POESIA PERUANA -ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΟΥ ,Carlos German Belli
ΑNTOLOGÍA DE POEMAS
DE
CARLOS GERMÁN BELLI
Πρόλογος και Μετάφραση
(Prólogo y Traducción)
Στελιος Καραγιάννης
(Stelios Karayanis)
Eπίμετρο
(Anejo)
Μάριο Βάργκας Λιόσα
(Mario Vargas Llosa)
και (y)
Μάρκο Μάρτος
(Marco Marttos)
Πρόλογος (Prefacio)
Ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλι γεννήθηκε στη Λίμα το 1927.Θεωρείται σήμερα στα 93 του χρόνια ο εθνικός ποιητής του Περού.Είναι η κορυφαία μορφή της ένδοξης ποιητικής γενιά του 1950 που ανανέωσε αποφασιστικά τη μεταπολεμική περουβιανή ποίηση.Για δεκαετίες ήταν καθηγητής της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Σαν Μάρκος.Το 2006 του απονεμήθηκε το διεθνές βραβείο Πάμπλο Νερουδα και την επόμενη χρονιά ήταν υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ.Το 2016 βραβεύτηκε με το εθνικό βραβείο της Κουλτούρας του Περού.Είναι εγγονός του Ιταλού αρχαιολόγου Κάρλος Μπέλλι Κόρε που μετανάστευσε στο Περού το 1878.Στα πρώτα του ποιήματα της δεκαετίας του 50 φαίνονται οι επιρροές που δέχθηκε από τον σουρεαλισμό.Χαρακτηριστικοί είναι οι πεσιμιστικοί τόνοι,η θανατοφιλία,η ειρωνία και η θρησκευτική πίστη στους πρώτους στίχους του.Αργότερα παρουσιαζεται πιο αισιόδοξος για τη ζωή, περισσότερο ερωτικός στα ποιήματά του, που στην πλειοψηφία τους είναι ποιήματα του ελεύθερου στίχου.
Το 1962 του απονεμήθηκε το εθνικό βραβείο ποίησης για την ποιητική του συλλογή Ω κυβερνητική Θεά που εκδόθηκε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Εκάτη σε μετάφραση του Ρήγα Καππάτου.Όπως σημειώνει ο Καππάτος στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης « το βιβλί αυτό,στον καιρό του,υπήηρξε σύμβολο πολών πραγμάτων και αξεπέραστης νεωτερικότητας…Τα 45 ποιήματα τηςσυλλογήςείναι γραμένα με τον τρόπο γραφής των ισπανικών της εποχής του ισπανικού μπαρόκ,εκφράζουν έννοιες σύγχρονες και είναι συγκερασμένα με τον λαικό ιδιωματικό τρόπο ομιλίας της Λίμα».Ο τίτλος του βιβλίου επικαλείται μια άγνωστη θεά ,μια οντότητα που μμας θυμίζει την άγνωστη θεά στο « περί Φύσεως» του Παρμενίδη.Τα βασικά σύμβολα αυτής της ποιητικής συλλογής είναι τα τέσσερα στοιχεία του Εμπεδοκλή: η φωτιά,ο αέρας,η γη το νερό.Τα θέματά της είναι κατά τον καππάτο « η κοινωνική αδικία,η κοινωνική διαμαρτυρία,η έλλειψη εργασίας,τα φθηνα ημερομίσθια,και γενικά η εκμετάλευση που υποφέρειο άνθρωπος» τα οποία ωστόσο «συμβολίζονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από τον γνωστό άλλων Λατινοαμερικανών ποιητών εκείνων των χρόνων,όπως ο Νερούδα,ο Ερνέστο Καρδενάλ,ή ο Ρομπέρτο Φερνάνδες Ρεταμάρ από την Κούβα».
Ο Μπέλλι κατά μήκος του πρωτοποριακού του έργου δεν παύει να καταγγέλλει την ατομική ιδιοκτησία που την θεωρεί,όπως και ο Μπέρτολντ Μπρέχτ,την πηγή όλων των δεινών του σύγχρονου ανθρώπου.Τα δεινά του σύγχρονου καπιταλισμού «των αφεντάδων μη Ϊνκας» είναι η καταστροφή της φύσηξς,των δασών,ο καταναλωτισμός που χαρακτη΄ρίζει τον δυτικό τρόπο ζωής, η αμάθεια και η έλλειψη των στοιχειωδών μέσων διαβίωσης και της εκπαίδευσης που χαρακτηρίζει τη ζωή των φτωχών λαικών μαζών και των πάσης φύσεως εξαθλιωμένων και αδύναμων ανθρώπων.Ο Μπέλλι είναι ο πρωτοπόρος οικολόγος λογοτέχνης πριν την εμφάνιση των κινημάτων της Οικολογίας.Σε πολλά ποιήματά του,δίχως να ανήκει στη στρατευμένη ποίηση της εποχής του,καταγγέλλει τα δεινά του σύγχρονου καπιταλισμού, μιλώντας σαν μαρξιστής για την κοινωνική απαξίωση του προλεταριάτου και την περιθωριοποίηση των φτωχών. Στο ποίημα φυλετικός διαχωρισμός,δυο αντίπαλοι κόσμοι εμφανίζονται,ο κόσμος των αφεντάδων που βρίσκονται πάνω και όλα τα διαχειρίζονται ερήμην του λαού προς όφελός τους και ο κόσμος των μικρών περουβιανών που ψάχνουν να κρυφτούν βαθιά μέσα στη γη αφού γι αυτά δεν λάμπει ποτέ το φως του ήλιου: «Εγώ μαμά, τα δυο μου αδέρφια
και πολλά περουβιανόπουλα
ανοίγουμε ένα λάκκο βαθύ, βαθύ,
όπου θα προφυλαχτούμε,
γιατί επάνω τα πάντα έχουν αφέντη,
τα πάντα είναι κλειδωμένα με ένα κλειδί,
σφραγισμένα για πάντα,
γιατί πάνω όλα έχουν ρεζέρβα» .
Το 1969 ο ποιητής θα συμμετάσχει ως υπότροφος του Ιδρύματος Γκουγκενχάιμ στο Διεθνές Πρόγραμμα Συγγραφέων στο πανεπιστήμιο της Αιόβα.Από τα ατξίδια του στην Ευρώπη,στη Γαλλία,την Ιταλία και την Ισπανία κυρίως,θα αποκομίσει τεράστια πείρα και θα έρθει σε επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της πρωτοπορίας της δεκαετίας του 70 και του 80.Ο μπέλλι ανήκει στους κορυφαίους Λατινοαμερικανούς ποιητές το δεύερου μισού του ΧΧ και ξεχωρίζει για το μοναδικό του ύφος και για τη συνύπαρξη της παράδοσης και της νεωτερικό τηας στο έργο του.Ο Μάριο Ωάργκας Λιόσα που έγραψε την εισαγωγή στην έκδοση των Πποιητικών Απάντων του το 200 στην ισπανία υπογραμίζει ότι «η ποίησή του είναι μελοδραματική,ενώ ταυτοχρόνως είναι ποίηση ενός μαύρου ναρκισσισμού διαποτισμένου από ένα παράξενο χιούμορ, ποίηση καυστική και καλλιεργημένη».
Η ποιητική του τέχνη αξιοποιεία «την μετρική του Χρυσού αιώνα και τη γλώσσα των δρόμων της Λίμας,τα άλογα στοιχεία και τις υπερβολές του σουρεαλισμού»,και φυσικά όλα τα στοιχεία της ζωής και της κουλτούρας των κατώτερων τάξεων.Ο ίδιος ο ποιητής είχε πει σε μια συνέντευξή του ότιμετην ποίησή του δεν αποσκοπεί «εξ επαγγέλματος σε τίποτα».¨οντας θαυμαστής του Ρουμπέν Νταρίο και του Πετράρχη και έχοντας επηρεαστεί από τα έργα τους τόνισε πολλές φορές ότι οι μορφές της ποίης΄ης τους του χρησίμευσαν ως οδηγός βοηθώντας τον να γράψει ποιήματα με παλιές μορφές και με νέα θεματική.Για τον Ρικάρντο Γονζάλες Βίγιλ ο Μπέλλι «είναι ο Περουβιανός ποιητής που κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα τραγούδι για τον σεξουαλικό έρωτα,εξιδανικεύοντάς τον,με μια γλώσσα αυθεντική.Όπως ο Σέσαρ Βαγιέχο έναι ο πιο μεγάλος ποιητής που τραγουδά το μοναχικό έρωτα,ο Μπέλλι είναι ο πιο μεγάλος ποιητής που τραγουδά το σεξουαλικό έρωτα».
Ο Μαρκο Μάρτος,κορυφαίος ποιητής της επόμενης γενιάς του 60 και ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του έργου του σε μια σειρά μελετήματά του,τρία από τα οποία δημοσιεύουμε στο παράρτημα αυτού του βιβλίου έχει ασχοληθεί για δεκαετίες με την ποίηση και την ποιητική του τέχνη.
Στέλιος Καραγιάννης
Αθήνα, Δεκέμβρης του 2020
Segregación N 1
Yo, mamá, mis dos hermanos
y muchos peruanitos
abrimos un hueco hondo, hondo,
donde nos guarecemos,
porque arriba todo tiene dueño,
todo está cerrado con llave,
sellado firmemente,
porque arriba todo tiene reserva;
la sombra del árbol, las flores,
los frutos, el techo, las ruedas,
el agua, los lápices,
y optamos por hundirnos
en el fondo de la tierra,
más abajo que nunca,
lejos, muy lejos de los jefes,
hoy domingo,
lejos, muy lejos de los dueños,
entre las patas de los animalitos,
porque arriba
hay algunos que manejan todo,
que escriben, que cantan, que bailan,
que hablan hermosamente,
y nosotros rojos de vergüenza
tan solo deseamos desaparecer
en pedacititos.
Φυλετικός διαχωρισμός
Εγώ μαμά, τα δυο μου αδέρφια
και πολλά περουβιανόπουλα
ανοίγουμε ένα λάκκο βαθύ, βαθύ,
όπου θα προφυλαχτούμε,
γιατί επάνω τα πάντα έχουν αφέντη,
τα πάντα είναι κλειδωμένα με ένα κλειδί,
σφραγισμένα για πάντα,
γιατί πάνω όλα έχουν ρεζέρβα;
η σκιά του δέντρου, τα λουλούδια,
τα φρούτα, το ταβάνι, οι ρόδες,
το νερό, τα μολύβια,
κι επιλέξαμε να βυθιστούμε
στον πυθμένα της Γής,
πιο κάτω από το κάθε τι
μακριά, πολύ μακριά απ ‘ τα αφεντικά
σήμερα Κυριακή,
μακριά πολύ μακριά από τους αφέντες,
ανάμεσα στις πατούσες των μικρών ζώων
επειδή πάνω
υπάρχουν κάποιοι που διαχειρίζονται τα πάντα,
που γράφουν, που τραγουδούν, που χορεύουν,
που μιλάνε όμορφα,
κι εμείς κατακόκκινοι από ντροπή,
το μόνο που θέλουμε είναι να εξαφανιστούμε
σε κομματάκια.
Poema
Nuestro amor no está en nuestros respectivos
y castos genitales, nuestro amor
tampoco en nuestra boca ni en las manos:
todo nuestro amor guárdase con pálpito
bajo la sangre pura de los ojos.
Mi amor, tu amor, esperan que la muerte
se robe los huesos, el diente y la uña,
esperan que en el valle solamente
tus ojos y mis ojos queden juntos,
mirándose ya fuera de sus órbitas,
más bien como dos astros, como uno.
Ποίημα
Ο δικός μας ο έρωτας δε βρίσκεται σ’ αυτά που μας αφορούν
ούτε στα στα γεννητικά μας όργανα, ο δικός μας ο έρωτας
δε βρίσκεται μήτε στο στόμα μας μήτε στα χέρια μας:
όλος ο έρωτας ο δικός μας φυλάγεται πάλλοντας
κάτω απ’ το καθαρό αίμα των ματιών μας.
Ο έρωτάς μου, ο έρωτάς σου περιμένουν το θάνατο
να σπάσει τα κόκκαλα, τα δόντια και τα νύχια,
περιμένουν ότι στην κοιλάδα μονάχα
τα μάτια σου και τα δικά μου μάτια θα μείνουν ενωμένα,
κι ότι θα κοιτάζονται πια μεταξύ τους έξω απ’ τις τροχιές τους,
όχι σαν δυο άστρα, αλλά σαν ένα.
Epigrama V
Estos mil neonatos borrones
como del todo los desaira
Aristarco tan infecundo,
aunque prefiere solo un poco
los oscuros paleoborrones
que escribió la moza plumilla
en la página inmaculada.
¡Pero por qué tal vil ceguera
si en los nuevos y en los viejos versos
por igual late el miedo atroz,
ayer ante la cruda vida,
hoy cuando ya la muerte acecha!
Eπίγραμμα V
Αυτές τις χίλιες νιογέννητες μουτζούρες
όπως συνέβη με όλα τις περιφρονεί
ο Αρίσταρχος ο τόσο στείρος,
αν και προτιμά λιγάκι μόνο
τις σκοτεινές παλιομουτζούρες
που χάραξε του παραγιού του του η γραφίδα
πάνω στην ακηλίδωτη σελίδα.
Αλλά προς τι αυτή η ποταπή τυφλότητα
αφού στους νέους και στους παλιούς στίχους
ελλοχεύει εξίσου ο στυγερός φόβος,
ο χθεσινός μπροστά στη σκληρή ζωή,
κι ο σημερινός όταν πια ο θάνατος πλησιάζει!
Poema
Si de tantos yo sólo hubiera angustia,
yo solo frente a casas clausuradas,
sufrir por todos, flébil en los campos,
a la zaga del río, entre los tuertos.
Si de mí sólo muerte se evadiera,
sólo me quedara insatisfecho,
en medio de los parques cabizbajos,
solo yo, Adán postrero agonizando.
Ποίημα
Αν με τόσους και τόσους εγώ μόνο είχα αγωνία
εγώ μόνος απέναντι σε σπίτια κλεισμένα,
θα υπέφερα για όλους, αξιολύπητος μέσα στους κάμπους
στην άκρη του ποταμού κι ανάμεσα στους μονόφθαλμους.
Εάν από μένα μόνο ο θάνατος διέφευγε,
θα είχα μείνει μόνο ανικανοποίητος
καταμεσής των σκυθρωπών πάρκων
εγώ μόνος, ο τελευταίος μαχόμενος Αδάμ.
Cavilación del jubiloso
De verdad jubiloso
después de años hoy de manera plena,
pero me pongo a cavilar de súbito
cuán detalladamente sobre el sino
del placer terrenal que muda el ser
en un horno voraz,
y más aún porque al poderoso goce
la desdicha puntual le sobreviene
rauda como una flecha,
que hace olvidar las horas venturosas
como si nunca hubiera coronado
ni un minuto del buen vivir acá.
Στοχασμός του χαρούμενου
Στ’ αλήθεια χαρούμενος
σήμερα ύστερα από χρόνια και κατά έναν τρόπο πλήρη,
αλλά να που κάθομαι αίφνης να στοχαστώ
και με πόση λεπτομέρεια πάνω στο αλλά
του γήινου έρωτα που βουβαίνει την ύπαρξη
μέσα σε έναν αδηφάγο φούρνο,
κι ακόμα πιότερο γιατί την πανίσχυρη απόλαυση
η κακοτυχιά η ακριβής την υπερβαίνει
κεραυνοβόλα σαν ένα βέλος,
που κάνει να ξεχνιούνται οι ευτυχισμένες ώρες
σα να μην είχε ποτέ στεφανωθεί
ούτε για ένα λεπτό από το ευ ζην εδώ.
Acción de gracias
No, no sé bien si me veré en los altos
de una farmacia frente al Mar del Sur,
en una noche de Setiembre tibio,
o en cambio amaneciendo a las orillas
de una laguna en medio del desierto,
(que Huacachina así se llama el punto);
no sé cuál será la visión postrera,
pero sí estoy seguro que me iré
dándote, madre mía, eternas gracias
por haberme alumbrado en este mundo,
que aunque no hubiera sido un ser humano,
sino piedra o pescado, o vegetal,
ser tu vástago me bastara a mí.
Πράξη ευχαριστιών
Όχι, δε ξέρω καλά αν θα δω τον εαυτό μου στα πάνω ράφια
ενός φαρμακείου μπροστά στη Θάλασσα του Νότου,
σε μια νύχτα του νωθρού Σεπτέμβρη,
ή αντίθετα καθώς θα χαράζει στις όχθες
μιας λίμνης στη μέση της ερήμου
(στη Χουακατσίνα, έτσι ονομάζεται αυτό το μέρος).
δεν ξέρω πια θα είναι ο τελευταίος μου οραματισμός,
αλλά ναι , είμαι σίγουρος ότι θα φύγω,
δίνοντάς σου μητέρα, αιώνιες ευχαριστίες
γιατί με είχες φωτίσει σ’ αυτό τον κόσμο,
που παρότι δεν ήμουν ένα ανθρώπινο ον
αλλά πέτρα ή ψάρι, η φυτό,
το να ‘μαι μόνο το βλαστάρι σου εμένα μου αρκούσε.
Plexiglás
Este cuero, estos huesos, esta noche,
días hay no que no sufren por milagro
el tenedor, las hachas, el cuchillo,
que el gerifalte tan un matarife
limpia,agita y afila con primor,
para hincar luego y dividir en trozos
al más avasallado de la tierra;
pues veces hay que por ensalmo mil
el cuerpo que hipa pasto no es del filo,
sino de plexiglás cual res el alma
de la que cortan y pesan y ponen
en el seno de un turbio celofán
el alón de la mente y el filete
no de carne, no, pero sí de aire.
Πλεξιγκλάς
Αυτό το δέρμα, αυτά τα κόκκαλα, αυτή η νύχτα
υπάρχουν μέρες ,στ’ αλήθεια, που δεν υποφέρουν εκ θαύματος
το πιρούνι, τα τσεκούρια, το μαχαίρι,
που ο ασπρογέρακας σαν ένας χασάπης
καθαρίζει, ανακινεί και ακονίζει με φούρια,
για να τη σκουντήσει μετά και να τεμαχίσει τη λεία του σε κομμάτια
στο πιο φοβερό μέρος της γης;
λοιπόν κάποιες φορές συμβαίνει εξ’ αιτίας του χιλιοστού ξορκιού
το σώμα που λυγγάζει στo βοσκοτόπι, να μην είναι από φύλο
αλλά από πλεξιγκλάς
απ’ όπου κόβουν, πρεσάρουν και βάζουν
μέσα σε ένα θολό σελοφάν
τη φαιά ουσία του μυαλού και το φιλέτο
όχι του κρέατος, όχι, αλλά ναι του αέρα.
La cara de mis hijas
Este cielo del mundo siempre alto,
antes jamás mirado tan de cerca,
que de repente veo en el redor,
en una y en otra de mis ambas hijas,
cuando perdidas ya las esperanzas
que alguna vez al fin brillará acá
una mínima luz del firmamento,
lo oscuro en mil centellas desatando;
que en cambio ahora veo por doquier,
a diario a tutiplén encegueciéndome
todo aquello que ajeno yo creía,
y en paz quedo conmigo y con todo el mundo
por mirar ese lustre inalcanzable,
aunque sea en la cara de mis hijas.
Το πρόσωπο των θυγατέρων μου
Αυτός ο ουρανός του κόσμου ο πάντα αψηλός,
ο ποτέ πριν ιδωμένος από τόσο κοντά,
που ξαφνικά τον βλέπω ολόγυρα μου
από τη μια κι από την άλλη κι από τις δυο κόρες μου
όταν χαμένες πια βλέπω τις ελπίδες μου
πως κάποια φορά στο τέλος θα λάμψει εκεί πέρα
ένα ελάχιστο φως στο στερέωμα,
το σκούρο μέσα μου διαλύοντας;
ενώ αντίθετα τώρα βλέπω ολούθε
όλα αυτά που ξένα εγώ τα θεωρούσα,
και γαλήνιος έχω μείνει με τον εαυτό μου και με όλο τον κόσμο
με το να κοιτώ αυτή την άφθαστη στιλπνότητα,
ακόμα και αν βρίσκεται στο πρόσωπο των θυγατέρων μου.
En alabanza de Lastra y Lhin
Aquí la concisión de Pedro Lastra,
aquí de Enrique Lhin la gran facundia,
de la página blanca ambos presentes
como señal de su naturaleza
tan distinta en el uso de la pluma,
aunque igual los dos van mostrando todo
lo mejor de sus respectivas almas.
Porque ellos saben como al fin vencer
el olvido que por delante asedia:
que vuestra concisión, querido Pedro,
resulta cosa refinada y sabia,
en tanto que es el propio hervor vital
esa facundia vuestra, Enrique, amigo
recordado por siempre entre nosotros.
Y elocuente o lacónico uno y otro,
aquí en letras de molde quedarán
ambos grandes de acuerdo a su manera.
Semana Santa en Lima, MCMXCI
Εγκώμιο του Λάστρα και του Λιν
Εδώ η λακωνικότητα του Πέδρο Λάστρα,
εδώ του Ενρίκε Λιν η μεγάλη ευφράδεια,
στη λευκή σελίδα κι οι δυο παρόντες
σαν σινιάλο της φύσης τους
πο τόσο διαφορετική είναι στη χρήση της πένας,
αν και με τον ίδιο τρόπο έρχονται κι οι δυο για να μας δείξουν ότι
σημαντικό υπάρχει αντίστοιχα μέσα στις δυο ψυχές τους .
Γιατί αυτοί ξέρουν πως στο τέλος να νικήσουν
τη λησμονιά που κατά μέτωπο μας πολιορκεί :
γιατί η δική σας λακωνικότητα, αγαπητέ Πέδρο,
είναι τελικά σοφή κι εκλεπτυσμένη,
καθόσον είναι το δικό σας ζωτικό πάθος,
καθώς κι η δική σας ευφράδεια, Ενρίκε, φίλε μου
αλησμόνητε για πάντα ανάμεσα σε όλους εμάς.
Και ευφραδής ή λακωνικός ο ένας και ο άλλος,
εδώ στα πρόσφατα γράμματά μας θα μείνουν
κι οι δυο μεγάλοι κι ο καθένας με τον τρόπο του.
Μεγάλη Εβδομάδα στη Λίμα, MCMXCI
Poema
Frunce el feto su frente
y sus cejas enarca cuando pasa
del luminoso vientre
al albergue terreno,
do se truecan sin tasa
la luz en niebla, la cisterna en cieno;
y abandonar le duele al fin el claustro,
en que no rugen ni cierzo ni austro,
y verse aun despeñado
desde el más alto risco,
cual un feto no amado,
por tartamudo o cojo o manco o bizco.
Ποίημα
Ζαρώνει το έμβρυο το μέτωπό του
και τα φρύδια του κυρτώνει όταν περνά
από τη φωτεινή κοιλιά
στο γήινο καταφύγιο,
όπου
το φως αλλάζει σε ομίχλη κι η στέρνα σε λάσπη;
κι εγκαταλείποντας το πονά στο τέλος ο αμνιακός σάκος ,
όπου δε μουγκρίζουν ούτε ο βοριάς ούτε η τραμουντάνα,
και να πέφτει φαίνεται
από τον ψηλότερο γκρεμό,
σαν ένα έμβρυο μη αγαπημένο,
που τραυλίζει η που κουτσό είναι η κουλό η αλλήθωρο.
DENTRO & FUERA
1
MENÚ
Cazuela
&
Solomo
cuando se hallan en mi estómago laico
se miran y preguntan
de dónde vienen
por qué están allí
hacia dónde van
ΜΕΣΑ ΚΙ ΕΞΩ
1
ΜΕΝΟΥ
Στη γάστρα
&
σολωμός
όταν βρίσκονται στο λαϊκό στομάχι μου
κοιτάζονται και ρωτούν
από πού έρχονται
γιατί βρίσκονται εκεί
και για πού πηγαίνουν
HA LLEGADO EL DOMINGO
Ha llegado el domingo
y procedo a desollarme como a un oso
me desenfundo
y exprimo el sucio overol que cubre mi sangre
Caen entonces al fondo de la tina
goterones de sudor frío
pelos erizados
poros entreabiertos por el miedo
Y de inmediato un verde césped remplaza mi antigua piel
ΕΦΤΑΣΕ Η ΚΥΡΙΑΚΗ
Έφτασε η Κυριακή
και ετοιμάζομαι να απομονωθώ σαν ένα αρκούδι
ξεσκεπάζομαι
και στίβω το βρώμικο τρίχωμα που καλύπτει το αίμα μου
Πέφτουν τότε στο βάθος του νεροχύτη
σταγονίδια κρύου ιδρώτα
μαλλιά ανασηκωμένα
πόροι μισάνοιχτοι απ’ το φόβο
Και ξαφνικά μια πράσινη χλόη αντικαθιστά το παλιό μου δέρμα
POEMA CON FISIÓN FONÉTICA
La
vo
razzz
in
con
ti
nen
cia
me incendia el ojo
y no el genital
cuando pasas
amada blanca
en tu palanquín
ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ
Η
Ακό
ρεστη
α
κρά
τει
α
μου ανάβει το μάτι
και όχι τα γεννητικά μου όργανα
όταν περνάς
λευκή ερωμένη
με το ανατολίτικο σκεπαστό σου αμάξι
ALFA Y OMEGA
Debajo de la bóveda celeste,
ahora feto, ahora neonato,
ahora muerto, mas viviente siempre
por la gracia de Dios.
ΑΛΦΑ ΚΑΙ ΩΜΕΓΑ
Κάτω από τον ουράνιο θόλο,
τώρα έμβρυο, τώρα νιογέννητο,
τώρα νεκρός, αλλά ζωντανός πάντα
εξ αιτίας της χάρης του Θεού.
A LA NOCHE
Abridme vuestras piernas
y pecho y boca y brazos para siempre,
que aburrido ya estoy
de las ninfas del alba y del crepúsculo,
y reposar las sienes quiero al fin
sobre la Cruz del Sur
de vuestro pubis aún desconocido,
para fortalecerme
con el secreto ardor de los milenios.
Yo os vengo contemplando
de cuando abrí los ojos sin pensarlo,
y no obstante el tiempo ido
en verdad ni siquiera un palmo así
de vuestro cuerpo y alma yo poseo,
que más que los noctámbulos
con creces sí merezco y lo proclamo,
pues de vos de la mano
asido en firme nudo llegué al orbe.
Entre largos bostezos,
de mi origen me olvido y pesadamente
cual un edificio caigo,
de ciento veinte pisos cada día,
antes de que ceñir pueda los senos
de las oscuridades,
dejando en vil descrédito mi fama
de nocturnal varón,
que fiero caco envidia cuando vela.
Mas antes de morir,
anheloso con vos la boda espero,
¡oh misteriosa ninfa!,
en medio del silencio del planeta,
al pie de la primera encina verde,
en cuyo leño escriba
vuestro nombre y el mío juntamente,
y hasta la aurora fúlgida,
como Rubén Darío asaz folgando.
ΓΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Ανοίξτε μου τις γάμπες σας
το στήθος και το στόμα και τα μπράτσα για πάντα,
γιατί έχω βαρεθεί πια
από τις νύμφες τη ψυχής και του λυκόφωτος,
και να ξεκουράσω τα μηλίγγια μου εν τέλει θέλω
επάνω στο Σταυρό του Νότου
και στην ήβη σας πάνω την άγνωστη,
για να δυναμώσω
με τη μυστική θέρμη των αιώνων.
Εγώ σας έρχομαι, σκεφτόμενος
από πότε άνοιξα, δίχως να το σκεφτώ καν, τα μάτια μου,
κι ωστόσο, στο χρόνο που έφυγε,
στ’ αλήθεια ούτε μια ενθάρρυνση
απ’ το κορμί και τη ψυχής σας δεν κατέχω,
που πιο πολύ κι απ’ τους ξενύχτηδες
στο πολλαπλάσιο, ναι, την αξίζω και το διακηρύσσω,
αφού από εσάς και από το χέρι σας
πιασμένος με γερό κόμπο στο σύμπαν μέσα θε να φτάσω.
Μες σε χασμουρητά μακρόσυρτα,
για τη καταγωγή μου δε νοιάζομαι και βαρύς
σαν ένα κτήριο πέφτω,
από τον εικοστό πέμπτο όροφο κάθε μέρα,
πριν να μπορέσω να ζωστώ τους κόρφους
των σκοταδιών,
αφήνοντας μέσα σε μια ποταπή ανυποληψία τη φήμη μου
του άντρα της νύχτας,
που σα σιχαμερό κλεφτρόνι ζηλεύει όταν κάτι σουφρώνει.
Αλλά προτού πεθάνω,
κατακλυσμένος απ’ τον πόθο, με εσάς το γάμο περιμένω,
ω μυστήρια νύμφη!,
καταμεσής στη σιωπή του πλανήτη,
στα ριζά του πρώτου πράσινου πουρναριού,
που στο ξύλο του πάνω θα γράψω
τ’ όνομά σας και το δικό μου μαζί,
και ως τη λαμπερή χαραυγή,
σαν τον Ρουμπέν Νταρίο τρελά θα χοροπηδάω.
SI ACASO A ESTE ORBE
Si acaso a este orbe
al fin alguna vez
el Hada Cibernética llegare,
nosotros que no vamos
por el valle gritando:
«¡que viva el vino!, ¡que viva la cópula!»,
quizás no breve nuestro paso fuera,
ni de ocio y de amor desbaratado,
pues el mágico estambre de la vida,
tan copiosa sería
como aquel en que el pájaro
su vuelo estriba firme,
o sus copas el árbol,
o las piedras su peso.
ΑΝ ΙΣΩΣ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ
Αν ίσως σ’αυτό το σύμπαν
κάποτε, στο τέλος,
η Κυβερνητική Θεά έφτανε,
εμείς ,που δε πάμε
απ’ τη κοιλάδα κραυγάζοντας:
«ζήτω το κρασί!,ζήτω το ζευγάρωμα!»,
ίσως να μη μας ήταν σύντομο το πέρασμά μας,
ούτε αυτό της πλήξης και του ξοδεμένου έρωτα,
αφού το μαγικό στημόνι της ζωής,
τόσο κουραστικό θα ήταν
όπως εκείνο όπου το πουλί
τη πτήση του διατηρεί σταθερή,
ή τα ακρόκλαδά του το δέντρο,
η οι πέτρες το βάρος τους.
EN TANTO QUE EN SU HÓRRIDO MORTERO
En tanto que en su hórrido mortero
el tiempo me va trociscando a diario,
en un horno yo yazgo no de cal,
sino de burla humana,
como cuando el gigante
a los pigmeos dice «bah, hi de pulga!;
porque a estas alturas de mi vida,
con la perdiz moral, no sobrepujo nada,
ni aun de la arena un corto grano oscuro.
ΑΦ’ ΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ ΜΕΣ ΣΤΟ ΤΡΟΜΑΧΤΚΟ ΓΟΥΔΙ ΤΟΥ
Αφ’ ης στιγμής μες στο τρομαχτικό γουδί του
ο χρόνος καθημερινά με κατατρίβει,
σε ένα φούρνο ήδη κείτομαι όχι από ασβέστη,
αλλά από ανθρώπινη χλεύη,
όπως όταν ο γίγαντας
στους πυγμαίους λέει «μπα,καλώς τους ψύλους!
καθώς στα ύψη τούτα της ζωής μου,
με το ηθικό περδίκι, τίποτα δεν εκταμιεύω,
ούτε καν ένα μικρό γκρίζο κόκο απ’ την άμμο.
A LA VILIPENDIADA TORRE DE MARFIL VUELVO
A la vilipendiada torre de marfil vuelvo,
donde qué bien me siento mañana, tarde, noche,
sin duda más que nunca,
que allí codo con codo están los diccionarios
terrenales abiertos para poder ampliar
la parca lengua de uno.
Sí unas palabras más del lejano pasado
o del hoy inmediato y así seguir viviendo
con renovados bríos,
después de estar un tiempo enteramente mudo
entre varón y dama al ras del suelo árido,
¡ay! sin rozar los cielos.
Pero allí en el recinto predilecto otra vez,
entresaco contento de aquellos diccionarios
voces que no conozco,
para hablar finalmente ahora en esta vida
con cada uno de ustedes tan misteriosos siempre,
¡mi can, mi flor, mi piedra!
ΣΤΟΝ ΤΑΠΕΙΝΟ ΕΛΕΦΑΝΤΙΝΟ ΠΥΡΓΟ ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ
Στον ταπεινό ελεφάντινο πύργο επιστρέφω,
όπου μια χαρά αισθάνομαι πως είμαι, το πρωί,τ’ απόγεμα, τη νύχτα,
αναμφίβολα πιότερο κι από ποτέ,
εκεί όπου χέρι με χέρι βρίσκονται τα γήινα
λεξικά, ανοιχτά πάντα για να μπορέσει να εμπλουτιστεί
η λειψή γλώσσα κάποιου.
Ναι κάποιες λεξεις περισσότερες από το μακρινό παρελθόν
η από το άμεσο παρόν κι έτσι για να συνεχίσω να ζω
με ανανεωμένα σφρίγη,
έχοντας παραμείνει για καιρό εντελώς βουβός
ανάμεσα στον αφέντη και την κυρία σχεδόν αγγίζοντας το άγονο χώμα,
άι! δίχως να ακραγγίξω τα ουράνια.
Αλλά εκεί μες στο μονάκριβό μου καταφύγιο γι’ άλλη μια φορά,
επιλέγω ευχαριστημένος από εκείνα τα λεξικά
φωνές που δε γνωρίζω,
για να μιλήσω τελικά τώρα και σε τούτη τη ζωή
με το καθένα από εσάς τους τόσο μυστήριους πάντα,
σκυλάκι μου, λουλούδι μου, πέτρα μου!
LOS QUERIDOS VIAJEROS FLAMANTES…
A la memoria de mi hija Mariela,
de mis hermanos Alfonso y Mario,
y de mi prima Ernestina
Los queridos viajeros flamantes ya partieron
con la prisa del rayo hacia el más allá oculto,
donde quedarán para siempre,
y uno a uno se fueron precipitadamente,
hundiendo hasta las cejas en las mayores penas
a quien vive entre muerte y muerte.
Pues con esta partida múltiple le han quitado
la porción terrenal de fuego y agua y aire,
que tanto le costó tener,
y si bien todavía entre el cielo y el suelo
junto a flor, piedra y ave vivitos totalmente,
piensa solo en los que se han ido.
Y aquellos que allá se hallan lo recuerdan igual,
o tal vez mucho más (que así lo conjeturo)
por haber cada cual al fin
nunca más terrenales, mas sí divinas mientes,
que desde allá de arriba abajo lo iluminan
en su restante tiempo humano.
En verdad que le queda poco al sobreviviente,
en el centro del globo sublunar todavía
memorizando a fondo aquí
los días cuando estuvo codo a codo con ellos
justo desde la cuna en el día a día,
y ahora en pos de lo invisible.
Telepatía sí por entre las estrellas,
que quien se quedó acá no deja de pensar
en los que no volverán nunca,
y tampoco se olvidan estos de aquel que se halla
pendiente a cada rato de sus amados seres,
aunque en el redor no se encuentren.
Ligados mentalmente el uno con los otros,
más que ayer cada cual en cuerpo y alma cerca,
tal los árboles en un bosque,
y entonces mucho menos entre ellos se pensaban,
que hoy como fuego y agua por suerte es diferente
merced al gran recuerdo mutuo.
Es increíble cosa el no haberse pensado
con el único seso en el pasado dulce,
que entre sí se olvidaban siempre,
y en vez ahorita mismo cuán recíprocamente
más y más recordándose, oh Dios, que todo es uno,
allá, acá, y viceversa. Amén.
ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ…
Στη μνήμη της κόρης μου Μαριέλας,
των αδελφών μου Αλφόνσο και Μάριο,
και της ανιψιάς μου Ερνεστίνας
Οι αγαπημένοι και εκπληκτικοί ταξιδιώτες πια έφυγαν
με του κεραυνού τη πρεμούρα για το πιο απόμακρο μέρος,
όπου θα μείνουν για πάντα,
ο ένας μετά τον άλλο έφυγαν βιαστικά,
βυθίζοντας ως το λαιμό μέσα στις πιο μεγάλες θλίψεις
αυτόν που τώρα ζει ανάμεσο θανάτου και θανάτου.
Γιατί με αυτή την πολλαπλή τους αναχώρηση, του αφαίρεσαν
τη γήινη μερίδα του της φωτιάς, του νερού και του αέρα,
που τόσο του κόστισε να κατέχει,
κι ακόμη περισσότερο ανάμεσο ουρανού και γης
μαζί με το λουλούδι, την πέτρα και το πουλί που εντελώς ζωντανά είναι,
σκέπτεται μόνο αυτούς που έφυγαν.
Κι εκείνοι που εκεί πέρα βρίσκονται τον θυμούνται το ίδιο ,
η ίσως έτι περισσότερο (καθώς έτσι το υποθέτω)
με το να έχει ο καθένας τελικά
ποτέ πιο γήινα, αλλά ναι, θεϊκά μυαλά,
που από κει πάνω, κάτω τον φωτίζουν,
μέσα στον εναπομείναντα ανθρώπινο χρόνο του.
Είναι αλήθεια ότι απομένει λίγος χρόνος στον επιζήσαντα,
μέσα στο κέντρο της σεληνόφωτης σφαίρας ακόμα,
όπου αναθυμάται στο βάθος εκεί
τις μέρες όταν ήταν χέρι με χέρι πισμένος με εκείνους
πάντα δίπλα στην κούνια από μέρα σε μέρα,
και τώρα μπροστά στο αόρατο.
Τηλεπάθεια ναι δια μέσου των αστεριών,
που εκείνος που έμεινε εδώ πέρα δε παύει να σκέφτεται
γι’ αυτούς που δεν θα επιστρέψουν ποτέ,
κι ούτε λησμονιούνται αυτοί για κείνον που βρίσκεται
μετέωρος κάθε στιγμή για τις αγαπημένες του υπάρξεις,
παρόλο που ολόγυρα δε βρίσκονται.
Ενωμένος πνευματικά ο ένας με τους άλλους,
περισσότερο από χθες ο καθένας σωματικά και ψυχικά,
έτσι όπως τα δέντρα ενός δάσους,
κι έτσι πολύ λιγότερο σκέφτονταν ο ένας τον άλλο,
ενώ σήμερα ως φωτιά και νερό εντελώς τυχαία είναι διαφορετικό
χάρις στη μεγάλη, αμοιβαία ανάμνηση.
Είναι απίστευτο πράγμα το να μην έχει σκεφτεί κανείς
με το μοναδικό μυαλό το ευτυχισμένο παρελθόν,
που μεταξύ τους ξεχνιούνταν πάντα,
και αντίθετα αξίζει τόσο το πόσο αμοιβαία
πιότερρο και πιότερο θυμούνταν ο ένας τον άλλο, ω Θεέ, κι ότι το όλον είναι ένα,
εκεί πέρα, κι εδώ, και αντιθέτως .Αμήν.
ESTADIO VATICANO
Los jugadores de fútbol
a sus camarines vuelven,
paso a paso cabizbajos,
trémulos y sollozando
por entre las viejas ruinas de Occidente veneradas
y la chusma de poetas tan seguros de sí mismos,
levantadores de pesas, diplomados en gimnasios,
soberanos del amor, del dinero y la salud,
que ferozmente se burlan
del sensible futbolista,
legislador del planeta
por mandato de los cielos,
pero que pierde la bola cristalina de la suerte,
empujada por los austros hacia el arco solitario,
cuyos palos de repente en un atril se transforman
para el libro del fornido, mas sin alma, ruin poeta,
que no vela ningún arco
y sí desdeña a quien vive
como vos a duras pena,
guardameta, delantero,
en este de pan llevar áspero campo del mundo,
desde la cuna a la tumba sufriendo calladamente
de la vana chusma aquella qué de silbos afrentosos
por la súbita derrota de seis goles contra cero
en el preciso momento
de pasar del Paraíso,
una noche de setiembre
al Estadio Vaticano.
ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Οι ποδοσφαιριστές
στα αποδυτήριά τους επιστρέφουν
βηματίζοντας καταπτοημένοι,
τρεμουλιαστοί κλαψουρίζοντας
μέσα από τα παλιά τιμημένα ερείπια της Δύσης
και μέσα απ’ το συρφετό των ποιητών που τόσο σίγουροι είναι για τους εαυτούς τους,
οι αρσιβαρίστες αυτοί , οι διπλωμάτες στα γυμναστήρια,
οι ψωροπερήφανοι του έρωτα, του χρήματος και της υγείας,
που αιμοβόρικα περιπαίζουν
τον ευαίσθητο ποδοσφαιριστή,
και νομοθέτη του πλανήτη
κατ’ εντολή των ουρανών,
που όμως χάνει τη κρυστάλλινη μπάλα της τύχης,
την προωθημένη από την αύρα ως το μοναχικό τόξο,
που τα ξύλα του ξαφνικά σε ένα αναλόγιο μετατρέπονται
για το βιβλίο των ψαλμών ,αλλά δίχως ψυχή, σα συντριμμένος ποιητής,
που δε καλύπτει κανένα τόξο
κι ούτε αμφισβητεί εκείνον που ζει
όπως εσείς στα δύσκολα και στη λύπη μέσα,
σαν τερματοφύλακας η επιθετικός,
σ’ αυτό το κουβάλημα του ψωμιού μέσα στη τραχιά απλωσιά του κόσμου,
από τη κούνια ως το τάφο σιωπηλά υποφέροντας
από εκείνο το μάταιο συρφετό που γιουχαΐζει
από τη φανερή ήττα του έξι -μηδέν
στην ορισμένη στιγμή
του περάσματος στον Παράδεισο,
μια νύχτα του Σεπτέμβρη
στο Στάδιο του Βατικανού.
A LA ZAGA
¡Oh Alfonso!, desde feto ya otros fetos,
por quítame esas pajas tal ahora,
con su innato poder te avasallaban;
y, en verdad, yo al primer lustro siquiera
llegar pude y la hazaña coronar
de ser de los menores amo dulce;
mas pasando los años me he quedado
a la zaga, ¡oh hermano!, y ya a tu par,
codo a codo, pie a pie, seso a seso,
hoy me avasallan todos y amos tengo
mayores, coetáneos y menores,
y hasta los nuevos fetos por llegar
a esta boca de lobo niquelada.
ΜΕΝΟΝΤΑΣ ΠΙΣΩ
Ω Αλφόνσο!, από έμβρυο ήδη άλλα έμβρυα,
έχοντας μου αφαιρέσει εκείνη τη σαβούρα όπως τώρα
με τη φυσική τους δύναμη σε καταδυνάστευαν;
και, στ’ αλήθεια, εγώ τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ούτε καν
να φτάσω μπόρεσα και για το ανδραγάθημα να στεφανωθώ
καθώς ήμουν ο καλός αφέντης των μικρότερων;
Αλλά με το πέρασμα των χρόνων έμεινα
πίσω, ω αδερφέ μου!, και πια δίπλα σου,
χέρι με χέρι, βήμα το βήμα, μυαλό με μυαλό,
σήμερα με καταδυναστεύουν όλοι και αφέντες έχω
μεγαλύτερους, συνομηλίκους και μικρότερους,
και θα χω μέχρι να βγουν τα νέα έμβρυα
απ’ αυτό το στόμα του λύκο το νικελωμένο.
AMANUENSE
Ya descuajaringándome, ya hipando
hasta las cachas de cansado ya,
inmensos montes todo el día alzando
de acá para acullá de bofes voy,
fuera cien mil palmos con mi lengua,
cayéndome a pedazos tal mis padres,
aunque en verdad yo por mi seso raso,
y aun por lonjas y levas y mandones,
que a la zaga me van dejando estable,
ya a más hasta el gollete no poder,
al pie de mis hijuelas avergonzado,
cual un pobre amanuense del Perú.
ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΑΣ
Έτσι όπως είμαι πια διαλυμένος, γογγύζοντας πια
κι ως τα έσχατα του κουρασμένου μου είναι,
ατέλειωτα βουνά όλη τη μέρα σηκώνοντας
από δω ως εκεί πέρα ,αγκομαχώντας πάω,
σα να έβγαζα εκατό χιλιάδες παλμούς με τη γλώσσα μου,
πέφτοντας σε κομματάκια έτσι όπως οι γονείς μου,
αν και στ’ αλήθεια εγώ από το ξερό μου το κεφάλι,
κι επίσης από αγαπημένα κι απαλά χέρια κι από μαντόνες,
που με άφησαν πίσω ακίνητο,
και ως το λαιμό και δε μπορώ πια να πέσω,
στα πόδια των κοριτσιών μου ντροπιασμένος,
όπως ένας φτωχός αντιγραφέας του Περού.
A MI ESPOSA
Ya valerme yo quiero al fin siquiera
del corto ocio que por ventura gozo,
y publicar mis gracias
por uniros conmigo,
sin tomar vos el tiento a mi linaje,
que tan lejos al vuestro se veía,
bajo el ceño del látigo
como del Orión al orbe.
Porque prójimos no éramos nosotros,
y en horma yo lucía de cuadrúpedo,
del hocico a la cola,
exactamente un bruto.
Tal estado ¿qué? Por los dioses no,
ni en el materno claustro fue jamás,
sino a la orilla fiera
del Betis que me helaba.
Mas vos llegasteis al pesebre mío,
y mudado fui a vuestra ufana grey,
por siempre recobrando
la faz y el seso humano.
ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΟ ΜΟΥ
Πια να αξιωθώ τελικά εγώ θέλω ύστερα
απ’ τη η σύντομη σχόλη που κατά τύχη απολαμβάνω,
και να δημοσιοποιήσω τις ευχαριστίες μου
για να ενωθείτε μαζί μου,
δίχως να πάρετε εσείς το μπαστούνι για τη καταγωγή μου,
που τόσο μακριά από τη δική σας φαινόταν,
κάτω απ’ την αγριάδα του μαστιγίου
όπως ο Ωρίωνας μέσα στο σύμπαν.
Γιατί κοντινοί δεν ήμασταν εμείς,
και στο τομάρι μέσα εγώ έλαμπα ενός τετράποδου,
με τη μουσούδα μου πίσω απ’ την ουρά,
για την ακρίβεια ενός άξεστου.
Τέτοια η κατάσταση, τί; Μα τους θεούς όχι,
ούτε στη μητρική αγκάλη δε συνέβη ποτέ,
αλλά στη τραχιά ακτή
της Ανδαλουσίας που με πάγωνε.
Αλλά εσείς φτάσατε ως στο παχνί το δικό μου,
και βουβός ήμουν μπροστά στο δικό σας υπεροπτικό ποίμνιο,
επανακτώντας για πάντα
την όψη και το μυαλό το ανθρώπινο.
FISCO
En tus doradas aras, padre Fisco,
a tutiplén los bofes brindo siempre,
aunque mi ofrenda con desdén recibes,
y sordo yaces.
Tal cual un can fiel a su dueño solo
así a tus plantas por la vil pitanza
que dan tus arcas, cuán cosido vivo,
año tras año.
Pues por el monte destos bofes míos,
migas me lanzas como si no humanos
fuéramos yo, mi dama y mis hijuelas,
mas solo hormigas.
Pero no obstante te agradezco cuánto,
porque antes no en tu reino fui postrero,
sino en el claustro de la humana ciencia,
a mí vedada.
Truécame pues en polvo, padre Fisco,
que de la tumba veré con gran pasmo,
cómo dejar pude a mis buenos deudos
un montepío.
ΕΦΟΡΟΣ
Μέσα στους χρυσαφένιους βωμούς σου, πατέρα Έφορε,
με γενναιοδωρία στην υγεία των πλεμονιών μου πίνω πάντα,
αν και τη προσφορά μου με περιφρόνηση αποδέχεσαι,
και βουβός κείσαι.
Έτσι σαν ένα σκυλί πιστό στο αφεντικό του μόνο,
έτσι, στα πόδια σου από το ευτελές σιτηρέσιο
που τα ταμεία σου δίνουν, πόσο λαβωμένος ζω,
χρόνο με το χρόνο.
Γιατί απ΄ την κορφή των πλεμονιών μου,
ψίχουλα μου ρίχνεις σα να μην ήμασταν
άνθρωποι, εγώ, η κυρά μου κι οι κορούλες μου,
αλλά μόνο μυρμήγκια.
Αλλά παρόλα αυτά πολύ σε ευχαριστώ,
γιατί πριν δεν ήμουν ο έσχατος μες στο βασίλειό σου,
αλλά βρισκόμουν μέσα στο περιστύλιο της επιστήμης του ανθρώπου,
μες στο ερημητήριό μου.
Μετέβαλε με το λοιπόν σε στάχτη, Έφορε πατέρα,
ώστε από τον τάφο μου να δω με έκπληξη μεγάλη,
πως μπόρεσα ν’ αφήσω στους αγαπητούς μου οφειλέτες
μια παρακαταθήκη.
MIS AJOS
Esta que en un huerto de ajos tal se torna,
y no en jardín de blancos lirios lleno,
ni de espinosos cardos ya siquiera,
¡ay lengua mía!;
que solo de ajos, ajos cuán sembrada,
si de la tierra el fisco se me cierra,
o de los cielos los benignos hados
de mí se olvidan.
Como labriego soy del pródigo huerto,
pues ni sembrar ni regar dejo nunca
estas mis plantas por la culpa sola
del fisco o hado.
Pero mal padre soy, varón tan loco,
porque el jardín cercano de mis hijas,
con malo olor de feos bulbos siempre
infesto todo.
¡Ay! de tu tumba torna a casa pronto,
y a hablar enséñame, mamá, de nuevo,
que yo con lirios o con cardos hable,
mas no con ajos.
ΤΑ ΣΚΟΡΔΑ ΜΟΥ
Αυτή που σε ένα κήπο από σκόρδα επιστρέφει,
κι όχι σε ένα κήπο γιομάτο από λευκούς κρίνους,
ούτε κι από μυτερά ασπραγκάθια πια επομένως,
άι γλώσσα μου!;
που μόνο από σκόρδα, σκόρδα τόσο σπαρμένη,
αν από τη γη ο έφορος με απέκλειε,
η απ’ τους ουρανούς οι καλοσυνάτοι θεοί
με λησμονούσαν.
Σα γεωργός είμαι με πλούσιο κήπο,
αφού ποτέ δεν παύω να σπέρνω και να ποτίζω
αυτά τα φυτά μου από σφάλμα μόνο
του έφορου ή του θεού.
Αλλά κακός πατέρας είμαι, τόσο τρελός αφέντης,
γιατί των κοριτσιών μου ο κοντινός κήπος,
με άρωμα κακό από κακούς βολβούς πάντα
κατακλυσμένος είναι.
Άι! Από το τάφο σου στο σπίτι γύρνα αμέσως,
και για να μιλήσω μάθε με , μητέρα, πάλι,
γιατί εγώ με κρίνους και με ασπραγκάθια θα μιλήσω,
μα όχι με σκόρδα.
NO SALIR JAMÁS
¿Cuándo, cuándo de nuevo volveré,
en qué minuto, día, año o centuria,
al sacro rinconcillo de mi dueña,
paraje oculto para mí guardado,
y a merced de su excelsa carne allí
yacer adentro y no salir jamás?
A aquel lugar yo quiero retornar,
hasta el punto central eternamente,
introducido en el secreto valle,
y en ella cuerpo y alma así cuajado.
No quiero nada más sino volver
adonde fugazmente ayer estuve,
cruzar el umbral con seguro paso
y ahora para siempre allí quedarme,
no como dueño de un terrenal sitio,
mas por entero rey del universo.
4 de enero de 1986
ΝΑ ΜΗ ΒΓΩ ΠΟΤΕ
Πότε, πότε ξανά θα επιστρέψω,
σε πιο λεπτό, ποια μέρα, ποιο χρόνο η αιώνα,
στην ιερή γωνίτσα της αφέντρας μου,
στο ερημικό κρυφό μέρος το για μένα φυλαγμένο,
και χάρις στο εξαίσιο κορμί της εκεί
μέσα να κείμαι και να μη βγω ποτέ ξανά;
Σε κείνο το μέρος να ξαναγυρίσω εγώ θέλω,
ως το κεντρικό σημείο του αιωνίως,
μπασμένος μέσα στη μυστική κοιλάδα,
και σ’ αυτή μέσα έτσι ψυχή τε και σώματι παγωμένος να ‘μαι.
Δε θέλω τίποτα περισσότερο από το να επιστρέψω
εκεί όπου φευγαλέα εχθές ήμουν,
τη ταφόπλακα να περάσω με σίγουρο βήμα
και τώρα για πάντα εκεί να μείνω,
όχι ως αφέντης ενός γήινου τόπου,
αλλά σε όλα βασιλιάς του κόσμου.
4 του Γενάρη του 1986
CUPIDO Y FISCO
El sol, la luna y el terrestre globo
recorrí cuánto arriba abajo ansioso,
del ara en pos de los antiguos dioses
Cupido y Fisco.
Asaz temprano comenzó este caso,
cuando bisoño era y tener quería
un cuerpo y alma de mujer en casa,
y un buen salario.
Ya por doquiera perseguí cual loco
mañana, tarde, noche a bella Filis,
mas mis hocicos su desdén cuán fiero
restregó siempre.
Ya letra a letra el abecé retuve,
que a la pirámide del torvo Fisco
presto lleváronme, y de cuyas bases
salir no puedo,.
Ahora, en fin, en la madura ahora
¡ay! ¿por qué migas en amor y paga,
si desde tiempo yo a Cupido y Fisco
cosido yazgo?
ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΕΦΟΡΟΣ
Τον ήλιο,τη σελήνη και τη γήινη σφαία
διέτρεξα τόσο πάνω και τόσο κάτω αγχωμένος,
σε πείσμα και παρά τη θέληση των αρχαίων θεών
του Έρωτα και του Έφορου.
Πολύ νωρίς άρχισε αυτό το πράμα,
όταν πρωτάρης ήμουν και να ‘χω ήθελα
ένα κορμί και μια ψυχή γυναίκας του σπιτιού,
κι ένα καλό μισθό.
Πια, όπου και να κυνήγησα, σαν το τρελό
πρωί, απόβραδο, νύχτα, την όμορφη Φυλλίδα,
μάταιο ήταν αφού τις μουσούδες μου η άρνησή της
τις στούμπιξε gia πάντα.
Πια ,γράμμα το γράμμα, την αλφαβήτα ανάκτησα,
αλλά οι της ιεραρχίας του λυσσάρη του Έφορου
φυλακισμένο μ’ έχουν, κι απ’ τις δικές τους βάσεις
να βγω δε μπορώ,.
Τώρα, στο τέλος, στο πλήρωμα του χρόνου,
ω! για ποια ψίχουλα του έρωτα για ποια πληρωμή να μιλήσω,
αφού εγώ, καιρό τώρα από τον Έρωτα κι από τον Έφορο
διάτρητος εδώ κείτομαι?
CEPO DE LIMA
Como cresta de gallo acuchillado,
un largo granulado pellejuelo
de la garganta pende con exceso;
y por debajo de las ambas patas,
cascotes no de yeso, mas de carne,
como mustios escombros de una casa.
¿Por qué estos de cascote fieros montes
y tal feo pellejo mal mi grado,
si flaco hoy ni encorvado viejo soy?
Por tu cepo es, ¡ay Lima!, bien lo sé,
que tanto cuna cuanto tumba es siempre
para quien acá nace, vive y muere.
Η ΦΑΚΑ ΤΗΣ ΛΙΜΑΣ
Σαν ένα λοφίο ενός πετεινού μαχαιρομένου,
ένα μακρύ σπυρωτό και χαλαρό δέρμα
απ’ το λαιμό μου κρέμεται προκλητικά;
κι απ΄κάτω κι απ’ τις δυο πατούσες μου,
σαβούρες βλέπω όχι από γύψο, αλλά από σάρκα,
σαν θλιβερά χαλάσματα ενός σπιτιού.
Γιατί αυτά τα όλο σαβούρα δύσβατα βουνά
κι αυτό το τόσο άσχημο κακό τομάρι μοίρα μου,
αφου μήτε αδύναμος μήτε κυρτωμένος γέρος είμαι?
Από τη φάκα σου είναι,ω Λίμα!, καλά το ξέρω,
που τόσο λίκνο όσο και τάφος είσαι
γι’ αυτόν που εδώ γεννιέται, ζει και πεθαίνει.
LA EDAD GASTADA
Para David Sobrevilla
Las vejeces del mundo
milenario jamás resultan obvias
a la simple mirada de las gentes,
tal como las arrugas y las canas
que por la edad gastada de fulano
por dondequiera afloran,
más al mirarse él en el fiel espejo;
y en cambio el mundo tiene la fortuna
de nunca poder ver
en el espejear de los quietos lagos
cada mañana al empezar el día
ni un signo de su edad inescrutable.
Η ΦΘΟΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Για τον Δαβίδ Σομπρεβίγια
Τα γηρατειά του κόσμου
για χιλία τόσα χρόνια ποτέ δεν είναι φανερά
στην απλή ματιά των ανθρώπων,
έτσι όπως οι ζάρες κι οι άσπρες τρίχες
που απ’ τη φθορά του χρόνου του τάδε
απ’ όπουδήποτε ξεπετιούνται,
κι ακόμα περισότερο αν κοιταχτεί κανείς μες στον πιστό καθρέφτη;
κι’ από την άλλη,ο κόσμος τυχαίνει
να μη μπορεί να δει ποτέ
μέσα από τον αντικατοπτρισμό των γαλήνιων κοιλάδων
το κάθε πρωινό στο ξεκίνημα της μέρας
κι ούτε ένα σημείο της ανεξιχνίαστης ηλικίας του.
SEXTINA PRIMERA
A Mario Vargas Llosa
Ya sordo, manco, mudo, tuerto, cojo
con el chasis yo vivo de mi cuello
bajo el rollizo pie del hórrido amo,
y junto aun al estrecho fiero cepo,
que pusiere entre cardos mil el hado
a amortiguar del orbe el fértil ocio;
qué ilícito el que nunca alcance el ocio,
aun el alano a quien lo dejan cojo,
o rosa o risco a quienes nunca el hado
libera alguna vez el mustio cuello
o el tallo o el granito bajo el cepo
del áspero planeta y de los amos:
y así enanos nos vemos ante el amo,
y en honduras vivimos sin que el ocio
al hierro o al madero del gran cepo
mitigue y pueda al fin nuestro pie cojo
moverse un palmo, bien que el viejo cuello
bajo las plantas yazga de los hados;
y ya no humanas, sino de los hados,
que a veces en concordia con los amos,
juntamente avasallan todo el cuello,
de cuyo seno aléjanse los ocios,
dejando el ojo tuerto y el pie cojo,
que miembros ya parecen más del cepo;
pues no sólo el gollete unido al cepo,
ni aun este cuello bajo el pie del hado
o del amo, mas sí todo el pie cojo
o el tuerto ojo por obra de los amos,
hacen un solo cuerpo sin más ocio,
con el hierro que oprime el gacho cuello;
que si el seno columbra alguien del cuello,
bien diría que el leño del vil cepo
a la carne reemplaza exenta de ocio,
apisonada tanto por el hado,
cuanto por el cascudo pie del amo,
que para tal empresa nunca es cojo;
pero cojo yo en fin y con mi cuello
deste cepo cautivo, heme, ¡ay crudo hado!,
¡ay vil amo!, en pos siempre de un breve ocio.
ΠΡΩΤΗ ΣΕΣΤΙΝΑ
Στον Μάριο Βάργκας Λιόσα
Κουφός πια,κουλός, βουβός, μονόφθλμος, κουτσός είμαι
και με το χασίσι εγώ ζω του λαιμού μου
κάτω απ’ το αφράτο δέρμα του σκληρού μου του αφέντη ,
και σιμά επίσης είμαι στη στενή και σιδερένια φάκα ,
που μου έστησε ανάμεσα σε χίλια ασπραγγάθια ο θεός
για να μετριάσει του σύμπαντος τη γόνιμη πλήξη;
γιατί παράνομος είναι όποιος ποτέ δε φτάνει στη πλήξη,
ακόμα κι ο Αλάνος που κουτσό τον αφήνουν,
η ρόδο η γκρεμός για κείνους που ποτέ ο Θεός
δε λευτερώνει κάποτε τον κατηφή λαιμό τους
η βλαστάρι η πάγος κάτω απ’ τη φάκα
του σκληρού πλανήτη και των αφεντάδων:
κι έτσι, νάνοι μοιάζουμε μπρος στον αφέντη,
και σε βάθη μέσα ζούμε δίχως η πλήξη
απ’ το σίδερο η απ΄το ξύλο της μεγάλης φάκας
να μπορέσει τελικά να απλύνει το λειψό μας δέρμα
για να κινηθεί παλλόμενο, μιας που το παλιό μας σβέρκο
κάτω από τη χλόη των θεών κείται;
και πια όχι ανθρώπινες , μα των θεών,
που κάποτε σε συμφωνία με τους αφέντες,
δίκαια υποτάσουν κάθε σβέρκο,
από τον κόρφο του οποίου απομακρύνονται οι πλήξεις,
αφήνοντας μας μονόφθαλμους και με λειψό το δέρμα,
που μέλη πια μοιάζουν πιο πολύ της φάκας;
Αφού όχι μόνο ο λαιμός ο ενωμένος με τη φάκα,
ούτε ακόμη αυτό το σβέρκο κάτω απ’ του θεού το δέρμα
η του αφέντη,αλλά ναι,όλο το λειψό το δέρμα
ή το βγαλμένο μάτι απ’ των αφεντικών τα χέρια,
φτιάχνουν ένα μόνο σώμα δίχως άλλη πλήξη,
με το σίδερο που βασανίζει το λαιμό μας το σκυμμένο;
γιατι αν το στήθος να ξεχωρίζει κάνει κάποιον κι όχι ο λαιμός του ,
κάλιστα θα έλεγα ότι το ξύλο της ποταπής φάκας
τη σάρκα αντικαθιστά απαλλαγμένη από τη πλήξη,
τη φυλακισμένη τόσο απ’ το Θεό,
όσο κι από το τριχωτό πόδι του αφέντη,
και που για ένα τέτοιο έργο ποτέ κουτσός δεν είναι;
αλλά κουτσός εγώ στο τέλος και με το σβέρκο μου
απ’ αυτή τη φάκα αιχμαλωτισμένο, δες με, ω σκληρέ Θεέ!,
ω ποταπέ αφέντη!, σε αναζήτηση πάντα ναμαι μιας σύντομης πλήξης.
Las fórmulas mágicas
Tienen el fino peso de la arena
las fórmulas mágicas que nos vienen
a través de los sueños:
transforman el amor
y me entregan una mujer fantasma,
la que cruza el puente y no llega a Lima.
Οι μαγικές συνταγές
Έχουν το απαλό βάρος της άμμου
οι μαγικές συνταγές που μας έρχονται
μέσω των ονείρων:
μετασχηματίζουν τον έρωτα
και μου παραδίνουν μια γυναίκα φάντασμα,
που διασχίζει τη γέφυρα αλλά δε φτάνει στη Λίμα.
Sin productos agrícolas
No puedo pensar hasta ahora
oh Gran Dios del Cielo,
que después de tanto
sea absoluta letra muerta
mi hermosa,
mi antígua ley de las compensasiones.
Δίχως γεωργικά προιόντα
Δε μπορώ να σκεφτώ ως τώρα
ω Μεγάλε του Ουρανού Θεέ,
ότι μετά από όλα τούτα
είναι πια απόλυτο νεκρό γράμμα
ο ωραίος μου,
ο παλιός νόμος των αποζημιώσεων.
Como Lautreamont…
Como Lautreamont o una ostra asida al fondo de una garrafa
Pero me he quedado en esta tierraa
al escuchar un día súbidamente
cuando llega el reparto del domingo
el gran alarido paracas
el gran alarido mochica
el gran alarido chimú
el gran alarido
Όπως ο Λωτρεαμόν…
Όπως ο Λωτρεαμόν ή ένα στρείδι ψητό στο πάτο μιας καράφας
Ωστόσο έμεινα σ’ αυτή τη γη
για να ακούσω από ψηλά μια μέρα
πως φτάνει η μεγάλη μοιρασιά της Κυριακής
το μεγάλο ουρλιαχτό των Παράκας
το μεγάλο ουρλιαχτό των Μοτσίκας
το μεγάλο ουρλιαχτό των Τσιμού
το μεγάλο ουρλιαχτό
Los contenidos
Una sopa por qué contiene porciones pescado
en lugar de porciones ave
un lingote por qué contiene porciones plomo
en lugar de porciones cobre
un hombre pr qué contiene porciones gómez
en lugar de porciones lópez
Τα συστατικά
Μια σούπα γιατί περιέχει κομμάτια ψαριού
αντί κομμάτια πουλιού
μια ράβδος από χρυσό γιατί περιέχει κομμάτια από μολύβι
αντί κομμάτια από χαλκό
ένας άνθρωπος γιατί περιέχει κομμάτια Γκόμεθ
αντί κομμάτια Λόπεθ
Oh Hada Cibernética
Oh Hada Cibernética
cuándo harás que los huesos de mis manos
se muevan alegremente
para escribir al fin lo que yo desee
a la hora que me venga en gana
y los encajes de mis organos secretos
tengan facciones sosegadas
en las últimas horas del día
mientras la sangre circule como un bálsamo a lo largo de mi cuerpo.
Ω Κυβερνητική Θεά
Ω Κυβερνητική Θεά
πότε θα το φροντίσεις ώστε τα κόκκαλα των χεριών μου
να κινηθούν χαρούμενα
για να γράψουν στο τέλος αυτό που εγώ θα θελήσω
την ώρα που θα με βαρέσει η έμπνευση
κι οι κάψες των κρυμένων οργάνων μου
θα έχουν ηρεμήσει
τις τελευταίες ώρες της μέρας
καθώς το αίμα μου θα κυκλοφορεί σαν ένα βάλσαμο κατά μήκος του κορμιού μου.
Cien mil gracias
Cien mil gracias,
papá,mamá,
porque habéis intercedido por mi
antemi dios antitutelar
para que al fin no tenga temor
a la Gran Impotencia
al Gran Cáncer
a la Gran Cobardía
que me asedian con sus pandillas enmascaradas
de pñolipos
de hidras
de trompas amarillas
Εκατό χιλιάδες ευχαριστώ
Εκατό χιλιάδες ευχαριστώ,
μπαμπά,μαμά,
γιατί έχετε μεσολαβήσει για μένα
στον αντικηδεμόνα το Θεό μου
ώστε στο τέλος να μη φοβάμαι
τη Μεγάλη Ανικανότητα
τον Τρομερό Καρκίνο
τη Μεγάλη Ανανδρία
που με πολιορκούν με τις μασκαρεμένες συμμορίες τους
από πολύποδες
από ύδρες
από κίτρινες προβοσκίδες
Si a la plantita..
Si a la plantita no le dicen:
«esta es la mejor cosecha»,
Si al animalito no le dicen
«este es el mejor gruñido»,
si al hombrecito no le dicen:
«esta es la mejor cópula»,
entonces para qué sobre el suelo:
planta animal hombre
Αν στο μικρό φυτό..
Αν στο μικρό φυτό δε του πουν:
«αυτή είναι η καλύτερη σοδειά»,
Αν στο ζωάκι δεν του πουν
«αυτό είναι το καλύτερο γρύλισμα»
αν στον ανθρωπάκο δεν του πουν
«αυτό είναι το καλύτερο ζευγάρωμα»,
τότε γιατι νασαι πάνω απ’ το χώμα:
φυτό ζώο άνθρωπος
Si dejas tu palanquín
Si dejas tu palanquín
y te sientas en mi tándem
no habrá ningún cerdo
mordiendose la cola
entre mi ojo
y tu cuerpo
Αν αφήσεις τη δέστρα σου
Αν αφήσεις τη δέστρα σου
και ανέβεις στο ποδήλατό μου
δε θα υπάρξει κανένα γουρούνι
να δαγκώνει την ουρά του
ανάμεσα στο μάτι μου
και στο κορμί σου
Mi cuerpo extiende…
Mi cuerpo extiende su busto durante la noche
y lo hace flotar en posición horizontal
hacia el alféizar de la casa de enfrente
Entonces -veo -música -escucho nube
y- palmo- un- elefante –a-horcajadas
sobre- uno -de –mis- pelos- erizados
de - miedo
Mi cuerpo méase hacia dentro durante la noche
e inunda el suelo de sus pies
hasta crecer florecillas como en un invernadero
Το κορμί μου τεντώνει..
Το κορμί μου τεντώνει το μπούστο του μέσα στη νύχτα
και τον κανει να πλέει σε οριζόντια θέση
ως το περβάζι του απέναντι σπιτιού
Τότε-βλέπω-μουσική-ακούω σύννεφο
και-τινάζω-έναν-ελέφαντα-ιππαστεί
πάνω-σε μια -από-τις-γκρίζες-τρίχες μου
από-φόβο
Το κορμί μου κατουράει προς τα μέσα κατά τη διάρκεια της νύχτας
και μουσκεύεται το πάτωμα στα πόδια του
ώσπου να βγουν μπομπούκια όπως μέσα σε ένα θερμοκήπιο
Epigrama primero
El manubrio,Marcio,hoy veo
de la fortuna girar
tu verso cansino ayer,
cual si al fin dejado hubiera
de poca monta su vena;
pues los hados y los amos,que nunca antes te miraban,
ahora te dan su tiempo
se parran y te palmean.
Επίγραμμα πρώτο
Στη μανιβέλα,βλέπω σήμερα, τον Άρη
να στριφογυρνά της τύχης
τον κουρασμένο χθεσινό σου στίχο,
που φαίνεται στο τέλος να είχε εγκαταληφθεί
απ’ την ελάχιστη πλοκή η φλέβα του.
Λοιπόν,οι θεοί κι οι αφεντάδες,που ποτέ πριν δε σε κοιτάζαν,
τώρα το χρόνο τους σου δίνουν
σταματούν και σε χειροκροτάνε.
Que vuelva el buen vivir
En vez de morir puntualísimo,
que vuelva a prisa el buen vivir,
poniendo ahora por delante
del otoño a la primavera,
e iluminando el mundo entero
con la noche ya en lontananza,
y mezclar como en un crisol
vigilia clara y sueño tenebroso,
para esfumar las pesadillas
así por siempre finalmente.
Γύρνα αμέσως στη καλή ζωή
Αντί να πεθάνεις με απόλυτη ακρίβεια,
γύρνα αμέσως στη καλή ζωή,
βάζοντας μπροστά ,τώρα,
απ’ το Φθινόπωρο την Άνοιξη,
και φωτίζοντας ολόκληρο τον κόσμο
με τη νύχτα πια φευγάτη να είναι,
και ανακατεύοντας σαν σε μια χοάνη μέσα
την ολόφωτή σου αγρύπνια και τον εφιαλτικό σου ύπνο,
για να εξαφανίσεις τις λύπες
έτσι οριστικά,για πάντα.
El viejo iconoclasta
El viejo iconoclasta añora de improviso
las fotos y diplomas destrozados por él,
sin duda todo suyo hasta la misma médula,
que hoy lo siente en el alma
al no tener de aquello ni un minúsculo trozo,
resultando en añicos su quintaesencia moza,
esa de dentro y fuera.
Ο γέρος εικονοκλάστης
Ο γέρος εικονοκλάστης αίφνης νοσταλγεί
τις φωτογραφίες και τα διπλώματά που ο ίδιος κατέστρεψε,
κι ότι αναμφίβολα ήταν δικό του ακόμα και το μεδούλι του,
γιατί σήμερα το νιώθει μέσα στη ψυχή του
καθώς δεν έχει απ’ αυτό ούτε ένα ελάχιστο κομματάκι,
με τη νεανική πεμπτουσία του να έχει γίνει θρύψαλλα
αυτή του μέσα και του έξω.
EL NIDO CODICIADO
Es el buen mudar irse a otro mundo
en donde arda la llama del amor,
que locura sería no buscar
la mínima señal del punto aquel
como una estrella en la noche oscura,
que el caudal de su luz es generosa
con quien busca el lugar con gran porfía
para marcharse allí como si fuera
el altísimo reino anticipado,
pues la línea del horizonte escarba
con las filudas garras de un dragón,
que en pajarillo cambia de repente
al encontrar el nido codiciado,
en cuyo seno basta para siempre
un par de migas y una leve paja.
28 de diciembre de 1986
Η ποθητή φωλιά
Είναι καλό να μετοικίσεις και να πας εκεί στον άλλο κόσμο,
εκεί όπου του έρωτα η φλόγα καίει,
τι τρέλα θαταν να μην αναζητήσεις,
το ελάχιστο σινιάλο εκείνου του σημείου,
όπως ένα αστέρι μες στη σκοτεινή τη νύχτα,
που η αφθονία του φωτός του απλόχερη είναι
για όποιον αναζητεί τον τόπο με επιμονή μεγάλη,
για να πορευτεί εκεί, σαν ναταν
το ύψιστο βασίλειο το προαναγγελμένο,
αφού η γραμμή του ορίζοντα ξεσκαλίζει
με τα κοφτερά τα νύχια ενός δράκου,
που σε μικρό πουλί αλλάζει αίφνης
την ποθητή φωλιά όταν συναντήσει,
που στον κόρφο της μέσα αρκούν για πάντα
λίγα μόνο ψίχουλα και μια μαλακή ψάθα.
28 του Δεεκέμβρη του 1986
Sáficos adónicos
Bien conocías,oh austro! mis esperas
bajo los olmos día y noche largas,
mientras pasabas por mis barbas ciego
hacia otro punto.
Νo te valía,no siquiera un beldo
que el supersónico aquilón juntare
a dulce Clorís con su amante Tirsis
nunca hidrópico.
Hórrido fuiste e indolente a verme
en mi florida edad,de Filis ajeno,
por cuyo cuerpo y alma yo moría
siempre sediento.
Por qué,austro cruel,tras rehuirme tanto,
por fin te acuerdas y tu vuel frenas,
ahora mientras entre breñas busco
Pan llevar solo?
Σαπφικοί Αδονικοί
Καλά γνώριζες ,ω μαίστρε! τις ελπίδες μου
κάτω απ’ τις φτελιές, τη μέρα αλλά και τις μακρές τις νύχτες,
καθώς τυφλός περνούσες μέσα απ΄τα γένια μου
οδεύοντας για έναν άλλο τόπο.
Δε σου άξιζε ούτε μια δεκάρα
αφου ο υπερηχητικός βορριάς θα ένωνε
τη γλυκιά Χλωρίδα με τον Τίρση τον εραστή της
που υδρωπικός δεν ήταν.
Τρομακτικός ήσουν και άπονος βλέποντάς με
στης ηλικίας μου το άνθος,μακριά ναμαι απ’ τη Φυλλίδα,
που για το σώμα της και τη ψυχή της εγώ πέθαινα
πάντα διψασμένος.
Γιατί σκληρέ μαίστρε,αφού με αρνήθηκες τόσο
συμφωνείς στο τέλος και το φύσημά σου σταματάς,
τωρα που στα κατσάβραχα μέσα ψάχνω
λίγο ψωμί για να το κουβαλήσω μόνος;
El olvidadizo
Yo cuándo olvidadizo soy ahora
con el rocín,la acémila,el pollino,
a cuyo lado pata a pata vivo;
Pues pese aq nuestros lazos quiero ser
un miembro de la ajena grey contigua,
la que solo se jacta,ríe y manda.
Disculpadme,cuadrúpedos,os pido,
por pretenter abandonaros pronto,
librándome del látigo que arrea;
que a fe por mi remota sangre humana,
la erial ingratitud mal grado porto,
y terminaré dándoos las espaldas.
Ο λησμονημένος
Εγώ πόσο λησμονημένος είμαι τώρα
με το ψωράλογο,το σαμάρι,το πουλάρι,
που δίπλα του γκαντέμικα ζω;
Λοιπόν, παρά το δέσιμό μας θέλω ναμαι
ένα μέλος του απόμακρισμένου κοπαδιού ,
που μόνο του κομπάζει ,γελά και διατάζει.
Σχωρέστε με, καδραρισμένοι,σας το ζητώ
καθώς προτίθεμαι σύντομα να σας εγκαταλείψω,
να με ελευθερώσετε απ’ το μαστίγιο που σε παροτρύνει.
;
γιατί λόγω της πίστης μου στο μακρινό ανθρώπινό μου αίμα,
την στεγνή αχαριστεία βαρυγομώντας κουβαλώ,
και θα τελειώσω γυρνώντας σας τις πλάτες μου.
EN QUÉ PUNTO DEL FIRMAMENTO…
En qué punto del firmamento o suelo
habitas (interrogo hora tras hora
a las nubes que avanzan por el cielo);
y te busco con el mayor anhelo,
aunque infinita fuera la demora,
por escudriñar todo el cielo y suelo,
Penetro del arcano el denso velo,
aun hurtando los rayos de la aurora,
y en oscuridad dejo por ti el cielo.
Bien vale contratiempos y desvelos
el conocer por fin dónde tú moras,
si en la bóveda arriba o en el suelo.
Y poco importa el riguroso hielo,
ni el fuego del infierno que desdora,
pues mirarte prefigurará el cielo.
Basta con verte cuando duermo o velo,
distante en las antípodas ahora,
que si no te vislumbro acá en el suelo,
seguro se me cerrarán los cielos.
ΣΕ ΠΟΙΟ ΣΗΜΕΙΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΤΕΡΕΩΜΑ…
Σε ποιο σημείο στο στερέωμα μέσα η στη γη εδώ κάτω
κατοικείς (ρωτώ ώρα την ώρα
τα σύννεφα που μες στον ουρανό παρελαύνουν);
και σε ψάχνω με τη πιο μεγάλη αγωνία ,
ακόμα κι αν απεριόριστη η καθυστέρηση θα ήταν ,
για να εξερευνήσω τη γη κι ολάκερο τον ουρανό,
Εισσδύω στου μυστηρίου την ολονύκτια αγρύπνια,
έχοντας κλέψει της αυγής τις ακτίνες,
και στο σκοτάδι μέσα αφήνω τον ουρανό για σένα.
Καλοδεχούμενες οι κακοτυχίες κι οι αγρύπνιες
αν γνώση έχω για το που εσύ τελικά διαμένεις,
αν στο σύμπαν είσαι πάνω η στο χώμα κάτω.
Και σημασία καμιά δεν έχει ο σκληρός ο πάγος,
ούτε η φωτιά της κολασης που αμαυρώνει,
γιατί κοιτάζοντάς σε θα το μάθει πριν ο ουρανός.
Αρκεί που σε θωρώ όταν κοιμάμαι η όταν ξαγρυπνώ,
απόμακρη να είσαι μες στους αντίποδες τώρα,
που αν δε σε λαμπρύνω εδώ μές στο χώμα ,
σίγουρα θα μου σφαλιστούν τα ουράνια.
Y APENAS TE CONOZCO
Y apenas te conozco y ya te extraño,
en ti fijando todo el pensamiento.
que tras tus huellas la corteza araño.
Más que un milenio fueron estos años,
en tu espera mirando el firmamento,
y apenas te conozco y ya te extraño.
Pero aguardarte no fue un desengaño,
y no importa si acá aún no te siento,
que tras tus huellas la corteza araño
del orbe ahora impenetrable al daño,
por ti mudado en venturoso asiento,
y apenas te conozco y ya te extraño.
Bien me ha valido ansiarte tanto antaño,
no más palpando como un ciego el viento,
que tras tus huellas la corteza araño.
Poseo al fin del monte el gran tamaño,
y del seso divino entendimiento,
y apenas te conozco y ya te extraño,
que tras tus huellas la corteza araño.
26 de noviembre de 1981
ΚΙ ΙΣΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ
Κι ίσα που σε γνωρίζω κι ήδη σε παραξενεύω ,
τη σκέψη μου όλη εστιάζοντας σε σένα.
τι πίσω απ’ τα χνάρια σου την κόρα γρατζουνίζω.
Πιο πολλά από μια χιλιετία ήτανε αυτά τα χρόνια,
όπου περιμένοντάς σε ατένιζα το σύμπαν,
κι ίσα που σε γνωρίζω κι ήδη σε παραξενεύω.
Αλλά το να σε περιμένω δε μου ήταν μια ψευδαίσθηση,
κι ούτε που με νοιάζει αν εδώ ακόμα δε σε ξέρω,
τι πίσω απ’ τα χνάρια σου την κόρα γρατζουνίζω
του σύμπαντος που απροσπέλαστο στη φθορά είναι,
τοποθετημένος από σένα σε ευτυχισμένη θέση,
κι ίσα που σε γνωρίζω κι ήδη σε παραξενεύω.
Καλά το αξιώθηκα ποθώντας σε πέρσι τόσο,
δίχως να πασπατεύω άλλο όπως ένας τυφλός τον άνεμο,
τι πίσω απ’ τα χνάρια σου την κόρα γρατζουνίζω.
Κατέχω τελικά του βουνού το μέγεθος το μεγάλο,
και της θεότητας τη νόηση,
μα πίσω απ’ τα χνάρια σου την κόρα γρατζουνίζω,
.
26 του Νοέμβρη του 1981
Algún día el amor...
Algún día el amor
yo al fin alcanzaré,
tal como es entre mis mayores muertos:
no dentro de los ojos, sino fuera,
invisible, mas perenne,
si de fuego, no de aire.
Κάποια μέρα την αγάπη
Κάποια μέρα την αγάπη
εγώ στο τέλος θα πετύχω
τέτοια όπως είναι ανάμεσα στους μεγάλους μου νεκρούς:
όχι μες στα μάτια ,αλλά απέξω
αόρατη, πιο αιώνια,
αν όχι της φωτιάς, ναι ,του αέρα.
LAS COSAS DE LA CASA
He aquí la casa bien oculta
tras las nubes de la celeste bóveda,
preservándola de los fieros cacos
terrenales que alrededor acechan;
y así poder vivir metido en ella
en medio de una tibia paz siquiera,
aferrándose a las calladas cosas
que no dejan de estar a cada rato
acompañando como dulces seres;
porque al paso del día y de la noche
todo aquello que inerte y fiel yace
en las proximidades de uno siempre,
en el templado seno de la casa,
resulta parte de la invisible alma,
ya una sola naturaleza exacta
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ
Να εδώ το σπίτι το καλά κρυμμένο
πίσω απ’ τα σύννεφα του ουράνιου θόλου,
προφυλαγμένο απ’ τους σκληρούς, τους
γήινους λωποδύτες που ολόγυρα ενεδρεύουν:
κι έτσι μέσα του κλεισμένος θα μπορώ να ζήσω
εν μέσω μιας πράας ειρήνης
αρπαγμένος απ’ τα σιωπηλά πράγματα
που δε παύουν να είναι εκεί κάθε στιγμή
συνοδεύοντας μας σαν γλυκά όντα:
γιατί στο πέρασμα απ’ τη μέρα και τη νύχτα
όλο εκείνο που αδρανές και πιστό κείται
στις παρυφές κάποιου πάντα,
στη τρυφερή αγκάλη του σπιτιού,
κομμάτι είναι τελικά της ψυχής της αόρατης
και ίχι μια μόνη ξεχωριστή φύση.
EL PRESAGIO
(López de Ayala + Marinetti)
Arriba, pastor, las manos!,
y entrégame a la pacífica
por el resto de los siglos
y los siglos. Así sea.
Esa yegua + alondra, ese pedernal + chispa,
esa flor + breve brizna = humana señora
y llorona sobre todo, que nunca tuve (¿por qué?),
no en semejanza a papá olmo con su rosa pura.
¡Arriba, pastor, las manos!,
y entrégame a la pacífica
por el resto de los siglos
y los siglos. Así sea.
Y ni un pedacito suyo he tenido entre mis dedos,
aunque fuere por un rato tan fugaz como centella,
pese a codiciarla tanto desde la misma llegada,
allá en la semilla clara, acá en la floresta oscura.
¡Arriba, pastor, las manos!
y entrégame a la pacífica
por el resto de los siglos
y los siglos. Así sea.
Hortelano, mayoral, que te la llevaste fiero
por ser tú un varón astuto en mudar tu propia faz,
como si en realidad uno para el otro fueran,
tú & ella = toro-oveja, tú & ella = olmo-rosa
¡Arriba, pastor, las manos!,
y sabrás lo que perdiste
por el resto de los siglos
y los siglos. Así sea.
GRATIAS DEO
Ο ΟΙΩΝΟΣ
[1971]
(Λόπεθ ντε Αγιάλα+ Μαρινέττι)
Ψηλά, ποιμένα, τα χέρια!,
και εν ειρήνη έχε με
για το υπόλοιπο των αιώνων
και των αιώνων. Έτσι ναναι.
Αυτή φοράδα + κορρυδαλός, αυτός μπαρούτι + σπίθα,
αυτή λουλούδι + μικρός μίσχος = ανθρώπινη κυρία
και κλαψιάρα πρώτα απ’ όλα, που ποτέ δεν είχα (γιατί?),
όχι όμοια με γέρικη φτελιά με το καθάριο της ρόδο.
Ψηλά, ποιμένα, τα χέρια!,
και εν ειρήνη έχε με
για το υπόλοιπο των αιώνων
και των αιώνων. Έτσι ναναι.
Κι ούτε ένα δικό της κομματάκι δεν είχα ανάμεσα στα δάχτυλά μου,
Κι αν ακόμα ήταν για μια στιγμή τόσο φευγαλέα όπως μία σπίθα,
Παρόλο που τη λαχταρούσα τόσο από τη στιγμή της άφηξής της,
πέρα εκεί στην καθαρή σπορά, εδώ στη σκοτεινή ανθοβολή.
Ψηλά, ποιμένα, τα χέρια!,
και εν ειρήνη έχε με
για το υπόλοιπο των αιώνων
και των αιώνων. Έτσι ναναι.
Κηπουρέ,επιστάτη, που σκληρός μου την πήρες
όντας εσύ ένας πανουργος αφέντης στο να αλλάζεις την όψη σου,
σαν να ήσασταν στη πραγματικότητα ό ένας για τον άλλο,
εσύ & κείνη = ταύρος-προβατίνα, εσύ & εκείνη = φτελιά-ρόδο
Ψηλά, ποιμένα, τα χέρια!,
και εν ειρήνη έχε με
για το υπόλοιπο των αιώνων
και των αιώνων. Έτσι ναναι.
GRATIAS DEO
EL RENACER
Por el motivo de tu larga ausencia,
hora a hora de bien a mal pasaba
como el sol en la nieve derretido
o el viento a ciegas en la espesa niebla,
y seca la esperanza
en esta región por entero ajena,
sin puntos cardinales
ni un lugar en los reinos del planeta,
y al no tenerte allí,
sin fuego, ni agua, ni aire me encontraba.
Mas de mal a bien vuelvo de repente
al conocer tu aviso y tus señales
que desde las antípodas me envías
entre las viejas ruinas de Occidente,
restituyendo así
aquella lumbre que me iluminaba,
aunque sigo ignorando
si es de la superficie de tus ojos
o del fondo de tu alma,
el resplandor que de ti viene a mí.
Y de la cruda oscuridad confusa,
día y noche ayer cuando ausente tú,
feliz vuelvo a la causa de la vida,
respirando de nuevo todo el aire
a la par de los seres
que sobre la corteza ufanos nacen
al inicial suspiro;
y por ti el vital soplo se restaura
intacto para siempre
en uno y otro kilo, metro y litro.
Ya renacido tras la estéril hora,
como por la primera vez empiezo
a andar sobre la esférica corteza
juntamente a tus pasos codiciados
rumbo al pie del rosal,
en donde roble que soy yo ceñido
por liana que eres tú,
extáticos no dos mas uno solo,
entre el cielo y el suelo,
por dentro entrañas con entrañas ambos.
Lo que comienzo ahora es el camino
en pos dela morada de la dicha,
como absoluto punto cardinal
que a la cima de la delicia guía,
y tú allí finamente,
y te miro y te palpo y te deseo,
que en carne y alma estás
por hado y por natura plenamente,
como ídolo purísimo.
que desde su presencia al Edén paso.
Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Λογω της μακράς σου απουσίας,
ώρα την ώρα στο κακό απ’ το καλό περνούσα
όπως ο ήλιος στο λιωμένο χιόνι
η στα τυφλά ο άνεμος μες στη πυκνή ομίχλη,
και στεγνή η ελπίδα μου ήταν
σε τούτο το εντελώς αφιλόξενο μέρος,
δίχως τα βασικά σημεία
δίχως ένα τόπο στα βασίλεια μέσα του πλανήτη,
κι αφού εκεί δε σ’ είχα,
δίχως φωτιά, δίχως νερό, δίχως αέρα βρισκόμουν.
Αλλά απ’ το κακό στο καλό ξαφνικά επιστρέφω
Μόλις έμαθα την ειδοποίηση και τα μηνύματά σου
που από τους αντίποδες μου στέλνεις
μέσα απ’ τα παλιά ερείπια της Δύσης,
αντικαθιστώντας έτσι
τη δάδα εκείνη που φωτισμένο μ’ είχε,
αν και να αγνοώ συνεχίζω
αν είναι απ’ την επιφάνεια των ματιών σου
η απ΄το βάθος της ψυχής σου μέσα,
η λάμψη που από εσένα έρχεται σε μένα.
Και από τη σκλή τη σκοτεινιά την ανακατωμένη,
μέρα και νύχτα εχθές όταν εσύ ήσουν απούσα,
ευτυχισμένος επιστρέφω στης ζωής την αιτία,
τον αέρα όλο αναπνέοντας και πάλι
και στο άρτιο των όντων
που στης γης την επιφάνεια πάνω αλαζονικά γενιούνται
με τον τον πρώτο αναστεναγμό;
και για σένα η ζωτική αύρα αναγεννιέται
ακέραιη για πάντα
μέσα σε ένα κιλό, σε ένα μέτρο μέσα και σε ένα λίτρο.
Πια ανναγενημένος μετά τη στείρα ώρα,
οπως τη πρώτη φορά αρχίζω
στη σφαιρική επιφάνεια πάνω να περπατώ και πάλι
δίπλα στα άπληστά σου βήματα
rumbo στης τριανταφυλλιάς το δέρμα,
όπου δρυς που είμαι εγώ ζωσμένη
από σενα που είσαι εσύ,
εκστατικοί όχι δυο αλλά ένας μόνο,
ανάμεσα σε γη και ουρανό,
από τα μέσα σωθικά με σωθικά κι οι δυο μας..
Αυτό που αρχίζω τώρα είναι ο δρόμος
προς αναζήτηση της κατοικίας της ευτυχίας,
σαν ένα απόλυτο νευραλγικό σημείο
που στη κορφή της ευτυχίας οδηγεί,
και σε σένα εκεί τελικά,
και σε κοτάζω και σε ψηλαφίζω και σε ποθώ,
που με ψυχή και σώμα βρίσκεσαι
από το θεό και απ’ τη φύση πλήρως,
σαν ένα πεντακαθαρο είδωλο.
που λόγω της παρουσίας σου στην Εδέμ περνώ.
LOS LIBROS DESAIRADOS
No, no es un rimero cualquiera,
sino una gran torre de libros
cuya cima los cielos toca,
y la base aquí al lado de uno,
justamente de modo estrecho,
siendo mañana, tarde, noche
un solo todo palpitante
con aquel que los congregó
como un bibliómano empeñoso
e indeclinable pese al tiempo.
Pero la insólita verdad
es que son vistos de reojo
por quien paradójicamente
ama los libros con pasión,
aunque no intenta devorarlos
o por la nociva pereza
o porque es tal el mar de páginas
que prácticamente lo ahoga,
hasta mudarlo en pececillo
difunto en la arenosa orilla.
Y tales seres desairados
urden su vergüenza en silencio
y en consecuencia cada libro
que cubren con supremo afán escribe
el dueño de esta biblioteca
ni una hoja siquiera es leída
como una justiciera acción,
pues no leer a otro lo paga
con los frutos en sus entrañas
que en menos también son tenidos.
Allá, allá recónditamente
las mil páginas del bibliómano,
donde en cuerpo y alma él se vuelca,
y no obstante el sincero ímpetu
ni una mínima línea palpa
la microscópica polilla,
no por mantenerlas incólumes,
mas sí como un descortés gesto
conforme al designio del hado
respecto a esos sensibles libros.
Y codo con codo están juntos
en cada estante terrenal,
como las tumbas alineadas
en un cementerio infinito,
y helos los unos y los otros
en verdad qué apesadumbrados
bajo el olvido irremediable
del ayer, el hoy y el mañana,
que allí menospreciablemente
como unas inservibles cosas.
ΤΑ ΑΤΥΧΑ ΒΙΒΛΙΑ
Όχι,δεν είναι μια οποιαδήποτε στίβα,
αλλά ένας μεγάλος πύργος από βιβλία
που η κορφή του τους ουρανούς αγγίζει,
κι η βάση είναι κάποιου εδώ δίπλα,
δίκαια και κατά ένα αποκλειστικό τρόπο,
αποτελώντας πρωί, απόβραδο, νύχτα,
ένα μοναδικό παλλόμενο όλον,
με κείνον που τα μάζεψε
όπως ένας εμονικός και άκαμπτος
βιβλιομανής στο πείσμα του χρόνου.
Αλλά η αδιαμφισβήτητη αλήθεια
είναι πως είναι ιδωμένα με λοξό μάτι
από αυτόν, που παραδόξως
τα βιβλία αγαπά με πάθος,
παρόλο που δε προσπαθεί να τα καταβροχθίσει,
η λόγω της επιζήμιας βαρεμάρας
η γαιτί είναι αχανής των σελίδων τους η θάλασσα,
που πρακτικά τον πνίγει,
ώσπου να τον μετατρέψει σε νεκρό
ψάρι μες στην αμμουδερή ακτή.
Και κάτι τέτοια άτυχα όντα
υφαίνουν στη σιωπή μέσα τη ντροπή τους
και φανερό είναι κάθε βιβλίο
που κρύβουν με υπερτατο ζήλο γράφει
ο κάτοχος αυτής της βιβλιοθήκης
ούτε μια σελίδα τους δεν είναι μετά διαβασμένη
σαν μια δικαιωμένη πράξη,
καθώς με το να μη διαβάζει άλλο το πληρώνει
με τους καρπόύς μες στα σωθικά του
που ελάχιστα επισης είναι κρατημένοι.
Εκεί πέρα, εκεί πέρα, απόμερα
του βιβλιομανούς οι χίλιες σελίδες,
όπου ψυχή και σώματι αυτός σ’ αυτές αφοσιώνεται,
και παρά τη σοβαρή ορμή του
ούτε μια ελάχιστη γραμμή δεν ψαχουλεύει
ο μικροσκοπικός ο κόρος,
όχι για να τις διατηρήσει σώες και αβλαβείς,
αλλά σαν μια αγενή χειρονομία
σύμφωνα με το σχέδιο του θεού
σε σχέση με τα ευαίσθητα βιβλία.
Και χέρι με χέρι είναι ενωμένα
πάνω σε κάθε γήινο ράφι,
όπως οι τάφοι οι αποξενωμένοι
μέσα σε ένα απέραντο νεκροταφείο,
και ιδού κάποια απ’ αυτά με τ’ άλλα
στ’ αλήθεια πόσο είναι θλιμένα
κάτω απ’ την αναπόφευκτη λησμονιά
του χθες, του σήμερα και του αύριο,
αφού εκεί υποβαθμισμένα είναι
σαν κάποια άχρηστα πράγματα .
A FILIS
Un nudo por eterno no de hilos
contigo, Filis mía, ni de cintas
ni menos hechos de livianas cuerdas,
más sí anudados yo y tú por las aguas,
por largas lenguas de ardoroso fuego
y movimientos sin cesar del aire.
Así en nudo de fuego y agua y aire,
cuya cuerda es un digno y puro hilo
más purpurado que los propios fuegos,
más fino que la fibra de las cintas,
y dentro yo y tú como pez en agua,
tal dos hilos juntos en una cuerda.
Ninguno desatar podrá las cuerdas
con que firme nos ha anudado el aire,
ni tampoco la ligazón del agua,
que en uno y otro caso es vital hilo,
soldándonos como umbilical cinta,
entremezclada de aire y agua y fuego.
Ondas etéreas, ondas de gran fuego,
ondas líquidas, Filis, como cuerdas,
o perpetuamente adhesivas cintas,
nos ciñen hasta más allá del aire,
atándonos con delicados hilos
a los senos del cielo, suelo y agua.
Si juntos no nacimos en el agua,
Junto sí nos enlazarán los fuegos
de las redes de eléctricos mil hilos
conectados al cabo de las cuerdas,
que nos sostienen a ambos en el aire,
como al planeta de celestes cintas.
Esta acuática, aérea y montés cinta
ligándonos debajo de las aguas,
entre las capas próximas del aire
y en la entraña de todo dulce fuego,
del cual nos hala la postrera cuerda
y a donde nos regresa el primer hilo.
No por cuerdas atados ni por cintas,
mas un hilo ya somos, Filis, de agua,
soplo ya de aire, lengua ya de fuego.
ΣΤΗ ΦΙΛΙΔΑ
Ένας παντοτινός δεσμός μαζί σου
όχι από κλωστές , Φιλίδα μου, ούτε από ταινίες
κι ούτε ακόμα καμωμένος από χαλαρές χορδές,
αλλά πια απ’ τα νερά ,εγώ κι εσύ, δεμένοι ,
κι απ’ ττις τεράστιες γλώσσες μιας καυτής φωτιάς
κι από τις ασταμάτητες κινήσεις του αγέρα.
Έτσι σε ένα δεσμό από φωτιά, από νερό κι αγέρα,
που η χορδή του είναι ένας δυνατός και καθαρός μίτος
πορφυρμένος πιο πολύ κι από τις φωτιές τις ίδιες,
πιο φίνος απ’ την ίνα που φτιαμένες είναι οι ταινίες,
και μέσα του εσύ κι εγώ σαν ένα ψάρι μέσα στο νερό,
έτσι δυο μίτοι σε μια χορδή μόνο.
Κανένας τις χορδές δε θα μπορέσει να λύσει
Με τις οποίες σταθερά μας ένωσε ο αέρας,
ούτε επίσης το δέσιμο του νερού,
που ζωτικός είναι δεσμός και στη μια και στην άλλη περίπτωση,
συγκολώντας μας σαν ένα οφάλιο λώρο,
αναμειγμένο με τον αέρα,το νερό και τη φωτιά.
Κύματα του αιθέρα, κύματα μις φωτιάς μεγάλης,
ρευστά κύματα, Φιλίδα, σαν χορδές
η αιωνίως κολλητές ταινίες,
μας δένουν ως τον αέρα εκί πέρα,
προσδένοντάς μας με ντελικάτους μίτους
στους κόρφους μέσα του ουρανού, της γης και του νερού.
Κι αν μαζί μες στο νερό δε γενηθήκαμε,
μαζί,ναι,θα μας συνδέσουν οι φωτιές
των δικτύων από χίλιους ηλεκτρικούς δεσμούς
δεμένους στην άκρη των χορδών,
που μας κρατούν και τους δυο μες στον αέρα
όπως κρατιέται ο πλανήτης απ’ τις ουράνιες ταινίες.
Αυτή η υδάτινη, αέρινη και βουνίσια ταινία
ενώνοντάς μας απ’ τα νέρα κάτω,
ανάμεσα στα κοντινά στρώματα του αέρα
και στα σωθικά μέσα κάθε γλυκιάς φωτιάς,
απ’ όπου μας τραβά η τελευταία χορδή
κι όπου μας ξαναφέρνει ο πρώτος μας δεσμός.
Όχι από χορδές προσδεμένοι αλλά από ταινίες ,
αλλά ενας μίτος πια είμαστε, Φιλίδα μου, από νερό,
αύρα πια του αέρα, γλώσσα πια της φωτιάς.
EL BUEN MUDAR
El horizonte es tan inescrutable,
y no sé qué se anida tras su línea,
ni dónde empieza ni por dónde acaba,
si abajo cerca del terrenal suelo
a lo largo de una llanura verde,
o allá arriba en el alto cielo azul,
que deseo mudarme
a un punto de la línea horizontal
y a buen recaudo allí
ponerme para siempre por entero,
porque desde la cuna
tal lugar lo he buscado con porfía
más allá de la luz y las tinieblas.
Nunca diviso ni uno de sus límites,
que seguro posee un par de alas
como pájaro o ángel de la guarda,
y se va el horizonte así volando
no sé si a otro término del mundo
o hacia un ángulo del empíreo hermético,
que el lugar codiciado
huidizo e inalcanzable es día a día,
paraje oculto aún,
pero no dejo nunca de buscarlo
hoy despierto o durmiendo,
mañana navegando en el Leteo,
que allí a perpetuidad deseo estar.
Espero que aparezca de repente,
aunque sea un puntito imperceptible,
para enrumbar los pasos ayer ciegos,
donde disfrute la futura edad,
tal nave que de popa a proa arrimase
a tierra firme tras feroz tormenta;
y basta un solo átomo
del remoto paraje aún no visto,
que si lo veo al fin,
en pos de él pronto vuelo, nado y ando,
que a la vez sea tal
la mudanza hacia el escogido sitio,
en el que yo administre todo mi ocio.
Que dada la ocasión de vivir hoy,
en el terreno mundo todavía,
me encamino animoso sin cautela
a la vivienda natural y segura
no cerca de la humana prisión negra,
y menos de la inoportuna muerte,
pues he aquí la morada:
visible punto en la horizontal línea
para alcanzar ahora
lo que fue escatimado en primavera
en la pasada edad,
que justo premio es hoy el buen mudar,
y rindo eternas gracias que así sea.
17 de diciembre de 1986
Η ΚΑΛΗ ΜΕΤΟΙΚΙΣΗ
Ο ορίζοντας τόσο ανεξιχνίαστος είναι,
κι εγώ δε ξέρω τι φωλιάζει απ’ τη γραμμή του πίσω,
ούτε από που αρχίζει κι ούτε που τελειώνει,
αν κάτω κοντά στο γήινο έδαφος
κατά μήκος μιας πράσινης πεδιάδας,
η εκεί πάνω στο ψηλό γαλάζιο ουρανό,
που να μετοικήσω θέλω
σε ένα σημείο της γραμμής των οριζόντων
και σε σίγουρο μεέρος εκεί
να μπω για πάντα ολόκληρος,
γιατί από την κούνια μου
ένα τέτοιο τόπο με εμονή τον αναζήτησα
πιο πέρα από το φως και τα σκοτάδια.
Ποτέ δε ξεχωρίζω ούτε ένα απ’ τα πέρατά του,
γιατί είναι σίγουρο ότι κατέχει ένα ζευγάρι από φτερά
σαν πουλί η σαν φύλακας άγγελος,
και στον ορίζοντα πάει πετώντας
δεν ξέρω αν στην άλλη άκρη του κόσμου
η προς μια γωνιά του ερμητικού ουρανού ,
που ο ποθητός τόπος
της καταφυγής και ο άφταστος είναι μέρα με τη μέρα,
κρυφός τόπος ακόμα,
αλλά δεν παύω ποτέ μου να τον ψάχνω
σήμερα ξύπνιος η κοιισμένος,
αύριο πλέοντας μέσα στον ποταμό της Λήθης,
καθώς εκεί μες στην αιωνιότητα να βρίσκομαι θέλω.
Ελπίζω να εμφανιστεί ξάφνου,
Αν και είναι ένα μικρό αδιόρατο σημείο,
για να οδηγήσει τα χθεσινά τυφλά μου βήματα,
εκεί όπου θα απολαύσω την έσχατη ηλικία,
σαν πλοίο που με τη πρύμη και τη πλώρη πρσαρράζει
σε γαλήνια γη μετά τη τρομερή καταιγίδα;
και αρκεί ένα άτομο μόνο
από τον απόμακρο τόπο τον ακόμα μη ειδωμένο,
που τελικα,ναι,το βλέπω,
προς αυτόν σύντομα πετώ, κολυμπώ και βαδίζω,
που ταυτόχρονα θα είναι τέτοια
η μετοίκηση προς το διαλεγμένο τόπο,
όπου εγώ θα περνώ κάθε μου σχόλη.
Γιατί με δεδομένη την ευκαιρία να ζήσω,
μέσα στον γήινο ακόμα κόσμο,
οδεύω ψυχωμένος και χωρίς προφύλαξη
στη φυσική και ασφαλή μου κατοικία
όχι κοντά στη φυλακή τη μαύρη των ανθρώπων,
κι ούτε σ’ αυτή του αναπόφευκτου θανάτου,
αφού να εδώ η κατοικία είναι:
σημείο ορατό μες στη γραμμή των οριζόντων
για να πετύχω τώρα
αυτό που λειψό ήταν μες στην Άνοιξη
στη παρελθούσα εποχή,
αφού δίκαιο βραβείο σήμερα είναι η καλή μετοίκιση,
και αποδίδω ευχαριστώ αιώνια ώστε έτσι ναναι..
17 του Δεκέμβρη του 1986
El guardadameta
Por velar el arco
del verde campo ,
por aquel del universo
sumo ser animado,
como los aires, la piedra o las aguas semejante,
e inerte, fijo, sin vida, tres palos colocados
en los linderos del orbe por donde se entra o se sale
ya mañana, tarde, noche, de estación en estación,
tu desdeñas fríamente,
sin pensar jamás dos veces,
el peso del centrofodward
que el cielo te reservaba
por ser hijo primogénito de la familia terrestre
y elaborado en el seno de los gérmenes supremos,
con óptimo patrocinio y el mayor de los primores,
tal si fueras destinado a vivir eternamente.
Y te olvidas por completo
de ti mismo y de tus deudos,
que están vivos y no son
este arco que tu vigilas,
que nunca ríe y no habla y no se mueve un centímetro,
para siempre indiferente a tus mil preocupaciones
en torno al balón ferroso de los mal aviesos hados,
en tanto ayunan contigo tus deudos en las tribunas,
mirándote todos mustios
como velas noche a noche
tu arco más inanimado
que la piedra, el agua o el aire.
Ο τερματοφύλακας
Για να φυλάξω τα γκολπόστ
του πράσινου γηπέδου του φουτμπόλ,
αντί εκείνα του σύμπαντος
σαν μια ανώτερη εμψυχωμένη ύπαρξη,
όπως οι άνεμοι, η πέτρα και τα νερά ,
και αδρανής, σταθερός, χωρίς ζωή, με τρία δοκάρια μπηγμένα
στο χώμα των γκολπόστ απ’ όπου μπαίνοβγαίνει η μπάλα
κάθε πρωί, απόγεμα, βράδυ, από εποχή σε εποχή,
εσύ αυτό το αμφισβητείς ψυχρά,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς δυο φορές,
το βάρος της φυγόκεντρης δύναμης
που ο ουρανός φύλαγε για σένα
γιατί ήσουν ο μονογενής υιός μιας γήινης φαμίλιας
ο μεγαλωμένος μέσα στον κόρφο της ,
με τη πατρική υποστήριξη και τη μεγαλύτερη φροντίδα,
έτσι σαν να ήταν απ’ τη μοίρα σου γραμμένο πως θα ζήσεις αιώνια.
Και ξεχνάς εντελώς τον εαυτό σου
και τις υποχρεώσεις σου,
που υπαρκτές είναι και όχι
αυτά τα γκολπόστ που εσύ φυλάς,
που ποτέ δε γελούν,που δε μιλούν ,που δε κινούνται ούτε ένα εκατοστό,
για πάντα αδιάφορα για τις χίλιες ανησυχίες σου
γύρω από την τρομερή μπάλα των κακόβουλων θεών,
που τσιγκούνηδες είναι μαζί σου στις εξέδρες,
θωρώντας σε όλοι κατσουφιασμένοι
καθώς φυλάς νύχτα τη νύχτα
τα δίχτυα σου που πιο άψυχα είναι
από την πέτρα, το νερό και τον αέρα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Μάριο ΒάργκαςΛιόσα
Πρόλογος του Οι ενωμένοι στίχοι. Ποιητικά άπαντα (Σεβίλλη 2008)
(Μετάφραση :Λούνα Σιμάτου)
Προσέγγιση στην γραφή μίας από τις από τις βασικές προσωπικότητες της σύγχρονης ισπανοαμερικάνικης ποίησης.
Ο Κάρλος ΧερμάνΜπέλλι είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση της ισπανόφωνης ποίησης. Μην έχοντας εμπειρία μήτε γνώσεις, από τότε που ανακάλυψε, στο λύκειο ακόμη, την ποίηση, και διαβάζοντας τον ΡουμπένΝταρίο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, έχει ακολουθήσει ως ποιητής έναν καθαρά δικό του δρόμο, δημιουργώντας, όπως λέει ο Μπόρχες, τους δικούς του προκατόχους και παράγοντας ένα έργο τολμηρής και ανέλπιστης φύσεως, το οποίο, με την πάροδο των χρόνων, έχει καταλήξει να αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο ουσιαστικά και αυθεντικά της εποχής μας.
Αυτή η αναγνώριση καθυστέρησε λόγω του ότι η ποίηση του Μπέλλι δεν είναι εύκολη, ούτε κάνει παραχωρήσεις στους αναγνώστες, αλλά τους αψηφά και τους προκαλεί, με σκοπό να μπορέσουν να την κατανοήσουν και να την απολαύσουν, να ανατρέξουν τις πιο βασικές ιδέες αυτού που, στο γενικότερο πλαίσιο αυτών των λέξεων, θεωρείται ως ποίηση και ως ομορφιά. Τα πάντα σε αυτό το έργο είναι προβληματικά, ξεκινώντας από τις τόσο ανώμαλες πηγές του. Σε αυτό, ο υπερρεαλισμός, ο λετρισμός και τα κινήματα του αποκαλούμενου αβανγκαρντισμού, έχουν αφήσει τη σφραγίδα τους, όπως επίσηςοι μεγάλοι ποιητές του Χρυσού Αιώνα, και οι κλασσικοί όπως ο Πετράρχης. Ωστόσο, ομοίως άξια αναφοράς είναι η αργκό της Λίμα και τα ρητά και τα στιχάκια των φτωχογειτονιών, τα οποία στα ποιήματα του Μπέλλι συχνά παρερμηνεύονται ως λόγιες και ως πιο επιτηδευμένοι αρχαϊσμοί μέσα από τις τόσο αναπάντεχες όσο ερειστικές εικόνες, μεταφορές και αλληγορίες. Όλο αυτό φαίνεται να υπονοεί ότι η ποίηση του Μπέλλι είναι φορμαλιστική και πειραματική, μία αναζήτηση καινοτομιών και τόλμης στον τομέα της λέξης, του ρυθμού, της στροφής και του στίχου. Και, όντως, αυτό είναι, όμως μόνο στη δεύτερη περίπτωση, γιατί, στην πραγματικότητα, αυτή η ποίηση της έκφρασης, τόσο δουλεμένη και ιδιαίτερη, τόσο εκλεπτυσμένα μανιεριστική, έχει προκύψει μέσα από εμπειρίες, μέσα από πάθη και βάσανα, είναι μία δραματική μαρτυρία της καθημερινότητας και των ανησυχιών, των μιζεριών, των απατών, των χίμαιρών και των σπάνιων περιστάσεων, την οποία ο ποιητής εκφράζει με θράσος, αλλά και με απελπισία, ντύνοντας τα με αυτή την πολυτελή ενδυμασία, σαν μία άστεγη, ξεδοντιάρα και πυώδη γριά τυλιγμένη με κάπες από ερμίνα και πολύτιμα κοσμήματα.
Όλο αυτό το γκροτέσκο που υπάρχει στις έντονες αντιθέσεις από τις οποίες απαρτίζεται η ποίηση του Κάρλος ΧερμάνΜπέλλι εξανθρωπίζεται μέσα από το χιούμορ, ένα ακόμη μοτίβο του ποιητικού του κόσμου. Ένα χιούμορ κάποιες φορές καυστικό και άλλες εχθρικό και μανιασμένο, ένα χιούμορ που προκαλεί γέλιο και ταυτόχρονα ανησυχία, και που μας κάνει να συλλογιστούμε όλο αυτό που αποτελεί για τον ποιητή υλικό για αστείο και κοροϊδία: η ανθρώπινη υπόσταση, η κυριαρχία, η ελευθερία, το πεπρωμένο, ο χρόνος, τα γηρατειά, ο θάνατος και η μοναξιά. Δεν γνωρίζω κανέναν άλλο ποιητή της γλώσσας μας που να αντιπροσωπεύει καλύτερα από τον Κάρλος ΧερμάνΜπέλλι αυτό που ο Αντρέ Μπρετόν περιέγραψε ως «μαύρο χιούμορ» στην διάσημη ανθολογία του. Στα ποιήματα του Μπέλλιμία ζέβρα μασουλάει το ακρωτηριασμένο χέρι ενόςμικρούκοριτσιού, δύο μασημένες μπουκιές συζητούν στο «λαϊκό στομάχι» του ποιητή και αναρωτιούνται που πάνε μετά· ο ίδιος ο ποιητής, που είναι ένας φτωχός γραφιάς στο Περού, γίνεται «κομμάτια από την κούραση», και υπάρχει ένας τόπος με το όνομα «Βούρκος» όπου πηγαίνουν για να μοχθήσουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που, όπως ο ποιητής, νιώθουν ότι αυτός είναι ένας κόσμος γεμάτος απόγνωση, ένα ερείπιο. Δεν είναι παράξενο που το έμβρυο που θα ξεμυτίσει σε αυτόν τον απαίσιο κόσμο συνοφρυώνει το μέτωπο και σηκώνει τα φρύδια έντρομο μπροστά σε μία παρόμοια προοπτική. Εκείνο, όταν μεγαλώσει και αποκτήσει το ποταπό ανθρώπινο πεπρωμένο του, θα καταλήξει αναμφίβολα δοξάζοντας την Θεά Κυβερνητική, εκείνο το παράξενο κραυγαλέο φετίχ που, από την πρώιμη εποχή, παίζει στην ποίηση του Μπέλλι το ρόλο της θεότητας και της προστάτιδας, τόσο τεχνητό και μπαρόκ, τόσο μακάβριο και παράλογο όσο αυτή η ανθρωπότητα, ανοργάνωτη, χαμένη και προβληματισμένη, που έχει δημιουργήσει μέσα από αυτή τη θεότητα της.
Ο πεσιμισμός που αποπνέει η ποίηση του Κάρλος ΧερμάνΜπέλλι είναι ιστορικός και ταυτόχρονα μεταφυσικός. Έχει να κάνει με τις κοινωνικές καταστάσεις, οι οποίες διαιωνίζουν την αδικία, την ανισότητα, τις καταχρήσεις και την αναστάτωση, καθώς και με την ίδια την ύπαρξη, μία κατάσταση που ωθεί το ανθρώπινο όν προς ένα πεπρωμένο γεμάτο πόνο και αποτυχία. Εντωμεταξύ, εάν αυτή η φωνή που συμπαραστέκεται στον εαυτό της με αυτόν τον τόσο άθλιο τρόπο, και που ωρύεται, παραπονιέται και διαμαρτύρεται, και που φαίνεται κάποιες φορές να το απολαμβάνει σαν ένας μαζοχιστής, ήταν μονάχα αυτό, μία απλή απόγνωση, μία συνεχής φθορά, με δυσκολία θα ξυπνούσε από το ξόρκι και την προσήλωση που αξίζει πάντα η καλή ποίηση. Και αυτή είναι η περίπτωση της ποίησης του Μπέλλι, ο οποίος, όταν ο αναγνώστης μάθει να αποκωδικοποιεί τα στοιχεία του και διεισδύσει στους λαβυρίνθους του, μας αποκαλύπτει τους θησαυρούς που κρύβονται κάτω από αυτές τις μάσκες του οδυρμού και της απόγνωσης: μία βαθιά τρυφερότητα, έναν οίκτο που αναδύεται μέσα από την ηθική και υλική μιζέρια αυτών που υποφέρουν και είναι ανίκανοι να αντισταθούν στις επιθέσεις μίας ζωής που δεν καταλαβαίνουν, που τους ταράζει και τους κατακρημνίζει σαν έναν κυκλώνα ή ένα ξαφνικό παλιρροιακό κύμα. Οίκτος, ανθρωπότητα, αλληλεγγύη για αυτούς που βασανίζονται, μέσα από το ίδιο το βάσανο, κάτω από τις γιρλάντες και τους αναστεναγμούς, μία καρδιά που αιμορραγεί, σταγόνα-σταγόνα, και κάνει δικό της τον πόνο που γεννά ο κόσμος: αυτό αντιπροσωπεύει η ποίηση του Μπέλλι. Λέω «αντιπροσωπεύει» με τη θεατρική έννοια της λέξης. Γιατί η ποίηση του Μπέλλι αποτελεί επίσης θέαμα.
Ήδη έχουμε δει κάποιους από τους ιδιόρρυθμους, αποκρουστικούς και αξιοθρήνητους χαρακτήρες που πρωταγωνιστούν σε αυτή τη μακάβρια κωμωδία: αυτοί είναι μόλις ένα δείγμα αυτού της ετερόκλητης πληθώρας του γκροτέσκου, των ανθρώπων και μη ανθρώπων, που παρελαύνουν σε αυτό το σύμπαν της καρικατούρας και του φανταστικού. Ωστόσο, παράλληλα με τον πεσιμισμό, αυτό το παράλογο και φαρσοκωμικό στοιχείο που υπάρχει σε αυτό τον εφιάλτη του μαύρου χιούμορ στον ποιητικό κόσμο του Μπέλλι, ανθρωποποιείται μέσα από την συναισθηματική αγνότητα που χαρίζει σε αυτή την παράξενη κωμωδία την αυθεντικότητα της, την ενθυμητική της δύναμη και την αλήθεια της. Είναι ένα παιχνιδιάρης και τσιρκοειδής κόσμος, όμως ο ποιητής δεν παίζει με αυτόν, ή, σε κάθε περίπτωση, παίζει με τη σοβαρότητα με την οποία κάποιος στοιχηματίζει τη ζωή του, ρισκάροντας όλα όσα έχει, και αυτό πρόκειται για ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου.Ξεκίνησα να διαβάζω τον Μπέλλι όταν δημοσίευσα τα πρώτα ποιήματα του, εκεί γύρω στη δεκαετία του πενήντα, στο περιοδικό Μερκούριο Περουάνο και η ανάγνωση εκείνης της μισής ντουζίνας κειμένων μου ήταν αρκετή για να αισθανθώ ότι επρόκειτο για μία νέα φωνή, για μία δυνατή ποιητική φερεγγυότητα και μία τεράστια τόλμη φαντασίας, ικανής -όπως μόνο γνωρίζουν να κάνουν οι μεγάλοι ποιητές- να κάνει αυτές τις αλλαγές που συνεπάγουν το να μετατρέψουν το άσχημο σε όμορφο, να προκαλέσει τη θλίψη και να κάνει χρυσό -ποίηση, δηλαδή- ό,τι αγγίζει. Όλα όσα έχει γράψει από τότε ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλο δεν έχουν κάνει τίποτε άλλο παρά να επιβεβαιώνουν και να εμπλουτίζουν το απίστευτο ποιητικό του ταλέντο.
Μάρκο Μάρτος
Στοχασμός πάνω στην ποίηση του Κάρλος Χερμάν Μπέλλι
(Μετάφραση: Τάσος Πασαλής)
Με αφορμή το μετάλλιο τιμής που έλαβε ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλι από το Κογκρέσο της Δημοκρατίας της χώρας μας για τις ιδιότητές του ως ποιητής, γράφω αυτές τις γραμμές. Δεν είναι συχνό στη σύγχρονη κοινωνία μια κρατική δύναμη να αποτίει φόρο τιμής σ’ έναν συγγραφέα. Μας χωρίζουν είκοσι οκτώ αιώνες από τότε που ένας αοιδός, ο Όμηρος, όρισε με τους στίχους του κοινά χαρακτηριστικά σε μια κοινωνία που είχε ανταγωνιστικές πόλεις, αλλά που τον αναγνώρισε ως τον ιδρυτή της αρχαίας Ελλάδας, τον δημιουργό των ιστοριών των ηρώων που μέχρι τώρα κατοικούν στη φαντασία μας. Είκοσι αιώνες έχουν περάσει από τότε που ο Βιργίλιος, με τον εκπληκτικό του στίχο, τραγούδησε τα κατορθώματα του τρωικού Αινεία, ο οποίος, βγαίνοντας από το αρχαίο Ίλιον, έπλευσε στις θάλασσες, έφτασε στην Καρχηδόνα κι έπειτα στα εδάφη του βασιλιά Λατίνου, για να ιδρύσει μια δυναστεία που με την πάροδο του χρόνου θα έκανε μεγάλη την αυτοκρατορική Ρώμη. Οι ποιητές με τον λόγο τους δημιουργούσαν έθνη ή απέτιαν φόρο τιμής στους θρύλους τους ή, όπως ο Βιργίλιος, δημιουργούσαν μια παράδοση που βόλευε τους κυβερνήτες και την οποία πίστευαν οι πολίτες.
Πριν ενάμισι αιώνα έζησε στις Ηνωμένες Πολιτείες ένας επικός συγγραφέας, ο Ουώλτ Ουίτμαν, ο οποίος στα ποιήματά του της μακριάς ανάσας, έδωσε λόγο ζωής σε κάθε άτομο και επεσήμανε έναν λόγο συλλογικής ύπαρξης σ’ ένα εύρωστο έθνος που πίστευε στη δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες που πολεμούσαν στον Ειρηνικό Ωκεανό στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με τα εφόδια και τα τρόφιμά τους, μετέφεραν ανάμεσα στα υπάρχοντά τους τα ποιήματα του Ουίτμαν για να ενθαρρυνθούν εν μέσω ανείπωτων δυσκολιών. Ωστόσο, τη στιγμή που ο αμερικανικός βάρδος έγραφε, στη Γαλλία, ένας ποιητής που είχε εκπροσωπήσει ολόκληρο το έθνος, ο Βίκτωρ Ουγκώ, έδινε την παλάμη του στον Μπωντλέρ, σε ένα συγγραφέας που έγινε ένας περιθωριακός,σε κάποιο που δεν είχε καθορισμένη θέση μέσα στην κοινωνία που του αρνούνταν τον παλιό τίτλο του μάγου της φυλής, για να τον περιθωριοποιήσει μαζί με τους ερημίτες, τους ζητιάνους, τους απροσάρμοστους της μητρόπολης. Εκείνη είναι η εικόνα που μας αφήνει ο Μπωντλέρ, χωρισμένος από τους ηγεμόνες και τον λαό, αλλά πηγαίνοντας, όπως ο τελευταίος στη σειρά, ουρλιάζοντας μέσα στους δρόμους κατά τη διάρκεια των ημερών του 1848. Είναι η εικόνα του ακοινώνητου και μοναχικού, αυτή του Μαλαρμέ που παράδινε ιδιαίτερα μαθήματα, ενώ δημιουργούσε την πιο σημαντική γλωσσική επανάσταση στην ποίηση του 19ου αιώνα.
Στη Λατινική Αμερική συμβαίνουν πάντα διαφορετικά τα πράγματα. Για οποιονδήποτε λόγο, οι ποιητές μας ήταν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα αξιοσέβαστοι απ’ όσο στην Ευρώπη. Αρκεί να θυμηθούμε την παραδειγματική μορφή του μεγάλου Ρουμπέν Νταρίο για να συλλογιστούμε ότι αυτή η ιδιοφυΐα της ισπανικής γλώσσας τιμήθηκε από τους κυβερνήτες των χωρών μας και συγχρόνως αγαπήθηκε και επαινέθηκε από τους ακροατές και αναγνώστες του.
Το Περού, την πατρίδα μας, ακόμη και πριν να έχουμε το ηχηρό όνομα που φέρουμε, ήταν γη ποιητών, καθώς το μαρτυρά ο Ίνκα Γκαρθιλάσο και τόσοι άλλοι χρονογράφοι που κάπως αντιλήφθηκαν την πρωτοτυπία της λογοτεχνίας στις γλώσσες κέτσουα (quechua) και αϊμάρα (aimara). Και με την πάροδο του χρόνου μάς γεννήθηκαν μεγάλοι ποιητές στα ισπανικά, ένας από αυτούς ο Μανουέλ Γκονθάλεθ Πράδα, που με το φλογερό του ρήμα συνέβαλε στην ενθάρρυνση και στην αναπτέρωση μιας ληθαργικής κοινωνίας εξαιτίας της στρατιωτικής ήττας, ενώ ανανέωσε αποφασιστικά την ποίηση του έθνους μας, όπως το έκανε επίσης, με τρόπο σχεδόν σιωπηλό αλλά υποστηρικτικό, ο Χοσέ Μαρία Εγκουρέν, ο εκλεπτυσμένος ποιητής που παραμένει στη μνήμη πολλών ανάμεσα σε ομίχλες και θαύματα.
Ήταν σ’ αυτήν την ιστορική στιγμή που η Δημοκρατία του Περού, μέσω του προέδρου Αουγκούστο Μπ. Λεγία, το 1922, έστεψε ως ποιητή του Έθνους τον Χοσέ Σάντος Τσοκάνο. Αμφιλεγόμενο γεγονός που ακόμη και τώρα δημιουργεί αντιπαραθέσεις. Στην ποίησή του ο Τσοκάνο προέβαλε έναν τρόπο αντίληψης του Περού που ακριβώς εκείνη την εποχή παρήκμαζε, χάρη στο όραμα διαφόρων ομάδων διανοούμενων σ’ ολόκληρη τη χώρα που ανήκουν στη γενιά της Εκατονταετίας, όπως ο Χόρχε Μπασάδρε, ο Ραούλ Πόρρας, που εγκατεστημένοι ήταν στη Λίμα, ή ο Αντενόρ Ορρέγο και ο Σέσσαρ Βαγιέχο που δοκίμασαν τα πρώτα τους πνευματικά όπλα στην πόλη Τρουχίγιο. Το να ξεχωρίζεις τον Τσοκάνο σήμαινε να επιβραβεύεις έναν ποιητή για το ολοκληρωμένο του έργο, με την ευρύτερη έννοια αυτής της λέξης. Ολοκληρωμένο επειδή τα καλύτερα επιτεύγματά του είχαν δοθεί το 1906 με τη συλλογή του Αμερικάνικη Ψυχή , αλλά ολοκληρωμένο επίσης επειδή μέσα στην αισθητική του Μοντερνισμού είχαν μια αξιέπαινη επίσημη τελειότητα. Βλέπουμε τώρα τη στέψη του Τσοκάνο ως ένα ιστορικό γεγονός εκείνης της περιόδου, επειδή κλείνει μία εποχή κι ανοίγει μια άλλη, στην οποία πολύ συχνά οι συγγραφείς και το κράτος, οι συγγραφείς κι οι πολιτικοί, πηγαίνουν από δρόμους πολύ διαφορετικούς, όπως σ’ εκείνη τη δημοκρατία που ονειρεύτηκε ο Πλάτων, όπου οι ποιητές δεν είχαν μέσα στην ιεραρχική δομή της την πρέπουσα θέση. Γι’ αυτό το λόγο, στο όνομα των συγγραφέων του Περού, χαιρετίζω τη συμβολική ιδέα να επιβραβεύσουμε τον Κάρλος Χερμάν Μπέλλι , έναν από τους πιο εξέχοντες ποιητές της ισπανικής γλώσσας. Η διάκρισή του με το μετάλλιο του Κογκρέσου σημαίνει ότι εκείνοι που ήρθαν στην εξουσία του κράτους με λαϊκή ψήφο και εκπροσωπούν γι’ αυτό όλο το λαό του Περού, αναγνωρίζουν ως πολύτιμη, ως χρήσιμο για την κοινή μας ιδέα για το τι είναι το Περού, το ποιητικό έργο κάποιου πνευματικού ανθρώπου, που, έχοντας αναγνωριστεί σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, δεν έχει γίνει, με επαρκή ηχηρότητα στην ίδια του τη χώρα, αιτία και θεμέλιο της γραφής της. Αυτή η αναγνώριση του Κάρλος Χερμάν Μπέλλι θα είναι το πρώτο βήμα μιας επίμονης πολιτικής στήριξης για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση της χώρας μας. Είναι δίκαιο να πούμε ότι αρχίζουμε να διακρίνουμε μια χώρα πραγματικά καλύτερη, μια χώρα που πέρα από τους αναπόφευκτες εκλογικές αντιπαραθέσεις, θεωρεί μια επένδυση την επίμονη ανησυχία για την επιστήμη, την τεχνολογία, τον πολιτισμό και την εκπαίδευση, δεδομένου ότι το μοντέλο ανάπτυξης που έχουμε, χρειάζεται, για να είναι μόνιμο, να στηρίζεται σ’ αυτούς τους πυλώνες.
Ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλι (1927) είναι ο πιο μεταφρασμένος και διάσημος ποιητής των περουβιανών τάξεων που τους έχει δοθεί το όνομα 45-50. Η παραγωγή του συνδέεται στην αρχή τόσο με την παράδοση που εγκαινιάζει ο Ρουμπέν Νταρίο στην Αμερική όσο και με την επανάσταση που ευνόησε τον σουρεαλισμό. Αυτή η τελευταία στάση, που εξασκήθηκε με αυστηρότητα, τον πήρε από την αυτόματη γραφή στο μαύρο χιούμορ κι από εκεί στο ακραίο σημείο του λαρυγγικού ήχου που συνεπάγεται την πραγματική πιθανότητα του κατακερματισμού της λέξης. Αυτή η εξέλιξη γίνεται σε μια περίοδο περίπου δέκα χρόνων, καθώς η πρώτη συλλογή των Ποιημάτων του,του 1958, μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη τη στιγμή της ουρουγουανικής έκδοσης του βιβλίου του Το πόδι πάνω στον λαιμό (El pie sobre el cuello), 1967. Αργότερα, ο Μπέλλι, που δεν το έβαζε κάτω ποτέ, επιστρέφει σ’ έναν επαναπροσδιορισμό των κλασικών και μπαίνει στην πατρίδα της γλώσσας μας αναζητώντας τη σοφία που δίνουν οι αιώνες της λογοτεχνικής της παράδοσης και την απαραίτητη ώθηση για να ξαναβγεί στη γη του πουθενά, δηλαδή στην επίτευξη ενός μη ανταλλάξιμου προσωπικού στυλ.
Το αξιοθαύμαστο στο ποιητικό έργο του Μπέλλι είναι ότι, με διαφορετικά στοιχεία από εκείνα του οποιουδήποτε άλλου σύγχρονου ισπανοαμερικανού ποιητή, με ένα προσσσωπικό λεξικό και ειδικά με μια εμονή στη χρήση του επιθέτου,στοιχεία που φαίνονται φτωχά με την πρώτη ματιά, αλλά πραγματικά με μια εξαιρετική γνώση της παράδοσης, εσωτερικεύει τη φωνή του στους ίδιους τους μαιάνδρους της γλώσσας. Η ποίησή του θα φαινόταν πολύ παλιά, ακόμη και αρχαία, αν δεν ήταν επίσης τόσο παράξενη. Και δεν είναι μόνο ένα θέμα που αφορά το λεξικό, αν και το μπλέκει. Εάν η πρωτοτυπία του βρισκόταν μόνο σε ένα θέμα λεξικού, η ποίηση του Μπέλλι θα είχε περισσότερους οπαδούς ακολουθώντας το μοτίβο το τόσες φορές ερμηνευμένο από την κριτική, δηλαδή εκείνο το μείγμα αρχαϊσμών και βαλμένων σε στίχους κατά προτίμηση εντεκασύλλαβους ή επτασύλλαβους. Η σύγχυση πολλών μελετητών του Μπέλλι έχει να κάνει πραγματικά μ’ αυτό το βασικό ζήτημα: μ’ αυτό το λεξικό κι αυτή τη σύνταξη, που πραγματικά δεν είχαν εμφανιστεί μέχρι τότε, που θυμίζουν τους επικαλούμενους κλασικούς, τον Γκόνγκορα, τον Μεδράνο, τον Ερρέρα, τον Καρρίγιο και τον Σοτομαγιόρ, αλλά που θυμίζουν επίσης την οικεία γλώσσα και την ομιλία του δρόμου, αν και χωρίς να αναπαράγει ο λόγος του κάποια συγκεκριμένη , θα μπορούσε σχεδόν να ειπωθεί ότι ούτε καν τη δική του . Όπως συμβαίνει σε λίγα γραπτά ισπανοαμερικανών ποιητών, στον Μπέλλι υπάρχει ένα ποιητικό πρόσωπο που μιλά πολύ διαφορετικά από το άτομο που γράφει, αν και, αναμφίβολα, στο κέντρο του οίστρου του ποιητή υπάρχει ένας βωμός, παρόμοιος με τον βωμό των αρχαίων Ρωμαίων, όπου αποδίδεται φόρος τιμής σε μητέρες,σε λάρητες και σημαίνοντα πρόσωπα της οικογενειακής γενεαλογίας, και στα ίδια τα μέλη της τωρινής φυλής του, τη σύζυγο, τις κόρες του , τα αδέλφια του , και ειδικά στον αδελφό του Αλφόνσο, τον αλυσοδεμένο στα βάσανα. Κι έτσι φτάνουμε να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένας αέρας οικογένειας, δύσκολο να προσδιοριστεί από αφηρημένα μυαλά, μεταξύ του Κάρλος Χερμάν Μπέλλι και του συνεργάτη της γενιάς του, που ποικίλει με τόσους τρόπους, του Χόρχε Εδουάρδο Έιελσον , που επίσης αποτίει φόρο τιμής στη δική του οικογενειακή ατμόσφαιρα και που έχει επίσης ένα αποτύπωμα γραφής του οποίου οι πιο μακρινές αναφορές είναι ελληνικές και λατινικές: διαύγεια στη γλώσσα, λυρική στάση, ακόμη και σε κείμενα αφηγηματικής υπεροχής, όπως συμβαίνει σε ορισμένα αποσπάσματα του Ομήρου και στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του Βιργίλιου, και στην πεζογραφία του Πλίνιου και του Κικέρωνα, τόσο στη γραπτή όσο και στις ιδιωτικές επιστολές του,που αποτελούν πραγματικό παράδειγμα αγάπης για τους δικούς του.
Αυτή είναι η αντίθεση που πυροδοτεί την ποιητική σπίθα σε πολλά κείμενα του Μπέλλι, το συναίσθημα που συνταράζει τον αναγνώστη: μορφή παρμένη από τους κλασικούς (ενδεκασύλλαβος, επτασύλλαβος, παραδοσιακά μετρικά μέσα) και ένας πραγματικά απελπισμένος λογοτεχνικό χαρακτήρα ικανός να σπάσει όλους τους κανόνες. Μ’ αυτό το σήμα, μ’αυτό το δόγμα μπορούμε να προχωρήσουμε στην κατανόηση του ενδιαφέροντος του ναναγμωστικού κοινού για ένα μέρος της ποίησης του Μπέλλι. Το άλλο κομμάτι της ποίησης του Μπέλλι, που κερδίζει σιγά σιγά έναν χώρο στο σύνολο της παραγωγής του των τελευταίων αυτών χρόνων, είναι μια ποίηση συμφιλιωμένη με τη ζωή και σε μόνιμη αναζήτηση της μεταφυσικής υπερβατικότητας.
Όπως επισήμαναν εξειδικευμένοι κριτικοί, υπάρχουν στην ποίηση του Κάρλος Χερμάν Μπέλλι, ποικίλες θεματικές γραμμές που συνυπάρχουν, με μια από αυτές να κυριαρχεί. Ο χαρακτήρας που γράφει τα πρώτα του ποιήματα είναι ένα άτομο απογοητευμένο από την κοινωνία του που βρίσκει στο κρυφό, περιθωριακό και διαφορετικό γράψιμό του, με την έννοια ότι είναι λίγο αποδεκτό, μια μικρή όαση που κάνει τη ζωή ανεκτή. Είναι μια λογοτεχνική έκφραση που το σύστημα μόλις λαμβάνει υπόψη και που εύκολα αποφεύγει. Ο συγγραφέας έχει κάνει όλες τις λανθασμένες επιλογές: γράφει ποίηση και μέσα στη λυρική ποίηση επιλέγει μη πεπατημένα μονοπάτια που δεν τα συμαβτικά,αλλά τα τιμωρημένα από τον λογοτεχνικό κανόνα, εκείνα που προκύπτουν από τη δική του ενάρετη φαντασία. Αλλά αυτός ο περίεργος και μοναδικός οίστρος στην ισπανικοαμερικανική ποίηση, όπως είναι γνωστό τώρα, δεν αγγίζει μόνο τασ πλήκτρα του πόνου, αλλά επίσης βρίσκει νέους δρόμους προσέγγισης διαφορετικών τύπων αναγνωστών. Και αυτό γίνεται με έναν ασυνήθιστο τρόπο, για παράδειγμα, καταφεύγοντας σε λογοτεχνικούς γάμους μεταξύ της πένας και του αθλήματος.
Είναι γνωστή η σημασία που έχει στον σύγχρονο κόσμο η εξάσκηση των αθλημάτων και η παρακολούθηση των αθλημάτων, πολύ πιο δημοφιλής από την ίδια την άσκηση. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη σοβαρότητα με την οποία ασαχολείται ο λαός με το ποδόσφαιρο στις ισπανικοαμερικάνικες χώρες μας, άθλημα που μας ήρθε από την Αγγλία και που έχει καθιερωθεί τόσο στις χώρες μας που είναι δύσκολο να το αγνοήσουμε, ακόμη κι αν ήταν για να το συκοφαντήσουμε, όπως το κάνουν ορισμένοι επιστήμονες. ανθρωπιστές και μερικοί ποιητές. Αλλά υπάρχει κι άλλη μια παράδοση, του χειροκροτήματος και του εορτασμού αυτής της δραστηριότητας, στην οποία εγγράφεται ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλι, που βγαίνει από τον πραγματικό ή τον φανταστικό του πύργο από ελεφαντόδοντο για να εγκατασταθεί στα γήπεδα, για να είναι κι αυτός ένας από τους ενθουσιώδεις που τραγουδά εν χορώ τα αθλητικά κατορθώματα των παικτών και που τα ρίχνει κάτω στην κενή σελίδα, δίνοντάς τους μια απρόβλεπτη λογοτεχνική ζωή.
Ίσως το κείμενο που μιλά καλύτερα για τον λογοτεχνικό σκοπό του Μπέλλι είναι το Να αρπάζειςτη μορφή που φεύγει που διαβάζουμε στη συνέχεια, ως κατάλληλο τέλος αυτής της έκθεσης:
Υπάρχουν εκείνοι που πιστεύουν στη Θεότητα,όντας μόνοι μπροστά στον τρόμο μπροστά στο πιθανό τίποτα. Υπάρχουν επίσης εκείνοι που λατρεύουν τη μορφή τέχνης μπροστά στον φόβο τους ότι θα καταλήξει να διαλύεται για πάντα. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση η αγωνία δεν είναι η μόνη αιτία, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει μια σιωπηρή αισθητηριακή αφοσίωση, τόσο παλιά όσο τα ίδια τα αισθητικά αντικείμενα. Είναι η πίστη στη μορφή, όχι για τον κίνδυνο του κενού, αλλά για την απόλυτη ευχαρίστηση να την απολαύσεις. Το ίδιο όπως όταν λατρεύεται η θεότητα από μόνη της, κι αν ακόμη δεν υπήρχε. Στην πραγματικότητα, ούτε απατηλή είναι, ούτε οφειλόμενη σε μπαροκισμμούς και παρνασιανισμούς. Δεν πρέπει να ντρέπεται κανείς γι’ αυτήν. Το να πράττει κάποιος έτσι δεν είναι τίποτα άλλο από το να αρνιέται την ήπειρό μας. Επειδή τα σώματα στα οποία κατοικούμε έχουν επίσης ένα περίγραμμα, μια δομή επίσης όπου τα μυστικά ζωτικά όργανα βρίσκονται σε τέλεια τάξη και συμφωνία. Προσκολλώμαστε σ’ αυτήν, όπως γαντζωνόμαστε στη δική μας σωματική μορφή, μπροστά στη φθορά του χρόνου, μπροστά στην αναπόφευκτη προσέγγιση του θανάτου.
Αυτό που κληρονόμησε ο Μπέλλι από τη δυτική παράδοση είναι η μορφή και θα έλεγα ότι από πολλές απόψεις ο ίδιος είναι λάτρης αυτού του μυστηρίου. Αυτό που μας προσφέρει όταν δημοσιεύει τους στίχους του,είναι νέο περιεχόμενο, φρέσκο κρασί, σε παλιό φλασκί και έτσι, σιγά-σιγά, έχει μετατραπεί σ’ έναν κλασικό της σύγχρονης ισπανικής γλώσσας και γι’ αυτό τον γιορτάζουμε εδώ, ως κάτι από τα καλύτερα που το Περού μπορεί να προσφέρει στον κόσμο σε λογοτεχνία.
Μάρκο Μάρτος
Παράδοση και Νεωτερικότητα στην ποίηση του Κάρλος Χερμάν Μπέλλι (1)
(Μετάφραση: Τάσος Πασαλής)
Είναι γνωστό ότι οι συγγραφείς γενικά κι οι ποιητές ειδικότερα τείνουν να ορίζουν στα πρώτα χρόνια της λογοτεχνικής τους δραστηριότητας τις μητρικές γραμμές ολόκληρου του οίστρου τους. Ο Μπέλλι δεν αποτελεί την εξαίρεση, αντιθέτως, είναι μια παραδειγματική μορφή για το πώς μπορεί να βρεθεί η ουσία του γραψίματός του στα πρώτα του βιβλία.Μερικά από τα εμβληματικά ποιήματα του Μπέλλι, εκείνα που, επειδή επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά στις πιο ποικίλες ανθολογίες, είναι τα πιο γνωστά στον τομέα της ποίησης γραμμένη στα ισπανικά, ανήκουν σ’ αυτήν την περίοδο. Ο Μπέλλι, στα τ πρώτα του βιβλία, γράφει ήδη μια ποίηση που έχουμε ονομάσει διαχρονική, δηλαδή χρησιμοποιεί όλες τις πιθανές ισπανικές λέξεις, αυτές που χρησιμοποιούνται κι εκείνες που έχουν παρακμάσει μέσα στην παλίρροια των χρόνων•ούτε διστάζει να χρησιμοποιήσει μορφές μη τιμώμενες στο λεξικό, αλλά χρησιμοποιούμενες από τους απλούς περουβιανούς στην καθημερινή τους επικοινωνία. Με παραδειγματικό τρόπο, αυτό το μείγμα γλωσσών στο αποστακτικό κέρας του οίστρου του παράγει το πιο κάτω ποίημα :
ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΑΣ
Έτσι καθώς είμαι πια διαλυμένος, γογγύζοντας πια
κι ως τα έσχατα του κουρασμένου πια,
ατέλειωτα βουνά όλη τη μέρα σηκώνοντας
από δω ως εκεί πέρα ,αγκομαχώντας πάω,
σα να έβγαζα εκατό χιλιάδες παλμούς με τη γλώσσα μου,
πέφτοντας σε κομματάκια έτσι όπως οι γονείς μου,
αν και στ’ αλήθεια εγώ από το ξερό μου το κεφάλι,
κι επίσης από αγαπημένα κι απαλά χέρια κι από μαντόνες,
που με άφησαν πίσω ακίνητο,
και ως το λαιμό για να μη μπορώ να πέσω,
στα πόδια των κοριτσιών μου ντροπιασμένος,
όπως ένας φτωχός αντιγραφέας του Περού.
1.Η μετάφραση των ποιημάτων και των στίχων σ’ αυτό το κείμενο είναι του Στέλιου Καραγιάννη
Αυτό το κείμενο ανήκει στο βιβλίο Το πόδι πάνω στον λαιμό του 1964. Σε κείνη την περίσταση η κριτική αναγνώρισε ρητά την ποιότητα του Μπέλλι, αλλά επέστησε την προσοχή στο φαινομενικό αδιέξοδο της γραφής του ποιητή. «Ο Μπέλι, περισσότερο φόβος, περισσότερη ασφυξία» έγραψε ο Χοσέ Μιγκέλ Οβιέδο, σε μια φράση που η μνήμη μας έχει διατηρήσει όλα αυτά τα χρόνια και που μπορεί να σχετίζεται με μια άλλη φράση γραμμένη από τον Μάριο Βάργκας Λιόσα το 1986: «Κανείς δεν ήξερε να ενσαρκώσει με περισσότερο εξωφρενική γνησιότητα απ’ ότι ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλι το πεπρωμένο του ποιητή σ’ αυτήν τη σκοτεινή στιγμή κατά την οποία φαίνεται να φτάνει για την ποίηση η ώρα της κατακόμβης. Αλλά, αν είναι σε θέση να συζητήσει στα τελευταία της, παρόμοιο κύκνειο άσμα, παρά τα αμέτρητα συμπτώματα, ίσως να μην είναι θνητή.» (1)
Εκείνα τα χρόνια του εξήντα του περασμένου αιώνα, ο Μπέλλι φαινόταν να πηγαίνει αντίθετα με την επαναστατική ελπίδα που αναδυόταν από τα ποιήματα του Ρομουάλντο (Romualdo) ή του Εραούδ (Heraud). Ο χρόνος έχει επαληθεύσει τη φινέτσα του βλέμματός του, καθώς στόχος του ήταν να κάνει μια ποίηση των επαναστατικών πεποιθήσεων των απόκληρων, αλλά να εκφράσει την κατάσταση του ανθρώπου που υποφέρει γενναίος ανάμεσα στα πράγματα. Ο φόβος κι η ασφυξία για τα οποία μιλούσε ο Χοσέ Μιγκέλ Οβιέδο δεν είναι ο φόβος κι η ασφυξία ενός ατόμου, αλλά αυτά ενός ολόκληρου λαού. Ο Μπέλλι δεν παρασύρεται από την οικεία γλώσσα, δε χρησιμοποιεί την καθημερινή γλώσσα, αλλά επιτυγχάνει ένα αποτέλεσμα απομάκρυνσης αααπ’ αυτήν, όπως θα το ήθελε ο Μπρεχτ, αναμιγνύοντας ακριβώς μια αρχαϊκή γλώσσα με μια τόσο σύγχρονη που δεν βρίσκεται ακόμη στα λεξικά.Φυσικά, απέχουμε από το να μοιραστούμε τους ζοφερούς ισχυρισμούς που υποστηρίζει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα σχετικά με το μέλλον της ποίησης, ο οποίος, επειδή είναι ένας εκλεπτυσμένος καλλιεργητής του μυθιστορήματος και επομένως είναι πολύ προσεκτικός σε ό, τι συμβαίνει στον κόσμο των μεγάλων εκδοτικών οίκων, δεν είναι τόσο εξοικειωμένος με την επίμονη διάδοση της ποίησης σε μια ατελείωτη αλυσίδα, τώρα αναζωογονημένη χάρη στο Διαδίκτυο και στην προφορικότητα που βρίσκεται στην πηγή της, κάτι που δεν έχει χάσει από τους μυθικούς χρόνους του Ομήρου. Πιθανώς η δήλωση του Οβιέδο συνδέεται με κάτι που αισθάνονται οι πρώτοι αναγνώστες του Μπέλλι που σκεφτόμασταν ότι η ποίησή του κινδύνευε μόνιμα από τη σιωπή, επειδή μετά απ’ όσα έλεγε, φαινόταν ότι δεν είχε πολλά να προσθέσει στο μέλλον. Υπήρχε πολύ λάθος σε κείνη την εκτίμηση. Στην πρώιμη βιογραφία του Μπέλλι φιγουράρουν οι γονείς του που ήταν φαρμακοποιοί. Ο ποιητής θυμόταν ότι γεννήθηκε στα πατώματα ενός φαρμακείου και πιστεύει ότι συνδέεται με τους μεσαιωνικούς αλχημιστές.Ένας άλλος διάσημος ποιητής, ο Λεόν Φελίπε , ήταν επίσης χημικός φαρμακοποιός. Ο Μπέλλι ήξερε να συνδέει από την αρχή του λογοτεχνικού του έργου την παράδοση με την καινοτομία. Στο ποίημα Amanuense που έχουμε αντιγράψει, η μαγεία, η αίσθηση του παράδοξου που παράγει το λεξικό του ποιήματος, κρύβουν κάτι το θεμελιώδες: το ποίημα φαίνεται να είναι ποίημα ελεύθερου στίχου, αλλά είναι μετρημένο με τον πιο αυστηρό τρόπο. Πρόκειται για το γνωστό ενδεκασύλλαβο,το γεννημένο ιταλικό και βαπτισμένο μετά ισπανικό. Κόσμος μέτρων και σταθμών, λοιπόν, σε πρώτη θέση. Αλλά επιπλέον, ο κόσμος των φαρμακείων κι ο κόσμος της πατρικής εστίας είναι κλειστοί χώροι και το να τους εξυμνεί κανείς στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 του περασμένου αιώνα,δεν ήταν συνηθισμένο. Οι μεγάλοι ποιητές της αρχαιότητας είχαν συνδέσει το τραγούδι τους με το μέλλον των κοινωνιών τους, όπως ο Όμηρος, όπως ο Βιργίλιος: άλλοι όπως ο Δάντης ήθελαν να τραγουδήσουν το τραγούδι της ανθρωπότητας, διεισδύοντας σε όλους τους ευαίσθητους χώρους που θα μπορούσαν να τραγουδηθούν, όπως ο Παράδεισος, η Εδέμ, η Γη και τα Σπήλαια, αλλά με την πάροδο του χρόνου, ο κόσμος των εποποιιών που φτάνει μέχρι τον 16ο αιώνα και που παρατείνεται με ποιήματα που εγκωμιάζουν τη λογική και τη δικαιοσύνη τον 18ο αιώνα, του οποίου ο τελευταίος εκπρόσωπος είναι τον 19ο αιώνα, ο Βίκτωρ Ούγκο,υποχωρεί μπροστά στην ποίηση των μικρότερων χώρων, που είναι αυτή του Μπωντλαίρ,που θεωρείται ότι είναι ο πατέρας της νεωτερικότητας. Ο Μπέλλι ανήκει σ’ αυτήν τη φυλή ποιητών, αυτήν που γεννιέται από τονΜπωντλαίρκαι κοιτάζει τους μικρούς χώρους κι όχι στους μεγάλους ορίζοντες. Και τι υπάρχει στον μικρό χώρο της ποίησης του Μπέλλι; Υπάρχουν πολλά, ολόκληρο το σύμπαν μέσω των μικρών μορφών: το φαρμακείο είναι ένα σύμβολο του κόσμου των στοργών, του κόσμου της ακρίβειας, του κόσμου του μετρήσιμου. Το φαρμακείο είναι επίσης ένα σύμβολο της επιστήμης κι ένας σύνδεσμος με τον μεσαιωνικό κόσμο, λάτρη της επιστήμης και της αλχημείας, που με τη σειρά του συμβολίζει την αδιάκοπη αναζήτηση για κείνο που κρίνουμε πιο πολύτιμο. Σε κείνον τον κόσμο των μικρών χώρων, ο Μπέλλι κάνει κάτι που κανένας άλλος περουβιανός ποιητής δεν έχει κάνει τους τελευταίους αιώνες: συνδέει ρητά την ποίηση με την επιστήμη μέσω του επίμονου επαίνου του στην κυβερνητική. Για πολλούς αιώνες η επιστήμη και η ποίηση ήταν χωρισμένες. Είναι αλήθεια ότι ο Μπέλλι δε χρησιμοποιεί, όπως χρησιμοποίησε ο Βιργίλιος, την ποίηση για να διαδώσει επιστημονικές έννοιες. Η ποίησή του είναι ο θαυμασμός του χρήστη για την κυβερνητική, αλλά επίσης, επαναφέρει τη δυνατότητα, που δεν έχει γιατί να είναι κλεισμένη για πάντα, της διάδοσης των επιστημονικών γνώσεων μέσω του στίχου. Σε κάποιους μπορεί να φαίνεται αυτή η πιθανότητα παράξενη, αλλά είναι εκεί, ανέπαφη για τους ποιητές του μέλλοντος.
Στο βιβλίο Το πόδι πάνω στον λαιμό, ξεχωρίζει ένα άλλο κείμενο που θέλουμε να σχολιάσουμε εν συντομία. Πρόκειται για το Ποίημα:
Ζαρώνει το έμβρυο το μέτωπό του
και τα φρύδια του κυρτώνει όταν περνά
από τη φωτεινή κοιλιά
στο γήινο καταφύγιο,
όπου
το φως αλλάζει σε ομίχλη κι η στέρνα σε λάσπη;
κι εγκαταλείποντας το πονά στο τέλος ο αμνιακός σάκος ,
όπου δε μουγκρίζουν ούτε ο βοριάς ούτε ο γρέγος,
και φαίνεται ακόμη να πέφτει
απ’ τη ψηλότερη κορφή,
σαν ένα έμβρυο μη αγαπημένο,
που τραυλίζει η που είναι κουτσό η κουλό η αλλήθωρο.
Το ποίημα ξεκινά με μια παρήχηση που έχει αποκτήσει δίκαιη φήμη στην ισπανική γλώσσα, συγκρίσιμη με τη διάσημη του Γκαρθιλάσο( Garcilaso) στην Εκλογή III, μόνο που ο στίχος του Ισπανού ποιητή διατηρεί ένα κλίμα ανδαλουσιανής ηρεμίας: «στη σιωπή μόνο ακουγόταν / ένας ψίθυρος μελισσών που ηχούσε» στον Μπέλλι, μέσω των τριβόμενων συριστικών φωνημάτων «f», «r» και «s», επιτυγχάνει ένα κλίμα έντασης, εκείνο της γέννησης. Εκείνο το έμβρυο που σηκώνει τα φρύδια του όταν γεννιέται και που λυπάται να βγει από τη μήτρα, εκφράζει, για άλλη μια φορά, την ικανότητα σύνθεσης της ποίησης, τη δυνατότητα που έχει, με λίγες λέξεις, να συνθέτει, να συμπυκνώνει, μία από τις μεγαλύτερες ανησυχίες του ανθρώπινου είδους: τη γέννηση, το τραύμα της γέννησης για να χρησιμοποιήσουμε μια έννοια που οφείλουμε στον Θεοδόρ Ράικ, έναν από τους πρώτους μαθητές του Σίγκμουντ Φρόιντ . Η γέννηση είναι, για τους ανθρωπολόγους, μία από τις τελετές μετάβασης του ανθρώπινου είδους κι οι άλλες γενικές τελετές είναι η εφηβεία, ο γάμος κι ο θάνατος. Αυτό που έχουν κοινό αυτές οι συμβολικές πράξεις για όλους τους ανθρώπους είναι το μείγμα πόνου και απόλαυσης σε ποικίλες αναλογίες. Φυσικά κι ένα παιδί γεννιέται συνήθως μέσα σε υψηλές προσδοκίες γονέων και συγγενών. Αλλά γεννιέται στη μέση του σωματικού πόνου της μητέρας και του φόβου ότι οποιαδήποτε δυσκολία ή ασθένεια μπορούν να προκύψουν. Λίγες φορές σκεφτόμαστε αυτό που σκέφτεται ή αισθάνεται εκείνο το έμβρυο που γεννιέται. Κατ’ αρχήν, μέσα στη μήτρα ήταν καλύτερα, γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Το παιδί έρχεται στον κόσμο με μια κραυγή ή, όπως στο ποίημα του Μπέλλι, σηκώνοντας τα φρύδια του σε μια κίνηση ανησυχίας καθώς εισέρχεται στο άγνωστο, στο δυνητικά βλαβερό. Και σ’ αυτό, ο Μπέλλι σχετίζεται με τη σκέψη του Σοπενχάουερ και με τις ποιήσεις του Καλντερόν και του Βαγιέχο. Το χειρότερο παράπτωμα του ανθρώπου είναι ότι γεννήθηκε, υποστήριζε ο Καλντερόν, κι ο Βαγιέχο πίστευε όπως γραφει στο ποίημά του Οι μαύροι αγγελειοφόροι (Los heraldos negros) ότι γεννήθηκε μια μέρα που ο Θεός ήταν άρρωστος,σοβαρά. Στις σύντομες γραμμές που έχει το ποίημα του Μπέλλι, δίνεται προσοχή στην πιθανότητα του όντος που γεννιέται, να έχει διαφορετικά φυσικά ελαττώματα που ο ίδιος απαριθμεί προσεκτικά: τραυλό, κουτσό, κουλό, αλλήθωρο. Πρόκειται για τον περιθωριακό κόσμο των ανθρώπων που τώρα ονομάζουμε ιδιαίτερους. Εκείνο το ρίξιμο από ψηλά που υποφέρουν τα παιδιά για τα ελαττώματα τους, μας οδηγεί πρωτίστως στον κόσμο της αρχαίας Σπάρτης όπου πραγματικά συνέβαινε σε μια δραστηριότητα εγκεκριμένη από την πόλη-κράτος. Αλλά δεν είναι κάτι που ξεπεράστηκε από τους μεταγενέστερους πολιτισμούς.Αυτή τη στιγμή στις σύγχρονες πόλεις μας, στις μεγαλουπόλεις του πρώτου κόσμου, αλλά και στα μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών στις αναπτυσσόμενες χώρες, κάθε μέρα χιλιάδες παιδιά εγκαταλείπονται λόγω των φυσικών τους ελαττωμάτων. Είναι ένας τεράστιος κίνδυνος να γεννηθείς, μας λέει ο Μπέλλι, είναι ένα τραύμα, με βάση τα λόγια του Ράικ. Αυτή η θεματική παραμένει στο έργο του Μπέλλι, παρά τη μεταφυσική ανάσα μιας συγκεκριμένης ελπίδας στα τελευταία του βιβλία.
Ο πρώτος ποιητής που τραγούδησε το ποδόσφαιρο στη Νότια Αμερική ήταν ο Περουβιανός Χουάν Πάρρα ντελ Ριέγο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μοντεβιδέο στη δεκαετία του είκοσι του περασμένου αιώνα, ο ποιητής γνώρισε ως φίλαθλος, τον Εουσέβιο Γκραδίν (, φημισμένο ποδοσφαιριστή εκείνης της εποχής, και του αφιέρωσε το ποίημα Polirrítmino dinámico a Gradín, jugador de fútbol (Δυναμικό πολυρυθμικό στον Γκραδίν, ποδοσφαιριστής). Το κείμενο έκανε περιουσία και φιγουράζει στις πιο σοβαρές ανθολογίες περουβιανής ποίησης. Ο Πάρρα ντελ Ριέγο φανταζόταν τον Γκραδίν ευκίνητο, λεπτό, αέρινο, ηλεκτρικό, αιφνίδιο, εκρηκτικό και τα σουτ του που επρόκειτο να γίνουν γκολ είχαν το ξερό χτύπημα του βολιδοφόρου. Αργότερα, δύο ισπανοί ποιητές τραγούδησαν το ποδόσφαιρο: ο Ραφαέλ Αλμπέρτι (Rafael Alberti) και ο Μιγκέλ Χερνάντεθ (Miguel Hernández) και τέλος, για να μιλήσουμε μόνο για τους πιο διαπρεπείς, ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλι. Το γεγονός είναι μοναδικής σημασίας επειδή υπογραμμίζει την επιθυμία του ποιητή να ξεφύγει από το προφανές στην ποίηση. Είναι γνωστό ότι ο Ουλμπέρτο Έκο (Umberto Eco) χαρακτήρισε τον σύγχρονο άνθρωπο ως αποκαλυπτικό ή ως ολοκληρωμένο. Ο πρώτος δε σταματά να θρηνεί τις κακές στιγμές που ζούμε, για την παρακμή του πολιτισμού μπροστά σε απατηλές ή βάρβαρες μορφές. Ο Έκο υποστηρίζει ότι η σύγχρονη υψηλή κουλτούρα μάς έρχεται από την Αναγέννηση, ότι υπάρχει μια κουλτούρα διάχυσης που αντιγράφει την επιτευχθείσα μορφή κι ότι υπάρχει κάτι άνευ προηγουμένου, που δεν έχει ισοδύναμο στον κόσμο της Αναγέννησης κι ότι είναι η κουλτούρα των μαζών. Το αποκαλυπτικό υποκείμενο απορρίπτει κάθε μορφή που δεν προέρχεται από την αναγέννηση και το ολοκληρωμένο αναγνωρίζει τις συνεισφορές εκείνης της πρόσφατης και πολυπληθούς κουλτούρας: αυτήν του αναγνώστη εφημερίδων, του ακροατή ραδιοφώνου, του τηλεοπτικού θεατή ή του οπαδού του ποδοσφαίρου. Ο Μπέλλι, που ήταν ποδοσφαιριστής γειτονιάς στα νιάτα του και που στην ωριμότητα του συνεχίζει να δίνει πολλή προσοχή στον αθλητισμό, με τους πόρους της ποίησης αποτίει φόρο τιμής στο ποδόσφαιρο:
ΣΤΑΔΙΟ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Οι ποδοσφαιριστές
στα αποδυτήριά τους επιστρέφουν
βηματίζοντας καταπτοημένοι,
τρεμουλιαστοί κλαψουρίζοντας
μέσα από τα παλιά τιμημένα ερείπια της Δύσης
και μέσα απ’ το συρφετό των ποιητών που τόσο σίγουροι είναι για τους εαυτούς τους,
οι αρσιβαρίστες αυτοί , οι διπλωμάτες στα γυμναστήρια,
οι ψωροπερήφανοι του έρωτα, του χρήματος και της υγείας,
που αιμοβόρικα περιπαίζουν
τον ευαίσθητο ποδοσφαιριστή,
και νομοθέτη του πλανήτη
κατ’ εντολή των ουρανών,
που όμως χάνει τη κρυστάλλινη μπάλα της τύχης,
την προωθημένη από την αύρα ως το μοναχικό τόξο,
που τα ξύλα του ξαφνικά σε ένα αναλόγιο μετατρέπονται
για το βιβλίο των ψαλμών ,αλλά δίχως ψυχή, σα συντριμμένος ποιητής,
που δε καλύπτει κανένα τόξο
κι ούτε αμφισβητεί εκείνον που ζει
όπως εσείς στα δύσκολα και στη λύπη μέσα,
σαν τερματοφύλακας η επιθετικός,
σ’ αυτό το κουβάλημα του ψωμιού μέσα στη τραχιά απλωσιά του κόσμου,
από τη κούνια ως το τάφο σιωπηλά υποφέροντας
από εκείνο το μάταιο συρφετό που γιουχαΐζει
από τη φανερή ήττα του έξι -μηδέν
στην ορισμένη στιγμή
του περάσματος στον Παράδεισο,
μια νύχτα του Σεπτέμβρη
στο Στάδιο του Βατικανού.
Το ποίημα συνδυάζει στίχους με περισσότερες από οκτώ συλλαβές με άλλους λιγότερων από οκτώ συλλαβές• κατανεμημένο μ’ έναν τρόπο που μοιάζει με την τοποθέτηση αθλητών στον αθλητικό χώρο, αναπτύσσεται δουλεύοντας την αντίθεση μεταξύ ποδοσφαιριστών κι εκείνων που τους περιφρονούν, μεταξύ των οποίων είναι «το τσούρμο ποιητών». Παρόλο που το κείμενο δεν το λέει ρητά, ο μάντης αναγνώστης μπορεί να μαντέψει ότι πολυάριθμοι όμοιοι στο επάγγελμα του γραψίματος, επιδέξιοι στα δικά τους θέματα, υποτιμούν τους ποδοσφαιριστές που κάνουν τη δουλειά τους, ενώ υποφέρουν σιωπηλά προσβλητικά σφυρίγματα από το μάταιο τσούρμο. Το κείμενο έρχεται σε αντίθεση με ένα αξιοπρεπές επάγγελμα, το ίδιο που ασκεί ο ποιητής, τη λογοτεχνία, ερχόμενη τουλάχιστον από μια μάζα ποιητών που μετατράπηκε σε τσούρμο, εξισωμένη με αρσιβαρίστες, διπλωματούχους σε γυμναστήρια, με τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές. Ο τρόπος εργασίας αυτής της αντιπαράθεσης δε θέτει τα όμορφα γράμματα σε αντίθεση με τον αθλητισμό, αλλά διακρίνει τους λάτρεις της γραφής, μάταιοι στην ασφάλειά τους, μπροστά στην ταπεινοφροσύνη, τα ήσυχα βάσανα των ποδοσφαιριστών που κάνουν το καθήκον τους κι υπόκεινται, εάν για κάποιο λόγο σφάλλουν, στην παραδειγματική τιμωρία. Αυτή η σελίδα του Μπέλλι, εγγεγραμμένη στα βάθη της νεωτερικότητας, στην κοινωνία των μαζών, τοποθετούν τον ποιητή ως υποστηρικτή της άσκησης του αθλητισμού και της παρακολούθησής του. Αλλά ταυτόχρονα, με ένα παράδοξο που λίγο έχει παρατηρηθεί, συνδέουν τον ποιητή με το πιο κλασικό που μπορούμε να φανταστούμε: την Ελλάδα του Περικλή. Εκείνα τα χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ., ολόκληρη η πόλη της Αθήνας, περίπου δεκατέσσερις χιλιάδες άνθρωποι, συγκεντρωνόταν στα θέατρα για να απολαύσουν τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, αλλά εκείνη η ίδια η μάζα αργότερα παρευρισκόταν στα στάδια για να ζητοκραυγάσει τους αθλητές τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Είναι περίεργο, αλλά το σύγχρονο αναπαράγει το κλασικό σε απρόσμενα σημεία. Ένα ίδιο άτομο, ο ποιητής που σκιαγραφεί τους στίχους για τους οποίους χαιρόμαστε, στη σιωπή του γραφείου του, ετοιμάζει τους εντεκασύλλαβούς του, χαίρεται με την ανάγνωση των ελλήνων κλασικών ή καστιλιάνων, μετά βγαίνει στον δρόμο, εκτελεί διοικητικά καθήκοντα που του εξασφαλίζουν την καθημερινή τροφή του και παρευρίσκεται όπως άλλοι χιλιάδες θεατές στα στάδια όπου παίζεται το ποδόσφαιρο, και στους πιο σημαντικούς αγώνες που παίζονται έξω από την πόλη του, ανοίζει την τηλεόραση για να γοητευτεί με την εξέλιξη των ποδοσφαιριστών.
Ένα άλλο ποιητικό κείμενο του Μπέλλι μας μιλάει επίσης για το ποδόσφαιρο:
Ο τερματοφύλακας
Για να φυλάξω τα γκολπόστ
του πράσινου γηπέδου του φουτμπόλ,
αντί εκείνα του σύμπαντος
σαν μια ανώτερη εμψυχωμένη ύπαρξη,
όπως οι άνεμοι, η πέτρα και τα νερά ,
και αδρανής, σταθερός, χωρίς ζωή, με τρία δοκάρια μπηγμένα
στο χώμα των γκολπόστ απ’ όπου μπαίνοβγαίνει η μπάλα
κάθε πρωί, απόγεμα, βράδυ, από εποχή σε εποχή,
εσύ αυτό το αμφισβητείς ψυχρά,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς δυο φορές,
το βάρος της φυγόκεντρης δύναμης
που ο ουρανός φύλαγε για σένα
γιατί ήσουν ο μονογενής υιός μιας γήινης φαμίλιας
ο μεγαλωμένος μέσα στον κόρφο της ,
με τη πατρική υποστήριξη και τη μεγαλύτερη φροντίδα,
έτσι σαν να ήταν απ’ τη μοίρα σου γραμμένο πως θα ζήσεις αιώνια.
Και ξεχνάς εντελώς τον εαυτό σου
και τις υποχρεώσεις σου,
που υπαρκτές είναι και όχι
αυτά τα γκολπόστ που εσύ φυλάς,
που ποτέ δε γελούν,που δε μιλούν ,που δε κινούνται ούτε ένα εκατοστό,
για πάντα αδιάφορα για τις χίλιες ανησυχίες σου
γύρω από την τρομερή μπάλα των κακόβουλων θεών,
που τσιγκούνηδες είναι μαζί σου στις εξέδρες,
θωρώντας σε όλοι κατσουφιασμένοι
καθώς φυλάς νύχτα τη νύχτα
τα δίχτυα σου που πιο άψυχα είναι
από την πέτρα, το νερό και τον αέρα.
Το ποίημα, κατά κάποιον τρόπο δίδυμο του προηγούμενου, όσον αφορά τη θεματική, διαφέρει πολύ από το ομόλογό του. Τυπικά είναι παρόμοιο, συνδυάζει στίχους λιγότερων από οκτώ συλλαβέςμε άλλους περισσότερων και επικεντρώνεται στο ποδόσφαιρο, αλλά εστιάζεται σε ένα άτομο, τον τερματοφύλακα, τον πιο ταπεινό από τους ποδοσφαιριστές. Τα παιδιά, είναι γνωστό, προτιμούν να είναι σέντερ φορ. Μόνο εκείνοι που επιμένουν στην πρακτική του αθλήματος μπορούν να φτάσουν να πετύχουν την ικανότητα και την απόλαυση άλλων θέσεων του γηπέδου. Παρεμπιπτόντως, υπάρχουν τερματοφύλακες που ήταν ήρωες των γηπέδων όπως ο Πλάτκο, ο ούγγρος για τον οποίο τραγούδησε ο Ραφαέλ Αλμπέρτι, όπως ο Θαμόρα, τον οποίο τον προσονόμαζαν ο θεϊκός, όπως ο Ραφαέλ Άσκα στο Περού, όπως ο Σέργιο Λίβινσγκτον στη Χιλή. Ο Μπέλλι κάνει μια αφαίρεση όλων αυτών και τραγουδά τον τερματοφύλακα, επικεντρωμένος στη δραστηριότητά του να αποτρέπει τον θρίαμβο των αντιπάλων, μόνος δίπλα σε τρία άψυχα δοκάρια, περισσότερο από την πέτρα, τον νερό ή τον αέρα. Στη μεγάλη σκηνή του γηπέδου του ποδοσφαίρου, ο τερματοφύλακας εκτελεί μια τελετουργική λειτουργία,φαινομενικά μικρή, από την αποτελεσματικότητά τουεξαρτάται ολόκληρο το θέαμα. Γι’ αυτόν, το να φυλάει το τέρμα δεν είναι απόλαυση, είναι μια υποχρέωση, μια δουλειά• η απόλαυση είναι για τους θεατές, αλλά όχι γι’ αυτόν που αβέβαιος για το αποτέλεσμα ετοιμάζει την πένα του. Ο καλλιγράφος Κάρλος Χερμάν Μπέλλι ταυτίζεται με τον τερματοφύλακα κι έχει το ταπεινό επάγγελμα να τραγουδάει στη μέση της δύνης του σύγχρονου πολιτισμού. Εάν το ποίημα Στάδιο του Βατικανού αντιπαρέθετε το ποδόσφαιρο με άλλες δραστηριότητες, την ποίηση, αλλά πιο συγκεκριμένα με την κοινωνία των ποιητών όχλο, όμοια με κάποιον τρόπο με την κοινωνία των αρσιβαριστών, το κείμενο Ο τερματοφύλακας, εάν κάνουμε μια σύγκριση της ποίησης με τον κινηματογράφο, φέρνει την κάμερα πιο κοντά, γίνεται μινιμαλιστική, απεικονίζει τη μοναξιά ενός ατόμου στη μέση ενός γηπέδου ποδοσφαίρου, στη μέση της ωρυόμενης μάζας των οπαδών στις κερκίδες.
Υπήρξε ένας προβηγκιακός ποιητής που ήταν στην αρχή της ποίησης της γλώσσας του• Η φήμη του τάραξε τον Δάντη, τον Πετράρκα, τον Έζρα Πάουντ και κατά κάποιον τρόπο ο οίστρος του είναι παρών στη συγγραφή όλων των λατρευτών της μορφής ως απαραίτητη βάση όλης της λογοτεχνικής δραστηριότητας. Ο Αρναούτ Ντανιέλ μεταξύ άλλων λογοτεχνικών τελειοποιήσεων είναι ο δημιουργός της σεστίνας, ίσως η πιο περίπλοκη λογοτεχνική σύνθεση στην ποίηση. Η σεστίνα, είναι γνωστό, έχει 39 στίχους, διαμοιρασμένους σε 6 στροφές των 6 εντεκασύλλαβων στίχων και μιακόντα τριών στίχων του ίδιου μέτρου. Έχει την ιδιαιτερότητα ότι οι τελικές λέξεις κάθε στίχου, σε μια τάξη που καθιέρωσε ο Αρναούτ Ντανιέλ, επαναλαμβάνονται στις επόμενες στροφές και εμφανίζονται, δύο σε κάθε στίχο, στο τελευταίο τρίστιχο. Ο ποιητής,πριν αρχίσει να γράφει το κείμενο, μπορεί να έχει μια παρτιτούρα με τις επιλεγμένες λέξεις και στη συνέχεια να συμπληρώνει κάθε έναν από τους στίχους. Όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, είναι ένα τεράστιο κατόρθωμα να γράψειςμια σεστίνα που έχει νόημα και χάρη. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που δεν έχει μεγάλη τύχη στη σύγχρονη ποίηση, αλλά ναι στα κείμενα του Κάρλος Χερμάν Μπέλλι. Γι’ αυτήν έχει πει ο Μαρτίν ντε Ρικέρ (Martín de Riquer) ότι «μπορεί να φτάσει να αποκτήσει έναν βασανιστικό και φανταστικό τόνο όταν παρουσιάζει στον αναγνώστη τις ίδιες λέξεις με διαδοχικές και διαφορετικές πτυχές, σείοντας και έρποντας κατά μήκος των 39 στίχων. Στην καλλιέργεια της σεστίνας μπορεί μόνο να βγει νικητής ένας μεγάλος ποιητής που να ξέρει πώς να επιβάλλει τη σκέψη του σε μια τόσο άκαμπτη και ευφευρετική τεχνική» (3).
Ο Μπέλλι είχε μια πρώτη επαφή με τη σεστίνα διαβάζοντας τον ισπανό ποιητή Φερνάντο ντε Ερρέρα, που ονομαζόταν στην εποχή του, τον 16ο αιώνα, ο θεϊκός. ομολογημένος μαθητής του Γκαρθιλάσο, ο Ερρέρα, ένας αμετανόητος θαυμαστής της γυναικείας ομορφιάς, αφιέρωσε όλες τις ερωτικές του συνθέσεις στην ίδια κυρία• όταν αυτή πέθανε, ο ποιητής σταμάτησε να γράφει. Πριν είχε χρόνο να δημιουργήσει τέσσερις σεστίνες που έχουν συμβάλει στη θεμελίωση της φήμης του. Ένας άλλος ποιητής που καλλιέργησε τη σεστίνα τον 16οαιώνα είναι ο Γκουτιέρε ντε Θετίνα , ο υπέροχος ποιητής συγγραφέας του διάσημου ποιήματος που ξεκινά λέγοντας «καθαρά, γαλήνια μάτια»• καλλιεργητής της σεστίνας, πέθανε σε μια μονομαχία στην Πουέμπλα του Μεξικού, όταν υπερασπίστηκε μια κυρία σε ένα δρομάκι. Από τον Γκουτιέρε ντε Θετίνα, ο Μπέλλι πήρε τη διπλή σεστίνα που έχει εξασκήσει σε περισσότερες από μία περιπτώσεις. Αλλά για άλλη μια φορά, ο ποιητής τοποθετεί σε μια αρχαία φόρμα συναισθήματα και σύγχρονουςτρόπους σκέψης.
Λίμα, 24 Νοεμβρίου 2008
Σημειώσεις
* Έκθεση που παρουσιάστηκε στις 26 Απριλίου 2007 στο «IV Διεθνές Συνέδριο Περουνιστών», Σαντιάγο Χιλής
1. Το κείμενο του Μάριο Βάργκας Λιόσα εμφανίστηκε στο βιβλίο Carlos Germán Belli. Κριτική ανθολογία. Επιλογή και σημειώσεις του John Garganigo. Νιού Χάμσαιρ. Εκδόσεις του Βορρά. 1988.
2. Κάτω από τον τίτλο της «Αυτοβιογραφικής σελίδας» ο Μπέλλι δίνει ενδιαφέρουσες μελέτες για τον Κάρλος Χερμάν Μπέλλι. Προσωπική ανθολογία. Λίμα. Concytec. 1988.
3. Το παράθεμα το έχουμε πάρει από το βιβλίο του José Domíguez Caparrós. Λεξικό της ισπανικής μετρικής (Diccionariodemétricaespañola). Εκδοτική συμμαχία. Μαδρίτη. 1999 σελ. 387.
Μάρκο Μάρτος
Η ποίηση του Κάρλος Χερμάν Μπέλλι: οι σεστίνες(2)
(Μετάφραση: Τάσος Πασαλής)
1. Η σεστίνα: ένα κολύμπι κόντρα στην καταιγίδα
"Ieu sui Arnautzqu'amasl'aura
E chatz la lebre ab lo bou
E nadi contra su berna."
"Εγώ είμαι ο Αρναούτ, αυτός
που ανακατεύει το αεράκι
και κυνηγάει τον λαγό με το βόδι
και το τίποτα κόντρα στην καταιγίδα."
Αρναούτ Ντανιέλ (Arnaut Daniel)
Ο Αρναούτ Ντανιέλ, ποιητής της Προβηγκίας του 12ου αιώνα, είναι ο αρχικός δημιουργός της σεστίνας, της εκλεπτυσμένης σύνθεσης που, λόγω των αυστηρών διατυπώσεών της, είναι ένα σαφές παράδειγμα για το πώς η ποίηση μπορεί να έχει τις ίδιες απαιτήσεις με τα μαθηματικά. Ζούμε στην ποίηση του 21ου αιώνα, σε μια εποχή που φαίνεται ότι όλα επιτρέπονται στην κενή σελίδα. Οι ποιητές του σήμερα απέχουν πολύ από τις επίσημες εντάσεις που βίωσαν ο Βαγιέχο ή ο Ουιδόβρο τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν κατάφεραν να απελευθερωθούν από τους ρητορικούς δεσμούς που, επιβιώνοντας από την αρχαιότητα, κορυφώθηκαν στον μοντερνισμό. Ο Μαλαρμέ , με την υπέροχη χρήση των ενωτικών του , δίδαξε στους ποιητές της αβάν-γκαρντ αυτό που θα μπορούσε να είναι το διαφορετικό, συνδέοντας την ποίηση με τις γραφικές τέχνες. Αλλά μετά την αβάν-γκαρντ,τι; Αυτό που μας φαίνεται πιο ανθεκτικό είναι μια ποίηση του μεδουλιού, όπως αυτή του
…………………………………………………………………………………………………
2.Η μετάφραση των ποιημάτων και των στίχων σ’ αυτό το κείμενο είναι του Στέλιου Καραγιάννη
μεταγενέστερου Βαγιέχο, ή εκείνη του Γκονθάλο Ρόχας ή του Εουχένιο Μοντέχο, μια ποίηση που να ευνοεί τα νοήματα, που να λέει κάτι μοναδικό σε κάθε άνθρωπο, που να αξίζει να διαβάζεται ξανά και ξανά από διαδοχικές γενιές. Αυτή η ποίηση δεν ευνοεί μια συγκεκριμένη μορφή σε βάρος μιας άλλης, δε θεωρεί ότι ο ελεύθερος στίχος είναι προτιμότερος από τον μετρημένο στίχο, αλλά ούτε και το αντίστροφο• αναγνωρίζει, όμως, τη σπουδαιότητα της φόρμας. Δεν υπάρχει ποίηση στην πραγματικότητα που να μην έχει τη μορφή της δουλεμένη. Στην αυγή της νέας χιλιετίας, ο ποιητής ανακτά τις ιδιότητές του ως χρυσοχόος. Απέναντι σε μια εποχή του εύκολου τόσο διαδεδομένη, υπάρχουν άλλοι που αναζητούν την ποίηση σε μια ανελέητη αυτο-ανάγκη. Στην πλώρη αυτού του πλοίου που αναζητά τις πιο επείγουσες πιθανές μορφές, συνεχίζει ο Αρναούτ Ντανιέλ, ο ευπρεπής αυτός άντρας, ο επιδέξιος στο να γράφει στίχους, ο καταρρακωμένος από τις αγάπες του, όπως συνηθιζόταν τότε να συμβαίνει όταν ένας τροβαδούρος έβλεπε μια ψηλή κομψή κυρία. Αγάπη που δεν είναι αγάπη, είναι περισσότερο αγάπη εάν υποφέρει. Οι θλίψεις και οι στίχοι του Ντανιέλ ήταν γνωστά από τους Δάντη, Πετράρκα, Μαρκές ντε Σαντιγιάνα, Φερνάντο ντε Ερέρα, Έζρα Πάουντ και προχωρώντας τον χρόνο από τον Κάρλος Χερμάν Μπέλλι.
Η σεστίνα, στην τρέχουσα μορφή της, η οποία είναι αναγεννησιακής προέλευσης, αποτελείται από έξι στροφές των έξι ενδεκασύλλαβων στίχων και μια σύντομη στροφή, ή ρεφρέν, των τριών στίχων. Δεν υπάρχει αντιστοιχία στις ρίμες και το σχήμα γραφής της είναι το ακόλουθο:
1 2 3 4 5 6
A F C E D B
B A F C E D
C E D B A F
D B A F C E
E D B A F C
F C E D B A
Ρεφρέν:
(aB, cD, eF)
τα πεζά γράμματα δείχνουν ότι τρεις λέξεις επαναλαμβάνονται μέσα στον στίχο και τα κεφαλαία γράμματα δείχνουν ότι επαναλαμβάνονται ως η τελευταία λέξη στον στίχο.
Η σεστίνα ανήκει σε αυτό που στη μεσαιωνική κοινωνία ονομάστηκε trobarric, δηλαδή μια δύσκολη διαδικασία γραψίματος στίχων, πολύπλοκη από μόνη της, τύπου Γκόνγκορα κατά κάποιον τρόπο,εντελώς τυπολατρικό. Φοβερή πρόκληση αποτελεί βέβαια για τους σημερινούς ποιητές, το να επιχειρήσουν να αναβιώνουν μια εγκαταλελειμμένη μορφή από τα χρόνια μπαρόκ, αν και καλλιεργημένη από τους Θερβάντες και Λόπε ντε Βέγκα και τον θεϊκό Φερνάντο ντε Ερέρρα και τον 20ο αιώνα χρησιμοποιούμενη από τους Χιλ ντε Μπιέδμα , Φερνάντο Ορτίθ και Χαβιέρ Σαλβάγο. Οι σύγχρονοι ποιητές που καλλιεργούν τη σεστίνα, μεταξύ των οποίων διακρίνεται ο Κάλος Χερμάν Μπέλλι, δεν έχουν απαραίτητα την επιθυμία να καινοτομήσουν στη μορφή με κατηγορηματικό και άμεσο τρόπο, η πρωτοτυπία που προτείνουν έχει τις ρίζες της στο κλασικό και δέχονται την πρόκληση το να προσπαθήσουν να πουν κάτι ενδιαφέρον εν μέσω ακραίων τυπικών απαιτήσεων. Μόνο ο περίεργος αναγνώστης θα μπορεί να αποφασίσει σχετικά με το περιεχόμενο: εάν λένε κάτι ενδιαφέρον σ’ αυτήν την επικίνδυνη περιπέτεια και πάλη με την ποιητική μορφή.
2.Οι σεστίνες του Μπέλλι
Από την εμφάνισή του ως ποιητής, το 1958, μέχρι τώρα, ο περουβιανός ποιητής και ακαδημαϊκός Κάρλος Χερμάν Μπέλλι έχει δείξει μια ιδιαίτερη προτίμηση για τις παραδοσιακές μορφές, και μεταξύ αυτών, τις λιγότερο χρησιμοποιημένες, μία από τις οποίες, με το πέρασμα του χρόνου έχει αποδειχθεί ως ιδιαίτερα ευνοημένη στο γράψιμό του, η σεστίνα. Όχι μάταια, ένα από τα πιο γνωστά βιβλία του έχει τον τίτλο Σεστίνες κι άλλα ποιήματα και χρονολογείται από το 1970. Οι σεστίνες του Μπέλλι προσεγγίζουν ποικίλα θέματα, αλλά μεταξύ αυτών, προτιμούν τη σχέση αγάπης, εκείνον τον μυστηριώδη δεσμό μεταξύ άντρα και γυναίκας που ξεκίνησε από τα πανάρχαια χρόνια. Ακριβώς γι’ αυτήν την παρουσίαση, έχουμε επιλέξει δύο από τις σεστίνες του για να τις σχολιάσουμε και να τις αντιπαραθέσουμε.
ΣΤΗ ΦΙΛΙΔΑ
Ένας παντοτινός δεσμός μαζί σου
όχι από κλωστές , Φιλίδα μου, ούτε από ταινίες
κι ούτε ακόμα καμωμένος από χαλαρές χορδές,
αλλά πια απ’ τα νερά ,εγώ κι εσύ, δεμένοι ,
κι απ’ ττις τεράστιες γλώσσες μιας καυτής φωτιάς
κι από τις ασταμάτητες κινήσεις του αγέρα.
Έτσι σε ένα δεσμό από φωτιά, από νερό κι αγέρα,
που η χορδή του είναι ένας δυνατός και καθαρός μίτος
πορφυρμένος πιο πολύ κι από τις φωτιές τις ίδιες,
πιο φίνος απ’ την ίνα που φτιαμένες είναι οι ταινίες,
και μέσα του εσύ κι εγώ σαν ένα ψάρι μέσα στο νερό,
έτσι δυο μίτοι σε μια χορδή μόνο.
Κανένας τις χορδές δε θα μπορέσει να λύσει
Με τις οπιίες σταθερά μας ένωσε ο αέρας,
ούτε επίσης la ligazón του νερού,
που ζωτικός είναι δεσμός και στη μια και στην άλλη περίπτωση,
συγκολώντας μας σαν ένα οφάλιο λώρο,
αναμειγμένο με τον αέρα,το νερό και τη φωτιά.
Κύματα του αιθέρα, κύματα μις φωτιάς μεγάλης,
ρευστά κύματα, Φιλίδα, σαν χορδές
η αιωνίως κολλητές ταινίες,
μας δένουν ως τον αέρα εκί πέρα,
προσδένοντάς μας με ντελικάτους μίτους
στους κόρφους μέσα του ουρανού, της γης και του νερού.
Κι αν μαζί μες στο νερό δε γενηθήκαμε,
μαζί,ναι,θα μας συνδέσουν οι φωτιές
των δικτύων από χίλιους ηλεκτρικούς δεσμούς
δεμένους στην άκρη των χορδών,
που μας κρατούν και τους δυο μες στον αέρα
όπως κρατιέται ο πλανήτης απ’ τις ουράνιες ταινίες.
Αυτή η υδάτινη, αέρινη και βουνίσια ταινία
ενώνοντάς μας απ’ τα νέρα κάτω,
ανάμεσα στα κοντινά στρώματα του αέρα
και στα σωθικά μέσα κάθε γλυκιάς φωτιάς,
del cual nos hala η τελευταία χορδή
κι όπου μας ξαναφέρνει ο πρώτος μας δεσμός.
Όχι από χορδές προσδεμένοι αλλά από ταινίες ,
αλλά ενας μίτος πια είμαστε, Φιλίδα μου, από νερό,
αύρα πια του αέρα, γλώσσα πια της φωτιάς.
Ο Κάρλος Χερμάν Μπέλλι επιλέγει ως παραλήπτρια αυτού του ποιήματος τη Φυλλίδα, ένα μια γυναικεία μορφή της ελληνικής μυθολογίας,που ήταν κόρη του Λυκούργου,του βασιλιά της Θράκης, η οποία παντρεύτηκε τον Δημοφώντα, γιο του Θησέα, που τη γνώρισε όταν περνούσε από τη Θράκη, επιστρέφοντας στον τόπο του μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Σ’ όλες τις εκδοχές του μύθου, αυτές οι αγάπες ήταν άτυχες, σε μία από αυτές, χωρισμένη από τον σύζυγό της, η Φυλλίδα αυτοκτονεί κρεμασμένη από ένα δέντρο. Στον τόπο όπου τη θάβουν, μεγαλώνει μια αμυγδαλιά, η οποία ανθίζει όταν επιστρέφει ο Δημοφώντας. Σε μια άλλη παραλλαγή της ιστορίας, ο Δημοφώντας πεθαίνει όταν πέφτει κατά λάθος πάνω στο σπαθί του. Η χρησιμοποίηση αυτού του ελληνικού ονόματος από τον Μπέλλι φαίνεται να έχει μικρή σχέση με την παράδοση που μόλις περιγράφηκε. Η Φυλλίδα του μάλλον φαίνεται να προέρχεται από την ισπανική ποιμενική ποίηση, καθώς είναι μια απλή χωρική, γοητευτική και ερωτευμένη, την οποία τραγούδησε ο Λόπε ντε Βέγκα. Μορφολογικά, το ποίημα διατηρείται μέσα στις κλειστές μορφές της σεστίνας• η μόνη ανωμαλία, αν χρειάζεται να την ονομάσουμε, με έναν αυστηρά κλασικό κανόνα, είναι η εναλλαγή των λέξεων «φωτιές» και «φωτιά», τροποποίηση που δεν γίνεται αντιληπτή από τον μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών. Αυτό το ποίημα προέρχεται από τα πολιτιστικά υπόβαθρα του ανθρώπου , από την ίδια την Ελλάδα κι από την Κίνα, κοινωνίες που έδωσαν έμφαση στα βασικά στοιχεία που απαρτίζουν τη γη: τον αέρα, το νερό, τη φωτιά και τα ίδια τα εδάφη. Στην πρώτη στροφή, απευθυνόμενη, όπως και στο υπόλοιπο ποίημα, σ’ αυτήν την κυρία Φυλλίδα, με κλασικούς συντονισμούς, δημιουργεί μια προνομιακή σχέση αγάπης μέσω του νερού. Κι εάν αυτή η προτίμηση συγκριθεί με ολόκληρο το κείμενο, θα φανεί ότι η παρουσία του νερού συνδυάζεται με τη φωτιά και τον αέρα, όπως φαίνεται συγκεντρωμένο στο ρεφρέν του ποιήματος:
Όχι από χορδές προσδεμένοι αλλά από ταινίες ,
αλλά ενας μίτος πια είμαστε, Φιλίδα μου, από νερό,
αύρα πια του αέρα, γλώσσα πια της φωτιάς.
Έχουμε βρει, ξαφνικά, το κέντρο του κειμένου: πρόκειται για μια αγάπη, κατά προτίμηση όχι επίγεια, αυτή η αγάπη που είναι από νερό, από αέρα και φωτιά, που είναι μια κινητή αγάπη, έξω από τον κόσμο, μια αγάπη που κυκλοφορεί ανάμεσα σε μεταβαλλόμενα στοιχεία, όπως το νερό που κυκλοφορώντας παραμένει, όπως ο αόρατος αέρας, αλλά που γεμίζει όλους τους χώρους, όπως η ακούραστη φωτιά με τις φλόγες της. Στο τέλος της τέταρτης στροφής υπάρχει μια μοναδική αναφορά στη γη, δηλαδή σε ένα επίγειο στοιχείο, αλλά αυτό που υπερέχει είναι η αλλαγή και τελικά η φωτιά. Η παράδοση του μυστικισμού δείχνει ότι η ανθρώπινη αγάπη είναι φτιαγμένη καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της αναζήτησης της αγάπης του Θεού από την ανθρώπινη ψυχή. Η αληθινή αγάπη είναι η οριστική συγχώνευση των στοιχείων που είναι ικανά να σταματήσουν να είναι τα ίδια, για να μπουν όπως το ξύλο στη φωτιά και να εξαφανιστούν μέσα στις φλόγες. Έτσι, η μετριοπαθής αγάπη σ’ αυτήν τη σεστίνα κυκλοφορεί, όπως το νερό, είναι παντού σαν τον αέρα, είναι η ίδια η φλόγα, το κέντρο της φωτιάς. Μια αγάπη που δεν φτιάχτηκε για πάντα, αλλά σχηματίζεται με την αλλαγή, αγάπη πάντα ανανεωμένη, διαφορετική. Αλλά οι λέξεις, οι έννοιες των λόγων, ποιητικών ή οποιουδήποτε άλλου είδους, περιέχουν, μαζί με προβλέψιμες ουσίες, άλλα πιο κρυφά περιεχόμενα, πιο δύσκολα να προσδιοριστούν και να κατανοηθούν σε πρώτες αναγνώσεις. Και σ’ αυτήν την περίπτωση, αυτή η αγάπη που χτίζεται, που έχει νήματα νερού κι αέρα και φωτιάς, που περνά μέσα από αέρηδες και από τις θάλασσες, έχει, όπως λέγεται, λίγο από το γήινο στοιχείο, μόλις εγκαθίσταται σε κάποιο έδαφος, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο , αν του λείπει κάτι, είναι σταθερότητα. Είναι μια αγάπη που δημιουργείται, που είναι ελαφριά σαν τον αέρα, που κυκλοφορεί, όπως το νερό, πυρακτωμένη, που είναι ικανή να καταναλώσει τα πάντα, να τα καταστρέψει επίσης, σαν τη φωτιά. Και με αυτόν τον τρόπο ο Μπέλλι βρίσκει το κλειδί για όλη την ανθρώπινη αγάπη, που πυρακτωμένη είναι σαν τη φωτιά, με το χάρισμα της πανταχού παρουσίας όπως ο αέρας, ρευστή σαν το νερό, σταθερή ελάχιστες φορές σαν τη γη, εύθραστη, όπως κάθε τι το ανθρώπινο. Οι στάχτες που είναι η μη αγάπη, είναι η μαρτυρία της φωτιάς.
BIBLIOGRAFÍA
1.Poesía
Poemas (1958)
Dentro & fuera (1960)
¡Oh hada cibernética! (1961)
Por el monte abajo (Lima: Ediciones "La Sagrada Familia", 1966)
El pie sobre el cuello. Obra reunida (Uruguay: Editorial Alfa, 1967)
Sextinas y otros poemas (Chile: Editorial Universitaria S.A., 1970)
Oh Hada Cibernética! (Venezuela: Monte Avila Editores C.A., 1971)
En alabanza al bolo alimenticio (México: Premia Editores de libros, 1979)
Canciones y otros poemas (1982)
Boda de pluma y letra (1985)
Más que señora humana (1986)
El buen mudar (1986)
En el restante tiempo terrenal (1988)
Antología personal (1988)
Los talleres del tiempo (1992)
¡Salve, Spes! (2000; col. Palimpsesto, con prólogo y epílogo de Óscar Hahn, Carmona-Sevilla, 2003)
En las hospitalarias estrofas (2001)
La miscelánea íntima (2003)
Sextinas villanela y baladas (2007)
Los versos juntos (1946-2008) 2008, poesía completa (prólogo de Mario Vargas Llosa, Biblioteca Sibila-Fundación BBVA, Sevilla).
El alternado paso de los hados (2009)
Los poemas elegidos (selección, prólogo y entrevista de Francisco José Cruz, ed. Pre-textos, Valencia, 2011)
Los dioses domésticos y otras páginas (Biblioteca Sibila-Fundación BBVA, Sevilla, 2012) antología poética.
Morar en la superficie (2015), selección de sus textos en prosa.
Entre cielo y suelo (Point de Lunettes, Sevilla, 2016).
2.Obra publicada en antologías
Traducciones de poesía norteamericana, francesa, italiana y brasileña en: Ricardo Silva Santisteban (antologador): Antología general de la traducción en el Perú, volumen VI. Lima, Universidad Ricardo Palma - Editorial Universitaria, 2016.
3.Estudios,ensayos y artículos sobre su obra
Sologuren, Javier. 1968. Tres poetas peruanos contemporáneos: Belli, Delgado, Salazar : claves para su interpretación. Lima: El Autor.
Rojas, Armando, 1971. "Sextinas y otros poemas de Carlos Germán Belli". Creación & crítica, número 1, p. 15.
Gazzolo, Ana María. 1973. "Estructura de un poema de Carlos Belli : sextina del mea culpa". Creación & crítica, número 15, p. 15.
Higgins, James. 1982. The poet in Peru : alienation and the quest for a superreality. Liverpool: The University, 166 pp.
Hill, Nick. 1984. "El pastor - poeta en el "microuniverso" belliano". Revista de crítica literaria latinoamericana, año 10, número. 20, pp. 171-188.
Hill, Nick. 1985. Tradición y originalidad en la poesía de Carlos Germán Belli. Madrid: Editorial pliegos.
Cánepa, Mario. 1988. "Historia y máscara poética : sobre la poesía de C. G. Belli". Lexis : revista de lingüística y literatura, volumen 12, número 1, pp. 83-90.
Polar Cornejo, Jorge. 1994. La poesía de Carlos Germán Belli : aproximación. Lima: Facultad de Humanidades de la Universidad de Lima, 154 pp.
Zapata, Miguel Ángel (compilador). 1994. El pesapalabras. Carlos Germán Belli ante la crítica. Lima: Ediciones Tabla de Poesía Actual, 303 pp.
Espejo, Olga. 1998. "Un poeta peruano contemporáneo: Belli, ensayo bibliográfico, 1958-1995". En Trechos del itinerario, 1958-1997 de Carlos Germán Belli. Santafé de Bogotá : Instituto Caro y Cuervo, 308 pp.
Vélez Marquina, Elio. 2002. "Símbolo y verso bellianos en "Vamos rápido a tu reino" : nueva exégesis del Hada cibernética". Boletín de la Academia Peruana de la Lengua, número 36, pp. 163-178.
Cornejo Polar, Jorge. 2005. "Belli prosista". Boletín de la Academia Peruana de la Lengua, número 40, pp. 117-124.
Zapata, Miguel Ángel (editor). 2006. Asir la forma que se va : nuevos asedios a Carlos Germán Belli. Lima: Fondo editorial de la UNMSM, 214 pp.
Ferrari, Américo. 2006. "La poesía de Carlos Germán Belli : boda de la pluma y de la letra". Hueso Húmero, número 49, pp. 149-156.
Silva Peralta, Allan. 2006. "¿Otra Arcadia perdida? : la poesía de Carlos Germán Belli, entre la utopía y el hastío. Notas sobre ¡Oh hada cibernética!" Escritura y pensamiento -- Año 9, no. 18, pp. 137-148.
Vélez Marquina, Elio. 2006. "La concepción del tiempo y el espacio escatológicos en la poesía de Carlos Germán Belli". Boletín de la Academia Peruana de la Lengua, número 41, pp. 79-112.
Martos Carrera, Marco. 2008. "La matriz románica de Carlos Germán Belli". Boletín de la Academia Peruana de la Lengua, número 46, pp. 33-48.
Cruz, Francisco José. 2008. «Carlos Germán Belli : un converso sui géneris». Palimpsesto : revista de creación -- No. 23, Carmona, Sevilla pp. 11-17.
Vargas Llosa, Mario. 2008. "Carlos Germán Belli : don de poesía". Sibila : revista de arte, música y literatura, Sevilla -- No. 28, p. 14.
Cruz, Francisco José. 2011. «El buen mudar de Carlos Germán Belli» en Los poemas elegidos, ed. Pre-textos, Valencia, pp. 9-13.
Schopf, Federico. 2010. "Relectura de Oh hada cibernética de Carlos Germán Belli". Boletín de la Academia Peruana de la Lengua, número 49, pp. 23-39.
Vidal Magariño, José Miguel. 2011. La configuración de lo grotesco en En alabanza del bolo alimenticio de Carlos Germán Belli. Lima: Tesis de licenciatura de la Pontificia Universidad Católica del Perú.
Cruz, Francisco José. 2015 "En alabanza de Carlos Germán Belli". Sibila : revista de arte, música y literatura, Sevilla -- No.47, p. 14.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου