POESIA GRIEGA DE LA GENERACION DEL 70-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ 70,Christos Toumanidis
7 Ποιήματα του Χρήστου Τουμανίδη
7 Poemas de Jristos Toumanidis
Μετάφραση:Στέλιος Καραγιάννης
Traducción:Stelios Karayanis
Ο Χρήστος Τουμανίδης είναι Έλληνας ποιητής που γεννήθηκε τον Μάιο του 1952, στη Λιθαριά της Πέλλας. Ανήκει στη λεγόμενη ποιητική γενιά του ‘70. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Νάουσα και τις ολοκλήρωσε στην Αθήνα. Παράλληλα με τη δημιουργική του προσπάθεια, άσκησε το επάγγελμα του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο της Αθήνας, από το 1983 έως την άνοιξη του 2016. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1978, με την ποιητική συλλογή Αστάθμητα. Καθοριστική για την πνευματική του πορεία υπήρξε η γνωριμία του με τον Γιάννη Ρίτσο, το 1975, πλάι στον οποίο μυήθηκε στα μυστικά της ποιητικής δημιουργίας.
Έχει εκδώσει τα παρακάτω βιβλία
Αστάθμητα, 1978
Απόπειρες, 1981
Η ώρα του λιμανιού, 1987
Αντίστιξη των άστρων, 1997
Κεριά θυέλλης, 2005
Η γέφυρα των στίχων, 2009 (δίγλωσσο, μαζί με τον αλβανό ποιητή Miianov Kallupi)
Σαν κομπολόι Λιθαριάς (μικρό προσωπικό ανθολόγιο), 2010
Οι ελεγείες της Ανατολής, Κουκκίδα, 2014
3Χ17Χ3, 2014 (με χαϊκού δικά του και των Milianov Kallupi και Nasho Jorgaqi)
Αθήνα-Μπουένος Άιρες, 2015, έκδοση διαδ/κή (ένας ποιητικός, διαδικτυακός διάλογος, με την Αργεντινή ποιήτρια Mirta Gili Gili ).
Πάνω σε μια χορδή, Εναστρον, 2017,
ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ (Ποιήματα 1978-2005), Κουκκίδα, 2018
Άλλες εκδόσεις του
Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, Δελφοί, 1996
Λύρα του Πόντου, Ανθολογία (ποιητές ποντιακής καταγωγής, με τον ποιητή Νίκο Γρηγοριάδη), 2003
Ανθολόγιο μικρών θαυμάτων (επιλογή ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου), 2010
Μεταφρασμένη ποίηση του
Ποιητικά τετράδια, επιλογή στα Ρωσικά, 1998 ( μετάφραση: Ευγενία Κριτσέφσκαγια)
Stundernas Mytologi, Provoles, 1999 (επιλογή μετάφραση στα σουηδικά. Μετάφραση: Κώστας Κουκούλης)
Αntologjia e Haikut grek (Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, στα αλβανικά),2005, Elbasan
Στα αλβανικά επίσης, μεταφράστηκε και εκδόθηκε η συλλογή του «Κεριά θυέλλης», Dunie Qirijsh, Meaur, 2006, Tirane
Hije qe ecin (Η σκιά που προχωράει- Επιλογή από την ποίηση του, στα Αλβανικά), Τίρανα, 2009
Christos Toumanidis es un poeta griego nacido en mayo de 1952, en Litharia, Pella. Pertenece a la llamada generación poética de los años setenta. Comenzó sus estudios en Naoussa y los completó en Atenas. Paralelamente a su actividad creativa, ejerció como agente judicial en el Tribunal de Apelación de Atenas desde 1983 hasta la primavera de 2016. Apareció en la prensa en 1978, con la colección de poesía Inestable. Su encuentro con Yannis Ritsos, en 1975, fue decisivo para su carrera intelectual, y junto a él se inició en los secretos de la creación poética.Ha publicado varios libros de poesia y antologias
Τα κατάλοιπα ενός αλήτη
(Στίχοι από σκισμένα χειρόγραφα)
---------------
Los restos de un vagabundo
(Versos de manuscritos rotos)
(Χωρίς αιτίες φανερές έγινα αυτό που είμαι.)
1
Πριν γίνω αλήτης, δεν ήξερα τι θα πει αλητεία.
Τι θα πει ουρανός, και τι άβυσσος.
Έτσι κύλησε η ζωή μου η μισή!
Κι έτσι όπου να ’ναι, τελειώνει.
Σαν βροχή φθινοπώρου.
Σαν φύλλο χάρτινο που τ’ άρπαξε ο βοριάς.
Αλλά πριν,
είδαν πολλά τα μάτια μου.
Τα πιο πολλά· η ψυχή μου.
Σκληρά κι απρόβλεπτα επερχόμενα.
Όχι, δεν ήταν φήμες.
Είδα κι αυτά, που δεν ήρθαν ποτέ.
Γι’ αυτά λοιπόν αρχίζω, τώρα, να μιλώ.
Ανέστιος, ταπεινός και καταφρονεμένος.
Άχθος αρούρης, δηλαδή. Αλλά:
«Αν θυμάμαι καλά,
κάποτε η ζωή μου ήταν έκπαγλη γιορτή…» (1)
------
(1) Μια εποχή στην Κόλαση, Α. Ρεμπώ, μτφ. Ν. Σπάνιας, εκδ. Γνώση.
(Sin razones aparentes me convertí en lo que soy).
1
Antes de convertirme en vagabundo, no sabía lo que era la vagancia.
Qué es el cielo, y qué es el abismo.
Así transcurrió la mitad de mi vida.
Y así está a punto de terminar.
Como la lluvia de otoño
Como una hoja de papel que el viento del norte se ha llevado.
Pero antes,
mis ojos han visto mucho.
Sobre todo, mi alma.
Cosas duras e impredecibles por venir.
No, no eran rumores.
También los vi, que nunca llegaron.
Así que de eso empiezo a hablar ahora.
Sin fingir, humilde y despreciado.
Soy un hombre malvado, eso es. Pero:
«Si no recuerdo mal,
una vez mi vida fue una fiesta de tontos...» (1)
------
(1) Una temporada en el infierno, A. Rimbaud, ed. N. Spanias, ed. El saber.
2
Όταν ο δρόμος έγινε το σπίτι μου,
και η διαρκής φυγή μου, πεπρωμένο
τότε, είδα τον κόσμο απ’ την «καλή»,
κι απ’ την «ανάποδη».
Ξέρω πλέον καλά, τι θα πει περιθώριο,
εγκλεισμός, καταφρόνια.
Η γνώση αυτή μου έδωσε φτερά.
Τώρα εδώ, δίχως όνομα,
στη δική μου ανυπόταχτη πολιτεία,
υπάρχω, και δεν υπάρχω.
Στην άκρη των γεγονότων, όπως λεν.
Ή, στη χώρα του Ποτέ και του Πάντα.
Ελεύθερος,
Έτσι θα συνεχίσω να ζω, στα σκουπίδια.
Με τα μάτια πάντα ψηλά, χαμηλά.
Προς το αβέβαιο μέλλον.
2
Cuando la carretera se convirtió en mi hogar,
y mi huida constante mi destino,
entonces vi el mundo desde el «bien»,
y desde el «revés».
Ahora sé bien, lo que significa ser marginal,
confinado, despreciado.
Ese conocimiento me dio alas.
Ahora aquí, sin nombre,
en mi propio estado revoltoso,
existo, y no existo.
Al filo de los acontecimientos, como suele decirse.
3
Στα σκοτεινά στενά, πλάι στους κάδους,
εκεί που τελειώνει ο πολιτισμός,
Εκεί άρχισα να διαβάζω
αλήτες, καταραμένους ποιητές.
Μέσα στην ποίηση βρήκα ξανά
την χαμένη ψυχή μου.
Την παλιά, ατσαλάκωτη περηφάνια μου.
Έτσι στάθηκα όρθιος.
Γυμνός, ακέραιος κι αυτάρκης.
Χωρίς θεό, κάτω απ’ τους γαλαξίες.
Είδα τον διαλυμένο κόσμο,
με τα μάτια ενός παιδιού, και είπα:
«Πάντα θα υπάρχει τρόπος κάτι να σωθεί».
Α, η στιγμή που άρχισε να χαράζει, πάλι, εντός μου!
3
En los callejones oscuros, junto a los contenedores,
donde acaba la civilización,
Allí empecé a leer
vagabundos, poetas malditos.
En la poesía encontré de nuevo
mi alma perdida.
Mi viejo y desordenado orgullo.
Así me quedé.
Desnudo, entero y autosuficiente.
Sin dios, bajo las galaxias.
Miré al mundo roto,
con los ojos de un niño, y dije:
«Siempre habrá un modo de que algo se salve».
¡Ah, el momento en que empezó a amanecer, de nuevo, dentro de mí!
4
Χωρίς να είμαι θρησκευόμενος,
κάποια στιγμή,
μου φάνηκε πως είδα τον Θεό,
και συνομίλησα ώρα πολλή μαζί του, ναι!
Και βγήκαν απ’ το στόμα μου πικρές,
βαριές κουβέντες.
Είπα πολλά, όχι μόνον δικά μου,
ανάμεσα τους, και λόγια του Κνουτ Χάμσουν,
όπως αυτά:
«...Σου το φωνάζω ω! άγιε Βάαλ του ουρανού,
δεν υφίστασαι, δεν υπάρχεις,
μα κι αν υπήρχες θα σε καταριόμουν...
Έκαμες κατάχρηση της δύναμής σου απέναντί μου...
ω Μηδέν πάνσοφο... Παντελεήμον κάθαρμα...
σου γυρίζω την πλάτη, και τραβώ το δρόμο μου μπροστά» (2)
Έτσι σκληρά του μίλησα, κι Αυτός,
-ο δήθεν Ελεήμων-, ατάραχος και βλοσυρός
χάθηκε στα ερέβη.
Κι εγώ, γεμάτος ανακούφιση
έγειρα στα σκοτάδια μου,
σχεδιάζοντας τα νέα ποιήματα του κόσμου.
(Ματαιοδοξία; Έπαρση; Παραλογισμός;)
Έτσι όμως ξημέρωνε μια νέα εποχή.
Σ’ έναν τόπο, που δεν ήταν δικός μου.
---------
(2) Από το έργο του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα», μτφρ. Β. Δασκαλάκης.
4
No siendo un hombre religioso,
en un tiempo,
me pareció ver a Dios,
y tuve una larga conversación con él, ¡sí!
Y salieron de mi boca palabras amargas,
pesadas.
Dije muchas, no sólo las mías,
entre ellas, y palabras de Knut Hamsun,
como éstas:
"...Te grito, oh santo Baal del cielo,
no existes, no existes,
pero si existieras te maldeciría...
Has abusado de tu poder contra mí...
...oh, oh, Cero de toda sabiduría... ...pálido bastardo...
Te doy la espalda y sigo mi camino" (2)
Entonces le hablé con dureza, y Él,
- el supuestamente Misericordioso-, imperturbable y adusto
se perdió entre las lluvias.
Y yo, lleno de alivio
me recosté en mi oscuridad,
planeando los nuevos poemas del mundo.
(¿Vanidad? ¿Engaño? ¿Absurdo?)
Pero así amanecía una nueva era.
En un lugar que no era el mío.
(2) De «El Hambre» de Knut Hamsun, trans. Β. Daskalakis.
5
Κάποια βροχερή Κυριακή του Σεπτέμβρη,
γυρεύοντας τόπο στεγνό, αγιασμένη στιγμή,
βρήκα τις απαντήσεις μιας ολόκληρης,
αλήτικης ζωής.
Κι έμαθα τότε να μετρώ, αλλιώς,
τις στάλες και τα δάκρυα.
Αλλιώς τα πολύχρωμα άστρα.
Μετρούσα, κι όλα μού βγαίναν λειψά.
Το παιδί που υπήρξα· δίπλα μου. Γερασμένο.
«Κρατήσου», μου έλεγε, «το ουράνιο τόξο θα βγει…»
Πόσα χρόνια περάσανε, σε μια μόνο στιγμή!
5
Un domingo lluvioso de septiembre,
buscando un lugar seco, un momento santo,
encontré las respuestas de toda una vida,
pisoteada.
Y aprendí entonces a contar, de otra manera,
las gotas y las lágrimas.
Diferentemente las estrellas de colores.
Conté, y todo salió mal.
El niño que fui, a mi lado. Viejo.
«Aguanta», dijo, «el arco iris saldrá...»
¡Cuántos años han pasado en un solo instante!
6
Όχι, δεν έγινα σοφός,
μήτε φιλόσοφος, μήτε ποιητής.
Παρέμεινα αλήτης. Φίλος των λέξεων.
Εραστής των ωραίων λογισμών.
Γνωρίζω, βέβαια, πως δίχως ψέματα
αλήθεια δεν υπάρχει.
Χάνεται πάντα στις προθέσεις.
Το ξέρω. Το βίωσα. Τι ωφελεί;
Έγινα κι εγώ ψεύτης.
«Το πρώτο καθήκον του ανθρώπου
που επιθυμεί να γίνει ποιητής,
είναι να γνωρίσει πλήρως τον εαυτό του» (3)
Έτσι έλεγ’ εκείνος ο αλήτης, ο μέγας ποιητής.
Αυτός που έμελλε ν’ αρνηθεί, νωρίς, την ποίηση του.
Αλλοίμονο!
Μια εποχή, κι όμως, ολόκληρη ζωή στην κόλαση!
Πώς να τον λησμονήσω! Πώς να μην ζω μαζί του, εδώ.
------
(3) Το απόσπασμα είναι από την επιστολή του Rimbaud στον Πωλ Ντεμενύ,
γνωστή ως «Επιστολή του Προφήτη».
6
No, no me convertí ni en sabio,
ni en filósofo, ni en poeta.
Seguí siendo un vagabundo. Un amigo de las palabras.
Un amante de los buenos pensamientos.
Sé, por supuesto, que sin mentiras
no hay verdad.
Siempre se pierde en las intenciones.
Lo sé. Lo he experimentado. ¿De qué sirve?
Yo mismo me he convertido en un mentiroso.
«La primera tarea del hombre
que desea convertirse en poeta,
es conocerse plenamente a sí mismo» (3)
Así dijo aquel vagabundo, el gran poeta.
El que iba a renegar, desde muy pronto, de su poesía.
¡Ay!
Una temporada y, sin embargo, ¡toda una vida en el infierno!
¡Cómo podría olvidarle! Cómo no vivir con él aquí.
------
(3) La cita procede de la carta de Rimbaud a Paul Dementy,
conocida como «La carta del profeta».
7
Σειρήνες, περιπολικά, συνθήματα.
Έρωτες δίχως αύριο, παράνομα πάρε δώσε.
Όλα τα σκοτεινά στο φως, φωνάζουν!
Ποιος βλέπει; Ποιος ακούει;
Σε λίγο πάλι θα βραδιάσει.
Θα γίνει θλίψη.
Διαρκές αμείλικτο παρελθόν.
***
Αυτός είναι ο Κόσμος ο Μικρός, ο Μέγας.
Ο κόσμος με τον ψεύτικο ήλιο· ο δικός σας.
Ο γεμάτος σκιές κι αυταπάτες.
Στην άκρη του κύκλου εγώ, και οι άλλοι,
που μας είπαν αλήτες.
Στον αντίποδα.
Εκεί που γλεντούν τα ποντίκια.
Εκεί που γεννιούνται αστέρια.
Ανάμεσα στο μηδέν και το άπειρο.
Μ’ ένα χαμόγελο.
Με χιλιάδες αλλόκοτες σκέψεις.
Και στην καρδιά μου, ποιήματα ένδοξα,
που δε θα γραφτούν ποτέ.
Αυτά. Άλλο τίποτε.
Τα υπόλοιπα,
στο κιβούρι μου θα τα βρείτε.
Στη μεγάλη σιωπή.
Στα χόρτα, που αόρατα θα ραγίζουν τα μάρμαρα,
κάτω απ’ τα πόδια σας.
Λοιπόν…
Καληνύχτα κόσμε χρυσέ, και κόσμε τιποτένιε.
Κόσμε που αγάπησα τρελά, την τρέλα σου!
7
Sirenas, coches de policía, consignas.
Amor sin mañana, toma y daca ilegal.
Toda la oscuridad en la luz, ¡grita!
¿Quién ve? ¿Quién oye?
Pronto será de noche otra vez.
Será tristeza.
Perdurable pasado inexorable.
***
Este es el Pequeño Mundo, el Gran Mundo.
El mundo con el falso sol - el tuyo.
El lleno de sombras e ilusiones.
Al final del círculo yo, y los demás,
que nos llamaban vagos.
En el lado opuesto.
Donde los ratones se dan un festín.
Donde nacen las estrellas.
Entre el cero y el infinito.
Con una sonrisa.
Con mil pensamientos extraños.
Y en mi corazón, poemas gloriosos,
que nunca se escribirán.
Nada más. Nada más.
El resto,
en mi copón lo encontrarás.
En el gran silencio.
En las hierbas que invisiblemente agrietarán las canicas,
bajo tus pies.
Bueno...
Buenas noches, querido mundo, y buenas noches, pequeño mundo.
¡Cosme, amé con locura tu locura!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου