POESIA ESPAÑOLA -ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,Roger Wolfe

                                                                                  Ρότζερ Γόλφε

Roger Wolfe

Βρώμικα Ποιήματα

Poemas Sucios

Ανθολογία (Antologìa)





 

Roger Wolfe (WesterhamKent, 17 de octubre de 1962)​ es un poetanarrador y ensayista inglés, residente en España desde su infancia. El español es su principal lengua literaria y su estilo se inserta a medio camino entre el expresionismo y el realismo sucio.​ No obstante, algunos lo clasifican dentro de la llamada poesía de la experiencia o neorrealista, que, sin embargo, parodia frecuentemente.Nacido en Inglaterra se trasladó con su familia a España en 1967, específicamente a Alicante, donde hizo sus primeros estudios. En 1980 regresa a su país natal para estudiar, en el West Kent College, lengua y literatura inglesa, así como francés. Ha residido, también, en Oviedo. Su poesía ha sido elogiada por José Luis García Martín.​Su producción literaria se inicia, formalmente, en 1986 con la publicación de su primer libro Diecisiete poemas.​ Desde entonces ha continuado con la creación, no solamente poética, sino que también ha incursionado en la narrativa y el ensayo.

Ο Roger Wolfe (Westerham, Kent, 17 Οκτωβρίου 1962) είναι Άγγλος ποιητής, παραμυθάς και δοκιμιογράφος που ζει στην Ισπανία από την παιδική του ηλικία. Τα ισπανικά είναι η κύρια λογοτεχνική του γλώσσα και το ύφος του κινείται κάπου ανάμεσα στον εξπρεσιονισμό και τον βρώμικο ρεαλισμό, αν και ορισμένοι τον κατατάσσουν στη λεγόμενη ποίηση της εμπειρίας ή στον νεορεαλισμό, τον οποίο συχνά παρωδεί.Γεννήθηκε στην Αγγλία και μετακόμισε με την οικογένειά του στην Ισπανία το 1967, και συγκεκριμένα στο Αλικάντε, όπου έκανε τις πρώτες του σπουδές. Το 1980 επέστρεψε στην πατρίδα του για να σπουδάσει αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία και γαλλικά στο West Kent College. Έχει ζήσει επίσης στο Οβιέδο. Η ποίησή του έχει επαινεθεί από τον José Luis García Martín και η λογοτεχνική του παραγωγή ξεκίνησε επίσημα το 1986 με την έκδοση του πρώτου του βιβλίου Diecisiete poemas. Έκτοτε συνεχίζει να δημιουργεί, όχι μόνο ποίηση, αλλά και αφηγήσεις και δοκίμια.

 

                          O βρώμικος ρεαλισμός του RogerWolfe

Ο  Roger Wolfe γεννήθηκε στην Αγγλία το 1962 και το 1967 μετακόμισε με την οικογένειά του στο Alicante, όπου έκανε τις πρώτες του σπουδές.Το 1980 θα επιστρέψει στην Αγγλία, για να σπουδάσει στο WestKentCollege, αγγλική λογοτεχνία και γαλλικά.Από το 1986 ως σήμερα έχει δημοσιεύσει πάνω από 25 βιβλίαποίησης,πρόζας και κριτικής που εγκωμιάζονται από την κριτική και από διακεκριμένους συναδέλφους του της γενιάς του ’70, όπως ο LuisAlbertodeCuenca.

     Το έργο του αποκαλύπτει μια ποιητική προσωπικότητα πολυεδρική και αυθεντική.Αν και διακρίνουμε κάποιες χτυπητές συγγένειες με την ποίηση των bohem του τέλους του ΧΙΧ αιώνα,που είχαν επανέλθει στη μόδα στα τέλητης δεκαετίας του ‘80 στην Ισπανία,η κριτική του ματιά,η πικρή αποστασιοποίησή του από την κοινωνία της αφθονίας και ο υπονομευτικός - για όλες τις αστικές αξίες - ποιητικός του λόγος τον κατατάσσουν, ως μια μοναδική λογοτεχνική μορφή, στο πλαίσιο του κινήματος της ποίησης της εμπειρίας(Poesìadelaexperiencia). Το κίνημα αυτό άνθησε για δυο δεκαετίες και πλέον σε όλη την Ισπανία αλλάζοντας δραστικά το ύφος και τους τρόπους της πρόσφατης ποίησής της.

Η ποίηση του Wolfe,εμπνευσμένη από μια «επαναστατική ποιητική» με σαφείς επιδράσεις από γνωστούς αγγλοσάξονες και αμερικάνους ποιητές, όπως οι Raymond Carver και Charles Bukowsky,τάραξε τα λιμνάζοντα νερά της ισπανικής λογοτεχνίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 με τον μηδενιστικό κυνισμό της και με τον «βρώμικο ρεαλισμό» της.Κινούμενη πάντα στους αντίποδες του κουλτουραλισμού και του αισθητικισμού της εποχής της, άνοιξε νέους δρόμους στην ποίηση της εμπειρίας με την εισαγωγή ενός ποιητικού λεξιλογίου στο οποίο κυριαρχούν οι αναφορές στο,σεξ,στο αλκοόλ,τον καπνό,τα ναρκωτικά,τα είδη της ηλεκτρονικής εποχής, όπως η TV και οιpc, καθώς και στα άλλα προϊόντα της μεταβιομηχανικήςκοινωνίας, η οποία παράγει μόνο το μίσος,τον ρατσισμό,την ξενοφοβία,την αποξένωση,τον σεξισμό,το φόβο,το χάος,το κενό της ανθρώπινης ύπαρξης των μεγαλουπόλεων,ήτοι όλα τα δεινά της παγκοσμιοποιημένης τάξης πραγμάτων που ο αντιεξουσιαστής ποιητής καταγγέλει.

     Ανησυχία πνευματική,πεσσιμισμός,ειρωνία καυστική,πικροί τόνοι και μαύρο χιούμορ είναι οι σταθερές ενός ποιητικού λόγου που τσακίζει κόκκαλα στις καλύτερές του στιγμές, με τον κυνισμό του και την αποδομητική του τεχνική. Παρ’ όλα αυτά, ερμηνεύοντας σε ένα ποίημά του ένα μόττο του W.Saroyan, oWolfe θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότιη ζωή  αξίζει τελικά να τη ζήσει κανείς όπως είναι.

Hποίηση της εμπειρίας, έτσι όπως εμφανίζεται μετά τη δεκαετία του ‘80 στην Ισπανία, είναι πιο καθημερινή και άμεση και έχει ως σημείο αφετηρίας τα βιώματα  του σύγχρονου ποιητή. Mιλάει με οικεία, καθημερινή γλώσσα για τη ζωή και τις περιστάσεις της, για το περιβάλλον στο οποίο ζει ο ποιητής (φυσικό και κοινωνικό), όντας άλλοτε κριτική του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι και άλλοτε υπαρξιστικός εσωτερικός στοχασμός μιας δοκιμαζόμενης και οξυμένης   συνείδησης από τα  συλλογικά και ατομικά ανθρώπινα δεινά.

      Η ποίηση της εμπειρίας χρησιμοποιεί περισσότερο τις σημασίες των λέξεων που αναπαριστούν την ποιητική κατάσταση και τα βασικά υφολογικά μέσα της μοντέρνας ποίησης, δηλαδή τη μεταφορά, την αναλογία και ιδίως την ειρωνεία, όταν επιδίδεται στην  κριτική και την αυτοκριτική των περιστάσεων που περιβάλλουν το ποιητικό υποκείμενο ή στην ποιητική αναπαράσταση των δρώμενων μιας δοκιμασμένης, κυρίως από το άγχος της αυτοεπιβεβαίωσης,  ψυχής.

     Κάποτε, διολισθαίνει θεληματικά προς έναν «βρώμικο ρεαλισμό»(realismo sucio), όπως στην περίπτωση του RogerWolfe,στην πεζότητα, τον κυνισμό και τον μηδενισμό,γιατί πιστεύει ότι «δεν υπάρχει τίποτα πιο φανταστικό από την πραγματικότητα»,για να θυμηθούμε και τον συγγραφέα του Υπογείου και των Δαιμονισμένων.

    Οι σύγχρονοι ποιητές θέλουν να κατοικίσουν, όπως ο Φρίντριχ Χέλντερλιν, «ποιητικά στη γη » αλλά αυτό δεν είναι εφικτό γιατί η εξορία, η φυσική κατάσταση του ποιητή,  είναι κυρίως εσωτερική, επειδή το λυρικό εγώ αισθάνεται ότι τα πονήματά του έχουν εξοριστεί οριστικά στη σχόλη και στην τύρβη της, στις εκδηλώσεις μιας πολιτιστικής  ζωής που κάποτε καταντά «ξένη» ή  «φορτική», επειδή υπάρχει γενικευμένη,  στους κύκλους  της ποίησης, η αίσθηση  ότι ο ποιητικός λόγος έχει υποβαθμιστεί σε όχημα για τις παραστάσεις και τα λογοτεχνικά χάπενινγκς, ηττημένος από την πεζότητα,τον κυνισμό,την ωμότητα των πραγμάτων και τον πεσιμισμό, απότοκο της ισοπεδωτικής καταναλωτικής, μεταβιομηχανικής κοινωνίαςκαι μιας φαιδρής ανερμάτιστης πολιτιστικής ζωής.

 

     Στην εποχή μας του λογοτεχνικού κορεσμού, της γενικευμένης κρίσης αξιών και της δικαιολογημένης απελπισίας των ποιητών και των συγγραφέων, ο κόσμος της ποίησης του Roger Wolfe μοιάζει με μια λησμονημένη από τους ανθρώπους φυλακή, που μέσα της χτυπιούνται  ουρλιάζοντας κάποιες ανθρώπινες σκιές, χωρίς να βρίσκουν οι παράλληλοι μονόλογοί τους κάποιαν απάντηση ή ανταπόκριση από τον έξω κόσμο.

 

     Στα παράθυρα αυτής της Βαβέλ των θεληματικά εγκλεισμένων, βλέπουμε  να καθρεφτίζονται τα νεοφανή δεινά του ποιητικού λόγου της λεγόμενης μετανεωτερικής μας εποχής, το άγχος για την επιβεβαίωση μιας ξεχωριστής ταυτότητας, της ταυτότητας του  κορεσμένου από τα σκουπίδια του δυτικού πολιτισμού πνευματικού ανθρώπου, η τρέλα, η κατάθλιψη, το κενό, η απόγνωση, η ματαιότητα, το μηδέν - στοιχεία που εμφανίστηκαν 60 χρόνια πριν στην ποίηση της beat generation και που ατέρμονα επαναλαμβάνονται, από το 1970 και μετά, στην ποίηση των γενεών του ‘70,του ‘80 και του ’90,στην Ισπανία,στην Ιταλία και στην Ελλάδα..Η ποίηση της εμπειρίας προσπαθεί να εκφράσει την πραγματικότητα που περιβάλλει το λυρικό εγώ, την πραγματικότητα που είναι σχεδόν πάντα οδυνηρή και απογοητευτική,  όντας η πιστή αναπαράσταση, η ακριβής ακτινογραφία των  πεσιμιστικών της περιστάσεων της κρίσης(οικονομικής,πολιτισμικής, υπαρξιακής).

     Κατ’ εξοχήν ποιητής της βιωματικής εμπειρίας ο Wolfe,  περιγράφει στα «βρώμικα ποιήματά» του τα δρώμενα αυτής της απέλπιδης απόσυρσης στον καθημαγμένο  δοκιμαζόμενο εσωτερικό κόσμο του ποιητικού υποκειμένου. Η ποίηση της εμπειρίας κάποτε είναι ένας μικρός ή και εκτενέστερος  εύστοχος στοχασμός, για τις περιπέτειες της ποιητικής γραφής , για τη σιωπή, εννοημένη ως φυσική περίσταση του σύγχρονου ποιητή και για τις περιορισμένες ή μηδενικές δυνατότητές του ν’ αλλάξει τον κόσμο.

Ο Wolfe, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, γράφει μια σύγχρονη ανατρεπτική ποίηση της εμπειρίας στην οποία αναπαριστά  με «βρώμικες»ποιητικές εικόνες και μεταφορές, με περισσή ειρωνεία και πολλές φορές με κυνισμό, το ανθρώπινο δράμα σε όλες του τις παραλλαγές και εκφάνσεις, θυμίζοντάς μας ότι η οδύνη των άλλων που δεν την μοιραζόμαστε, των διπλανών μας είναι ένα από τα συμπτώματα της αρρώστιας του σύγχρονου καπιταλιστικού  δυτικού πολιτισμού. Η  γυμνή ποίηση του,την ονομάζωγυμνή γιατί είναι αποκαθαρμένη από τα ψυμύθια κάθε λυρισμού, είναι κάποτε μια καταβύθιση στα δαιδαλώδη τοπία της σύγχρονης ιστορίας και της κουλτούρας και τελικά ένας ηθικός ποιητικός στοχασμός για την παρακμή της καθημερινής ζωής των μεγαλουπόλεων,, κάτι που είναι καταφανές σε πολλά σημεία της  ποιητικής παραγωγής του.

      Η διακειμενικότητα είναι ένα μια κοινή σταθερά στο έργο του,όπως και στα έργα των εκπροσώπων της ποίησης της εμπειρίας που άρχισαν την ποιητική τους πορεία σε μια εποχή κατά την οποία πλην του ταλέντου χρειαζόταν και η λογοτεχνική μόρφωση ως αντιστήριγμα του ποιητικού λόγου. Η σχέση του με τη γλώσσα των αγγλοσαξόνων ποιητών των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80 είναι νευραλγική. Στο έργο του βλέπουμε την ίδια τη γλώσσα να αδυνατεί να διαβεί τα επώδυνα βιώματα της σύγχρονης πραγματικότητας με όλα τα φαινόμενα της βίας της σύγχρονης μητρόπολης, του ρατσισμού,της πορνείας,των ναρκωτικών,της διάψευσης όλων των προσδοκιών, της αποξένωσης,του απομονωτισμού και της ξενοφοβίας που τη διατρέχουν.  

   Ο Wolfe  έχει  στενή σχέση όχι μόνο  με την  ποίηση του ευρωπαϊκού βρώμικου ρεαλισμού, που δεν αποδέχεται την ποίηση ως ένα παιχνίδι της διανόησης, αλλά τη θεωρεί ως μέσο μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής κριτικής που αν και φαίνεται να καταλήγει στο μηδενισμό αφήνει ένα παράθυρο στην ελπίδα για την κατανόηση της δοκιμασίας του νέου ανθρώπου στη μεταβιομηχανική κοινωνία.

    Ο ποιητής χρησιμοποιεί τη σύγχρονη λογοτεχνία,την επιστήμη,  την ιστορία και το μύθο με καταλυτικούς ποιητικούς αναστοχασμούς. Στα έργα του μάχεται με την ανθρώπινη αθλιότητα και με την πανουργία ενός παρηκμασμένου πνευματικού πολιτισμού,με τη σάπια ηθική του που διαρκώς παραλλάσσει.

  Μέσα σ’ ένα τέτοιο πολιτισμό και σε μια καθημερινότητα, σε ένα τοπίο όπου ο άνθρωπος είναι hominis lupus, οι βιωματικές εμπειρίες του μεταμοντέρνου ποιητή είναι  πάντοτε τραυματικές,αυτοκαταστροφικές, δραματικές και κάποτε τραγικές.

       Τέλος,  όσον αφορά τη σχέση του με την ισπανική  μητρόπολη,αυτή με τη βαρβαρότητα,την αποξένωση και τον κυνισμό της καθημερινής ζωής της, επηρεάζει άμεσα το έργο του, λειτουργώντας πολλές φορές ως σκηνικό δράσης για τους ήρωες του. Ακόμα και όταν δεν δηλώνεται με το όνομά της η πόλη, η Μαδρίτη π.χ., προσδιορίζεται από τα κομβικά σύμβολά της,από τα αστικά της σημεία,την πολυκατοικία,το πάρκο,τη λεωφόρο,τα ταξί,τους υπολογιστές,τα αυτοκίνητα,κλπ.

 

 

       Η βρώμικη ποίηση της εμπειρίας  του RogerWolfe είναι συχνά μια αυτοαναφορική διεκτραγώδηση των παθημάτων του ποιητή,μια καθολική μεταφορική μετουσίωση σε δραματοποιημένο ποιητικό λόγο των εσωτερικών του δρώμενων που, εμμέσως πλην σαφώς, αποτελούν την πυρίμαχη ύλη του μοντέρνου ποιήματος-κειμένου.Στην ποίηση της γενιάς του ‘80,στην οποία εντάσσεται το έργο του, οι βιωματικές εμπειρίες των πιο αυθεντικών  ποιητών είναι πάντοτε τραυματικές και κάποτε τραγικές.

 

OWolfe αναδεικνύει το δράμα του σημερινού ανθρώπου που, ενώ προσπαθεί να μη συμβιβαστεί με το χρόνο, καταλήγει να μένει μετέωρος ή εκτός χρόνου, να κάνει εσφαλμένη εκκίνηση, να διστάζει ή να αργοπορεί.Το λυρικό του εγώ δεν μπορεί ποτέ  να ησυχάσει, γιατί τελικά ο χρόνος δεν επουλώνει τις πληγές και η μνήμη δεν έχει καθαρτικό χαρακτήρα. Το κακό είναι διαρκώς παρόν ως  η μόνιμη σταθερά της μεταβιομηχανικής εποχής και δηλητηριάζει ακόμη και  τις λιγότερο  οξυμένες  συνειδήσεις.

 

ΟWolfe δεν γράφει μια αποστειρωμένη από τα γεγονότα της εμπειρίας εννοιολογική ή εσωτερική-υπαρξιστική ποίηση.Τα βιώματά του, ανήκουν πρωτίστως στη τάξη του κόσμου που τον περιβάλλει.Oι ιδέες και οι ποιητικές του εικόνες «ανήκουν σε μιαν άλλη τάξη, στην τάξη του ριζοσπαστικού κριτικού λόγου και τη σύγχρονη πολιτιστική ιστορία, και δεν είναι αποκλειστικά στοιχείο της ποίησής»(H.Bloom).

Αυτό που καταφέρνει τελικά ο Wolfe με τον «βρώμικο ρεαλισμό» του είναι η ανάδειξη των παθών της ανθρώπινης ύπαρξης που συντρίβεται σε κάθε προσπάθεια διαφυγής από τις μυλόπετρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και από την λασπουριά της καθημερινής αστικής  ζωής της πόλης.Τραγουδώντας τις εποποιίες των φθαρτώνκαθημερινών πραγμάτων και ανθρώπων και, κυρίως, την ωμότητά τους με περισσή ειρωνεία και χιούμορ κινείται με μοναδική άνεση,σαν ένας περιφερόμενος flaneur, μέσα στα τοπία της παρημασμένης ζωής των πόλεων του Νότου. Για τον Wolfe, στην εποχή μας,ισχύει μόνο η εμβληματική ρήση ενός άλλου ποιητή, του Πολωνού Ταντέους Ρουζέβιτς:«υπάρχει ποίηση στο κάθε τί κι αυτό είναι η ισχυρότερη απόδειη ενάντια στην ποίηση».

 

 

 

 

 

 

NADA DE PARTICULAR

 

Hundo la cuchara

en la blanda firmeza del yogur

y me lo como, lentamente, de pie, a la luz

de la nevera abierta. Paladeo

su frescor gratificante,

su suave y precisa consistencia.

Era el último.

Quizá por eso me recuerda ese poema

de Carlos Williams, el poema

en el que habla de las fresas. O tal vez

fueran ciruelas, no lo sé. Y constatar así

que, en efecto, no hay ideas

sino en las cosas. Es verdad:

en las ciruelas, las fresas, el yogur

que termino y desecho en la basura

antes de encaminarme hacia la cama

sin nada de particular en la cabeza.

 

 

 

 

 

 

 

ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ

 

 

Βυθίζω το κουτάλι

στη λευκή σταθερότητα του γιαουρτιού

και το τρώω σιγά σιγά,στο πόδι,στο φως

του ανοιχτού ψυγείου.Γεύομαι

την ευλογημένη φρεσκάδα του,

την απαλή και ακριβή σύστασή του.

Ήταν το τελευταίο.

Ίσως γι’ αυτό να θυμάμαι εκείνο το ποίημα

του Κάρλος Γουίλιαμς,το ποίημα

στο οποίο μιλά για τις φράουλες.Ή ίσως

 να ήταν δαμάσκηνα,δεν το θυμάμαι.Και επιβεβαιώνοντας έτσι

ότι,πράγματι,δεν υπάρχουν ιδέες,

παρά μόνο στα πράγματα.Είναι αλήθεια:

στα δαμάσκηνα,στις φράουλες,το γιαούρτι

που τελειώνω και ρίχνω στα σκουπίδια

πριν πορευθώ προς το κρεβάτι

δίχως τίποτα το ιδιαίτερο στο νου μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL CIGARILLO

 

El cigarrillo:

Tiempo

dentro del tiempo

Pausa;

Paréntesis;

Mundo al margen

de este mundo.

Cuántos cigarrillos

-entonces-

para crear un tiempo

dentro del tiempo

de tu ausencia.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ  ΤΣΙΓΑΡΟ

Το τσιγάρο:

Χρόνος

μέσα στο χρόνο.

Παύση;

Παρένθεση;

Κόσμος στο περιθώριο

αυτού του κόσμου.

Πόσα τσιγάρα

 –λοιπόν-

για να δημιουργήσω

ένα χρόνο

μέσα στο χρόνο

της απουσίας σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

¿POÈTICA?

Por qué escribo?

Porque...

Blaise Cendrars

 

 

Las poéticas son un poco

como los preservativos:

si te tienes que parar,

más vale dejarlo para otro día.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΟΙΗΤΙΚΗ;

Γιατί γράφω;

Γιατί..

BlaiseCendrars

 

Οι ποιητικές μοιάζουν λίγο

με τα προφυλακτικά:

αν θα πρέπει να σταματήσεις

πιο πολύ αξίζει να το αφήσεις για άλλη μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

GLOSA A SELAYA

La poesía

es un arma

cargada de futuro.

 

Y el futuro

es del Banco

de Santander.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΧΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΣΕΛΑΓΙΑ

 

Η  ποίηση

είναι ένα όπλο

γεμάτο με μέλλον.

 

Και το μέλλον

είναιτηςΤράπεζας

Σαταντέρ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA MÙSICA

 

 

Los trinos de ese mirlo

se derraman

sobre el fiambre más reciente

de la ciudad.

Dicen que encontraron la jeringa

colgándole del brazo todavía.

No lo sé.

Y no me importa

demasiado.

Escucho al mirlo.

Su música

en medio del infierno.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΜΟΥΣΙΚΗ

 

Τα κελαηδίσματα αυτού του σπουργιτιού

απλώνονται

πάνω απ’ το πρόσφατο πτώμα

της πόλης.

Λένε ότι τον βρήκαν με τη σύριγγα

να ‘ναι ακόμη καρφωμένη στο μπράτσο του.

Δεν το ξέρω.

Και πολύ

που μ’ ενδιαφέρει.

Ακούω το σπουργίτι.

Η μουσική του

στη μέση της κόλασης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

CINCO AÑOS DE CAMA

Los sucesos del día enturbian la mente,

descomponen el ánimo,

rompen la voluntad. Cuando cae la tarde

ya no soy el mismo hombre

que se levantó de la cama esta mañana.

El día es una metáfora de la vida.

Ningún suicida se da muerte

al amanecer.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ

 

Τα καθημερινά γεγονότα αποπροσανατολίζουν τον κόσμο,

αποσυνθέτουν το κουράγιοτου,

τσακίζουν τη θέληση.Όταν πέφτει το βράδυ

είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος

που σηκώθηκε από το κρεβάτι αυτό το πρωί.

Κανένας αυτόχειρας δεν αυτοκτονεί

την αυγή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

RELATIVIDAD

 

 

La vida es como

despertarse

a media noche

aturdido

y confuso, absolutamente

estúpido,

forzando

ojos arruinados

para ver el reloj:

nunca sabes

demasiado bien

si son las 3 y 1/2

o las 6 y 1/4.

Y lo que es más,

a quién

coño

le

importa.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

Η ζωή είναι σαν

να ξυπνάς

στη μέση της νύχτας

σαστισμένος

μπερδεμένος κι εντελώς

ηλίθιος,

προσπαθώντας

με διαλυμένα μάτια

να δεις το ρολόι:

ποτέ δεν ξέρεις

καλά

αν είναι 3 και ½

ή 6 και 1/4.

Κι ακόμα περισσότερο

αν αυτό ενδιαφέρει

κάποιο μουνί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL HOMBRE DE LA ACCIÒN

Invertir cerca de un paquete

de cigarrillos

en la escritura

de un poema

de apenas ocho versos.

Pequeños riesgos

de la gran literatura

contemporánea.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

 

Να επενδύεις σ’ ένα πακέτο

με τσιγάρα

στη γραφή

ενός ποιήματος

μόλις οχτώ στίχων.

Μικρά ρίσκα

της μεγάλης σύγχρονης

λογοτεχνίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

GENTE

Gente.

Pedazos de carne

con patas.

Dos cosas

que se llaman ojos.

Dos cosas

que se llaman pies.

Un boquete arriba

que llamamos boca.

Gente.

La hay de todos

los tamaños.

De todas las trazas

que se quieran

imaginar.

Gente.

Pedazos de carne

que se mueven.

Se abren.

Se cierran.

Degluten.

Evacuan.

Hacen ruido.

Se agitan.

Y un buen día

se detienen

se derrumban

se callan

y se mueren.

Pero siguen

siendo gente.

Gente muerta.

Y gente

viva.

Y gente.

Por todas partes

gente.

La mujer

a la que llamo

mi mujer

es gente.

La gente

a la que llamo

amiga

es gente.

La gente

a la que amo

es gente.

La gente

a la que odio

es gente.

Gente.

Yo soy gente.

Odio a la gente.

Gente.

Todos somos

gente.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΑΟΣ

 

Λαός.

Κορμιά από κρέας

με πατούσες.

Δυο πράγματα

που ονομάζονται μάτια.

Δυο πράγματα

που ονομάζονται πόδια.

Μια τρύπα πάνω

που ονομάζουμε στόμα.

Λαός.

Υπάρχει σε όλα

τα μεγέθη.

Σε όλες τις μορφές

που θα μπορούσε κάποιος

να φανταστεί

Λαός.

Κομμάτια από κρέας

που κινούνται.

Ανοίγουν.

Κλείνουν.

Καταπίνουν.

Αφοδεύουν.

Αναστατώνονται.

Και μια ωραία μέρα

σταματούν

γκρεμίζονται

σιωπούν

και πεθαίνουν.

Αλλά εξακολουθούν

να είναι λαός.

Λαός πεθαμένος

Και λαός

ζωντανός.

Και λαός.

Απ’ όλα τα μέρη

λαός.

Η γυναίκα

που ονομάζω

η γυναίκα μου

είναι λαός.

Ο λαός

που ονομάζω

φίλο

είναι λαός.

Ο λαός

που αγαπώ

είναι λαός.

Ο λαός

που μισώ

είναι λαός.

Λαός.

Εγώ είμαι λαός.

Μισώ το λαό.

Το  λαό.

Όλοι είμαστε λαός.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ME PERMITE

«Soy yo. Estaba por aquí

abajo.

Invítame a un café.»

«Estoy un poco liado.»

«Es igual. Tú sigues

con lo tuyo y yo hablo

de lo mío

con tu mujer.»

Ji ji ji.

Qué gracia.

Y para cuando quieres

darte cuenta

la has cagado

una vez más.

«Sube, anda.

Me estaba haciendo falta

descansar cinco minutos...»

 

Perdone.

Me permite.

¿Puedo?

¿Molesto?

¿No te importa?

En absoluto.

Cómo me va a importar.

Y abres la puerta.

Y entran en tu casa.

Y se comen tu comida.

Y se fuman tu tabaco.

Y se beben

tu café.

Y si no se follan

a tu esposa

y le dan por saco

al perro

es por pura

casualidad.

Dos horas más tarde,

se levantan

se limpian la boca

de la jeta

y se rascan

la del culo,

eructan,

encienden un cigarro,

se meten tu mechero

en el bolsillo,

te dan un espaldarazo

y se van.

Silbando

tan alegremente

como el que sale

de una barbería.

Y tú te quedas

boquiabierto

y derrotado

en medio del desastre

y te acuerdas de su madre,

y de la tuya.

De cómo coño

pudo ser

que entre tantas cosas

inservibles

se olvidara de enseñarte

la más fundamental:

cómo cojones

decir que no.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

MΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΕ

 

«Είμαι εγώ.Περνούσα από δω

κάτω.

Κάλεσέ με για έναν καφέ.»

«Είμαι κάπως μπερδεμένος.»

«Το ίδιο κάνει.Εσύ συνεχίζεις

με τα δικά σου κι εγώ μιλώ

για τα δικά μου

με τη γυναίκα σου.»

Χα,χα,χα!

Τι χαριτωμένο.

Κι όποτε θελήσεις

να σου δώσω σημασία

την έχεις γαμήσει

για άλλη μια φορά.

«Ανέβα.Άντε.

Κι έλεγα να ξεκλέψω

πέντε λεπτά για να ξεκουραστώ.»

Τα πιο στοιχειώδη λάθη

της εκπαίδευσης

είναι αυτά που με αφόπλιζαν

πάντα.

Το παροιμιώδες

«Μου επιτρέπετε.»

Σου το πετάνε

με την αβρότητα

ενός πιστολιού

καρφωμένου στα πλευρά σου.

Με συγχωρείτε.

Μου επιτρέπετε.

Μπορώ;

Ενοχλώ;

Δε σε νοιάζει;

Καθόλου.

Πώς να με νοιάζει.

Κι ανοίγεις την πόρτα.

Και μπαίνουν στο σπίτι σου.

Και σου τρώνε το φαγητό σου.

Και σου καπνίζουν τον καπνό σου.

Και σου πίνουν

τον καφέ σου.

Κι αν δε σου γαμήσουν

τη γυναίκα σου

και σου δώσουν να βγάλεις βόλτα

το σκύλο σου

θα ‘ναι από καθαρή

σύμπτωση.

Δυο ώρες μετά

σηκώνονται

πλένουν το στόμα τους

τη μούρη τους

κι αφού ξύσουν

τον κώλο τους,

ρεύονται

ανάβουν ένα τσιγάρο,

χώνουν τον αναπτήρα σου

στην τσέπη τους,

σου δίνουν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη

και φεύγουν.

Σφυρίζοντας τόσο χαρούμενα

σαν αυτόν που βγαίνει

από ένα κουρείο.

Κι εσύ μένεις

με το στόμα ανοιχτό

συντετριμμένος

στη μέση της καταστροφής

και θυμάσαι τη μάνα του

και τη δική σου.

Γιατί πώς ρε μουνί

θα μπορούσε να ΄ναι

αφού ανάμεσα

σε τόσα άχρηστα πράγματα

ήταν φυσικό να ξεχάσει να σου μάθει

το πιο βασικό:

ότι στ’ αρχίδια

θα πρέπει να λες όχι.

LA TORTURA,VIEJO LITERARIO GÈNERO…

Me hablaba

del cielo de Esmirna,

de las doradas cúpulas

que alumbra la tarde veneciana,

del aire perfumado y cómplice de ciertas

umbrosas callejuelas tunecinas, la belleza

inenarrable de Florencia,

y —cómo iba a faltar—

de ese cafetín donde en Lisboa

martirizaba los versos el Poeta...

Hay gente en ocasiones que deseas

que fuera un libro, para así

poder cerrarla con un sonoro y seco

golpe de la mano, sin marcar la página,

y devolverla luego para siempre

al lugar en que por derecho

corresponde:

los mustios anaqueles

de una rancia biblioteca.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΟ,ΠΑΛΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ...

Μου μιλούσε

για τον ουρανό της Σμύρνης

για τους χρυσούς θόλους

που φωτίζει το βενετσιάνικο φως,

για τον αρωματισμένο και συνένοχο αέρα κάποιων

μουσκεμένων σοκακιών της Τύνιδας,για την ομορφιά

την ανεκδιήγητη της Φλωρεντίας,

και-για το ότι επρόκειτο να λείψει-

από κείνο το καφενεδάκι όπου στη Λισσαβώνα

βασάνιζε τους στίχους του ο Ποιητής...

Υπάρχουν άνθρωποι,που σε κάποιες περιπτώσεις,θα ήθελες

να είναι ένα βιβλίο,για να μπορέσεις έτσι

να το κλείσεις μ’ ένα ηχηρό και ξερό

χτύπημα του χεριού,δίχως να σημαδέψεις τη σελίδα,

και να το επιστρέψεις ύστερα για πάντα

στη θέση που δικαιωματικά τού αξίζει:

στα βρόμικα ράφια

μιας σκονισμένης βιβλιοθήκης.

 

 

 

 

 

LA VERDAD,POR FIN

Todo el día

queriendo redactar este poema

y ahora no recuerdo

qué se supone

que tenía que decir.

Los buenos escritores —no hace falta

repetirlo— son aquellos

que saben siempre, exactamente,

cuándo no deben escribir.

Pero ése

evidentemente

     no es mi caso.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΕΛΙΚΑ

 

Όλη τη μέρα

επιθυμούσα να συντάξω αυτό το ποίημα

και τώρα δε θυμάμαι

τι υποτίθεται

ότι έπρεπε να πω.

Οι καλοί συγγραφείς-δεν πειράζει

να το επαναλάβω-είναι εκείνοι

που ξέρουν πάντα,με ακρίβεια,

τι δε πρέπει να γράψουν.

Αλλά αυτή

προφανώς

δεν είναι η περίπτωσή μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LAS PALABRAS

 

Las palabras son inútiles, tercas, retorcidas

como tornillos que no entran rectos.

Y me cansan. Pero son lo único que tengo.

Los juguetes de un niño pobre.

Yacen destripadas a mi alrededor.

Todo su encanto se derrama por sus vientres abiertos.

El mecanismo hace tiempo que dejó de resultar

intrigante o atractivo.

No hay desafío. No hay chispa. No hay color.

El mundo es tan gris como mi asco.

Las palabras son los puntales de mi abulia.

Pero son –lo he dicho, lo repito– lo único que tengo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

 

Οι λέξεις είναι ανώφελες,επίμονες,περίπλοκες

σαν βίδες που δεν μπαίνουν στην τρύπα.

Και με κουράζουν.Αλλά είναι το μόνο που έχω.

Τα παιχνίδια ενός φτωχού παιδιού.

Κείτονται ξεκοιλιασμένες γύρω μου.

Όλη η γοητεία τους πηγάζει απ’ τις ανοιχτές κοιλιές τους.

Ο μηχανισμός τους πάει καιρός που έπαψε να είναι

ραδιούργος ή ελκυστικός.

Δεν υπάρχει η πρόκληση.Δεν υπάρχει ο σπινθήρας.Δεν υπάρχει χρώμα.

Ο κόσμος είναι τόσο γκρίζος όπως η αηδία μου.

Οι λέξεις είναι οι κολώνες της βαρεμάρας μου.

Αλλά είναι-το έχω πει,το επαναλαμβάνω- το μόνο που έχω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

TE LEVANTAS DE LA CAMA Y ES LA GUERRA

 

Suena el teléfono. Manolo. Me comunica

que le han dejado un ojo como un plato.

En una fiesta —cosas que ocurren, me dice,

cuando uno se divierte. Algo

que, como ya se sabe, no gusta demasiado

a la mayoría de la gente.

Que si salgo, me pregunta.

Estoy trabajando. Escribo este poema,

fumo, escucho a la vecina, que otra vez

se ha puesto en pie de guerra con el crío,

la merienda, los tebeos, la leche. Pienso

que no me importaría nada ser el personaje

de ese libro que hay sobre la mesa.

Podría al menos

conocer New York, coger el metro, disparar

la Browning, romper todos los dedos de las manos

a aquellos que más odio.

Le digo que no puedo. Me atenazan

el alquiler, las moscas, el verano,

la ciudad, la gente, los semáforos.

Pero que si quiere puede pasarse por mi casa.

Bajaré a por unas latas, hay tabaco.

Charlaremos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΗΚΩΝΕΣΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

 

Χτυπάει το τηλέφωνο.Είναι ο Μανόλο.Μου ανακοινώνει

ότι τον άφησαν μ’ ένα μάτι σαν πιάτο.

Σε μια γιορτή-πράγματα που συμβαίνουν-μου λέει,

όταν κάποιος διασκεδάζει.Κάτι

που,όπως ήδη είναι  γνωστό,δεν αρέσει και πολύ

στην πλειοψηφία του κόσμου.

Μ ε ρωτά αν θα βγω.

Εγώ δουλεύω.Γράφω αυτό το ποίημα

καπνίζω,ακούω τη γειτόνισσα, που γι’ άλλη μια φορά

είναι έτοιμη να μαλώσει με τον νεαρό,

για το κολατσιό,τα κόμικς,το γάλα.Σκέφτομαι

ότι δε θα μ’ ενδιέφερε καθόλου να είμαι ο πρωταγωνιστής

εκείνου του βιβλίου που υπάρχει πάνω στο τραπέζι.

Θα μπορούσα τουλάχιστον

να γνωρίσω τη Νέα Υόρκη,να πάρω το μετρό,να πυροβολήσω

με την Μπράουνινγκ,να σπάσω όλα τα δάχτυλα των χεριών

εκείνων που πιο πολύ μισώ.

Του λέω ότι δεν μπορώ.Μ’ αφήνουν άναυδο

το νοίκι,τα κουνούπια,το καλοκαίρι,

η πόλη,το πλήθος,οι σηματοδότες.

Αλλά αν θέλει μπορεί να περάσει από το σπίτι μου.

Θα κατέβω για κάποιες κονσέρβες,υπάρχουν τσιγάρα.

Θα συζητήσουμε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

NADA QUE HACER

 

Hay personas

que opinan

que el poema se parece

a un chiste.

Otros, sin embargo, consideran

que es más que nada un acto

de inteligencia.

Yo lo que creo es que la mayoría

de las ocasiones

se asemeja mucho

a la vida.

Ya lo veis.

Un chiste tonto.

O peor:

de mal gusto.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ

 

Υπάρχουν άνθρωποι

που πιστεύουν

ότι το ποίημα μοιάζει

με ένα αστείο.

Άλλοι,ωστόσο,θεωρούν

ότι είναι απλά μια πράξη

της διάνοιας.

Εγώ αυτό που πιστεύω είναι ότι η πλειοψηφία

των περιπτώσεων

μοιάζει

μ’ αυτή της ζωής.

Ήδη το βλέπετε.

Ένα ηλίθιο αστείο.

Ή χειρότερα:

του κακού γούστου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DINERO

 

Para comprar tiempo.

para comprar olvido

yolvidareltiempo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΧΡΗΜΑ

 

Για ν’αγοράσουμε χρόνο

για ν’ αγοράσουμε λησμονιά

και να ξεχάσουμε το χρόνο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

UN DÌA ESTÀS, AL OTRO NO

El humo cuelga en la estancia
como un chiste malo.
Lou Reed habla
de familias rotas
desde los altavoces:
«La verdad es que sólo están contentos
cuando sienten dolor.
Por eso se casaron...»
¿Y yo? Yo no digo nada.
Apago el cigarro.


Otro día va a morir.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

TΗ ΜΙΑΜΕΡΑ ΕΙΣΑΙ, ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΙ

 

Οκαπνόςαιωρείταιστοδωμάτιο

σαν ένα κακό αστείο.

Ο Λου Ρίντ μιλά

για διαλυμένες οικογένειες

από τα μεγάφωνα:
«Η αλήθεια είναι ότι είναι μόνο ευχαριστημένοι

όταν αισθάνονται πόνο.

Γι’ αυτό παντρεύτηκαν».

Κι εγώ;Eγώ δε λέω τίποτα.

Σβήνω το τσιγάρο.

Μια άλλη μέρα πρόκειται να πεθάνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

TODO, NADA

Cuando todo son
malas noticias
o simplemente —y peor—
todo es una gigantesca
ausencia de noticias
hace falta algo
para sacar fuerzas
de donde no las hay
y seguir con la comedia.

El teléfono es Dios
que se ha callado.
El buzón se ha transformado
en papelera.
La gente
a la que alguna vez
hemos querido
es un recuerdo
que se pudo haber soñado.

Cualquier cosa puede servir
y nada sirve:
la muerte de alguien
que nos roce muy cerca.
Una amenaza de desahucio
por impago de alquiler.
El diagnóstico de alguna
enfermedad, si no fatal
entretenida al menos.

Un ataque
de migraña.
Un tumulto histérico
en la calle.
Una vieja
comiéndose un plátano
en un banco,
bajo la lluvia.
Lo que sea
menos este asco incoloro
en que se pudre el corazón.
Bombeando
por pura incapacidad
para otra cosa. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΛΑ,ΤΙΠΟΤΑ

Ότανόλαείναι

κακέςειδήσεις

ή απλούστατα- ή και χειρότερα-

όταν όλα είναι μια γιγαντιαία

απουσία ειδήσεων

λείπει κάτι

για να αντλήσεις  δυνάμεις

από κει που δεν υπάρχουν

και να συνεχίσεις με την κωμωδία.

Το τηλέφωνο είναι ο Θεός

που σίγησε.

Το γραμματοκιβώτιο μετασχηματίστηκε

σε καλάθι αχρήστων.

Οι άνθρωποι

που κάποτε αγαπήσαμε

είναι  πια μια ανάμνηση

που μπορεί να την είχαμε ονειρευτεί.

Οτιδήποτε μπορεί να μας χρησιμεύσει

και δεν μας χρησιμεύει:

ο θάνατος κάποιου

που μένει πολύ κοντά μας.

μια απειλή έξωσης

για οφειλή ενοικίου.

Η διάγνωση κάποιας

 ασθένειας, αν όχι μοιραίας

χρόνιας τουλάχιστο.

Ένα χτύπημα

από ημικρανία.

Ένας υστερικός καυγάς

στο δρόμο.

Μια γριά

τρώγοντας μια μπανάνα

σε ένα παγκάκι,

κάτω απ’ τη βροχή.

Ότι να ‘ναι

εκτός απ’ αυτό το άχρωμο άγχος

στο οποίο βυθίζεται η καρδιά.

Βομβαρδίζοντάς μας

από  καθαρή ανικανότητα

για οτιδήποτε άλλο.

 

 

 

 


ODIO

                                Me faltan algunos odios todavía.
                                          Estoy seguro de que existen.

                                          Céline

El odio son las cosas
que te gustaría hacer
con el locutor deportivo
de la radio del vecino
esos domingos por la tarde.

El odio son las cosas
que te gustaría hacer
con el macaco de uniforme
que sentencia que el semáforo
no estaba en ámbar, sino en rojo.
El odio son las cosas
que te gustaría hacer
con el cívico paleto
vestido de payaso
que te dice
que no se permiten perros
en el parque.

El odio son las cosas
que te gustaría hacer
con la gente que choca contigo
por la calle
cuando vas cargado
con las bolsas de la compra
o un bidón de queroseno
para una estufa
que en cualquier caso
no funciona.

El odio son las cosas
que te gustaría hacer
con los automovilistas
cuando pisas un paso de peatones
y aceleran.

El odio son las cosas
que te gustaría hacer
con el neandertal en cuyas manos
alguien ha puesto
ese taladro de percusión.
El odio son las cosas
que te gustaría hacer
cuando le dejas un libro a alguien
y te lo devuelve en edición fascicular.

El odio es una edición crítica
de Góngora.

El odio son las campanas
de la iglesia
en mañanas de resaca.

El odio es la familia.

El odio es un cajero
que se niega a darte más billetes
por imposibilidad transitoria
de comunicación con la central.

El odio es una abogada
de oficio
aliándose con el representante
de la ley
a las ocho de la mañana
en una comisaría
mientras sufres un ataque
de hipotermia.

El odio es una úlcera
en un atasco.

El odio son las palomitas
en el cine.

El odio es un cenicero
atestado de cáscaras de pipa.

El odio es un teléfono.

El odio es preguntar por un teléfono
y que te digan que no hay.

El odio es una visita
no solicitada.

El odio es un flautista
aficionado.

El odio
en estado puro
es retroactivo
personal
e intransferible.

El odio es que un estúpido
no entienda
tu incomprensión,
tu estupidez.

El odio son las cosas
que te gustaría hacer
con este poema
si tu pluma
valiera
su pistola.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΙΣΟΣ

Μου λείπουν κάποια μίση ακόμα

Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν

                             Σελίν

To μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

με τον αθλητικό εκφωνητή

του ραδιόφωνου του γείτονα

εκείνα τα κυριακάτικα απογεύματα.

To μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

με τον κοντοστούπη τροχονόμο

που ισχυρίζεται ότι ο σηματοδότης

δε βρισκόταν στο πορτοκαλί αλλά στο κόκκινο.

To μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

με τον αρχοντοχωριάτη

που ντυμένος παλιάτσος

σου λέει

ότι δεν επιτρέπονται τα σκυλιά

στο πάρκο.

To μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

με το πλήθος που συναντιέται μαζί σου

στο δρόμο

όταν πας φορτωμένος

με τις τσάντες με τα ψώνια

ή με ένα μπιτόνι κηροζίνης

για μια θερμάστρα

που δε λειτουργεί.

To μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

με τους αυτοκινητιστές

όταν πατάς την άσπρη γραμμή για τους πεζούς

και επιταχύνουν.

To μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

με τον άνθρωπο του Νεάντερνταλ στα χέρια του οποίου

κάποιος έβαλε

αυτό το κρουστικό τρυπάνι.

Το μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

όταν αφήνεις ένα βιβλίο σε κάποιον

και σου το επιστρέφει δαλυμένο.

Το μίσος είναι μια κριτική έκδοση

του Γκόνγκορα.

Το μίσος είναι οι καμπάνες

της εκκλησίας

τα πρωινά μετά το μεθύσι.

Το μίσος είναι η οικογένεια.

Το μίσος είναι ένα ATM

που αρνείται να σου δώσει περισσότερα κέρματα

λόγω προσωρινής αδυναμίας

επικοινωνίας του με τα κεντρικά.

Το μίσος είναι μια επαγγελματίας

δικηγορίνα

σε συμμαχία με τον εκπρόσωπο του νόμου

στις οχτώ το πρωί

σε μια κομισαρία

ενώ υποφέρεις από ένα πλήγμα

υποθερμίας.

Το μίσος είναι ένα έλκος

σε ένα μποτιλιάρισμα.

Το μίσος είναι τα ποπ-κορν

του σινεμά.

Το μίσος είναι ένα σταχτοδοχείο

γεμάτο με τα απορρίμματα της πίπας.

Το μίσος είναι ένα τηλέφωνο.

Το μίσος είναι να ρωτάς για ένα τηλέφωνο

και να σου λένε ότι δεν υπάρχει.

Το μίσος είναι μια επίσκεψη

που δε ζητήθηκε

Το μίσος είναι ένας φλαουτίστας

φανατικός.

Το μίσος

στην πιο καθαρή μορφή του

είναι αναδρομικό

προσωπικό

και αμεταβίβαστο.

Το μίσος είναι όταν ένας ηλίθιος

δεν καταλαβαίνει

την ακατανοησία του,

την ηλιθιότητά του.

Το μίσος είναι τα πράγματα

που θα σου άρεσε να κάνεις

μ’ αυτό το ποίημα

αν η πένα σου

άξιζε

το πιστόλι της.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

METAFÍSICOESTÁIS

 

El tipo dijo
con palabras elogiosas
que en el fondo
le agradezco:
«... he aquí el milagro
de una lírica
que se construye
en el vacío...»;
y miré los muros
de esta casa
que no es mía
y no hallé cosa
en que poner los ojos
que me ayudara
a pagar el alquiler.

Ytuvequedarle
larazón.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΣ   ΕΙΣΤΕ

 

Ο τύπος είπε

με εγκωμιαστικά λόγια

ότι κατά βάθος

σας ευχαριστώ:

« ...να εδώ το θαύμα

ενός λυρισμού

που οικοδομείται

στο κενό..»;

και κοίταξα τους τοίχους

αυτού του σπιτιού

που δεν είναι δικό μου

και δεν βρήκα πράγμα

πού να ρίξω τη ματιά μου

που θα με βοηθούσε

να πληρώσω το νοίκι.

 

Κι έπρεπε να του πω

ότι είχε δίκιο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA MÚSICA

 

 Los trinos de ese mirlo
se derraman
sobre el fiambre más reciente
de la ciudad.
Dicen que encontraron la jeringa
colgándole del brazo todavía.
No lo sé.
Y no me importa
demasiado.
Escucho al mirlo.
Su música
en medio del infierno.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

H MOYΣΙΚΗ

 

Τα κελαηδήματα αυτού του σπουργίτη

απλώνονται

πάνω στο πιο πρόσφατο πτώμα

της πόλης.

Λένε ότι βρήκαν τη σύριγγα

καρφωμένη στο μπράτσο του ακόμα.

Δεν το γνωρίζω.

Και δε με ενδιαφέρει

και τόσο.

Ακούω τον σπουργίτη.

Η μουσική του

στη μέση της κόλασης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EN BLANCO Y NEGRO

 

Me despierto y hay un vaso medio lleno 
de bourbon encima de la mesa, unas cerillas,
un paquete de Winston en el que alguien
ha garabateado su número de teléfono; son las siete
y cinco minutos de la mañana, James Mason me contempla
en blanco y negro desde el televisor, y vocaliza
palabras que no logro entender ni oír siquiera.

Y después de levantarme y acercarme
al baño, y echar el asco y las entrañas
por las cañerías, y tirar de la cadena, se me ocurre
que es agradable estar vivo y hacer la guerra
y el amor y este poema, y que el mundo
bien merece
otra mirada.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΕ ΜΑΥΡΟ ΚΙ ΑΣΠΡΟ

 

Ξυπνώ και υπάρχει ένα ποτήρι μισογεμάτο

με bourbonπάνω στο τραπέζι, κάποια σπίρτα,

ένα πακέτο Winston στο οποίο κάποιος

κακόγραψε τον αριθμό του τηλεφώνου του· είναι εφτά

και πέντε το πρωί, κι ο JamesMason με παρατηρεί

σε μαύρο κι άσπρο από την τηλεόραση και αρθρώνει

λέξεις που δεν κατορθώνω να καταλάβω ούτε καν ν’ ακούσω.

Κι ύστερα, αφού σηκωθώ και πλησιάσω

στο μπάνιο, και ρίξω το κάτουρό μου και το σκατό μου

μες στους σωλήνες, και τραβήξω το καζανάκι, μου συμβαίνει

να μου είναι ευχάριστο που είμαι ζωντανός και που κάνω πόλεμο

και έρωτα κι αυτό το ποίημα, και που ο κόσμος

κάλλιστα αξίζει

μιαν άλλη ματιά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL PASADO ES UN PAÌS LEJANO

 

Me llama. Está
borracho. Un poco
borracho; la lengua
le patina, y me imagino
su babosa, su estúpida sonrisa.
Quiere a toda costa conseguir
un gramo, medio gramo,
lo que haya.
Está en la casa
de una chica a la que dije:
«No sé muy bien cuándo será.
Pero tú y yo joderemos.»
¿De verdad lo dije?

Muchas veces es así:
digo, dije, algo, lo que sea,
cualquier cosa,
qué más da.
Oigo su voz al fondo.
«Dile que si viene o no.
O cuelga.»
Supongo
que estarán solos en casa.

El marido fuera.
Hay un tercero. Alguien
que se llama Rafi.
«¿Rafi? No lo conozco.»
«¿Que no lo conoces?
¿Así que no te acuerdas, en la fiesta,
la famosa fiesta,
coger a un tío por el cuello
y soltarle que menuda
mariconada de camisa?»
No. No lo recuerdo.
Yo no recuerdo nada.

Pausa. «Entonces
será mejor mandarte
directamente a la mierda
y colgar este teléfono.»
No follarán.
Él es impotente, o feo,
o estrábico, o imbécil,
o sabe Dios qué.
En cuanto a mí,
la única vez que vi sereno a aquella tipa
sentí lo que se siente siempre:
asco. O más bien pena.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ

 

 

Με καλεί.Είναι

μεθυσμένος.Λίγο

 μεθυσμένος.Η γλώσσα του

 ρετάρει και φαντάζομαι το ίδιο

κι ο γυμνοσάλιαγκάς του και το ηλίθιο χαμόγελό του.

Θέλει με κάθε κόστος να βρει

ένα γραμμάριο,μισό γραμμάριο

ό,τι να ‘ναι.

Βρίσκεται στο σπίτι

μιας κοπέλας στην οποία είπα.

«Δεν ξέρω καλά πότε θα γίνει.

Αλλά εσύ κι εγώ θα γαμηθούμε.»

Στ’ αλήθεια το είπα;

Πολλές φορές είναι έτσι:

Λέω,είπα,κάτι,ότι να ‘ναι,

οποιοδήποτε πράγμα

τί άλλο πια.

Ακούω τη φωνή του στο βάθος.

«Πες του αν έρχεται ή όχι.

Ή κλείσ’ το.»

Υποθέτω

ότι θα  βρίσκονται μόνοι στο σπίτι.

Ο σύζυγος έξω.

Υπάρχει ένας τρίτος.Κάποιος

που τον λένε Ράφι.

«Ράφι; Δεν τον ξέρω.»

«τι δεν τον ξέρεις;

Έτσι που δεν θυμάσαι,στη γιορτή,

στη μεγάλη γιορτή,

που άρπαξε έναν κύριο από το λαιμό

και του είπε τι αδερφάρα που είσαι

μ’ αυτό το πουκάμισο;»

Όχι.Όχι δεν το θυμάμαι.

Εγώ δεν θυμάμαι τίποτα.

Παύση. «Τότε

θα είναι καλύτερα να τον στείλεις

κατευθείαν στα σκατά

και να κλείσεις το τηλέφωνο.»

Δε γαμήθηκαν.

Αυτός είναι ανίκανος,ή άσχημος,

ή έχει στραβισμό,ή ηλίθιος,

ή ο Θεός ποιος ξέρει τι.

Όσο για μένα,

τη μοναδική φορά που είδα ήρεμη εκείνη την τύπισσα

ένιωσα αυτό που ο καθένας νιώθει πάντα:

Αηδία.Ήκαλύτεραθλίψη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DIEZ AÑOS ANTES O DESPUÈS

 

                                                                  the imposibility of being human...


                                                                  Ch. Bukowski

 

Releyendo 
10 años después
El árbol de la ciencia
Me pregunto
-entre otras cosas
porque no lo sé-
si este magistral desharrapado
conoció a ese otro
Doctor de los Infiernos
que fue Céline.
Descarriados hijos
de una gran familia
de balas perdidas en el eco
canalla
de los siglos:
Villon considerando
el peso
de su propio culo
la víspera de su frustrada
ejecución;
Dostoyevski
asesinando a Dios;
Baudelaire
copulando con las cenizas
de Satán;
Céline prendiendo fuego
a los nueve caminos de la perdición
en el hipocentro de la noche;
Baroja escupiendo los gargajos
verdes
de su asco por la página...
Voces cuya cólera enronquecida
reverbera
con un odio más intenso y puro
que la metafísica
en la orgiástica y brutal marea
de este baile de locos,
posesos anunciando
entre grotesco giro y absurda reverencia
el final de una historia
que nunca debió comenzar.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ Ή ΜΕΤΑ

 

                                                    Το απίθανο της ανθρώπινης ύπαρξης

 

Ch. Bukowski

 

Ξαναδιαβάζοντας

10 χρόνια μετά

Το δέντρο της Επιστήμης

αναρωτιέμαι

-ανάμεσα σ’ άλλα πράγματα-

γιατί δεν το ξέρω-

αν αυτός ο αριστοτεχνικός κουρελής

γνώριζε εκείνον τον άλλο

τον Δόκτορα των Κολασμένων

που ήταν ο Σελίν.

Παραστρατημένα παιδιά

μιας μεγάλης φαμίλιας

από χαμένα βόλια στην ηχώ

κανάγια

των αιώνων.

Ο Βιγιόν εκτιμώντας

το βάρος

του ίδιου του  κώλου

την παραμονή της ματαιωμένης

εκτέλεσής του.

Ο Ντοστογιέφσκι δολοφονώντας

τον Θεό;

ο Μπωντλαίρ

συνουσιαζόμενος με τις στάχτες

του Σατανά;

ο Σελίν αρπάζοντας φωτιά

στους εννιά δρόμους της καταστροφής

στο υπόκεντρο της νύχτας:

ο Μπαρόχα φτύνοντας

τα πράσινα του φλέγματα

από το άγχος του για τη σελίδα.

Φωνές που η άγρια οργή τους

αντιστοιχεί

στο πιο φανερό και έντονο μίσος

που η μεταφυσική

στον πιο θηριώδη και οργιαστικό πανζουρλισμό

αυτού του χορού των τρελών

δαιμονισμένων ανακοινώνει
ανάμεσα σε ένα γκροτέσκο γύρο και μια παράλογη  υπόκλιση

το τέλος μιας ιστορίας

που ποτέ δεν έπρεπε να αρχίσει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

MÙSICA DE RECÂMARA

Ha puesto a Bach
en el cassette. Me ha dicho
que se iba a ver a unas amigas
-un favor, me ha recordado, que le debe
a no sé quién-. Yo leo un libro,
fumo; el cenicero
está sobre la colcha.

He apagado todas
las luces de esta casa. Y al volver
-los pies desnudos sobre el mármol-
de la cocina, en una mano el café,
el ascua roja del cigarro en otra,
me he detenido, como con miedo, casi,
a escuchar el latido acompasado
de mi corazón.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΩΜΑΤΙΟΥ

 

Έβαλε τον Μπαχ

στο κασετόφωνο.Μου είπε

ότι θα πήγαινε να δει κάποιες φίλες

-μια χάρη μού υπενθύμισε,που την οφείλει

δε ξέρω σε ποιον.Εγώ διαβάζω ένα βιβλίο,

καπνίζω· το σταχτοδοχείο

είναι πάνω στην κουβέρτα.

Έσβησα όλα

τα φώτα σ’ αυτό το σπίτι.Και επιστρέφοντας

-τα πόδια γυμνά πάνω στο μάρμαρο-

από την κουζίνα,στο ένα χέρι ο καφές,

η κόκκινη κάφτρα του τσιγάρου στο άλλο,

συνέλαβα τον εαυτό μου,σαν με φόβο,σχεδόν,

να ακούει τον ρυθμικό χτύπο

της καρδιάς μου.

 

 

 

 

 

 

EL VASO

 

Siéntate 
a la mesa.
Bebe un vaso
de agua. Saborea
cada trago.
Y piensa
en todo el tiempo
que has perdido.
El que estás perdiendo.
El tiempo
que te queda por perder.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

TO ΠΟΤΗΡΙ

Κάθισε

στο τραπέζι.

Πιες ένα ποτήρι

 νερό.Απόλαυσε

κάθε γουλιά.

Και σκέψου

 όλο το χρόνο

που έχασες.

Αυτόν που χάνεις.

Το χρόνο

που σου απομένει

να χάσεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

LA EDAD DE OBSOLESCENCIA

Tenía un 1640 con doble unidad de disco
y pantalla monocromo
pero quedó para el arrastre
después de haberme jodido
un par de meses de trabajo,
disquete chungo
más allá de cualquier esperanza
o posibilidad de recuperación;
tenía un 8086 de monitor verde agresivo
que hizo lo que pudo por dejarme ciego
antes de estallar;

tenía un 286 a 16 megahercios
que chupó humedad como una esponja seca
dio un par de avisos, soltó una especie
de nocivo latigazo de voltaje enfermo
y quedó carbonizado;

así que luego dije, ahora verás,
voy a ponerme al día,
como hay Dios que me voy a poner
al día,
e invertí dos años de letras y suplicios
en un 486 a 66 megahercios,
pantalla de alta definición,

250 megas de disco duro,
tarjeta fax/módem,
DOS, Windows, la Biblia
en verso blanco, y si calculo
el importe aproximado
de toda esta chatarra hasta la fecha
debe de andar más cerca del kilo
que otra cosa,

pero según me dicen
sigo en la prehistoria,
es agobiante,
lo que hay que hacer en estos tiempos
para mantenerse al día,
dos pasos palante
y seis patrás;
Cervantes, es posible,
lo tuvo difícil en su época
pero a veces pienso
que de buena se libró.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΡΣΗΣ

 

 

Είχα ένα pc 164 με διπλό δίσκο

και ασπρόμαυρη οθόνη

αλλά πήγε για απόσυρση

αφού με είχε γαμήσει

κάποιους μήνες δουλειάς,

με δισκέτα χάλια

και καμιά ελπίδα ή δυνατότητα

αποκατάστασης·

είχα έναν 8086 με μόνιτορ πράσινο επιθετικό

που έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει πριν μ’ αφήσει τυφλό

και μετά τα παίξει.

είχα έναν 286 στα 16 μεγαχέρτζ

που τράβηξε υγρασία σαν ένα στεγνό σφουγγάρι

έδωσε κάποια προειδοποιητικά σινιάλα,άφησε ένα είδος

παρατεταμένης βλάβης και αδύναμου βολτάζ

και τέλειωσε καρβουνιασμένο·

έτσι που ύστερα είπα,τώρα θα δεις,

θα εκσυγχρονιστώ,

όπως υπάρχει ο Θεός που θα με εκσυγχρονίσει,

και επανάκτησα δυο χρόνια γραψίματος  και βασάνων

σε έναν 486 στα 66 μεγαχέρτζ,με οθόνη υψηλής ευκρίνειας,

με σκληρό δίσκο 250 μέγα

με κάρτα φαξ/μόντεμ

με DOS, Windows,και τη Βίβλο

σε ελεύθερο στίχο,κι αν υπολογίσω

όλα μαζί τα εξαρτήματα στο περίπου

όλων αυτών των παλιοσίδερων μέχρι τότε

θα έπρεπε να πιάνει το κιλό

τι άλλο να πω,

αλλά καθώς μου λένε

εξακολουθώ να βρίσκομαι στην προϊστορία,

είναι αγχωτικό

αυτό που πρέπει να κάνω σ’ αυτή την εποχή

για να παραμείνω σύγχρονος

είναι,δυο βήματα μπροστά

και έξι πίσω·

Ο Θερβάντεςείναι πιθανό

να τα βρήκε δύσκολα στην εποχή του

αλλά κάποτε σκέφτομαι

ότι καλύτερα που ελευθερώθηκε.

 

 

 

 

 

LA ÙLTIMA NOCHE DE LA TIERRA

El mirlo de todos los años ha vuelto a visitar mi casa
y todavía sigo aquí.
Su música no cambia y eso ya lo he escrito.
Pero mi trabajo es constatar lo obvio
y eso es lo que el mirlo me viene a recordar.
El tiempo pasa, la gente se hace vieja, se muere,
por su propia mano o con ayuda.
Las palabras van bajando por el desagüe
de lo que alguien ha llamado la intrahistoria.

Todo fluye y se pierde, los ríos en el mar,
el mar en la inmensidad inabarcable del cosmos,
el cosmos en la nada de la que no debió salir.
Mientras tanto tecleamos.

Un sordo tamborileo contra siglos de muerte programada
y un futuro de certera incertidumbre.
Un batallón de patéticos amanuenses del olvido
exigiendo dos camisas para el camino hacia el patíbulo.

Pero no es el frío el problema, sino el miedo.
Y es el mirlo, en su ignorancia, el que sabe la verdad.
Cumple sin la más mínima estridencia
el ritual que le ha impuesto la biología.

Luegomorirá. Sin epitafios, como éste,
que se deshagan con una mueca indiferente
entre las llamas de la última noche de la Tierra,
cuando nadie entienda ya ningún significado,
si es que algo tuvo sentido alguna vez

 

 

 

 

 

 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

 

Το σπουργίτι όλων των χρόνων ξανάρθε να επισκεφθεί το σπίτι μου

κι ακόμα είμαι εδώ.

Η μουσική του δεν αλλάζει κι αυτό ήδη το έχω γράψει

Αλλά η δουλειά μου είναι να επαληθεύω το προφανές

κι αυτό είναι που το σπουργίτι έρχεται να μου υπενθυμίσει.

Ο καιρός περνά,ο κόσμος γερνά,πεθαίνει,

από το ίδιο το χέρι του ή με βοήθεια.

Οι λέξεις συνεχίζουν να πέφτουν μέσα στην αποχέτευση

αυτού που κάποιος ονόμασε ενδοϊστορία.

Όλα ρέουν και χάνονται,οι ποταμοί στη θάλασσα

η θάλασσα στην απρόσβατη απεραντοσύνη του κόσμου,

ο κόσμος στο τίποτα από το οποίο δεν έπρεπε να βγει.

Εν τω μεταξύ πληκτρολογούμε.

Ένας κουφός τυμπανιστής ενάντια στους αιώνες του προγραμματισμένου θανάτου κι ένα μέλλον βέβαιης αβεβαιότητας.

Ένας λόχος από παθητικούς αντιγραφείς της λησμονιάς

απαιτώντας δυο πουκάμισα για το δρόμο προς την αγχόνη.

Αλλά δεν είναι το κρύο το πρόβλημα,αλλά ο φόβος.

Κι είναι το σποργίτι,μέσα στην άγνοια του,αυτό που ξέρει την αλήθεια.

Εκπληρώνει δίχως την παραμικρή εκκεντρικότητα

το τελετουργικό που του επέβαλε η βιολογία.

Μετά θα πεθάνει.Δίχως επιτάφια,όπως αυτό

που σβήνει με έναν αδιάφορο μορφασμό

ανάμεσα στις φλόγες της τελευταίας νύχτας της Γης,

Όταν κανείς δε θα καταλαβαίνει πια κανένα νόημα,

αν υπάρχει κάτι που είχε νόημα κάποια φορά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8 PΟΕΜΑΣ ΕΝ FORMA DE ARTEFACTO

1. Sofisma

Y ahora
que estás
en España,
que como
ya sabrás
es un país
en el que impera
el Estado
de Derecho,
nunca olvides
que tu libertad
termina
donde empieza
la libertad
de los demás
le dijo
el funcionario
del Ministerio
del Interior
al inmigrante
magrebí.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΕ ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑ ΜΟΡΦΗ

1.Σόφισμα

Και τώρα

 που βρίσκεσαι

στην Ισπανία,

που όπως

ήδη ξέρεις

είναι μία χώρα

στην οποία βασιλεύει

το Κράτος

του Δικαίου,

ποτέ μη λησμονήσεις

ότι η ελευθερία σου

τελειώνει

εκεί όπου αρχίζει

η ελευθερία

όλων των άλλων,

είπε

ο υπάλληλος

του Υπουργείου

των Εσωτερικών

στον μετανάστη

από το Μαγκρέμπ.

 

 

 

2. Derecho

Tienes derecho 
a expresar
libremente
todo aquello
que te esté permitido decir.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

2.Δικαίωμα

Έχεις δικαίωμα

να εκφράσεις

ελεύθερα

όλα εκείνα

που σου έχουν επιτραπεί να πεις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3. Payaso

Al terrorismo
se le llama
convivencia
si lo ejerce
un payaso
uniformado
con apoyo 
de la grey.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

3.Παλιάτσος

Στην τρομοκρατία

ονομάζεται

συνύπαρξη

αυτό που το  ασκεί

ένας παλιάτσος

ταυτισμένος

με τη συμπαράσταση

της αγέλης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4. Moscas

Los demócratas
han aprendido
de las moscas:
cuanto mayor 
sea el tamaño
de la mierda
tanto más grande
es el consenso.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

4.Κουνούπια

Οι δημοκράτες

έμαθαν απ’ τα κουνούπια:

όσο μεγαλύτερο

είναι το μέγεθος

της σκατούλας

τόσο πιο μεγάλη

είναι η συναίνεση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5. Periodismo

Lanza la mierda 
y lávate las manos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

5.Δημοσιογραφία

Πέτα τα σκατά

και πλύνε τα χέρια σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6. El poder de la palabra

Usté no sabe
con quién
se está metiendo
dijo el borracho
en la 
comisaría.

Porque soy
poeta
y fui tocado
por los dioses
con el poder
de la palabra.

Y le partieron
la otra ceja
antes de darle
por el culo
con su propia 
estilográfica.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

6.Η δύναμη της λέξης

Κύριε δεν ξέρετε

με ποιον

έχετε να  κάνετε

είπε ο μέθυσος

στον

κομισάριο.

 

Επειδή είμαι ποιητής

και υπήρξα ευλογημένος

από τους θεούς

με τη δύναμη

της λέξης.

 

Και του έκοψαν

και το άλλο φρύδι

πριν του χώσουν

στον κώλο

το στυλό του.

 

 

 

 

 

 

 

7. Racismo

No hay color 
que no se doblegue
al del dinero.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

7.Ρατσισμός

Δεν υπάρχει χρώμα

που να μην υποκύπτει

στο χρώμα του χρήματος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

8. Compromiso

                                                                        -¿Eres político, Lou?
                  -¿Político? ¿Con respecto a qué? Dame un tema.
                 te daré un pañuelo, y me limpias el culo con él...

                                                       Lou Reed, "Take no Prisoners"

Hay escritores
que se empeñan
en que los libros
siempre están
en otra parte.

Somalia
Nicaragua
Mongolia
Pernambuco
Sarajevo

que mas dà


Y si te paras
a pensarlo
tiene gracia
porque al final
aciertan
sin saberlo:
cualquier
jodida parte
menos donde ellos
estén.

 

 

 

 

 

 

8.Στράτευση

                                                               

Είσαι πολιτικός Λου;

                  -Πολιτικός; Σε σχέση με τι; Δώσε μου ένα θέμα.

Θα σου δώσω ένα μαντίλι και μου καθαρίζεις τον κώλο μ’ αυτό.

 

 


                                                                    Lou Reed, "Take no Prisoners"

 

Υπάρχουν συγγραφείς

που ισχυρίζονται

ότι τα βιβλία

πάντα βρίσκονται

σε άλλο τόπο.

Σομαλία

Νικαράγουα

Μογγολία

Περναμπούκο

Σεράγεβο

κι όπου αλλού

αδιάφορο.

Κι αν κάτσεις

να το σκεφτείς

έχει χάρη

επειδή στο τέλος

διαβεβαιώνουν

δίχως να το ξέρουν:

σε οποιοδήποτε

γαμημένο μέρος

εκτός απ’ αυτό όπου οι ίδιοι

βρίσκονται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DEMOCRACIA

Otra maldita tarde
de domingo, una de esas
tardes que algún día escogeré
para colgarme
del último clavo ardiendo
de mi angustia.

En la calle
familias con niños,
padres y madres
sonrosadamente satisfechos
de su recién cumplido
deber electoral;
gente encorvada sobre radios
que escupen datos, porcentajes
en los bancos.
Corderos de camino al matadero
dándole a escoger el arma
al matarife.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Άλλο ένα καταραμένο απόγευμα

Κυριακής,ένα απ’ αυτά

τα απογεύματα που κάποια μέρα θα διαλέξω

για να κρεμαστώ

από το τελευταίο καρφί φλεγόμενος

από την αγωνία μου.

 Στο δρόμο

οικογένειες με παιδιά,

πατεράδες και μητέρες

φανερά ικανοποιημένοι

από την πρόσφατη άσκηση

του εκλογικού τους δικαιώματος;
πλήθος με το αυτί στα ραδιόφωνα

που ανακοινώνουν,στοιχεία,ποσοστά

στα γραφεία συλλογής των αποτελεσμάτων.

Πρόβατα επί σφαγή

επιτρέποντας στο χασάπη

να διαλέξει αυτός το μαχαίρι.

 

 

 

 

 

EL PESO

Es esta condenada
impotencia.
Esta ausencia
hasta de rabia.
Este peso.
Sí, este peso:
como un frasco
de aspirinas
en un estómago
vacío.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΤΟ ΒΑΡΟΣ

 

Είναι αυτή η καταραμένη

αδυναμία.

Αυτή η απουσία

ως τη λύσσα.

Αυτό το βάρος.

Ναι,αυτό το βάρος:

σαν ένα φιαλίδιο

σε κενό

στομάχι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ES TARDE YA EN LA NOCHE…

Es tarde ya en la noche
y la playa está desierta.
Rompe el mar
sobre las rocas.
Un aire cálido,
espeso de salitre
y de recuerdos,
me baña la cabeza.
Cierro los ojos.
Inhalo.
Me dejo llevar.
Y luego pienso,
como casi siempre
que me pasan estas cosas,
en Proust.
Pero no he leído
a Proust.
Qué importa.
La vida es bella.
Quién necesita
a Proust.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕINAI ΑΡΓΑ ΠΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Είναι αργά πια μέσα στη νύχτα

κι είναι έρημη η ακρογιαλιά.

Σπάει η θάλασσα

πάνω στα βράχια.

Ένας ζεστός αέρας,

γιομάτος από νίτρο

κι από αναμνήσεις,

μου λούζει το κεφάλι.

Αφήνω να με παρασύρει.

Κι ύστερα σκέφτομαι,

ότι σχεδόν πάντα

όταν μου συμβαίνουν αυτά τα πράγματα,

είναι με τον Προυστ.

Αλλά δεν έχω διαβάσει

τον Προυστ.

Τί σημασία έχει.

Η ζωή είναι ωραία.

Ποιος χρειάζεται

τον Προυστ.

 

 

 

 

ETERNO RETORNO

Desayunar con Nietzsche
es relativamente fácil, sobre todo
si hace sol, la lluvia es fina
-un ligero chaparrón
traslúcido y oxigenado-
o hay cigarrillos, buen café
ninguna compañía
salvo el perro
y las periódicas noticias
del gerente
de mi banco
no me impiden deglutir.

El almuerzo, cenit
de los días, me recuerda
-abatido el asomo
de sano optimismo mañanero
por dispositivos infernales
que adoptan formas sucesivas
de teléfono, timbrazo,
zancadilla callejera,
gente puesta en fila,
el sordo ronroneo
de un PC-
que la vida
es struggle for survival
como dijo Darwin
con toda la razón.

Y finalmente, horas más tarde,
tras el dudoso ensayo
de ascesis imposible
que a veces llamo cena,
Schopenhauer me conduce
renqueante y roto
hacia la cama,
murmurando
memorables últimas palabras
que el gran Will Shakespeare
utilizó mucho mejor que yo:

To die, to sleep -
To sleep, perchance to dream...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

Το να προγευματίζεις με τον Νίτσε

είναι σχετικά εύκολο,ιδίως

αν έχει λιακάδα κι η βροχή είναι ψιλή

-έναψιλόμπουρίνι
διάφανο κι οξυγονωμένο-

ή υπάρχουν τσιγάρα,καλός καφές
κάποια παρέα

εκτός απ’ το σκύλο

και τις ειδήσεις των εφημερίδων

του διαχειριστή

της τράπεζάς μου

που δε θα με εμποδίζουν να καταπιώ.

Τοπρόγευμα, στοζενίθ

τωνημερών,μουθυμίζει
-με χαμηλό το δείκτη

της υγιούς πρωινής αισιοδοξίας

εξ αιτίας των μηχανισμών της κόλασης

που παίρνουν οι διαδοχικές μορφές

του τηλεφώνου,του δυνατού κουδουνίσματος στην πόρτα,

των εμποδίων του δρόμου,

του κόσμου που κάθεται στην ουρά,

το βουβό βούισμα

ενός υπολογιστή-

ότι η ζωή

είναι πάλη για την επιβίωση

όπως είπε ο Δαρβίνος

με όλο του το δίκιο.

Και τελικά, ώρες αργότερα,

κι ύστερα από μια αμφίβολη δοκιμή

που κάποτε αποκαλώ δείπνο,

ο Σοπενχάουερ με οδηγεί

διαλυμένο και κουτσό

κατά το κρεβάτι

καθώς μουρμουρίζω

από μνήμης,τις τελευταίες λέξεις

που ο μεγάλος Γουίλιαμ Σαίξπηρ

χρησιμοποίησε καλύτερα απ’ ό,τι εγώ:

To die, to sleep -
To sleep, perchance to dream...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LLEGA,TOCA,LÀRGATE

Es inútil, le dije. 
Escribir. 
Escribir es inútil.
Ya, me contestó.
Ya lo estaba yo pensando
el otro día. 
¿Y a qué conclusión llegaste?
Pues eso. Lo que dices
tú. Que carece por completo 
de sentido. 
Sólo que...; bueno, 
también poner ladrillos
es inútil.
Sirve para construir casas...,
y paredes. Paredones, también.
Quizá se trate de eso.
¿De qué?
Un oficio,  joder, un
oficio. Ni más ni menos
que un oficio.
¿Como decía Pavese?
No, como Pavese no. Como ese músico
de jazz. ¿Te acuerdas?
Freddie Green.
Llega, toca, lárgate.

 

 

 

 

ΦΤΑΣΕ,ΧΤΥΠΑ,ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΟΥ

Είναιανώφελο,τουείπα.

Να γράφεις.

Να γράφεις είναι ανώφελο.

Πια,μου απάντησε.

Πια,το είχα κι εγώ σκεφτεί

τις προάλλες.

Και σε τι συμπέρασμα κατέληξες;

Λοιπόν σ’ αυτό.Σ’ αυτό που λες,

εσύ.Ότι δεν έχει καθόλου

νόημα.

Μόνο ότι..· καλά

επίσης το να χτίζεις τούβλα

είναι δίχως νόημα.

Χρησιμεύει μόνο για να φτιάχνεις σπίτια..,

και τοίχους.Πεζούλια, επίσης.

Ίσως περί αυτού να πρόκειται.

Περί τίνος;

Για ένα επάγγελμα,γαμώτο,για ένα

επάγγελμα.Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο

από ένα επάγγελμα.

Όπως έλεγε ο Παβέζε.

Όχι όπως έλεγε ο Παβέζε,όχι.Όπως εκείνος ο μουσικός

της τζαζ.Θυμάσαι;

O Freddie Green.
Φτάσε,χτύπα, απομακρύνσου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

PARPADEO

Pedro Salinas
dice en un poema
que no quiere dejar de sentir
el dolor de la ausencia
de la mujer a la que ama
porque eso es lo único
que le queda de ella:
el dolor.
No recuerdo sus palabras exactas.
Él lo dice mejor que yo.
Eran otros tiempos.
Salinas está muerto.
La mujer a la que amaba también.
Pronto lo estaremos todos.
La vida es un mero parpadeo.
Abre los ojos
y ciérralos

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΛΕΦΑΡΙΣΜΑ

 

Ο Πέδρο Σαλίνας

λέει σε ένα ποίημα

ότι δε θέλει ν’ αφήσει να αισθανθεί

τον πόνο της απουσίας

για τη γυναίκα που αγαπά

επειδή αυτό είναι το μόνο

που του μένει απ’ αυτή:

ο πόνος.

Δεν θυμάμαι ακριβώς τις λέξεις του.

Αυτός το λέει καλύτερα από μένα.

Ήταν άλλες εποχές.

Ο Σαλίνας είναι νεκρός.

Η γυναίκα που αγαπούσε επίσης.

Σύντομα θα είμαστε νεκροί όλοι.

Η ζωή είναι ένα απλό βλεφάρισμα.

Άνοιξε τα μάτια

και κλείστα.

 

 

 

 

 

SABIDURÌA


Una mujer
que pasa en bicicleta
a las dos de la mañana,
hermosas piernas morenas
bombeando los pedales
mientras la brisa le alza el vestido
y revela
un perfecto milagro
de carne femenina en movimiento.
Nuestros ojos
se cruzan un momento
y ya se ha ido.
Son cosas como ésa
las que te hacen darte cuenta
de lo poco que realmente sabes
de nada.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΟΦΙΑ

Μια γυναίκα

που περνά πάνω σε μια μηχανή

στις δυο το πρωί,

όμορφες μελαχρινές γάμπες

πατώντας τα πετάλια

ενώ το αεράκι της σηκώνει τη φούστα

κι αποκαλύπτει

ένα τέλειο θαύμα

γυναικείας σάρκας σε κίνηση.

Τα μάτια μας

διασταυρώνονται για μια στιγμή

και πια έχει φύγει.

Είναι πράγματα σαν κι αυτό

που σε κάνουν να δίνεις σημασία

για τα λίγα που πράγματι ξέρεις

για το τίποτα.



 

 

 

 

SOLO

Es como siempre
habías querido
estar
y no podías
hasta que
de repente
lo estás
y entonces
ya no quieres
estar solo
pero claro
quién no quiere
lo que no tiene.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜONOΣ

Είναι όπως πάντα

είχες επιθυμήσει

να είσαι μόνος

και δεν μπορούσες

μέχρι που

αίφνης

το μπορείς

και τότε

πια δε θέλεις

να είσαι μόνος

αλλά στ’ αλήθεια

ποιος δε θέλει

αυτό που δεν έχει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

TANTO MONTA


Te dirán
que vales
lo que eres
y no lo que tienes.
Y tendrán
razón:
sin dinero
es cuando vales
exactamente
lo que eres:
nada.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 ΤOΣΟ ΑΞΙΖΕΙ

Θα σου πουν

ότι αξίζεις

γι’ αυτό που είσαι

κι όχι γι’ αυτό που έχεις.

Και θα ‘χουν

δίκιο:
δίχως χρήματα

είναι όταν αξίζεις

ακριβώς

αυτό που είσαι:
τίποτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A NINGUNA PARTE

 

Los pensionistas hablan de trombosis
en los autobuses
o aguardan el final
en los bancos de los parques públicos
entre mierda de palomas y jeringas
ensangrentadas,
o me paran en la calle
ante escaparates llenos de electrodomésticos
para preguntarme la hora
e interesarse por la raza de mi perro.
Son las cinco de la tarde y todo
en la ciudad apesta a muerte.
Sé que es inútil. Llegar a casa,
ponerme aquí delante y redactar
quince o veinte líneas, qué más da,
esta especie de salvoconducto
a ninguna parte.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΡΟΣ

 

Οι συνταξιούχοι μιλάνε για θρόμβωση

στα λεωφορεία

ή περιμένουν το τέλος

στα τραπέζια των δημόσιων πάρκων

ανάμεσα στις κουτσουλιές των περιστεριών και στις ματωμένες

καταγής σύριγγες,

ή με σταματούν στο δρόμο

μπροστά απ’ τις βιτρίνες τις γεμάτες  με οικιακές ηλεκτρικές συσκευές

για να με ρωτήσουν την ώρα

και να ενδιαφερθούν για τη ράτσα του σκύλου μου.

Είναι πέντε η ώρα το απόγευμα κι όλα

στην πόλη βρομοκοπάνε θάνατο.

Ξέρω ότι είναι ανώφελο.Θα φτάσω στο σπίτι

θα ριχτώ εκεί μπροστά και θα συντάξω

δεκαπέντε ή είκοσι γραμμές, το ίδιο κάνει,
αυτό το είδος του πάσου

γιακανέναμέρος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL CRÌTICO Y LA MARGARITA

 

 


Tú sí
tú no
tú sí
tú no
tú sí
tú no
tú sí
tú no
tú sí
tú no...
y en cuanto a ti
no sé
mejor será
que espere
a ver
qué dice
la competencia,
no vaya a ser
que a estas alturas
me coma
algún marrón.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

 

 

 

Eγώ ναι

Εσύ όχι

 

εγώ ναι

εσύ όχι

 

εγώ ναι

εσύ όχι

 

 

εγώ ναι

εσύ όχι

 

εγώ ναι

εσύ όχι...

κι όσο για σένα

δεν ξέρω

καλύτερα θα ‘ναι

να περιμένει

να δει

τι λέει

ο διαγωνισμός,

μη γίνει καμιά στραβή

και σ’ αυτή τη φάση

φάω

κανένα αγγούρι.

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL PESO DEL MUNDO

 

No puedo leer un solo libro.
Una sola página.
Un solo párrafo.
Ni una línea.
No puedo escribir,
ni coger el teléfono,
ni encender un cigarrillo,
ni extender las piernas,
ni levantarme
siquiera
de esta silla.


Si me buscara
el pulso
estoy seguro
de que no me lo encontraría.
Realmente no sé
lo que me pasa.
No es asco.
No es hastío.
No es abulia.
No es cansancio.
No es indiferencia.
Son todas esas cosas
y no es ninguna.
Es como si el mundo
se me hubiera
parado
encima.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΒΑΡΟΣ  ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 

Δεν μπορώ να διαβάσω ούτε ένα βιβλίο.

Ούτε μια σελίδα.

Ούτε μια παράγραφο.

Ούτε μια γραμμή.

Δεν μπορώ να γράψω,

ούτε να πιάσω το τηλέφωνο,

ούτε ν’ ανάψω ένα τσιγάρο,

ούτε ν’ απλώσω τις αρίδες μου,

ούτε και να σηκωθώ

απ’ αυτή την καρέκλα.

Αν μου κοίταζε κάποιος το σφυγμό

είμαι σίγουρος

ότι δεν θα μου τον έβρισκε.

Στ’ αλήθεια δεν ξέρω

αυτό που μου συμβαίνει.

Δεν είναι άγχος.

Δεν είναι το κενό.

Δεν είναι βαρεμάρα.

Δεν είναι κόπωση.

Δεν είναι αδιαφορία.

Είναι όλα τα πράγματα

και δεν είναι κανένα.

Είναι σαν ο κόσμος

να έχει σταματήσει

πάνω μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ESO ES LO QUE LLEVO MÀS DE TREINTA AÑOS INTENTANDO AVERIGUAR

 

 

Hojeando un libro
de Rilke
en edición bilingüe
alemán/inglés
que me he encontrado
en el bolsillo interior
de la cazadora
esta mañana
y no tengo ni puta
idea de dónde huevos
ha salido,
un ojo a la
funerala
inyectado en sangre
como una canica rota
debajo de mis gafas
de sol,
el lado izquierdo
de la cara
un viacrucis
de hematomas
y de costras
coaguladas,
luchando por reírme
o encontrarle
algún sentido a mi existencia
y esperando a que la gorda
que ha entrado delante de mí
termine con el médico
de una vez
y alguien se esmere
en pronunciar
mi nombre y apellido
como un colegial
exasperado
entre el aséptico silencio
de estas paredes blancas,
se abre la puerta
y es Jesús
que me pregunta:
«Pero... ¿qué cojones
tehapasado

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΩ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΡΙΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΩΝΤΑΣ  ΝΑ ΤΟ ΕΞΑΚΡΙΒΩΣΩ

 

Φυλλομετρώνταςέναβιβλίο

τουΡίλκε

σε δίγλωσση έκδοση

γερμανικά/αγγλικά

που βρήκα στην εσωτερική τσέπη

του τζάκετ

αυτό το πρωί

και δεν έχω ούτε μια γαμημένη

ιδέα από πού στ’ αρχίδια

βγήκε,

ένα μάτι του θανατά

βουτηγμένο στο αίμα

σαν ένας σπασμένος σβώλος

κάτω απ’ τα γυαλιά μου

του ήλιου,

στο αριστερό μέρος του προσώπου

ένα πλέγμα

από αιματώματα

και κρούστες

διαρρηγμένες

προσπαθώντας να γελάσω

ή να βρω

κάποιο νόημα για την ύπαρξή μου

και περιμένοντας η χοντρή

που μπήκε πριν από μένα

να τελειώσει

επιτέλους  με το γιατρό

και κάποιος να φροντίσει

να προφέρει το όνομα και το επώνυμό μου

σαν ένα κολεγιόπαιδο

νευριασμένο

μέσα στην αποστειρωμένη σιωπή

αυτών των λευκών τοίχων,

οπόταν

ανοίγει η πόρτα

κι είναι ο Χεσούς

που με ρωτά:
<<Αλλά ...τι στ’αρχίδια

σούσυνέβη

 

 

 

 

 

 

 

LLÀMAME

 

 

 

Tu padre se está metiendo coca, tu madre
no te deja estar, y ahora que por fin habías decidido
desechar otros vicios que no fueran
el condenado tabaco y el café.

Llegas a casa, enciendes la T.V.
Trasplantes de hígado, qué comemos,
tensión en Pakistán.
Las enfermedades del recto.
Que lo hagas con control.

Se te ha muerto un amigo de la infancia
de algo que ni siquiera sabes pronunciar.
Se te ha averiado el coche
en pleno atasco. La semana pasada se llevaron
el teléfono, la que viene te van a cortar
la luz.
No puedes pagar el alquiler, trabajas
para un imbécil, y tu mujer te dice que quizá
ya vaya siendo hora de tener un hijo.
Tal vez dos.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕ ΜΟΥ

 

Ο πατέρας σου έχει πέσει στην κόκα,κι η μάνα σου

δε σε αφήνει να βγαίνεις,ακόμα και τώρα που τελικά είχες αποφασίσει

να δοκιμάσεις άλλα βίτσια που να μην είναι

ο καταραμένος καπνός κι ο καφές.

 

Φτάνεις στο σπίτι κι ανοίγεις την T.V.

Μεταμοσχεύσεις συκωτιού,τι τρώμε,

ένταση στο Πακιστάν.

Οι αρρώστιες του υπόλοιπου κόσμου.

Να το κάνεις με έλεγχο.
Σου πέθανε ένας παιδικός φίλος

από κάτι που δεν ξέρεις να το προφέρεις.

Σου χάλασε το αμάξι

μέσα στο ατέλειωτο μποτιλιάρισμα.Την περασμένη εβδομάδα σού έκοψαν

το τηλέφωνο,κι αυτή που τρέχει, πρόκειται να σου κόψουν

και το φως.

Δεν μπορείς να πληρώσεις το νοίκι,δουλεύεις

για έναν ηλίθιο,κι η γυναίκα σου σου λέει ότι ίσως

πια έφτασε η ώρα να αποκτήσετε ένα παιδί.

Ίσωςδύο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

CAFÈ Y CIGARILLOS

 

Salgo del trabajo. Los huesos, el cuerpo entero
dulcemente dolorido, como -a veces-
después de un polvo de los buenos.
La luna, sajada en dos pedazos, me recuerda
el ojo ese famoso de Buñuel,
asomada un tanto tenebrosamente
por encima de los árboles.
El coche no me arranca. El parabrisas
es una roca enorme y congelada.
Así que vuelvo a casa andando,
velado el claqueteo de mis pasos
por la luna, la cabeza
llena de café caliente y cigarrillos.
Llego al portal y me detengo,
soplándome en las manos, bajo
el arco de luz que proyecta la ventana
sobre el hielo, la hierba sucia y abrasada.
Y al otro lado de esa luz te encuentras tú.

Y es que un hombre necesita en esta vida
otras cosas que no sean
lunas surrealistas, coches, oscuras
películas de Luis Buñuel.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΑΦΕΣ  ΚΑΙ ΤΣΙΓΑΡΑ

 

Φεύγω απ’ τη δουλειά.Τα κόκκαλά μου,όλο μου το σώμα

γλυκά πονεμένο,όπως συμβαίνει κάποτε

μετά από ένα άγριο μεθύσι.

Το φεγγάρι κομμένο σε δυο κομμάτια,μου θυμίζει

εκείνο το διάσημο μάτι του Μπουνιουέλ,

ξεμυτίζοντας κάπως τρομαχτικό

πάνω απ’ τα δέντρα.

Τ’ αμάξι δεν παίρνει μπροστά.Το παρμπρίζ

είναι μια τεράστια και παγωμένη πέτρα.

Έτσι που είμαι αναγκασμένος να γυρίσω στο σπίτι περπατώντας,

με κρυμμένο το βηματισμό μου
απ’ το φεγγάρι,με το κεφάλι μου

γεμάτο από καφέ και τσιγάρα.

Φτάνω στην εξώθυρα και σταματώ,

φυσώντας μες στις παλάμες μου,κάτω

απ’ το τόξο τού φωτός που προβάλλει απ’ το παράθυρο

Πάνω στον πάγο,στο βρόμικο και πατημένο γρασίδι.

Και στην άλλη άκρη αυτού του φωτός βρίσκεσαι εσύ.

 

Κι είναι που ένας άντρας έχει ανάγκη σ’αυτή τη ζωή

άλλα πράγματα που να μην είναι

υπερρεαλιστικά φεγγάρια,αμάξια ή σκοτεινές

ταινίες του Λουίς Μπουνιουέλ.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL EXTRANJERO

 

Me asomo a la terraza.
Una mujer se arregla el pelo
delante de un espejo
en el edificio de enfrente
de mi casa.
Estaba leyendo
a Dostoievski. Cierro el libro,
lo dejo encima de la mesa,
me siento y abro
otra cerveza. Qué aburrido,
Dostoievski, la cerveza,
las mujeres, los libros,
los espejos. Qué aburrido
sentarse y esperar la muerte
mientras la gente fornica,
come, trabaja o se solaza
bajo el sol sucio de septiembre,
y uno sabe, positivamente,
que nada va a ocurrir.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΞΕΝΟΣ

 

Είμαι αραγμένος στην ταράτσα.

Μια γυναίκα φτιάχνει τα μαλλιά της

μπροστά σ’ έναν καθρέφτη

σ’ ένα κτήριο απέναντι απ’ το σπίτι μου.

Διάβαζα τον Ντοστογιέφσκι. Κλείνω το βιβλίο,

το αφήνω πάνω στο τραπέζι

στενοχωριέμαι κι ανοίγω

άλλη μια μπύρα. Τί βαρετό,

ο Ντοστογιέφσκι, η μπύρα,

οι γυναίκες, τα βιβλία,

οι καθρέφτες. Τι βαρετό

να κάθεσαι και να περιμένεις τον θάνατο

ενώ ο κόσμος γαμιέται,

τρώει, εργάζεται ή κάνει ηλιοθεραπεία

κάτω απ’ τον βρόμικο ήλιο του Σεπτέμβρη,

και ένα ξέρει, θετικά, ότι τίποτα,τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VIOLENCIA

Mi hija (año y medio) procuramos que nos vea

en los momentos buenos o mejores:

cuando nos abrazamos y besamos,

cuando las cosas discurren con lisura y eficacia,

cuando no hay gritos ni vajilla amenazada,

cuando nuestro roce cotidiano es fluido

y no hay asperezas que nos hagan estallar.

Es obvio que lo otro –lo regular, lo malo, lo peor–

también lo ve, y lo oye; pero creo

que después de todo

no nos las arreglamos

demasiado mal.

Es alegre, nuestra hija; y no hay foto ni momento

en que no sonría.

Le ha dado, quizá por todo ello,

por abrazar a otros críos cuando los ve.

Se lanza sobre ellos, los envuelve

con los brazos y les planta un beso en la mejilla.

A cambio de sus esfuerzos ya le han dado

algún que otro tortazo.

Delante de los ufanos padres en cuestión.

Y ayer llegó, a modo de confirmación definitiva,

la guinda del patrón de conducta habitual:

una niña, algo mayor que ella,

al verla repartir sus holas y sus besos

entre un grupo de críos,

se volvió hacia un niño y le susurró en voz baja:

«Esta niña es tonta.»

Me hubiera gustado

estamparle la jeta en el asfalto.

Y a sus progenitores

machacarles luego la cabeza.

 

Pero a eso

lo hubieran llamado

violencia.

 

 

 

 

 

 

ΒΙΑ

 

Η κόρη μου(ενάμισι χρόνων) φροντίζουμε να μας βλέπει

στις καλές ή τις καλύτερες μας στιγμές:

όταν αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε

όταν τα πράγματα βαίνουν καλώς και με επιτυχία,

όταν δεν υπάρχουν κραυγές ούτε απειλητικά πιατικά,

όταν η καθημερινή μας επαφή κυλά ομαλά

και δεν υπάρχουν αγριάδες που να μας κάνουν να πλακωνόμαστε.

Είναι προφανές ότι το άλλο-το φυσιολογικό,το κακό,το χειρότερο-

επίσης το βλέπει και  το ακούει· αλλά πιστεύω

ότι παρά ταύτα

δεν τα πηγαίνουμε

και τόσο άσχημα.

Είναι χαρούμενη η κόρη μας. Και δεν υπάρχει ούτε φωτογραφία ούτε στιγμή

πουδεχαμογελά.

Της έδωσα,ίσως για όλα αυτά το δικαίωμα,

να αγκαλιάζει τα άλλα μικρά παιδιά όταν τα βλέπει.

Ορμά πάνω τους,τα αγκαλιάζει

με τα χεράκια της και τους φυτεύει ένα φιλί στο μάγουλο.

Σε αντίθεση με τις προσπάθειές της ήδη της έδωσαν

κάτι σαν σφαλιάρα.

Μπροστά στους υποτιθέμενους καυχησιάρηδες γονείς της.

Και χθες έφτασε,σαν τελική επιβεβαίωση,

το τελικό χτύπημα του πάτρονα τής συνήθους συμπεριφοράς:

Ένακοριτσάκι,λίγο πιο μεγάλο απ’ αυτή,

βλέποντάς τη να μοιράζει τα γεια σου της και τα φιλιά της

ανάμεσα σε μια ομάδα από μικρά παιδιά,

στράφηκε προς ένα παιδάκι και του ψιθύρισε με σιγανή φωνή:

«Αυτό το κοριτσάκι είναι χαζό».

Θα μου άρεσε

να της τρίψω τη μούρη στην άσφαλτο.

Και στους γεννήτορές της

να τους συντρίψω  ύστερα το κεφάλι.

Αλλά αυτό

θα το αποκαλούσαν

βία.

OPORTUNIDADES

Camino por el tejado

del centro comercial.

 

Lo tienen montado como un jardín.

 

Plantas por aquí y por allá.

Flores, enredaderas, incluso

árboles pequeños, entre los que se abren

veredas bordeadas de muros bajos

en los que se demoran quinceañeros

riéndose y fumando, bebiendo,

contando chistes malos,

soltando risotadas.

 

Al fondo hay una carpa

con un gran cartel a la entrada:

OPORTUNIDADES

 

Entro y me doy una vuelta.

 

Abrigos de la pasada temporada,

demasiado grandes o pequeños,

o con rotos, o con manchas.

 

Y el precio sigue siendo prohibitivo.

 

Zapatos huérfanos y viudos,

del 45 y del 46. De una cutres

indescriptible. Polos. Jerséis.

Bolsos, sujetadores.

 

Unas chicas andan revolviendo

entre las camisetas.

 

Me pruebo una gabardina.

No es mi estilo.

Cuesta diez napos y no tiene pinta

de valer ni para un baile de disfraces.

La vuelvo a colocar en el perchero.

 

Salgo de la carpa

y cruzo de nuevo el tejado.

 

Un grupo de adolescentes

posiblemente emporrados

que ya antes habían emitido comentarios

vuelven a soltar la gracia cuando paso:

 

«Ahí viene el ruso otra vez.»

 

Ah, Dios.

 

Un día de éstos

alguien va a acertar con nosotros

y nos vamos a llevar una sorpresa.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

 

Βαδίζω κάτω από το σκέπαστρο

του εμπορικού κέντρου.

 

Το έχουν συναρμολογήσει σαν ένα κήπο.

Φυτά από δω κι από κει.

Λουλούδια περικοκλάδες, κι ακόμη

μικρά δέντρα, που ανάμεσά τους ξανοίγονται

δρομάκια περικυκλωμένα από χαμηλά πεζούλια

στα οποία είναι αραγμένα δεκαπεντάχρονα

που γελούν, καπνίζουν και πίνουν

λέγοντας χυδαία ανέκδοτα

κι αφήνοντας  πότε πότε έναν καγχασμό

 

Στο βάθος υπάρχει μια τέντα

με μια μεγάλη ταμπέλα στην είσοδο:

 

ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

 

Μπαίνω και κάνω μια βόλτα.

 

Παλτά από την περασμένη σεζόν,

υπερβολικά μεγάλα ή μικρά,

ή με τρύπεςή με βρομιές.

 

Και η τιμή εξακολουθεί να είναι απαγορευτική.

Παπούτσια του τελευταίου ζευγαριού ή του ενός μόνο ποδιού

στα νούμερα 45 και 46 μόνο. Απερίγραπτα

φτηνιάρικα.

Τσάντες, σουτιέν.

 

Κάποια κοριτσάκια περπατούν βολτάροντας

ανάμεσα στα φανελάκια.

 

Προβάρω μια καμπαρντίνα.

Δεν είναι του στυλ μου.

Κοστίζει δέκα ευρώ και δεν έχει μάρκα

που να δείχνει ότι αξίζει έστω για ένα χορό μεταμφιεσμένων.

Την ξαναβάζω στην κρεμάστρα

Βγαίνω απ’ την τέντα

και διασχίζω ξανά την απόσταση  κάτω απ’ το στέγαστρο.

 

Μια ομάδα εφήβων

πιθανώς φτιαγμένων

που ήδη πριν είχαν κάνει σχόλια

μου ξαναδείχνουν τη χάρη τους όταν περνώ:

 

«Εκεί.., έρχεται πάλι ο Ρώσος».

Ω Θεέ μου.

 

Μια μέρα απ’ αυτές

κάποιος πρόκειται να συμφωνήσει μαζί μας

και θα κάνουμε την έκπληξη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DYLAN THOMAS

 

DylanThomas

que se cortó el ojo con una rosa,

al que los periodistas preguntaban

si había leído a Villon,

el loco galés alucinado

con los bolsillos vacíos

y el alma de niño,

bebiendo para olvidar mundo y adultez.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DYLAN THOMAS

 

Ο Ντύλαν Τόμας

που έκοψε το μάτι του με ένα ρόδο,

τον οποίο οι δημοσιογράφοι ρωτούσαν

αν είχε διαβάσει τον Βιγιόν,

ο τρελός γητεμένος Ουαλός

με τις άδειες τσέπες του

και την μωρουδίστικη ψυχή του,

πίνοντας για να ξεχάσει τον κόσμο και την ενηλικίωση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A ORSON WELLES

 

Shakespeare te enseñó

el amor por la historia

y ese tiempo

en que la brisa era más dulce

y orgullosos reyes

con gerifaltes al puño

combatían un sangriento y fabuloso ajedrez

en los campos verdes de Inglaterra,

bella y solitaria tal la rosa.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΤΟΝ ORSON WELLES

 

Ο Σαίξπηρ τού δίδαξε

τον έρωτα για την ιστορία

και κείνη την εποχή

που η θαλάσσια αύρα ήταν πιο γλυκιά

και οι υπερόπτες βασιλιάδες

με άσπρα γεράκια στο μανικέτι τους

μάχονταν  σε ένα αιματηρό και μυθικό σκάκι

στις πράσινες πεδιάδες της Αγγλίας,

όμορφο και μοναχικό, έτσι ήταν το ρόδο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

con el permiso de e. e. Cummings

 

 

por qué no empezar una revista

al carajo con la literatura

queremos algo con carácter

asquerosamente puro

escuetamente maloliente

y obsceno sin correrse

pero legal

y tal;

algo auténtico

hasta el delirio, ya sabéis:

algo tan genuino como una marca

en la taza del water

agraciado con tripas y destripado

con gracia

echa mano a las pelotas y ábrete

dejeta

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

με την άδεια του e. e. Cummings

 

 

 

γιατί να μην ιδρύσουμε ένα περιοδικό

στο διάολο με τη λογοτεχνία

θέλουμε κάτι με χαρακτήρα

αηδιαστικά καθαρό

αλλά νόμιμο

τέλος πάντων;

Κάτιτο  αυθεντικό

μέχρι τον παροξυσμό,ήδη το ξέρετε:

κάτι τόσο αυθεντικό σαν μια μάρκα

 

μέσα στο φλιτζάνι με το νερό

 

τυλιγμένη με έντερα και ξεκοιλιασμένη

 

με χάρη

 

πιάσε μου τ’ αρχίδια και

άνοιξε το στόμα σου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ETICA DEL CAVERNÍCOLA CONTEMPORÁNEO

 

No hay otra alternativa

más que enquistarse

en la zozobra

cerrar puertas y ventanas

bajar persianas

pinchar a Purcell

desplomarse en la cama

y respirar pausadamente

mientras el mundo

sedestroza.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΗΘΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ  ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ

 

 

Δεν υπάρχει άλλη επιλογή

εκτός από το να αφεθείς στην αγωνία

να κλείσεις πόρτες και παράθυρα

να κατεβάσεις τις περσίδες

να βάλεις στο μαγνητόφωνο ένανPurcell

να σωριαστείς στο κρεβάτι

και να αναπνεύεις αργά

ενώ ο κόσμος

εκείέξω

καταστρέφεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA MUERTE ES LA ÙNICA VERGUENZA

 

La vieja terminó por fin de volverse loca.

Se levantaba la falda y exhibía el chocho,

le pedía que se lo chupara

al maître.

Se llamaba Linda. Tenía

ochenta y dos años, un cáncer

de pulmón en ciernes.

Aspiraba y resoplaba, colgada todo el día de un cigarro,

la barriga hinchada como un odre,

el resto de su cuerpo un esqueleto.

Grotesca como una versión asténica de Falstaff.

Una ninfómana de ochenta y dos años, os lo digo,

capaz de acabar con cualquier cosa

que todavía se moviera.

El maître se hacía el sueco.

Pero aún no sé si no la montaría.

Tres paquetes de cigarrillos durante sesenta y ocho años,

lo repetía una y otra vez,

en aquella época no te quedaba más remedio

nos decía,

no sabéis, no os podéis imaginar

lo que era aquello. El blitz.

Hitler con sus V1, V2,

pasábamos las noches en vela,

en el sótano, en el refugio

improvisado al fondo del jardín,

esperando,

fumando...

La guerra, ah, la guerra,

repetía,

los ojos en blanco, vidriosos, empañados

detrás de sus enormes gafas, con la plancha

en una mano y la taza de té en la otra.

Londres era un infierno,

recuerdo la panadería de detrás de mi casa,

impacto directo,

estaban todos muertos, los sacaron los de

la Home Guard, había piernas,

brazos, la cabeza de la Sra. Winter

con los ojos como los de un sapo degollado.

Era terrible.

Todo Londres una inmensa pesadilla. Y luego

esos aviones alemanes,

el silbido

de las bombas,

todavía puedo oír ese silbido en mis oídos,

no puedo soportar la tele, esas películas

de guerra que a los jóvenes os gustan tanto.

No sé cómo podéis.

No os lo podéis ni imaginar.

Que no me hablen de la guerra.

Que no me hablen de gobiernos.

De alemanes,

de judíos.

Chamberlain, ese hijoputa,

tuvo la culpa.

Ah, la guerra, y ahora esto.

No es mucho mejor, verdad.

Expectoraba, tosía, lanzándome

miradas al paquete.

Una ninfómana de ochenta y dos años.

Se encargaba de lavar la ropa

del restaurante,

los mandiles,

las chaquetas,

los gorros, las camisas,

los pantalones a cuadros blanquiazules

manchados de grasas y de orines, y de esperma

rancio, a veces.

Llegaba a las 6 de la mañana.

Ponía la lavadora, la tetera,

yo le subía la ropa del día anterior,

la ropa sucia pringada de manteca,

restos de patatas asadas y legumbres,

verduras,

lamparones, trozos de carne de cordero,

le subía un té

y no me dejaba escapar.

Hacía frío.

Siempre hacía frío en Inglaterra.

Había un petirrojo en el alféizar

casi todas las mañanas,

Linda le tiraba las migajas de la cesta de pan

que el último camarero había olvidado retirar

de encima del lavaplatos.

Y fue poco después cuando supimos la noticia.

Se había alzado al parecer las faldas

delante del maître, lo había por fin arrinconado,

ochenta y dos años,

en la sala de la colada,

se había introducido un dedo en el chocho,

lo volvió a sacar,

lo alzó, se lo llevó a la boca,

chupó ese dedo.

Le dijo al maître que si quería meter también él el dedo.

Steve me lo dijo, apenas se podía creer

lo que me estaba contando.

Creo que le dijeron que sería mejor

si se quedaba en casa;

luego,

más tarde, lo supimos.

Que el cáncer había hecho su trabajo.

El cáncer es fiable, nunca falla.

Murió en la cama intentando

extender las manos hacia la ventana.

Creía ver petirrojos en el alféizar.

Les tiraba migajas imaginarias.

Murió literalmente por falta

de aliento,

la tenían enganchada a una bombona

de oxígeno muy parecida

a esas bombonas de propano que hay en las cocinas

de colegios y hospitales,

pero en pequeño.

Linda estalló una mañana como una pompa de jabón,

se la llevó el aire frío de Inglaterra,

el día anterior habían sacado litros de líquido

de su bajo vientre y del abdomen,

y ya no pudo volver a enseñarle el chocho

anadie.

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ  ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΝΤΡΟΠΗ

 

Η γριά κατέληξε τελικά στην τρέλα.

Σήκωνε τη φούστα της κι έδειχνε το μουνί της,

και ζητούσε να της το γλείψει

ο γιατρός.

Ονομαζόταν Λίντα.Ήταν

ογδονταδυό χρονών κι είχε καρκίνο

προχωρημένο.

Ανέπνεε και ξεφυσούσε,μ’ ένα τσιγάρο όλη τη μέρα στα χείλη,

με τη κοιλιά της πρησμένη σαν ένα ασκί

και το υπόλοιπο του κορμιού της σκελετωμένο.

Γκροτέσκα σαν μια ασθενική εκδοχή του Φάλσταφ.

Μια νυμφομανής στα ογδόνταδυότης χρόνια,σας το διαβεβαιώνω,

ικανή να τελειώσει με το οποιοδήποτε πράμα

που ακόμα κινούνταν.

Ο γιατρός παρίστανε τον Σουηδό.

Αλλά ακόμα δεν ξέρω αν θα την άνοιγε.

Τρία πακέτα τσιγάρα τη μέρα κατά τη διάρκεια εξηνταδυό χρόνων

το επαναλάμβανε συνέχεια

εκείνη την εποχή δεν είχε άλλη παρηγοριά

μας έλεγε,

δεν ξέρετε,δεν μπορείτε να φανταστείτε

τι ήταν εκείνο το blitz.

O Χίτλερ  με τα βομβαρδιστικά του, ταV1 και V2,

περνάγαμε τις νύχτες κρυμμένοι,

στο υπόγειο,στο πρόχειρο

καταφύγιο στο βάθος του κήπου,

περιμένοντας,

καπνίζοντας.

Ο πόλεμος,α, ο πόλεμος,

επαναλάμβανε,

με τα γυάλινα μάτια της στο κενό,θολωμένα

πίσω απ’ τα τεράστια γυαλιά της,με το σίδερο

στο ένα χέρι και με το φλιτζάνι του τσαγιού στο άλλο.

Το Λονδίνο ήταν μια κόλαση,

θυμάμαι το ψωμάδικο πίσω απ’ το σπίτι μου,

μετά την αιφνιδιαστική επίθεση,

ήταν όλοι νεκροί,τους έβγαλαν οι χωροφύλακες

της HomeGuard,υπήρχαν διαμελισμένα πόδια,

μπράτσα,το κεφάλι της κυρίας Γουίντερ

με τα μάτια της σαν αυτά ενός βάτραχου αποκεφαλισμένου.

Ήταν τρομερό.

Όλο το Λονδίνο ήταν ένας ατέλειωτος εφιάλτης.Κι ύστερα

εκείνα τα γερμανικά αεροπλάνα,

το σφύριγμά

των βομβών,

ακόμα μπορώ ν’ ακούω εκείνο το σφύριγμα στ’ αυτιά μου,

δεν μπορώ όμως να υποφέρω στην τηλεόραση,εκείνες

τις ταινίες τις πολεμικές που τόσο αρέσουν στους νέους.

Δε ξέρω πώς μπορείτε.

Δεν μπορείτε να φανταστείτε.

Να μη μου μιλούν για τον πόλεμο,

για τους Γερμανούς,

για τους Εβραίους,

για τον Τσάμπερλεν,εκείνος ο γιος τής πουτάνας

έφταιγε.

Α,ο πόλεμος,και τώρα αυτό.

Δεν είναι πολύ καλύτερο,στ’ αλήθεια.

Φτυσμένη,βήχοντας,ρίχνοντας

ματιές στο πακέτο με τα τσιγάρα.

Μια νυμφομανής ογδόνταδυόχρονών.

επιφορτισμένη με το να πλένει τον ρουχισμό

του εστιατορίου,

τα τραπεζομάντηλα,

τις μπλούζες,

τους σκούφους,τα πουκάμισα,

τα ριγωτά ασπρογάλαζα παντελόνια,

τα λερωμένα με λαδιές και με κάτουρα και με σπέρμα

αποξηραμένο, κάποιες φορές.

Έφθανε στις 6 το πρωί.

Έβαζε μπροστά το πλυντήριο,την τσαγιέρα,

εγώ της ανέβαζα τον ρουχισμό της προηγούμενης μέρας,

τα βρόμικα ρούχα τα λαδωμένα με βούτυρο,

με υπολείμματα από ψητές πατάτες και όσπρια,

με σαλατικά,

με γεμιστά,με κομμάτια κατσικίσιο κρέας,

της ανέβαζα ένα τσάι

και δε μ’ άφηνε να ξεφύγω.

Έκανε κρύο.

Πάντα έκανε κρύο στην Αγγλία.

Είχε έναν κοκκινολαίμη στο περβάζι

σχεδόν όλα τα πρωινά.

Η Λίντα του ‘ριχνε τα ψίχουλα από την κόρα του ψωμιού

που ο τελευταίος καμαριέρης είχε ξεχάσει να ρίξει

στο πλυντήριο των πιάτων.

Κι ήταν λίγο μετά όταν μάθαμε την είδηση.

Είχε σηκώσει καθώς φαίνεται τα φουστάνια της

μπροστά στο γιατρό,τον είχε στριμώξει για τα καλά στη γωνία,

Στα ογδόνταδυό της χρόνια

στο δωμάτιο που γινόταν η  μπουγάδα

είχε βάλει ένα δάχτυλο στο μουνί της,

το ξανάβγαλε,

το ύψωσε,το έφερε στο στόμα της,

και το έγλειψε.

Είπε στο γιατρό αν κι αυτός θα ήθελε να της χώσει το δάχτυλό του.

Ο Στηβ μου το είπε,ίσα που μπορούσε  κάποιος να πιστέψει

αυτό που μου αφηγούνταν.

Πιστεύω ότι της είπαν

ότι θα ήταν καλύτερα

εάν έμενε στο σπίτι;

ύστερα,

πιο αργά,το μάθαμε.

Ότι ο καρκίνος είχε κάνει τη δουλειά του.

Ο καρκίνος είναι αξιόπιστος,ποτέ δε λαθεύει.

Πέθανε στο κρεβάτι της

προσπαθώντας ν΄απλώσει τα χέρια της ως το παράθυρο.

Πίστευε ότι βλέπει κοκκινολαίμηδες στο περβάζι.

Τους έριχνε φανταστικά ψίχουλα.

Πέθανε για την ακρίβεια από έλλειψη

τροφής,

την είχαν συνδεδεμένη με μια  φιάλη

 οξυγόνου εντελώς όμοια

μ’ εκείνες τις φιάλες του προπανίου που υπάρχουν στις κουζίνες

των κολεγίων και των νοσοκομείων,

αλλά πιο μικρή.

Η Λίντα έσκασε ένα πρωί σαν μια σαπουνόφουσκα

Την πήρε ο κρύος αέρας  της Αγγλίας,

την προηγούμενη μέρα είχαν βγάλει

λίτρα από ένα υγρό από το σώμα της και το υπογάστριό της

και πια δεν μπόρεσε να ξαναμοστράρει το πράμα της

σεκανέναν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL BORRACHO ES UN FINGIDOR

La cosa es muy sencilla, en realidad.

Coges y agarras

una borrachera de dos días

y al tercero resucitas

de debajo de una pila

de mierda, sudor rancio,

sangre coagulada y heridas sin cicatrizar.

Luego te arrodillas

en el lugar más propicio de la casa

—la cocina, por ejemplo—

extiendes los brazos en cruz

como un santo enajenado bajo la lluvia

en una de esas infames películas de la Biblia

que rodaban hace años

en este país de todos los demonios,

y pides clemencia a Dios y a la memoria

de todos los muertos

y mediomuertos que conoces,

y llamas por teléfono,

agenda en mano, a la esperanza,

a los amigos,

enemigos

y otra gente

de sexo impreciso o intermedio

para anunciar a todos la inminencia

de tu último suicidio

mientras juras

y perjuras

no volverlo a hacer

hastalapróxima

vez.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΜΕΘΥΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ

 

Το πράμα είναι πολύ απλό,στ’ αλήθεια.

Γίνεσαι σκνίπα και βυθίζεσαι

σ’ ένα μεθύσι δυο ημερών

και στην τρίτη ανασταίνεσαι

κάτω από ένα σωρό

από σκατά, μούσκεμα στον ιδρώτα,

με το αίμα σου πηγμένο και τις πληγές σου δίχως ουλές.

Ύστερα γονατίζεις

στο πιο βολικό μέρος του σπιτιού

-στην κουζίνα για παράδειγμα-

ανοίγεις τα μπράτσα σου σε σχήμα σταυρού

σαν ένας εξόριστος άγιος κάτω απ’ τη βροχή

σε μια απ’ αυτές τις άσημες ταινίες για τη Βίβλο

που κυκλοφορούσαν πριν λίγα χρόνια

και ζητάς έλεο απ’ τον Θεό και για τη μνήμη

όλων των νεκρών

και των μισοπεθαμένων που γνωρίζεις,

και τηλεφωνείς

με την ατζέντα στο χέρι και όντας σε  αναμονή

των φίλων

εχθρών σου

και των άλλων που ‘ναι να ‘ρθουν

με το ακαθόριστο ή ενδιάμεσο φύλο

για να ανακοινώσεις σε όλους ότι επίκειται

η τελευταία απόπειρα αυτοκτονίας σου

ενώ διαβεβαιώνεις

και προδικάζεις

ότι δεν θα το ξανακάνεις

μέχριτηντελευταίαφορά.

 

 

 

 

 

POLVOERES

 

Por delante o por atrás hincar la puta

tranca y puta virgen

quééépolVASSSO

 

hasta amígdala o riñones o tú de espaldas

y ella encima

 

masajeándose el chichi con tu punta

antes de incrustarla

chapotearte en el boquete o si te grita

 

VOY A METERTE LA LENGUA POR EL CULO

SERÁ IGUAL QUE DESVIRGARTE HIJODEPUTA TE LO HAN HECHO???

 

y tú que sí, que sí, que sí, que síííí-gasssss

no te pares hijaputa

mueve el puto culo y TEN CUIDADO

 

que me estás chafando las pelotas

 

 

 

y os dais la vuelta y tú te pones

encima una vez más y ella debajo

y por el coño entonces y en la boca

 

–ah cabrón cómo me gusta

chupar tu piruleta–

 

 

y luego ya le estampas

la jeta en la pared para embestirla

por detrás hasta partirla

y os desplomáis y sacabao y tú te dices

qué coños pasaquí

 

y ella dice

¿Qué te parece ahora

si me follas

enladucha?

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΙΩΜΑ  ΕΙΣΑΙ

 

Από μπρος ή από πίσω να καρφώσεις την πουτάνα

την κουφάλα και παρθένα πουτάνα

τι ΛΙΩΜΑΑΑΑ

 

ως τις αμυγδαλές ή ως τα νεφρά ή εσύ ανάσκελα

κι εκείνη από πάνω

 

κάνοντας μασάζ στο καυλί σου με την κλειτορίδα της

πριν της τον χώσεις

 

ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΟΥ ΒΑΛΩ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΟΥ

ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΣΑ ΝΑ ΣΕ ΞΕΠΑΡΘΕΝΕΥΩ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ ΣΟΥ ΤΟ ΕΧΟΥΝ ΚΑΝΕΙ;;;;

και συ και ναι,και ναι, και ναι-gasssss

μη σταματάς πουτάνας γέννημα

κούνα τον γαμημένο τον κώλο μου ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΧΕ

 

και γυρνάτε ανάποδα κι εσύ ανεβαίνεις

από πάνω γι’ άλλη μια φορά κι κείνη από κάτω

και της τον χώνεις τότε στο μουνί και μετά στο στόμα

 

-α γαμιόλη πόσο μου αρέσει

να σου γλείφω την πουτσάρα-

 

κι ύστερα της κολλάς

τη μούρη στον τοίχο για να της ορμήσεις από πίσω

και ξεσκίζεστε στον πούτσο κι εσύ της λες

τι παίζει ρε βρομόμουνο εδώ

κι εκείνη σου λέει

«Πώς σου φαίνεται τώρα

να με γαμήσεις

στομπάνιο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

NOTAS DE UN VIAJERO

 

Una de las pocas cosas, caras,

que recuerdo de París

es un fugaz encuentro con un chino.

Sí, en efecto: un chino;

los ojos rasgados,

la tez amarillenta (se supone).

Tenía diecisiete años.

(A mí, no al chino, me refiero.)

Lo conocí en esa plazoleta

que hay cerca de Sacré Coeur.

Pintando cuadros

que luego vendía a los turistas

por cuarenta francos.

Con la típica inocencia

de mis pocos años (que por otra parte

no he perdido, a mi pesar)

le invité a una copa.

No bebía, según dijo.

Insistí. Le ofrecí un café.

Se excusó de nuevo, imperceptiblemente

incomodado: el día

era demasiado bueno

como para abandonar a esas horas

el negocio.

Finalmente conseguí que me aceptara

un cigarrillo

antes de despedirme

con las palabras que se acostumbra usar

en casos semejantes: o:

«Igual nos vemos por España

un día, no se sabe...»

«Sí —me respondió—. Tú grita

"¡Eh, chino!", que me acordaré.

Soy un artista. Un rostro

nunca se me olvida...»

Mucho más tarde

le conté esta misma anécdota

a un pintor borracho en Albacete

¿o fue acaso en Cuenca?—,

un individuo que jamás usaba calzoncillos

y presumía en voz alta de cagarse

en los pantalones para no gastar papel...;

pero ésa es otra historia, como dicen.

Del chino, por cierto,

me acuerdo todavía muchas veces:

me ha llevado mas de diez años darme cuenta

de que me debió de tomar por maricón.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ  ΕΝΟΣ  ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ

 

Ένα από τα λίγα,ακριβά,πράγματα

που θυμάμαι απ’ το Παρίσι

είναι μια σύντομη συνάντησή μου με έναν κινέζο.

Ναι, πράγματι: έναν κινέζο·

τα μάτια σχιστά

η επιδερμίδα κίτρινη(υποτίθεται).

Ήμουν δεκαεφτά χρονών.

(Σε μένα αναφέρομαι, όχι στον κινέζο.)

Τον γνώρισα στη μικρή πλατεία

που βρίσκεται κοντά στο Sacré Coeur.

Ζωγραφίζοντας πίνακες

που ύστερα πουλούσε στους τουρίστες

για σαράντα φράγκα.

Με την τυπική αθωότητα

των εφηβικών μου χρόνων(που παρά ταύτα

δεν έχασα)

τον προσκάλεσα για ένα κρασί.

Δεν έπινε,καθώς μου είπε.

Επέμενα.Του πρόσφερα έναν καφέ.

Μου ξαναζήτησε συγγνώμη,ελαφρώς

ενοχλημένος:η μέρα

ήταν αρκετά καλή

για να αφήσει για λίγο το εμπόριο.

Τελικά κατάφερα να δεχτεί

ένα τσιγάρο

πριν με απογοητεύσει

με τις λέξεις που συνήθιζε να χρησιμοποιεί

σε παρόμοιες περιπτώσεις:

«Καλύτερα να ιδωθούμε στην Ισπανία

Μια μέρα,ποιος ξέρει..»

«Ναι-μου απάντησε -Εσύ ούρλιαζε

«Ε κινέζε!»και θα συμφωνήσω

«Είμαι ένας καλλιτέχνης.Ένα πρόσωπο

ποτέ δεν με ξεχνά».

Πολλά χρόνια αργότερα

αφηγήθηκα αυτό το ίδιο ανέκδοτο

σε ένα μέθυσο ζωγράφο στο Αλικάντε

-ή ίσως αυτό συνέβη στη Κουένκα;-

ένα άτομο που ποτέ δεν φορούσε σώβρακο

και καυχιόταν με δυνατή φωνή ότι έχεζε

μέσα στο παντελόνι του για να μη ξοδεύει το χαρτί...;

αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία,όπως λένε.

Όσον αφορά τον κινέζο,ασφαλώς

και τον θυμάμαι ακόμα,πολλές φορές:

μου χρειάστηκαν πάνω από δέκα χρόνια για να καταλάβω

ότι με είχε περάσει για αδερφή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DOS MIL AÑOS  DE  HISTORIA  PARA  ESTO

 

 

 

Lo poco que me queda

esta noche, en que la lluvia

repiquetea como la descarga de un cartucho

por todos los cristales de la casa,

es no obstante un sólido refugio:

esta cálida cocina

en donde bebo

un vaso bueno

del mal vino de siempre, escribo

algún poema, leo

los versos de la gente a la que amo y odio

y alzo un momento la cabeza

frente a las sombras inconexas del televisor

en el que danzan los pájaros de Hitchcock

mientras TippiHedren se lleva las manos

ensangrentadas a la cara

para apurar plácidamente un cigarrillo

y mejor recrearme en el milagro:

El mundo,

qué duda cabe a veces

está bienhecho.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΔΥΟ  ΧΙΛΙΑΔΕΣ  ΧΡΟΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ  ΓΙ’  ΑΥΤΟ

 

Το τελευταίο που μου απομένει

αυτή τη νύχτα,που η βροχή

κουδουνίζει σαν το ρίξιμο μιας σφαίρας

σ’ όλα τα τζάμια του σπιτιού,

είναι τελικά ένα ασφαλές καταφύγιο:

αυτή η ζεστή κουζίνα

όπου πίνω

ένα γεμάτο ποτήρι

από το γνωστό παλιόκρασό μου,και γράφω

κάποιο ποίημα ή διαβάζω

τους στίχους των ανθρώπων που αγαπώ και μισώ

και υψώνω κάποια στιγμή το κεφάλι

-απέναντι από τις ακαθόριστες σκιές της τηλεόρασης-

όπου χορεύουν τα πουλιά του Χίτσκοκ

ενώ η Τίπυ Χέδρεν φέρνει

τα ματωμένα χέρια της στο πρόσωπό της-

για να τελειώσει ήρεμα ένα τσιγάρο

και να μου ξαναγεννήσει το θαύμα:

 

Ο κόσμος,

ποια αμφισβήτηση υπάρχει-μερικές φορές-

είναι καλά φτιαγμένος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

POBRE HOMBRE

 

Me miro las manos y de repente me parece

que tienen un color

inconfundiblemente amarillento.

Algo inquietante porque el hígado

siempre es un problema y detesto el amarillo

por ese motivo y otros muchos

que quizá algún día me anime a consultar

con mi psiquiatra. En el caso

de que algún día decida

contratar los servicios de un psiquiatra...

Así que me levanto

y me acerco al baño

y escruto mi rostro en el espejo

y hago muecas y tiro de mi cara

en un sentido y otro

y me examino el blanco de los ojos

acercándolos lo más posible al fluorescente

hasta que me doy cuenta

de que parezco una especie de mono

estúpido y enloquecido

y que las dos docenas de análisis de sangre

que me suelo hacer todos los años

nunca revelan motivo alguno

para sentir alarma.

Un poco más tranquilo

decido reventarme un grano

sin poder evitar pensar

que no somos otra cosa

que un triste hatajo de pobres hombres.

Sólo que a veces

me siento el más imbécil

detodosellos.

 

 

 

 

 

 

 

ΦΤΩΧΕ ΑΝΘΡΩΠΕ

 

Κοιτάζω τα χέρια μου

που έχουν ένα χρώμα

φανερά κιτρινιάρικο.

Κάτι το ανησυχητικό συμβαίνει αφού το συκώτι

πάντα είναι ένα πρόβλημα και μισώ το κίτρινο

γι’ αυτό το λόγο και γι’ άλλους πολλούς

που ίσως κάποια μέρα με ωθήσουν ώστε να επισκεφθώ

τον ψυχίατρό μου.Στην περίπτωση λέω

που κάποια μέρα το αποφασίσω

ότι θα χρειαστώ τις υπηρεσίες ενός ψυχιάτρου...

Κάπως έτσι έχουν τα πράματα όταν σηκώνομαι

και πάω προς το μπάνιο

και εξετάζω λεπτομερώς τη φάτσα μου στον καθρέφτη

και κάνω γκριμάτσες και γυρνώ το πρόσωπό μου

απ’τη μια κι απ’ την άλλη μεριά

και εξετάζω το λευκό των ματιών μου

πλησιάζοντάς τα όσο πιο κοντά γίνεται στη λάμπα φθορίου

μέχρι που να καταλάβω

ότι πάσχω από ένα είδος ασθένειας αυτή του πιθήκου

του ηλίθιου και ξετρελαμένου

και ότι οι δυο ντουζίνες των αναλύσεων του αίματός μου

που συνηθίζω να κάνω όλα τα χρόνια

ποτέ δε δείχνουν κάτι συγκεκριμένο

που να με κάνει ν΄ανησυχώ.

Λίγο πιο ήρεμος μετά

αποφασίζω να χαλαρώσω λίγο

δίχως όμως να μπορέσω να αποφύγω να σκέφτομαι

ότι δεν είμαστε τίποτα άλλο

από ένα θλιβερό τσούρμο κάποιων φτωχών ανθρώπων.

Μόνο που κάποιες φορές

αισθάνομαι ο πιο ηλίθιος

απόόλουςαυτούς.

 

 

 

 

 

NADA DE ESTO TE VIENE EN EL MANUAL

 

La ducha no funciona.

La sartén convierte en picadillo

lo que se supone que tenía que ser

nuestra comida. Abro el grifo

del fregadero

y me quedo con él en la mano.

El perro está cojo. La mujer

con la que vivo ha terminado

de ponerse mala de los nervios.

El teléfono no deja de sonar.

(He puesto un contestador

y no he conseguido remediar la situación.

Al revés. El que no sigue llamando

se me presenta directamente en casa

sin previo aviso.)

Hace ocho meses que envié

un manuscrito de hace dos años

a un editor. Me dijo

que me enviaría el contrato

y un anticipo. Y todavía

estoy esperando. Tengo

trescientos folios encima de la mesa

que tendría que haber tenido listos

para hace dos meses por lo menos.

Lo que queda

de la cuenta bancaria

está en rojo.

Duermo cuatro horas, si las duermo,

y aun así no parece haber manera

de ponerse al día.

(Y acordarme de Balzac

no me sirve de gran cosa.)

Me duelen losriñones,

la espalda, los ojos, y me duele

hasta la polla, y eso

que tengo suerte últimamente

si la consigo usar para mear

(Fui al médico y me preguntó

que cómo me ganaba la vida.

Garabateando, le dije.

Quince horas de promedio

delante del ordenador.

Se encogió de hombros y me dijo

que lo más probable

era que acabara ciego

poco antes de llegar

a los cuarenta.

Luego añadió

que en cuanto a lo otro

no le extrañaría nada

que lo del análisis se tratara

de un quiste hidatídico.

Pero que podría

ser peor.)

Y finalmente llego a casa

y el portero

me comunica

que los del ayuntamiento están a punto

de declarar en ruina el edificio.

Yluegosuenaelteléfono

una vez más

y un bromista me pregunta

que si estoy escribiendo algo últimamente.

Por supuesto, le digo.

Incluso estoy probando una nueva técnica.

¿Una nueva técnica?

Sí, ¿no la conoces?

Se trata de meterte

un bolígrafo en el culo

y luego hacerte una paja

sentado encima de un papel.

No es realmente

nadanuevo.

Pero optimiza el tiempo que da gusto,

y es catártico, además.

Y aunque no parece demasiado

convencido

hay una cosa

que sí puedo garantizar:

con esa clase de respuesta

te los acabas de quitar de encima

de una vez por todas.

Juro que no vuelven a llamar.

En cuanto a las promesas de inmortalidad

garantizada

que te ofrecen sacándote en sus papeles,

hace tiempo que dejé de preocuparme.

A juzgar por las magnas biografías

de los grandes personajes de la historia

es más que evidente

que con mis ridículos avatares cotidianos

no doy la talla ni de coña.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΣΟΥ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕΙ ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ

 

 

Tο μπάνιο δε λειτουργεί.

Το τηγάνι μετατρέπει σε θρύψαλα

αυτό που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ‘ναι

το φαγητό μας. Κάτι τρέχει στη βρύση

του νεροχύτη

και μένω μ’ αυτή στο χέρι.

Ο σκύλος είναι κουτσός. Η γυναίκα

με την οποία ζω

κατέληξε να είναι σε άσχημη κατάσταση με τα νεύρα της.

Το τηλέφωνο δεν έπαψε να χτυπά

Έβαλα έναν αυτόματο τηλεφωνητή

και δεν κατάφερα  να διορθώσω τα πράματα.

Αντίθετα. Αυτός που εξακολουθεί να μου τηλεφωνεί

μου εμφανίζεται κατ’ ευθείαν στο σπίτι μου

δίχως προειδοποίηση.

Πάνε οχτώ μήνες που έστειλα

ένα χειρόγραφο με δουλειά δυο χρόνων

σε έναν εκδότη.Μου είπε

ότι θα μου έστελνε το συμβόλαιο

κι ένα αντίτυπο.Κι ακόμα

περιμένω.Έχω

τριακόσιες σελίδες πάνω στο τραπέζι

που θα ‘πρεπε να τις έχω έτοιμες

εδώ και δυο μήνες τουλάχιστον.

Ό,τι έχει μείνει

από τον τραπεζικό μουλογαριασμό

είναι στο κόκκινο.

Κοιμάμαι τέσσερις ώρες, αν τις κοιμάμαι,

κι έτσι λοιπόν δε μου φαίνεται να υπάρχει τρόπος

ν’ αδράξω τη μέρα.

(Και που συμβουλεύομαι τον Μπαλζάκ

δε μου χρησιμεύει πια σε τίποτα.)

Με πονάνε τα νεφρά μου,

η πλάτη,τα μάτια και με πονάει

μέχρι κι η πούτσα μου,κι είμαι

τυχερός τώρα τελευταία

όταν καταφέρνω να τη χρησιμοποιήσω

για να κατουρήσω.

(Πήγα στο γιατρό και με ρώτησε

πώς τα έβγαζα πέρα.

Γράφοντας ορνιθοσκαλίσματα, του είπα

Δεκαπέντε ώρες πάνω κάτω τη μέρα

μπροστά στον υπολογιστή.

Ανασήκωσε τους ώμους του και μου είπε

ότι το πιο πιθανό

θα ήταν να καταλήξω τυφλός

λίγο πριν να φτάσω

στα σαράντα.

Ύστερα πρόσθεσε

ότι σε σχέση με το άλλο

δεν θα τον παραξένευε καθόλου

αν η ανάλυση έδειχνε ότι επρόκειτο

για μια υδαρή κύστη.

Αλλά θα μπορούσε να είναι

και κάτι χειρότερο. )

Και τελικά φτάνω στο σπίτι

και ο  διαχειριστής της πολυκατοικίας

μου αναγγέλλει

ότι οι υπάλληλοι του δημαρχείου είναι έτοιμοι

να μας ανακοινώσουν ότι το κτήριο πρόκειται να κατεδαφιστεί.

Κι ύστερα χτυπά το τηλέφωνο

για άλλημιαφορά

και ένας φαρσέρ με ρωτά

αν γράφω κάτι τώρα τελευταία.

Βέβαια,του λέω.

Επιπλέον δοκιμάζω μια νέα τεχνική.

Μια νέα τεχνική;

Ναι,δεν τη γνωρίζεις;

Πρόκειται το να βάζεις

ένα στυλό στον κώλο σου

κι ύστερα να τραβάς μια μαλακία μ’ αυτόν

καθισμένος πάνω απ’ τη σελίδα.

Δεν είναι πράγματι

κάτι καινούριο.

Αλλά σε κάνει να βλέπεις θετικά τα πράγματα και έχει χάρη,

κι επιπλέον είναι και καθαρτικό.

Κι αν δε φαίνεται και τόσο

πειστικό

υπάρχει ένα πράγμα

που,ναι,μπορώ να το διαβεβαιώσω:

με αυτού του είδους τις απαντήσεις

τους τελειώνεις και δε σου βγαίνουν κι από πάνω

μια για πάντα.  

Πιστεύω ότι δε θα ξανατηλεφωνήσουν.

Κι όσο για τις υποσχέσεις της εξασφαλισμένης

αθανασίας

που σου προσφέρουν αποσπώντας σε  απ’ τα χαρτιά σου,

πάει καιρός που έπαψα να ενδιαφέρομαι.

Αν κρίνω από τις μεγάλες βιογραφίες

των μεγάλων προσωπικοτήτων της Ιστορίας

είναι πιο πολύ κι από προφανές

ότι με τις ξεφτιλισμένα καθημερινές μου σκαμπανεβάσματα

δε θα σταθώ στο ύψος των περιστάσεων ούτε για πλάκα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EXPLICA ESTO

 

El conferenciante

era un viejo canoso

con gafas,

traje sastre

sin corbata,

la camisa abotonada.

hasta, el último botón.

Las gafas

aumentaban el tamaño

de sus ojos

como cuando alguien

se asoma a la mirilla

de una puerta

o se mira

en la parte de atrás

de una cuchara.

Tenía una boca

rígida,

una grieta

que se abría

y se cerraba

llena de dientes amarillos

en la arrogante

impavidez

de un rostro

poseído

por la alegre furia

de un charlatán

en una feria.Era como un sapo

de piel acartonada

dando brincos

en su asiento,

agitando el aire

con las manos,

esparciendo

la espesa

viscosidad

de su halitosis

por la sala

abarrotada.

 

Estaba hablando

de Sócrates,

Platón,

la dialéctica

marxista,

Hegel, Kant,

la antropofagia,

la evidencia indiscutible

del uso de alucinógenos

en la obra poética

de Santa Teresa

de Jesús.

Aseguraba

sin el más mínimo

temor

a equivocarse

que absolutamente todo

en este mundo

tenía un porqué,

un antes,

un después, un motivo

y una explicación.

Y esa explicación

era la suya;

la suya

y la de nadie más.

Concluida

su interpretación particular

del Apocalipsis

y enterradas

bajo una avalancha

de insultos

y contundentes citas

bibliográficas

las tentativas

de poner en duda

la evidente solidez

de su discurso

por parte

de algún ingenuo

impertinente

entre los jocosos abucheos

de los secuaces

delMaestro,

alguien dijo que en el caso

de que no hubiera

más preguntas

se daría

por finalizada

la sesión.

Y en ese momento

cuando un chico

cuyo pálido semblante

según se comentó después

hablaba de onanismo compulsivo

mala dieta

y un patente exceso

de licores espirituosos

de alta graduación

irguiósulargo

y desgarbado cuerpo

de un asiento

de la primera fila,

sacó un revólver

del 38

de debajo de un sobaco,

apuntó al gran hombre,

y exclamó:

«¡Me gustaría

que me explicaras esto,

hijodeputa!»,

antes de esparcir

insigne y muy estropeados restos

de masa encefálica

por toda la pared.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΞΗΓΗΣΕ ΜΟΥ ΑΥΤΟ

 

Ο ομιλητής

ήταν ένας ασπρομάλλης γέρος

με γυαλιά,

με κουστούμι ραμμένο στον ράφτη

δίχως γραβάτα,

με το πουκάμισο κουμπωμένο

ως το τελευταίο κουμπί.

Τα γυαλιά

αύξαιναν το μέγεθος

των ματιών του

όπως όταν κάποιος

πλησιάζει στο μάτι

μιας πόρτας

ή κοιτάζεται

στο πίσω μέρος

ενός κουταλιού.

Είχε ένα στόμα

αυστηρό

μια σχισμή

που άνοιγε

και έκλεινε

γεμάτο από κίτρινα δόντια

και την αλαζονική

έλλειψη φόβου

ενός προσώπου

κατεχόμενου

από τη χαρούμενη φούρια

ενός τσαρλατάνου

σε μια έκθεση βιβλίου.

Ήταν σαν ένας βάτραχος

με δέρμα χάρτινο

κάνοντας πηδηματάκια

στο κάθισμά του,

κάνοντας αέρα

με τα χέρια του,

μοιράζοντας

την πηχτή

μπόχα

της αναπνοής του

στην κατάμεστη

αίθουσα.

Μιλούσε

για τον Σωκράτη,

για τον Πλάτωνα,

για τη μαρξιστική

διαλεκτική,

για τον Χέγκελ,για τον Κάντ,

την ανθρωποφαγία,

για την αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα

για τη χρήση των υπαινιγμών

σε ένα ποιητικό έργο

της Αγίας Τερέζας

του Ιησού.

Διαβεβαίωνε,

δίχως τον παραμικρό

φόβο

να λαθέψει,

ότι απολύτως τα πάντα

σ’ αυτόν τον κόσμο

είχαν ένα γιατί,

ένα πριν,

ένα μετά, ένα κίνητρο

και μια εξήγηση.

Κι αυτή η εξήγηση

ήταν η δική του;

η δική του

και κανενός άλλου.

Καθώς είχε συνοψίσει

την προσωπική του ερμηνεία

της Αποκάλυψης

και είχε θάψει

κάτω από μια χιονοστιβάδα

από προσβολές

και αποστομωτικές

βιβλιογραφικές

παραπομπές

τις όποιες απόπειρες

να αμφισβητηθεί

η προφανής συνεκτικότητα

του λόγου του

εκ μέρους

κάποιου αναιδούς

και άσχετου

ανάμεσα στους σκωπτικά γιουχαΐσματα

των οπαδών

του Δασκάλου

κάποιος είπε ότι στην περίπτωση

που δεν θα υπήρχαν

περισσότερες ερωτήσεις

θα θεωρούνταν

λήξασα

η συγκέντρωση.

Κι εκείνη τη στιγμή

όταν ένας νέος

που η ωχρή όψη του,

όπως σχολιάστηκε μετά,

έκανε μπαμ για ένα σίγουρο καθημερινό αυνανισμό

για μια κακή δίαιτα

και μια προφανή κατάχρηση

οινοπνευματωδών ποτών

υψηλού αλκοολικού βαθμού,

όρθωσε το μακρύ

και άγαρμπο κορμί του

από ένα κάθισμα

της πρώτης σειράς,

έβγαλε ένα πιστόλι των 38 mm

από κάτω από ένα έδρανο

σημάδεψε τον μεγάλο άντρα,

και εξεμάνη:

«Θα μου άρεσε

να μου εξηγήσεις τούτο,

πουτάνας γιε!»,

προτού του τινάξει

στον τοίχο

τα διαλυμένα μυαλά του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL ORO DEL PLANETA

 

No puede ser verdad.

Algo tiene que estar fallando.

No puede ser verdad

que todos los demás escritores

estén hablando en la radio

sonriendo ante las cámaras de televisión

ocupando las portadas

de las revistas de cotilleos del gremio

con declaraciones como «Reconozco que soy

un poco impertinente»

sentenciando en tertulias y cenáculos

sobre el cambio de sexo de los ángeles

las costumbres trashumantes en Mongolia

el anunciado fin del terrorismo o de la historia

el enigma extraterrestre de las pirámides

el papel de la mujer en la sociedad

las próximas elecciones presidenciales

los nacimientos

el integrismo islámico

las novedades literarias

gastronómicas

indumentarias

de este otoño-invierno

la pornografía

la pedofilia

la menopausia masculina

la violencia en los medios de locomoción

los negocios del fútbol

la libertad de prensa

el control de la natalidad

los medios de comunicación en el 2050

el código deontológico de los paparazzis

el alcoholismo juvenil

la legalización de la droga

el aborto

la sucesión del Papa

el mito de la cultura

las penúltimas masacres en Argelia

la cotización del dólar

o la caída del marxismo

y yo esté aquí

encerrado entre las cuatro paredes

de mi pánico

y mi locura

haciéndome pajas mentales

con Séneca o Buda o Krishnamurti

o Jesucristo o el mismísimo coñamen

de la ínclita Bernarda

en busca

de algún maldito amago de respuesta

que aun en el caso de poder encontrar

no me creería

ni yo.

Algo tiene que estar fallando

porque sencillamente

no puede ser verdad.

Pero si después de todo

resulta que lo es,

me queda al menos

un consuelo:

no me cambiaría

por ellos

ni por todo

el oro

del planeta.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ  ΧΡΥΣΑΦΙ  ΤΟΥ  ΠΛΑΝΗΤΗ

 

Δεν μπορεί να είναι αλήθεια.

Κάτι θα πρέπει να είναι λάθος.

Δεν μπορεί να είναι αλήθεια

ότι όλοι οι συγγραφείς, εκτός από μένα,

μιλούν στο ραδιόφωνο,

γελούν μπροστά στις κάμερες της τηλεόρασης,

έχοντας καταλάβει τα εξώφυλλα

των κουτσουμπολίστικων περιοδικών της συντεχνίας

με διακηρύξεις όπως «Αναγνωρίζω ότι είμαι

λίγο θρασύς»,

συνεντευξιαζόμενοι σε ποιητικές βραδιές και συνεστιάσεις,

με θέμα την αλλαγή του φύλου των αγγέλων

τα απάνθρωπα ήθη στη Μογγολία

το προαναγγελθέν τέλος της τρομοκρατίας ή της ιστορίας

το εξωγήινο αίνιγμα των πυραμίδων

το ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία

τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές

τις γεννήσεις

τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό

τους γαστρονομικούς και ενδυματολογικούς

νεωτερισμούς στον τύπο

αυτής της φθινοπωρινής-χειμερινής σαιζόν

την πορνογραφία

την παιδοφιλία

την ανδρική εμμηνόπαυση

τη βία στα μέσα μεταφοράς

τις μεταγραφές του ποδοσφαίρου

την ελευθερία του τύπου

τον έλεγχο των γεννήσεων

τα μέσα επικοινωνίας στο 2050

τον κώδικα δεοντολογίας των παπαράτσι

τον εφηβικό αλκοολισμό

τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών

τις αμβλώσεις

τη διαδοχή του Πάπα

το μύθο της κουλτούρας

τις προτελευταίες ανθρωποσφαγές στην Αλγερία

την αξία του δολαρίου

ή την πτώση του Μαρξισμού,

κι εγώ, να είμαι εδώ,

φυλακισμένος ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους

του πανικού μου

και της τρέλας μου,

τραβώντας διανοητικές μαλακίες

με τον Σενέκα ή με τον Βούδα ή με τον Κρισναμούτρι

ή με τον Ιησού Χριστό ή με το επαναλαμβανόμενο γαμοσήριαλ

με τη διάσημη Μπερνάρντα

σε αναζήτηση

κάποιας καταραμένης  απάντησης

που ακόμη κι αν δεν υπήρχε περίπτωση νατη βρω

δε θα με πίστευε κανένας

ούτε κι εγώ τον εαυτό μου.

Κάτι πρέπει να ‘χει γίνει λάθος

επειδή απλούστατα

δεν μπορεί να είναι αλήθεια.

Αλλά αν μετά απ’ όλα αυτά, τελικά είναι έτσι,

μου μένει τουλάχιστο

μια παρηγοριά:

Δεν θα άλλαζα τον εαυτό μου γι’ αυτούς

ούτε για όλο το χρυσάφι του πλανήτη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL AMOR EN LOS TIEMPOS DEL INSERSO

 

Los veía algunas veces en la plaza

que hay al lado de mi casa. Ella andaba

por los setenta y cinco; él debía de andar

más cerca de los ochenta que otra cosa.

(Usaba gafas y solía llevar boina;

tenía una cara afilada y blanca

que me recordaba las últimas fotos

del poeta Jorge Guillén.)

Se reunían en uno de los bancos,

entre la fauna habitual de pensionistas,

yonquis buscándose la vida,

marujas con los pies hinchados

y parados de larga duración.

A ella ya la recordaba

de haberla visto recostada

contra el tronco de un árbol una tarde,

con la falda subida hasta las caderas

y las piernas abiertas, regando las baldosas

con plácidos chorros de orín

que amarilleaban a la luz del sol,

sin que nadie se inmutara.

(Puedo asegurar que en esa plaza

la realidad supera a la ficción.)

El modus operandi del abuelo consistía

en deslizar una huesuda zarpa

entre los botones del vestido de la anciana

y masturbarla con aire ausente y circunspecto,

mirando a un lado y otro para asegurarse

de que nadie los veía. De vez en cuando,

cuando su excitación le superaba,

se inclinaba y aumentaba el ritmo con la diestra

mientras masajeaba con la izquierda

uno de los pechos de su compañera.

La vieja alzaba los ojos, boquiabierta,

sin que pareciera mirar a ninguna parte

ni estar sintiendo nada especial,

y hacía muecas que quizá quisiesen dar a entender

la zafiedad de su masturbador.

Hay escenas fuertes —guerras, crímenes,

ejecuciones, imágenes de tortura o brutalidad—

que se supone que se te quedan grabadas

para siempre; y sin embargo

no creo haber visto nada tan exactamente fuerte

como aquello. Me hacía sentir una asquerosa

mezcla de repugnancia y atracción malsana,

un escalofrío realmente difícil de explicar.

Como digo, hace ya tiempo

que no los veo. Quizá se hayan marchado

en busca de climas más propicios para el amor.

Tal vez sigan con sus juegos amatorios

en el oscuro rincón de algún asilo.

Aunque puede que acabaran discutiendo:

la última vez que los vi, eran tres.

Se les había añadido otra anciana

y Guillén tenía que hacer serios esfuerzos

para coordinar la paja simultánea

y mantener además la vigilancia.

De pronto, su consorte original

se levantó del banco

y se alejó —rascándose entre las piernas

para luego olisquearse el dedo

recriminándole algo en voz alta

al senil donjuán.

Guillén acabó

la sesión frustrada de esa tarde con la carabina

y desde entonces no los he vuelto a ver.

Algo me dice

que los voy a extrañar;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ  ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ

 

 

Τους έβλεπα κάποιες φορές στην πλατεία

που υπάρχει δίπλα στο σπίτι μου.Εκείνη βάδιζε

στα εξηνταπέντε της· εκείνος θα πρέπει να βάδιζε

κάπου στα ογδόντα, τι άλλο να πω.

Χρησιμοποιούσε γυαλιά και συνήθιζε να φοράει μπερέ·

( Είχε ένα πρόσωπο λευκό και σκαμμένο από τα χρόνια

που μου θύμιζε τις τελευταίες φωτογραφίες

του ποιητή Χόρχε Γκιγιέν.)

Μαζεύονταν σε έναν από τους πάγκους,

ανάμεσα στη γνωστή φάρα των συνταξιούχων,

των πρεζονιών που ψάχναν το νόημα της ζωής,

τις κατίνες με τα πρησμένα πόδια

και τους μόνιμα άνεργους.

Εκείνη ήδη τη θυμόμουνα

ότι την είχα δει ακουμπισμένη με την πλάτη

στον κορμό ενός δέντρου ένα απόγευμα,

με τη φούστα της ανεβασμένη μέχρι τα κωλομέρια της

και με τα πόδια ανοιχτά, ποτίζονταςτα πλακάκια

με λεπτές πιτσιλιές των ούρων της

που κιτρίνιζαν στο φως του ήλιου,

σαν να μη συνέβαινε τίποτα.

( Μπορώ να διαβεβαιώσω ότι σ’ αυτή την πλατεία

η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία.)

Ο τρόπος λειτουργίας του γέρου συνίστατο

στο να περνά το κοκαλιάρικο χέρι του

ανάμεσα στα κουμπιά του φορέματος της γριάς

καινατημαλακίζει στα κρυφά και με επιφυλακτικότητα,

κοιτάζοντας από τη μια κι από την άλλη μεριά για να σιγουρευτεί

ότι κανένας δεν τους έβλεπε.Πότε πότε,

όταν ή έξαψή του τον ξεπερνούσε,

πλάγιαζε και αύξανε τον ρυθμό με τη diestra

ενώ μάλαζε με το αριστερό του χέρι

το ένα απ’ τα βυζιά τής συντρόφου του.

Η γριά ύψωνε τα μάτια,με το στόμα της ανοιχτό,

Δίχως να φαίνεται να κοιτά στο οποιοδήποτε μέρος

ούτε ότι αισθανόταν κάτι το ιδιαίτερο,

και έκανε γκριμάτσες που ίσως ήθελαν να αφήσουν  να εννοηθεί

η ξετσιπωσιάτου αυνανιστή της.

Υπάρχουν σκηνές δυνατές-πόλεμοι,εγκλήματα,

εκτελέσεις,εικόνες βασανιστηρίων ή βιαιότητας-

που υποτίθεται ότι σου μένουν τυπωμένες στη μνήμη

για πάντα· κι όμως

δεν πιστεύω να έχω δει τίποτα τόσο πολύ δυνατό

όπως εκείνο.Με έκανε να αισθάνομαι μια αηδιαστική

ανακατωσούρα από αηδία και σατανική έλξη,

ένα ρίγος πραγματικά δύσκολο να το εξηγήσω.

Όπως λέω,πάει πια καιρός

που δεν τους βλέπω.Ίσως να έφυγαν

ψάχνοντας κλίματα πιο κατάλληλα για τον έρωτα.

Ίσως να συνεχίζουν τα ερωτικά τους παιχνίδια

στη σκοτεινή γωνιά κάποιου ασύλου.

Αν και μπορεί να είχαν τελειώσει μαλώνοντας:

την τελευταία φορά που τους είδα,ήταν τρεις.

Τους είχε προστεθεί μια άλλη γριά

και ο Γκιγιέν έπρεπε να καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες

για να συντονίσει τη διπλή μαλακία

και επιπλέον να κρατήσει τις προφυλάξεις.

Αίφνης,το αυθεντικό του κονσόρτσιουμ

σηκώθηκε από τον πάγκο

κι απομακρύνθηκε- ξύνοντας μέσα στα μπούτια του

για να γλείψει μετά το δάχτυλό της –

κατηγορώντας για κάτι με δυνατή φωνή

τον γέρο Δον Χουάν.

O Γκιγιέν τέλειωσε

την αποτυχημένη παράσταση εκείνου του απογέματος με τη καραμπίνα

και από τότε δεν τους έχω ξαναδεί.

Κάτι μου λέει

ότι θα τους νοσταλγήσω.

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

POESIA SALVADORIANA CONTEMPORANEA,Juana M.Ramos

POLIMNIA Num 12, Julio de 2025- ΠΟΛΥΜΝΙΑ Νο 12, Ιούλιος 2025

ΠΟΛΥΜΝΙΑ, Νο 13. ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025/ POLIMNIA, Num 13. AGOSTO DE 2025