαέ του Πουέρτο Ρίκο,ποιον προτιμάς να στείλεις στην ηλεκτρική καρέκλα,το Χριστό η τον Βαραβά;» «Το Χριστό!» θα έλεγαν όλοι οι ΦΡαρισαίοι,οι τοσο αναρίθμητοι. Ο Κύριος Πιλάτος θα έπλενε για άλλη μια φορά τα χέρια του και ο Χριστός θα πήγαινε στην ηλεκτρική καρέκλα.
Αυτό που θα συνέβαινε κατά την προετοιμασία της καρέκλας θα πρέπει να γραφτεί a posteriori.
EL VIEJECITO PORUGUÉS
(New York)
Se lo encontraron sin sentido en la calle inmensa, negro todo, con la esclerótica amarilla, y lo llevaron al hospital. Nadie pudo decir nada de él, ni llevaba encima seña ni documento. Desorientados, los médicos decidieron abrirlo a ver si encontraban la causa.
-Pero ¿lo van ustedes a abrir sin saber por qué?
-Pues por eso, porque no lo sabemos.
De modo que lo abrieron, y como no encontraron nada de lo que buscaban, lo volvieron a cerrar.
El pobrecillo se quedó allí en su cama, mal sostenida su alma con unas puntadas de médico presuroso y frío.
Al otro día, en siesta, no cesaba de quejarse y mendigar débilmente:
-Por Dios, una poca de agua a este desgraciado.
La enfermera dijo que el agua se había pasado ya, a las once, que era la hora de darla, y que él no la había pedido. Por fin tanto dije, que trajeron un vaso, y le di el agua al viejecito, que, después de beberse el vaso, sonrió como un santo.
Le dije que si no tenía familia o amigos, o conocidos; que si quería que le escribiera una carta a alguien de Portugal, o allí en América, donde fuera.
-No, no. ¿Para qué? Sí tengo familia, pero ¿para qué? Yo me voy a morir mañana, o pasado, de todos modos -y cojiéndome casi una mano-: Cuando esté delante de Dios, me acordaré de usted, que me dio agua.
No fue mañana ni pasado. Aquel día mismo el alma blanca se fue del cuerpo ennegrecido por el camino alto de la primavera de la luz, camino del Dios de la salud y la paz.
ΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑΚΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ
(Νέα Υόρκη)
Τον βρήκαν αναίσθητο στη μέση του δρόμου, κατάμαυρο, με το ασπράδι του ματιού του κίτρινο, και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Κανένας δεν μπόρεσε να πει τίποτα γι’ αυτόν, ούτε είχε πάνω του κάποιο ντοκουμέντο. Αποπροσανατολισμένοι οι γιατροί, αποφάσισαν να τον ανοίξουν για να δουν αν θα έβρισκαν την αιτία.
-Αλλά ,θα τον ανοιξετε κύριοι,δίχως να ξέρετε το γιατί?
-Λοιπόν ακριβώς γι αυτό, γιατί δεν το ξέρουμε.
Γι αυτό το λόγο τον άνοιξαν, και όπως δε βρήκαν τίποτα γι αυτό που έψαχναν, μετά τον έκλεισαν.
Ο φτωχούλης απόμεινε εκεί στο κρεβάτι του, με τη ψυχή του στα δόντια και με τις ραφές του βιαστικού και ψυχρού γιατρού.
Την άλλη μέρα, στη σιέστα, δεν έπαψε να διαμαρτύρετα και να εκλιπαρεί με φωνή αδύναμη:
-Νερό, νερό, νερό.
Δεν καταλάβαιναν αυτό που ήθελε.
-Για όνομα του Θεού, φέρτε λίγο νερό σ’ αυτόν τον δυστυχισμένο.
Η νοσοκόμα έιπε ότι η ώρα του νερού είχε περάσει, στις εννιά, που ήταν η ώρα για να το δώσουν, και ότι αυτός δεν το είχε ζητήσει. Τελικά από την επιμονή του, του εφεραν ένα ποτήρι, κι εκείνη ε΄δωσε το νερό στο γεροντάκι, που,αφού το ήπιε χαμογέλασε σαν ένας άγιος.
Της είπε ότι δεν είχε φαμίλια ούτε φίλους, η γνωστούς; κι ότι αν θα ήθελε να γράψει ένα γράμμα σε κάποιον στην Πορτογαλία, η εκεί στην Αμερική, όπου ναταν.
Μου είπε:
-Όχι,όχι. Για ποιο λόγο? Ναι έχω οικογένεια, αλλά για ποιο λόγο? Και πρόκειται να πεθάνω αύριο η μεθαύριο,ούτως η άλλως –και θα μου πιάσει ίσως το χέρι-: Κι όταν θα βρεθώ μπροστά στον Θεό, θα σας θυμηθώ, που μου δώσατε νερό να πιω.
Δε συνέβη το μοιραίο την άλλη μέρα η τη μεθεπόμενη.Εκείνη την ίδια μέρα η λευκή ψυχή του εγκατέληψε το κορμί του που αναδύθηκε από τον ψηλό δρόμο της φωτεινής Άνοιξης, το δρόμο του Θεού της υγεςίας και της γαλήνης.
LA PALABRA OFENDIDA
El tenía la costumbre de releer sus escritos inmediatamente después de dictarlos a máquina, su primera correción. Ese día no tuvo tiempo o ganas de releerlos y no corrijió el poema donde estaba aquella palabra que esperaba con amor ser escojida. Y el borrador segundo pasó con la palabra confusa a los montones de espera.
Meses después, una mañana desvelada, cuando el buscó el poema pensando la inexactitud segura, lo primero que vio en el momento mismo de mirarlo, fue la falta, la palabra que no era. Quiso recordar lo que era, no pudo; insistió al derecho, no pudo; al revés, no pudo; por trasparencia, no pudo; hacia arriba, hacia abajo, de pico, a otra luz, traduciendo la palabra al francés, al inglés, al portugués, al catalán, al gallego; sentándose en el sitio donde sintió el poema, en el otro sitio donde lo dictó... No pudo más encontrar aquella palabra honrada, la palabra dócil de la fidelidad.
Sí, aquella desdichada palabra fidedigna se había ofendido de veras. Y ofendida, se había escondido en su fidelidad y en su verdad para siempre; se había ido para siempre del poema y del poeta, y los había dejado, sin ella, agujereados, rotos, desunidos para siempre también.
Η ΠΡΟΣΒΛΗΜΕΝΗ ΛΕΞΗ
Αυτό είχε τη συνήθεια να ξαναδιαβάζει τα γραπτά του αμέσως μετά την πληκτρολόγησή τους στη γραφομηχανή, στην πρώτη τους διόρθωση. Εκείνη τη μέρα δεν είχε χρόνο ούτε διάθεση να τα διαβάσει και δεν διόρθωσε το ποίημα όπου βρισκόταν εκείνη η λέξη που περίμενε με αγάπη να επιλεγεί. Και η δεύτερη διόρθωση πέρασδε από την αμφιλεγόμενη λέξη στο σωρό της αναμονής.
Μήνες μετά, ένα αποκαλυπτικό πρωινό, όταν αυτός έψαξε το ποίημα ενώ σκεφτόταν τη βέβαιη ανακρίβεια, το πρώτο που είδε τη στιγμή που το κοίταξε ήταν η έλλειψη, η λέξη που έλειπε. Προσπάθησε να θυμηθεί ποια ηταν, αλλά δεν μπόρεσε; επέμενε από τ’ αριστερά, δεν μπόρεσε; κι αντίθετα, σδεν μπόρεσε; από διαίσθηση, δεν μπόρεσε; προς τα πάνω, προς τα κάτω, για λίγο, με άλλο φως, μεταφράζοντας τη λέξη στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα πορτογαλλικά, στα καταλανικά, στα βάσκικα; Έχοντας καθίσει στη θέση όπου εμπνεύστηκε το ποίημα, στην άλλη θέση όπου το πληκτρολόγησε... Δε μπόρεσε άλλο να βρει εκείνη την έντιμη λέξη, τη λέξη την υπάκουη στην πιστότητα.
Ναι, εκείνη η κακότυχη και αξιόπιστη λέξη είχε προσβληθεί στ’ αλήθεια. Και προσβλημένη, είχε κρυφτεί μέσα στην πιστότητά της και στην αλήθεια της για πάντα; είχε φύγει για πάντα από το ποίημα και τον ποιητή, κασι τους είχε αφήσει, δίχως την παρουσία της, κεντρισμένους, διχασμένους, χωρισμένους επίσης για πάντα .
http://www.cervantesvirtual.com/obra-visor/antologia-de-textos-juanramonianos--0/html/53bf7529-f4f2-41fa-b1c4-02a49a739f54_5.htmlhttp://www.cervantesvirtual.com/obra-visor/antologia-de-textos-juanramonianos--0/html/53bf7529-f4f2-41fa-b1c4-02a49a739f54_5.htmlRECUERDOS
Como en mi casa todos pensaban de una manera diferente a la mía, mi humor solía ser gris y hosco. Pocas palabras, gestos de fastidio, mal talante. Así -¡oh qué es la vida!- para mi madre, para mis hermanos, para las criadas, yo pasaba por una persona violenta, insoportable, grosera... Cuando se murió el canario de los niños yo lo cogí amorosamente, lo llevé al jardín, y lo enterré bajo un rosal. ¡Oh! cómo era yo, yo niño. Y desde el jardín, Teresa la criada más joven, que le decía a la cocinera: el señorito Juan parece malo, pero no lo es...
http://www.cervantesvirtual.com/obra-visor/antologia-de-textos-juanramonianos--0/html/53bf7529-f4f2-41fa-b1c4-02a49a739f54_5.htmlΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Καθώς στο σπίτι μου όλοι σκέφτονταν κατά ένα διαφορετικό τρόπο από το δικό μου, το χιούμορ μου κατέληγε να είναι κρύο και άγαρμπο. Λίγες λέξεις, δυσάρεστες χειρονομίες,κακή διάθεση. Έτσι –ω πως είναι η ζωή!- για τη μητέρα μου, για τα’ αδέρφια μου, για τις υπηρέτριές μας,εγώ περνούσα για ένα βίαιο άτομο, ανυπόφορο, βάρβαρο... Όταν πέθανε το καναρίνι των μικρών παιδιών εγώ το έπιασα με αγάπη,το πήγα στον κήπο, και το έθαψα κάτω από μια τριανταφυλλιά. Ω!πως ήμουν εγώ, εγώ το μικρό παιδί. Κι από τον κήπο, η Τερέζα η πιο μικρή υπηρέτρια, ακούστηκε να λέει στη μαγείρισσα: ο μικρός κύριος Χουάν φαίνεται κακός, αλλά δεν είναι...
Yo me escondía, y tú venías buscándome, buscándome.
Cansada ya, como no me encontrabas, te enfadabas un poco y me decías: «¡Hijo, sal de una vez, que esto no parece ya un juego!»
Y te ibas. Y yo me asomaba un poco por mi escondite, riendo.
Ahora tú te has escondido, ¡y qué bien! Y yo no te encuentro.
Te busco y te busco, y ya sintiendo la noche, muy triste, te digo: «¡Madre, sal de una vez, que esto no parece ya un juego!»
Voy y vengo solo. Y tú, ¿te asomas, sonriendo, por tu escondite?
ΤΟ ΠΑΙΔΙ
Εγώ κρυβόμουν, κι εσύ ερχόσουν να με ψάξεις,με έψαχνες.
Κουρασμένη πια, καθώς δε με έβρισκες, θύμωνες λίγο και μου έλεγες: «Παιδάκι μου, βγες επι τέλους, γιατί αυτό πια δε μοιάζει με ένα παιχνίδι!»
Και έφευγες. Κι εγώ κρυβόμουν λιγάκι για να μη με βρεις,γελώντας.
Τώρα κρύφτηκες εσύ, τι καλά! Κι εγώ δε σε βρίσκω.
Σε ψάχνω και σε ψάχνω, και πια καθώς νιώθω μες στη νύχτα πολύ λυπημένος, σου λέω: «Μητέρα, βγες επιτέλους,γιατί αυτό πια δε μοιάζει με παιχνίδι!»
Πάω κι έρχομαι μόνος. Κι εσύ, εμφανίζεσαι, χαμογελώντας, από την κρύπτη σου;
LA NEGRA Y LA ROSA
La negra va dormida, con una rosa blanca en la mano. –La rosa y el sueño apartan, en una superposición mágica, todo el triste atavío de la muchacha: las medias rosas caladas, la blusa verde y transparente, el sombrero de paja de oro con amapolas moradas.- Indefensa con el sueño, se sonríe, la rosa blanca en la mano negra.
¡Cómo la lleva! Parece que va soñando con llevarla bien. Inconsciente, la cuida –con la seguridad de una sonámbula- y es su delicadeza como si esta mañana la hubiera dado ella a luz, como si se sintiera, en sueños, madre del alma de una rosa blanca. –A veces, se le rinde sobre el pecho, o sobre un hombro, la pobre cabeza de humo rizado, que irisa el sol cual si fuese de oro, pero la mano en que tiene la rosa mantiene su honor, abanderada de la primavera.-
Una realidad invisible anda por todo el subterráneo, cuyo estrepitoso negror rechinante, sucio y cálido, apenas se siente. Todos han dejado sus periódicos, sus gomas y sus gritos; están absortos, como en una pesadilla de cansancio y de tristeza, en esta rosa blanca que la negra exalta y que es como la conciencia del subterráneo. Y la rosa emana, en el silencio atento, una delicada esencia y eleva como una bella presencia inmaterial que se va adueñando de todo, hasta que el hierro, el carbón, los periódicos, todo, huele un punto a rosa blanca, a primavera mejor, a eternidad…
LA NEGRA Y LA ROSA
La negra va dormida, con una rosa blanca en la mano. –La rosa y el sueño apartan, en una superposición mágica, todo el triste atavío de la muchacha: las medias rosas caladas, la blusa verde y transparente, el sombrero de paja de oro con amapolas moradas.- Indefensa con el sueño, se sonríe, la rosa blanca en la mano negra.
¡Cómo la lleva! Parece que va soñando con llevarla bien. Inconsciente, la cuida –con la seguridad de una sonámbula- y es su delicadeza como si esta mañana la hubiera dado ella a luz, como si se sintiera, en sueños, madre del alma de una rosa blanca. –A veces, se le rinde sobre el pecho, o sobre un hombro, la pobre cabeza de humo rizado, que irisa el sol cual si fuese de oro, pero la mano en que tiene la rosa mantiene su honor, abanderada de la primavera.-
Una realidad invisible anda por todo el subterráneo, cuyo estrepitoso negror rechinante, sucio y cálido, apenas se siente. Todos han dejado sus periódicos, sus gomas y sus gritos; están absortos, como en una pesadilla de cansancio y de tristeza, en esta rosa blanca que la negra exalta y que es como la conciencia del subterráneo. Y la rosa emana, en el silencio atento, una delicada esencia y eleva como una bella presencia inmaterial que se va adueñando de todo, hasta que el hierro, el carbón, los periódicos, todo, huele un punto a rosa blanca, a primavera mejor, a eternidad…
EL MECÁNICO MALAGUEÑO
Salíamos de Málaga, difícilmente. El coche se paraba a cada instante jadeando. Venían mecánicos de este taller, del otro. Todos le daban golpes aquí y allá sin pensarlo antes, tirones bruscos, palabras brutas, sudor vano. Y el coche seguía lo mismo. Con grandes dificultades pudimos llegar a un taller que nos dijeron que era muy bueno y estaba a la salida, cuesta de la carretera de Granda, no me acuerdo el nombre.
Salió despacio al sol matinal, del ancho fondo negro, un hombre alto, lleno, sonriendo dueño de sí. Vino seguro al coche, levantó con exactitud la cubierta del motor, miró dentro con precisa intelijencia, acarició la máquina como si fuera un ser vivo, le dio un toquecito justo en el secreto encontrado y volvió a cerrar en ritmo y medida completos.
- El coche no tiene nada. Pueden ustedes ir con él hasta dónde quieran. - Pero, ¿no tenía nada? ¡Si lo han dejado por imposible tres mecánicos! - Nada. Es que lo han tratado mal. A los coches hay que tratarlos como a los animales (no dijo personas). Los coches quieren también su mimo.
Cuando dimos la vuelta y tomamos confiados y tranquilos la bella carretera alta, felices por obra y gracia del buen mecánico, entre la fuerte naturaleza rica de junio, yo miré atrás. El mecánico malagueño estaba azul en la gran puerta, las manos a la cintura, acompañando al coche con firma complacencia.
Ο ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΑΠ ΤΗ ΜΑΛΑΓΑ
Αναχωρούσαμε απ’ τη Μάλαγα,με δυσκολία. Το αμάξι σταματούσε κάθε τόσο αγκομαχώντας. Έρχονταν μηχανικοί να το δουν από αυτό το συνεργείο κι από τα’ άλλο.Όλοι του έδιναν χτυπήματα εδώ κι εκεί, δίχως πριν να το σκεφτούν, σκληρά λακτίσματα, συνοδευόμενα από βλαστήμιες και μάταιο ιδρώτα. Και το αμάξι συνέχιζε τα ίδια. Με μεγάλες δυσκολίες μπορέσαμε να φτάσουμε σε ένα συνεργείο που μας είπαν ότι ήταν πολύ καλό και βρισκόταν στη έξοδο,στο έμπα του αυτοκινητόδρομου για τη Γρανάδα, σε ένα σημείο που δε θυμάμαι το όνομά της.
Βγήκε αργά,κάτω απ’ τον πρωινό ήλιο,, από τον πλατύ μαύρο φόντο, ένας ψηλός άντρας, μυώδης, χαμογελώντας όλο αυτοκυριαρχία. Ήρθε με σιγουριά προς το αυτοκίνητο, σήκωσε με προσοχή το καπάκι του κινητήρα, κοίταξε μέσα με μεγάλη προσοχή, χάιδεψε τη μηχανή σαν να ήταν μια ζωντανή ύπαρξη, της έδωσε ένα μικρό και κατάλληλο χτύπημα l στο επίμαχο σημείο και έκλεισε το καπάκι με ρυθμό και σωστές κινήσεις.
- Το αμάξι δεν έχει τίποτα. Μποτρείτε κύριοι να πάτε μ’ αυτό όπου θέλετε. - Αλλά, δεν είχε τίποτα; Ναι το θεωρούσαν απίθανο αυτό τρεις μηχανικοί! - Τίποτα. Είναι γιατί το κακομεταχειρίστηκαν. Στα αυτοκίνητα πρέπει να τους συμπεριφέρεσαι όπως στα ζώα. (δεν είπε πρόσωπα).Τα αυτοκίνητα θέλουν επίσης τον μίμο τους.
Όταν κάναμε τη βόλτα και πήραμε πεισμένοι και ξέγνοιαστοι τον ψηλό και φαρδύ αυτοκινητόδρομο , ευχαριστημένοι από τη δουλειά και την καλοσύνη του μηχανικού, ανάμεσα αστη δυνατή και πλούσια φύση του Ιούνη, εγώ κοίταξα πίσω. Ο μαλαγένιος μηχανικός βρισκόταν γαλάζιος στη μεγάλη πόρτα, με τα χέρια του στη ζώνη του, αποχαιρετώντας το αμάξι μας με μεγάλη ικανοποίηση.
EL RAYITO DE SOL
Al niño chico lo ha despertado en la cuna un rayito de sol. Que entra en el cuarto oscuro de verano por una rendija de la ventan cerrada.
Si se hubiera despertado sin él, el niño se habría echado a llorar llamando a su madre. Pero la belleza iluminada del rayito de sol le ha abierto en los mismos ojos un paraíso florido y májico que lo tiene suspenso.
Y el niño palmotea, y ríe, y hace grandes conversaciones con las dos manos, los dos pies y arrullando su delicia.
Le pone la manita al rayo de sol; luego, el pie- ¡con qué dificultad y qué paciencia!-, luego la boca, luego un ojo, y se deslumbra, y se ríe refregándoselo cerrado y llenándose de baba la boca apretada. Si en la lucha por jugar con él se da un golpe en la baranda, aguanta el dolor y el llanto y se ríe con lágrimas que le complican en iris precioso el bello sol del rayo.
Pasa el instante y el rayito se va del niño, poco a poco, pared arriba. Aún lo mira el niño, suspenso, como una imposible mariposa, de verdad para él.
De pronto ya no está el rayo. Y en el cuarto oscuro, el niño -¡qué tiene el este niño, dicen todos corriendo, qué tendrá?- llora desesperadamente por su madre.
Η ΜΙΚΡΗ ΑΧΤΙΔΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Το παιδάκι το ξύπνησε στην κούνια του μια μικρή αχτίδα του ήλιου. Που μπήκε στο σκοτεινό δωμάτιο το καλοκαίρι από μια χαραμάδα του κλειστού παραθύρου.
Αν είχε ξυπνήσει δίχως αυτή, το παιδάκι θα είχε αρχίσει να κλαίει φωνάζοντας τη μητέρα του.Αλλά η φωτερή μορφιά της μικρής αχτίδας του ήλιου του αποκάλυψε μες στα ματάκια του ένα παράδεισο ανθισμένο και μαγικό που το σταμάτησε .
Και το μικρό παιδάκι χειροκροτεί, και γελά, και κάνει ατέλειωτες συζητήσεις με τα χεράκια του, με τα δυο του ποδαράκια ναννουρίζοντας τη γλύκα του.
Βάζει το χεράκι του στην αχτίδα του ήλιου; μετά, το ποδαράκι του-με τι δυσκολία και υπομονή!-, μετά το στόμα του, μετά το ένα του μάτι, και φωτίζεται, και γελά καθώς τρίβεται κλεισμένο γεμίζοντας με σάλια το σφιγμένο στόμα του. Αν στην προσπάθειά του να παίξει με την αχτίδα δίνει ένα χτύπημα στα κάγκελα, αντέχει τον πόνο και δεν κλαίει και γελά με δάκρυα γιατί του μετατρέπουν σε ένα όμορφο ουράνιο τόξο τον όμορφο ήλιο με την αχτίδα.
Περνά η στιγμή και η αχτίδα φεύγει απ’ το παιδάκι, ανεβαίνοντας σιγά σιγά προς τον τοίχο Ακόμα την κοιτάζει το παιδάκι, ακίνητο, σαν μια απίθανη πεταλούδα, αληθινή γι’ αυτό.
