POESIA PERUANA - ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΟΥ ,Arturo Corcuera


                                                                    Arturo Corcuera

[Αρτούρο Κορκουέρα]

FÁBULAS

[ΜΥΘΟΙ]

Antología de Poemas

[Ανθολογία Ποιημάτων]

Μετάφραση:Στέλιος Καραγιάννης

[Traducción:Stelios Karayanis]

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

A manera de Prólogo

Arturo Corcuera es uno de los más conocidos poetas de la generación del 60 de Perú. Recibió el Premio Nacional de Poesía ,1963 y el Premio Casa de las Américas de 2006. Obtuvo  también la Orden Rubén Darío de Nicaragua en 2017. En su  universo poético el autor fabula con gran maestría todo aquello que lo asombra, a partir de observaciones agudas que sintetiza de manera exacta e ingeniosa en sus versos.Juega como niño con los versos y utiliza los  recursos retóricos y fonéticos con gran maestría. Su tono es inocente y juguetón, y el humor y cierto espíritu infantil están presentes en sus versos. En ellos también se observa un trasfondo intimista y social.Tiene poemas políticos que burlan la gringolandia y sus símbolos del cine.Recurre a la biblia y su poemario  Noé Delirante que se basa tematicamente en ella, es su obra más significativa,obra que  cuenta con más de una decena de ediciones. Algunos críticos llamaron a Corcuera El mago de la palabra.En su obra, de fina y delicada expresión, alternan lo intimista y lo social. Su temática es auténtica.Su universo poético es  singular, donde lo lúdico nace de los recursos retóricos y fonéticos de la lengua española para iluminar la realidad, dándole un nuevo significado, delicado y curioso, no solo a las palabras mismas, sino también a todo aquello que compone la propia realidad.

Αντί Προλόγου

Ο ποιητής Αρτούρο Κορκουέρα γεννήθηκε στο Τρουχίλο του Περού το 1935 και πέθανε το 2017  ση Λίμα .Θεωρείται ως ένας από τους πιο γνωστούς ποιητές της γενιάς του 60 στο Περού, γενιά που ανανέωσε αποφασιστικά την ποίηση. Βραβεύτηκε το 1963 με το Εθνικό Βραβείο Ποίησης και το 2006 με το Διεθνές Βραβείο Σπίτι της Αμερικής. Ανάμεσα σε άλλες διακρίσεις, του απονεμήθηκε, στη Νικαράγουα το 2007, το μετάλλιο της Τάξης του Ρουμπέν Νταρίο. Στο ποιητικό του σύμπαν ο Κορκουέρα μυθοποιεί όσα τον παραξενεύουν και τον  συναρπάζουν από τον κόσμο των ανθρώπων και κυρίως των ζώων, και καταφεύγει στη Βίβλο την οποία και χρησιμοποιεί ως βασική πηγή έμπνευσης για τα μυθολογικά του ποιήματα που θυμίζουν κάποτε τον Μαρσέλ Σβόμπ. Σημαντικά είναι και τα πεζά του ποιήματα με την ίδια θεματολογία ενώ σε κάποια πολιτικά του ποιήματα σατιρίζει την εξουσία και τις ιμπεριαλιστικές επεκτάσεις ανά τον κόσμο των Γιάνκηδων. Η ποίησή του θα λέγαμε ότι είναι μια Κιβωτός του ποιητικού λόγου όπου συνυπάρχουν όλα τα ζευγάρια των ζώων των πτηνών και των ερπετών τις ιστορίες των οποίων ο ποιητής περιγράφει με μια απίστευτη λιτότητα και ακρίβεια, παίζοντας σαν παιδί με τους στίχους του. Οι τόνοι είναι γλαφυροί, κωμικοί και ενίοτε κωμικοτραγικοί όπως στην περίπτωση του πεζού του ποιήματος για τον Ταρζάν που από τη δόξα του ήρωα καταλήγει στην τραγωδία του εγκαταλελειμμένου ηθοποιού ως κατασκεύασμα της κινηματογραφικής εταιρείας Γουώρνερ Μπρος. Θα λέγαμε διαβάζοντας την ποίησή του, ότι απευθύνεται κυρίως στα παιδιά αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια γιατί τα μηνύματα του ποιητή αφορούν πρωτίστως στον κόσμο των μεγάλων  με τις κακίες του του, τις ανακολουθίες του, τα παράλογά του και τις γελοιότητές του. Η ποίησή του διαβάζεται με μεγάλη ευχαρίστηση και μας εκπλήσσει με την ευρηματικότητα και την αυθεντικότητα που παρατηρούνται  στη θεματική της. Δικαίως ο Κορκουέρα ονομάστηκε από τους κριτικούς ο μάγος της λέξης.

 

 

 

 

 

 

EL VIAJE FINAL

 

Nací a orillas del mar, en un viejo puerto de cerro azul y casas de madera. Recuerdo a los ahogados tendidos en la arena, gordos y amoratados. Los pescadores que no volvían. Las olas encrespadas en mis sueños, engulléndose las estrellas.

 

Cuando muera (¿lejos del mar?) incinerar mi cuerpo, este madero inflamable que mientras tenga un aliento arderá en el amor, raudo navío de las tempestades.

 

Sacar mi ceniza a los caminos y esparcirla en el río, tal vez una tarde desde el Puente de los Ángeles.

 

Haría así, por última vez, el recorrido que tantas veces hice fatigado hasta Lima. Le diría, de paso, adiós a la Ciudad de los Reyes (el Rey de la Papa, el Rey del Pollo, el Rey de los Narcos) y proseguiría discurriendo en las aguas mi añorado viaje al mar, al encuentro de aquel viejo puerto de cerro azul y casas de madera, donde nací, crecí y fui dichoso en los esmirriados años de mi niñez.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ

 

Γεννήθηκα στις όχθες της θάλασσας, σε ένα παλιό λιμάνι με ένα γαλάζιο λόφο και σπίτια από ξύλο. Θυμάμαι τους πνιγμένους ξαπλωμένους στην άμμο, χοντρούς και τυμπανιαίους. Τους ψαράδες που δεν επέστρεφαν. Τα κύματα τα φουσκωμένα μες στα όνειρά μου, engulléndose τ’ αστέρια.

 

Όταν θα πεθάνω (μακριά από τη θάλασσα;) αποτεφρώστε το κορμί μου, αυτό το πυρακτωμένο μαδέρι που όσο θα’ χει μια πνοή θα φλέγεται από έρωτα, σαν πλοίο που είναι  έρμαιο των κυμάτων.

 

Βγάλτε τη στάχτη μου στους δρόμους και σκορπίστε τη μες στο ποτάμι, ίσως ένα απόβραδο απ’ το Γεφύρι των Αγγέλων.

 

Θα έκανα έτσι, για τελευταία φορά, τη διαδρομή που τόσες φορές έκανα κουρασμένος ως τη Λίμα. Θα έλεγα, περνώντας, αντίο στην Πόλη των Βασιλέων (στο Βασιλιά του Πάπα, στο βασιλιά του Κοτόπουλου, στο Βασιλιά των Ναρκωτικών) και θα συνέχιζα διαπλέοντας μέσα στα νερά το ονειρεμένο μου ταξίδι στη θάλασσα, στη συνάντηση μου με κείνο το παλιό λιμάνι de cerro azul και με τα ξύλινα σπίτια, όπου γεννήθηκα, μεγάλωσα και ήμουν ευτυχισμένος στα φτωχά χρόνια της παιδικής μου ηλικίας.


EL POETA

 

poema de Arturo Corcuera
          in memorian de Javier Heraud

 

 

   Leía a Marx,

a Pablo. Y a Vailejo

lo llevaba en el pecho

como un llanto.

Deteníase a oír en el silencio

algo que no cabía en su tamaño.

 

   Se advertía en sus ojos

que soñaba     

en ardiente vigilia, como nadie.

 

   Me sé sus sueños

de memoria, su alma.

 

   Lo mataron en medio de la

tarde

porque un alba traía

para todos;

porque otro sol,

otro aire, reclamaba.

 

   En las hojas

que caen del otoño

 

me parece que escucho sus

pisadas.




Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

 

Ποίημα του Αρτούρο Κορκουέρα
          στη μνήμη του Χαβιέρ Εράουδ

 

 

   Διάβαζε τον Μαρξ,

στον Πάμπλο. Και τον Βαλλιέχο

τον κουβαλούσε στο στήθος του

σαν ένα θρήνο.

Είχε σταματήσει να ακούσει μες στη σιωπή

Κάτι που δεν ήταν για τα μέτρα του.

 

   Διαφαίνονταν στα μάτια του

ότι ονειρεύονταν    

μέσα σε μια πυρακτωμένη αγρύπνια,

όπως κανένας.

 

   Ξέρω τα όνειρά του

από μνήμης, την ψυχή του.

 

   Το σκότωσαν καταμεσής

στο σούρουπο

γιατί έφερνε μια αυγή

για όλους;

γιατί ένα άλλον ήλιο,

έναν άλλο αέρα, διεκδικούσε.

 

   Μέσα στα φύλλα

που πέφτουν του φθινοπώρου

 

μου φαίνεται πως ακούω

τις πατημασιές τ

 

LA GUITARRA

Mujer de nogal
mujer nacida en el centro de un bosque
mujer con un mirlo en la garganta
mujer que pudo ser sirena
mujer que se transmuta en pájaro
mujer sobre góndolas navegando
mujer de un sólo ojo como la Luna
mujer ojerosa
mujer voluble
mujer oculta en un gramófono
mujer prendada de un violín
mujer de rompe y raja
mujer gimiendo al pie de una ventana


Η ΚΙΘΑΡΑ

Γυναίκα από καρυδιά
γυναίκα γεννημένη στο κέντρο του δάσους
γυναίκα με ένα κοτσύφι στο λαιμό της
γυναίκα που μπόρεσε να γίνει σειρήνα
γυναίκα που μεταλλάσσεται σε πουλί
γυναίκα πάνω σε γόνδολες πλέοντας
γυναίκα με ένα μόνο μάτι όπως η Σελήνη
γυναίκα με μαύρους κύκλους στα μάτια
γυναίκα άστατη
γυναίκα κρυμμένη μέσα σε ένα γραμμόφωνο
γυναίκα γοητευμένη από ένα βιολί
γυναίκα με σπάσιμο και σκίσιμο
γυναίκα που θρηνεί στο καφασωτό ενός παραθυριού

 

 


UN SOLO DE MÁQUINA DE ESCRIBIR

No alcancé a usar pluma de ganso.
Fui escolar de pluma de acero y pomo de tinta.
Ave de pluma de cristal, de pluma fuerte. En mi tinta
      azul se miraban el cielo y el mar y mi traje
      dominguero.
(¿Quién no tiene un traje azul?)
La reemplazó el bolígrafo. Creció el mundo y crecí yo.
Llegué, veloz, en locomotora, a la máquina de escribir.
Me volví gallo: picoteaba las teclas con un dedo,
      imaginándolas granos de maíz. Remington Rand,
      te sabrás de memoria mis primeros poemas.
Oigo hasta hoy tus conciertos de piano: Bach,
      Beethoven, Mozard, Chopin, Vivaldi. Tren de
      escritorio (Delux Model 5) avanzando por las cuatro
      e

ΕΝΑ ΣΟΛΟ ΣΤΗ ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ

Δεν κατάφερα να χρησιμοποιήσω πένα από φτερό πάπιας.
Υπήρξα μαθητούδι της πένας από ατσάλι και  του μελανοδοχείου.
Πουλί από φτερό κρυστάλλινο, με δυνατό φτέρωμα. Μες στο γαλάζιο
      κοιτάζονταν ο ουρανός και η θάλασσα και η κυριακάτική μου
     ενδυμασία.
(Ποιος δεν έχει ένα γαλάζιο σακάκι;)
Την αντικατέστησαν τα στυλό. Προόδευσε ο κόσμος μεγάλωσα κι εγώ.
Κατέφυγα, τρέχοντας, στην ατμομηχανή, στη γραφομηχανή.
Έγινα πάπια : τσιμπολογούσα τα πλήκτρα με το ένα μου δάχτυλο,
      νομίζοντας πως ήταν σπυριά από καλαμπόκι. Εσύ  Remington Rand,
      θα ξέρεις απ’ έξω τα πρώτα μου ποιήματα.
Ακούω μέχρι σήμερα τα κονσέρτα σου στο πιάνο: Μπαχ,
     Μπετόβεν, Μότσαρτ, Σοπέν, Βιβάλντι. Τρένο
      του πληκτρο

LOS AMANTES

 

Mientras caminas

por bosques y parques

sólo por besar tus pies

el otoño desnuda sus árboles

sólo por besar tus pies.

 

El te ama como yo

con ojos infinitos

y como yo

también quisiera

desnudarte de otoño.

 

Nosotros los amantes

sobre nosotros

la lluvia y el amor

la lluvia sin cesar

sin cesar el amor

sobre nosotros

la lluvia que como el amor

humedece a los amantes.

 

 

 

 

 ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

Καθώς βαδίζεις

μέσα σε δάση και πάρκα

μόνο για να φιλήσει τα πόδια σου

το φθινόπωρο ξεγυμνώνει  τα δέντρα του

μόνο για  να φιλήσει τα πόδια σου.

 

Αυτό σε αγαπά όπως εγώ

με μάτια απέραντα

κι όπως εγώ

επίσης θα ήθελε

να σε ξεγυμνώσει το φθινόπωρο.

 

Εμείς οι εραστές

πάνω μας

η βροχή και ο έρωτας

η βροχή η ασταμάτητη

ασταμάτητος κι ο έρωτας

πάνω μας

η βροχή που όπως ο έρωτας

υγραίνει τους εραστές.

FÁBULA BIOGRÁFICA DEL ZANCUDO

Noctámbulo y sinuoso,
emblema de la Parca,
arrastra mala fama
por toda la comarca.

Por su sed insacárdena renta:
espectro de oligarca.

No vive de sus manos,
colérico y picudo,
sorbe la sangre ajena
el fúnebre
zancudo.

 ΜΥΘΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΤΟΥ ΚΟΥΝΟΥΠΙΟΥ

Νυκτόβιο και ύπουλο,
έμβλημα της Μοίρας,
σέρνει κακή φήμη
σε όλη την πολίχνη.

Για την άσβεστή του δίψα
και την αιμάτινη συγκομιδή του:
φάντασμα του ολιγάρχη.

Δε ζει απ’ τα δικά του χέρια,
οργίλο και σουβλερό,
ρουφά το ξένο αίμα
το θανατερό
κουνούπι.

 

 

 

 

 

 

FÁBULA DE LA LUCIÉRNAGA
Y SU SUEÑO TERRORÍFICO

Diamante en trizas.

Semáforo diminuto
que señala el rumbo
de las libélulas

Posada sobre un madero
cantas intermitente,
astilla de lucero.

 ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΟΝΕΙΡΟΥ

Διαμάντι σε θρύψαλα.

Μικροσκοπικός σηματοδότης
που δείχνει την πορεία
στις λιμπελούλες

Ξενώνας πάνω σε ένα μαδέρι
τραγουδάς ασταμάτητο,
αγκίδα του αυγερινού.

 


 FÁBULA DEL CANARIO

1

Trino,
lloro
fino,
rubia
lluvia
de oro.

2

Saltando
de alba en alba,
en una y otra rama
extiende su estribillo.

Cantarina jaula,
breve cántaro de cantos,
amarilla fontana.

El canario es el grillo
en la edición de la mañana.

 

 

ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΑΡΙΝΙΟΥ

1

Κελάηδημα,
κλάμα
σιγανό,
ξανθιά
βροχή
από χρυσάφι.

2

Πηδώντας
από αυγή σε αυγή,
από το ένα στο άλλο κλαδί
μακραίνει την επωδό του.

Τραγουδισμένο κλουβί,
μικρή κατεβασιά από τραγούδια,
κίτρινη πηγή.

Το καναρίνι είναι το τριζόνι
στην έκδοση του πρωινού.

 

 

 

FÁBULA Y METÁFORA DEL GALLO

               A Alejandro Romualdo

 

 

Reloj despertador,
hijo apócrifo del papagayo.

No anuncia la madrugada
el tornasol clarinero.

—¿Qué tiene el gallo
que se ha callado?

—Hay que llevarlo al relojero.

 ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΡΙΖΟΝΙΟΥ

              Στον Αλεχάνδρο Ρομουάλδο

Ρολόι ξυπνητήρι,
παιδί απόκρυφο του παπαγάλου.

Δεν αναγγέλλει το χάραμα
το ηλιοτρόπιο κλαρινέτο.

—Τι έχει το τριζόνι
γιατί σώπασε;

—Πρέπει να το πάμε στον ρολογά.

 

 

FÁBULA DE MAESE CUERVO

Sombra de plumas
que empolló la noche.

La noticia funesta,
las defunciones,
de maese cuervo
son lectura diaria.

«¡Ah —exclama—,
si tuviese
agencia funeraria!»

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΜΑΣΤΡΟ- ΚΟΡΑΚΙΟΥ

Σκιά από φτερά
που επώασε τη νύχτα.

Η αγγελία θανάτου,
οι θάνατοι,
του μαστρο-κορακιού
είναι ανάγνωση καθημερινή.

«¡Αχ —αναφωνεί—,
αν είχα
γραφείο 

BREVÍSIMA FÁBULA DE LA PERSIANA

Cebra
que se quedó atrapada
en la ventana.

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΓΡΙΛΙΑΣ

Ζέβρα
που

EL HEREJE

Nadie podrá convencerme
que el tren
no es larva de mariposa,
que el avión
no tiene plumas,
que el mar
no bebe cerveza,
que la luz
no es una flor.

 

Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ

Κανείς δε θα μπορέσει να με πείσει
ότι το τρένο
δεν είναι νύμφη της πεταλούδας,
ότι το αεροπλάνο
δεν έχει φτερά,
ότι η θάλασσα
δεν πίνει μπύρα,
ότι το φως
δεν είναι ένα λουλούδι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

FIEBRE AMARILLA

A Víctor Sandoval

 

Amarillo,
amarillo, amarillo,
amarillo, amarillo, amarillo,
¿de que color nacerán los canarios,
la retama, el limón y el membrillo,
si el otoño sigue despilfarrando
todo el amarillo,
amarillo, amarillo,
amarillo?

               

ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ

Στον Βίκτωρα Σαντοβάλ

Κίτρινο,
κίτρινο, κίτρινο,
 κίτρινο, κίτρινο, κίτρινο,

Από ποιο χρώμα θα γεννηθούν τα καναρίνια,
το σπάρτο, το λεμόνι και το  και το κυδώνι,
αν το φθινόπωρο συνεχίσει να σπαταλά
όλο το κίτρινο,
το κίτρινο, το κίτρινο,
το κίτρινο;

               

 

 

 

 

 

AUTOCRÍTICA DEL CUERVO

Hasta mi propia sombra
me huye
cuando cae la noche.

 ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΙΟΥ

Ως και η ίδια μου η σκιά
μου δραπετεύει
όταν πέφτει η νύχτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

DE SABORES Y COLORES

1

El desaire de una flor
o un granito de sal
pueden llenar de amargura
el corazón de la abeja.

2

La mínima luz
del crepúsculo o un árbol
recién pintado
pueden teñir de rojo o verde
el débil trino amarillo
del canario.

3

Muere la tarde
y el rojo intenso del cielo
le da el toque de color
que le hace falta al ciruelo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΑ ΑΡΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ

1

Η απόπνοια του λουλουδιού
η ένας βώλος από αλάτι
μπορούν να γεμίσουν με πίκρα
την καρδιά της μέλισσας.

2

Το ελάχιστο φως
του λιογέρματος  η ένα δέντρο
πρόσφατα ζωγραφισμένο
μπορούν να βάψουν με κόκκινο η πράσινο
το αδύναμο κίτρινο κελάηδημα
του καναρινιού.

3

Πεθαίνει το απόβραδο
και το έντονο κόκκινο του ουρανού
του δίνει το άγγιγμα από χρώμα
που λείπει απ’ τη δαμασκηνιά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

JUEGO DE LUCES

1

¿Al darse sus zambullidas
bajo el agua las luciérnagas
continúan encendidas?

2

La luciérnaga asesina
amenaza con lanzarse
en un estanque de bencina.

 ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΦΩΤΩΝ

1

Κάνοντας τις βουτιές τους
κάτω απ’ το νερό οι πυγολαμπίδες
συνεχίζουν να φωσφορίζουν;

2

Η δολοφόνος πυγολαμπίδα
απειλεί ότι θα ριχτεί
στο ντεπόζιτο με τη βενζίνη.

 

 

 

 

 

 

 

 

CABALLEROS DE LA TRISTE FIGURA

1

¿Qué crímenes cometieron
para que les cortaran
los brazos y la cabeza
al chaleco y al sombrero?

2

A un cuarto para las tres
y a las nueve y cuarto,
engreído varón chapado a la antigua,
—¿a dónde irá?—
Don Reloj se pone los bigotes.

3

¿No ha comido o ha muerto?
¿Por qué la bicicleta
camina en esqueleto?

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΕΙΝΗΣ ΜΟΡΦΗΣ

1

Σε ποια εγκλήματα υπέπεσαν
για να τους κόψουν
τα μπράτσα και το κεφάλι
το γιλέκο και το καπέλο;

2

Σε ένα δωμάτιο για τρεις
και στις εννιά και τέταρτο,
αλαζόνας αφέντης  παλαιών αρχών,
—κατά που θα πάει?—
Ο Μίστερ Ρολόι σηκώνει τα μουστάκια του.

3

Δεν έφαγε η πέθανε;
Γιατί η μοτοσυκλέτα
προχωρά με ένα σκελετό καβάλα;

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

FÁBULA DEL PÁJARO-ABANICO
(de plumas)

Airoso pájaro de verano
el abanico.
Ave real
de ala impedida
y mutilado pico.

Pájaro que perdió la voz
y que danza dormido.
Sobre la palma de la mano
edifica su nido.

ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ-ΒΕΝΤΑΛΙΑ
(με φτερά)

Αεράτο πουλί του καλοκαιριού
η βεντάλια.
Βασιλικό πουλί
με εμποδισμένα φτερά
και ακρωτηριασμένη μύτη.

Πουλί που έχασε τη φωνή του
και που χορεύει κοιμισμένο.
Πάνω στην παλάμη του χεριού
κτίζει τη φωλιά του.

 

 

 

 

 

 

 

 

FÁBULA DEL CUERVO ORIUNDO DE GINEBRA

Cuando no hay un alma en casa y tengo que almorzar solo, invito al cuervo.

Lo siento junto a mí en el tablero de la mesa.

Me distrae su compañía. Su lealtad supera la de algunos amigos. ¡Tan simpático

el cuervo con su pico curvo, su traje negro, recién untado con los betunes

de la noche, en el que relucen filamentos dorados!

Sus piernas y sus alas flexibles se acomodan a cualquier postura y a cualquier

amo.

 

Disfruta sintiéndose a mi lado, sobre todo cuando pelo las uvas y desorbitadas

ruedan sobre el plato de postre. Él me observa con avidez, se le hace agua

la boca.

 

Lo adquirí en el mercado de pulgas de Planpalais de Ginebra, que se puebla

miércoles y sábados de mercaderes y mercachifles.

El elegante cuervo lucía aquella tarde en un mostrador, muy campante, cruzado

de piernas. Tenía la misma gracia, el mismo aire de distinción.

 

Entre máscaras, campanas, relojes y otros objetos antiguos, era maese cuervo el

que daba la hora.

Atento el ojo, contemplaba con puntualidad los ires y venires de las cosas, el

comercio incesante de la vida.

 

Se siente bien cuando me acompaña. En su silencio percibo un hálito de ternura,

pero yo sé que en el fondo lamenta su naturaleza de madera.

El preferiría ser cuervo de carne y hueso y aguardar el momento propicio para

sacarme los ojos.

ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΑΚΙΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΥ ΑΠ ΤΗ ΓΕΝΕΥΗ

Όταν δεν υπάρχει μια ψυχή στο σπίτι και πρέπει να προγευματίσω μόνος, προσκαλώ το κοράκι.

Το βάζω δίπλα μου πάνω στο ξύλινο τραπέζι.

Με ψυχαγωγεί η παρέα του. Η ευπρέπεια του ξεπερνά αυτή κάποιων φίλων μου. Τόσο συμπαθητικό είναι το κοράκι με την γαμψή του μύτη, το μαύρο πτέρωμα του, το πριν ενωμένο με τα κατράμια

της νύχτας, όπου απαστράπτουν χρυσά  νήματα!

Τα πόδια του  και τα ευλύγιστα φτερά του προσαρμόζονται σε οποιαδήποτε περίσταση και σε κάθε αφεντικό .

 

Το απολαμβάνει να κάθεται δίπλα μου, κυρίως όταν τσιμπολογώ τα σταφύλια κι οι ρώγες  

κυλάνε μέσα στο πιάτο με το επιδόρπιο. Αυτό με παρατηρεί με αδηφαγία, και του υγραίνεται το στόμα.

 

Το απόκτησα σε μια λαϊκή αγορά στο Πλανπαλαί της Γενεύης , που γεμίζει κάθε Δευτέρα και Σάββατο με εμπόρους  και ψιλικατζήδες.

Το κομψό κοράκι έλαμπε εκείνο το απόβραδο σε μια προθήκη, εντελώς ατάραχο με σταυρωτά τα πόδια του. Είχε την ίδια χάρη, τον ίδιο ξεχωριστό αέρα.

 

Ανάμεσα σε μάσκες, καμπάνες, ρολόγια και άλλα παλαιά αντικείμενα, ήταν ο μαστρο κόρακας αυτός που έδινε την ώρα.

Με το άγρυπνο μάτι του, παρατηρούσε με ακρίβεια τα πάρε δώσε των πραγμάτων, το ασταμάτητο εμπόριο της ζωής.

 

Αισθάνεται καλά όταν με συνοδεύει. Μέσα π’ τη σιωπή του δέχομαι μια πνοή από τρυφεράδα,

Αλλά εγώ ξέρω ότι κατά βάθος ελεεινολογεί την ξύλινη φύση του.

Αυτό θα προτιμούσε να είναι κοράκι με σάρκα και οστά  και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να μου βγάλει τα μάτια.

 

 

BALADA DE LA ÚLTIMA OFRENDA

 

Me niego a que se pudran estas venas

por las que mis padres y otros míos

navegan viniendo desde tan lejos;

no quiero ese final para estos ojos

con los que miro y lloro;

para estos pies

que beben andando sobre la tierra

la sed de los caminos;

no se volverán carroña, merienda

de gusanos, este cerebro

ni este corazón cuando yazgan sin irrigación, inmóviles;

nacieron mis brazos para abrazar. Llegará el día

de abrasarse; incinerar lo que quede de este cuerpo;

no sabe hacer otra cosa que arder,

ese es su destino,

ese es el incienso que ofrendaré a los dioses.

 

 

 

 

 

 

 

ΜΠΑΛΑΝΤΑ της ΤΕΛΕΥΤΑΙΑΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

 

Αρνούμαι να σαπίσουν αυτές οι φλέβες

μέσα απ’ τις οποίες ο πατέρας μου και άλλοι δικοί μου

ταξιδεύουν ερχόμενοι από τόσο μακριά;

με θέλω αυτό το τέλος γι’ αυτά τα μάτια

με τα οποία βλέπω και κλαίω;

γι αυτά τα πόδια

που σβήνουν περπατώντας πάνω στη γη

τη δίψα των δρόμων;

δε θα γίνουν  βορά, προσφάι

των σκουληκιών, αυτός ο νους

ούτε αυτή η καρδιά όταν θα κείτονται sin irrigación, ακίνητα;

Τα μπράτσα μου γεννήθηκαν για να αγκαλιάζουν. Θα έρθει η μέρα

που θα σταυρωθούν; αποτεφρώστε αυτό που θα απομείνει από τούτο το κορμί;

Δε ξέρει να κάνει τίποτα άλλο από το να φλέγεται,

αυτή είναι η μοίρα του,

αυτό είναι το θυμίαμα πουν θα προσφέρω στους θεούς.

 

 

 

 

 

 

FÁBULA DEL CABALLO BLANCO SALIENDO DEL ARCA

 

A José Carlos Ramos

 

Piel de serpiente el arco iris anuncia el fin del diluvio.

Encalla el Arca en el Monte de Ararat.

Caen del cielo aerolitos de oro en forma de huevos.

El primero en salir al abrirse el portal es el caballo,

un caballo blanco, sin sombra, sin bridas. Corre ciego,

sin fatigarse, sin poderse detener. Monte abajo,

desciende, en desenfreno, perseguido por el espanto.

En su Carrera, echa espuma, sangran sus cascos, se le

salen los ojos… El eco devuelve el trote que va sin

destino, de risco en risco, por la montaña

solitaria

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΒΓΗΚΕ ΑΠ ΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ

 

Στον Χοσέ Κάρλος Ράμος

 

Σαν δέρμα φιδιού το ουράνιο τόξο αναγγέλλει το τέλος της νεροποντής.

Εξοκείλει η Κιβωτός στο Όρος Αραράτ.

Πέφτουν απ’ τον ουρανό αερόλιθοι από χρυσάφι σε σχήμα αυγών.

Το πρώτο που βγαίνει καθώς ανοίγει η πύλη   είναι το άλογο,

ένα άσπρο άλογο, δίχως σκιά, δίχως χαλινάρια. Τρέχει τυφλό,

δίχως να κουράζεται, δίχως να μπορεί να σταματήσει. Κάτω απ’ το βουνό,

σταματά, το φρενήρη καλπασμό του, καταδιωγμένο απ’ το θρήνο.

Στη διαδρομή του, αφήνει αφρούς, ματώνουν οι οπλές του, γουρλώνουν τα μάτια του

… Η ηχώ επιστρέφει το ποδοβολητό του που πάει δίχως

προορισμό, από ρίσκο σε ρίσκο, μέσα απ’ το ερημικό βουνό…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Fábula de la golondrina y el pájaro blanco

 

 

Pasa de prisa, revolotea

la golondrina, plumada centella de esmeralda negra, cruz peregrina.

 

Fulgura la pluma del pájaro blanco: habita en las cimas 

y con su único ojo de vidrio

sondea

todos los enigmas.

 

Se intriga y pregunta:

«¿Por qué ignoro arcano ave tan oscura

conduce en las alas

 el sol del verano?»

 

Μύθος του χελιδονιού και του λευκού πουλιού

 

 

Περνάει βιαστικό , φτεροκοπά

το χελιδόνι, με λαμπερό φτέρωμα από μαύρο σμαράγδι , σταυρός προσκυνητής.

 

Λαμπυρίζει το φτερό του λευκού πουλιού: κατοικεί στα ψηλώματα

Και με το μοναδικό του μάτι από γυαλί

βολιδοσκοπεί

όλα τα αινίγματα.

 

Εξεγείρεται και ρωτά:

«Γιατί αγνοώ μυστήριο  πουλί την  τόση σκοτεινιά

που οδηγεί στα φτερά μου

ο ήλιος του καλοκαιριού;»

 

 

 

 

 

 

Cowboy y la fábula de Buffalo Bill

 

 

Winchester y Colt 45                              

de Cara Pálida

embistiendo en el Oeste.

 

Lo mira

mirada de águila el indio Toro Sentado.

 

Civilizado Buffalo Bill,

animal bravo ostentando estrella de Sheriff.

 

A Piel Roja, a Piel Negra,

a Piel de Bronce,

a Piel Amarilla acosando                                 

el traficante de pieles, Buffalo Bill.

 

Καουμπόη και ο μύθος του Μπούφαλο Μπιλ

 

 

Γουίντσεστερ και  Κόλτ 45 άρι

με Κρύα Κάνη

εφορμώντας στην Ανατολή.

 

Το κοιτάζει

με ματιά αετού ο ινδιάνος Καθιστός Ταύρος.

 

Πολιτισμένε Μπούφαλο Μπιλ,

άγριο ζώο που καμαρώνεις με το  αστέρι του Σερίφη.

 

Για Κόκκινο Δέρμα, για Μαύρο Δέρμα,

Για Μπρούτζινο Δέρμα,

Για κίτρινο δέρμα acosando

 ο έμπορας των δερμάτων,ο Μπούφαλο Μπιλ.

 

 

 

 

 

 

 

Fábula del súper ratón Mickey, tenebroso agente de la CIA

 

 

Mickey,

súper, núbil, candoroso y giratorio ratón

manejado a control remoto, cibernético digitígrado

con alas plateadas 

de helicóptero.

 

Cinta magnetofónica y ojo        mágico en la cabina

del jet, en

los armarios, en

los teléfonos, con cámara 

fotográfica, Mickey,

en el cajón, merodeando con lupa en el tejado.

 

En este ratón, ¡miau! ¡miau!, hay súper gato encerrado.

 

Ο Μύθος του σούπερ ποντικού Μίκυ, του τρομερού πράκτορα της  CIA

 

 

Μίκυ,

σούπερ, πονηρό, λυσσάρικο  και αλανιάρικο ποντίκι

ελεγμένο από εξ αποστάσεως κοντρόλ, κυβερνητικό ψηφιοποιημένο

με τα ασημένια σου φτερά

του ελικόπτερου.

 

Ταινία κινηματογραφική και μάτι μαγικό μέσα στην καμπίνα

του τζετ,

στα αρμάρια, 

στα τηλέφωνα, με φωτογραφική

κάμερα, Μίκυ,

μες στο κουτί, κατασκοπεύοντας με μεγεθυντικό φακό στη στέγη.

 

Μέσα σ’ αυτό το ποντίκι, νιαου! νιαου!, υπάρχει ένας σούπερ γάτος κλεισμένος.

 

 

 

 

 

Fábula del Pájaro Loco, socio de Rico McPato

 

 

Sanguinarias, le obedecen

con solo girar un dedo, las hélices de la muerte.

 

Bombas A, bombas H, lleva bombas Z,

maese Pájaro Loco por tierra y aire,

por los mares del planeta.

 

Es socio de Tío Rico

y se alimenta de guerras

¡aunque le quemen el pico!

 

 

 

Ο Μύθος του Τρελού Πουλιού, του συνέταιρου του Πλούσιου Μακ Πάτον

 

 

Αιματοβαμμένες , τον υπακούνε

μόνο με το να κουνήσει το δάχτυλό του, οι έλικες του θανάτου.

 

Βόμβες Α, βόμβες Η, φέρει βόμβες Ζ,

o Μαστρο Τρελό Πουλί  σε γη και αέρα,

πάνω απ’ τις θάλασσες του πλανήτη.

 

Είναι συνέταιρος του Θείου Πλούσιου

και θρέφεται με πολέμους

αν και του καψαλίζουν τη μύτη!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Fábula de Sam, el Lobo Feroz

 

 

Sam, Tío Lobo

con cara de Cordero Pascual,

¿y el radar que tienes, dime?

 

Para detectar tus pasos internándote en el bosque.

 

¿Y tu cámara de rayos infrarrojos, Tío?

 

Para detectar por el olor el fiambre de tu mochila.

 

¿Y tu rayo láser, Sam Tío Lobo?

Para cocinarte y comerte mejor

 

¡Que te parta un rayo, torvo Tío de la Muerte!

 

 

Μύθος του θείου Σαμ, του Άγριου Λύκου

 

 

Σαμ, Θείε Λύκε

Με πρόσωπο πασχαλιάτικου αρνιού,

και το ραντάρ γιατί το έχεις, πες μου?

 

Για να παρακολουθώ τα βήματα  σου καθώς θα μπεις στο δάσος.

 

Και την κάμερα σου με τις υπεριώδεις ακτίνες, Θείο?

 

Για να παρακολουθώ απ’ τη μυρουδιά το κρύο πιάτο που θα φας.

 

Και τις ακτίνες σου Λέιζερ, Σαμ Θείε Λύκε?

Για να σε μαγειρέψω και να σε φάω καλύτερα

 

Να σε σκίσει μια ακτίνα,  άγριε Θείε του Θανάτου!

 

 

 

 

 

 

 

Fábula del león de la Metro-Goldwyn-Mayer

 

 

Doméstica

melena tridimensional rugiendo en colores, estereofónico león yanqui con Tarzán de domador en circo de celuloide.

 

Maquillado Rey de Hollywood: Frankestein, Drácula,

Buffalo Bill, James Bond,

Johnson, MacCarthy, John Wayne, Marines, Chita, Kin Kong.

 

Cinemascope.

 

León estrella

de feroces reflectores. Rey de la selva.

 

Μύθος του λιονταριού της  Metro-Goldwyn-Mayer

 

 

Οικιακό

μαύρο και τρισδιάστατο καθώς μουγκρίζει με χρώματα, στερεοφωνικό λιοντάρι

Γιάνκης με τον Ταρζάν θηριοδαμαστή μέσα σε τσίρκο από σελουλόιδ.

 

Μασκαρεμένος Βασιλιάς του Χόλυγουντ: Φρανκεστάιν,Δράκουλας ,

Μπούφαλο Μπιλ, Τζέιμς Μποντ,

Τζόνσον, Μακ Κάρθυ, Τζων Γουέιν, Marines, Τσίτα, Κινκ Κογκ.

 

Σινεμασκόπ.

 

Λιοντάρι αστέρι

με άγρια αντανακλαστικά. Βασιλιάς της ζούγκλας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El poeta, la rosa y el mar

 

 

Tiré una rosa al mar

y provoqué un incendio  bajo el agua.

 

 

Ο ποιητής, το τριαντάφυλλο και η θάλασσα

 

 

Έριξα ένα τριαντάφυλλο στη θάλασσα

Και προκάλεσα μια φωτιά κάτω απ’ το νερό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Fábula del pozo de los sueños

 

 

Tiene sed de alzar el vuelo

y en una embriaguez de estrellas  sueña que ha llegado al cielo.

 

Ο Μύθος του πηγαδιού με τα όνειρα

 

 

Διψά για να υψωθεί στην πτήση

και μέσα σε μια μέθη από από αστέρια ονειρεύεται ότι έφτασε στον ουρανό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Juega a hacer poesía

 

(Variaciones)

 

Utiliza las palabras niño, zapatito, acequia, barco.

 

Ejemplos:

 

1

 

Su zapatito blanco

puso un niño en la acequia a falta de barco.

 

2

 

A falta de barco

cruzó un niño la acequia en su zapatito blanco.

 

3

 

Un barco navegando. Sobre la acequia un niño   va en su zapatito blanco.

 

4

 

El niño quedó sin barco.

Arrastra la acequia su zapatito blanco.

 

5

 

Un zapatito blanco, un niño y la acequia sueñan con un barco.

 

6

 

Se fue un niño en barco con su zapatito blanco. Sola se quedó la acequia.

 

7

No hay niño ni barco, ni sueños ni acequia, ni zapatito blanco.

Παίξε για να κάνεις ποίηση

 

(Παραλλαγές)

 

Χρησιμοποίησε τις λέξεις, παιδί , σκαρπίνι, acequia,καράβι.

 

Παραδείγματα:

 

1

 

Το λευκό του σκαρπίνι

Έβαλε ένα παιδί στο αυλάκι καθώς του έλειπε το καράβι.

 

2

 

Καθώς του έλειπε το καράβι

Διέσχισε ένα παιδί το αυλάκι με το λευκό του σκαρπίνι.

 

3

 

Ένα καράβι πλέοντας. Πάνω απ’ το αυλάκι ένα παιδί περπατάει με το λευκό του σκαρπίνι  

 

4

 

Το παιδί απόμεινε δίχως καράβι.

Διασχίζει  το αυλάκι το λευκό του σκαρπίνι.

 

5

 

Ένα λευκό σκαρπίνι, ένα παιδί και το αυλάκι ονειρεύονται ένα καράβι.

 

6

 

Έφυγε με το καράβι ένα παιδί με το λευκό του σκαρπίνι. Απόμεινε μόνο του το αυλάκι.

7

Δεν υπάρχει παιδί ούτε καράβι, ούτε όνειρα, ούτε λευκό σκαρπίνι.

 

Cielo y río

 

 

(Variaciones)

 

(Unión)

 

Por más que se aleje, jamás el cielo

se separa del río.

 

 

(Destino)

 

Cielo y río van juntos

a confundirse en el mar.

 

(Temor)

 

De tanto bañarse en sus aguas el cielo

teme ahogarse en el río.

 

(Lluvia)

 

A las alturas del cielo

le debe el río

su profundidad.

 

 

(Primavera)

 

Por las noches se mira el cielo

en el río que corre cargado de estrellas.

 

 

 

 

 

 

Ουρανός και ποτάμι

 

 

(Παραλλαγές)

 

(Ένωση)

 

Από το πολύ που χαίρεται, ποτέ ο ουρανός

Δεν αποχωρίζεται το ποτάμι.

 

 

(Πεπρωμένο)

 

Ουρανός και ποτάμι πάνε μαζί

Για να αναμειχθούν με τη θάλασσα.

 

(Τρόμος)

 

Από το τόσο πολύ που ο ουρανός πλύθηκε μέσα στα νερά

Φοβάται μη πνιγεί μες στο ποτάμι.

 

(Βροχή)

 

Στα ύψη τα’ ουρανού

οφείλει το ποτάμι

το βάθος του.

 

 

(Άνοιξη)

 

Τις νύχτες κοιτάζεται ο ουρανός

που τρέχει γεμάτο μ’ αστέρια.

 

 

 

 

 

 

 

Tiro al blanco

 

 

Más alto que el pájaro  vuela el canto.

 

Una flecha, un dardo

solo pueden alcanzar al pájaro.

 

Βολή στο στόχο

 

 

Πιο ψηλό απ’ το πουλί πετά το τραγούδι.

 

Ένα βέλος , μια σαίτα

μπορούν μόνο να φτάσουν το πουλί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El gallo de las tinieblas

 

 

Aletea,

picotea las primeras sombras.

Con su cresta

toca el cuerno de la Luna, con sus espuelas la desangra.

 

El gallo ciego canta cuando cae la noche.

 

Ο πετεινός των σκοταδιών

 

 

Φτεροκοπά,

ραμφίζει τις πρώτες σκιές.

Με το λειρί του

αγγίζει το κέρατο της Σελήνης, με τα σπιρούνια του την ματώνει.

 

Ο τυφλός πετεινός τραγουδά όταν πέφτει η νύχτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Bodegón en blanco y negro

 

 

Como único vestigio  de vida,

sobre la extensión de la nieve, inerme y sola,

sin poder volar,

la pluma de un cuervo.

 

Νεκρή φύση  σε άσπρο και μαύρο

 

 

Σαν μοναδικό ίχνος ζωής

πάνω στην άπλα του χιονιού, αδρανές και μόνο,

δίχως να μπορεί να πετάξει,

το φτερό ενός κορακιού.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

EL ARCA VIAJERA DE BOMBAY PALACE

Más que baúl chico es arca de madera.

Me cautiva el olor a sándalo. Paso, gozoso, los dedos sobre el tallado de la tapa

con pagodas y gente de largas batas de seda y anchas mangas.

Pasaje de un lago al atardecer con lotos, remeros alrededor, bambúes, plantas

colgantes o altas hierbas que crecen de árboles podados.

Mi fantasía reconoce al pájaro pihis del que habla Apollinaire. Sólo posee un

ala y tiene que aparejarse para poder volar. (el viaje de luna de miel lo

inventaron los pihis).

 

Después de una larga travesía, navegando por los espejos llegó el arca al

dormitorio. Y en él guardo mis poemas, hasta que maduren como las frutas.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΤΑΞΙΔΕΥΤΡΑ ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΟΥ  ΒΟΜΒΑΗ ΠΑΛΑΣ

 

Περισσότερο από μπαούλο είναι μια κιβωτός από ξύλο.

Με μεθάει το άρωμα του σαντάλου. Περνώ, απολαυστικά , τα δάχτυλά μου πάνω απ’ το σκάλισμα της τάπα

Με παγόδες και κόσμο με μακριές ρόμπες από μετάξι και με φαρδιά μανίκια.

Τοπίο μιας λίμνης μες στο απόβραδο με λωτούς, κωπηλάτες ολόγυρα, μπαμπού, αναρριχητικά φυτά η ψηλές φυλλωσιές που μεγαλώνουν απ’ τα κλαδεμένα δέντρα.

Η φαντασία μου ανατρέχει στο πουλί πίχις για το οποίο μιλά ο Απολινέρ. Έχει μόνο ένα φτερό και πρέπει να ζευγαρώσει  για να μπορέσει να πετάξει. (το ταξίδι της σελήνης του μελιού το ανακάλυψαν τα πίχις).

 

Μετά από μια μακρά διαδρομή, πλέοντας μέσα απ’ τους καθρέφτες έφτασε η κιβωτός στο υπνοδωμάτιο μου. Και σ’ αυτό φυλάω τα ποιήματά μου, ώσπου να ωριμάσουν όπως τα φρούτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

PREGUNTAS A MATIBEL SOBRE
LOS SECRETOS DE SU GATO

¿Quién le puso calcetines
marrones a tu gato?
Se pasa hurgando las cosas,
¿quién le escondió los zapatos?

Si no le crecieron alas
¿por qué tiene vuelo?
Con el azul de tus ojos
¿quién le ha pintado los sueños?
Con el azul de tus sueños
¿quién le ha pintado los ojos?

¿Por qué quiere ser cometa
de siete colas?
¿Qué le ha impedido ser flor?
¿Por qué finge ser pescado?
¿Se está transmutando en cisne?
¿Antes de gato fue pájaro
con disfraz de tigre?

¿Quién le ha comprado un abrigo
de piel (de gato), quién
le ha bordado los guantes,
quién le ha puesto los mostachos
blancos, quién le ha pintado
las puntas de las orejas,
Matibel, a tu gato?

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΑΤΙΜΠΕΛ ΓΙΑ
Τα ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΓΑΤΟΥ ΤΗΣ

Ποιος έβαλε κάλτσες
καφετιές στο γάτο σου;
Περνά ανασκαλεύοντας τα πράγματα,
ποιος του έκρυψε τα παπούτσια;

Αν δεν του βγήκαν φτερά
πως μπορεί να πετάει?
Με το γαλάζιο των ματιών σου
ποιος του ζωγράφισε τα όνειρα;
Με το γαλάζιο των ονείρων σου
ποιος του ζωγράφισε τα μάτια;

Γιατί θέλει να γίνει κομήτης
με εφτά ουρές?
Ποιος τον εμπόδισε να γίνει λουλούδι;
Γιατί υποκρίνεται ότι είναι ψάρι;
Θα μεταλλαχτεί σε κύκνο?
Πριν από γάτος ήταν πουλί
με αποκριάτικο κουστούμι του τίγρη;

Ποιος του αγόρασε ένα πανωφόρι
από δέρμα (του γάτους), ποιος
του κέντησε τα γάντια,
ποιος του έβαλε λευκά
τα μουστάκια, ποιος  ζωγράφισε
τις άκρες των αυτιών ,
Ματιμπέλ, στο γάτο σου;

 

 

 

 

 

 

 

JUEGO DE ESPEJOS
(fragmentos)

(El poeta)

Para bucear imágenes
me sumerjo en el sueño,
para cazar sirenas
tiro mi anzuelo al espejo.

(Museo de cera)

El espejo se vuelve
—no lo olvidemos—
coleccionista de máscaras
cuando envejecemos.

(Pregunta al espejo ciego)

¿Es verdad
que
a tientas
retratas
la soledad?

(El encantado)

Oigo croar a veces
al sapo prisionero
que un día saltó
del charco al espejo.

(Invernal)

Seco despertó el espejo
la noche de los fantasmas,
en niebla de los caminos
se convirtieron sus aguas.

(El espejo se confiesa)

Por no quebrar mi calma,
nunca quise a los hombres
retratarles el alma.

(Hallazgo)

Habita un cisne de bruma
en el fondo del espejo:
ayer le arranqué una pluma.

(Espejo fantasma)

Mi buen espejo fantasma,
sólo el olvido retratas,
las caricias sin la mano,
y los besos sin los labios,
y las notas sin el piano.

(Dilema de Narciso)

Ser o no ser, indeciso,
en su duda se atormenta:
ser espejo o ser Narciso.

(Narciso ebrio)

1

Doy ávido un manotazo
y al destrozar el espejo
me miro en cada pedazo.

2

Doy beodo un manotazo
y al destrozar el espejo
me bebo cada pedazo.

Elije la versión más sobria, abstemio lector.

 

 

 

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
(αποσπάσματα)

(Ο ποιητής)

Για να ανασύρω εικόνες
καταδύομαι μες στο όνειρο,
για να κυνηγήσω σειρήνες
ρίχνω το αγκίστρι μου μες στον καθρέφτη.

(Κέρινο μουσείο)

Ο καθρέφτης γίνεται
—ας μην το ξεχνάμε—
συλλέκτης μασκών
όταν γερνάμε.

(Ερώτηση στον τυφλό καθρέφτη)

Είναι αλήθεια
ότι
ψηλαφιστά
απεικονίζεις
τη μοναξιά;

(El encantado)

Ακούω να κρώζει κάποτε
ο φυλακισμένος βάτραχος
που μια μέρα πήδηξε
απ’ τη λακκούβα στον καθρέφτη.

(Χειμωνιάτικο)

Ξερός ξύπνησε ο καθρέφτης
τη νύχτα των φαντασμάτων,
σε καταχνιά των δρόμων
μετατράπηκαν τα νερά του.

(Ο καθρέφτης εξομολογείται)

Για να μη διαταράξω τη γαλήνη μου,
ποτέ δεν ήθελα να απεικονίσω
των ανθρώπων τη ψυχή.

(Εύρημα)

Κατοικεί ένας κύκνος από ομίχλη
στο βάθος του καθρέφτη:
χθες του ξερίζωσα ένα φτερό.

(καθρέφτης φάντασμα)

Καλέ μου καθρέφτη φάντασμα,
μόνο τη λησμονιά απεικονίζεις,
τα χάδια; Δίχως το χέρι,
και τα φιλιά δίχως τα χείλη,
και τις νότες δίχως το πιάνο.

(Δίλλημα του Νάρκισσου)

Να είναι η να μην είναι, αναποφάσιστος,
μες στην αμφιβολία του ταράζεται:
να είναι καθρέφτης η να είναι Νάρκισσος.

(Νάρκισσος έμβρυο)

1

Δίνω ένα δυνατό χτύπημα
και καταστρέφοντας τον καθρέφτη
κοιτάζομαι σε κάθε του κομμάτι.

2

Δίνω μεθυσμένος ένα δυνατό χτύπημα
και καταστρέφοντας τον καθρέφτη
πίνω κάθε κομμάτι.

Επέλεξε την πιο απλή παραλλαγή, λιτοδίαιτε αναγνώστη.

 

 

 

LAGO DE LOS CISNES

1

¿Qué cosa se le responde
si nadie sabe
lo que interroga el cisne?

2

El cisne sobre el cisne
en el silencio del lago:
mudos los dos se interrogan.

3

Cisnes:
develar la blancura
que esconde en su negror
la noche.

4

El cisne discurre apacible
en la mansedumbre del lago.
No perturbar, liróforos,
el silencio de la página en blanco.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΚΥΚΝΩΝ

1

¿Qué cosa se le responde
si nadie sabe
lo que interroga el cisne?

2

Ο κύκνος πάνω στον κύκνο
μέσα στη σιωπή της λίμνης:
βουβοί και οι δυο αναρωτιούνται.

3

Κύκνοι:
αποκαλύπτουν τη λευκότητα
που κρύβει μέσα στη σκοτεινιά
η νύχτα.

4

Ο κύκλος διαπλέει αμέριμνος
μες στη θολούρα της λίμνης.
Μη ταράζετε,λιμοκοντόροι
τη σιωπή της λευκής σελίδας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 RACIMO DE UVAS BAJO LA PARRA
(fragmentos)

(Poética)

Le cuesta siglos
al tiempo
tallar un grano de arena.

(Bálsamo)

Gracias, hierba,
naces para mitigar
las durezas del camino.

(Presagio)

Mala suerte:
al trébol de cuatro hojas
lo agujereó el gusano.

(Acto de magia)

Al ciervo
mientras dormía
le creció un árbol.

(Destino)

Crece el pino
—cuna o ataúd—
sin sospechar su destino.

(Prodigio)

Nadie imagina
que esconde bosques
una semilla.

(Tintorería)

El cuervo
se frota con la noche
hasta teñirse de negro.

(Desolación)

Solo, en el invierno,
quiero oír aunque sea
el graznido de un cuervo.

(Oficios)

Soy un fantasma,
por la mañana
me vuelo sábana.

(Bosque)

Y como todo:
las hojas de los libros
tienen su otoño.

(El tiempo)

Qué adustos
me miran los juguetes
desde que soy adulto.

(Tinieblas)

Oigo insomne,
cómo trémulos cantan
los gallos de la noche.

(Postre)

Como los humanos
a veces la mosca
se frota las manos.

(Claroscuro)

Opaca el estero
de esta noche blanca
la sombra de un cuervo.

(Siembra)

Increíble pero cierto,
cada pepa de manzana
guarda un huerto.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΣΑΜΠΙ ΑΠΟ ΣΤΑΦΥΛΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ Την ΚΛΗΜΑΤΑΡΙΑ
(αποσπάσματα)

(Ποιητική)

Του κοστίζει αιώνες
του χρόνου
για να σμιλέψει ένα κόκκο άμμου.

(Βάλσαμο)

Ευχαριστώ, χλόη,
γεννιέσαι για να mitigar
τις δυσκολίες του δρόμου.

(Οιωνός)

Κακή τύχη:
το τετράφυλλο τριφύλλι
το κατατρύπησε  το σκουλήκι.

(Πράξη μαγείας)

Στο ελάφι
καθώς κοιμόταν
του φύτρωσε ένα δέντρο.

(Πεπρωμένο)

Μεγαλώνει το πεύκο
—κούνια  η φέρετρο—
δίχως να υποπτεύεται το πεπρωμένο του.

(Θαύμα)

Κανείς δεν φαντάζεται
ότι κρύβει δάση
ένας σπόρος.

 

(Βαφείο)

Το κοράκι
τρίβεται με τη νύχτα
ώσπου να βαφτεί μαύρο.

(Απελπισία)

Μόνο, το χειμώνα,
θέλω να τ’ ακούω κι αν ακόμα είναι
το κρώξιμο ενός κορακιού.

(Επαγγέλματα)

Είμαι ένα φάντασμα,
το πρωινό
πετώ σαν σεντόνι.

(Δάσος)

Κι όπως όλα:
τα φύλλα των βιβλίων
έχουν το φθινόπωρό τους.

(Ο χρόνος)

Τι adustos
με κοιτάζουν τα παιχνίδια
από τότε  που μεγάλωσα.

(Καταχνιές)

Ακούω insomne,
πόσο τρεμάμενοι τραγουδούν
οι πετεινοί τη νύχτα.

(Επιδόρπιο)

Όπως οι άνθρωποι
το κουνούπι κάποτε
τρίβει τα χέρια του.

 

(Φωτοσκίαση)

Θαμπώνει τον εστέρα
αυτής της λευκής νύχτας
η σκιά ενός κορακιού.

(Σπορά)

Απίστευτο αλλά βέβαιο,
κάθε κουκούνα του μήλου
φυλάει έναν κήπο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      FÁBULA DEL RELOJ Y EL PÁJARO CUCÚ

  Siempre quise tener un pájaro reloj que cantara las horas. O un
      reloj en forma de pájaro. O un pájaro flauta que usara reloj.
      Solo lo había visto en sueños y en los cuentos, hasta que un
      día lo vi en Ginebra: a una bandada de relojes, a la hora en
      punto, le crecían plumas. Y la tienda se convertía en bosque,
      en concierto, en parque natural de pájaros que inundaba de
      música la ciudad.

No recuerdo cuántos francos pagué por este pájaro de relojería.
      En su idioma cada cucú parece que repitiera: tiempo tiempo
      tiempo tiempo.
Lo elegí por su talante, por la naturaleza de árbol que llevaba en
      el cuerpo.
Ahora, bucólico y forestal, habita cerca de un arbusto del jardín.
Su efigie, esculpida en madera preciosa, alerta que ahí vive el
      pregonero del tiempo (tiempo tiempo tiempo).
Apenas si se deja ver. Sale, canta y con las mismas se esconde.
      Ha aprendido a temerle a los humanos. Y a los felinos.
En su recuerdo de las horas sentimos que se nos van los años.

Cierta vez al décimo cucú se le acabó la cuerda y quedó pájaro
      indefenso, fuera de su nido, expuesto a los digitígrados de
      la noche.
Al día siguiente lo hallamos tieso, mudo el trino, casi inerte.
      ¡Y pensar que podía no haber amanecido!
¡Qué injustos somos los hombres! Mi remordimiento por
      tenerte preso me hace soñar que doy cuerda a tus alas para
      que te reúnas con los otros pájaros.

El tiempo vuela, pájaro de reloj cucú.

  

 

 

 

 

 

 

 

ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ ΚΟΥΚΟΥ

Πάντα ήθελα να έχω ένα πουλί ρολόι που να τραγουδά τις ώρες.
Η ένα ρολόι σε μορφή πουλιού. Η ένα πουλί φλάουτο που να χρησιμοποιεί ρολόι.
Το είχα δει μόνο μες στα όνειρά μου και στα παραμύθια, ώσπου μια μέρα
το είδα στη Γενεύη: σε ένα σμήνος από ρολόγια, την ώρα ακριβώς, που του έβγαιναν τα φτερά. Και το μαγαζί μετατρέπονταν σε δάσος, σε ένα κονσέρτο, σε φυσικό πάρκο με πουλιά  που πλήρωνε με μουσική την πόλη.

Δε θυμάμαι πόσα φράγκα πλήρωσα γι’ αυτό το πουλί στο ρολογάδικο.
Στη γλώσσα του κάθε κούκου μοιάζει να επαναλαμβάνεται: χρόνος χρόνος χρόνος χρόνος.
Το διάλεξα για το ταλέντο του, για τη φύση του δέντρου που έφερε στο κορμί του.
Τώρα βουκολικό και δασικό, κατοικεί κοντά σε ένα θάμνο του κήπου.
Το ομοίωμά του, λαξεμένο σε πανάκριβο ξύλο, ειδοποιεί ότι εδώ ζει
 ο τελάλης του χρόνου (του χρόνου του χρόνου του  χρόνου).
Μόλις που αφήνεται να το δούμε. Βγαίνει, τραγουδά και αμέσως κρύβεται.
Έμαθε να φοβάται τα ανθρώπινα όντα. Και τα αιλουροειδή.
Στην υπενθύμισή του των ωρών νιώθουμε ότι φεύγουν τα χρόνια μας.

Κάποια φορά στο δέκατο κούκου του τέλειωσε η χορδή κι απόμεινε πουλί
ανυπεράσπιστο, έξω απ’ τη φωλιά του, εκτεθειμένο στα δευτερόλεπτα της νύχτας.
Την επόμενη μέρα το βρήκαμε άκαμπτο, με βουβαμένο το κελάηδημα του, σχεδόν αναίσθητο.
Και σκεφτήκαμε ότι ίσως να μην είχε χαράξει!
Τι άδικοι που είμαστε οι άνθρωποι! Η τύψη μου που σε έχω φυλακισμένο
με κάνει να ονειρεύομαι ότι βάζω μια χορδή στα φτερά σου
για να ενωθείς με τα άλλα πουλιά.

Ο χρόνος φεύγει, πουλί του ρολογιού με κούκο.

 

 

 

 

 

 

 

FÁBULA DEL ARCA EN LA CERÁMICA DE ROSAMAR

 No es de madera de gofer. Es arca de barro, de la
misma materia que hacen algunas aves sus nidos.
Barro cocido en hornos de alta temperatura para que
resista las tormentas.
En sus aposentos habita toda especie de animales, de
dos en dos, macho y hembra, como ordenó Dios:
el puercoespín con su puercoespina,
el elefante con su elefanta,
el calandrio con su calandria,
el jirafo con su jirafa,
el bufeo y la bufea, más bella a sus ojos que una top-model.
El erizo con su eriza (las flechas que lanzó al cielo
volvieron al erizo).

Antes de estallar las cataratas, la tortuga guardó las alas
y se puso a caminar. Fue la última en entrar al Arca,
seguida de su tortugo. El hipopótamo y la hipopótama,
los primeros en ingresar. De por vida el cuervo
blanco con su pareja se vistieron de negro.

Cuentan los animales que las aguas cubrieron las más
altas cimas hasta que el viento las retiró por orden del
Señor. Era ya bastante el castigo.

Noé de seiscientos años pudo vivir otros trescientos
cincuenta en la región montañosa, rodeado de vides,
árboles frutales y con el pájaro iris reposando en arco
sobre el cielo, señal del pacto de Dios con la Tierra
y con todo ser viviente. Ni diluvios ni destrucción de
toda carne, pacto que ha incumplido el hombre.

En el monte de Ararat, reuniendo parejas de aves según
su especie; las bestias y reptiles según su especie,
un varón justo y perfecto, en previsión, reconstruye el
Arca.

 

 

 

 

 

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ  ΣΤΟ ΚΕΡΑΜΟΥΡΓΕΙΟ ΤΗΣ ΡΟΖΑΜΑΡ

Δεν είναι από ξύλο σφενταμιού. Είναι κιβωτός από πηλό, από το ίδιο υλικό που φτιάχνουν κάποια πουλιά τη φωλιά τους.
Από πηλό ψημένο σε υψηλές θερμοκρασίες για να αντέχει στις καταιγίδες.
Στ’ αμπάρια της κατοικούν όλα τα είδη των ζώων, δυο δυο, αρσενικό και θηλυκό, όπως πρόσταξε ο Θεός:
ο σκαντζόχοιρος με τη σύντροφό του,
ο ελέφαντας με την ελεφαντίνα του,
η γαλιάντρα με τον γαλιάντρο της,
η αρσενική καμηλοπάρδαλη με τη θηλυκή,
ο μπούφος με την κουκουβάγια, με μάτια πιο όμορφα από ένα τοπ- μόντελ.
Ο σκαντζόχοιρος με τη σκαντζοχοιρίνα (τα βέλη που τόξευσε προς τον ουρανό γύρισαν στον σκαντζόχοιρο).

Προτού εγκατασταθεί στους καταρράκτες, η χελώνα φύλαξε τα φτερά της
και βάλθηκε να βαδίζει. Ήταν η τελευταία που μπήκε στην Κιβωτό,
ακολουθουμένη απ’ το σύντροφό της. Ο ιπποπόταμος και το κορίτσι του ήταν ,
από τους πρώτους που μπήκαν. Για να ζήσουν το λευκό κοράκι
και η σύντροφός του ντύθηκαν στα μαύρα.

Διηγούνται τα ζώα ότι τα νερά σκέπασαν και τις πιο ψηλές κορφές  και ότι ο άνεμος τα αποτράβηξε κατόπιν εντολής του Κυρίου. Ήταν αρκετή πια η τιμωρία.

Ο Νώε που ήταν εξακοσίων ετών μπόρεσε να ζήσει άλλα τριακόσια
πενήντα στην ορεινή περιοχή, περιτριγυρισμένος από ζωές,
καρποφόρα δέντρα  και με το πουλί Ίριδα κουρνιασμένο στο τόξο
πάνω απ’ τον ουρανό, για να συμβολίζει τη συμφωνία του Θεού με τη Γη
και με κάθε ζωντανό ον. Ούτε κατακλυσμοί ούτε καταστροφή
κάθε ζωντανού, ήταν η συμφωνία που αφορούσε τον άνθρωπο.

Στο όρος Αραράτ , μαζεύοντας ζευγάρια από πουλιά ανάλογα με το είδος τους; τα θηρία και τα ερπετά σύμφωνα με το είδος τους,
κι ένας αφέντης δίκαιος και τέλειος, προνοητικά, ξαναφτιάχνει την Κιβωτό.

 

 

 

 

 

POEMA PARA SER LEÍDO BAJO UN PARAGUAS

El paraguas es una flor que se abre con la lluvia.

Se humedece más que el amor en los bulevares de una
      noche de invierno.
Cuando los amantes se separan el paraguas llora en un
      rincón junto a sus pares, cerrados como murciélagos
      dormidos.
No le teme al zigzag de la daga con que amenaza el rayo
      ni se inmuta ante la voz tronante de la tormenta.
      Hace buenas migas con la garúa, a quien tiene por
      mojabobos, llamándola chirimiti o chipichipi.
En las estaciones secas el paraguas permanece mustio, se
      conduele de los desiertos, de los páramos, de la
      orfandad de los hombres del campo: «corazón de
      agua./ corazón de tierra/ ay qué pequeñita/ se
      quedó mi siembra».
Los hongos enanos sueñan crecer y volverse paraguas.
      Es curioso verlos, después del temporal, de lo más
      frescos, limpios, vestidos de blanco.
Los parasoles son su familia, pertenecen a otros climas,
      se abren cuando el Sol está en plenilunio dorado
      y el aire se guarece bajo sus alas para proporcionar
      sombría y refrigerio.
Nada más semejante a mi melena que el un paraguas en
      una mañana coronada de nieve.
Pobres paraguas míos, descendidos de cielos remotos,
      colgados del perchero como oscuros murciélagos.
      paraguas con los que recorrí calles adoquinadas,
      caminos de herradura, pasadizos perdidos, paraguas
      que duermen en soledad y sueñan con una nube
      negra y gorda, dispuesta a abrir sus represas sobre
      Lima, la dorada Lima, donde no llueve y esta tarde
      me quita las tardes de vivir.

 

 

 

 

 

 

 

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΟΜΠΡΕΛΑ

Η ομπρέλα είναι ένα λουλούδι που ανοίγει με τη βροχή. Μουσκεύεται πιο πολύ κι απ’ τον έρωτα μέσα στα προάστια μια χειμωνιάτικη νύχτα.
Όταν οι εραστές χωρίζονται η ομπρέλα κλαίει σε μια γωνιά δίπλα στο ζευγάρι της, που σιωπηλό είναι σα μια κοιμισμένη νυχτερίδα.
Δεν την φοβίζει το ζικ ζακ του  ξίφους με το οποίο απειλεί το αστροπελέκι
      ούτε βουβαίνεται μπροστά ση βροντερή φωνή της καταιγίδας.
      Τα πάει καλά με το αδιάβροχο, που το έχει για ξαδέρφι, αποκαλώντας το   τσιριμίτι η τσιπιτσίρι.
Τι εποχές της ξηρασίας η ομπρέλα παραμένει μελαγχολική, συμπάσχει με τις ερήμους, των αφιλόξενων τόπων, με την
      ορφάνια των ανθρώπων του κάμπου: «καρδιά από νερό./ καρδιά από χώμα/ αι τι λιγοστή /που απόμεινε /η σπορά μου».
Τα μικροσκοπικό  μανιτάρι ονειρεύεται να μεγαλώσει και να γίνει ομπρέλα.
      Είναι παράξενο να τις δεις, μετά την εποχή τους, που είναι φρέσκιες, καθαρές, ντυμένες στα λευκά.
τα παρασόλια ανήκουν στην οικογένειά τους, είναι για άλλα κλίματα,
      ανοίγονται όταν ο χρυσός ήλιος καίει ψηλά
      κι ο αέρας  προφυλάσσεται κάτω απ’ τα φτερά τους για να προσφέρει σκιά και δροσιά.
Τίποτα πιο όμοιο απ’ τη χαίτη μου που είναι μια ομπρέλα σε ένα πρωινό στεφανωμένο με χιόνι.
Φτωχές μου ομπρέλες, κατεβασμένες από μακρινούς ουρανούς,
      κρεμασμένες στην κρεμάστρα σαν σκοτεινές νυχτερίδες.
      ομπρέλες με τα οποίες διέσχισα λιθόστρωτους δρόμους,
      δρόμους για άλογα, παρελθόντα χαμένα, ομπρέλες
      που κοιμούνται μες στη μοναξιά και ονειρεύονται ένα σύννεφο
      μαύρο και βαρύ, έτοιμο να ρίξει τις κατεβασιές του πάνω απ’ τη Λίμα, τη χρυσή Λίμα,όπου δε βρέχει και που αυτό το απόβραδο
     μου αφαιρεί τα απογέματα της ζωής μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

FÁBULA DE LA COCINA Y EL DIABLO

De la chimenea de una cocina antigua aparece el diablo,
echa óxido y humo por pelos y oídos,
sus ojos son brasas sazonadas en el infierno;
le alza, el condenado blasfemo, la mano a Dios;
sus cuernos tenebrosos no cesan de provocar tormentas,
habla el mismo idioma de ajos, truenos, rayos y cebollas;
mete la cola en todas partes, desencadena entuertos,
con trinches persigue a los chanchitos de tierra,
marchita las azucenas con tufo de aguardiente,
pinta de negro las hornillas, derrama la sal,
en el caldo servido echa bocanadas de azufre;
a mares hace llorar a la cebolla, enfurece al ají,
le saca filo a las espina oculta en el pescado,
sobre el mantel vuelca el aceite hirviendo,
mantiene en el plato de sopa el puchero caliente,
intenta achicharrar la boca de los ángeles;
después, por la noche, en su aposento en llamas,
llora tan humano, contrito y triste, y se arrepiente.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

Από την καπνοδόχο της παλιάς κουζίνας κατεβαίνει ο διάβολος,
ρίχνει οξύ και καπνό σε δέρματα κι αυτιά,
τα μάτια του είναι κάρβουνα πυρωμένα μέσα στην κόλαση;
υψώνει, ο καταδικασμένος ο βλάσφημος, το χέρι του στο Θεό;
τα τρομερά του κέρατα δε σταματούν κεραυνούς να προκαλούν,
μιλάει την ίδια γλώσσα με τα σκόρδα, με τις βροντές, με τους κεραυνούς και τα κρεμμύδια;
χώνει την ουρά του σε όλα τα μέρη, προκαλεί αδικίες,
με τα νύχια του καταδιώκει τα ζωύφια της γης,
μαραίνει τα κρίνα με  δόσεις από αψέντι,
βάφει μαύρους τους φούρνους, ρίχνει αλάτι ,
 ρίχνει δαγκωματιές από θειάφι;
τις θάλασσες τις κάνει να κλαίνε όπως όταν καθαρίζουμε κρεμμύδια, εξαγριώνει το παπί,
βγάζει απ’ το δέρμα το κρυφό αγκάθι απ’ το ψάρι,
πάνω στο τραπεζομάντηλο χύνει το οξύ που πληγώνει,
διατηρεί στο πιάτο της σούπας τη ζεστή σούπα,
προσπαθεί να  απανθρακώσει το στόμα των αγγέλων;
μετά, τη νύχτα, στο γιατάκι του από φλόγες,
κλαίει όπως ο άνθρωπος, συντριμμένος  και θλιμμένος, και μετανιώνει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

PREGUNTAS DE JAVIER EL ADIVINO

Nadie como yo pregunta,
¿nadie a responder alcanza?
Adivina
adivinanza:

Alumbra sin ser estrella,
relincha sin ser caballo.
(el rayo)

Nadie niega que es un mundo
que a medio mundo alborota
(la pelota)

Con una túnica blanca
por la noche se desliza
(la tiza)

No llegará a ser caballo
ni su dueño a ser jinete
(el caballete)

Un pájaro de metal
ora y canta esta mañana.
(la campana)

Para mirar lo que pasa
piden prestados los ojos
(los anteojos)

Una vida por los suelos
y además soba que soba
(la escoba)

Jamás se cansa de andar
este humilde peregrino.
(el camino)

Tiene la vida en un hilo
dando vueltas al garete.
(el carrete)

Es luz que el aire se lleva,
es luz que vuelve y se posa
(la mariposa)

Dama que cuida a su reina,
hiriendo a quien se avecina.
(la espina)

Va pisando nuestros pasos
la espía que nadie nombra.
(la alfombra)

Llevan gafas sin cristales
y saben morder de veras.
(las tijeras)

Teclas de un piano embrujado
que permanecen calladas.
(las gradas)

Blanca sombra que interroga
y a responder nadie alcanza.
¡Ah, divina
adivinanza!


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΧΑΒΙΕΡ ΤΟΥ ΜΑΝΤΗ

Κανείς δε ρωτά όπως εγώ,
κανείς δεν καταφέρνει να απαντήσει?
Μάντεψε
κάνε μαντεψιά:

Φώτισε δίχως να είσαι αστέρι,
χλιμίντρισε  δίχως να είσαι άλογο.
(ο κεραυνός)

Κανείς δεν αρνείται ότι είναι ένας κόσμος
που καταμεσής του κόσμου alborota
(η μπάλα)

με ένα λευκό μανδύα
μες στη νύχτα ξεγλιστρά
(η κιμωλία)

Δεν θα καταφέρει να γίνει άλογο
ούτε ο αφέντης του να γίνει  ιππέας
(το καβαλέτο)

Ένα πουλί από μέταλλο
προσεύχεται και τραγουδά αυτό το πρωινό.
(η καμπάνα)

Για να κοιτάξουν αυτό που περνά
ζητάνε δανεικά τα μάτια
(τα ματογυάλια)

Μια ζωή στα πατώματα
κι επίσης  πασπατεύει και πασπατεύει
(η σκούπα)

Ποτέ δεν κουράζεται να βαδίζει
αυτός ο ταπεινός προσκυνητής.
(ο δρόμος)

Έχει η ζωή ένα μίτο

κάνοντας βόλτες συνεχώς.
(το καρούλι)

Είναι φως που ο αέρας μεταφέρει,
είναι φως που επιστρέφει και ποζάρει
(η πεταλούδα)

Κυρία που φροντίζει τη βασίλισσά της,
πληγώνοντας εκείνον που πλησιάζει.
(το αγκάθι)

Πάει πατώντας στα βήματά μας
ο χαφιές που τίποτα δεν ονομάζει.
(το χαλί)

Φορούν γυαλιά δίχως κρύσταλλα
και ξέρουν να δαγκώνουν στ’ αλήθεια.
(τα ψαλίδια)

Πλήκτρα ενός μαγεμένου πιάνου
που παραμένουν σιωπηλά.
(οι κερκίδες)

Λευκή σκιά που ερωτά
και να απαντήσει κανείς δεν το καταφέρνει.
Αχ, θεϊκή
μαντεψιά!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LA LUNA Y SU ANTIGUO HABITANTE

La luna no es astro,
la luna no es blanca,
la luna no sale de noche,
la luna no es redonda,
Ia luna no será habitada,
la luna nada tiene que ver con las mareas
ni con los cosmonautas,
la luna es una flor amarilla hecha de vapor niquelado,
la luna es el atisbo inquietante de Narciso desorbitado y loco,
a la luna en su mansedumbre sólo le falta el cisne,
en los crepúsculos la luna funde su metal
para enchapar la cola de las sirenas,
una mujer desnuda sumergida en un estanque
es la otra cara de la luna,
por la cascada sabemos que la luna precipita sus represas,
las bestias engullen la luna en los abrevaderos,
presa de pánico la luna acepta que los lobos
acicalen el colmillo en sus escamas,
la luna es el ojo del náufrago en el temblor
supremo del sobresalto,
los lancheros decapitan la luna con sus remos,
la luna es la sombra amoratada del ahogado
persiguiendo sin sosiego a los navegantes,
la luna ronda los sueños,
la luna es el atajo por donde huyen los enamorados.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΣΕΛΗΝΗ ΚΙ Ο ΠΑΛΙΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΟΣ

Η σελήνη   δεν είναι αστέρι,
η σελήνη δεν είναι λευκή,
η σελήνη δε βγαίνει τη νύχτα,
η σελήνη δεν είναι στρογγυλή,
η σελήνη δεν θα κατοικηθεί,
η σελήνη καμιά σχέση δεν έχει με τις ζαλάδες
ούτε με τους κοσμοναύτες,
η σελήνη είναι ένα κίτρινο λουλούδι φτιαγμένο από καπνό νικελωμένο,
η σελήνη είναι μια ανησυχητική  ένδειξη  του τρελού και  εκτροχιασμένου Νάρκισσου,
στη σελήνη μες στη γαλήνη  της  λείπει μόνο ο κύκνος,
μες στα λυκόφωτα η σελήνη βυθίζει το μέταλλο της
για να γδάρει την ουρά των σειρήνων,
μια γυναίκα γυμνή αναδυμένη από μια δεξαμενή
είναι η άλλη όψη της σελήνης,
από τον καταρράκτη μαθαίνουμε ότι η σελήνη ρίχνει τα φράγματά του,
τα θηρία καταβροχθίζουν  τη σελήνη  μες στις ποτίστρες,
φυλακισμένη απ’ τον πανικό της η σελήνη αποδέχεται
να στολίζουν  τον κυνόδοντα μέσα στα λέπια της,
η σελήνη είναι το μάτι του ναυαγίου μέσα στο τρέμουλο
το υπέρτατο της υπέρβασης,
οι λαντζέρηδες αποκεφαλίζουν τη σελήνη με τα κουπιά τους,
η σελήνη είναι η  σαβανωμένη σκιά του πνιγμένου
καθώς καταδιώκει ασταμάτητα τους ταξιδιώτες,
η σελήνη κυκλώνει τα όνειρα,
η σελήνη είναι η σχισμή απ’ όπου δραπετεύουν οι ερωτευμένοι.


 


 

 

 

 

 

 

Corona para el Rey de los agapantos


Se parece al Sol con sus bucles incendiando el día,
    es de mármol blanco, sosegado, con su cara de bueno.
Inmóvil y enmudecido se erige de guardián en el jardín.
A nadie asusta y menos a las mitonias y al nervioso colibrí,
     sus zarpazos duermen el sueño de los justos,
     igual que su cola amable, que iluminan los astros.
Por más que lo intenta,
a su melena en reposo no la puede despertar el viento.
En medio de las mareas de la noche
semeja un solitario puma recién llegado del Polo Norte
o a un oso andino arropado por la luna.
Durante las tormentas de verano
mientras cae sobre él mojándolo la gota gorda
pareciera que su corazón entrase en cólera
y resonaron en el horizonte sus olvidados rugidos de león.

 

 

 ΚΟΡΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΤΩΝ ΑΓΑΠΑΝΘΩΝ


Μοιάζει στον Ήλιο με τις μπούκλες του να πυρπολούν τη μέρα,
    είναι από άσπρο μάρμαρο, πράο, με την καλοσυνάτη του όψη.
Ακίνητο και σιωπηλό αναγορεύεται σε βαρδιάνο του κήπου.
Κανένα δεν τρομάζει λίγο μόνο τις  κάμπιες και το νευρικό κολιμπρί,
     τα νύχια του κοιμούνται τον ύπνο των δικαίων,
     το ίδιο και η χαριτωμένη ουρά του, που φωτίζουν τ’ αστέρια.
Όσο και να το προσπαθεί,
τη ξαπλωμένη χαίτη του δεν μπορεί να την αφυπνίσει ο αέρας.
Μέσα στις παλίρροιες της νύχτας
μοιάζει με ένα μοναχικό πούμα που μόλις ήρθε απ’ τον Βόρειο Πόλο
η με μια αρκούδα των Άνδεων σκεπασμένη απ’ τη σελήνη.
Την περίοδο των καλοκαιρινών καταιγίδων
καθώς πέφτανε πάνω του μουσκεύοντας το οι χοντρές σταγόνες
φαίνεται σαν η καρδιά του να ήταν οργισμένη
κι ακούστηκαν στον ορίζοντα οι ξεχασμένοι βρυχηθμοί του του λιονταριού .

 

        

 

 

 

Fábula del hipopótamo y el cisne,
compañeros de viaje en el arca


El hipopótamo lo observa todo con curiosidad de recién
   llegado. Vino de Harlem en mi valija. Pesaba duro su
   corazón de ébano.
Lo hallé una noche en la jungla de un mercadillo africano
   en plena luz del día.
En el dintel de la chimenea, su nuevo hábitat, se yergue
   fornido, macizo, se sabe temido y poderoso.
No se le escapa nada al hipopótamo. Lo examina todo.
   Mira a sus vecinos con arrogancia:
al caballo con alas color naranja
al pez de Solentiname verdeamarillo de cola celeste;
a la cebra que en su reposo asoma a verlo sin darse la
molestia de levantar la persiana;
al gallo picoteando los granos de maíz de las primeras
estrellas de la aurora;
al cuervo de curvado pico que no deja de mirarle
los ojos al jamelgo de marmolina con crines de oro.
Y al perro azul de cielo estrellado en el pecho,
guardián de la noche.
Dos felinos, tigre y gato, fingen de centinelas, espían
   y transmiten a la luna lo que oyen desplegando la antena
   de su cola erizada.
Sólo el hipopótamo atisba al cisne con desconfianza,
Siente que lo desprecia por haber nacido en cuna de barro.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ,
ΣΥΝΤΑΞΙΔΙΩΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΙΒΩΤΟ


Ο ιπποπόταμος τα παρατηρεί όλα με την περιέργεια του νεοφερμένου.

Ήρθε απ’ το Χάρλεμ μέσα στη βαλίτσα μου.

Βάραινε πολύ η καρδιά του από έβενο.
Τον βρήκα μια νύχτα μέσα στη ζούγκλα ενός αφρικάνικου παζαριού
   μέσα στο φως της μέρας.
Στο ράφι της καμινάδας, είναι η νέα του διαμονή, όπου ποζάρει
   ρωμαλέος, συμπαγής,  φοβερός και πανίσχυρος .
Δεν του ξεφεύγει τίποτα του ιπποπόταμου. Τα εξετάζει όλα.
   Παρατηρεί τους γείτονές του με υπεροψία:
το άλογο με τα πορτοκαλί φτερά
το ψάρι της  Σολεντινάμε το κιτρινοπράσινο με την ουράνια ουρά;
τη ζέβρα που ενώ ξεκουράζεται σκύβει για να τον δει δίχως να τον ενοχλήσει σηκώνοντας τις γρίλιες;
τον πετεινό που ραμφίζει τους σπόρους του καλαμποκιού με τα πρώτα αστέρια της αυγής;
το κοράκι με τη γαμψή μύτη που δεν παύει να  κοιτάζει
τα μάτια αυτού του ψωράλογου από μαρμαρόσκονη με  τις χαίτες από χρυσάφι.
και το γαλάζιο σκυλί του έναστρου ουρανού στο στήθος του,
του βαρδιάνου της νύχτας.
Δυο αίλουροι, μια τίγρη και ένας γάτος, παριστάνουν τους φρουρούς, κατασκοπεύουν
   και διαβιβάζουν στη σελήνη αυτό που ακούν αναδιπλώνοντας την κεραία
   της σηκωμένης ουράς του.
Μόνο ο ιπποπόταμος κρυφοκοιτάζει τον κύκνο με δυσπιστία,
Αισθάνεται πως τον υποβαθμίζει επειδή έχει  γεννηθεί μέσα σε ένα λάκκο με λάσπη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

LAS PUERTAS Y LAS PENAS

Puertas que van a dar al mar o al amar, puertas por donde
se ingresa inexorablemente al olvido, puertas como ganzúas, puertas abiertas al vértigo de las pesadillas, puertas en abandono, enmohecidas, pesarosas, aguardando el día de la demolición, puertas en espera de la llave que jamás las ha de abrir, puertas por donde huyen, estrellas y leones, puertas como labios incitando al peligro, puertas coronadas de enredaderas y silencio, puertas de una sola hoja, en medio de la agonía del otoño, puertas tapiadas con piedras y fantasmas, puertas abatidas que ardieron vivas y sobrevivieron al incendio, puertas pintarrajeadas como las mujeres de la noche, puertas que conducen a ninguna puerta, puertas que enloquecen a quienes las trasponen, puertas sin centinelas, sin historia, a tientas, sin el ojo de la cerradura, puertas enfermas, contagiadas de los descalabros irreparables del amor, puertas sin dinteles, ni ventanas clausuradas en soledad como los párpados, los monasterios o las lápidas, puertas infinitas como túneles de rápidos espejos, puertas que enmudecieron para siempre como los torturados.

 

 

ΟΙ ΠΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΥΠΕΣ

Πόρτες που θα ανοιχτούν στη θάλασσα η στην αγάπη, πόρτες απ’ όπου
εισχωρεί αναπόφευκτα η λησμονιά, πόρτες σαν  γυριστά σύρματα, πόρτες ανοιχτές στον ίλιγγο των θλίψεων, πόρτες εγκαταλελειμμένες, μουχλιασμένες, λυπημένες, καθώς περιμένουν τη μέρα της κατεδάφισης, πόρτες σε αναμονή του κλειδιού που ποτέ δεν πρόκειται να τις ανοίξει, πόρτες απ’ όπου δραπετεύουν, αστέρια και λιοντάρια, πόρτες σαν χείλη που προκαλούν τον κίνδυνο , πόρτες στεφανωμένες με αναρριχητικά φυτά και σιωπή, πόρτες μονόφυλλες, καταμεσής στην αγωνία του φθινοπώρου , πόρτες σκεπασμένες με πέτρες και με φαντάσματα, πόρτες πεσμένες που φλέγονταν από ζωή και επιβίωσαν σε μια φωτιά, πόρτες μπογιατισμένες σαν τις γυναίκες της νύχτας, πόρτες που δεν οδηγούν σε καμιά πόρτα, puertas πόρτες που τρελαίνουν εκείνους που τις διαβαίνουν, πόρτες δίχως φρουρούς, δίχως ιστορία, ψηλαφιστές, δίχως το μάτι της κλειδαρότρυπας, πόρτες άρρωστες, μολυσμένες απ’ τα αναπόφευκτα πλήγματα του έρωτα, πόρτες δίχως υπέρθυρα, η πορτόφυλλα κλεισμένα μες στη μοναξιά σαν βλέφαρα, στα μοναστήρια η στις ταφόπλακες, πόρτες ατέλειωτες σαν τούνελ με  γρήγορους καθρέφτες, πόρτες που βουβάθηκαν για πάντα όπως οι βασανισμένοι.

 

 

 

 

 

 

ENDECHAS DE ABATIMIENTO

Vivir sin tí es girar en el vacío,
un consumirse, un desangrarse lento;

el razonado amor. un desvarío,
la dicha prometida, un sufrimiento.

Mi corazón es un terrón baldío,
un árbol desgarrado y ceniciento,
un cauce que discurre sin su río,
río sin már-genes y polvoriento.

Voy hacia tí y sé que de tí vengo,
busco mí amanecer en el ocaso,
porque te tuve sé que no te tengo.

En mi pecho dejaste tu arañazo;
yo soy un fuego fiero, te prevengo,
y tú la fría sombra en que me abraso.

 

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΕΞΑΝΤΛΗΣΗΣ

Ζώντας χωρίς εσένα είναι σαν να γυρίζω μες στο κενό,
μια ανάλωση, ένα μάτωμα αργό;

ο δικαιολογημένος έρωτας. Ένα παραλήρημα,
η υποσχόμενη ευτυχία, ένα βάσανο.

Η καρδιά μου είναι ένα ξερός σβόλος,
ένα δέντρο σταχτί και ξεριζωμένο,
μια ιτιά που δίχως το ποτάμι της συνεχίζει να ζει ,
ποτάμι δίχως όχθες και σκονισμένο.

Έρχομαι προς εσένα και ξέρω ότι για σένα έρχομαι,
ψάχνω το χάραμα μου στο λιόγερμα,
γιατί σε είχα και ξέρω πως δεν σε έχω.

Στο στήθος μου άφησες τη γρατζουνιά σου;
εγώ είμαι μια φωτιά λυσσαλέα, έτοιμος είμαι,
κι εσύ η κρύα σκιά καθώς σ’ αγκαλιάζω.

 

 

 

 

DESCUBRIMIENTO DE DIBUJOS

EN TU CUERPO FLORIDO

 

Besé tus ojos y besé tu frente,

era tu cuerpo desvaído cirio;

tu voz, el rumoreo de la fuente,

el huidizo labio, mi delirio.

 

Acezando mi sangre era un torrente

de silencio, de dudas y martirio;

el sol en plenilunio, y de repente

surgió en tu torso un ruboroso lirio.

 

Embriagante su brillo avivó mi ansia

de besarlo sembrado en tu paisaje,

paladeando el sabor de tu fragancia.

 

Fue con tu seducción y mi abordaje

que demarqué mis predios en tu estancia

burilando la flor de otro tatuaje.

 

 

ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΣΚΙΤΣΩΝ

ΣΤΟ ΑΝΘΙΣΜΕΝΟ ΣΟΥ ΚΟΡΜΙ

 

Φίλησα τα μάτια σου και το μέτωπό σου,

Ήταν το κορμί σου σβησμένη λαμπάδα;

η φωνή σου, το ψιθύρισμα της πηγής,

το φευγαλέο σου χείλι, το παραλήρημά μου.

 

Καθώς φλέγονταν το αίμα μου ένας χείμαρρος ήταν

από σιωπή, από αμφιβολίες και μαρτύριο;

ο ήλιος μεσούρανα , και ξαφνικά

φύτρωσε στο κορμί σου ένα κατακόκκινο κρίνο.

 

Μεθυστική η λάμψη του ενέτεινε  την αγωνία μου

Του να το φιλήσω σπαρμένο στο τοπίο σου,

Για να γευτώ  το άρωμα την ευωδιά σου.

 

Ήταν που με τη σαγήνη σου και την απόβασή μου

Που οριοθέτησα  τα θέλω μου στην παραμονή σου

σμιλεύοντας το άνθος του άλλου τατουάζ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

¡Aaaúuaú aaa…! ¡Aaauaúaa…!

Tarzán (Johnny Weismuller) es internado en un manicomio por creerse Tarzán.

Su grito, que asusta a médicos y enfermeras, no es el clarín con el que hacia su victoriosa aparición en la pantalla. El grito a Tarzán no le pertenece. Fue un collage de sonidos confeccionado y patentado por la Warner Brothers: decantaron en el laboratorio los gruñidos de un cerdo y las notas de un tenor.

Tarzán en el sanatorio para artistas (retirados) de Hollywood,
abatido y vencido por la camisa de fuerza
(él que encarnó la fuerza sin necesidad de camisa).
Hoy casi a oscuras y ayer mimado por los reflectores.
Tarzán víctima de una dolencia cardiaca
se toca el corazón y piensa en Jane.
Desamparado llama en su desesperación a Chita
(entre sombras ve y besa a Chita como si fuera su madre.
Chita se limpia la boca, hace morisquetas
y dando volatines desaparece),
llama a Chita
para que lleve un recado pidiéndole ayuda a Jane.
Pero Chita no podrá acudir. Chita no existió en la vida real.
(Eran ocho monas chimpancé, ocho monas que parieron su estampa cinematográfica).
Y Jane,
la bella silvestre de los níveos brazos,
ya no lucirá más su silueta junto a Tarzán,
porque Jane ya no filma. Hace mucho tiempo que se le venció el contrato con la Warner: las piernas de Jane ya no están todo lo tersas que uno quisiera para hacerlas figurar en el reparto.

(Ah, Jane, paraíso perdido, divino tesoro, ya te vas [para no volver],
cuando quiero llorar
pienso en ti, mi dulce Jane.
Cuánto hubiera dado por tenerte en mis brazos,
por confesarte mi amor: Yo querer mucho a Jane.
Silencio insensato que guarde por culpa de mi testaruda timidez.
Por culpa de los barritos de mi precoz adolescencia.
Ah, Jane, ya no adoro tus senos besados por las lianas.
Tus senos asediados al centímetro por flechas y lanzas.
Ya no adoro tu rostro que el tiempo implacable ha ido modelando a su capricho.
Tu rostro que acaricie con ternura [a escondidas del público] en todas las carteleras.

Que no me digan nunca que te quitaste el maquillaje.
Que no me enseñen nunca tus cabellos de desfalleciente plata.
Para mi tú serás siempre la linda muchacha que yo amé matalascallando,
que yo ayudé a inventar con mis ensueños en los destartalados cines de mi barrio, mi inolvidable Jane).

En su cuarto Tarzán da vueltas como condenado
y en su rayado papel de loco repara en el espejo del lavabo y quisiera lanzarse.
Tarzán varias veces campeón olímpico de natación.
Amor, juventud y dinero, la veleidosa gloria:
todo desde el trampolín se le fue al agua.
Todo se lo devoraron con voracidad las fieras.

Entre paredes pálidas que su insomnio decora
de enredaderas por sentirse libre (al final de la película)
se aferra a sus sueños:
se sueña sobre el lomo de sus elefantes y sonríe.
Se sueña venciendo a sus repujados cocodrilos de cartón.
Ve acercarse a sus leones de felpa (pura melena)
y Tarzán siente miedo
y tiembla y grita como un desventurado niño de pecho:
¡Aaaúaúaa…! ¡Aaaúaúaaaa…!

Pobre Tarzán indefenso y desnudo,
descolgado del ecran por inservible,
loco, completamente solo entre los locos,
aullando perdido en su paraíso perdido,
sin Jane, sin chita, sin fuerzas, sin grito,
solo con su soledad y sus taparrabos.

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

 

Αααουαούααα…! Αααουαούααα…!

Ο Ταρζάν (ο Τζώνυ Βαϊσμύλερ) είναι κλεισμένος σε ένα άσυλο
γιατί πιστεύει πως είναι ο Ταρζάν.

Η κραυγή του, που τρομάζει γιατρούς και νοσοκόμες, δεν είναι η σάλπιγγα
που σήμανε τη θριαμβευτική του εμφάνιση στην οθόνη. Η κραυγή
στον Ταρζάν δεν είναι η δική του. Ήτανε μια μίξη από ήχους
κατασκευασμένους και πατενταρισμένους από τη Warner Bros:
ήταν ένα εργαστηριακό κατασκεύασμα από τα γρυλλίσματα ενός κουφού
και από τη φωνή κάποιου τενόρου.

Ο Ταρζάν στο άσυλο για τους  ηθοποιούς (τους συνταξιούχους) του Χόλυγουντ,
παραιτημένος και ξοφλημένος μες στο ζουρλομανδύα του
(αυτός που ενσάρκωσε την τρέλα του Ταρζάν χωρίς να χρειάζεται πουκάμισο).
Σήμερα σχεδόν στα σκοτεινά και χθες λουσμένος με το φως των προβολέων.
Ο Ταρζάν θύμα μιας  καρδιακής νόσου αγγίζει την καρδιά του
                  και σκέφτεται την Τζαίην.
Ανυπεράσπιστος μες στην απόγνωσή του καλεί την Τσίτα
(μες στις σκιές βλέπει την Τσίτα και τη φιλάει σαν να ’τανε η μάνα του.
Η Τσίτα σκουπίζει το στόμα, κάνει κάτι γκριμάτσες
και σαν κομήτης με πιρουέτες εξαφανίζεται),
καλεί την Τσίτα για να του πάει ένα μήνυμα στην Τζαίην ζητώντας της βοήθεια.

Αλλά η Τσίτα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί. Η Τσίτα στην
                  πραγματικότητα ήταν ανύπαρκτη.
(Οχτώ χιμπατζίνες ήτανε, οχτώ μαϊμούδες που βάλανε την
                  κινηματογραφική τους στάμπα).

Και η Τζαίην,με την  άγρια ομορφιά της με τα χιονάτα μπράτσα,
δεν θα λάμψει άλλο με τη σιλουέτα της στο πλάι του Ταρζάν,
γιατί η Τζαίην σταμάτησε να παίζει.
Πάει πολύς καιρός που το συμβόλαιό της με τη Warner τέλειωσε:
Οι γάμπες της Τζαίην δεν έχουνε πλέον το σφρίγος που κάποιοι θα θέλανε
για να τις μοστράρουνε στο καστ.

[Αχ, Τζαίην, παράδεισε χαμένε, θεϊκέ θησαυρέ,
έφυγες κιόλας (χωρίς επιστροφή),
όταν θέλω να κλάψω
εσένα σκέφτομαι, γλυκιά μου Τζαίην.
Και τι δε θα ’δινα για να σε έχω στην αγκαλιά μου,
για να σου εξομολογηθώ τον έρωτά μου: Ποθώ αφάνταστα την Τζαίην.
Ανόητη σιωπή που την κράτησα εξαιτίας της επίμονης ντροπαλότητάς μου.
Εξαιτίας της πρόωρης εφηβείας μου.

Αχ, Τζαίην, τώρα πια δε λατρεύω τα στήθη σου τα φιλημένα από τις λιάνες.
Τα στήθη σου τα κεντημένα πόντο πόντο από βέλη κι ακόντια.
Τώρα πια δε λατρεύω το πρόσωπό σου
που ο χρόνος ο αδυσώπητος με τα καπρίτσια του το έχει λαξεμένο.
Το πρόσωπό σου που τρυφερά το χάιδεψα (κρυφά από το πλήθος)
                  σε όλες τις αφίσες.

Ποτέ να μη μου πει κανείς ότι έβγαλες το μακιγιάζ σου.
Ποτέ κανείς να μη μου δείξει τα όμορφα μαλλιά σου από ξεθωριασμένο ασήμι.
Για μένα εσύ θα είσαι πάντα το όμορφο κορίτσι που αγάπησα
                  και που το σκότωσα με τη σιωπή μου,
που το φαντάστηκα ονειροπολώντας μέσα στα ετοιμόρροπα
                  σινεμά της γειτονιάς μου, αξέχαστή μου Τζαίην].

Στο θάλαμό του κόβει βόλτες ο Ταρζάν σαν τον κατάδικο
και μες στην τρέλα του κοιτάζει τον καθρέφτη του νιπτήρα
                  και θα ’θελε εκεί να πέσει και να πνιγεί.
Ο Ταρζάν, ο τόσες  φορές Ολυμπιονίκης στην κολύμβηση.

Αγάπη, νιάτα και χρήμα, κι  η εφήμερη δόξα:
τα πάντα απ’ το τραμπολίνο των καταδύσεων χάθηκαν μες  στο νερό.
Καταβροχθίστηκαν τα πάντα απ’ τα θηρία.

Ανάμεσα σε τοίχους άχρωμους που η αϋπνία του τους διακοσμεί
                  με αναρριχητικά φυτά
για να νιώθει ελεύθερος (στο τέλος της ταινίας) γραπώνεται
                  απ’ τα όνειρά του:
Βλέπει πως βρίσκεται καβάλα στους ελέφαντές του και χαμογελάει.
Βλέπει πως νικάει τους τρομερούς κορκόδιλούς του από χαρτόνι.
Βλέπει να πλησιάζουνε τα λούτρινα λιοντάρια του
(με την  αψεγάδιαστη χαίτη ) και ο Ταρζάν φοβάται
και τρέμει και σκούζει σα δύστυχο βυζανιάρικο:
Αααουαούααα! Αααουαούααα!

Φτωχός Ταρζάν γυμνός κι ανυπεράσπιστος,
ξεκρέμαστος από την οθόνη, στα αζήτητα πια,
ολωσδιόλου μόνος, τρελός μες στους τρελούς,
ουρλιάζοντας χαμένος μες στο χαμένο του παράδεισο,
δίχως τη Τζαίην του, δίχως τη Τσίτα, αδύναμος, χωρίς κραυγή,
μόνος με τη μοναξιά του κι εκείνο το τάγκα
                  να του κρατάει τ’ αχαμνά.

 

 

 

 

 

 Bibliografía

 Obras de Poesía

 

· Cantoral (1953)

· Noé delirante (1963)

· Primavera triunfante (1964)

· Territorio Libre (Lima: Ediciones Cuyac, 1966)

· Las Sirenas y las estaciones (Lima: Editorial Jurídica, 1967)

· Poesía de clase (Lima: Ediciones La Rama Florida y la Biblioteca Universitaria, 1968)

· La Gran jugada o crónica deportiva que trata de Teófilo Cubillas y el Alianza Lima (Lima: Ediciones Arte Reda, 1974)

· Puente de los suspiros (Lima: Arte/Reda, 1976)

· De los Duendes y la Villa de Santa Inés" (Lima: Editorial Ames, 1977)

· Corea Monte de diamante (1984)

· Fábulas /cuentos y adivinanzas (s/f) Librería importadora-editora y distribuidora «Lima». Lima

· Los amantes (1978)

· Prosa de juglar (1992)

· Canto y gemido de la Tierra (1998)

· Puerto de la memoria (2001)

· Sonetos del viejo amador (2001)

· Parajuegos (2002)

· Tarzan e il Paradiso perduto. Antologia Poetica, Trieste, Franco Puzzo Editore 2003. ISBN 978-88-88475-07-3

· A bordo del arcaPremio Casa de las Américas 2006

· Vida cantada. Memorias de un olvidadizo (2017)

Colecciones

Cantoral (1953)

El grito del hombre (1957)

Sombra del jardín (1961)

 Obra publicada en antologías

 

Tres poetas: Cecilia Bustamante, Jorge Bacacorzo, Arturo Corcuera, Lima, Ediciones Pro-Hombre, 1956.

 

 

Premios

 

Premio Nacional de Poesía 1963

Premio internacional de poesía Atlántida 2002

Premio Internazionale di Trieste di Poesia 2003

Premio Casa de las Américas 2006 por A bordo del arca

Premio Feria Internacional del Libro 20172

Orden Rubén Darío de Nicaragua 20173

Referencias

1.  «Javier Corcuera: "Javier Heraud está vivo y eternamente joven"»Peru21. 9 de agosto de 2019. Consultado el 9 de septiembre de 2019.

2.  «Arturo Corcuera: “Al final, cada poema es un concierto inconcluso”»Peru21. 21 de agosto de 2017. Consultado el 9 de septiembre de 2019.

3.  «Radio Habana Cuba | Orden Rubén Darío para poeta peruano Arturo Corcuera»www.radiohc.cu. Consultado el 9 de septiembre de 2019.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Datos del traductor

 

 

 

Στέλιος Καραγιάννης-Stelios Karayanis

 

 

 


 

Ο Στέλιος Καραγιάννης γεννήθηκε στη Σάμο το 1956. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος μεταφραστής και ισπανιστής. Το 1993 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης "Ν. Βρεττάκος" από το Δήμο Αθηναίων. Το 1997 ήταν υπότροφος της Ισπανικής Κυβέρνησης ως ισπανιστής. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου τηςΓρανάδας. Δημοσίευσε στην Ελλάδακαι την Ισπανία δοκίμια για νεοέλληνες και Ισπανούς ποιητές, φιλοσόφους και δοκιμιογράφους. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στα ισπανικά, στα αγγλικά και τα γερμανικά. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων της Γρανάδας, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ισπανιστών, μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος του PEN CLUB Ελλήνων Λογοτεχνών. Τώρα διευθύνει τη Διεθνή Επιθεώρηση Ποίησης, Διηγήματος και Θεωρίας της ποίησης Εκάτη Ars Poetica και την ομώνυμη σειρά βιβλίων ποίησης και θεωρίας της ποίησης των εκδόσεων Εκάτη.

 

 

 

 

 

 

Stelios Karayanis (Samos, 1956), es un poeta y ensayista representativo de la generación del 80, hispanista y traductor. Obtuvo el premio de poesía Nikiforos Vrettakos del Ayudamiento deAtenas el año 1993. EsDoctor deFilosofíaModernapor laUniversidaddeIoaninadeGrecia y Doctor de Teoria de Literatura y de Literatura Comparada por la Universidad de Granada. Es miembro de la Academia de Buenas Letras de Granada, uno de los fundadores de la Asosiación de los Hispanistas Griegos, miembro de la Asociación Naciolal de los Escritores Griegos y miembo de Pen Club. Imparte clases de Literatura Española en la Univeridad Abierta de Grecia desde el año 2005. Fué director de la Revista Internacional de Poesía Erato Ars Poetica y ahora es director de Hécate poesia, Ars Poetica, Revista Internacional de Poesía, Cuento y Teoría Poética. Dirige la Revista Hecate Ars Poetica y la serie de libros de Poesía y Ensayo Hécate Ars Poetica. Actualmente vive en Atenas.

 

 

 

 

 

 

 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

POESIA SALVADORIANA CONTEMPORANEA,Juana M.Ramos

POLIMNIA Num 12, Julio de 2025- ΠΟΛΥΜΝΙΑ Νο 12, Ιούλιος 2025

ΠΟΛΥΜΝΙΑ, Νο 13. ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025/ POLIMNIA, Num 13. AGOSTO DE 2025