Ξαφνικά πια δεν υπάρχει η αχτίδα. Και μέσας το σκοτεινό δωμάτιο ,το παιδάκι-τι έχει αυτό το παιδί, λένε όλοι τρέχοντας, τι να έχει?- κλάιει απελπισμένα ζητώντας τη μάνα του.
LA LUNA
BROADWAY. La tarde. Anuncios mareantes de colorines sobre el cielo. Constelaciones nuevas. El Cerdo, que baila, verde todo, saludando con su sombrerito de paja, a derecha e izquierda. La Botella, que despide, en muda detonación, su corcho colorado, contra un sol con boca y ojos. La Pantorrilla eléctrica, que baila sola y loca, como el rabo separado de una salamanquesa. El Escocés, que ensela y esconde su whisky con reflejos blancos. La Fuente, de aguas malvas y naranjas, por cuyo chorro pasan como una culebra, prominencias y valles ondulantes de sol y luto, eslabones de oro y hierro (que trenza un chorro de luz y otro de sombra...). El Libro, que ilumina y apaga las imbecilidades sucesivas de su dueño. El Navío, que, a cada instante, al encenderse, parte cabeceando, hacia su misma cárcel, para encallar al instante en la sombra... Y...
-¡La luna! -¿A ver? -Ahí, mírala, entre esas dos casas altas, sobre el río, sobre la octava, baja roja, ¿no la ves...? -Deja, ¿a ver? No... ¿Es la luna, o es un anuncio de la luna?
Η ΣΕΛΗΝΗ
ΜΠΡΟΝΤΓΟΥΕΥ. Το απόβραδο. Εμετικές αγγελίες με χρωματισμούς πάνω στον ουρανό. Νέοι αστερισμοί. Το γουρούνι, που χορεύει, καταπράσινο, χαιρετώντας με το ψάθινο καπελίνο του,από δεξιά κι αριστερά. Η Μποτίλια, που χαιρετά, με μια βουβή εκπυρσοκρότηση, το χρωματιστό της πώμα, απέναντι σε έναν ήλιο με στόμα και μάτια.Η ηλεκτρική Γάμπα , που χορέυει μόνη της και τρελαμένη, σαν τους ανοιτόυς γλουτούς μιας γυναίκας απ’ τη Σαλαμάνκα. Ο Σκωτζέζος, que ensela και κρύβει το ουίσκυ του με λευκές αναλαμπές. Η Πηγή, με τα βιολετιά και πορτοκαλένια νερά της, που από τον πίδακά της περνούν σαν ένα φίδι, προεξοχές και κυλώματα κυματιστά από ήλιο και πένθος, eslabones από χρυσάφι και σίδερο (που ρίχνει έναν πίδακα από φως κι ένα άλλο από σκιά...). Το Βιβλίο, που φωτίζει και σβήνει τις διαδοχικές ανοησίες του αφεντικού του. Το Καράβι, που, σε κάθε στιγμή, καθώς πυρπολείται, ξεκινά επιβλητικό, για την ίδι του τη φυλακή, για να καταλήξει σε κάποια στιγμή στη σκιά... Και...
-Η σελήνη! -¿A βλέπεις; -Εκεί, δες τη, ανάμεσα σε κείνα τα ψηλά σπίτια, πάνω απ’ το ποτάμι, πάνω από την οχτάβα, χαμηλώνει κόκκινη, δεν τη βλέπεις..? -Άσε, θα δούμε? Όχι... Είναι η σελήνη, η είναι η αγγελάι της σελήνης;
EL TIEMPO
Estábamos hablando hace un instante: “dentro de veinte años, cuando yo tenga cuarenta y cinco…” Y de pronto, malestar, la mano por los ojos: y sin saber cómo, nos encontramos diciendo: “Hace veinte años cuando yo tenía veinticinco…”
¿Y qué es lo que ha pasado mientras tanto, en ese dudoso, incojible, incomprendido instante? Nada eso tiempo.
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Μιλούσαμε πριν από λίγο: “σε είκοσι χρόνια, όταν εγώ θα είμαι στα σαρανταπέντε μου…” Και ξαφινικά, η δυσφορία, με το χέρι στα μάτια, και χωρίς να ξέρουμε πως, βρεθήκαμε να λέμε : “Εδώ και είκοσι χρόνια όταν εγώ ήμουν εικοσιπέντε χρονών…”
¿Και τι είναι αυτό που συνέβη εν τω μεταξύ, σε κείνη την αμφίβολη,ακατανόητη στιγμή, ? Τίποτα εκτός απ’ το χρόνο.
BÉCQUER
Hay por Sevilla un jirón de niebla que el sol más claro no acierta a disipar. Se va de un lado a otro, pero nunca si quita; algo así como esas estrellas que se ven ante si los ojos confusos. Es Bécquer, ¿Es Bécquer? ¡Es Bécquer!
ΜΠΕΚΕΡ
Υπάρχει πάνω απ’ τη Σεβίλλη ένα κουρέλι σύννεφου που κι ο πιο φωτεινός ήλιος δεν καταφέρνει να το διαλύσει. Πάει από τη μια μεριά στη ν άλλη,αλλά ποτέδε φεύγει; κάτι παρόμοιο με εκείνα τ’ αστέρια που φαίνονται μπροστά στα θαμπά μάτια. Eίναι ο Μπέκερ,Είναι ο Μπέκερ; Είναι ο Μπέκερ!
ESTIO
Fue un amor momentáneo, sin pasado y sin porvenir; triste porque lo dio todo sin esperar nada, porque surgía porque sí. Viviendo a su alrededor y maltratando.
Desde lo alto del mirador se veía el campo y el río, confusamente, con vaguedades verdes, y de plata, entre la bruma sombría de la noche. Por el naciente, sobre los negros pinos recortados en un cielo blando, nacarino y como hollado, la luna subía dramática y celeste… Y del jardín bajo subía una penetrante esencia de jazmines moriscos, y las fachadas lascivas de las casas eran , sobre el azul de terciopelo de la noche, espectrales, goyescas, encendidas por el resplandor de la iluminación de la plaza en feria y por las bengalas azules, amarillas, granates de los fuegos artificiales…
Una música de metal amarillo elevaba a los luceros su vals agrio y romántico, lleno de anhelos estériles, de nostaljias sin eco, de dolor bajo y sin consuelo.
Es un recuerdo de estío, que está en mi vida como un jazmín blanco, isla de mar y sombra.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ήταν ένας πρόσσκαιρος έρωτας, δίχως παρελθόν και δίχως μέλλον; θλιμένος γιατί τα έδωσε όλα δίχως να ελπίζει σε τίποτα, γιατί έτσι προέκυψε γιατί ναι. Καθώςς ζούσε στο περιθώριο του και δυσαρεστημένος.
Από ψηλά από το παραηρητήριο φαινόταν ο κάμπος και το ποτάμι, ακαθόριστα κάπως, με αχνές πρασινάδες, κι από ασήμι, ανάμεσα στην ομιχλη του απόβαδρου και τη νύχτα. Από το γεννημένο, πανω απ’ τα μάυρα και αποψιλωμένα πεύκα μέσα σε ένα νωθρό ουρανό, σεντέφι και σαν πατημένη, η σελήνη ανέβαινε δραματική και ουράνια… Κι από τον κήπο ανέβαινε μια διεισδυτική ουσία από αραβαικά γιασεμιά, και οι προσόψεις οι λάγνες των σπιτών ήταν , πάνω στο βελούδινο γαλάζιο της νύχτας, φασματικές, όπως στα έργα του Γκόγια, πυρπολημένες από τη λάμψη του φωτισμού της λαικής αγοράς της πλατείας και απ’ τα γαλάζια και κίτρινα και μαβιά , των τεχνητών φώτων…
Μια μουσική από κίτρινο μέταλλο ύψωνε ως τ’ αστέρια το σκληρό και ρομαντικό της βάλς, το γιομάτο από στείρες αγωνίες, από νοσταλγίες δίχως ηχώ,από πόνο αδύνα μο και απαρηγόρητο.
Eίναι μια ανάμνηση του καλοκαιριού,που υπάρχεις μες στη ζωή μου σαν ένα λευκό γιασεμί σαν σκιά και σαν ένα θαλασσινό νησί.
SEVILLANAS
Las sevillanas, este baile único, son como un vuelo. Se adelanta la pareja y se abre de las y ensaya un poquito aquí y allá. Luego el aleteo se fija, se enreda, se complica, hasta que le entra el goce de sí mismo, y entonces, copla a copla, se yergue, se ladea, roza el suelo con el ala, se tiende, se embriaga, enloquece su oleaje...
¡Ya está loca la pareja! El cuerpo humano femenino es, por la sevillana, eterno manantial de fragancia diferente, resorte maravilloso del alma rítmica, flor depurada de siglos de baile volador.
¡¡Sevillanas! Fuera la Giralda sueña vagos tonos malvas, vibrando en la luz completa de la tarde. No hay rincón, por leve que sea – comisura de labio, cáliz de flor- que no encante y transparente la luz. Esta luz tan alta que es toda, en todo, música. Por un recodo de carmín y verde se va un rumor de campanillas de coche. Sobre la plaza de toros arte en oro la alegría. Y en la azotea, entre macetas azules, ¡las sevillanas!
Cae la tarde, las casas se ponen rojas. Todavía la pareja se viene al centro, abre las alas y vuelca en la última luz divina de la hora exacta.
SEVILLANAS
Las sevillanas, este baile único, son como un vuelo. Se adelanta la pareja y se abre de las y ensaya un poquito aquí y allá. Luego el aleteo se fija, se enreda, se complica, hasta que le entra el goce de sí mismo, y entonces, copla a copla, se yergue, se ladea, roza el suelo con el ala, se tiende, se embriaga, enloquece su oleaje...
¡Ya está loca la pareja! El cuerpo humano femenino es, por la sevillana, eterno manantial de fragancia diferente, resorte maravilloso del alma rítmica, flor depurada de siglos de baile volador.
¡¡Sevillanas! Fuera la Giralda sueña vagos tonos malvas, vibrando en la luz completa de la tarde. No hay rincón, por leve que sea – comisura de labio, cáliz de flor- que no encante y transparente la luz. Esta luz tan alta que es toda, en todo, música. Por un recodo de carmín y verde se va un rumor de campanillas de coche. Sobre la plaza de toros arte en oro la alegría. Y en la azotea, entre macetas azules, ¡las sevillanas!
Cae la tarde, las casas se ponen rojas. Todavía la pareja se viene al centro, abre las alas y vuelca en la última luz divina de la hora exacta.
GUADALQUIVIR
¿Resucitan los ríos? ¿Van al paraíso? ¡Entonces, tú lo sabías, Guadalquivir del amanecer, en un viaje mío del Madrid de la tierra a la Sevilla del cielo; luminoso y tranquilo Guadalquivir bajo el inmenso carmín inflamado del cielo!
¿O es que ya subimos los dos de la tierra y estamos en el paraíso nuestro Guadalquivir? Si recuerdo y suelo son iguales de falsos o de verdaderos ¿quién sabe, río del alba en Peñaflor, entre álamos blancos y luces eléctricas de calle al campo, dónde estamos de verdad ahora?
No sé. Ni sé si te estoy viendo, si te estoy recordando, o si te estoy soñando. Tu me rodeas bello la emoción, entrando y saliendo del sueño a la realidad y de la realidad al recuerdo, por un maravilloso paisaje momentáneo que no sé en qué Andalucía de cuándo, ni de dónde vi.
GUADALQUIVIR
¿Resucitan los ríos? ¿Van al paraíso? ¡Entonces, tú lo sabías, Guadalquivir del amanecer, en un viaje mío del Madrid de la tierra a la Sevilla del cielo; luminoso y tranquilo Guadalquivir bajo el inmenso carmín inflamado del cielo!
¿O es que ya subimos los dos de la tierra y estamos en el paraíso nuestro Guadalquivir? Si recuerdo y suelo son iguales de falsos o de verdaderos ¿quién sabe, río del alba en Peñaflor, entre álamos blancos y luces eléctricas de calle al campo, dónde estamos de verdad ahora?
No sé. Ni sé si te estoy viendo, si te estoy recordando, o si te estoy soñando. Tu me rodeas bello la emoción, entrando y saliendo del sueño a la realidad y de la realidad al recuerdo, por un maravilloso paisaje momentáneo que no sé en qué Andalucía de cuándo, ni de dónde vi.
LAS VIEJAS COQUETAS
Eva, Seminaris, Safo, Cleopatra, Agripina, Lucrecia Borgia, María Estuardo, Ninon de Lenclos… todas las viejas con historia de la llamada Historia, viven aquí, en la sexta avenida, su vida apartada, o en Grammercy Park, o en Brooklyn, discretamente, en pisos suaves a la moda del momento, que les arregla Miss Elisie de Wolfe o Miss Swift, de gracia, un poco recargados por ellas con ciertos recuerdos de época, salvados de saqueos, de naufragios, de quemas, de abandonos. En cualquier reunión de los últimos martes de la «Poetry Society» —«National Arts Club»— o en el «Cosmopolitan», o en el «Actors’», están todas, con dientes de oro, afeitadas, arrugadas, pecosas, pañosas, cegatas, depilado el vello perdurable que, como es sabido, les crece, con las uñas, a los muertos; descotadas hasta la última costilla o la más prístina grasa, llenos hombros y espaldas milenarios de islas rojas y blancas, como un mapa de los polos.
Visten su ancianidad, de náyade, con yerbas verdes en la calva, de Ofelia coronada, de Cleopatra, con la nariz de Pascal, de lo que sea preciso o impreciso, con todas las cosas posibles e imposibles —casullas españolas, dalmáticas indias, rusas, carnes paradisíacas— y se prenden en cualquier sitio flores de calabaza, amalquitas de a kilo, plumas de avestruz, de águila, de cuervo o de pavo real…
Desveladas siempre del sepulcro, y sin miedo de llegar tarde, o con la lluvia o nieve, al piso 12 de sus cementerios, son las últimas que se retiran, pues conservadas en champagnes infinitos sus arrugadas arrugas empolvadas, son las preferidas de las sillas de desvelo. No se acuerdan, a tales horas, del Paraíso, ni de Babilonia, ni de Lesbos, ni de Alejandría, ni de Roma, ni de Italia, ni de Escocia, ni de París, que, por otra parte, ¡están tan lejos apra voler de madrugada!; y se quedan con cualquier poeta cubista, robinsoniano o bíblico, quien les diga en mal verso libérrimo o en peor verso redondo ingés —endecasílabo de Pope—, un epitafio galante, que les hace olvidar sus idiomas patrios, ya en ruinas entre los restos de sus dientes.
¡Qué terciopelos con espinas y qué cenizas con sedas! Pero sonríen a todos, como claves sin teclas, y coquetean con el chaffeur, con el portero o con el negro del ascensor y se alejan mirando. ¡Pero cualquiera va, a través de los siglos, con esta nieve, a sus sepulcros!
LAS VIEJAS COQUETAS
Eva, Seminaris, Safo, Cleopatra, Agripina, Lucrecia Borgia, María Estuardo, Ninon de Lenclos… todas las viejas con historia de la llamada Historia, viven aquí, en la sexta avenida, su vida apartada, o en Grammercy Park, o en Brooklyn, discretamente, en pisos suaves a la moda del momento, que les arregla Miss Elisie de Wolfe o Miss Swift, de gracia, un poco recargados por ellas con ciertos recuerdos de época, salvados de saqueos, de naufragios, de quemas, de abandonos. En cualquier reunión de los últimos martes de la «Poetry Society» —«National Arts Club»— o en el «Cosmopolitan», o en el «Actors’», están todas, con dientes de oro, afeitadas, arrugadas, pecosas, pañosas, cegatas, depilado el vello perdurable que, como es sabido, les crece, con las uñas, a los muertos; descotadas hasta la última costilla o la más prístina grasa, llenos hombros y espaldas milenarios de islas rojas y blancas, como un mapa de los polos.
Visten su ancianidad, de náyade, con yerbas verdes en la calva, de Ofelia coronada, de Cleopatra, con la nariz de Pascal, de lo que sea preciso o impreciso, con todas las cosas posibles e imposibles —casullas españolas, dalmáticas indias, rusas, carnes paradisíacas— y se prenden en cualquier sitio flores de calabaza, amalquitas de a kilo, plumas de avestruz, de águila, de cuervo o de pavo real…
Desveladas siempre del sepulcro, y sin miedo de llegar tarde, o con la lluvia o nieve, al piso 12 de sus cementerios, son las últimas que se retiran, pues conservadas en champagnes infinitos sus arrugadas arrugas empolvadas, son las preferidas de las sillas de desvelo. No se acuerdan, a tales horas, del Paraíso, ni de Babilonia, ni de Lesbos, ni de Alejandría, ni de Roma, ni de Italia, ni de Escocia, ni de París, que, por otra parte, ¡están tan lejos apra voler de madrugada!; y se quedan con cualquier poeta cubista, robinsoniano o bíblico, quien les diga en mal verso libérrimo o en peor verso redondo ingés —endecasílabo de Pope—, un epitafio galante, que les hace olvidar sus idiomas patrios, ya en ruinas entre los restos de sus dientes.
¡Qué terciopelos con espinas y qué cenizas con sedas! Pero sonríen a todos, como claves sin teclas, y coquetean con el chaffeur, con el portero o con el negro del ascensor y se alejan mirando. ¡Pero cualquiera va, a través de los siglos, con esta nieve, a sus sepulcros!
BIBLIOGRAFÍA
Una parte..
· Albornoz, A. de: "Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1981)
· Barrero González, Enrique (editor literario); Villa Crespillo, Francisca (recogida de textos), Homenaje a la "Velada en honor a Juan Ramón Jiménez", celebrada en el Ateneo de Sevilla en marzo de 1912 , Sevilla, Ateneo de Sevilla, 2009, 291 p. ISBN 978-84-613-5740-6
· Blasco, F. J. "La Poética de Juan Ramón Jiménez. Desarrollo, contexto y sistema" (Salamanca, 1982)
· Campoamor González, Antonio. "Bibliografía general de Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1982)
· Campoamor González, Antonio. "Juan Ramón Jiménez, nueva biografía.". Editado por la Junta de Andalucía. (Sevilla, 2001)
· Campoamor González, Antonio. "Vida y poesía de Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1976)
· Díez-Canedo, Enrique: "Juan Ramón Jiménez en su obra" (México, 1944)
· Font, Mª T. "«Espacio»: autobiografía lírica de Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1973)
· García García, Manuel: Juan Ramón Jiménez: Elejías Andaluzas I: Platero y yo. Madrid, Visor, Edición del Centenario, 2007
· González Ródenas, Soledad: Juan Ramón Jiménez a través de su biblioteca: lecturas y traducciones en lengua francesa e inglesa (1881-1936). Universidad de Sevilla, 2005
· Guerrero Ruiz, J. "Juan Ramón de viva voz" (Madrid, 1961)
· Gullón, R. "Conversaciones con Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1958)
· Juliá, M. "El universo de Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1989)
· Morán Rodríguez, C. Juan Ramón Jiménez y la poesía argentina y uruguaya en el año 48. Historia de una antología nunca publicada (Madrid, Visor, 2014).
· Olson, P.R. "Circle of Paradox:Time and Essence in the Poetry of Juan Ramón Jiménez" (Baltimore, 1967)
· Palau de Nemes, Graciela. "Vida y obra de Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1976)
· Paratore, C., Il primo Juan Ramón Jiménez. Varianti d'autore e sviluppo dei testi (Roma, 2014).
· Pau, A. Juan Ramón Jiménez. El poeta en el jardín (Madrid, 1999).
· Paz, Mateo de. Juan Ramón Jiménez el poeta, Biografía literaria destinada al público infantil (Madrid, El Rompecabezas, 2007).
· Predmore, M. P. "La obra en prosa de Juan Ramón Jiménez" (Madrid, 1966)
· Pujante, D. "De lo literario a lo poético en Juan Ramón Jiménez", (Murcia, 1988).
· Salgado, M. A. "El arte polifacético de las caricaturas líricas juanramonianas" (Madrid, 1968)
· Silvera Guillén, Francisco. Copérnico y Juan Ramón Jiménez. Crisis de un paradigma, Vigo, Editorial Academia del Hispanismo, 2008.
· Vidal, C. Checas de Madrid (Barcelona, Belacqva, 2003, p. 179).
· D. Lecler, «Du visible à l’invisible dans Platero y yo et Don Quichotte», en Juan Ramón Jiménez Tiempo de creación (1913-1917), coordinado par Daniel Lecler y Belén Hernández Marzal, Publications numériques de l'ERIAC, « Travaux et documents hispaniques », n° 8, 201.
Datos del traductor
Στέλιος Καραγιάννης-Stelios Karayanis
Ο Στέλιος Καραγιάννης γεννήθηκε στη Σάμο το 1956. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος μεταφραστής και ισπανιστής. Το 1993 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης "Ν. Βρεττάκος" από το Δήμο Αθηναίων. Το 1997 ήταν υπότροφος της Ισπανικής Κυβέρνησης ως ισπανιστής. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου τηςΓρανάδας. Δημοσίευσε στην Ελλάδακαι την Ισπανία δοκίμια για νεοέλληνες και Ισπανούς ποιητές, φιλοσόφους και δοκιμιογράφους. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στα ισπανικά, στα αγγλικά,στα ιταλικά,στα πορτογαλλικά και στα γερμανικά. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων της Γρανάδας, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ισπανιστών, μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος του PEN CLUB Ελλήνων Λογοτεχνών. Τώρα διευθύνει τη Διεθνή Επιθεώρηση Ποίησης, Διηγήματος και Θεωρίας της ποίησης Πολύμνια Ars Poetica.
Stelios Karayanis (Samos, 1956), es un poeta y ensayista representativo de la generación del 80, hispanista y traductor. Obtuvo el premio de poesía Nikiforos Vrettakos del Ayudamiento deAtenas el año 1993. EsDoctor deFilosofíaModernapor laUniversidaddeIoaninadeGrecia y Doctor de Teoria de Literatura y de Literatura Comparada por la Universidad de Granada. Su poesia fue traducida en cinco idiomas.Es miembro de la Academia de Buenas Letras de Granada, uno de los fundadores de la Asosiación de los Hispanistas Griegos, miembro de la Asociación Naciolal de los Escritores Griegos y miembo de Pen Club. Imparte clases de Literatura Española en la Univeridad Abierta de Grecia desde el año 2005. Fué director de la Revista Internacional de Poesía Erato Ars Poetica y ahora es director de Polimnia, Ars Poetica, Revista Internacional de Poesía, Cuento y Teoría Poética.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου