POESIA PERUANA -ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΟΥ ,Luis Hernández


 

 

Mercurio o el tiempo que  fué

(Υδράργυρος ή η εποχή που πέρασε)

 

Poemas y Poemas en Prosa  de Luis Hernández

( Ποιήματα και Πεζά Ποιήματα  του Λουίς Ερνάντ

Traducción Stelios Karayanis

(Μετάφραση: Στέλιος Καραγιάννης)

 

Poeta peruano de la Generación del 60.Luis Hernández estudió en la Pontificia Universidad Católica del Perú, y luego en la Universidad Nacional Mayor de San Marcos. A la par de su profesión de médico, Hernández cultivó la poesía y fue uno de los más conspicuos representantes de la denominada Generación del 60. Fue uno de los primeros en incorporar el humor y las citas metatextuales en la poesía peruana. En vida, Hernández publicó tres poemarios: Orilla (Lima, La Rama Florida, 1961), Charlie Melnick (Lima, La Rama Florida, 1962) y Las Constelaciones (Trujillo, Cuadernos Trimestrales de Poesía, 1965). Hasta su fallecimiento, el poeta publicó en algunas revistas, diarios y antologías. A partir de 1970, Hernández comenzó la heterodoxa práctica que lo llevó a convertirse en una casi leyenda urbana: redactó a mano sus versos en innumerables cuadernos, en los que su bella caligrafía se aunaba a la fuerza de su voz poética. Dichos cuadernos muchas veces los regaló a amigos o, incluso, a personas que no tenían interés en la literatura. Ο Λουίς Ερνάντεθ θεωρείται σήμερα ως ένας από τους σημαντικότερους Περουβιανούς ποιητές της γενιά του 1960. Γεννήθηκε στο Περού το 1941 και πέθανε στο Μπουένος Άιρες το 1977 υπό συνθήκες αδιευκρίνιστες. Η μια εκδοχή, η επίσημη, είναι ότι λόγω της κατάθλιψής του πήγε στο Μπουένος Άιρες για να τη θεραπεύσει, αλλά έπεσε στις ράγες του τρένου. Ο φίλος του, ο γνωστός ηθοποιός Ρεϊνάλντο Αρένας υποστήριξε ότι σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με την αστυνομία και μετά μεταφέρθηκε στις ράγες του τρένου. Η ποίησή του εισάγει έναν αυθεντικό μοντερνισμό στην ποίηση της γενιάς του με αφομοιωμένες επιρροές από την αμερικανική και ευρωπαϊκή ποίηση. Ξεχωρίζει η λιτότητα του στίχου του και η πολιτική και κοινωνική διάσταση της ποίησής του όπως και η διακειμενικότητα στο έργο του. Eν ζωή δημοσίευσε ρεις ποιητικές συλλογές : Orilla (Lima, La Rama Florida, 1961), Charlie Melnick (Lima, La Rama Florida, 1962) y Las Constelaciones (Trujillo, Cuadernos Trimestrales de Poesía, 1965).Μετά το 1970 έγραφε τα ποιήματα του καλλιγραφικά σε χειρόγραφα που τα μοίραζε στους φίλους του. Αυτό δυσκόλεψε πολύ τους κριτικούς στην προσπάθειά τους να τα περισυλλέξουν

 

 

 

Abel

 

Abel, Abel, qué hiciste de tu hermano,
Di, qué hiciste,
Con el tallo de tu cuerpo siempre pito
Las sandalias lustradas y tus veintes.

No mirabas las ubres de las vacas
Ni el coloquio escondido de tus perros,
Sólo el humo de tu ofrenda que ascendía
Como ascienden las moscas hacia el cielo.

Sin embargo
Yo he visto a tu hermano y lo conozco
Persiguiendo la cólera entre vainas
Entre campos de trigo
Con los sucios vapores de su llanto
Reposando en la tierra

Como pronos cadáveres sin deudos
Dime entonces qué hiciste
Hoy que yace tu hermano tan al este.
Tú que nunca pensaste que para otro
Era duro de roer el Paraíso

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άβελ

 

 

Άβελ , Άβελ, τι έκανες στον αδελφό σου,

Πες, τι έκανες,

Με το νευρώδες κορμί σου το πάντα επιθετικό

Τα βαμμένα σου σαντάλια και τα είκοσι σου χρόνια.

 

Δεν έβλεπες τα πλήθη των αγελάδων

Ούτε την κρυφή σύναξη των σκύλων

Μόνο ο καπνός της σπονδής σου  υψωνόταν

Όπως υψώνονται τα κουνούπι προς τον ουρανό.


Μολαταύτα

Εγώ είδα τον αδελφό σου και τον γνωρίζω

Παλεύοντας ενάντια στη χολέρα ανάμεσα στα σαρίδια

Μέσα στις πεδιάδες των σιταριών

Με τους βρώμικους καπνούς του θρήνου του

Να αναπαύεται στη γη.

Σαν γερμένα και δίχως οφειλές πτώματα

Πες μου λοιπόν τι έκανες

Σήμερα που κείτεται ο αδελφός σου έτσι στη Δύση

Εσύ που ποτέ δε σκέφτηκες ότι για τον άλλο

Ήταν σκληρό να θρυμματίσει την Παράδεισο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Browning, Robert

 

 

Dime Robert
Qué es más propio;
La grama
El césped
El grass
La extensa pradera
De hierba
Sordello; un loco señor
Me habló de Sordello;
Ezra Pound

Y otro de tus jardines;
Jiménez de Moguer


 

Μπράουνιγκ,Ρόμπερτ

 

Πες μου Ρόμπερτ

Τι είναι  πιο δικό μας;

Η αγριάδα

Το γρασίδι

H  χλόη

Το αχανές λιβάδι

Από  χόρτο

Ο Σορδέλιο; ;ένας τρελός κύριος

Μου μίλησε για τον Σορδελιο

O Έζρα Πάουντ

 

Κι  ένας άλλος για τους κήπους του;

O Χιμένεθ του Μογέρ

 

 

 

 

 

 

 

 

Byron, Lord



                                                                 "A Jorge Noel Gordon Lord Byron"

Qué te diré; sin vergüenza
Compañero, yo también
Oculté mi tristeza
Y qué, sabemos
Cómo te plagio, Lord,
Como no sea quizá
Que hemos nacido
Para el morir
Eso que llaman muerte
¿La venceremos, Byron?
Yo creo que mejor
Bebemos por la Poesía.

 

 

 

 

Λόρδος Μπάιρον

 

Στον “Jorge Noel Gordon Lord Byron"

 

Τι να σου πω δίχως αιδώ

Σύντρoφε, εγώ επίσης

Απέκρυψα τη θλίψη μου

Και τι γνωρίζουμε

Πώς σε παραφράζω, Λόρδε,

Πώς θα μπορούσε ίσως να αποφευχθεί

Aφού  έχουμε γεννηθεί

Για να πεθάνουμε

Αυτό που το ονομάζουν θάνατο

Θα το νικήσουμε, Βύρωνα?

Εγώ πιστεύω ότι είναι καλύτερα

Να πιούμε  εις υγείαν της ποίησης.

 




 

 

 

 

                                                            Cantos de Pisac

Canto primero

Digamos que eres un muchacho,
Acaso el que tallara
La sortija del durazno,
Pensemos que ella fue creciendo en tu dedo
Hasta hacerse lejana como un astro.

Digamos que eres un muchacho
Que juega en una nave de piedra
Al abordaje.
Pensemos que atrapaste tu vejez
Con unos garfios,
Inútilmente.

Inútilmente dibujaste sobre tu cuerpo
Al vagabundo cruel
De las islas aladas:
Sin deseo, sin prisa, sin belleza,
Eres solo en la noche del espacio.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                   Τραγούδια του Πίσακ

Πρώτο τραγούδι


Ας πούμε ότι είσαι ένα παιδί

Ίσως αυτό που χαράσσει

Το δαχτυλίδι της ροδακινιάς,

Ας σκεφτούμε ότι αυτή μεγάλωσε στο νύχι σου

Ώσπου να γίνει απόμακρη σαν ένα άστρο.

 

Ας πούμε ότι είσαι ένα παιδί

Που παίζει σε ένα πλοιάριο από πέτρα

Κατά την απόβαση.

Ας σκεφτούμε ότι άδραξες το γήρας  σου

Με κάποιους γάντζους,

Ανώφελα.

 

Ανώφελα σχεδίασες πάνω στο κορμί σου

Τον σκληρό μπαγαπόντη

Των νησιών του αλατιού:

Δίχως πόθο, δίχως βιασύνη, δίχως ομορφιά,

Είσαι μόνο στου διαστήματος τη νύχτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Canto segundo

¡Un río. Melodía, dios, un río!
El espacio en el cauce de lo alado,
Sordo monstruo tallado por Estío
Entre un triste frescor
Oh, ignorado,
Tan eterno tu Otoño en la caída!
Como garra rapaz: sí enredadera,
Flama amada del tiempo, desvaída
Por la turbia carcancha, tan certera.

Dios oculto en un vientre de roca:
Destrozado, muda espina lanzada
Por la noche fugaz sobre los cantos.

Agotada en sí misma es honda roca
Cegadora de grutas arrancadas
Por las fieras llameantes de amarantos.


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεύτερο τραγούδι

 

Ένας ποταμός. Μελωδία, θεέ, ένας ποταμός!

Το διάστημα στην κοίτη του ιπτάμενου ,

Κουφό θηρίο χαραγμένο από το Θέρος

Ανάμεσα σε μια θλιμμένη δροσιά

Ω, αγνοημένε

Τόσο αιώνιο το φθινόπωρό σου στην πτώση!

Σαν νιογέννητο νύχι: σαν κισσός

Φλόγα αγαπημένη του καιρού, ξεθωριασμένη

Από τη μουντή σακαράκα, την τόσο βέβαιη.

Θεέ κρυμμένε στο κοίλωμα του βράχου:

Κατεστραμμένη ,βουβή αγκίδα ριγμένη

Από τη φευγαλέα νύχτα  πάνω στα τραγούδια.

Εξαντλημένη από τον εαυτό της είναι βαθύς βράχος

Τυφλωμένη από σπηλιές κατοικημένες

Από θηρία φλογισμένα των αμάραντων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Chopin, Federico



                                          "Federico Chopin" de la sección "Los muertos",
                                                                                       Las constelaciones T:28

Se sintió primero
Con la tristeza
De un niño solitario
Y luego
Con la grandeza
De un niño solitario

Y escribió
Aquella Música
De su alma
Que es lo único
Que pudo
Bajo un sol
Que no era el suyo
Dar su Amor


("Chopin", M: 87)

1
¿Recuerdas tú
El bosque de Watteau
Y un claro de luna
Que sí ha de volver
Que sí volverá?
¿Recuerdas tú?

22
Y si recuerdas
El bosque
Y si recuerdas
El bosque
Dónde habré
De hallarte
Recordando

("Prelude", A Federico Chopin, M: 170-171


En las estrellas
Del cielo de Varsovia
Hay una fuente

De cristal y límpida
El agua fluye

Tras los alambres de púas
La fúlgida

Herrumbrada selva
De las latas luces
Y un horizonte azul
Más allá de Varsovia

Con el corazón
En París

Y luego
Tu cuerpo torturado
Pobre poeta de Polonia

En el cielo azul
De Varsovia

Hay
una
fuente

[Cracovia, febrero de 1975]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σοπέν, Φρειδερίκος

                                          "Φρειδερίκος Σοπέν" από τη σειρά  "Οι νεκροί",
                                                                                       Οι αστερισμοί T:28

 

Αισθάνθηκε πρώτα

Με τη θλίψη

Ενός μοναχικού παιδιού

Κι ύστερα

Με τη μεγαλοσύνη

Ενός μοναχικού παιδιού

Και έγραψε

Εκείνη τη Μουσική

Της ψυχής του

Που είναι το μόνο

‘Που μπόρεσε

Κάτω από έναν  ήλιο

-Που δεν ήταν ο δικός του-

Να δώσει στον Έρωτά του

("Chopin", M: 87)

1

Θυμάσαι εσύ

Το δάσος του Βατώ

Και ένα ξέφωτο από σεληνόφως

Που ναι πρέπει να επιστρέψει

Που ναι θα επιστρέψει?

Θυμάσαι εσύ?

22

Κι αν θυμάσαι

Το δάσος

Κι αν θυμάσαι το δάσος

Όπου θα πρέπει

Να σε βρω

Ενθυμούμενος

("Prelude", A Federico Chopin, M: 170-171 )

Στ’ αστέρια

Του ουρανού της Βαρσοβίας

Υπάρχει μια πηγή

Πεντακάθαρη από κρύσταλλο

Το νερό ρέει

Πίσω από τα συρματοπλέγματα

Η εκθαμβωτική

Γκρίζα ζούγκλα

Από θαμπά φώτα

Κι ένας ορίζοντας γαλάζιος

Πέρα μακριά απ’ τη Βαρσοβία

Με τη καρδιά σου

 Στο Παρίσι

Κι ύστερα

Το κορμί σου βασανισμένο

Φτωχέ ποιητή της Πολωνίας

Στο γαλάζιο ουρανό της Βαρσοβίας

Υπάρχει

Μια

Πηγή

[Κρακοβία, Φεβρουάριος του 1975]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Los laureles

 

 

Los laureles
Se emplean 
En los poetas
Y en los tallarines

 

 

 

 

Οι δάφνες

 

Οι δάφνες

Χρησιμοποιούνται

Για τους ποιητές

Και στις ταλιατέλες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Coleridge, S.T.



                                                   Te regalo las adormideras/ que crecieron/ Junto al Támesis/
                                                                              Para Samuel Taylor/ Samuel Taylor Coleridge...

Rodeado de fantasmas
Samuel Taylor Coleridge:
Por qué hiciste tonterías
Algo más esperé de ti:
No esperar más.
Pero fuiste un milagro
De rara belleza
In Xanadú.

 

 

 

Κόλριτζ Σ.Τ.

Σου χαρίζω τις παπαρούνες/ που άνθισαν/δίπλα στον Τάμεση
                                                                              Para Samuel Taylor/ Samuel Taylor Coleridge...

 

Περικυκλωμένος από φαντάσματα

Σάμουελ Ταίηλορ Κόλριτζ:

Γιατί έκανες βλακείες

Κάτι περισσότερο περίμενα από σένα:

Μη περιμένεις άλλο.

Αλλάς υπήρξες μένα θαύμα

Σπάνιας ομορφιάς

Στo Ξαναντού.

 

                                                          

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Dicen que soy...

 

Dicen que soy
Un soñador que sueña
Y otros dirán de mí

Adiós: me iré
A algún otro lugar

Y si la Melancolía
Me alcanza
Y si la Melancolía
Me alcanza

Me cubriré del agua
De la mar y ya no he
Más de morir

Y ya no he más

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λένε ότι είμαι…

 

 

Λένε ότι είμαι

Ένας ονειροπόλος που ονειρεύεται

Κι άλλοι λένε για μένα

Aντίο: θα φύγω

Σε κάποιον άλλο τόπο

 

Κι αν η μελαγχολία

Με φτάσει

Κι αν η μελαγχολία με φτάσει

Θα σκεπαστώ με το  νερό

Της θάλασσας και πια δεν θα χω

Παρά να πεθάνω

Και πια δεν θα χω τίποτα άλλο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El elefante asado



                                                               Consérvame en la frialdad
                                                                         De las cosas abruptas
                                                                                                    Y sin Sol
                                                                         Y de las agujas grises
                                                                                              Ezra Pound

1
Esta es la historia
De Mowli
El niño oveja

2
Adiós amor
Te he visto
Muchas veces
Reluciente
Beber el agua
Y también
Beber el vino
Y jamás
Me he dolido
En tu presencia
Adiós amor
Muchas veces
Y jamás

3
Tengo el sueño vago
De haberte visto;
Y también entreabrirse
El aire
A tus pasos amor mío.
Y entre vidrios,
Bajo, en el horizonte:
El día.

 

 

Ο ψητός ελέφαντας

 

Διατήρησέ με στην παγερότητα

Των δύσκολων πραγμάτων

Και χωρίς  ¨Ήλιο

Κι από τις γκρίζες πυξίδες


                                                                                                                          Ezra Pound

 

1
Αυτή είναι η ιστορία

Του Μόγλη

Του παιδιού πρόβατου

2

Αντίο έρωτα

Σε είδα

Πολλές φορές

Λάμποντα

Να πίνεις το νερό

Κι επίσης να πίνεις το κρασί

Και ποτέ

Δεν πόνεσα στην παρουσία σου

Αντίο έρωτα

Πολλές φορές

Και ποτέ

 3

Έχω  το όνειρο ακαθόριστο

Του να σε έχω δει;

Κ επίσης να μισανοίξει

Ο άνεμος

Τα βήματά σου έρωτά μου.

Κι ανάμεσα σε γυαλιά,

Κάτω, στον ορίζοντα:

Η μέρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ezra Pound: cenizas y cilicio



1
Tower of Pisa
Alabaster and not ivory. Y eterno,
Para ferias de fascistas
Quien la canta.

Y ebrio ya de belleza y en demencia
(Puede ser que sus ojos sean nuestros)
Rojo mar y el adriático crepúsculo
Y dos guerras herrumbradas en su frente:

Frente a la lívida amenaza de la historia:
Ezra Pound,
Ezra
Y su ejército perenne en pie
De muerte.
Torre de Pisa
Et cinis et cilicium.

2
Ezra:
Sé que si llegaras a mi barrio
Los muchachos dirían en la esquina:
Qué tal viejo, che' su madre,
Y yo habría de volver a ser el muerto
Que a tu sombra escribiera salmodiando
Unas frases ideales a mi oboe.
El milagro se oculta entre lo oscuro
Donde olvido y memoria son tan sólo
Los reflejos de lo áspero y amado,
La ilusión que ha surgido de enebro

Duramente recuerdo tus poemas,
Viejo fioca,
Mi amigo inconfesable.

 



Ezra Pound:στάχτες και κιλικίο

1


Tower of Pisa


Alabaster and not ivory. Και αιώνιος,

Για τις εκθέσεις των φασιστών

Ποιος θα τον τραγουδήσει.

 

Και μωρό πια από ομορφιά και σε παραφροσύνη

(Μπορεί να είναι τα μάτια του και δικά μας)

Κόκκινη θάλασσα και το αδριατικό λυκόφως

Και δυο πόλεμοι χαραγμένοι στο μέτωπό του:

Ενάντια στη σκοτεινή απειλή της Ιστορίας:


Έζρα Πάουντ


Έζρα

Κι ο αιώνιος στρατός σου στο πόδι

Του θανάτου

Πύργε της Πίζας

Et cinis et cilicium.

 

 

 

2

Έζρα:

Ξέρω ότι θα ρθείς στη γειτονιά μου

Και τ’ αγόρια θα σου πουν στη γωνία:

Τι γίνεται γέρο, ποια είναι η μάνα σου

Κι εγώ θα έπρεπε να ξαναγίνω ο νεκρός

Που στη σκιά σου θα έγραφα ψάλλοντας

Κάποιες  ιδεώδεις φράσεις  στο όβοέ μου.

Το θαύμα κρύβεται μες στη σκοτεινιά

Όπου η λησμονιά κι η μνήμη είναι τόσο μόνο

Οι αντανακλάσεις  του στυφού και του αγαπημένου,

Η ψευδαίσθηση που αναδύθηκε από το αγριοκυπάρισσο

 

Σκληρά ενθυμούμαι τα ποιήματά σου,

Κομψέ γέρο,

Ανομολόγητε φίλε μου.

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Fauré, Gabriel



                                                                                                       Gabriel Fauré
                                                                          tiene el agrado de invitar a:
                                                                                                                César Cui
                                                                                                    con motivo de:
                                                                             Intercambio de canciones.
                                                                       Rue des Herbes Paris- France
                                                                                         ("Invitación", M: 86)

Delicado
Pero
Brutal, oh, escondido
Relator de los jardines

Libre eres al cantar
Ese único modo
De contar
Los reflejos del basalto,
El sol extendiéndose

"Oda a Fauré", M: 227

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Φωρέ, Γκαμπριέλ



Ο Γκαμπριέλ Φωρέ

έχει την ευχαρίστηση

να προσκαλέσει τον

Καίσαρα Κούι

Με στόχο την

Ανταλλαγή τραγουδιών.

Rue des Herbes,Παρίσι-Γαλλία

                                                                                         ("Πρόσκληση", M: 86

 Φιλάσθενε

Αλλά

Βίαιε, ω, κρυμμένε

Αφηγητή των κήπων

Ελεύθερος είσαι στο τραγούδι

Σ’ αυτό το μοναδικό τρόπο

Του να αφηγείσαι

Τις αντανακλάσεις του βασάλτη

Τον ήλιο καθώς απλώνεται

"Ωδή στον Φωρέ", M: 227

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Fragmento



Yo conozco
De ti
Lo mejor
Tú conoces
De mí
He aquí que te he amado
A través
Del bello tiempo.
Y a través
Del peor.
Y jamás
Con el sueño
Sino con el amor

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απόσπασμα

 

Εγώ γνωρίζω

Από σένα

Το καλύτερο

Εσύ γνωρίζεις για μένα

Να εδώ που σε αγάπησα

Μέσω

‘Του καλού καιρού.

Και μέσω

Του χειρότερου.

Και ποτέ με το όνειρο

Αλλά με τον έρωτα.

 




 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Freud, Sigmond



Durante 10 años
Estuve solo
Ahora una enredadera
De lirios
Dormita junto a Sigmund

(‘Historia del médico judío", M:70)

* * *

Sigmund Freud
O aquel muchacho
Que dejó
En Viena
Lirios en los trenes.
Y luego, en Londres,
Su corazón,
También
Una hermosa flor.


Siempre admiré/ A cuatro judíos/ Sigmund, Einstein/ Marx y el/
Pastor innombrable/ Que llevan/ Algunos en el cuello... (M: 429)
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σίγκμουντ  Φρόιντ

 

Δέκα ολόκληρα χρόνια

Ήμουν μόνος

Τώρα μια περικοκλάδα

Από κρίνα

Κοιμάται δίπλα στον Σίγκμουντ.

(  “Ιστορία ενός Εβραίου γιατρού", M:70)

Πάντα θαύμαζα/τέσσερις Εβραίους/Τον Σίγκμουντ/ τον Αϊνστάιν/τον Μαρξ και τον/

ανώνυμο Παπά/Που φέρουν/Κάποιοι στον τράχηλό τους

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Goethe, Wolfgang



                                                                            "Canción para Wolfang (sic) Goethe"

Los cromáticos yates
Cruzan el mar azul
Azul prusia
De La Herradura
Los Cromáticos días
Que jamás no han de volver
Plenan de flores geranios
Blancos y el resplandor
De los bares: Paz de los bares
Paz de los cinemas
Donde recién ahora:
Qué breve es la vida
Se inicia la Poesía
La voz que incontable
Y en misterio
Vuelve para tomar
De cada ser su primitiva
Forma. Yo sé que Goethe
No puede menos que el hacer
Calmar la noche el otoño
Las playas las centellas
El vaso de cerveza
Del apartado ebrio los pétalos
De la soledad, los desiertos
Y las extensiones pálidas
De espuma y sal
Con el cantar que proclama
Que todas las obras de La Creación
Son tan bellas como el día primero

Y que, cada sentir cada anhelo
Es sólo paz:
La inquietante paz
Que algunos llaman vida.

 


Γκαίτε, Βόλφγκαν



                                                                            "Τραγούδι για τον  Wolfang (sic) Goethe"

Τα πολύχρωμα κότερα

Διασχίζουν τη γαλάζια θάλασσα

Το πρωσικό γαλάζιο

Της ακτογραμμής

Οι πολύχρωμες μέρες

Που ποτέ δε θα ξαναγυρίσουν

Πληρώνονται από  άνθη γερανιών

Λευκών και η αντανάκλαση των μπαρ: η γαλήνη των μπαρ

Η γαλήνη των σινεμά

Όπως πρόσφατα, τώρα:

Τι σύντομη που είναι η ζωή

Εισάγεται η Ποίηση

Η φωνή τί αλόγιστη

Και στο μυστήριο

Επιστρέφει για να πάρει

Από κάθε όν την πρώτη του

Μορφή. Εγώ ξέρω ότι ο Γκαίτε

Δε μπορεί τουλάχιστον παρά να κάνει

Να ηρεμήσουν η νύχτα και το φθινόπωρο

Οι πλαζ ,οι αστραπές

Το ποτήρι της μπύρας

Του απόμακρου μπουμπουκιού τα πέταλα

Της μοναξιάς, οι έρημοι

Και οι ωχρές εκτάσεις

Του αφρού και του αλατιού

Με το τραγούδι που διακηρύσσει

Ότι όλα τα έργα της Δημιουργίας

Είναι τόσο όμορφα όπως η πρώτη μέρα

Και ότι, κάθε αίσθηση κάθε πόθος

Είναι μόνο γαλήνη:

H ανήσυχη γαλήνη’

Που κάποιοι αποκαλούν ζωή.



 

 

 

 

Herschel, William



Sir William Herschel
dijo: el universo
es como un ladrillo
visto de canto
todo podía esperarse
de quien había
descubierto
las estrellas
dobles
en un universo
preeinsteniano
cerveza helada
viendo el mar
azul profundo
y la paz
de los bares

("Urano")

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Χέρσελ, Ουίλιαμ

 

Ο σερ Ουίλιαμ Χέρσελ

είπε: το σύμπαν

είναι σαν ένα τούβλο

ιδωμένο από το τραγούδι

το παν θα μπορούσε να ελπίζει κανείς

απ’ αυτόν που είχε

ανακαλύψει

τα διπλά αστέρια

σε ένα σύμπαν

προ-αϊνσταινικό

μπύρα παγωμένη

βλέποντας τη θάλασσα

βαθύ γαλάζιο

και η γαλήνη

των μπαρ

("Αστικό")

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Invenciones

 

                                                                         Im Abendrot

A través del color y la alegría
Hemos caminado
Déjanos ahora descansar
En esta tierra silenciosa
El atardecer cae en los valles
Se oscurece el aire
Dos aves aún ascienden
Soñando en lo lejano
Pronto será tiempo de reposo
Y no equivocaremos el camino
En esta soledad
Oh paz tan largo deseada
Tan honda en el crepúsculo
Cansados ya de errar
Quizás sea la muerte así

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Εφευρέσεις

 

 

                                                                         Im Abendrot

Μέσω του χρώματος και της χαράς

Βαδίσαμε

Αφεθήκαμε τώρα να ξαποστάσουμε

Σ’ αυτή τη σιωπηλή γη

Το σούρουπο πέφτει στις πεδιάδες

Σκουραίνει ο αέρας

Δυο πουλιά ακόμα ανεβαίνουν

Ονειρεύονται  το απόμακρο

Σύντομα θα είναι η εποχή της ξεκούρασης

Και δε θα λαθεύουμε στο δρόμο

Σ’ αυτή τη μοναξιά

Ω ειρήνη τόσο καιρό ποθημένη

Τόσο βαθιά στο λυκόφως

Κουρασμένοι πια απ’ τα λάθη

Ίσως να είναι κι ο θάνατος έτσι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Joseph von Eichendorf

 

                                                                At Dusk

Atardezco
Navego por los ríos
Cuya luz
Es grata hacia mis ojos
Y se esconde
Lentamente
Entre la noche.

 

 

 

 

Γιόζεφ φον Άισεντορφ

 

                                                                At Dusk

 

Διασχίζω

Αρμενίζω μέσα απ’ τα ποτάμια

Που το φως τους

Είναι ευλογία για τα μάτια μου

Και κρύβεται

Σιγά σιγά

Μέσα στη νύχτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Kant, I



Immanuel Kant habla

Veinte conceptos me han sido


Últimamente robados

Felizmente se reconocen


Con mucha facilidad.

Ellos llevan limpiamente


Mi I.K. grabado

("Cosas robadas")

 

 

 

 

Κάντ,Ι

 

Ο Καντ μιλά

Είκοσι έννοιες δυστυχώς  

Μου κλάπηκαν

 

Ευτυχώς που αναγνωρίζονται

Με μεγάλη ευκολία.

Αυτές φέρουν πεντακάθαρα

Το μονόγραμμά μου, Ι.Κ.τυπωμένο.

(“Πράγματα κλεμμένα”)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Karl  Marx


Amado de las flores
Del Convent Garden

Carlos canta

International
Shall de

Así soñaba Vladimir

("A Carlos Marx")

 

 

 

 

Καρλ Μαρξ

 

Αγαπημένε των λουλουδιών

Του Κόβεν Γκάρντεν

Ο Καρλ τραγουδά

Διεθνής


Shall de

Έτσι ονειρευόταν ο Βλαδίμηρος

( Στον “Κάρλ Μάρξ”)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Keats, John



Hermano:
Tierno hermano
Triste hermano
Mío. El jardín,
Ha florecido, tú,
Quien conduces
Las flores
Tierno y triste
Hermano mío
Yo hubiera deseado
Para ti el cielo
La mar que no tuviste
Porque el amor
Te relató el secreto
De la Poesía.
Déjame llorar por ti
God damm!

("A John Keats", M: 180)

* * *

(a. "Oda a Keats" (M: 182; Y: 258, con dos versos
más)

Qué llevas en el pecho
John Keats
Qué llevas ante ti:
No llores, hijo
El mar conserva
No sólo cuanto escribiera
Sino algo que aún
Oigo en Lima
En el año 1975

 

 

 

 

 

 

 

Κητς Τζον

Αδελφέ:

Τρυφερέ αδερφέ

Θλιμμένε αδελφέ

Μου. Ο κήπος,

Άνθισε, εσύ

Που οδηγείς

Τα λουλούδια

Τρυφερέ και θλιμμένε

Αδελφέ μου

Εγώ είχα ποθήσει

Για σένα τον ουρανό

Τη θάλασσα που δεν είχες

Επειδή ο έρωτας

Σου αφηγήθηκε το μυστικό

Της ποίησης

Άφησέ με να θρηνήσω για σένα

God dam

  ("Στον John Keats", M: 180)

 

 (α.“ Ωδή στον Κητς” M: 180)

Tί φέρεις στο στήθος

Τζον Κητς

Τι φέρεις μπροστά σου

Μη κλαις, παιδί

Η θάλασσα συντηρεί

Όχι μόνο όσα θα έγραψε

Αλλά και κάτι που ακόμα

Ακούω στη Λίμα

Το έτος 1975.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Mi corazón



Se enredó
Y desde entonces
En tu alma
Dormían los paisajes
Y la flor perpetua
De los jardines
Jamás recorridos. Tú
Y una tarde
Que acontece tú
Me hablabas
De algo me hablas
Pero el brillo de tu corazón
Te oculta
Algo me dices
Pero el estruendo
De tu alma
Me impide
Sobre el mar
Veíamos el transcurso
Del verano las flores
Del Estío las joyas
La armonía que
No debe ser quebrada.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η καρδιά μου

 

Μπερδεύτηκε

Και από τότε

Στην ψυχή σου

Κοιμούνταν τα τοπία

Και το αέναο άνθος

Των κήπων

Που ποτέ δεν διατρέξαμε. Εσύ

Και ένα σούρουπο

Που συνέβη εσύ

Μου μιλούσες

Για κάτι μου μιλάς

Αλλά η λάμψη της καρδιάς σου

Σε κρύβει

Κάτι μου λες

Αλλά ο θόρυβος της ψυχής σου

Με εμποδίζει

Πάνω στη θάλασσα

Βλέπαμε το πέρασμα

Του καλοκαιριού τα λουλούδια

Του θέρους τα κοσμήματα

Την αρμονία που

Δεν πρέπει ποτέ να διαρραγεί. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Petrarca, Francesco



Qué puedo yo ensayar/Sobre el autor de ese/Soneto. Creo que/
Petrarca...

la sotto giorni
nubilosi e brevi
nasce una gente a cu'il
morir non dole

En Campidoglio
Coronaron al Petrarca
De sonetos

y

la, sotto giorni
nubilosi e brevi


En Campidoglio
Se elevó el Petrarca
El triste Petrarca
A la altura
De coníferas ramas
Asfodelos
Y el agua de los ríos
Tévere
Yen lo alto
La luna
Seine
Rhein Amazonas
Y tras las siete colinas

Petrarca
My soul has grown deep
Like the rivers

Lima Agosto de 1973
6 de Agosto 853
("Homenaje a Petrarca", M: 519)

 

 

Πετράρχης, Φραγκίσκος

 

Τι μπορώ εγώ να δοκιμάσω/Για τον συγγραφέα αυτού του/Σονέτου. Πιστεύω ότι/

Ο Πετράρχης..

la sotto giorni
nubilosi e brevi
nasce una gente a cu'il
morir non dole


 Στο Καμπιντόλιο

Στεφάνωσαν τον Πετράρχη

Των σονέτων

και

la, sotto giorni
nubilosi e brevi

Στο Καμπιντόλιο

Ανυψώθηκε ο Πετράρχης

Ο θλιμμένος Πετράρχης

Στο ύψος των κωνοφόρων κλαδιών

Οι ασφόδελοι

Και το νερό των ποταμών

Του Τίβερη

Κι εκεί ψηλά

Η σελήνη


Seine
Rhein 

 

Αμαζόνες

Και μετά τους εφτά λόφους

Ο Πετράρχης

My soul has grown deep

Like the rivers

[Λίμα, Αύγουστος του 1973]

("Αφιέρωμα στον Πετράρχη", M: 519)

 

 

 

 

Ramón y Cajal, S.



Trazando en el cielo
Las destellantes fases
Del enigma humano
Yo vi en un bar un arco iris
Y la grandeza de la noche
Próxima a cubrir el sol
Con un abismo azul
Y en ella misma el
Noble mar quasi una fantasía

("A Santiago Ramón y Cajal", M: 385)

 

 

 

 

 

Ραμόν υ Καχάλ,Σ.

 

Χαράσσοντας στον ουρανό

Τις  σπιθοβόλες φάσεις

Του ανθρώπινου αινίγματος

Εγώ είδα σε ένα μπαρ ένα ουράνιο τόξο

Και τη μεγαλοσύνη της νύχτας

Έτοιμη να καλύψει τον ήλιο

Με μιαν άβυσσο γαλάζια

Και σ’ αυτή την ίδια την

Ένδοξη θάλασσα μόλις μια φαντασία

("Στον Σαντιάγκο Ραμόν υ Καχάλ", M: 385)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Schumann, Robert



Hermanito: Tú posees
La languidez del sueño
Y un amor. Atardece
Y en la calle
A pesar del Tiempo
Me alcanza tu alma
Y me recuerda
Que bajo todo cielo
Existe la nostalgia
Y el silencio. En la taberna
Se escucha
El La doliente. Transeúnte
Es el Tiempo también,
Como nosotros. Yo comprendo
Tu lamento noble
Y tu alegría flores
Sobre el asfalto suaves
Flores. Tú posees
La languidez del sueño
Tú eres quien ahora
Canta:
Solitarios son los actos
Del poeta: Como aquellos
Del Amor
Y de la Muerte.

("A Roberto Schumann", M: 336-337)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σούμαν, Ρόμπερτ

 

Αδελφούλη: Εσύ κατέχεις

Τη νωθρότητα του ονείρου

Και έναν έρωτα. Σουρουπώνει

Και στο δρόμο

Παρά τα χρόνια

Με προσεγγίζει η ψυχή σου

Και μου θυμίζει

Ότι κάτω από κάθε ουρανό

Υπάρχει η νοσταλγία

Και η σιωπή. Στην ταβέρνα

Ακούγεται

Ο Η πονεμένη. Περαστικός

Είναι ο Χρόνος επίσης,

Όπως εμείς. Εγώ καταλαβαίνω

Το αρχοντικό σου κλάμα

Και τη χαρά σου από λουλούδια

Πάνω στην άσφαλτο απαλά

Λουλούδια. Εσύ κατέχεις

Τη νωθρότητα του ονείρου

Εσύ είσαι αυτός που τώρα

Τραγουδά:

Μοναχικά είναι  τ’ αστέρια

Του ποιητή: Όπως εκείνα

Του Έρωτα

Και του θανάτου


("Στον Ρόμπερτ Σούμαν", M: 336-337)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley, P.B.



Adiós Percy Shelley
Quién sabe
Si nos veremos
Der Dichtung Schleier
Aus der Hand der Wahrheit
Plena ya es mi vida
Puedo regresar
Al valle profundo
O también, Percy,
Volver a hablar contigo,
Tú, que me enseñaste
que nada es sueño
Y menos aún el amor

* * *

Como el sueño tuyo
Que se refleja
En todos los sonetos
De Inglaterra
Tú soñaste
O, igualito es,
No soñabas
Es la enredadera
Y el denso paisaje
Algunos dicen
Que hay que liberarse
De los fantasmas
Del amor
Pero el amor
No son fantasmas
Tú, que sabías
Y hay en algún lugar
Pequeños preludios
Como el sueño tuyo
Nadie puede ocultar
Su origen
En el sueño
Nadie puede cubrir
Sus ojos humanos
Nadie puede ocultar
Su propia poesía
Nadie no ha sido triste
Nadie no ha sido
Alegre
Todos hemos construido
Pequeños preludios
Oda a Percy Shelley
Y, de alguna forma,
To know
Even hate
Is but a mask

* * *
Tú sabes del amor
Lo esencial:
Que es continuo y canta
Y ennoblece
Y nada puede.

Pero amor
Tú sabes del amor
Y yo también
Pero Shelliry
Sabe describirlo.

Algo así conocemos
Como él
Que amar comiema
Y jamás
No hemos de verlo

Viento del oeste
¿De dónde vienes
cuando
Dibujaste en los tejados
en las sombras
Altas de las casas
Sabías tú que el Sur
estaba cerca
Donde el sol que amaste?

("Percy B. Shelley", M: 378)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σέλλευ,Π.Μπ.

 

Aντίο Πέρσι Σέλλευ

Ποιος ξέρει αν θα ιδωθούμε

Der Dichtung Schleier


Aus der Hand der Wahrheit

Πλήρης  πια είναι η ζωή μου

Μπορώ να επιστρέψω

Στη βαθιά πεδιάδα

Ή επίσης, Πέρσι,

Να ξαναμιλήσω μαζί σου,

Εσύ, που μου δίδαξες

ότι τίποτα δεν είναι όνειρο

Ούτε  ακόμα κι  ο έρωτας

*******

Όπως το όνειρό σου

Που αντανακλάται

Σε όλα τα σονέτα

Της Αγγλίας

Εσύ ονειρεύτηκες

Ή, το ίδιο είναι,

Δεν ονειρευόσουν

Είναι τα αναρριχητικά φυτά

Και το πυκνότατο τοπίο

Κάποιοι λένε

Που πρέπει να ελευθερωθούν

Από τα φαντάσματα

 Του έρωτα

Αλλά ο έρωτας

Δεν είναι φαντάσματα

Εσύ, που γνώριζες

Ότι υπάρχουν σε κάποιο τόπο

Μικρά πρελούδια

Όπως το δικό σου όνειρο

Κανένας δεν μπορεί να κρύψει

Την προέλευσή του

Στο όνειρο

Κανείς δεν μπορεί να καλύψει

Τα ανθρώπινα μάτια του

Κανείς δεν μπορεί να καλύψει

Τη δική του ποίηση

Κανείς δεν υπήρξε θλιμμένος

Κανείς δεν υπήρξε χαρούμενος

Όλοι έχουμε οικοδομήσει

Μικρά πρελούδια

Μια ωδή στον Πέρσι Σέλλευ

Και, κατά κάποιο τρόπο,


To know


Even hate


Is but a mask

********

 

Εσύ  ξέρεις του έρωτα

Το ουσιώδες:

Ποιο είναι συνεχές και τραγουδά

Και  εξευγενίζει

Και τίποτα δεν μπορεί.

Αλλά έρωτα

Εσύ ξέρεις για τον έρωτα

Κι εγώ επίσης

Αλλά ο Σέλλευ

Ξέρει να το περιγράψει.

Κάτι έτσι γνωρίζουμε

Όπως αυτός

Que amar comiema

Και ποτέ

Δεν πρέπει να τον δούμε

 

Άνεμε της Δύσης

Από πού έρχεσαι

όταν

Σχεδίασες  στις στέγες

στις σκιές

Ψηλά των σπιτιών

Ήξερες εσύ ότι ο Νότος

Ήταν κοντά

Εκεί όπυ είναι ο ήλιος που αγάπησες?

("Percy B. Shelley", M: 378)

 

 

 

Tres cantos de amor



1
¿Recuerdas tú
La Primavera?

El claro Sol
Y tú sonriente
Quizás así me amaras

¿Recuerdas tú
Del Sol
El límpido fulgor?
¿Recuerdas el jardín
En flor. Recuerdas
Y entonces las estrellas
En tus ojos
Se ocultaban?

¿Recuerdas tú la niebla
Tú el bosque
Y la sombra
Del árbol
En la noche
La quietud de los mares?

Olvida mejor
La Primavera.

2
Malagua de fresa
Malagua de cherri
Malagua de limón
El azul océano
La mar
En lo alto.

3
De nada me hablas
Pero
El estruendo
De tu corazón
Te oculta

De algo me hablas
Pero el brillo
De tu amor
Me impide.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρία ερωτικά τραγούδια

 

1

Θυμάσαι εσύ

Την Άνοιξη?

Το καθάριο Ήλιο

Και σένα χαμογελαστή

Ίσως έτσι μ’ αγαπούσες

 

Θυμάσαι εσύ

Του ήλιου

Την καθάρια λάμψη?

Θυμάσαι τον κήπο

Τον ανθισμένο. Θυμάσαι

Τότε που τ’ αστέρια

Στα μάτια σου

Κρύβονταν?


Θυμάσαι εσύ την ομίχλη

Εσύ το δάσος

Και τη σκιά του δέντρου

Μέσα στη νύχτα

Τη γαλήνη τν θαλασσών?

Ξέχνα καλύτερα

Την Άνοιξη

2

Φλαμένκο σκληρό από φράουλα

Φλαμένκο σκληρό από βύσσινο

Φλαμένκο σκληρό  από λεμόνι

Ο γαλάζιος ωκεανός

Η θάλασσα

Από ψηλά.

 

3.

Καθόλου δε μου μιλάς

Αλλά

Ο χτύπος  της καρδιάς σου

Σε κρύβει

 

Καθόλου  δε μου μιλάς

Αλλά η λάμψη

Του έρωτά σου

Με εμποδίζει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Wagner, Richard



Wagner reescribía
Las Sinfonías
De Beethoven
En colores
El sol brilla
Sobre el mar
Y al fondo
Los secretos del
Mar las redes
Los corchos
Las astillas

 

 

 

Βάγκνερ, Ριχάρδος

 

Ο Βάγκνερ ξαναέγραφε

Τις συμφωνίες του Μπετόβεν

Σε χρώματα

Ο ήλιος λάμπει

Πάνω απ’ τη θάλασσα

Και στο βυθό

Τα μυστικά της

Θάλασσας τα δίχτυα

Οι φελοί

Οι σκλήθρες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Whitman, Walt



Walt Whitman
Tenía un pecho suavísimo y
(Respira y nadie sabe
Lo que él hacía
Cuando lloraba
En su comedor)

Sentid cómo navega en
Los océanos.

(M: 517)

 

 

 

Ουίτμαν ,Γουώλτ

 

 

Ο Γουώλτ Ουίτμαν

Είχε ένα στήθος απαλότατο

(Αναπνέει και κανείς δεν ξέρει

Αυτό που αυτός έκανε

Όταν θρηνούσε

Στο κουζινάκι του)

Νιώστε πως πλέει μέσα

Στους ωκεανούς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Yeats, W.B.



Qué bravo eres
William Butler
Cómo pudiste ser
valiente

 

 

 

 

Γέιτς Γ.Μπ.

 

 

Πόσο γενναίος είσαι

Γουίλιαμ Μπάτλερ

Πώς μπόρεσες να είσαι

ανδρείος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El Bosque de los Huesos

 

 

Mi país no es Grecia,
Y yo (23) no sé si deba admirar
Un pasado glorioso
Que tampoco es pasado.
Mi país es pequeño y no se extiende
Más allá del andar de un cartero en cuatro días,
Y a buen tren.

Quiza sea que ahora yo aborrezca
Lo que oteo en las tardes: mi país
Que es la plaza de toros, los museos,
Jardineros sumisos y las viejas:
Sibilinas amantes de los pobres,
Muy proclives a hablar de cardenales
(Solteros eternos que hay en Roma),
Y jaurías doradas de marocas.
Mi país es letreros de cine: gladiadores,
Las farmacias de turno y tonsurados,
Un vestirse los Sábados de fiesta
Y familias decentes, con un hijo naval.

Abatido entre Lima y La Herradura
(El rincón Hawai a diez kilómetros
De la eterna ciudad de los burdeles),
Un crepúsculo de rouge cobra banderas,
Baptisterios barrocos y carcochas.
Como al paso senil del bienamado, ahora llueve
Una fronda de estiércol y confeti:
Solitarios son los actos del poeta
Como aquellos del amor y de la muerte.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το δάσος με τα οστά

 

 

Η χώρα μου δεν είναι η Ελλάδα,

Κι εγώ στα 23 μου δεν ξέρω αν πρέπει να θαυμάζω

Ένα ένδοξο παρελθόν

Που ούτε  παρελθόν είναι.

Η χώρα μου είναι μικρή και δεν εκτείνεται

Πέρα από το βάδισμα τεσσάρων ημερών ενός ταχυδρόμου,

Και τη διασχίζεις γρήγορα με ένα καλό τρένο.

Ίσως να ναι ότι τώρα εγώ σιχαίνομαι

Αυτό που ατενίζω τα απόβραδα: η χώρα μου

Που είναι η αρένα, τα μουσεία,

Οι υποτακτικοί κηπουροί και οι γριές:

Οι σιβυλλικές ερωμένες των φτωχών,

Πολύ επιρρεπείς να μιλήσουν για καρδινάλιους

(για αιώνιους ελεύθερους που υπάρχουν στη Ρώμη),

Και χρυσά σκυλολόια αδερφών.

Η χώρα μου είναι επιγραφές των σινεμά: μονομάχοι,

Τα φαρμακεία με τις ουρές και οι διάκονοι,

Μια ενδυμασία για τις σαββατιάτικες γιορτές,

Και οικογένειες λαϊκές με ένα γιό ναυτικό.

Εξαντλημένος ανάμεσα στη Λίμα και την Ερραδούρα

(Η γωνία Χαβάης στα δέκα χιλιόμετρα

Από την αιώνια πόλη των μπουρδέλων  ),

Ένα  ροζ λυκόφως υψώνει σημαίες,

Κολυμβήθρες μπαρόκ και σακαράκες.

Όπως στο αργό πέρασμα του ,τώρα βρέχει

Ένα στρώμα από κοπριά και κονφετί:

Μοναχικές είναι οι πράξεις του ποιητή

Όπως  εκείνες του έρωτα και του θανάτου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Dedicatoria

 

 

 

 

A todos los prófugos del mundo, a quienes quisieron
contemplar el mundo,
a los prófugos y a los físicos puros, a las teorías
restringidas y a la generalizada.
A todas las cervezas junto al mar.
A todos los que , en el fondo, tiemblan al ver un guardia.
A los que aman a pesar de su dolor y el dolor que el
tiempo hace florecer en el alma

 

 

Αφιέρωση

 

 

Σε όλους τους ανυπότακτους του κόσμου, σε κείνους που θέλησαν

να ατενίσουν τον κόσμο,

στους ανυπότακτους και στους καθαρά φυσικούς, στις θεωρίες

τις περικομμένες και στη γενικευμένη.

Σε όλες τις μπύρες δίπλα στη θάλασσα.

Σε όλους αυτούς που ,κατά βάθος, τρέμουν όταν αντικρύσουν ένα χωροφύλακα.

Σ’ αυτούς που αγαπάνε παρά τον πόνο τους και στον πόνο που ο

χρόνος τον κάνει ν’ ανθίζει μες στην ψυχή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Mercurio o el tiempo que fué

 

Frente a mí veo
una suicida. Sus
ojos son azules.
La orina que mana
de la sonda es
escarlata. Ve, me
dice. Yo escogí,
entre todas las
cosas, a la muerte.
En los corredores
desiertos cae la
noche. La joven
ha bebido sublimado
corrosivo: tan sólo
para detener el
tiempo: el tiempo
que fue: Oh, Muerte,
Mercurio, Hidrargirio,
Río argénteo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υδράργυρος ή η εποχή που πέρασε

 

 

Απέναντί μου βλέπω

Μια αυτόχειρα. Τα

μάτια της είναι γαλάζια.

Τα ούρα που αναβλύζουν

Απ’ τον καθετήρα είναι

κατακόκκινα. Δέστε, μου

λέει. Εγώ επέλεξα,

ανάμεσα σ’ όλα τα

πράγματα, τον θάνατο.

Στους έρημους

διαδρόμους πέφτει η

νύχτα. Η νέα

ήπιε χλωριούχο

υδράργυρο: τόσο όσο χρειαζόταν

για να σταματήσει το

χρόνο: το χρόνο

που έφυγε :Ω, Θάνατε,

Υδράργυρε, Υδράργυρε

Ασημένιε ποταμέ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Historía simplificada de la Esquizofrenia

 

Imagínese el ser dos
Personas al mismo
Tiempo. Luego anduve
En el desierto...
Adiós, mi amor.
Y una de ellas
Se caracteriza por:
Carencia de afecto
Afecto especial:
Inespacial e intemporal.
Y el mundo como
Escenario
Dolor
Despersonalización
Adicción a lo que sea
Split completo, superior
Al cicloide
Sensación apocalíptica
Insociabilidad
210 de QI

Sensación de que cada
Momento el orbe
Ha de terminar
Bondad.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ιστορία απλοποιημένη της σχιζοφρένειας

 

Φανταστείτε την ύπαρξη δυο

Προσώπων στον ίδιο

Χρόνο. Μετά περπάτησα

Στην έρημο…

Αντίο, έρωτά μου.

Και μια απ’ αυτές τις υπάρξεις

Χαρακτηρίζεται από:

έλλειψη στοργής

Στοργής ειδικής:

Άχρονης και εκτός τόπου

Και ο κόσμος σαν

Μια σκηνή

Πόνος

Αποπροσωποποίηση

Εθισμός σε ότι ναναι

Πλήρης ρήξη, ανώτερη

Από την κυκλοθυμική

Αποκαλυπτική αίσθηση

Αντικοινωνικότητα

210  του IQ

 

Αίσθηση του ότι κάθε

 Στιγμή το σύμπαν

Πρόκειται να τελειώσει

Καλοσύνη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La comedia del arte

 

De qué lugar del borde soy
Entonces, digo
Viendo a mi oscura patria
Quebrada entre la arena
Desde un barco jocoso y sin bandera
Cuántas pobres mujeres de mi tierra
Ya perdieron por el mucho parir
Las esperanzas
Por la pampa y la entrega
Sin amor y sin pago.
Con qué cuido
Cultivo yo mi cuerpo
Y lo malpongo,
Amanezco un domingo
Y me comedio
Siempre llano al llamado
De los astros.
¿De qué astros?
Dime entonces qué ángulo, qué giro
Puede haber para mí
Y para mi raza
Con mi carro,
Mis cóleras,
Mis uvas,
Y la mora engañosa
Tras mi lente ahumado,
Tras mi cuerpo que ahíto y complacido
Se hace el bobo,

El poeta,
Y no conoce
Cuánta sangre de otros
Se ha empleado
Para el maldito plante de mis venas.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η comedia del arte

 

Από ποιο μέρος του περιθωρίου είμαι

Λοιπόν, λέω

Βλέποντας τη γκρίζα πατρίδα μου

Θρυμματισμένη  μέσα στην άμμο

Από ένα γελοίο  και δίχως σημαία καράβι

Πόσες φτωχές γυναίκες της γης μου

Ήδη έχασαν απ’ τις πολλές γέννες

Τις ελπίδες

Από την πάμπα και την παράδοση

Δίχως έρωτα και δίχως πληρωμή.

Με τι φροντίζω και

Καλλιεργώ εγώ το κορμί μου

Και το κακομεταχειρίζομαι,

Ξημερώνω μια Κυριακή

Και περιγελώ τον εαυτό μου

Πάντα ευθυτενής στο κάλεσμα

Των άστρων.

Ποιών άστρων?

Πες μου λοιπόν ποια γωνία, ποιος κύκλος

Μπορεί να υπάρχει για μένα

Και για τη ράτσα μου

Με το κάρο μου,

Με τις χολέρες μου,

Με τα σταφύλια μου,

Και με το παραπλανητικό μούρο

Πίσω από τους θολούς μου φακούς,

Πίσω από το κορμί μου που μπουχτισμένο και ευχαριστημένο

Ξεμωραίνεται,

Ο ποιητής

Και δεν το γνωρίζει

Πόσο αίμα απ’ τους άλλους

Χρησιμοποιήθηκε

Για το καταραμένο φυτό των φλεβών μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Canción

 

Soy un hombre herido por la espalda.
Y como voy herido, sé qué camino escoger.
Soy las praderas que nunca habré de
conocer. Y vivo en la Primavera
de los Apalaches, en los muelles rocosos
de Lima, mi país natal.
Y espero del sol lo que siempre esperaba.

 

 

 

Τραγούδι

 

 

 Είμαι ένας άνθρωπος πληγωμένος από τα νώτα.

Κι όπως βαδίζω πληγωμένος ξέρω πιο δρόμο να διαλέξω.

Είμαι τα λιβάδια που ποτέ δε θα μπορέσω να

γνωρίσω. Και ζω στην Άνοιξη

των Απαλαχίων, στις βραχώδεις αποβάθρες

της Λίμας, της χώρας που γεννήθηκα.

Και περιμένω  απ’ τον ήλιο αυτό που πάντα περίμενα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Te regalo el Vodka…

 

Te regalo el vodka
Que bebió
Moussorgsky
Te regalo las adormideras
Que crecieron
Junto al Támesis
Para Samuel Taylor
Samuel Taylor Coleridge
Te regalo el whisky,
Bourbon whisky
De Edgar Poe,
El vino del Rin
La patria de Beethoven,
El sol del crepúsculo
Y el sol del alba
La neblina la niebla
Las nubes la bruma
El Verano
El Otoño
Y así gradualmente
Te regalo la cerveza
Para soñar
La Antalgina
Que evita el dolor
Te regalo los bosques
El océano
Las fresas
El humo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σου χαρίζω τη Βότκα…

 

Σου χαρίζω τη Βότκα

Που ήπιε

Ο Μουζόρσκι

Σου χαρίζω τις παπαρούνες

Που μεγάλωσαν

Δίπλα στο Τάμεση

Για τον Σάμιουελ Ταιηλορ

Τον Σάμιουελ Ταίηλορ Κόλριτζ

Σου χαρίζω το ουίσκι,

Το μέρμπον ουίσκι

Του Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Το κρασί του Ρήνου

Την πατρίδα του Μπετόβεν,

Τον ήλιο του λυκόφωτος

Και τον ήλιο της Ψυχής

Την καταχνιά την ομίχλη

Τα σύννεφα την ομίχλη

Το καλοκαίρι

Το Φθινόπωρο

Και έτσι βαθμηδόν

Σου χαρίζω τη μπύρα

Για να ονειρευτείς

Την Ανταλγίνα

Που καταπραΰνει τον πόνο

Σου χαρίζω τα δάση

Τον ωκεανό

Τις φράουλες

Τον καπνό.

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

Soy Luchito Hernández,1

 

Soy Luchito Hernández
Ex Campeón de peso welter.
Poca gente me habla
Hasta oí a alguien
Preguntarme
¿De qué te defiendes?
Y yo hubiera respondido
Si no silencioso fuera:
Más bien te defiendo
De mi luz. Una luz
Que reuní y me friega.

 

 

 

 

 

Eίμαι ο Λουτσίτο Ερνάντεθ,1

 

 

Eίμαι ο Λουτσίτο Ερνάντεθ

Πρώην πρωταθλητής στα μεσαία βάρη

Λίγοι άνθρωποι μου μιλούν

Μέχρι που άκουσα κάποιον

Να με ρωτά

Για τι υπεραμύνεσαι?

Κι εγώ θα είχα απαντήσει

Αν δεν ήμουν σιωπηλός:

Καλύτερα σε υπερασπίζομαι

Με το φως μου. Ένα φως

Που με κύκλωσε και με διαπερνά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Soy Luisito Hernández,2

 

 

Soy Luisito Hernández
Ex campeón
De peso welter
Y le dijeron: 
Cuántas veces
Hemos de perdonar
Y el contestó
Setenta veces
Siete. Y como 
Voy herido
Por la espalda
Sé hacia dónde
Voy. Y mi corazón
Sigue eligiéndote
Y un césped
Suave que crece
Al borde de la mar
Donde el Tiempo
Es fácil y vivir
Es de vidrio
El les contestó
Setenta veces
 Siete. Y sobre
Las Colinas
Donde es tan claro
El tiempo
Y breve como
La Estación y
El contestó
Setenta veces
Siete. Hay sobre
El grass
El aire y las praderas
Contenido 
Por las Colinas
Y él les contestó
Setenta veces
Siete

 

 

Eίμαι ο Λουιζίτο Ερνάντεθ,1

 

Eίμαι ο Λουιζίτο Ερνάντεθ

Πρώην πρωταθλητής

Στα μεσαία βάρη

Και του είπαν:

Πόσες φορές

Θα πρέπει να συγχωρήσουμε

Κι αυτός απάντησε

Εβδομήντα  φορές

Και εφτά. Κι όπως

 Πάω λαβωμένος

Στην πλάτη

Ξέρω για πού

Πάω. Κι η καρδιά μου

Συνεχίζει να επιλέγει

Και μια πρασινάδα

Απαλή που μεγαλώνει

Δίπλα στη θάλασσα

Όπου ο Χρόνος

Είναι εύκολος και η ζωή επίσης

Αυτός τους απάντησε

Εβδομήντα φορές

Και εφτά. Και πάνω

Απ’ τους λόφους

Όπου είναι τόσο διάφανος

Ο χρόνος

Και σύντομος όπως

Η εποχή και

Αυτός απάντησε

Εβδομήντα φορές

Και εφτά. Υπάρχει πάνω

Στο γρασίδι

Ο αγέρας και τα λιβάδια

Περιβεβλημένος  από τους Λόφους

Κι αυτός τους απάντησε

Εβδομήντα φορές

Και Εφτά.

 

 

 

 


Tú me hablas

Tú hablabas con un lenguaje lúcido, con el lenguaje de los colores en la calle, con el brillo de las casas, con la risa, con el sueño, con el sonido suave del césped a mitad de las avenidas.

 

 

Εσύ μου μιλάς

 

Εσύ μου μιλούσες με μια καθαρή γλώσσα, με τη γλώσσα των χρωμάτων στο δρόμο, με τη λάμψη των σπιτιών, με το γέλιο, με τον απαλό ήχο των γρασιδιών στη μέση των λεωφόρων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Matan a robacarros

 

El ladrón de autos ya se encuentra
En la Morgue
Fue victimado a la una
De la madrugada
Los guardias primero dispararon
Al aire
Pero como él se enfrentó
Le dispararon al cuerpo.

El patrullero hacía su ronda
El ladrón tenía 22 años

Este es el precio del auto 086338.

 

 

 

Σκοτώνουν ένα κλέφτη αυτοκινήτων

 

 

 Ο κλέφτης των αυτοκινήτων πια βρίσκεται

Στο νοσοκομείο της Morgue

Δολοφονήθηκε στη μία

Μετά τα μεσάνυχτα

Οι χωροφύλακες πρώτα πυροβόλησαν

Στον αέρα

Αλλά καθώς αυτός αντιστάθηκε

Τον πυροβόλησαν στο κορμί.

To περιπολικό έκανε το γύρο του

 Ο κλέφτης ήταν 22 χρονών

Αυτή είναι η τιμή του αυτοκινήτου 0863

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Canción del amor

 

hay algo
que quisiera
decirte

pero es muy temprano

más tarde
no te lo diré

 

 

 

 

 

 

Ερωτικό τραγούδι

 

υπάρχει κάτι

που θα ήθελα

να σου πω

αλλά είναι πολύ νωρίς

 

αργότερα

δεν θα σου το πω

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Poema

 

Los Generales
De espaldas
Al mar

Ocultos del sol
Transmiten en cadena
Viva el Perú
Cesó la Música
Por la Ventana se escucha
La miseria de
Las grandes urbes

 

 

 

Ποίημα

 

Οι Στρατηγοί

Στραμμένοι

Προς τη θάλασσα

 

Προφυλαγμένοι απ’ τον ήλιο

Μεταθέτουν σε ζωντανή αλυσίδα

Το Περού

Η Μουσική σταμάτησε

Απ’ το παράθυρο ακούγεται

Η μιζέρια

Των μεγαλουπόλεων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Che Guevara,Oh..

 

Che Guevara, Oh, pobre Doctor Guevara
Soportando en la playa
Y sobre la cara
Las tetas de una gringa miraflorina

 

 

 

 

 

Τσε Γκεβάρα, Ω..

 

Τσε Γκεβάρα, Ω, φτωχέ Γιατρέ Γκεβάρα

Που υποφέρεις στην ακτή

Έχοντας πάνω στο πρόσωπό σου

Τα βυζιά μιας Αμερικάνας από το Μιραφλόρες

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Tres historías clínicas

 

Historia 920176

Una señora me dice: Doctor, al ver televisión se me voltearon
los ojos y, qué miedo, Doctor, porque como tengo hijitos.
Tenía hijitos y presión arterial 210/120.
Tomó tabletas.
Ya bajó la presión
Laus Deo.



Historia 120427

Ante mí veo en la noche plena de fulgor, el campo azul y las
luces frente al Hospital Central del Seguro del Empleado. Y
la lengua del mudo ha de cantar sobre los arbustos plateados
y las lejanas bocinas de los automóviles; para salir luego
de la guardia a las 2 a.m. en Lima durante la fresca oscuridad
de agosto.

* * *


Ante mí está un padre polaco, diabético. Me mira y le digo,
Padre, Ud. es polaco como Chopin, Copérnico y el Gran Duque
Vladimir de Varsovia. Él me dijo, con las sondas y las venoclisis
y los electrocardiógrafos: Tempus brevis est.

Pero no murió. La glucosa bajó a niveles notables y el padre
se repuso. El otro día lo ví en Chaclacayo (mentira) y me dijo:
Tempus brevis est.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις κλινικές ιστορίες

 

Ιστορία Historia 920176

Μια κυρία μου λέει: Γιατρέ, καθώς έβλεπα τηλεόραση ηλεκτρίστηκαν
τα μάτια μου, και τι φόβος, Γιατρέ, γιατί έχω μικρά παιδιά.
Είχε μικρά παιδιά και αρτηριακή πίεση 21.0/12.0.
Πήρε ταμπλέτες.
Και έπεσε η πίεση
Laus Deo.

 

Ιστορία 120427

Μπροστά μου μες στην κατάφωτη νύχτα, η γαλάζια πεδιάδα και τα

φώτα απέναντι από το Κεντρικό Νοσοκομείο της Ασφάλειας του Πολίτη. Και

η γλώσσα του μουγκού που πρέπει να τραγουδήσει πάνω στους ασημωμένους θάμνους και τις απόμακρες κόρνες των αυτοκινήτων; για να βγω μετά

από το γραφείο της Ασφάλειας στις 2 το πρωί στη Λίμα στη δροσερή σκοτεινιά

του Αυγούστου.

Μπροστά μου στέκεται ένας Πολωνός παπάς, διαβητικός. Με κοιτάζει και του λέω,

Πάτερ, Εσείς είστε Πολωνός όπως ο Σοπέν, ο Κοπέρνικος και ο Μεγάλος Δούκας

Ο Βλαδίμηρος της Βαρσοβίας. Αυτός μου είπε, με τους καθετήρες  τα σωληνάκια

και τα ηλεκτροκαρδιογραφήματα: Tempus brevis est.

Αλλά δεν πέθανε. Το ζάχαρό του κατέβηκε σημαντικά και ο παπάς

ανάρρωσε. Την άλλη μέρα τον είδα στο Τσακλακάγιο(ψέμα) και μου είπε:

Tempus brevis est.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Señor ten merced..

 

Señor ten merced
De mi hijo
Porque es epiléptico
Y algunas veces cae al agua
Y otras al fuego.

Y yo lo llevé
Hacia tus discípulos
Mas ellos nada pueden

Este fue el último
Cuadro de Rafael
Sanzio muerto
A la edad
De treinta
Y siete

 

 

 

Κύριε λυπήσου…

 

Κύριε λυπήσου

Το γιό μου

Γιατί είναι επιληπτικός

Και μερικές φορές πέφτει στο νερό

Και άλλες στη φωτιά.

 

Κι εγώ θα τον πάω

Στους μαθητές σου

Αλλά αυτοί τίποτα δεν μπορούν να κάνουν

Αυτό ήταν ο τελευταίος

 Πίνακας του Ραφαήλ

Σάντσιο νεκρού

Στην ηλικία

Των τριάντα

Και εφτά χρόνων.

 

 

 

 

 

 

He visto

 

He visto a los monstruos del crepúsculo
Lanzar por odio a los jóvenes
Al fuego
Y llamar a este fuego sagrado.
He visto manos decrépitas
Arrancando de los labios del muchacho
Su sueño
Y llamar a su fantasía vicio,
Y decirle esperanza de la patria
En una patria sin esperanzas.

He visto a viejos calcáreos
Enjoyar las jóvenes
Con telenovelas
Casos judiciales
Revistas femeninas
Y huevadas
Y llamarles luego
Madres del futuro.

Y expender a la luz del día
El alcohol y la coca
Y negar el iodo al cretino
Y ocultar la rosa
Y quemar la ciudad
Y los perros y orinar.

Todo esto he visto.
Por eso envidio a Haendel
Ciego como un topo
Pero amado del Sol
Y de las ondas.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Είδα

 

Είδα τα θηρία του λυκόφωτος

Να ρίχνουν όλο μίσος τους νέους

Στη φωτιά

Και να ονομάζουν αυτή τη φωτιά ιερή.

Είδα χέρια εξασθενημένα

Να αρπάζουν από τα χείλη ενός αγοριού

Το όνειρό του

Και να ονομάζουν τη φαντασία του βίτσιο,

Και να του μιλούν για την ελπίδα της πατρίδας

Σε μια πατρίδα δίχως ελπίδες.

 

Είδα  οστεωμένους γέρους

Να στολίζουν τις νέες

Με τηλεοπτικές σειρές

Είδα Περιπτώσεις δικαστικές

Γυναικεία περιοδικά

Και αυγοτάραχα

Και να τις αποκαλούν ύστερα

Γυναίκες του μέλλοντος

Και να παρατείνουν το φως της μέρας

Το αλκοόλ και η κοκαΐνη

Και να αρνιούνται το ιώδιο στον κρετίνο

Και να κρύβουν το ρόδο

Και να καίνε την πόλη

Και τα σκυλιά και να κατουράνε.

 

Όλα αυτά είδα

Γι αυτό ζηλεύω τον Χέντελ

Τυφλό σαν ένα τυφλοπόντικα

Αλλά αγαπημένο του Ήλιου

Και των κυμάτων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Chanson D'Amour

 

Tu corazón
Se parece
Como una gota de agua
A otro cor

 

 

 

Chanson D'Amour

 

Η   καρδιά σου

Μοιάζει

Όπως μια σταγόνα από νερό

Μέσα σε μια άλλη καρδιά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Tres gimnastas

 

1

Al nadar en los cuatro estilos
Rompiste, amigo, un espejo de la mar,
Aquel pródigo en espejos.
Siete años turbios te aguardan,
Nadador indeciso,
Sin fortuna en el odio, agraciado
En los juegos del azar
Y de la muerte.

 

2

Juventud contra guerra y fascismo
Juventud contra guerra y fascismo
Juventud contra guerra y fascismo
Un chancho con armadura
Sigue siendo un chancho
Juventud contra guerra y fascismo
Espero que tu generación
Pueda algún día avergonzarse
De la nuestra
Una paz injusta
Es superior a una guerra justa
Espero que tu generación
Cordero de Dios
Míranos tendidos bajo el sol
Con nuestras pieles de cordero.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρεις γυμναστές

 

 

 

1

 

Κολυμπώντας και με τα τέσσερα στυλ

Έσπασες, φίλε, τον καθρέφτη της θάλασσας,

Εκείνο τον πλούσιο στους κατοπτρισμούς.

Εφτά θυελλώδη χρόνια σε προσμένουν,

Κολυμβητή αναποφάσιστε,

Δίχως τύχη στο μίσος, ξεχωριστέ

Στα παιχνίδια της τύχης

Και του θανάτου.

 

2

 

Νιότη ενάντια στον πόλεμο και τον φασισμό

Νιότη ενάντια στον πόλεμο και τον φασισμό

Νιότη ενάντια στον πόλεμο και τον φασισμό

Ένα γουρούνι αρματωμένο

Συνεχίζει να είναι ένα γουρούνι

Νιότη ενάντια στον πόλεμο και τον φασισμό

Ελπίζω ότι η γενιά σου

Θα μπορέσει κάποια μέρα να ντραπεί

Για τη δική μας

Μια ειρήνη άδικη

Είναι ανώτερη από έναν δίκαιο πόλεμο

Ελπίζω ότι η γενιά σου

Αμνέ του Θεού

Θα μας θωρεί ξαπλωμένος κάτω απ’ τον ήλιο

Με το δέρμα μας του προβάτου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Yo no soy nadie…

 

Yo no soy nadie
Pero varios nadies
Crearán aquello
Que es la ausencia
Del dolor. Alguna
Vez Hospitales,
Manicomios, todo
Ha de caer
Bajo la fuerza
Del dolor que es
La fuerza del amor

 

Εγώ δε είμαι κανένας…

 

Εγώ δε είμαι κανένας

Αλλά διάφοροι κανένας

Θα δημιουργήσουν εκείνο

Που είναι η απουσία

Του πόνου. Κάποια

Στιγμή Νοσοκομεία,

Φρενοκομεία,  όλα

Πρόκειται να πέσουν

Κάτω από τη δύναμη’

Του πόνου που είναι

Η δύναμη του έρωτα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La canción de Charlie

 

1

Puedo llegar al mar
Con la sola alegría
De mis cantos.

 

2

Mi voz altísima
En los bosques:
las hojas intrincadas,
La fronda de las cañas
Derribando
La yerta soledad
De las ciudades.

 

3

¡Solo el horrendo sentido
del estío!
Mi sombra triste,
Mis manos que rebalsan
El reflejo incesante
De las olas
Y el sonido sin paz
De los naufragios
Acudiendo
Al dolor de mis canciones.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το τραγούδι του Τσάρλι

1

Μπορώ να φτάσω

Στη θάλασσα με τη μοναχική χαρά

Των τραγουδιών μου.

2

Η δυνατή φωνή μου

Στα δάση:

Τα φύλλα μπερδεμένα

Τα φύλλωμα  των καλαμιών

Ανατρέποντας

Την παγερή μοναξιά

των πόλεων

3

Μόνο η τρομερή αίσθηση

του θέρους!

Η θλιμμένη μου σκιά,

Τα χέρια μου που καταρρέουν

Η ακούραστη ηχώ

Των κυμάτων

Και ο ήχος ο ασταμάτητος

Των ναυαγίων

Προστρέχοντας

Στον πόνο των τραγουδιών μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Difícil bajo la noche

 

1

Alguna vez existió un hombre marcado por el estigma crudelísimo
de la música. Durante sus primeros años vivió solitario en su
espíritu, demasiado difícil bajo la noche.

Una tarde, sin embargo, escuchó que sus manos jamás se habían
posado sobre algún mortal. Abandonó entonces su habitación y su
flauta, y dijo: Noche ondulante, húmedo viajero. Hace ya tiempo que
desde el silencio de mi corazón te acechaba. Sin deseo he vagado
de ventana en ventana. Debo ahora ascender en tus brazos
incontables, noche gemela de las muchas noches.


2

Una melodía inimitable lo colmó, y no fue más la luna presagio
de desdichas. Los altos muros granados, los densos muros lo
acogieron en sus sombras. Dijo su alma a los astros, los jamás
solitarios e infinitos: muchas veces soñé con la marea, con el lento
reflujo de las rosas en el dulce planeta inconcebible. Sé que de
mi corazón y su luz brotarán los días nuevos, sé que la lluvia
habrá de negarme para siempre el infortunio.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δύσκολο κάτω απ’ τη νύχτα

 

1.

Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος σημαδεμένος με το πολύ σκληρό στίγμα

της μουσικής. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του έζησε μοναχικός με

το πνεύμα του, κάτι πολύ δύσκολο κάτω απ’ τη νύχτα.

 

 Ένα απόβραδο, ωστόσο, άκουσε ότι τα χέρια του ποτέ δεν είχαν απαλά

ακουμπήσει πάνω σε κάτι θνητό. Εγκατέλειψε τότε την κατοικία του και το

Φλάουτό του, και είπε: Νύχτα κυματιστή, υγρέ ταξιδιώτη. Πάει καιρός που

μέσα από τη σιωπή της καρδιάς μου σε παραμόνευα. Δίχως επιθυμίες περιπλανήθηκα από παράθυρο σε παράθυρο. Οφείλω τώρα να σκαρφαλώσω στα μπράτσα σου τα

αμέτρητα, νύχτα δίδυμη από μύριες νύχτες.

2

Μια ανεπανάληπτη μελωδία τον κάλυψε, και δεν ήταν πια η σελήνη ένας οιωνός

για κακοτυχίες. Οι ψηλοί ρόδινοι τοίχοι, οι συμπαγείς τοίχοι τον

δέχτηκαν μες στις σκιές τους. Είπε η ψυχή του στ’ αστέρια, τα ποτέ

μοναχικά και απέραντα: πολλές φορές ονειρεύτηκα με τη ναυτία, με την αργή

άμπωτη των ρόδων μέσα στον γλυκό και ακατανόητο πλανήτη. Ξέρω ότι από την καρδιά μου και από το φως της θα πηγάσουν οι νέες μέρες. Ξέρω ότι η βροχή

θα πρέπει να μου αρνηθεί για πάντα την κακοτυχία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Una impecable soledad

(Μια άψογη μοναξιά)

Para el que ha contemplado la duración
lo real es horrenda fábula. Sólo los
desesperados,
los que soportan una impecable
soledad
horadando las casas, podrían develar
nuestra torpe carencia
la cana sobriedad del espíritu.

 

Juan Ojeda

[A Juan Ojeda
a quien no conocí]

 

Για εκείνον που ατένισε τη διάρκεια

το πραγματικό είναι ένας τρομακτικός μύθος. Μόνο

οι απελπισμένοι,

αυτοί που αντέχουν σε μια απόλυτη

μοναξιά

που διαπερνά τα σπίτια, θα μπορούσαν να αποκαλύψουν

τη δική μας αργοπορημένη στέρηση

τη γκρίζα απλότητα του πνεύματος 

Juan Ojeda

 

[ Στον Χουάν Οχέδα

που δε γνώρισα]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

BOOK THE FIRST

 

Shelley Alvarez se sentó al piano para iniciar la Ofrenda Lírica de Bach. Al lado del pedal de resonancia brillaba al sol de otoño una botella de whisky Johnnie Walker.
Y en el interior, confundida entre las líneas del arpa, Shelley Alvarez escondía un fragmento de haschisch, tan sólo por eufonía.
En el horizonte algo simulaba una luz: era el reflejo de un letrero de hojalata.
Shelley digitó la Ofrenda sin reparar en el Tiempo.
Luego cerró el piano y escuchó la Música de las Esferas.
Fue entonces que decidió tomar un baño de tina.

Mientras lo hacía en medio de avisos, voces, crujidos, surgió de la radio La Última Canción de Richard Strauss. Y el Universo alcanzó para Shelley el Mc2. Shelley Alvarez no creyó estar soñando: su perfecta formación dentro del Empirismo inglés jamás se lo hubiera permitido.

La Canción concluyó, y Shelley recordó con Melancolía, que él nunca conociera
La Melancolía, ni el temor, ni, quizás, la dicha.

Mientras se secaba leyó el poema que alguna vez dejó en un papel:

Mi primer Amor fue La Música
Mi segundo amor fue El Amor
A la Música. Mi tercer
Amor fue triste y feliz

Y se entretuvo arrojando dardos, para alejar su corazón de su corazón, porque el recuerdo del Amor es más fuerte que el Amor.

Pero existían los dardos, y el whisky. Y algo más: Shelley tenía en sí una cierta soledad que acompaña, una soledad que no mata: una impecable soledad

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

 

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ κάθισε στο πιάνο για να αρχίσει να παίζει τη Λυρική Σπονδή του  Μπαχ. Στο πλάι του πεταλιού της αντήχησης έλαμπε στον ήλιο του φθινοπώρου μια μποτίλια ουίσκι Τζώνυ Γουώκερ.

Και στο εσωτερικό, παραχωμένο ανάμεσα στις γραμμές της άρπας, ο Σέλλευ Άλβαρεθ έκρυβε ένα σβώλο  από χασίς, έτσι μόνο για χάριν ευφωνίας.

Στον ορίζοντα κάτι υπαινίσσονταν ένα φως: ήταν η αντανάκλαση μιας επιγραφής μιας φανοποιείας. Ο Σέλλευ έπαιξε στα πλήκτρα τη Σπονδή δίχως να λάβει υπόψη του το Χρόνο. Ύστερα έκλεισε το πιάνο και άκουσε τη Μουσική των Σφαιρών.

Ήταν τότε που αποφάσισε να κάνει ένα χλιαρό μπάνιο.

Ενώ το έκανε εν μέσω κλήσεων, φωνών και τριγμών, ακούστηκε  να παίζει στο ραδιόφωνο το Τελευταίο Τραγούδι του Ρίτσαρντ Στράους. Και το Σύμπαν έφτασε για τον Σέλλευ το Μ2.Ο Σέλλευ Άλβαρεζ δεν πίστευε ότι ονειρευόταν: η τέλεια μόρφωση του πάνω στον αγγλικό Εμπειρισμό ποτέ δεν θα του το επέτρεπε αυτό.

Το τραγούδι ολοκληρώθηκε, και ο Σέλλευ θυμήθηκε με  Μελαγχολία, ότι αυτός ποτέ δεν θα γνώριζε τη Μελαγχολία, ούτε, τον τρόμο ,ούτε, ίσως, την ευτυχία.

Ενώ σκουπιζόταν διάβασε το ποίημα που κάποτε είχε γράψει σ’ ένα χαρτί:

Ο πρώτος μου έρωτας ήταν Η Μουσική

Ο δεύτερους μου έρωτας ήταν Ο Έρωτας

Για τη Μουσική. Ο τρίτος μου

Έρωτας ήταν θλιμμένος και ευτυχισμένος.

Και το διασκέδασε ρίχνοντας βελάκια σε ένα στόχο στον τοίχο, για να απομακρύνει την καρδιά του από την καρδιά του, επειδή η ανάμνηση του Έρωτα είναι πιο δυνατή από τον Έρωτα.

Αλλά υπήρχαν τα βελάκια και το ουίσκι. Και κάτι ακόμα: Ο Σέλλευ είχε μέσα του μια κάποια μοναξιά που τον συνόδευε, μια μοναξιά που δεν σκοτώνει: μια τέλεια μοναξιά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

 

Poseía dos pianos: un Pleyel y un Erhard, con los cuales viajaba en algún trasatlántico: de preferencia el France.
Y mostraba con indiferencia el vacío de su vida; porque no era vacío, sino plenitud. Nunca intentó responder la pregunta, y su vanidad legendaria partía de saberse misterioso. Cuando en las tardes de verano la arena a merced del viento se extiende a impulsos de las manos de Dios que habita en los frascos de cerveza, y todo está en Fa mayor, Shelley incluso hablaba.

Y solamente por una vez nombró lo que no pudo ser. Y así como dos pianofortes, poseía dos automóviles: un Volvo de dos puertas y otra máquina cuyo nombre no recordaba desde que escuchó Islamey y contempló el mundo con cierta aprehensión.

 

 

 * * *

 

Είχε δυο πιάνα: ένα Pleyel και ένα Erhard, με τα οποία ταξίδευε σε κάποιες υπερατλαντικές χώρες: κατά προτίμηση στη Γαλλία.

Και έδειχνε με αδιαφορία το κενό της ζωής του’ επειδή δεν ήταν κενό αλλά πληρότητα.

Ποτέ δεν προσπάθησε να απαντήσει την ερώτηση, και η μυθική του  ματαιότητα εκκινούσε από το γεγονός ότι ήταν γνώστης του μυστήριου χαρακτήρα του. Όταν τα καλοκαιρινά απογέματα η άμμος λόγω του ανέμου απλώνονταν κατά ριπές από τα χέρια του Θεού που κατοικεί στους στις μποτίλιες της μπύρας, και όλο ήταν σε Fa μείζονα, ο Σέλλευ επίσης μιλούσε.

Και μόνο για μια φορά ονόμασε αυτό που δεν μπόρεσε να είναι. Κι έτσι όπως με τα δυο πιάνο φόρτε του είχε και δυο αυτοκίνητα: ένα δίπορτο  Volvo και μια μηχανή που το όνομά της δεν θυμόταν μέχρι που άκουσε την  Islamey,την Ανατολίτικη Φαντασία και ατένισε τον κόσμο με κάποια κατανόηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ARS LONGA
VITA BREVIS

 

Así podía leerse en sus ojos cuando daba color al último Concierto Romántico y primero de Prokofieff.
Pero en la música hay algo impalpable: Beethoven murió solo, cirrótico y sordo, sin quejarse, sin dinero, sin lamentables homenajes, sin autocompasión. Único en un mundo del sonido. Un sordo cuya flor era, si no la vibración, el alma. En qué blanco Amor residiría su fuerza.

Credo in unum Deum
Wie betreber Feuertrunken
In deine Heilligtum

Shelley brindó con el Johnnie Walker, imaginándolo el vino del Rhin, la patria de Beethoven. Y después por la valentía, tan admirable como el abandono. Y luego por la ternura que se asemeja a alguna palabra que en nadie encontró corazón:
Una impecable soledad.

 

 

ARS LONGA
VITA BREVIS

Έτσι μπορούσε να διαβάσει κανείς στα μάτια του όταν έδινε χρώμα στο τελευταίο Ρομαντικό και πρώτο Κονσέρτο του Προκόφιεφ.

Αλλά στη μουσική υπάρχει κάτι το ανεπαίσθητο:O MΜπετόβεν πέθανε μόνος, κυρωτικός και κουφός, δίχως να παραπονεθεί, δίχως χρήματα, δίχως αξιοθρήνητα αφιερώματα, δίχως να οικτίρει τον εαυτό του. Μοναδικός στον κόσμο του ήχου. Ένας κουφός που το δικό του άνθος ήταν, αν όχι ο παλμός, η ψυχή. Σε πιο λευκό Έρωτα οφείλονταν  η δύναμή του.

Credo in unum Deum
Wie betreber Feuertrunken
In deine Heilligtum

 

Ο Σέλλευ έκανε μια πρόποση με το Johnnie Walker,καθώς φαντάζονταν το κρασί του Ρήνου, την πατρίδα του Μπετόβεν. Κι ύστερα  εξ’ αιτίας  της γενναιότητας του, της τόσο θαυμαστής όπως και η εγκατάλειψή του. Κι ύστερα για την τρυφερότητα που είναι παρόμοια με μια λέξη που σε κανένα δε βρήκε να χει  καρδιά: Μια τέλεια μοναξιά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

 

Solo hay alguien que jamás engaña. De nombre Dios, de caracteres de infinita flor: flor de los Alpes, flor de los vendedores ambulantes, flor de plástico, flor que abandona pero que siempre acompaña. Shelley Alvarez aspergió con desodorante de habitación el garage: era en demasía notorio el denso olor a pasta básica Eritroxilón coca.

 

* * *

 

Υπάρχει μόνο ένας που ποτέ δεν προδίδει. Με το όνομα Θεός και χαρακτηριστικά του απέραντου άνθους: άνθους των Άλπεων, άνθους των πλανόδιων πωλητών, άνθους από πλαστικό, άνθους που εγκαταλείπει αλλά που πάντα συνοδεύει. Ο Σέλλευ Άλβαρεθ ψέκασε με αποσμητικό του σπιτιού το γκαράζ: ήταν υπερβολικά έντονο το βαρύ άρωμα στη  βασική πάστα της κοκαΐνης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

 

Shelley Alvarez robó un diapasón durante una fiesta poblada. Al escuchar el La, pues de inmediato lo usó, aún delante del damnificado, creyó oír un jardín. Luego, contra su costumbre, bebió champaña.

Con una impecable soledad Shelley observó que su mundo era el mundo. Qué extraño planeta, se dijo. En lo alto brillaban Alfa Centauri y próxima su compañera. No estoy en todo de acuerdo con el Anti Dühring, pensó, tampoco con las personas que gritan, ni con los seres que prejuzgan. Enseguida optó por beber más champaña: va il pensiero, en alas de la fantasía. Nuevamente salió al jardín y esta vez dispensó incluso a los seres que prejuzgan.

Y el Amor no abandonó desde ahí sus ojos.

 

* * *

 

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ έσπασε ένα διαπασών κατά τη διάρκεια μια πολυπληθούς γιορτής. Κaθώς άκουσε το La,λοιπόν αμέσως το χρησιμοποίησε, κι ακόμη μπροστά στον πληγέντα, δημιούργησε έναν κήπο. Ύστερα, παρά την συνήθειά του ήπιε  σαμπάνια.

Με μια τέλεια μοναξιά ο Σέλλευ παρατήρησε ότι ο κόσμος του ήταν ο κόσμος. Τι παράξενος πλανήτης, αναρωτήθηκε. Ψηλά έλαμπε Το Άλφα του Κενταύρου και δίπλα η παρέα του. Δεν είμαι σε όλα σύμφωνος με τον Αντί Ντύρινγκ, σκέφτηκε, ούτε με τα πρόσωπα που ουρλιάζουν, ούτε με τα όντα τα προκατειλημμένα. Αμέσως επέλεξε να πιει περισσότερη σαμπάνια :Πάει ο στοχαστής με τα φτερά της φαντασίας. Βγήκε ξανά  στον κήπο κι αυτή τη φορά συγχώρεσε επίσης τους προκατειλημμένους ανθρώπους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El ser humano no es un mueble, fue la conclusión a la que llegara Shelley luego de ejecutar de memoria y de pie los Estudios Trascendentales de Ferenc Liszt, llamado Franz en algunas regiones centroeuropeas.

Aspergió entonces el piso con whisky para ambientar las escocesas de Beethoven. Las siguientes ocho horas fueron dedicadas a ejercicios de digitación tan tediosos que no aburrían.

 

 

* * *

Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι ένα έπιπλο, ήταν το συμπέρασμα στο οποίο θα καταλήξει ο Σέλλευ, μετά από την άσκηση της μνήμης του παίζοντας στο πόδι τις υπερβατικές Σπουδές του Φέρενς Λίστ, του επονομαζόμενου Φραντς σε κάποιες κεντροευρωπαϊκές περιοχές.

Αρωμάτισε τότε το διαμέρισμά του με ουίσκι για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα για τις Σκωτσέζες του Μπετόβεν. Οι επόμενες οχτώ ώρες υπήρξαν αποφασιστικές για τις ασκήσεις στο πιάνο τις τόσο ανιαρές που δεν ωστόσο δεν έκαναν κάποιον να πλήττει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

A velocidades demenciales Shelley se encaminó a la playa cantando In fernem land de Lohengrin. Bajó del automóvil y bebió seis cervezas y algunas más en el bar de Gamboa. En el recodo del Caplina perdió los cuentos de Chejov.

Qué agradable es estar solo, dijo, y avanzó en la laberíntica playa con entusiasmo tal que se halló a sí mismo, nadando Dios sabe cómo. El nadador era Byron, sabido es, y su padre lo había bautizado como Shelley pues admiraba a Keats.

Nuevamente en el automóvil y por completo empapado, Keats Alvarez retornó a su casa, regando de arena reluciente todas las habitaciones, pues fuera del piano y la Melancolía era un Autralopithecus, un Mowli.

Ingresó a la ducha y egresó de ella con la curiosa sensación de no hallarse embriagado.

 

 

 * * *

 

Με ιλιγγιώδεις ταχύτητες ο Σέλλευ κατευθύνθηκε προς την παραλία τραγουδώντας το  In fernem land του Λόενγκριν. Κατέβηκε από το αυτοκίνητό του και ήπιε έξι μπύρες και κάποιες ακόμα στο μπαρ του Γκαμπόα. Στη στροφή της Καπλίνα έχασε τα διήματα του Τσέχωφ.

 

Τι ευχάριστο να είσαι μόνος σου, είπε, και προχώρησε στη λαβυρινθώδη ακτή με τέτοιο ενθουσιασμό που βρέθηκε μόνος του, να κολυμπά, Θεός ξέρει για πόση ώρα. Ο κολυμβητής ήταν ο Μπάιρον, γνωστό είναι, κι ο πατέρας του τον είχε βαφτίσει με το όνομα Σέλλευ καθώς θαύμαζε τον Κητς.

 

Ξανά και πάλι στο αυτοκίνητο και εντελώς μουσκεμένος, ο Κήτς Άλβαρεθ, επέστρεψε στο σπίτι του, λερώνοντας με  λαμπερή άμμο όλα τα δωμάτια, λοιπόν μακριά απ’ το πιάνο και τη Μελαγχολία ήταν ένας αυστραλοπίθηκος, ένας Μόγλης.

Μπήκε στο λουτρό και επέστρεψε απ’ αυτό με την περίεργη αίσθηση ότι δεν ήταν μεθυσμένος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

BOOK THE SECOND

 

Shelley Alvarez se presentó en el Teatro Municipal de Lima, mi ciudad natal, un invierno de 1975.
Interpretó el último Concierto Romántico: el primer concierto de Sergei Prokofieff. Muy correcto Shelley, de smoking blanco y corbata lila. En el alma llevaba a la estrella Sirio, el Sol, a los grandes planetas y una soledad impecable.

Durante la ejecución del Concierto recordó un jardín pleno de geranios, galletas de animalitos y a la Suite Anthar de Rimsky-Korsakoff.
Pasado el Concierto, Shelley Alvarez se dirigió a festejar su triunfo.

Lo hizo en un parque vallado de madera suspendido sobre el mar de Miraflores. Inexistente casi, anduvo bebiendo cerveza helada y poseído como lejanas veces, de la compañía de maderos, enramadas y del Tiempo que transcurre en ciertas almas.

 

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ παρουσιάστηκε στο Δημοτικό Θέατρο της Λίμας, την πόλη που γεννήθηκα, τον χειμώνα του 1975.

Ερμήνευσε το τελευταίο Ρομαντικό Κονσέρτο: το πρώτο κονσέρτο του Σεργκέι Προκόφιεφ. Πολύ κομψός ο Σέλλευ, με λευκό σμόκιν και μωβ  γραβάτα. Στην ψυχή του έφερε το αστέρι του Σείριου, τον Ήλιο, τους μεγάλους πλανήτες και μια άμεμπτη μοναξιά.

Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του Κονσέρτου θυμήθηκε έναν κήπο γεμάτο γεράνια, γαλέτες για ζωάκια και την Σουίτα Ανθάρ του Ρίμσκυ- Κόρσακοφ.

Μετά το τέλος του Κονσέρτου, ο Σ:έλλευ Άλβαρεζ κατευθύνθηκε προς τα έξω για να γιορτάσει τον θρίαμβό του.

 

Το έκανε σε ένα πάρκο περιφραγμένο με ξύλα κρεμασμένο πάνω από τη θάλασσα του Μιραφλόρες. Ανύπαρκτος σχεδόν, περπάτησε πίνοντας παγωμένη μπύρα και συνοδευόμενος  όπως παλιά, από την παρέα των ξύλων, από δεντροστοιχίες και από τον Χρόνο που περνά μέσα σε κάποιες ψυχές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El concierto era transcurrido. Así el festejo posterior. Shelley, que jamás recordaba lo pasado, nunca lo olvidó. La crítica de los diarios habló de sorprendentes cualidades, de pureza de fraseo, de profunda comprensión. Shelley conservó para siempre tan sólo la imagen de las cervezas y el cielo...

No volvió a presentarse en público.

 

* * *

Το κονσέρτο ήταν σύντομο. επίσης και η γιορτή μετά. Ο Σέλλευ, που ποτέ  δεν θυμόταν το παρελθόν, ποτέ δεν το ξέχασε. Η κριτική στις εφημερίδες έκανε λόγο για εκπληκτικές ποιότητες, για καθαρότητα της έκφρασης, για βαθιά κατανόηση. Ο Σέλλευ διατήρησε για πάντα μόνο την εικόνα με τις μπύρες και τον πάγο..

Δεν ξαναπαρουσιάστηκε στο κοινό..

 

* * *

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley Alvarez improvisó arpegios con la mano izquierda durante dos horas; seguidas éstas, anduvo por el jardín, pleno el corazón del aire lento y una Flor del Estío que no he de olvidar.

La extensa pradera y la noche se extendían hacia los cinemas, y la lengua del mundo ha de cantar. Tu rostro me recuerda una voz lejana y tu Amor que no es ensueño sino Amor, The Royal Fireworks y el agua que sobrevive a un lado del Espacio, más bien yo diría en el océano silencioso o los abismos donde las estrellas proyectiles de movimiento angular muy sensible como Van Maanen.

Todo esto pensaba en tanto Shelley Alvarez. Su nave espacial, elefante o Volvo 121  lo esperaba reposando en la bruma.

Shelley, que odiaba la ternura, no se emocionó al ver su automóvil. Más bien le pareció hermoso y lleno de perfección y la estultitia.

Había bebido un frasco de whisky y su alma dijo que el ser humano sería feliz si lo quisiera. Pero aún sin whisky ya lo había pensado desde niño, durante la lectura de los versos de Roberto Browning, Yeats o Petrarca.

O sea que usted cree en los libros. Le había preguntado una señora. No, dijo Percy B. Shelley Alvarez, pero creo en los que jamás dejaron de creer que el odio aún es sólo una forma del amor. Usted oculta tras su pretendido amor un inconmensurable odio. No odio a nadie, pues a nadie conozco. Soy solitario, le había contestado Shelley Alvarez. Usted es narcisista, le había asegurado un psicoanalista durante entrevistas a las cuales Shelley Alvarez asistía por visitar San Isidro. Eso no me impide tocar el piano, había susurrado Shelley Alvarez mientras navegaba hacia Marte, para contemplar los canales del glorioso Schiaparelli.

Porque era evasivo: evasivo por solitario, impecablemente solitario.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

 

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ αυτοσχεδίαζε στο πιάνο με το αριστερό του χέρι για δυο ώρες; μετά, περπάτησε στον κήπο, με την καρδιά του πληρωμένη από  το απαλό αεράκι και με ένα Λουλούδι του Καλοκαιριού που δεν πρέπει να λησμονήσω.

Το αχανές λιβάδι και η νύχτα εκτείνονταν ως τα σινεμά, κι η γλώσσα του κόσμου άρχισε να τραγουδά. Το πρόσωπό του μου θυμίζει μια μακρινή φωνή κι ο Έρωτάς του δεν είναι ψευδαίσθηση  αλλά Έρωτας The Royal Fireworks και το νερό που επιβιώνει σιμά στο Διάστημα, θα έλεγα καλύτερα μέσα στον σιωπηλό ωκεανό η στις αβύσσους όπου  βρίσκονται οι διάττοντες αστέρες της  ευαίσθητης κυκλικής κίνησης  όπως του Van Maanen.

Όλα αυτά σκέπτονταν στο μεταξύ ο Σέλλευ Άλβαρεθ. Το διαστημόπλοιό του, ο ελέφαντας ή το Volvo του το  121 τον περίμενε αραγμένο στην ομίχλη.

Ο Σέλλευ που μισούσε την τρυφερότητα, δεν συγκινήθηκε βλέποντας το αυτοκίνητό του. Μάλλον του φάνηκε όμορφο, όλο τελειότητα και άγνοια.

Είχε πιει μια μποτίλια ουίσκι και η ψυχή του είπε ότι η ανθρώπινη ύπαρξη θα ήταν ευτυχισμένη αν το ήθελε. Αλλά ακόμα και δίχως ουίσκι το είχε σκεφτεί αυτό από τότε που ήταν μικρούλης, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των στίχων του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ, του Γέιτς ή του Πετράρχη.

Άρα πιστεύετε κύριε στα βιβλία? Τον είχε ρωτήσει μια κυρία. Όχι είπε ο Πέρσι Μπισέ Σέλλευ Άλβαρεθ, αλλά πιστεύω σ’ αυτούς που δεν έπαψαν ποτέ να πιστεύουν ότι το μίσος επίσης είναι μια μορφή του έρωτα. Κύριε κρύβετε πίσω από τον υποτιθέμενο έρωτά σας ένα απροσμέτρητο μίσος. Δεν μισώ κανένα αφού κανένα δε γνωρίζω. Είμαι μοναχικός, της είχε απαντήσει ο Σέλλευ Άλβαρεθ. Κύριε είστε ναρκισσιστής, τον είχε διαβεβαιώσει ένας ψυχαναλυτής, κατά την διάρκεια κάποιων συνεντεύξεων στις οποίες ο Σέλλευ Άλβαρεθ συμμετείχε όταν είχε επισκεφθεί τον Άγιο Ισίδωρο. Αυτό δεν με εμποδίζει να παίζω στο πιάνο ψιθυρίζοντας ο Σέλλευ Άλβαρεζ ενώ έπλεε τον Μάρτη για να θαυμάσει του κανάλια του ένδοξου Σιαπαρέλλι.

Γιατί ήταν δραπέτης: δραπέτης όντας μοναχικός, τελείως μοναχικός.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

 

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ γεμιστές πατάτες με τυρί στο Εθνικό Στάδιο του Περού. Το ματς ήταν μια εναέρια πισίνα και το γκαζόν ,τα φώτα, κι ο καπνός που απλωνόταν κάτω από τους προβολείς. Nous aurons pensée comnent avant, la vingtieme année.Ανάμεσα στο πλήθος: όλα τα φώτα του Σταδίου ήταν αναμμένα για μια μεγάλη νύχτα. Texte premonitoire,λοιπόν οι ομάδες γέμισαν ως επάνω τους φοίνικες του κοντινού πάρκου και η χαρά των μεγάλων γιορτών κι όλο εκείνο που αμφισβητούν εκείνοι που υποφέρουν από μια υπερβολή  της sensibilité douloureuse et d'intellectualité.

Όταν έφτασε στο σπίτι του,ο Σέλλευ άκουσε μελωδίες του Κρίστοφερ Βιλιμπάλντ Γκλουκ  πίστεψε ότι ο Ρίτερ ή κάποιος τίτλος του ιππότη, όπως ήταν, Ποιος δεν είχε εκστασιαστεί μπροστά στην καθαρότητα του Γκλουκ? Και πράγματα παρόμοια που τα διαβάζει κανείς στις Εγκυκλοπαίδειες της Μουσικής.

Εν τω μεταξύ έκανε κοιλιακούς και άλλες ασκήσεις κοπιαστικές αλλά ψυχαγωγικές, που σου επιτρέπουν να χτυπήσεις τα πλήκτρα και να κάνεις να ακουστεί ένα Pleyel σε 15 χιλιόμετρα απόσταση .Ο Σέλλευ μετρούσε, σαν αφιέρωμα στον Καρλ Μαρξ τις αποστάσεις σε ρώσικα χιλιόμετρα). ). Il serait facile de citer bien d'autres allusions analogues dans στη σκέψη του Σέλλευ. Ύστερα βυθισμένος σε ένα ένδοξο Σύμπαν, κάτω από το αυξανόμενο τέταρτο του Κρόνου, του καταχθόνιου πλανήτη, ο πιανίστας θαύμασε τα συρματοπλέγματα, τους ασφοδέλους, τις τουλίπες, τη συνεχή άνθιση της Γης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

VIER JAHRESZEITEN

 

El Dorado Estío se acumula en los restaurantes al borde de la mar: la mar, los ríos, los estanques, los espejos que devuelven la imagen, imagen que, al igual, sueña y sigue la vida en su reflejo.

* * *

Miroirs de Ravel estallaba en la Avenida desierta: vidrios, chapas, fósforos, latas; y todo el prestigio del asfalto tarde, cuando uno regresa por el centro de las pistas, con la huella del día como el borde de la espuma sobre el mar, avanzando, hasta que la orilla llega: casetas, hierros, ámbar y un óxido impalpable: El Otoño.

* * *

 

 

 

 

VIER JAHRESZEITEN

 

Το Χρυσό Θέρος συναθροίζεται στα ρεστοράν στο πλάι της θάλασσας: η θάλασσα, τα ποτάμια, τα στέγαστρα, οι καθρέφτες που επιστρέφουν την εικόνα, εικόνα που, κατά τον ίδιο τρόπο, ονειρεύεται και ακολουθεί τη ζωή στην αντανάκλασή της.

* * *

Οι καθρέφτες του Ραβέλ ξεχύνονταν στην έρημη Λεωφόρο: κρύσταλλα, λαμαρίνες, φωσφόροι, τενεκέδες’ και όλο το πρεστίζ της ασφάλτου αργά προς το σούρουπο, την ώρα που κάποιος επιστρέφει από το κέντρο στις πίστες, με το σημάδι της μέρας σαν την  άκρη του αφρού πάνω απ τη θάλασσα, καθώς υψώνεται μέχρι εκεί που φτάνει η ακτή: παράγκες , σίδερα, κεχριμπάρια και ένα οξειδωτικό ανεπαίσθητο: Το Φθινόπωρο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Luego pensó en Aristóteles, el Metafísico, quien dijera: para vivir sólo hay que ser un animal o un Dios. Soy un animal, dijo mirando con indiferencia sus manos. Pero la suya era la soledad que no mata, la soledad que no aísla, la soledad que no entristece, la pequeña música nocturna. Andar perdido pero con una dirección que emerge del feeling o del swing, o del estilo de Shelley: interpretar la obra musical sin temer a la Belleza, tan temible.

Shelley bebió entonces, para cambiar la Belleza del Universo en otra Belleza igualmente real.

So wonder so beauty so terror.

Y su paz del alma residía en su inquietud constante, pero llevada a la simetría, a la azul coherencia surcada de yates. Y algas que el mar amó.

Yo quisiera dar vida a esa canción que tiene tanto de ti.
Y luego de tal Lied, porque Lieder hay también en el Sur, Percy B. Shelley Alvarez durmió.

Lo despertó un sonido semejante al Fa.

* * *

Ύστερα σκέφτηκε τον Αριστοτέλη, τον Μεταφυσικό, ο οποίος έλεγε: ο άνθρωπος που ζει μόνος του η θηρίο είναι ή θεός. Είμαι ένα ζώο είπε, κοιτάζοντας με αδιαφορία, τα χέρια του. Αλλά η δική του ήταν η μοναξιά που δε σκοτώνει, η μοναξιά που δεν απομονώνει, η μοναξιά που δεν καταθλίβει, η μικρή νυχτερινή μουσική. Το να περπατά χαμένος αλλά σε μια διεύθυνση που προέκυπτε από το feeling η από το swing, η από το στυλ του Σέλλευ: το να ερμηνεύει το μουσικό έργο δίχως να φοβάται την Ομορφιά, την τόσο φοβερή.

Ο Σέλλευ ήπιε τότε, για να αλλάξει την Ομορφιά του Σύμπαντος σε μια άλλη ομορφιά παρομοίως πραγματική.

So wonder so beauty so terror.

Και η γαλήνη της ψυχής του οφείλονταν στη σταθερή του ανησυχία, την οδηγημένη προς τη συμμετρία, προς τη γαλάζια συνοχή τη διαταραγμένη από τις θαλαμηγούς. Κι από τα φύκια που η θάλασσα αγάπησε.

Εγώ θα ήθελα να δώσω ζωή σ’ αυτό  το τραγούδι που έχει τόσα για σένα.

Κι ύστερα από ένα τέτοιο Lied,επειδή Lieder υπάρχει στο Νότο, ο Πέρσι Β.Σέλλευ Άλβαρεθ κοιμήθηκε.

Τον ξύπνησε ένας ήχος όμοιος με το Fa.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Dies ist Musik fürs Denken!
Solang man sie hört
Bleibt man eiskalt,
Vier, fünf stunden darauf
macht sie erst rechten
Effekt.

Qué es aquella flor
Que llevas
Pueda ser una flor
De lejanos días
Y te hablará de mí
Y tal vez te dijera

Shelley Alvarez estaba sentimental. Tal raro estado le sobrevenía tan sólo algunas veces. Quizás fuera verdad lo que dice el valse:
Los afectos son leyes que gobiernan y mandan.

Porque cuando Shelley estaba sentimental llegaba aún a aquel demoledor llamado recuerdo.

Qué es aquella flor que llevas
Pueda ser una flor
Ya marchita de lejanos días

Y el afecto lo perturbaba estilísticamente. Una tarde, debido al sentimiento, olvidó un bemol y recordó alguna tristeza: pero el Preludio ganó algo: así debió soñarlo Federico Chopin en Palma de Mallorca: Qué es aquella flor que llevas.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Dies ist Musik fürs Denken!
Solang man sie hört
Bleibt man eiskalt,
Vier, fünf stunden darauf
macht sie erst rechten
Effekt.

Ποιο είναι αυτό το λουλούδι

Που φοράς

Μπορεί να είναι ένα λουλούδι των απόμακρων ημερών

Που θα μιλήσει για μένα

Και ίσως θα σου έλεγε

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ ήταν συγκινημένος. Τέτοια σπάνια κατάσταση του συνέβαινε μόνο κάποιες στιγμές. Ίσως να ήταν αληθινό αυτό που λέει το βαλς:

Οι τρυφερότητες είναι νόμοι που κυβερνούν και προστάζουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Porque cuando Shelley estaba sentimental llegaba aún a aquel demoledor llamado recuerdo.

Qué es aquella flor que llevas
Pueda ser una flor
Ya marchita de lejanos días

Y el afecto lo perturbaba estilísticamente. Una tarde, debido al sentimiento, olvidó un bemol y recordó alguna tristeza: pero el Preludio ganó algo: así debió soñarlo Federico Chopin en Palma de Mallorca: Qué es aquella flor que

 

 

* * *

 

Επειδή όταν ο Σέλλευ ήταν συγκινημένος έφθανε επίσης   σε κείνη την κατάρρευση την επονομαζόμενη  ανάμνηση.

Ποιο είναι εκείνο το λουλούδι που φορείς

Μπορεί να είναι ένα λουλούδι

Ήδη μαραμένο των μακρινών ημερών

Και η τρυφερότητα τον αναστάτωνε στιλιστικά. Ένα απόβραδο, εξ αιτίας της συγκίνησης, ξέχασε ένα μπεμόλ  σε ύφεση ελάσσονα, και θυμήθηκε κάποια θλίψη του: αλλά το Πρελούδιο κέρδισε κάτι: έτσι έπρεπε να το ονειρευτεί ο Φρίντριχ Σοπέν στην Πάλμα της Μαγιόρκας: Ποιο είναι εκείνο το λουλούδι που

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

En medio del jardín había largas mesas colmadas de pavo, aves obtusas, langostas, espárragos.

Shelley Alvarez esperaba más bien el whisky, tenía diez y siete años y ensayaba La Luna se ocultaba tras el Templo que Fue sobre el muro.

No era torpe haciendo aquello que llaman bailar. Simplemente, no bailaba, pues no comprendía la música mal interpretada ni siquiera aquella perfecta y exquisitamente mal interpretada. Pero admiraba la magia de las fiestas, el descubrimiento de cervezas en la cocina, la asombrosa sensación de hallarse entre seres ebrios.

Un día en La Opera de Viena fue obligado a asistir al torbellino del Waltz. Lo hizo, y quedó con una impresión nebulosa.

 

 

* * *

Στη μέση του κήπου υπήρχαν μεγάλα τραπέζια γαλοπούλες, μεγάλα πουλιά, ακρίδες, σπαράγγια.

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ περίμενε κατά προτίμηση το ουίσκι, ήταν δεκαεπτά χρονών  και δοκίμαζε στο πιάνο το Η Σελήνη κρυβόταν πίσω από τον Ναό που Υπήρχε πάνω απ’ τον τοίχο.

Δεν ήταν αδέξιος κάνοντας εκείνο που ονομάζουν χορό. Απλούστατα, δεν χόρευε, καθώς δεν καταλάβαινε την κακώς ερμηνευμένη μουσική ούτε κατά συνέπεια εκείνη την τέλεια και ιδιαίτερα κακώς ερμηνευμένη. Αλλά θαύμαζε την μαγεία των εορτών, την ανακάλυψη των μπουκαλιών της μπύρας στην κουζίνα, την  εκπληκτική αίσθηση του να βρίσκεται ανάμεσα σε μεθυσμένα πρόσωπα.

Μια μέρα στην Όπερα της Βιέννης υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στον σίφουνα του  Waltz.Το έκανε, και απόμεινε μια εντύπωση ακαθόριστη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley había leído al Profesor Freud, diciendo: Todo aquel que se pregunta por el sentido de la vida, está enfermo. Y lo creyó.
Sería como preguntarse por el sentido del piano, pensaba. La palabra sentido es nonsense, trabante, antigripal, por decir algo fuerte (Alvarez jamás pronunciaba malas palabras).
Creía que la gente que se preguntaba por tal sentido concluía fabricando pianos rosados, o armas, o escribiendo pornografía o loas políticas. Por eso no se preguntaba por el sentido de la vida.

Nonsense, respondió una vez que fuera demandado en tal sentido por una señorita poseída por el Tetrahidro Cannabinol e incluso sintió cólera.

Aunque pocas veces sentía cólera. Porque sabía que si alguna vez se irritaba podría golpear, y Hermann Melville le había relatado la historia de Billy Budd.

 

 

* * *

 

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ είχε διαβάσει τον Καθηγητή Φρόιντ, που έλεγε: Το κάθε τι που διερωτάται για το νόημα της ζωής, είναι άρρωστο. Και το πίστευε.

Θα ήταν σα να  αναρωτιόταν κάποιος για το νόημα του  πιάνου, σκεφτόταν. Η έννοια νόημα είναι nonsense,αμφιλεγόμενη, σαν αντιγριπικό, για να αναφερθούμε σε  κάτι δυνατό ( ο Άλβαρεθ ποτέ δεν πρόφερε κακιές λέξεις).
Πίστευε  ότι ο κόσμος που διερώτονταν για ένα τέτοιο νόημα κατάληγε να κατασκευάζει ροζέ πιάνα, ή όπλα, ή γράφοντας πορνογραφικά κείμενα η  πολιτικούς επαίνους. Γι αυτό και δεν διερωτόταν για το νόημα της ζωής.

Το Nonsense,απάντησε μια φορά ότι θα ήταν αιτούμενο υπ’ αυτό το νόημα από μια νεαρή κυρία που ήταν υπό την επιρροή του φαρμάκου Τετραιδικό Καναμπινόλ και που ένοιωθε μεγάλο θυμό.

Αν και λίγες φορές ο ίδιος αισθανόταν θυμό. Επειδή ήξερε ότι αν κάποια φορά γινόταν εξω- φρενών  θα μπορούσε να γρονθοκοπήσει κάποιον, και ο Χέρμαν Μέλβιλ του είχε αφηγηθεί την ιστορία του Μπίλλυ Μπαντ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley Alvarez o Gran Jefe Un Lado del Cielo (puesto que son uno, el primero con el piano aquí y allá, y el segundo igualmente humano, pero piel roja) tocó un recital en una pequeña Sala de Conciertos: lo hizo por dos motivos: debido a que el piano era Steinway, y por extender sobre el espacio IslameyFantasía Oriental, obra de dificultad suprema, pero de sencillez infinita para alguien que hubiera navegado como él, en el Océano Índico, con Nikolay Andreiewitch Rimsky-Korsakoff y Rimsky o Balakireff, igualito es.

Antes del Concierto, como lo hiciera desde pequeño, rezó:

Señor: tú que estás
En lo absurdo y también en las latas,
La basura, la miseria,
Los cintilantes tejados,
Los jardines escondidos,
El amor, la brea,
La tristeza, la desesperanza

Señor:
Tú que habitas
También en los fragmentos
Que quedan
Tras las terribles
Noches de los bares
Oscuros, en las moscas,
En los callejones sin salida,
En las llagas.
Señor: no me oigas:
Oye más bien
Lo que resonará
En la Música
Arte purísimo
Que cercano
Desciende y llena
Si no el corazón
De otros, por lo
Menos el mío,
Porque soy pianista
Y no sé otra cosa
Además del piano
Y la soledad.

 

 

 

 

 

 

 

O Σέλλευ Άλβαρεθ ή Το Μεγάλο Αφεντικό στο Πλάι του Ουρανού ( δεδομένου ότι είναι ένας, ο πρώτος με πιάνο εδώ κι εκεί, και ο δεύτερος παρομοίως άνθρωπος, αλλά με κόκκινο δέρμα) έπαιξε σε ένα ρεσιτάλ σε μια μικρή Σάλα Κονσέρτων: το έκανε για δυο λόγους: λόγω του ότι το πιάνο ήταν ένα Steinway,και για να καλύψει όλο το χώρο με την Ανατολική Φαντασία, την Islamey,έργο μέγιστης δυσκολίας, αλλά άπειρης απλότητας  για κάποιον που είχε διαπλεύσει όπως αυτός, στον Ινδικό Ωκεανό, με τον Nikolay Andreiewitch Rimsky-Korsakoff ,η  Rimsky η Balakireff το ίδιο είναι.

Πριν από το Κονσέτο, όπως το συνήθιζε από μικρός, προσευχήθηκε:

Κύριε: εσύ που κατοικείς

Στο άτοπο κι επίσης στους τσίγκους,

Στα σκουπίδια, στη μιζέρια,

Στις λαμπερές στέγες,

Στους μυστικούς κήπους,

Στον Έρωτα, στην πίσσα

Στη θλίψη, στην απελπισία,

 

Κύριε:

Εσύ που κατοικείς

Επίσης στα συντρίμμια

Που απομένουν

Ύστερα από τις τρομερές

Νύχτες των σκοτεινών μπαρ,

στα κουνούπια,

Στα δίχως διέξοδο στενοσόκακα,

Στις πληγές

Κύριε: μη με ακούς

Άκου καλύτερα

Αυτό που θα αντηχήσει

Στη Μουσική

Την τέχνη  της απόλυτης καθαρότητας

Που φιλική είναι

Που κατεβαίνει και γεμίζει

Αν όχι την καρδιά

Των άλλων, τουλάχιστον

Τη δική μου,

Γιατί είμαι πιανίστας

Και δεν γνωρίζω άλλο πράγμα

Εκτός από το πιάνο

Και τη μοναξιά.

 

 

 

 

 

 

Terminado lo cual, agregó un Padre Nuestro, y se dirigió al escenario.
Hay gentes que nacieron para la luz del día y hay otras que nacieron para un vago fulgor.

Bajo el Sol resuenan
las Danzas sacras
y profanda
De Debussy

Shelley las escuchó en el tocadiscos instalado en la maletera de su Volvo blanco y helado. Dado lo cual comió ensalada de tomates y observó el crepúsculo. Con cierta soledad: el jardín florecía y comunicaba a otro jardín el agua de la manga del riego que semejaba una liana en reposo, o a Liana, la salvaje, superproducción de los años 40.

 

* * *

 

Τελειώνοντας όλο αυτό, ακολούθησε ένα Πάτερ Ημών και κατευθύνθηκε μπρος τη σκηνή.

Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν για το φως της μέρας κι υπάρχουν άλλοι που γεννήθηκαν για μια φευγαλέα λάμψη.

Κάτω από τον Ήλιο αντηχούν

οι μυστικοί Χοροί

κι η βαθιά μουσική

Του Debussy

Ο Σέλλευ τις άκουσε στο Πικ απ στην καμαριέρα του λευκού και παγερού του Volvo.Τελειώνοντας όλο αυτό έφαγε ντοματοσαλάτα και ατένισε το λυκόφως. Μ κάποια μοναξιά: ο κήπος άνθιζε και έστελνε στο διπλανό κήπο το νερό από τα αυλάκια του ποτίσματος που έμοιαζε με έναν ήσυχο κισσό, η με τη Λιάνα, την άγρια, την υπερπαραγωγή της δεκαετίας του 40.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1

 

John Keats Alvarez anduvo por la noche plena de bruma en la ciudad de Lima, South America. John Keats Alvarez creía haber leído alguna vez aquella sonrisa. El Tiempo, Inmóvil, se utilizaba para jugar al Todi, un juego de azar.

Quizás si pierdes o ganas, bebes más cerveza que nadie que te rodea y la calle se transmuta en un río donde navegan alambres de teléfonos, automóviles.

Luego ingresó a un restaurant etc.

 

 

* * *

Ο Τζον Κητς Άλβαρεθ περπάτησε μέσα στην πυκνή ομίχλη της  νύχτας στη πόλη της Λίμας, της Νοτίου Αμερικής. Ο Τζον Κητς Άλβαρεθ πίστευε ότι είχε διαβάσει κάποτε εκείνο το χαμόγελο. Ο Χρόνος, Ακίνητος, χρησιμοποιούνταν για να παιχτεί στο Τόδι της Περούτζια  ,ένα παιχνίδι της τύχης.

Αν χάσεις η κερδίσεις, πίνεις μια μπύρα όταν κανείς δεν είναι γύρω σου και ο δρόμος μεταβάλλεται σε ένα ποτάμι όπου παρασύρονται σύρματα τηλεφώνου, αυτοκίνητα.

Ύστερα μπήκε σε ένα ρεστοράν, κλπ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Y aunque atrases la agua del reloj
el Sol seguirá saliendo.

Robert Schumann

Luego continuó por la misma senda salir al jardín florido de mariposas ligeras.
Y un Amor.
El Amor que no es ciego
Ni tonto
Y que únicamente
Puede amar
Y con ello basta; el cortinaje del cine Roma se plegó sobre el ramaje de cristal. Era el aire silencioso del cinematógrafo vespertino, en Primavera, era la paz casi sin sonido de los cinemas, que nos hace soñar en lo que sí pudo ser; y es. Y así dibujas sobre la alfombra del corredor umbrío, conducido por una linterna a pilas secas, o una linterna sorda, si eres imaginativo, un camino hacia tu asiento, en la fila primera de una superficie en declive, poblada de terciopelo escarlata. Y espectas el buen film.
Con los ojos
Con el mirar
Con la Armonía
Con la Nostalgia de la
Cual no eres culpable
Sino que yo te he conocido
De la estirpe
De los Asra
Los que mueren
Cuando aman.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 2 

Κι αν ακόμα καθυστερήσεις το νερό του ρολογιού

 Ήλιος θα συνεχίσει να βγαίνει.
Robert Schumann

 

Ύστερα συνέχισε από το ίδιο μονοπάτι και βγήκε στον ανθισμένο κήπο με τις λεπτές πεταλούδες.

Και ένας ¨Έρωτας

Ο Έρωτας που δεν είναι τυφλός

Ούτε ανόητος

Και που με μοναδικό τρόπο

Μπορεί να αγαπήσει

Και αυτό αρκεί’ το κουρτινάκι του σινεμά Ρόμα διπλώθηκε πάνω στο πλαίσιο του τζαμιού. Ήταν ο αγέρας σιωπηλός στον απογευματινό κινηματογράφο, την Άνοιξη, ήταν η ειρήνη η σχεδόν δίχως ήχο των σινεμά, που μας κάνει να ονειρευόμαστε αυτό που θα μπορούσε να υπάρξει: και που υπάρχει. Κι έτσι σχεδιάζεις πάνω στο χαλί του σκιερού διαδρόμου, οδηγούμενος από μια λατέρνα με ξηρές μπαταρίες, η από μια βουβή λατέρνα, αν είσαι άνθρωπος της φαντασίας, ένα δρόμο ως το κάθισμά σου, στην πρώτη γραμμή μιας κεκλιμένης επιφάνειας, σκεπασμένης με άλικο βελούδο. Και παρακολουθείς την ενδιαφέρουσα ταινία.

Με τα μάτια

Με τη ματιά

Με την Αρμονία

Με τη νοσταλγία της

Εσύ που δεν είσαι παραβάτης

Αλλά εγώ σε έχω γνωρίσει

Από την ευγενή καταγωγή σου

Από τους Άσρα

Απ’ αυτούς που πεθαίνουν

Όταν αγαπούν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

John Keats Alvarez escuchaba la Primera Sinfonía de Carlos Ives. Al llegar el movimiento de las praderas o zweite satz, surgió en él el piel roja. Y se dirigió en busca del buen tabaco de Virginia: 24 soles peruanos.

Demasiado tarde, pensó sin revelarse ni a sí mismo lo tardío.

El crepúsculo es rojo
El cielo es azul
La cerveza es ámbar
Los golpes militares dan náuseas
La realidad es transparente
El engaño es antifisiológico
La noche es feérica
Y así cada cosa en el
Universo posee un carácter
Qué es la brisa
Qué es la arena
Qué hora es

 

* * *

Ο Τζον Κητς Άλβαρεθ άκουγε την Πρώτη Συμφωνία του Κάρλος Ίβες. Όταν έφτασε στο σημείο της κίνησης των λιβαδιών ή zweite satz, το δέρμα του κοκκίνισε. Και κατευθύνθηκε προς αναζήτηση του καλού καπνού Βιρτζίνια: των 22 περουβιανών σολ.

Πολύ αργά σκέφτηκε δίχως να αποκαλύψει στον εαυτό του την αργοπορία

.Το λυκόφως είναι κόκκινο

Ο ουρανός γαλάζιος

Η μπύρα κεχριμπαρένια

Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα προκαλούν ναυτία

Η πραγματικότητα είναι διάφανη

Η απάτη αντιφυσιολογική

Η νύχτα είναι μαγική

Και έτσι κάθε πράγμα στο

Σύμπαν κατέχει ένα χαρακτηριστικό

Τι είναι η ομίχλη?

Τι είναι η άμμος?

Τι ώρα είναι?

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

John Keats, pese a aborrecer la introspección, notó que se hallaba divagante.

Luego de culpar al tabaco, inició las visiones fugitivas de Prokofieff.

Con cierto soledad inexplicable.

 

Alfred Alvarez reflexionaba acerca del césped, esa extraña superficie luminosa que antecede a las casas. Por unos instantes pensó que el césped era un sueño, pero al decidirse a regarlo, concluyó que no tal. Mientras colmaba de agua el jardín, cantaba dentro de sí Im Abendrot, la última canción de Strauss.

Tan profundo el atardecer
Por él hemos transcurrido
Será la muerte así

 

* * *

 

Ο Τζον Κητς παρότι βαριόταν την ενδοσκόπηση, διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε μια κατάσταση ακαθόριστη.

Αφού έριξε το φταίξιμο στον καπνό. άρχισε να παίζει τους φευγαλέους οραματισμούς του Προκόφιεφ.

Με κάποια μοναξιά ανεξήγητη.

 

Ο Άλφρεντ  Άλβαρεθ στοχαζόταν γύρω από το γρασίδι, αυτή την παράξενη φωτεινή επιφάνεια που προηγείται των σπιτιών. Για κάποιες στιγμές σκέφτηκε ότι το γρασίδι ήταν ένα όνειρο, αλλά αποφασίζοντας να το χαρίσει, κατάληξε πως όχι. Ενώ περιέλουζε με νερό τον κήπο, τραγουδούσε σε σι ύφεση το Im Abendrot ,το τελευταίο τραγούδι του Στράους.

Τόσο βαθύ το απόβραδο

Απ’ αυτό έχουμε περάσει

Θα είναι κι ο θάνατος έτσι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A qué se debería que Muerte y Amor fuesen temas tan románticos, se preguntó Shelley. Quizá debido a que a todos sucede, se respondió cerrando la espita y dirigiéndose al piano.

Recordó que antaño, durante una fiesta donde la cremolada, Elvis Presley, bailamos la siguiente, había descubierto un rincón, corner o Ecke, y, en él, un gramófono. Y entre los discos el Requiem de Fauré, ese canto a la vida y a la Armonía. Una colegiala lo había descubierto en su audición. Era el día de los descubrimientos: 12 de Octubre, y demandándole: qué horror oyes, por qué eres tan así.

Shelley repuso, impecablemente solo: La Misa de Requiem de Gabriel Fauré, nacido en la Francia. La niña emitió algunas ondas sonoras que Shelley no pudo organizar, y huyó hacia la cremolada.

 Now we are tired, how tired!
Can this perhaps be death?

Shelley sabía algo que tú no sabes, estimado lector, algo que no está en el bim ni el bam ni el boom.

 

* * *

Σε τι οφείλεται το γεγονός ότι ο Θάνατος και ο Έρωτας υπήρξαν κάποτε  θέματα τόσο ρομαντικά, αναρωτήθηκε ο Σέλλευ. Ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι σε όλους  μας συμβαίνουν, απάντησε κλείνοντας την κόλα με το φαγητό του και κατευθυνόμενος προς το πιάνο.

Θυμήθηκε ότι παλιά, κατά τη διάρκεια μιας γιορτής με κρεμώδη ποτά, με τον  Elvis Presley,χορεύανε το επόμενο, είχε ανακαλύψει σε μια γωνιά, σε μια άκρη ή Ecke,ένα γραμμόφωνο .Κι ανάμεσα στους δίσκους το Requiem του Φωρέ, αυτό το τραγούδι για τη ζωή και την Αρμονία. Ένα κορίτσι του κολεγίου το είχε ανακαλύψει στην οντισιόν της. Ήταν η μέρα των ανακαλύψεων: η 12η του Οκτώβρη, και προστάζοντάς τον: τι τρομερό ακούς, γιατί είσαι έτσι?

Ο Σέλλευ ξεκουράστηκε, εντελώς μόνος: Η Λειτουργία του Ρέκβιεμ του Γκαμπριέλ Φωρέ, του γεννημένου στη Γαλλία. Η μικρούλα του έστειλε κάποια ηχητικά κύματα που ο Σέλλευ δεν μπόρεσε να οργανώσει, κι έφυγε για τη θορυβώδη μουσική.

 Now we are tired, how tired!
Can this perhaps be death?

Ο Σέλλευ γνώριζε κάτι που εσύ δε ξέρεις, αξιότιμε αναγνώστη, κάτι που δε βρίσκεται ούτε στο μπιμ ούτε στο μπαμ ούτε στο μπουμ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley cantaba la última canción de Richard Strauss, lo cual no es lo mismo que esquiar en Garmisch-Parten-Kirchen.

Kurze Zeit vor Seinen Tode griff der vierundachzigjährige Komponist auf eine Form zurüch der sich seit seiner Jugend enthalten hatte: das Orchesterlied.

Luego leyó Historia de la Música, impecablemente solo, correctamente vestido y ateleológico en máximo grado y mínimo esfuerzo. Porque para Shelley todo era sencillo, todo menos escuchar la música falta de gusto.

Stravinsky había dicho: tolero el buen gusto, tolero el mal gusto, pero no tolero la falta de gusto. Y Shelley Alvarez participaba de dicho loco sentir.

* * *

 

Ο Σέλλευ τραγουδούσε το τελευταίο τραγούδι του Ρίχαρντ Στράους, το οποίο  που δεν είναι το ίδιο με το να κάνεις σκι στο Garmisch-Parten-Kirchen.

Kurze Zeit vor Seinen Tode griff der vierundachzigjährige Komponist auf eine Form zurüch der sich seit seiner Jugend enthalten hatte: das Orchesterlied.

Μετά διάβασε Ιστορία της Μουσικής, εντελώς μόνος, ντυμένος με σωστή ενδυμασία και όντας μη τελεολογικός στο μέγιστο βαθμό και με την ελάχιστη προσπάθεια. Γιατί για τον Σέλλευ όλα ήταν απλά, όλα, εκτός από το να ακούει κανείς τη μουσική λόγω έλλειψης γούστου.

Ο Στραβίνσκι είχε πει: ανέχομαι το καλό γούστο, ανέχομαι το κακό γούστο, αλλά δεν ανέχομαι την έλλειψη γούστου. Και ο Σέλλευ Άλβαρεθ ασπαζόταν επίσης  αυτή την τρελή αίσθηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La única desazón de Shelley siempre fue: ¿llegaré alguna vez a cometer un error? Puesto que el error más ligero acabaría con su soledad, Shelley, en compañía, perdería el dominio del piano, y su corazón se quebraría, pues en compañía se sentiría solitario: Ars longa, vita brevis.

Selig, wer ohne Sinne schwebt.


Recitó de Bretano, el poeta, no el psicólogo.

Porque Shelley en reuniones se sentía de opereta de Friml. Los ojos del niño Mozart...

Y todo ser humano debe contemplar su propia obra y ver que es buena, porque no sé quién nos hizo a su imagen y semejanza.

Si Shelley hubiese sido novelista, escribiera una novela psicológica, como Stendhal: el cielo tiene playas donde evitar la vida y hay cuerpos que no deben repetirse en no recuerdo qué.

 

* *  *  

Η μοναδική ανησυχία του Σέλλευ ήταν πάντα η εξής: θα τα καταφέρω κάποτε να μην υποπίπτω σε ένα λάθος? Δεδομένου ότι το πιο ανεπαίσθητο λάθος τέλειωνε με τη μοναξιά του, ο Σέλλευ, σε παρέα, έχανε τον έλεγχο του πιάνου, και η καρδιά του κομματιαζόταν, αφού μες στην παρέα αισθανόταν μόνος: Ars longa, vita brevis.

Selig, wer ohne Sinne schwebt.

Έπαιξε στο πιάνο τον Μπρετάνο, τον ποιητή, όχι τον ψυχολόγο.

Επειδή στις μαζώξεις ο Σέλλευ αισθανόταν όπως σε μια οπερέτα του Friml.Τα μάτια του Μότσαρτ..

Και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη θα πρέπει να θεωρεί το ίδιο το έργο της και να βλέπει  ότι είναι καλό, επειδή δε ξέρω ποιος μας έκανε καθ’ εικόνα και ομοίωση του.

Αν ο Σέλλευ είχε γίνει πεζογράφος, θα έγραφε ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα, όπως ο Σταντάλ: ο ουρανός έχει ακτές όπου μπορείς να αποφύγεις τον κόσμο, και υπ άρχουν σώματα που δεν θα πρέπει να επαναλαμβάνονται σε δε θυμάμαι τι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley pensaba: si supieran lo sencillo que es hablar conmigo. Sabía que algunos le tenían temor, que otros aseguraban estimarlo, que la Suite en Blanco y Negro de Sergio Lifar era el esplendor de la Opera de París y que el mal era una simple leyenda.

El Sol ese segundo corazón del hombre. La gente no lo aterraba. La apreciaba, mas sin afecto: como al dócil Bóreas por dar una imagen literaria insuperable.

Viento del Oeste
De dónde vienes
Dile a quien escribió
Su nombre
En las aguas
Una oda

Shelley Alvarez sonrió al leer lo que su mano trazara sin intención.

Yo amaría
Decirle a la noche
Nada

 

* * *

Ο Σέλλευ σκεφτόταν: αν ήξεραν το πόσο απλό είναι να μιλάει κανείς μαζί μου. Ήξερε ότι κάποιοι τον φοβόντουσαν, ότι κάποιοι άλλοι διαβεβαίωναν ότι τον εκτιμούσαν, ότι η Σουίτα σε Λευκό και Μαύρο του Σέργιου Λίφαρ ήταν αίγλη της Όπερας του Παρισιού και ότι το κακό ήταν ένας απλός μύθος.

Ο Ήλιος αυτή η δεύτερη καρδιά του ανθρώπου. Το πλήθος δεν τον τρόμαζε. Το εκτιμούσε αλλά δίχως τρυφερότητα: όπως ο υπομονετικός Βοριάς για να δώσουμε μια λογοτεχνική εικόνα αξεπέραστη.

Άνεμε της Ανατολής

Από όπου έρχεσαι

Πες σ’ αυτόν που  σου έγραψε

Το όνομά σου

Στα νερά

Μιας ωδής

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ χαμογέλασε διαβάζοντας αυτό που το χέρι του χάρασσε ασυναίσθητα

Εγώ θα αγαπούσα

Να πω στη νύχτα

Τίποτα

Y pensó que Mallarmé era incomprensible al decirme aime je un rêve?

Porque el sueño es compañía. Y Shelley Alvarez era impecablemente solitario, cantando al borde de la mar, sin fantasía, sin amor, sin emoción. Las luces daban al horizonte su línea: luces como algas, musgos, feldespatos, cristales, my sweet love, lluvia imprecisa.

De niño oyó de alguien decir: pobre, tan solitario. Pero no comprendió por qué pobre.

 

 

 

CANCION DEL EGIPTO

 

En el atardecer púrpura
Yacen los barcos
El Ibis lleva
En las alas blancas
La tristeza y el tiempo
Y el sol conduce la arena
En la orilla cercana
Del Nilo Azul. 

* * *

Και σκέφτηκε ότι ο Μαλαρμέ ήταν ακατανόητος όταν έλεγε aime je un rêve?

Επειδή το όνειρο είναι συντροφιά. Και ο Σέλλευ Άλβαρεθ ήταν απολύτως μοναχικός, τραγουδώντας δίπλα στη θάλασσα, δίχως φαντασία, δίχως έρωτα, δίχως συγκίνηση. Τα φώτα σχημάτιζαν στον ορίζοντα τη γραμμή του: φώτα σαν φύκια, βρύα, εκλάμψεις  κρύσταλλα, my sweet love, σαν ακαθόριστη βροχή.

Από μικρός άκουγε κάποιον να λέει: ο φτωχός, τόσο μόνος. Αλλά δεν καταλάβαινε γιατί φτωχός.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

 

Στο  πορφυρό απόβραδο

Κείτονται οι βάρκες

Η Ίβις φθάνει

Στα λευκά φτερά

Η θλίψη και ο καιρός

Και ο ήλιος οδηγεί στην άμμο

Στην κοντινή ακτή

Του γαλάζιου Νείλου

Entre el césped y el firmamento Gran Jefe Un Lado del Cielo cantó una canción más antigua que el ser humano.

La noche me parece inmensa y sola
Tu olvido
Abajo, su jazmín huele a tu ausencia
Las estrellas, arriba, tus suspiros
Son por rosas que nunca
Abrirá el alma mía
Entre la sombra
Voy. Como no me ves, no soy visto
De nadie. El cielo, más lejano
Desde que tú te has ido
Tiembla, con la pasión que no sentiste
Por mí, suntuoso y lleno de vacíos
Abierto mundanamente para el éxtasis
De mi dolor alerta el infinito

Y luego

Háblame tú con tu voz
De musmé fresca y gentil
Luna de nardo de arroz
Y marfil
Y si fueres por tu cuna
Noble y pálida princesa
Cásate conmigo, luna japonesa

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

Ανάμεσα στη χλόη και στο στερέωμα Το Μεγάλο Αφεντικό Ο Δίπλα στον Ουρανό τραγούδησε ένα τραγούδι πιο παλιό κι από την ανθρώπινη ύπαρξη.

Η νύχτα μου φαίνεται απέραντη και μόνη

Η λησμονιά σου

Κάτω, το γιασεμί σου μυρίζει την απουσία σου

Τ’ αστέρια, πάνω, οι στεναγμοί σου

Είναι για τα ρόδα που ποτέ

Δεν θ’ ανοίξει η ψυχή μου

Ανάμεσα στη σκιά

Πορεύομαι. Καθώς δεν με βλέπεις, δεν είμαι ορατός

Από κανένα. Ο ουρανός, πιο απόμακρος

Από τότε που εσύ έφυγες

Τρέμει, με το πάθος που δεν ένιωσες

Για μένα, τον φανφαρόνο  και τον γεμάτο από κενά

Τον ανοιχτό γήινα για την έκσταση

Του άγρυπνου πόνου μου  ως το απέραντο

 

Κι ύστερα

Μίλα μου εσύ με τη φωνή σου

Της  ευγενική και γιαπωνέζας κόρης

Σελήνη από νάρδο του ρυζιού

Κι από φίλντισι

Και αν ήσουν απ’ την κούνια σου

Ευγενική και  ωχρή πριγκηπέσα

Παντρέψου με μένα, σελήνη γιαπωνέζα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leído que hubo, Gran Jefe se bañó.

El Príncipe One-side-of-the-sky, Gran Jefe Un Lado del Cielo o alguno de sus otros nombres imitó un gesto que observara un día a un gángster. Esto lo hizo en uno de los espejitos de Galerías Boza. Y avanzó a través de la noche. Para beber dos cervezas heladas. Mientras, leía la vida de Akhenaton, la cual alternaba con fugaces visiones de la revista El Intocable. Esto era en el bar Zoilita. El aserrín del bar semejaba la arena extendida por el viento en los muelles: verdes maderos entre los cuales anidaba el alga y los hierros.

 "Nothing is purposeless, nothing. Then why should God have given you in life a questioning mind if not to hand you in death the blinding answer?"

Menotti: The death of the bishop Brindisi

 

 

 * * *

Αφού το διάβασε, το Μεγάλο Αφεντικό έκανε το μπάνιο του.

Ο Πρίγκιπας της Μιας-μεριάς- του- Ουρανού Το Μεγάλο Αφεντικό Δίπλα στον Ουρανό η κάποιο από τα άλλα ονόματά του μιμήθηκε μια χειρονομία που παρατηρούσε μια μέρα σε έναν γκάνγκστερ. Αυτό το έκανε σε ένα από τα καθρεφτάκια της Γκαλερί Μπόζα. Και προχώρησε μες στη νύχτα. Για να πιει δυο παγωμένες μπύρες. Εν τω μεταξύ, διάβαζε τη ζωή του Ακενατόν, την οποία ενάλλασσε με φευγαλέες ματιές στην επιθεώρηση Ανέγγιχτος. Αυτό συνέβη στο μπαρ Ζοιλίτα. Το πριονίδι του μπαρ συνόδευε την άμμο την απλωμένη από τον άνεμο στα έπιπλα: πράσινα μαδέρια ανάμεσα στα οποία φώλιαζε το φύκι και η σκουριά.

 

 "Nothing is purposeless, nothing. Then why should God have given you in life a questioning mind if not to hand you in death the blinding answer?"

Menotti: The death of the bishop Brindisi

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Gran Jefe Un Lado del Cielo tenía la complexión de firmamento sur 12º; 77º, con sus correlativas fijaciones en el plano estelar.

Cuando fue joven leía a Sir William Herschell en el Bar Pilsen. Muy solitario, lo único. Y se lo merecía todo. No tan solitario.

Pero quien lo conocía lo isolaba. Porque los enajenados producen rechazo, prevención, todo menos dulzura o ternura o Amor. El Amor que nada lo puede sino amar, el Amor que no es ciego, ni fool, ni nada. Todo esto ignoró Shelley.

Pues a todos amaba
Y a nadie temía
Por ello cada cosa
Es para él triste
Pues el tiempo
Ni el sol y los nueve
Astros; el último
De Percival Lowell
Pueden detenerlo
Y una soledad
Impecable aún
Es una soledad.
Y mucho hay que no
Debió ser

I'm a lonely man
You know. It's funny.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

 

Το Μεγάλο Αφεντικό ο Κάποιος Δίπλα  στον  Ουρανό είχε τη διάπλαση των ανθρώπων  του νότιου ημισφαιρίου των 12º και  77º μοιρών με τους σχετικούς τους καθορισμούς στο αστρικό πλάνο.

Όταν ήταν νέος διάβαζε τον Σερ Γουίλιαμ Χέρσελ στο μπαρ Πίλσεν. Πολύ μοναχικός, μόνος. Και άξιζε τα πάντα. Όχι τόσο μοναχικός.

Αλλά όποιος τον ήξερε τον απομόνωνε. Επειδή οι αποξενωμένοι παράγουν μια απόρριψη, μια πρόληψη, κι ακόμη λιγότερο γλυκύτητα η τρυφερότητα η Έρωτα. Ο Έρωτας που τίποτα άλλο δεν μπορεί παρά να αγαπά, ο Έρωτας που δεν είναι τυφλός, ούτε ανόητος ,ούτε τίποτα. Όλα αυτά τα αγνοούσε ο Σέλλευ.

 

Λοιπόν όλους τους αγαπούσε

Και κανέναν δεν φοβόταν

Γι αυτό κάθε πράγμα

Ήταν γι’ αυτόν θλιβερό

Ακόμα κι ο χρόνος

Ο ήλιος και τα εννιά

Άστρα” το τελευταίο

Του Πέρσιβαλ Λόρενς

Μπορούν να τον σταματήσουν

Και  μια άψογη

Μοναξιά ακόμα

Είναι μια μοναξιά.

Και πόσο μάλλον που δεν

Όφειλε να είναι

I'm a lonely man
You know. It's funny.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Gran Jefe Un Lado de Shelley poseía una inexplicable soledad. Porque conocía todo: la maldad, la envidia, se daba cuenta de todo lo que sobre él arrojaba la gente que no resiste una impecable soledad. Todo el mundo habla del Walt Whitman pero nadie lo ha visto llorar en su comedor. Complejo era John Keats Shelley, intrincado pero simple. Quizás la persona más transparente que yo he conocido.

Algunos quisieron protegerlo de sí mismo, horrenda frase. Otros quisieron enseñarle, educarlo. Pero él era para no abandonar, para dar íntegramente cuanto fuera suyo.

Algunas veces, cuando llego al borde de la mar Pacífico, pienso que pertenecía a la primera categoría de los ángeles, aquella categoría cuya misión es conducir porque sabe, sentir sobre sí la mirada, el puñal, la mendaz mirada y voz de las gentes. Pero, siempre errando en la elección del verbo: no sintiendo, sino sabiendo.

Ajeno, extraño, lejano, sin un corazón al lado suyo que quisiera oír su palabra.

Nunca deprimido; sino triste. Nunca agresivo, sino el terror. Tímido por haber recibido el estigma de loco desde niño. Pero confiado.

Y siempre queriendo actuar en algo: ionizado. Tolerante e inconexo. Coherente y en pie. Poco poético. Nunca sufrió, porque ningún ser biológico sufre en el alma, tal vez tiende a tropos, pero no sufre.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

Tο μεγάλο Αφεντικό Ο Δίπλα στον Σέλλευ κατεχόταν από μια ανεξήγητη μοναξιά. Επειδή γνώριζε τα πάντα: την κακία, τη ζήλια, έδινε σημασία για όλα όσα εκτόξευε κατά πάνω του ο κόσμος που δεν αντέχει σε μια άψογη μοναξιά. Όλος ο κόσμος μιλά για τον Γουώλτ Ουίτμαν αλλά κανένας δεν τον είδε να κλαίει στο κουζινάκι του. Συμπλεγματικός ήταν ο Τζον Κητς Άλβαρεθ, πολύπλοκος για αλλά απλός. Ίσως  το πρόσωπο το πιο καθαρό που εγώ έχω γνωρίσει.

Κάποιοι θέλησαν να τον προφυλάξουν από τον εαυτό του ,απαίσια φράση. Άλλοι θέλησαν να τον διδάξουν, να τον μορφώσουν. Αλλά αυτός είχε γεννηθεί για να μην εγκαταλείψει, για να δώσει στο ακέραιο ότι θα ήταν δικό του.

Κάποιες φορές όταν φθάνω στην άκρη του Ειρηνικού Ωκεανού, σκέφτομαι ότι ανήκε στην πρώτη κατηγορία των αγγέλων, σε εκείνη την κατηγορία που η αποστολή της είναι να οδηγεί επειδή γνωρίζει, αισθάνεται πάνω της τη ματιά, τη γροθιά, την ψεύτικη ματιά και τη φωνή του κόσμου. Αλλά πάντα λαθεύοντας στην εκλογή του ρήματος: όχι αισθανόμενη, αλλά γνωρίζοντας.

Ξένος, παράξενος, απόμακρος, δίχως μια καρδιά στο πλάι του που θα ‘θελε ν’ ακούσει τη λέξη του.

Ποτέ καταθλιπτικός” αλλά θλιμμένος. Ποτέ επιθετικός, αλλά ο τρόμος. Τίμιος γιατί είχε δεχτεί  το αίνιγμα του τρελού από μικρός. Αλλά έμπιστος.

Και πάντα θέλοντας να δράσει σε κάτι: ιονισμένος. Υπομονετικός και ασύνδετος. Συνεκτικός και στο πόδι. Λίγο ποιητικός. Ποτέ δεν υπέφερε, επειδή κανένα βιολογικό ον δεν υποφέρει ψυχικά, ίσως να τείνει σε ρητορικά σχήματα, αλλά δεν υποφέρει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Gran Jefe Un Lado del Cielo llegó a las colinas con una caja de leche Gloria llena de sándwiches, gaseosas y cigarros.

He soñado tanto, tanto, que ya no soy de aquí.

La ascensión a la colina era algo peligrosa, mas no así el descenso (debido, tal vez, a las cantidades espantosas de fango que facilitarán una bajada veloz).

Gran Jefe Un Lado del Cielo recordó unos versos griegos que, alguna vez, leyera:

mortales
bajo la espuma del mar
hay una flor
inscrita sobre la arena
en el sueño del jade.
y no se acordaba qué más seguía.

 

* * *

Το Μεγάλο Αφεντικό ο Κάποιος Δίπλα  στον  Ουρανό έφτασε στους λόφους με ένα κουτί γάλακτος Γκλόρια γεμάτο με σάντουιτς, γκαζόζες και τσιγάρα.

Ονειρεύτηκα τόσο, τόσο, που πια δεν είμαι από δω.

Η ανάβαση στο λόφο ήταν κάτι το επικίνδυνο, αλλά όχι έτσι η κατάβαση( οφειλόμενη, ίσως,  στις φοβερές ποσότητες της λάσπης που θα διευκολύνει μια κατάβαση ταχύτατη).

Το Μεγάλο Αφεντικό ο Κάποιος Δίπλα  στον  Ουρανό θυμήθηκε κάποιους στίχους ελληνικούς, που κάποτε, διάβαζε:

θνητοί

κάτω από τον αφρό της θάλασσας

υπάρχει ένα λουλούδι

ριζωμένο στην άμμο

στο όνειρο του χαδίτη.

και δε θυμόταν τι ακολουθούσε πιο κάτω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Luego subió a un microbio lleno de gente y observó la ciudad a través de la ventanilla, cuando el anochecer.

Death to him's a strange surprise.

Gran Jefe sabía inglés por haber emergido de un film; español por su afición a las novelas finiseculares de Pérez Galdós, y navajo por derecho propio de piel roja. Pero, más bien, habitualmente, pensaba en acordes mayores y aumentados.

La avenida se extendía más allá de toda visión. Luego Gran Jefe durmió y abandonó así los ensueños.

Uber alle gipfeln ist Ruh.

* * *

 

Μετά ανέβηκε σε ένα μικρόβιο γεμάτο κόσμο και παρατήρησε την πόλη μέσα από το παραθυράκι, καθώς νύχτωνε.

Death to him's a strange surprise.

Το Μεγάλο Αφεντικό ήξερε αγγλικά λόγω του ότι είχε αναδυθεί από ένα φιλμ; ισπανικά από την αγάπη του για τα μυθιστορήματα του τέλους του δέκατου ένατου αιώνα του Πέρεθ Γκαλδός και τη γλώσσα των Ναβάχο δικαιωματικά λόγω του ερυθρού δέρματός του. Αλλά, επί το πλείστον , συνήθως, σκέπτονταν πάνω  σε συγχορδίες μεγαλύτερες και εκτεταμένες.

Η λεωφόρος εκτείνονταν πέρα μακριά από κάθε οραματισμό. Ύστερα το Μεγάλο Αφεντικό κοιμήθηκε και εγκατέλειψε έτσι τα όνειρα.

Uber alle gipfeln ist Ruh.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Dante Gabrielle Alvarez tomó una ducha. Gran invento el shower. Una ducha en Fa Mayor, con despliegue de shampoo y alternativas termodinámicas.

Dado lo cual se enfrentó, o, más bien, se incluyó en el cosmos y sus formas luminosas; púsose la ropa y aconteció bajo el sol.

Peña Barrenechea, Emilio Adolfo, un poeta, otro, de mi barrio hay. En el Parque Cuba. Sentimental mi amigo: Oh Luna que remas-isleña. Yo lo he visto beber con un tanto de Melancolía. Cómo lee ese hombre. Y de qué forma estima al Giorgio Chirico.

Pero ahí tampoco el poema concluirá. En el Parque Cuba. Larry Buster Alvarez estimaba al poeta del Parque. Más vino, vin, weiu, debió beber con él. Ahora procede la Canción de la Noche de Nietzsche.

* * *

 

Ο Ντάντε Γκαμπριέλ Άλβαρεθ έκανε ένα ντουζ. Μεγάλη ανακάλυψη το shower.Ένα ντουζ σε Φα  Μαγιόρ, με άπλωμα του σαμπουάν  και με εναλλακτικές θερμοδυναμικές.

Αφού τέλειωσε ήρθε αντιμέτωπος, ή, καλύτερα, περικλείσθηκε στον κόσμο και στις φωτεινές μορφές; ντύθηκε και ξάπλωσε  κάτω από τον ήλιο.

Peña Barrenechea, ο Εμίλιο Αντόλφο, ένας ποιητής, άλλος, από τη γειτονιά μου υπάρχει.Στ Πάρκο της Κούβας. Αισθηματικέ φίλε μου: Ω Σελήνη που κωπηλατείς –νησιώτικη. ¨εγώ τον είδα να πίνει με κάποια δόση μελαγχολίας. Πώς διαβάζει αυτός ο άνθρωπος. Και με ποιο τρόπο εκτιμά τον Τζιόρτζιο ντε Κίρικο.

Αλλά εκεί ούτε το ποίημα δεν θα καταλήξει. Στο Πάρκο της Κούβας. Ο Λάρυ Μπάστερ Άλβαρεθ εκτιμούσε τον ποιητή του Πάρκου. Πιο πολύ κρασί, οίνο, οινόπνευμα έπρεπε  να πίνει μ’ αυτόν. Τώρα προβαίνει το Τραγούδι της Νύχτας του Νίτσε.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Es de noche
Y mi alma es
Una fuente
Es de noche
Y la noche
Es una canción
De amantes
Y mi alma
Es también
Una canción de amantes.

Citar de memoria es espantoso. Uno olvida medio verso y añade uno y medio.

Yo, el novelista, soy médico. Y pertenezco con la cifra 8977 al Colegio Médico Peruano. Al Colegio Médico también acuden Chejov, Ramón y Cajal, Maxence Van Der Meersch y otros poetas.

Poetas entre neuronas, 250 mg. de terramicina, y algo que no aguanto en otros ni en mí: el sufrimiento. Es así que el vuelo lírico hoy está ausente. Y el misterio de la poesía lejano.

Aquello c'est bien para Mallarmé o D'Indy. El vuelo lírico... Y no me engaño: la tristeza habita en mí. Porque nada he perdido. Simplemente porque nada he poseído. He dejado mi huella en el tiempo y viceversa.

* * *

Είναι νύχτα

Και η ψυχή μου είναι

Μια πηγή

Είναι νύχτα

Και η νύχτα

Είναι ένα τραγούδι

Των εραστών

Και η ψυχή μου

Είναι επίσης

Ένα τραγούδι των εραστών.

Το να παραθέτεις από μνήμης είναι φοβερό. Κάποιος ξεχνά μισό στίχο και προσθέτει ενάμισι.

 

Εγώ, ο μυθιστοριογράφος, είμαι γιατρός. Και ανήκω με τον αριθμό 8977 στο Ιατρικό Κολέγιο του Περού. Γιατροί επίσης προσέρχονται και οι Τσέχωφ, Ραμόν υ Καχάλ και Μαξένσε Φαν Ντερ Μέρς και άλλοι ποιητές.

Ποιητές ανάμεσα σε νευρώνες,250 mgr τεραμυκίνης, και κάτι που δεν αντέχω σε άλλους ούτε σε μένα: το βάσανο Είναι έτσι καθώς η λυρική πτήση σήμερα είναι απούσα. Και το μυστήριο της ποίησης απόμακρο.

Εκείνο είναι καλό για τον Μαλαρμέ ή τον D'Indy.Η λυρική πτήση..Και δεν ξεγελιέμαι: η θλίψη  κατοικεί μέσα μου. Γιατί τίποτα δεν έχασα. Απλούστατα γιατί τίποτα δεν κατέχω. Άφησα το χνάρι μου στο χρόνο και αντιθέτως.

 

 

 

 

Aleksandr Alvarez dio de Mendelssohn la canción sin palabras. Nada solitario Shelley. Más bien la solitud andante, el vacío pleno. Lo que no debió ser. Algo más merecías, Shelley. Pero como eras egoísta, jamás supiste recibir ni pedir. Únicamente dar. Y Dios dejó sobre ti qué sé yo, el penoso anduve, y una palabra que en nadie encontró corazón. Y no conozco en qué residiera tu felicidad. Y no hubo un amor imposible ni un fracaso: pienso que el mundo te fue difícil: y tú, no maldijiste de él. Aceptaste, pues así llegaste a ti mismo, tu impecable, humana, admirable soledad.

En el aluminio, en las ramas, en las luces de los malecones, en los muelles de tablones hay algo estático. Qué te ata Shelley Alvarez y acrecienta tu aislamiento. Creo que eres un pillo, Shelley, y enlazas tu corazón a nadie.

Yendo por el camino del luminoso universo E=mc2 que se expande pues las líneas espectrales corren hacia la inenarrable Belleza del color rojo a través del prisma de Frauenhofer y en virtud del principio de Doppler-Fizeau.

* * *

Ο Αλεξάντερ Άλβαρεθ έπαιξε ένα δίχως λέξεις τραγούδι του Μέντελσον. Καθόλου μοναχικός ο Σέλλευ. Καλύτερα η βαδίζουσα  μοναξιά, το πλήρες κενό. Αυτό που δεν έπρεπε να είναι. Κάτι περισσότερο άξιζες, Σέλλευ. Αλλά καθώς ήσουν εγωιστής, ποτέ δεν έμαθες να δέχεσαι ούτε να ζητάς. Μόνο να δίνεις. Και ο Θεός άφησε πάνω σου κι εγώ δεν ξέρω τι, εγώ ο πονεμένος που βάδισα, και μια λέξη που σε κανένα δε βρήκε καρδιά. Και δεν γνωρίζω  σε τι βασίζονταν η ευτυχία σου. Και δεν υπήρχε ένας έρωτας αδύνατος ούτε μια αποτυχία: πιστεύω ότι ο κόσμος ήταν για σένα δύσκολος: κι εσύ, τίποτα κακό δεν είπες γι’ αυτόν. Αποδέχθηκες, καθώς έτσι έφτασες στον εαυτό σου, την άψογη, την ανθρώπινη, τη θαυμαστή μοναξιά.

Στο αλουμίνιο, στα κλαδιά, στα φώτα των αναχωμάτων, στους συνδέσμους των πινάκων υπάρχει κάτι το στατικό. Που σε αλυσοδένει Σέλλευ Άλβαρεθ και επιτείνει την απομόνωσή σου. Πιστεύω ότι είσαι ένας κατεργάρης, Σέλλευ,  και δένεις την καρδιά σου με το τίποτα.

Από τον δρόμο τον φωτεινό του σύμπαντος E=mc2 που εκτείνεται  λοιπόν οι φασματικές γραμμές τρέχουν προς την άφατη Ομορφιά του κόκκινου χρώματος δια μέσου του πρίσματος του Φραενχόφερ και χάριν της αρχής του φαινομένου Ντόπλερ- Φιζώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Así me he convencido de que no hay final para la bóveda celeste, ni límite alguno para algo que habita tras el pecho, víscera que hay quien apela corazón. John Keats Alvarez se sorprendió lírico. Y no sólo no corrigió su poema, más aún, lo leyó con satisfacción y Armonía.

Y abandonó sus dos pianos: el Erhard, el cisne, y el Pleyel que le recordaba a aquel triste joven Chopin en Valdemosa. Y un verso de Dickinson.

Dos puestas de Sol
Te envío

Y como el ser humano, creado a imagen etcétera, se supo por siempre solitario. Pero de una soledad inexplicable.

De aquéllas:
Que no matan, sino elevan
Que no aíslan, sino plenan.

* * *

 

Έτσι πείστηκα ότι δεν υπάρχει τέλος για τον ουράνιο θόλο, ούτε όριο κανένα για κάτι που κατοικεί πίσω από το στήθος, όπως το σπλάχνο που υπάρχει σε κείνον που επικαλείται την καρδιά. Ο Τζον Κητς Άλβαρεθ αισθάνθηκε μια έκπληξη από τον λυρισμό του. Και όχι μόνο δεν διόρθωσε το ποίημά του, αλλά επιπλέον, το διάβασε με ικανοποίηση και Αρμονία.

Και εγκατέλειψε τα δυο του πιάνα: το Erhard,τον κύκνο, και το Pleyel που  του θύμιζε εκείνο τον θλιμμένο νέο, τον Σοπέν στη Βαλντεμόσα.  Και ένα στίχο της Ντίκινσον.

Δυο βασιλέματα του Ήλιου

Σου στέλνω

Και όπως το ανθρώπινο ον, το δημιουργημένο κατ’ εικόνα ,κλπ., γνώριζε ότι θα ήταν μοναχικός για πάντα. Αλλά με μια μοναξιά ανεξήγητη.

Από εκείνες:

Που δε σκοτώνουν ,αλλά εξυψώνουν

Που δεν απομονώνουν, αλλά πληρώνουν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Luego de arrojar al estanque los dos pianos, alejó de sí los grandes temas de La Poesía: El Amor, La Poesía misma y La Muerte.

Para escribir mejor, tal vez, del gran tema del vivir, La Vida y su transcurso (si es que el Tiempo existe).

Muy coherente Shelley Alvarez: te lo merecías todo. Como lo merece cada ser que nace y vemos en él a nosotros, y a cada uno.

El hombre es inmortal dice Julio Cortázar, quien no sé cómo ha leído a Dante Gabrielle Rossetii. Un poeta peruano también lo afirma.

Yo no sé cómo ha de ser, pero respeto la opinión de mis mayores. Igual Lawn Tennyson Alvarez, que creía:

Que la gente no es mueble
Que la gente es inmortal
Que la gente es igual

* * *

Αφού είχε ρίξει στην αποθήκη τα δυο του πιάνα, απομακρύνθηκε από τα μεγάλα θέματα της Ποίησης: τον Έρωτα, την ίδια την Ποίηση και το Θάνατο.

Για να γράψει καλύτερα, ίσως, για το μεγάλο θέμα της ζωής, της Ζωής και του περάσματός της( αν ισχύει ότι ο Χρόνος υπάρχει).

Πολύ συνεπής ήσουν  Σέλλευ Άλβαρεθ: τα άξιζες όλα. Όπως τα αξίζει κάθε ον που γεννιέται και βλέπουμε  σ’ αυτό τον εαυτό μας, και το καθένα.

Ο άνθρωπος είναι αθάνατος είπε ο Χούλιο Κορτάσαρ, εκείνος που δεν ξέρω πως διάβασε τον Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσσέτι. Ένας περουβιανός ποιητή επίσης το επιβεβαιώνει.

Και δεν ξέρω πώς θα  πρέπει να είναι, αλλά εκτιμώ τη γνώμη των μεγαλύτερών μου. Ομοίως του Λόρδο Τένυσσον Άλβαρεθ, που πίστευε:

Ότι ο κόσμος δεν είναι ένα έπιπλο

Ότι ο κόσμος είναι αθάνατος

Ότι ο κόσμος είναι ο ίδιος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Y que la mendacidad, la envidia, la terquedad, la traición, tienen tanta fuerza como nada. Y que no logran rozar la piel de una persona.

Porque ellos serán consolados
O verán a Dios

Y todo dolor, todo sufrimiento, todo callejón sin salida no es sino una pasajera brisa, ni aún esto.

Por eso, John Keats abandonó los grandes temas de la Música, los grandes temas de la Poesía.

Puesto que el Arte
es el reflejo y
John Keats Alvarez
adoptó lo reflejado.
Con una impecable soledad.
Dios ponga cabe a mis
lágrimas.

 

 * * *

Και ότι η ψευδολογία, η ζήλεια, το πείσμα, η προδοσία, έχουν τόση δύναμη όσο τίποτε’ άλλο. Και ότι δεν καταφέρνουν να ερεθίσουν το δέρμα ενός προσώπου.

Επειδή εκείνοι θα είναι παρηγορημένοι

Η θα δουν το Θεό

Και κάθε πόνος, κάθε βάσανο, κάθε σοκάκι χωρίς διέξοδο δεν είναι παρά μια φευγαλέα ομίχλη, ούτε ακόμα κι αυτό.

Γι αυτό ο Τζον Κηττς εγκατέλειψε τα μεγάλα θέματα της Μουσικής, τα μεγάλα θέματα της Ποίησης.

Δεδομένου ότι ο Αέρας

Είναι η αντανάκλαση και

Ο Τζον Κήτς Άλβαρεθ

Αποδέχτηκε το ανακλώμενο.

Με μια απόλυτη μοναξιά.

Ο Θεός να βάλει που χωρεί

ανάμεσα στα δάκρυά μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

BOOK THE 19th

 

Praeludium

 

Hay en ciertas almas
Como una cualidad inexplicable
tan ajena al recuerdo
Como lejos así del olvido
Hay una cualidad inexplicable

Esta grava otoñal, esas antorchas
En las calles de bruma
No serían, lo sé; tal vez ausentes
Y en ausencia tornadas me dirán

Que no puedo ocultar
Mi sentimiento

* * *

19ο ΒΙΒΛΙΟ

 

Πρελούδιο

 

Υπάρχει σε κάποιες ψυχές

Κάτι σαν μια ανεξήγητη ποιότητα

τόσο απόμακρη στην ανάμνηση

Όπως μακριά   από τη λησμονιά

Υπάρχει μια ποιότητα ανεξήγητη

Αυτή η φθινοπωρινή γκράβα, αυτοί οι πυρσοί

Στους δρόμους της καταχνιάς

Δεν θα ήταν, το ξέρω” ίσως απόντες

Κι απ’ την απουσία επιστρέφοντας θα μου πουν

Ότι δεν μπορώ να κρύβω

Το αίσθημα μου

 

 

 

 

 

 

CHORAL

 

John Keats Alvarez descubrió dos poemas a los cuales un afecto a través de no sé, de las almas que conduce La Poesía por el único estruendo de los mares: el Aral, el Indico, el Bodense, el Balaton, una laguna cercana a Ticlio, y estanques, charcos, marismas, jardines inundados por mangueras abandonadas por las domésticas, espejos, vasos, agua salina en un balde del niño en la playa.

* * *

CHORAL

 

Ο Τζον Κητς Άλβαρεθ ανακάλυψε δυο ποιήματα  στα οποία υπήρχε μια τρυφερότητα δια μέσου κάτι άγνωστου, για τις ψυχές που οδηγεί Η Ποίηση  μέσα από τη μοναδική βοή των θαλασσών: της Αράλης, του Ινδικού ωκεανού, της Μποντένσε, του Μπάλατον, μια λίμνη κοντά στο Τίλθιο, και των μικρών λιμνών, των λακκουβών, των βάλτων, των πλημμυρισμένων από λάστιχα εγκαταλειμμένα από τις νοικοκυρές  κήπων, των καθρεφτών, των βάζων, του αλμυρού νερού σε ένα κουβά παιδικό στην παραλία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley One-Side-of-the-Sky contemplaba dos poemas idénticos, pese al transcurso:

Y cada vez más se aclaraba que durante el siglo anterior, los Románticos lucharon por diferenciarse de los mamíferos más aún que en otras eras, otros tiempos.

Y todos tan jóvenes en la partida. Y no por despreciar el vivir, más por el ciclo natural de quien halla algo más que lo irreal en los sucesos. Y se melancoliza y desgarra y alegra. Pues sabe que su vida no ha de ser feliz, pero humana.

* * *

Ο   Σέλλευ της Πρώτης -Μεριάς- του-Ουρανού παρατηρούσε δυο ποιήματα ίδια παρά το πέρασμα του χρόνου:

Και κάθε φορά όλο και περισσότερο γινόταν φανερό ότι κατά τον προηγούμενο αιώνα, οι Ρομαντικοί πάλεψαν για διαφοροποιηθούν από τα θηλαστικά, ακόμα περισσότερο απ’ ότι σε άλλες εποχές, σε άλλους καιρούς.

Κι όλοι ήταν νέοι σ’ αυτό το παιχνίδι. Και όχι λόγω της υποβάθμισης της ζωής, αλλά για τον φυσικό κύκλο γι αυτόν που βρίσκει κάτι παραπάνω από το υπερφυσικό στα γεγονότα. Και πέφτει στη μελαγχολία και σπαράζει και χαίρεται. Γιατί γνωρίζει ότι η ζωή του δεν πρόκειται να είναι ευτυχισμένη, αλλά ανθρώπινη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Farewell therefore all the fruit which I could from Love receive: Joy will not with sorrow weave nor will I this grief pollute.

Andrea Marvell

 

My days are in the yellow leaf
The flowers and fruits of love
Are long time ago
The worm the canker and the grief
Are mine alone.

Lord Noel Byron

Puesto que el Romántico no se engaña jamás: Dichtung und Warheit: La Poesía de mano de la Realidad, dijo el áulico, noble anciano, Wolfgang Goethe, ante cuyos ojos todo el Infinito se extiende.

* * *

 

Farewell therefore all the fruit which I could from Love receive: Joy will not with sorrow weave or will I this grief pollute.

Andrea Marvell

 

My days are in the yellow leaf
The flowers and fruits of love
Are long time ago
The worm the canker and the grief
Are mine alone.

Lord Noel Byron

Δεδομένου ότι ο Ρομαντικός δεν εξαπατάται ποτέ: Ποίηση και Αλήθεια: Η Ποίηση απ’ το χέρι της πραγματικότητας, είπε ο αυλικός  ,ο ευγενής γέροντας, ο Βόλφγκανγκ Γκαίτε, μπροστά στα μάτια του οποίου το Άπειρο εκτείνεται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley Alvarez tocaba el Último Concierto Romántico: El Primero de Sergio Prokofieff.

Y su alma pensó dos Epitafios: Extraños, epitafios para quienes aún viven:

Aquí duerme Andrea Marvell
y tierno y azul
Poeta de Inglaterra: 1621 - 2001.
Morirá después que nosotros, cuñado.

En Grecia no reposa ni yace Lord Byron, muerto en la
Hélade: La inspiración se lo prohíbe
Musagetae Heliconio dumque Choro
El horror de cesar de soñar
Y es su sueño tan real
Que ni duerme ni reposa Byron.
Lord Byron caído en Misolonghi.
Esto llámase Strebung.

* * *

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ έπαιζε στο πιάνο το Τελευταίο Ρομαντικό Κονσέρτο: το Πρώτο του Σέργιου Προκόφιεφ.

Και η ψυχή του σκέφτηκε δυο Επιτάφια: Παράξενα, επιτάφια για εκείνους που ακόμα ζουν:

Εδώ καθεύδει ο Άντριου Μάρβελ

και τρυφερός και γαλάζιος

Ποιητής της Αγγλίας: 1621 – 2001

Θα πεθάνει μετά από μας, κουνιάδε.

Στην Ελλάδα δεν αναπαύεται ούτε κείται ο Λόρδος Μπάιρον, πεθαμένος στην Hélade: Η έμπνευση του το απαγορεύει. Musagetae Heliconio dumque Choro

Ο τρόμος του να πάψει να ονειρεύεται

Και είναι το όνειρό του τόσο πραγματικό

Που ούτε κοιμάται ούτε αναπαύεται ο Μπάιρον.

Ο Λόρδος Μπάιρον έπεσε στο Μεσολόγγι.

Αυτό ας ονομαστεί Strebung.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Shelley Alvarez se presentaba por primera vez en el Bolshoi de Moskwa. Interpretaría uno de los Conciertos que amó desde su infancia. Concierto para la mano izquierda de Maurice Ravel, el indiferente autor de Gaspard de la Nuit, alambres, surtidores, brillo orquestal: un niño de pecho al lado de Claude Debussy, pero un niño misterioso y solitario.

Lo hizo tal cual era: pleno de Sol, para la mano gaucha, pensaba. Y reía ante la Armonía fluyente, nebulosa, plena.

Encorizó por costumbres: Agua Primaveral es de Sergei Rachmaninoff.

El Arte no tiene fronteras. Los mapas sí etc. La obra del aristocrático francés conmovió a aquel público que desde 1917, poseyese lo que poseyera, se autotitulaba proletario.

Descontento Shelley Alvarez: el Concierto era concluso y salía de la sala para enlazar su corazón a nadie.

Bebió, entonces, con la mano izquierda a la salud de Maurice Ravel, a la salud de su propio vacío pleno.

Fue ahí que se eló, sin h, de elación. Y cantó por las calles moscovitas canciones ya olvidadas. Nada solitario el Alvarez, más bien sereno, tal vez borracho, evidentemente le plus que lente, pero velocísimo. Y ante la amenaza del recuerdo:

Memoria, ciega abeja de la amargura.

* * *

Ο Σέλλευ Άλβαρεθ παρουσιαζόταν για πρώτη φορά στο Θέατρο Μπολσόι  της Μόσχας. Θα ερμήνευε ένα από τα Κονσέρτα που αγάπησε από μικρό παιδί. Κονσέρτο για το αριστερό χέρι του Μωρίς Ραβέλ, του αδιάφορου δημιουργό του Γάσπαρου της Νυκτός, με τέλια. σπουργίτια, και ορχηστρική λαμπρότητα.

Το έκανε έτσι όπως ήταν: λουσμένο στον Ήλιο, για το χέρι του γκάουτσο, σκεφτόταν. Και γελούσε μπροστά στην αναδυόμενη Αρμονία, την νεφελώδη και πλήρη.

Ξέφυγε από συνήθεια: το Ανοιξιάτικο Νερό είναι του Σεργκέι Ραχμάνινοφ.

Η Τέχνη δεν έχει σύνορα. Οι χάρτες ναι, κλπ. Το έργο του Γάλλου αριστοκράτη συγκίνησε εκείνο το κοινό που από το 1917,κατείχε αυτό που κατείχε, αυτοαποκαλούμενο προλεταριάτο.

Δυσαρεστημένος ο Σέλλευ Άλβαρεθ: το Κονσέρτο είχε τελειώσει και έβγαινε από τη σάλα για να συνδέσει την καρδιά του με κανένα.

Ήπιε, τότε, με το αριστερό χέρι στην υγεία του Μωρίς Ραβέλ, στην υγεία του δικού του πλήρους κενού.

Ήταν τότε που πάγωσε, δίχως π, από το ψύχος. Και τραγούδησε μέσα στους Μοσχοβίτικους δρόμους  τραγούδια πια λησμονημένα. Καθόλου μοναχικός ο Άλβαρεθ, μάλλον ήρεμος, ίσως μεθυσμένος, φανερά κάτι περισσότερο από αργός, ταχύτατος. Και μπροστά στην απειλή της ανάμνησης:

Μνήμη, τυφλή μέλισσα της πίκρας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Prefirió beber piú vodka. Confuso recordó sus lágrimas, ante el cuadro de Repín que presenta lo que fue de Moussorgsky, cubierto por la bata que Cui le prestara cuando reponíase de su último Delirium Tremens.

Soy muy emotivo, concluyó, o, más bien, el alcohol etílico (Ch2-Ch2-OH) es muy emotivo.

Y la fatiga lo impulsó a la acción.

Aquí dejo de lado las reflexiones de Alvarez sobre las triadas, por encontrarse ellas en cualquier tratado de Harmony. Así como a Melville se le elimina sus acuciosas descripciones sobre el destazado de los cetáceos.

 * * *

Προτίμησε να πιει πιο πολύ βότκα. Θολωμένος θυμήθηκε τα δάκρυά  του, μπροστά στον πίνακα του Ρέπιν που παρουσιάζει αυτό που συνέβη στον Μουζόρσκι, τυλιγμένο με τον ζουρλομανδύα όταν ανάρρωνε από το τελευταίο του Delirium Tremens.

Είμαι πολύ ευσυγκίνητος, κατάληξε, η, καλύτερα, η αιθυλική αλκοόλη(Ch2-Ch2-OH) είναι πολύ ευαίσθητη.

Εδώ άφησε στην άκρη τους στοχασμούς του Άλβαρεθ πάνω στις τριάδες, για να τις βρεθούν αυτές σε οποιαδήποτε πραγματεία περί Αρμονίας. Έτσι όπως στον  Μέλβιλ περιορίστηκαν οι πειστικές περιγραφές πάνω στις συνήθειες των κητών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

BOOK THE LAST

 

1 Preludio en Si menor 

(οp. psth. F. Chopin)

Escribir me es muy fácil. Sobre todo porque sólo algo tengo que decir:

Que toda persona es el centro del Universo. No de su Universo. Sino del Universo total maravilloso, resplandeciente e infinito.

Todo esto, únicamente el efecto de frasco de Whisky y de etiqueta negra, pueda que sirva para que los seres humanos no sean tratados como muebles en nombre de la irrisoria idea que algunos poseen de conocer y ser jueces de la realidad.

* * *

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

1 Πρελούδιο σε  Si ελάσσονα

(op. psth. F. Chopin)

Το να γράφω μου είναι πολύ εύκολο. Πρώτα απ’ όλα επειδή έχω κάτι να πω:

Ότι το  κάθε πρόσωπο είναι το κέντρο του Σύμπαντος. Όχι του Σύμπαντος του. Αλλά του συνολικού θαυμάσιου Σύμπαντος ,του απαστράπτοντος και απέραντου.

Όλο αυτό, το μοναδικό γεγονός της επίδρασης της μποτίλιας του Ουίσκι και της μαύρης ετικέτας της, θα μπορούσε να χρησιμεύσει ώστε τα ανθρώπινα όντα να μην αντιμετωπίζονται σαν έπιπλα εν ονόματι της γελοιοποίησής τους, ιδέα που κάποιοι κατέχουν καλά και είναι κριτές της πραγματικότητας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Yo no creo que lo que diga sea cierto. Pero en mí estoy seguro que todo ser humano es el centro del Universo.
Y seguramente así me parezca por ser lo más irrazonable que a mí acude:

además tengo nostalgia de la mar y quisiera escuchar de Grieg La Suite Lírica, no menos nostálgica que la mar:

 2 Bendición de Dios en la Soledad

(Ferenc Liszt)

Este cuaderno, notebook o cahier yacía entre partituras y particellas sobre los pianos de Keats que, vaya Dios a saber por qué, instalaba en los garages. Nada dicen, pues, todo es un no decir en quienes la Melodía dejó su inalcanzable acierto. De nadie hablan, pues quien existe es inexpresable. Nada relatan, porque la soledad no es cuento.

Pero es bello para el novelista el haber podido llegar a un directo testimonio de lo que pensara Shelley Alvarez.

Y cuán diferente es el pianista de la novela del pianista que, quién hubiera de saberlo, en estas líneas dijo lo que pensara.

* * *

Εγώ δεν πιστεύω ότι αυτό που θα πω θα είναι και βέβαιο. Αλλά μέσα μου είμαι σίγουρος ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι το κέντρο του Σύμπαντος.

Και σίγουρα έτσι μου φαίνεται όντας το πιο παράλογο που σε μένα συμβαίνει:

επιπλέον έχω νοσταλγία της θάλασσας και θα ήθελα να ακούσω τη Λυρική Σουίτα του Γκρίγκ, την όχι λιγότερο νοσταλγική από τη θάλασσα:

2.Ευλογία του Θεού στη Μοναξιά

(Φέρενς  Λιστ)

Αυτό το τετράδιο, το σημειωματάριο ή cahier βρίσκονταν ανάμεσα σε παρτιτούρες και μουσικά χειρόγραφα πάνω στα πιάνα του Κητς που, ο Θεός ξέρει γιατί, είχε εγκαταστήσει στο γκαράζ του. Τίποτα δε λένε, αφού, τα πάντα είναι ανέκφραστα  σε κείνους στους οποίους η Μελωδία άφησε την άφταστη της επιτυχία. Για κανέναν δεν μιλούν, αφού αυτός που υπάρχει είναι ανέκφραστος. Τίποτα δεν αφηγούνται, επειδή η μοναξιά δεν είναι ένα αφήγημα.

Αλλά είναι ωραίο για τον μυθιστοριογράφο να έχει μπορέσει να φτάσει σε μια άμεση επιβεβαίωση αυτού που θα σκεφτόταν ο Σέλλευ Άλβαρεθ.

Και πόσο διαφορετικός είναι ο πιανίστας της νουβέλα του πιανίστα που, ποιος θα μπορούσε να το ξέρει, σ΄ αυτές τις γραμμές είπε αυτό που σκεφτόταν.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Gran tipo Byron Alvarez. Ya lo sospechaba yo al escribir su novela. Y en algo semejante a mí: en ningún instante descontento de lo escrito. Y menos aún preguntándose el por qué escribiera.

3 Serenade

(Anton Dvorak)

Aquí interrumpo los detalles biográficos. Y biológicos, y Doy paso a Lo que John Keats Alvarez llamó Invenciones.

Im Abendrot

A través del dolor y la alegría
Hemos caminado
Déjanos ahora descansar
En esta tierra silenciosa
Al atardecer cae en los valles
Se oscurece el aire
Dos aves ascienden
Soñando en lo lejano
Pronto será tiempo de reposo
y no equivocaremos el camino
En esta soledad
Oh paz tan largo deseada
Tan honda en el crepúsculo
cansados ya de errar,
Quizá sea la muerte así.

Joseph von Eichendor

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* * *

Ωραίος τύπος ο Μπάιρον Άλβαρεθ. Ήδη το υποπτευόμουν εγώ όταν έγραφα το μυθιστόρημά του. Και σε κάτι ίδιος με μένα : καμιά στιγμή δεν διαφώνησε για τα γραφόμενά μου.Κι ούτε που ρώτησα γιατί το έγραφα.

3 Σερενάτας

                         Anton Dvorak)

Εδώ ανατρέπω τα βιογραφικά δεδομένα. Και τα βιολογικά, και Βάζω σε προτεραιότητα αυτό που ο Τζον Κητς Άλβαρεθ ονόμασε ανακαλύψεις.

 

                Im Abendrot

 

Μέσω του χρώματος και της χαράς

Βαδίσαμε

Αφεθήκαμε τώρα να ξαποστάσουμε

Σ’ αυτή τη σιωπηλή γη

Το σούρουπο πέφτει στις πεδιάδες

Σκουραίνει ο αέρας

Δυο πουλιά ακόμα ανεβαίνουν

Ονειρεύονται  το απόμακρο

Σύντομα θα είναι η εποχή της ξεκούρασης

Και δε θα λαθεύουμε στο δρόμο

Σ’ αυτή τη μοναξιά

Ω ειρήνη τόσο καιρό ποθημένη

Τόσο βαθιά στο λυκόφως

Κουρασμένοι πια απ’ τα λάθη

Ίσως να είναι κι ο θάνατος έτσι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Puedo pasar por alto el inicio del manuscrito: él no aporta nada en especial para el conocimiento del Impecable Shelley.

Se inicia con las frases de rigor: nací el 22 de Abril de 1724 en Koenisberg, siendo el cuarto hijo de una honrada familia de artesanos de regular aunque no insignificante fortuna. En 1947 ingresé al Conservatorio Nacional de Música Bernardo Alzedo con uno de ....................................................... dominé en minutos, pues me era necesario el Tiempo restante para vivir en una Impecable soledad.
El período turbulento de la adolescencia se lee en Tom Sawyer, David Coperfield y el personaje de Salinger cuyo nombre recuerdo pero buchstabeo mal.

* * *

Μπορώ να παραβλέψω την αρχή του χειρόγραφου: αυτό δεν προσφέρει τίποτα το ειδικό για τη γνώση του Άψογου Σέλλευ.

Αρχίζει με φράσεις σχολαστικές: γεννήθηκα στις 22 του Απρίλη του 1724 στο Κένισμπεργκ, όντας το τέταρτο παιδί μιας τίμιας οικογένειας χειροτεχνών φυσιολογικής και όχι ασήμαντης τύχης. Στα 1947 γράφτηκα στο Εθνικό Ωδείο της Μουσικής του Μπερνάρντο Αλζέζο με ένα από…………………………………………………..κυριάρχησα σε μερικά λεπτά, αφού μου ήταν αναγκαίος ο υπόλοιπος Χρόνος για να ζήσω σε μια τέλεια μοναξιά.

Η τρικυμιώδης περίοδος της νιότης μου αναγιγνώσκεται στον Τομ Σόγιερ, στον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ και στον πρωταγωνιστή του Σάλιτζερ του οποίου το όνομα θυμάμαι αλλά συλλαβίζω άσχημα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La escuela de la Soledad

 

 

*Los cowboys

 

 

Cuando se gradúan

 

En la Escuela de la Soledad

 

En Melancolía

 

Escriben la Música

 

Que casi nunca

 

Ha sido escuchada

 

 

Poemas tristes

 

book the first

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι Καουμπόηδες

 

Όταν γράφονται

Στη Σχολή της Μοναξιάς

Στη Μελαγχολία

Γράφουν τη Μουσική

Που σχεδόν ποτέ

Δεν είχε ακουστεί

 

Ποιήματα  θλιμμένα

Βιβλίο πρώτο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Soy Luisito Hernández]

 

 

Soy Luisito Hernández

 

Ex campeón

 

De peso welter

 

Y le dijeron:

 

Cuántas veces

 

Hemos de perdonar

 

Y él contestó

 

Setenta veces

 

Siete. Y como

 

Voy herido

 

Por la espalda

 

Sé hacia dónde

 

Voy. Y mi corazón

 

Sigue eligiéndote

 

Y un césped

 

Suave que crece

 

Al borde de la mar

 

Donde el Tiempo

 

Es fácil y vivir

 

Es de vidrio y

 

El les contestó

 

Setenta veces

 

Siete. Y sobre

 

Las colinas

 

Donde es tan claro

 

El tiempo

 

Y breve como

 

La Estación y

 

El contestó

 

Setenta veces

 

Siete. Hay sobre

 

El grass

 

El aire y las praderas

 

Contenido

 

Por las colinas silenciosas

 

Y él les contestó

 

Setenta veces

 

Siete

 

 

 

[Y tú callabas]

 

 

Y tú callabas

 

Que es la vida

 

Callar

 

Ya lo sabías:

 

Si del río surgieran

 

Como juncos

 

Tu vida

 

Y si la mía

 

No recuerdo tus ojos

 

Pero sí lo que vieron

 

 

[Κι εσύ σιωπούσες]

 

 

 

Κι εσύ σιωπούσες

 

 

Γιατί η ζωή

 

Είναι το να παραμένεις σιωπηλός

 

Κάτι που εσύ ήδη το ήξερες:

 

Ότι  ίσως από τον ποταμό θα αναδύονταν

 

Σαν βούρλα

 

Η ζωή σου

 

Κι ίσως  κι  η δική μου

 

 

 

 

Δε θυμάμαι τα μάτια σου

 

Μόνο αυτό που είδαν

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

La canción

 

 

 

M.Balakireff

 

Dicen que soy un soñador

 

Que sueña

 

Y otros dicen de mí

 

Adiós. Me voy a otro lugar

 

Y si la tristeza

 

Me alcanza

 

Y si la tristeza me alcanza

 

Me cubriré con el agua

 

De la mar. Y no he más

 

De morir

 

Y no he más.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το τραγούδι

 

 

M.Balakireff

 

Λένε ότι είμαι ένας ονειροπόλος

 

Που ονειρεύεται

 

Και άλλοι λένε για μένα

 

 

Άντε γεια. Πορεύομαι γι’  αλλού

 

Κι αν η θλίψη

 

Με φτάσει

 

 

Θα καλυφθώ με το νερό

 

Της θάλασσας. Και τίποτα περισσότερο

 

Από το να πεθάνω

 

Και τίποτα περισσότερο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Alambres

 

 

Como se adormece

 

El tiempo y el pasar

 

Del agua yo

 

Me recuerdo aún

 

Cuando el sol

 

Era en tus ojos

 

Y la música

 

Subía como

 

La niebla sobre

 

Las praderas

 

O la extensa playa

 

Tú oías la canción

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Συρματοπλέγματα

 

 

 

Ο χρόνος και το πέρασμα του νερού

 

Ακόμα θυμάμαι τον εαυτό μου

 

Όταν ο ήλιος ήταν μέσα στα μάτια σου

 

 

Κι η μουσική

 

 

Αναδύονταν σαν

 

Ομίχλη πάνω

 

Απ’ τα λιβάδια

 

Ή πάνω απ’ την ατέλειωτη ακτή

 

 

 

Εσύ άκουγες το τραγούδι


Apollon Musagète

 

 

 

Apolo coronado

 

Por Laureles

 

Y Hardys

 

Hay una calma

 

Que es la paz

 

De las seis

 

Al salir

 

Del cinema

 

Y es la calma

 

Diaria que lleva

 

La Mar aun

 

En el golpe de luz

 

De la tormenta

 

Y la costa

 

Al pie de los

 

Acantilados

 

La tierra agrietada

 

De los

 

Acantilados

 

Para ver el mar

 

Desde lo alto

 

Y el aire de la mar

 

Apolo quebrado

 

Por telarañas

 

Heliconio

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απόλων  Musagète

 

 

 

Ο Απόλλων στεφανωμένος

 

Με δάφνες

και  Hardys

 

Υπάρχει μια κάλμα

 

Εναι η ειρήνη που νιώθεις

 

Κατά τις έξι

Όταν βγαίνες απ’

 

Το σινεμά

 

Κι είναι η καθημερινή γαλήνη

 Που γεννιέται

 

Από τη  θάλασσα ακόμα πιο κοντά

 

Στο χτύπημα του φωτός

 

Από μια  καταιγίδα

 

Και η ακτή

 

Στα ριζά των

 

Των γκρεμών

 

Η σκασμένη γη

 

Των

 

Γκρεμών

 

Για να φανεί η θάλασσα

 

Από ψηλά

 

Και ο αέρας της θάλασσας

 

Απόλλων σπασμένος

 

Από ιστούς αράχνης

 

Ελικόνειος


Prélude

 

 

1

 

a Federico Chopin

 

 

¿Recuerdas tú

 

El bosque de Watteau

 

Y un claro de luna

 

Que sí ha de volver

 

Que sí volverá?

 

¿Recuerdas tú?

 

2

 

 

Y si recuerdas

 

El bosque

 

Dónde habré

 

De hallarte

 

Recordando

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πρελούδιο

1.

Θυμάσαι

Το δάσος του Βατώ

 

Κι εκείνο το διάφανο της σελήνης

 

Που θα πρέπει να ξαναεπιστρέψει

 

Που θα επιστρέψει

 

Θυμάσαι ?

2.

Κι αν  το θυμάσαι

Που θα πρέπει

Να σε βρω εγώ

 

Που σε θυμαμαι

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[El sultán tenía...]

 

 

 

El sultán tenía

 

Los labios ámbar

 

Por la pena

 

Junto al claro

 

Estanque

 

Un verde lúpulo

 

Que no olvido

 

Yo recuerdo aquel

 

Tiempo

 

Con algo

 

De soledad

 

Alambres

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Ο σουλτάνος είχε...]

 

 

 

Ο σουλτάνος είχε

 

Τα χείλη του κεχριμπαρένια

 

Από τη λύπη του

 

Δίπλα στη διάφανη

 

Λιμνούλα

 

Έναν πράσινο λυκίσκο

 

Που δε θυμάμαι

 

Ωστόσο εγώ  θυμάμαι εκείνο

 

Το χρόνο

 

Με κείνο το κάτι

 

Της μοναξιάς

 

Συρματοπλέγματα


El origen de Darwin según el mono

 

 

Darwin nació frente a las turbulencias del Atlántico, uno de los lagos mayores de los humanos. Tendenciosamente, luego, no proclamó (porque era un sabio) sino insinuó que la mente del hombre tiene derecho a habitar en cualquiera de los mundos de la creación.

 

Sobre el mar, llevado en un navío, sobre el mar escarlata, llegó al Archipiélago múltiple de las Islas Galápagos.

 

Ahí vio los misterios de la simpleza, los misterios de la vida, el estaño, los dátiles, el helio.

 

Como ven, fue un gran náufrago. Arriba tengo su libro.

 

 

Η καταγωγή των ειδών του Δαρβίνου από τον πίθηκο

 

 

Ο Δαρβίνος γεννήθηκε απέναντι από τις αναταράξεις του Ατλαντικού,που είναι μια από τις μεγλύτερες λίμνες της ανθρωπόητας. ,μετά,δεν ανήγγειλε δημόσια (γιατί ήταν ένας σοφός) αλλά άφησε να εννοηθεί ότι το ανθρώπινο μυαλό έχει δικαίωμα να κατοικεί σε οποιοδ΄ηποτε από τους κόσμους της δημιουργίας.

 

 

Πάνω απ’ τη θάλασσα,φερόμενο από ένα πλοίο,πάνω απ’ την πορφυρή θάλασσα,έφτασε στο πολλαπλό Αρχιπελαγος των Νησιών Γκαλάπαγος.

 

 

Εκεί είδε τα μυστήρια της απλότητας,τα μυστήρια της ζωής,τον κασίτερο,τους χουρμάδες,το ήλιο.

 

 

Όπως βλέπετε, ήταν ένας μεγάλος ναυαγός.Εκεί ψηλά έχω το βιβλίο του. 


Homenaje a Shakespeare

 

 

 

La Poesía

 

Es un Arte

 

Bill

 

 

 

Αφιέρωμα στο Σαίξπηρ

 

 

 

Η Ποίηση

 

 

Είναι μια τέχνη

 

Μπιλ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Cuando quiero escribir]

 

 

 

Cuando quiero escribir

 

Algo no lo hago

 

Porque la serenidad

 

Y la tristeza

 

La risa

 

O el teléfono

 

Me pretextan

 

Hacia la vagancia

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Όταν θέλω να γράψω]

 

 

Όταν θέλω να γράψω

 

Κάτι δεν το κάνω

 

 

Γιατί η  ησυχία

 

 

Κι η θλίψη

 

 

Το γέλιο

 

 

Η το τηλέφωνο

 

 

Με  προδιαδέτουν

 

Ωθόντας με στην τεμπελιά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[No he de volver a escribir]

 

 

 

No he de volver a escribir

 

Como lo hice

 

Cuando el corazón era joven

 

Y sobre mí el firmamento

 

Ahora no te pido, Señor,

 

El olvido, sino

 

Lo que no conocí

 

 

 

 

[Δεν θα ξαναγράψω πια]

 

 

Δεν θα ξαναγράψω πια

 

Όπως έγραφα

 

 Όταν η καρδιά μου ήταν νέα

 

 

Τώρα δε  σου ζητώ,Κύριε,

 

Τη λησμονιά,αλλά

 

Αυτό που δε γνώρισα


[Si cantara]

 

 

Si cantara

 

Lo que en el corazón

 

Siento

 

Sería para mí

 

La canción

 

Algo indescifrable

 

 

 

 

[Αν τραγουδούσα]

 

 

 

Αν τραγουδούσα

 

Αυτό που μέσα στην καρδιά μου

 

Νιώθω

 

Το τραγούδι

 

Θα ήταν γα μένα

 

Κάτι το ακατανόητο

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El poema

 

 

Los ojos del niño Mozart

 

Son los ojos de los niños

 

De esta Tierra. Los ojos

 

Del torturado cuerpo

 

Del poeta Arturo Rimbaud

 

Son los ojos de todos

 

Los niños del mundo. Las jerarquías

 

De los Angeles son: Angeles,

 

Arcángeles, Tronos,

 

Potestades, Dominaciones,

 

Querubines y Serafines.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το ποίημα

 

 

 

Τα παιδικά μάτια του Μότσαρτ

 

Είναι τα μάτια των μικρών παιδιών

 

Αυτής της γής.Τα μάτια

 

Του βασανισμένου κορμιού

 

 

Του ποιητή Αρθρού Ρεμπώ

 

Είναι τα μάτια όλων

 

Των μικρών παιδιών του κόσμου.Οι ιεραρχείες

 

Των Αγγέλων είναι: Άγγελοι,

 

Αρχάγγελοι,Θρόνοι,

 

Εξουσίες,Δεσποσίνες

 

 

Χερουβίμ και Σεραφείμ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 [Este es el vino blanco]

 

 

 

Este es el vino blanco

 

El vino de la patria

 

De Beethoven

 

A través del vino

 

Blanco vi tu mano

 

Ennoblecida

 

Por la luz

 

Que es la celeste ebriedad

 

De las estrellas

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Αυτό είναι το λευκό κρασί]

 

Αυτό είναι το λευκό κρασί

 

 Το κρασί της πατρίδας του Μπετόβεν

 

Μέσα απ το λευκό

 

 Κρασί είδα το χέρι σου

 

Εξευγενισμένο

 

 

Από το φως

 

Που είναι η ουράνια τοξικότητα

 

 

Των άστρων


[Nunca he sido feliz]

 

 

 

Nunca he sido feliz

 

Pero, al menos,

 

He perdido

 

Varias veces

 

La felicidad.

 

 

 

[Ποτέ δε ήμουν ευτυχισμένος]

 

 

Ποτέ δε ήμουν ευτυχισμένος

 

 

Αλλά, τουλάχιστον

 

Κάποιες φορές

 

Έχασα

 Την ευτυχία


A Luis Cernuda

 

Es el Sur

 

Quien nos lleva

 

Y nos olvida

 

Hacia el alba postrera

 

Sus presagios

 

Aprendidos sin miedo

 

En las estrellas

 

Son tan sólo la forma

 

Como el agua

 

Ha llegado

 

Centellante

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στον Λουίς Θερνούδα

 

Είναι ο Νότος

 

Ποιος μας μεταφέρει εκει

 

Και μετά μας λησμονεί

 

Οι ιωνοί της

 

 

Προς το τέλος της χαραυγής

 

Μαθημένοι και δίχως φόβο

 

Μέσα απ’ τα αστέρια

 

Δεν είναι παρά  μόνο μια μορφή

 

Όπως το νερό

 

Που έφτασε

 

Σπινθιρίζον

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A Rainer María Rilke

 

Val Mont 1926

 

o

 

El Espectro de la Rosa

 

Silencioso amigo de las muchas lejanías

 

 

Mi ilusión única

 

Es el verte

 

Verte es una de tanta

 

Ilusión

 

Tu rostro ennoblece

 

La plenitud de la noche

 

Pues Amor

 

Jamás abandonó

 

Tus ojos: leve, tenue

 

Αlguien Te hablará De mí, de tanta Ilusión:

 

La menos ilusa La más real Es verte

 

Había un jardín

 

Cómo lo he de olvidar.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στον  Rainer María Rilke

 

Val Mont 1926

 

η

 

Το φάντασμα του ρόδου

 

Σιωπηλέ φίλε των πολλών μακρινών αποστάσεων

 

 

Η μοναδική μου προσδοκία

 

Είναι να σε δω

 

Το να σε δω είναι μια από τις τόσες

 

προσδοκίες

 

Το πρόσωπό σου εξευγενίζει

 

Η πλήρωση της νύχτας

 

Λοιπόν ο Έρωτας

 

Ποτέ δεν εγκατέληψε

 

Tα μάτια σου: ανεπαίσθητος, τρεμαμενος

 

Κάποιος  Θα σου μιλήσει Για μένα Για την τόση ψευδαίσθυησή μου:

 

Την ελάχισττα ψευδόμενη Τη πιο πραγματική  Που είναι να σε δω

 

Υπήρχε ένας κήπος

 

Πως πρέπει να το ξεχνώ.

 

 

 

 

 

 

 

 

Bach es capito

 

 

Bach es capito

 

El Concierto Brandenburgués

 

Número cinco

 

Es la cumbre

 

Del ciclismo.

 

Entre la cumbre

 

Y la profundidad

 

Median las almas

 

 

 

 

 

Ο Μπάχ είναι  Αφεντικό

 

 

Το βρανδεμβούργιο κονσέρτο

 

Νούμερο πέντε

 

 

Είναι το απόγειο

 

Της κλεισίματος της παράστασης

 

Ανάμεσα στο απόγειο

 

Και την βαθήτητα

 

Μεσολαβούν οι ψυχές

 

 

 

 

El tercer planeta

 

velut prati

 

A 150 millones de kilómetros del sol, cubierta del mar Indico y otras extensiones del océano se oye el sonido del tercer planeta: gaseosas, maderas, música para violín, 'cello y piano. Desde la tierra el sol se ve como un disco naranja Fanta, como tablones o un helado cometa en la Estepa del cielo (bene, bien, well). Este es el tercer planeta; el primero es Mercurio, que también se usa en los termómetros; el segundo Venus, la pluvial, y, el tercero, la tierra, único planeta del sistema solar donde se permite lo que se permite. La situación política es sencilla: los pueblos se dividen en: pueblos que se alimentan y pueblos gobernados por generales. Estos últimos proceden de escuelas donde se grita, se hace movimientos en serie y se sale los sábados. La niebla cubre la mañana del domingo con una impalpable música. Y el corazón crece.

 

Fin del documental sobre el Tercer Planeta.

 

 

Ο τρίτος πλανήτης

 

 

velut prati

 

Σε 150 χιλιάδες χιλιόμετρα από τον ήλιο,σκεπασμένος από την Ινδική θάλασσα και απ’ τις άλλες προεκτάσεις του Ωκεανού ακούγεται ο ήχος του τρίτου πλανήτη: γκαζόζες,μαδέραι,μουσική για βιολί,τσέλο και πιάνο.Από τη γη ως τον ήλιο φαίνεται σαν ένας πορτοκαλής δίσκος της Fanta,σαν ταμπλώ  η ένας παγωμένος κομήτης στη Στέπα του ουρανού(bene, bien, well).Αυτός είναι ο τρίτος πλανήτης.Ο Πρώτος είναι ο Υδράργυρος    που επίσης χρησιμοποιείται στα θεμόμετρα.ο δεύτερος η Αφροδίτη,η ,και,ο τρίτος,η γη, ο μναδικός πλανήτης του ηλιακού συστήματος όπου επιτρέπονται όσα επιτρέπονται.Η πολιτική κατάσταση εδώ είναι απλή: οι λαοί χωρίζονται σε:λαούς που έχουν τροφή και λαούς που κυβερνούνται από στρατηγούς.Αυτοί οι τελευταίοι προέρχονται από σχολές οπου κραυγάζουν,γίνονται κινήματα συνεχόμενα και βγαίνουν τα Σάββατα.Η ομίχλη καλύπτει το κυριακάτικο πρωινό με μια ανεπαίσθητη μουσική.και η καρδιά μεγαλώνει.

Τέλος του ντοκουμέντου για τον Τρίτο Πλανήτη. 


Elegía primera

 

Close bosom friend of the maturing sun

 

Conspiring with him how to load and bless

 

With fruit the vines...

 

Keats

 

Llevaría entonces

 

Hacia ti tu jardín

 

Que es el mar

 

Donde ha tiempo

 

Que ensueñas

 

El reposo

 

Y las frases

 

Azules del Sol

 

Y así tal vez

 

Te dijera

 

Cómo te amo

 

Y en la orilla

 

Distante la bruma

 

Nos contemplaba:

 

Era la tarde

 

Y tú sin prisa

 

Tú jugabas con los sortilegios

 

Del agua en la juntura

 

Gastada y con las algas

 

Del silente muelle

 

Oh, llévame contigo,

 

Yo que reconozco

 

Tu sonreír

 

Y tus ojos

 

Y con las algas


 

Πρώτη Ελεγεία

 

Close bosom friend of the maturing sun

 

Conspiring with him how to load and bless

 

With fruit the vines...

 

Keats

 

Έφερνα τότε 

 

Σε σένα τον κήπο σου

 

Που είναι η θάλασσα

όπου υπάρχει χρόνος

 

Για να ονειρευτείς

 

Η ανάπαυση

 

Και οι φράσεις

 

Γαλάζιες από Ήλιο

 

Κι έτσι ίσως

 

Θα σου έλεγα

 

Πόσο σ’ αγαπώ

 

Και στην όχθη

 

Μακρινή η ομίχλη

 

Μας θωρούσε:

 

Ήταν το απόβραδο

 

Κι εσύ δίχως βιασύνη

 

Εσύ έπαιζες με τα μάγια

 

Του νερού στην τελειωμένη ένωση

και με τα φύκια

 

Της σιωπηλής αποβάθρας

 

Ω, πάρε με μαζί σου,

 

Εγώ που αναγνωρίζω

 

Το χαμόγελό σου

 

Και τα μάτια σου

 

Με τα φύκια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Elegia segunda

 

Y azul el Tiempo

 

Se extiende

 

Sobre el páramo

 

Exótico:

 

Así también

 

(Tan continuo

 

Es el cielo

 

Como aquellas

 

Dunas. Como

 

El Desierto

 

Esbelto e inolvidable)

 

Perdona: pero

 

Yo no sé de otro

 

Mar más lejano

 

Ni otra noche

 

Más lenta

 

Pero conozco

 

Del instante

 

En que ha de surgir

 

La dicha

 

(No como algo

 

Tenue o moderato,

 

Sino como

 

Una estrella

 

Donde sumergir

 

El rostro

 

Una estrella

 

Donde beber


De la luz)

 

Centellante

 

Ahí es que oirás

 

De la brisa:

 

Los pétalos gigantescos

 

Del Estío.

 

Hasta que la noche

 

Advenga.

 

De la luz)

 

Centellante

 

Ahí es que oirás

 

De la brisa:

 

Los pétalos gigantescos

 

Del Estío.

 

Hasta que la noche

 

Advenga. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεύτερη Ελεγεία

 

 

Και  είναι  γαλάζιος ο Χρόνος

 

Κι απλώνεται

 

Πάνω στην άγονη

 

Εξωτική γη:

 

Έτσι επίσης

 

(Τόσο συνεχόμενος

 

Είναι κι ο ουρανός

 

Όπως εκείνες οι

 

Θίνες. Όπως

 

Η Έρημος

 

Η λυγερόκορμη και αλησμόνητη)

 

Συγνώμη: αλλά

 

Αλλά εγω δε ξέρω τίποτα για μια άλλη

 

Πιο μακρινή θάλασσα

 

Ούτε για μια άλλη

 

Αργή νύχτα

 

Ωστόσο ξέρω

 

Για τη στιγμή

 

Που πρόκειται να αναδυθεί

 

Η ευτυχία

 

(Όχι σαν κάτι

 

Αμυδρό  η συγκρατημένο,

 

Αλλά σαν

 

Ένα αστέρι

 

Απ’ όπου θα αναδυθεί

 

Το πρόσωπο

 

Ένα αστέρι

 

Όπου εσύ μπορείς να  πιεις

 

Απ’ το φως)

 

Που απαστράπτει

 

Εκεί είναι που θα δεις

 

Μέσα απ’ τη θαλασσια αύρα :

 

Τα γιγαντιαία πέταλα

 

Του καλόκαιριού.

 

Ώσπου να εισβάλλει

 

Η νύχτα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Tercera elegía

 

La fiebre de una hermosa caravana triunfal

 

Abraham Valdelomar

 

una a una las olas

 

gastaron nuestras vidas

 

Pablo Neruda

 

 

...pero sé

 

Del instante

 

En que ha

 

De surgir la dicha

 

Como el mar

 

Que dejaste

 

Por contemplar

 

La playa

 

No conozco

 

De ti sino la sombra

 

Conque besas

 

Al Tiempo

 

No conozco

 

De ti sino la flor

 

Alada

 

El extraño

 

Fulgor

 

(hay en ciertas

 

almas

 

como una cualidad

 

inexplicable)

 

Que percibo

 

En las cosas

 

 

Si te acercas

 

Pero de tus labios

 

O tu cuerpo

 

No conozco

 

Sino el estruendo

 

De los árboles

 

Y el sol

 

Cuando tus manos

 

O tu sombra

 

En esta calle


Tρίτη Ελεγεία

 

Ο πυρετός ενός όμορφου θριαμβευτικού καραβανιού

 

Αβραάμ Βαλντεομάρ

 

Ένα ένα τα κύματα

 

χάλασαν τις ζωές μας

 

Πάμπλο Νερουδα

 

 

...αλλά ξέρω

 

Για τη στιγμή

 

Κατά την οποία

 

Θα ξεπηδήσει η ευτυχία

 

Όπως η θαλασα

 

Που άφησες

 

Για να ατενίσεις

 

Την παραλία

 

Δε ξέω

 

Από σενα παρά μόνο τη σκιά

 

Με την οποία φιλάς

 

Τοχρρόνο

 

Δε ξέρω

 

Από σένα παρά μόνο

 

Το φτερωτό λουλούδι

 

Τη παράξενη

 

Αίγλη

 

(υπάρχει σε κάποιες

 

ψυχές

 

σαν μια ανεξήγητη

 

ποιότητα)

 

Που δέχομαι

 

Μέσα στα πράγματα


 

 

 

 

Αν πλησιάζεις

 

Αλλά από τα χείλη σου

 

Η το κορμί σου

 

Δεν γνωρίζω

 

Παρά μόνο τον πάταγο

 

Των δέντρων

 

Και τον ήλιο

 

Όταν τα χέρια σου

 

Η τη σκιά σου

 

Σ’ αυτό το δρόμο


Cuarta elegía

 

deja que el sol se lleve

 

las tardes que nos quedan en la vida

 

Abraham Valdelomar

 

una a una las olas

 

gastaron nuestras

 

vidas

 

Pablo Neruda

 

Hope, love, doubt, desire,

 

Which consume him for ever

 

Shelley

 

El extraño fulgor

 

Que percibo en las cosas

 

Si te acercas:

 

El color

 

Que hay en tus ojos

 

Tras el bosque

 

¿Podrá ser

 

El exacto color

 

Que yo silente

 

Observo?: pues también

 

De Amor. El color

 

De la playa que dejamos

 

Ardiendo en la luz

 

Que precede

 

A los muelles

 

elevada En los muros

Llama en tu ayuda

 

Al Tiempo

 

Llama a las flores:

 

Y tú, a merced

 

De los melancólicos


 

 

Muros de la mar

 

Sigues entonando

 

De la arena

 

La canción amada

 

Esta tarde

 

Tal vez de gaviotas

 

De geranios

 

Sólo la emoción

 

Perdura.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τέταρτη Ελεγεία

 

Άσε τον ήλιο να φέρει

 

Τα απόβαρδα που μας μεένουν σ’ αυτή τη ζωή

 

Abraham Valdelomar

 

             Το ένα μετά το άλλο  τα κύματα

 

χάλασαν

 τις ζωές μας

 

 

 

Πάμπλο νερούδα

 

ελπίδα, έρωτας, χρέος, επιθυμία,

 

τα οποία έφθειραν αυτόν για πάντα

 

Σέλλευ

 

 

Η παράξενη έκλαμψη

 

Που προσλαμβάνω απ’ τα πράγματα

 

Αν εσύ πλησιάζεις:

 

Το χρώμα

 

Που υπαρχει στα μάτια σου

 

Πίσω από το δάσος

 

Θα μπορεί να είναι

 

Το ακριβές χρώμα

 

Που εγώ σιωπηλός

 

Παρατηρώ;: και επίσης

 

Του Έρωτα. Το χρώμα

 

Της ακτής που άφήνουμε

 

Καθώς φλέγεται μέσα στο φως

 

Που καταυγάζει

 

Στις προκυμέες

Και υψωμένη ως τα τοιχιά

Καλεί σε βοήθειά σου

 

Στο χρόνο

 

Καλεί τα λουλούδια:

 

Κι εσύ, χάρις

 

Στους μελαγχολικούς

 

Τοίχους της θάλασσας

 

Εξακολουθείς να ψάλλεις

 

Από την αμμουδιά

 

Το αγαπημένο μου τραγούδι

 

Αυτό το σούρουπο

 

Ϊσως μόνο η συγκίνηση

 

Των σπουργιτιών

Και των γερανών

 

Να διαρκεί. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Quinta elegía

 

Yo solo cruzo su silencio

 

Abraham Valdelomar

 

 

Hoy das

 

Al mar

 

De Agua Dulce

 

El único relato

 

Solamente

 

Que ahora

 

Es tu cuerpo vencido

 

Un tiempo

 

Un tiempo de

 

Amor. Tan

 

Silencioso soy

 

Que tu recuerdo

 

Me permite la dicha

 

Y el óxido tenue

 

Que dejan

 

Las embarcaciones

 

Tras partir. Tan

 

Silencioso soy

 

Que si yo

 

Cantase brotarían

 

A la vez

 

De las claras

 

Vertientes, a la vez

 

De la luz

 

Y la espuma

 

Llameante

 

Enredaderas

 

Tan silencioso soy

 

Que tu recuerdo

 

Me permite la dicha


Πέμπτη ελεγεία

 

Εγώ μόνος διασχίζω τη σιωπή σου

 

Abraham Valdelomar

 

 

Σήμερα δίνεις

 

Στη θάλασσα

 

Του γλυφού νερού

 

Το μοναδικό σου αφήγημα

 

Μόνο

 

Που τώρα

 

Είναι νικημένο το κορμί σου

 

Μια εποχή

 

Μια εποχή του

Έρωτα. Τόσο

 

Σιωπηλός είμαι

 

Που η θύμισή  σου

 

Mου επιτρέπει την ευτυχία

 

Και τη τρεμάμενη οξύδωση

 

Που αφήνουν

 

Οι επιβιβάσεις

 

Μετά το ξεκίνημα. Τόσο

 

Σιωπηλός είμαι

 

Που αν εγώ τραγουδούσα  θα ξεπηδούσαν

 

Ταυτόχρονα

 

Από τις φωτεινές

 πλαγιές, στο φως

 

Του φωτός

 

Κι ο αφρός

 

Θρηνητικός

 

Αναριχώμενος

 

Τόσο σιωπηλός είμαι

 

Που η θύμισή σου

 

Mου επιτρέπει την ευτυχία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Sexta elegía

 

yo -dice él- estoy

 

un poco echado

 

a perder.

 

Y no hay melancolía

 

en sus palabras;

 

hay una indiferencia,

 

una resignación,

 

un abandono

 

Azorín

 

Hoy das al Mar

 

De Agua Dulce

 

El único relato

 

Tan sólo que la playa

 

Es para ti un tiempo

 

Un tiempo de amor:

 

Tan silencioso soy

 

Que tu recuerdo

 

Me permite la dicha

 

Y el óxido tenue

 

Que dejan

 

Algunas embarcaciones

 

Tras partir

 

Tan silencioso soy

 

Que de hablar

 

Brotarían a la vez

 

De la luz

 

A la vez de las claras

 

Vertientes, el musgo,

 

Las algas

 

Y una clara sensación

 

De haberte visto

 

Tan silencioso soy

 

Que tu recuerdo

 

Me permite la dicha

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έκτη Ελεγεία

 

yo -dice él- estoy

 

un poco echado

 

a perder.

 

Y no hay melancolía

 

en sus palabras;

 

hay una indiferencia,

 

una resignación,

 

un abandono

 

Azorín

 

Σήμερα δίνεις στη θάλασσα

Του  γλυφού νερού

 

Το μοναδικός ου αφήγημα

 

Τόσο μόνος που η ακτή

 

Είναι για σένα ένας χρόνος

 

Ένας καιρός του έρωτα:

 

Tόσο σιωπηλός είμαι

 

Που η θύμισή σου

 

Mου επιτρέπει την ευτυχία

 

Και το αμυδρό οξύ

 

Που αφήνουν

 

Κάποιες επιβιβάσεις

 

Μετα την αναχώρησή τους

 

Tόσο σιωπηλός είμαι

 

Που από την ομιλία μου

 

Θα έβγαιναν ταυτόχρονα

 

Απ’ το φως

 

Μαζί με τις φωτεινές

 

Πλαγιές, τα μούσκλια,

 

Τα φύκια

 

Και μια ξεκάθαρη αίσθηση

 

Επειδή σε έχω δει

 

Τόσο σιωπηλός είμαι

 

Που η θύμισή σου

 

Mου επιτρέπει την ευτυχία

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Séptima elegía

 

Elegía en Garmisch

 

Parten - Kirchen

 

A Richard Strauss

 

Y, a lo lejos.

 

Los Alpes,

 

Los amados

 

De la nieve

 

Y de la sombra

 

añil

 

Donde se quiebra

 

El agua

 

Para que de ella

 

Brote el Arbol

 

De la Música

 

Cuyo inolvidable

 

Fruto y la nieve

 

Y la gigantesca

 

Sombra

 

De la Melancolía

 

Im Abendrot. Así

 

Hemos llegado

 

A través

 

Del bosque deleitoso

 

Donde habitan

 

La Armonía

 

Y el cantar:

 

Ahí has de ver

 

La flor

 

Que en el brocal

 

Se anuda al agua:

 

Aquel agua

 

Donde reside

 

El Sol

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Έβδομη Ελεγεία

 

Ελεγεία στο Garmisch

 

Parten - Kirchen

 

                 Στον  Richard Strauss

 

 

Και, από μακρυά.

 

Οι Άλπεις,

 

Οι αγαπημένοι

 

Του χιονιού

 

Και της λουλακί σκιάς

Όπου σπάει

Το νερό

 

Για να αναδυθεί απ’ αυτή

Το Δέντρο της Μουσικής

 

Που ο αξέχαστος Καρπός του και το χιόνι

 

Και η γιγάντια σκιά

 

Της Μελαγχολίας

 

Im Abendrot. ¨ετσι

 

Φτάσαμε

 

Μέσω

 

Του θελτικού δάσους

 

Όπου κατοικούν

 

Η Αρμονία

 

Και το τραγούδι:

 

Εκεί πρέπει να δεις

 

Το λουλούδι

 

Που μες στη στεφάνη

 

Δένεται στο νερό:

 

Εκείνο το νερό

 

Στο οποιο κατοικεί

 

Ο Ήλιος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Octava elegía

 

de un gualda intenso,

 

con intensas flores bermejas,

 

con intensos ramajes verdes.

 

Azorín

 

im Abendrot

 

in the yellow leaf

 

 

porque para vivir sólo hay que ser

 

o un animal o un Dios

 

Aristóteles

 

 

Creo que lo mejor

 

Que me sucedió

 

Fue el haberte

 

Conocido

 

Creo que no hubo

 

Algo mejor el agua

 

Del Mar Austral:

 

Tú rasgabas

 

La arena

 

Como una pradera

 

Suave

 

Por la que no debe

 

Ya jamás el preguntarse

 

Creo que lo mejor

 

¿How can I tell

 

You about my love?

 

Fue haberte conocido

 

Creo que es lo único

 

Que me sucedió


Όγδοη ελεγία

 

από ένα έντονο κιτρινωπό,

 

με έντονα πορφυρά λουλούδια,

 

με πυκνά πράσινα κλαδιά.

 

Azorín

 

im Abendrot

 

in the yellow leaf

 

 

γιατί για να ζήσει μόνος κανείς θα πρέπει να είναι

 

η θηρίο η θεός

 

Αριστοτέλης

 

 

Πιστεύω πως το καλύτερο

Που μου συνέβη

 

Ήταν το ότι σε

 

Γνώρισα

 

Πιστεύω ότι δεν υπήρχε

 

Κάτι καλύτερο μες στο νερό

 

Της Αστρικής Θάλασσας:

 

Εσύ σκάλιζες

 

Την άμμο

 

Όπως σε  ένα απαλό

 

Λιβάδι

 

Για το οποίο

 

Πια δεν πρέπει ποτέ να ρωτήσει κανείς

 

Πιστεύω ότι το καλύτερο

 

Πως μπορώ να σου μιλήσω

Για τον έρωτά μου;

 

Ήταν το ότι σε γνώρισα

 

Πιστεύω ότι είναι το μόνο

 

Που μου συνέβη

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Una forma...]

 

 

Una forma

 

De escribir poesía

 

Es vivir epigrafiando

 

 

 

[Ένας τρόπος...]

 

 

 

Ένας τρόπος

 

 

Για να γραφεις ποίηση

 

Είναι να ζεις επιγραμματικά


Cosas incompatibles con Nietzsche

 

 

Séneca, o el torero de la virtud.

 

Rousseau o el retorno a la Naturaleza,

 

in impuribus naturalis.

 

Schiller: el trompetista moral de Sackingen.

 

Dante: la hiena que escribe poemas

 

entre las tumbas.

 

Kant: el "cant" como carácter inteligible.

 

Víctor Hugo: el faro en el mar del absurdo.

 

Liszt: la escuela de la velocidad, para correr

 

tras las mujeres.

 

George Sand: láctea ubertas, la vaca de leche

 

con un "bello estilo".

 

Michelet: el pesimismo como comida que se repite.

 

Stuart-Mill: la claridad que ofende.

 

Les fréres Goncourt: dos Ayax frente a Homero.

 

Música de Offenbach.

 

Zola: el placer de oler mal.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πράγματα ασύμβατα με τον Νίτσε

 

 

Ο Σενέκας, η ο ταυρομάχος της αρετής.

 

Ο Ρουσσώ η η εεπιστροφή στη Φύση,

 

in impuribus naturalis.

 

Ο Σίλερ ο ηθικός τρομπετίστας του Σακίγκεν.

 

Ο Ντάντε: η ύαινα που γρ΄σφει ποιήματα

 

Ανάμεσα στα μνήματα.

 

Ο Καντ: το "τραγούδι" ως νοήμων χαρακτήρας.

 

Ο Βίκτωρ Ουγκώ: ο φάρος μέσα στη θάλασσα του παραλόγου.

 

Ο Λιστ: η σχολή της ταχύτητας για να τρέχει κανείς, πίσω απ’ τις γυναίκες.

 

Η Γεωργία Σαντ: láctea ubertas, η αγελάδα με το γάλα

 

σαν ένα "ωραίο ύφος".

 

Ο Mισελέ π πεσιμισμός ως επαναλαμβανόμενη τροφή.

Στοιύαρτ- Μιλ : η διαφάνεια που προσβάλλει.

 

Οι αδερφοί Γκονκούρ: δυο Αίαντες αέναντι στον Όμηρο.

 

Η μουσική του Όφενμπαχ.

 

Ο Ζολά: η ηδονή του να μυρίζεις άσχημα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 [Invierte...]

 

 

Invierte en peligro

 

ganarás En seguridad

 

 

 

[Επένδυσε...]

 

 

Επένδυσε στον κίνδυνο

Και θα κερδίσεις

 

Σε ασφάλεια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αυτοπροσωπογραφία

 

 

Είμαι ο Μπίλυ δε Κιντ

 

Ληστής τραπεζών

 

Κι όπως έχω μια πληγή

 

Στη πλάτη και καθώς

 

Ο καιρός πολλές φορές

 

Δε μου ήταν ευνοικός

 

Ξέρω το  που πάω:

 

Σε ευχαριστώ Ερημιά

 

Και ποτέ δε θα ξέχάσω

 

Tα βήματά σου πάνω

 

Στην άμμο. Κι εσύ ποτέ

 

Δε θα ξεχάσεις τα δικα μου.

 

Και κάτω απ’ τον ήλιο της Δύσης

 

Im Abendrot.

 

Η ίδια γαρμμή

 

Του λυλόφωτος

 

Είναι η γραμμή της Αυγής

 

Είμαι ο Λουίς Ερνάντες

 

Και ξέρω που πάω

 

Αυτό πάει να πει

 

 

 

Και ξέρω που πρέπει να πάω

 

Και το να μην ονειρευτώ

 

Προσομοιάζει στο όνειρο

 

Αλλά η Ποίηση

 

Δεν είναι η Τρέλα

 

Είναι καλύτερα κάτι

 

Με τη λουλακιά του διαφάνεια

 

Γιατί ο χρόνος είναι σύντομος

 

Το ίδιο και το Καλοκαίρι

 

Μια ασυνήθιστη Ομορφιά


Περνώντας πάνε οι οροσειρές

 

Και τα βουνά και τα νερά

 

Και μπροστά μου απλώνεται

 

Η άδεια  και διάφανη

Έρημος

 

Και τίποτα Δεν επιζεί

Μόνο η συγκίνηση διαρκεί

 

Μόνο η Αρμονία σπαζει

 

Τη λαμπρότατη σιωπή

 

Της νύχτας και κάποιος

 

Του είπε: Δάσκαλε,

 

Πόσες φορές πρέπει

 

Να συγχωρήσουμε. Κι αυτός τους

 

Απάντησε εβδομήντα

 

Εφτά φορές

 

Χαρούμενος είναι όλος

 

ο κόσμος


Passando van las sierras

 

e los montes e las aguas

 

Y ante mí se extiende

 

El Desierto vacuo

 

transparente Y no pervive

Sólo La Emoción perdura

 

Sólo La Armonía quiebra

 

El esplendente silencio

 

De la noche y alguien

 

Le dijo: Maestro,

 

Cuántas veces debemos

 

Perdonar. Y él les

 

Respondió setenta

 

Veces siete

 

Alegres están todas

 

las yentes

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Extraña es tu alma, Amor

 

 

Extraña es tu alma, Amor.

 

Más extraño aún

 

Quien te ama

 

 

 

Παράξενη είναι η ψυχή σου,Έρωτα

 

Παράξενη είναι η ψυχή σου,Έρωτα

Μα πιο παραξενος ακόμα

 

Είναι αυτός που σ’ αγαπά

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[Yo hubiera sido]

 

 

 

Yo hubiera sido

 

Premio Nobel

 

De Física

 

Pero el mar

 

La cerveza

 

Y un amor

 

Me lo impidieron

 

 

[Εγώ θα ήμουνα]

 

 

Εγώ θα ήμουνα

 

Ένα βραβείο Νόμπελ

 

Στις Φυσικές επιστήμες

 

 

Αλλά η θάλασσα

 

Η μπύρα

 

Και ένας  έρωτας

 

Δε μου το επέτρεψαν

 

 

 

 

 

 

 

 

En bateau

 

 

Si supieras

 

Que en la poesía

 

No hay orden

 

Ni desorden

 

 

Εν πλω

 

 

 

Αν ήξερες

 

 

Ότι στην ποίηση

 

Δεν υπάρχει τάξη

 

 

Ούτε αταξία


Qué laberinto

 

 

Qué laberinto

 

Y qué amor

 

Es la poesía

 

 

 

Τι λαβύρινθος

 

Τι λαβύρινθος

Και τι έρωτας

Είναι η ποίηση


El Estanque Moteado

 

 

Conocí a un Empirista inglés (era yo). El Empirismo inglés consistía en ver las cosas tal cual son, pasear por la playa y beber cerveza. Cerveza nocturna de los parques: paz de los bares, paz de los cinemas, donde el Tiempo es fácil y estalla como los prismas diminutos en la arena de plexiglass. Y un amor:

 

1 La Sensación

 

Los sentidos son muchos pero se reducen, retroceden y tiemblan ante la emoción. Esto no significa que nuestra percepción esté contaminada por la emoción, sino, más bien, emocionada. Si yo coloco un sol en la Wurlitzer de un bar donde no bebería dada mi condición social, oiré Un gato en la oscuridad.

 

2 Adelante, mortales, a llenar los corazones de sueños

 

Para comprender la vida es indispensable no aterrarse ante el laberinto intrincado de árboles, sol y aire que rodean la noche. Nada hay en el intelecto que no haya pasado antes por el intelecto, musitó Leibnitz mientras jugaba a nadar con el alma. Cuando amanece la playa se puebla de bañistas, triciclos, helados, y el ensueño de las grandes urbes.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

H κομψή δεξαμενή

 

 

Γνώριας έναν Εγγλέζο Εμπειριοκράτη (ήμουν εγώ). Ο αγγλικός εμπειρισμός συνίστατο του να βλέπεις τα πράγματα έτσι όπως είναι, να περπατάς στην παραλία και να πίνεις μπύρα. Μπύρα νυχτερινοί των πάρκων: η γαλήνη των μπαρ, η γαλήνη των σινεμά, όπου ο Χρόνος είναι εύκολος και σπάει όπως τα απειροελάχιστα πρίσματα μέσα στην άμμο του πλεξιγκλας . Και ένας έρωτας:

 

1 Η Αίσθηση

 

Οι αισθήσεις είναι πολλές αλλά περιορίζονται,οπισθοχωρούν και τέμουν μπροστά στη συγκίνηση. Αυτό δε σημαίνει ότι η δική μας πρόσληψη είναι επιρρεασμένη από τη συγκίνηση, αλλά, για την ακρίβεια ,συγκινημένη. Αν εγώ τοποθετήσω έναν ήλιο στο ηλεκτρικό πιάνο ενός μπαρ  όπου δεν θα έπρεπε να είναι ορισμένη η κοινωνική μου κατάστασηl, θα ακούσω Ένα γάτο μες στο σκοτάδι.

 

2 Εμπρός, θνητοί, ας γεμίσουμε τις καρδιές μας με όνειρα

 

Για να κατνοήσουμε τη ζωή είναι απαραίτητο να μη τρομάξουμε μπροστά στον πολύπλοκο λαβύρινθο των δέντρων, του ήλιου και του αέρα που περικυκλώνουν τη νύχτα. Τίποτα δεν υπάρχει στο νου μας που να μην έχει πρώτα περάσει από τον ίδιο μας το νου, μουρμούρισε ο Λάιμπνιτς ένώ πάσχιζε να κολυμπήσει με τη ψυχή του. Όταν χαράζει η παραλία καταλαμβάνεται από κολυμβητές,από τρίκυκλα και παγωτά, κι από τα όνειρα των μεγάλων μαζών.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

El libro de los Desiertos

 

Chanson

 

1

 

Anciano Desierto

 

Tú también cantas

 

Tu canción

 

De duna y sal

 

2

 

O aquellos Desiertos,

 

Ausente la mar

 

Ante la mirada

 

De la arena

 

Y tú llegabas

 

A través de las dunas,

 

Ruinas de tristezas:

 

Aquello es demasiado

 

Dorado: no digas

 

Nada del sol:

 

La misma soledad

 

Del Desierto

 

Lo salvará

 

De ser un solitario

 

finale

 

3

 

Allí el mar

 

Y más cerca aún

 

La noche:

 

Esta es la soñada

 

Coherencia


Το βιβλίο των Ερήμων

 

 

 

Chanson

 

1

 

Αρχέγονη έρημος

 

Εσύ επίσης τραγουδάς

 

Το τραγούδι σου

 

Από αμμόλοφους και αλάτι

 

2

 

Η εκείνες οι Έρημοι,

 

Απούσα η θάλασσα

 

Μπροστά στη θέα

 

Της άμμου

 

Κι εσύ έφτανες

 

Μέσα απ’ τους αμμόλοφους,

 

Ερείπια από θλίψεις:

 

Εκείνο είναι υπερβολικό

 

Χρυσαφί: μη λες

 

Τίποτ του ήλιου:

 

Η ίδια μοναξιά

 

Της Ερήμου

 

Θα τον σώσει

 

Από το νάναι μόνος

 

finale

 

3

 

Εκεί η θάλασσα

 

Και πιο κοντά ακόμα

 

Η νύχτα:

 

Αυτή είναι η Συνοχή

που έχουμε ονειρευτεί


Apolo azul

 

 

Te asemejas a algunos poetas,

 

Siempre cercano al cielo,

 

O, si se quiere, a los techos,

 

Como Claudel. Y algo ligeramente cabro

 

Como Rimbaud. Apolíneo algunas veces

 

Y otras simplemente en onda;

 

Cuando danzas seguido por las musas

 

Esas nueve pamperas

 

De las cuales mi favorita

 

Es la de la Astronomía.

 

Te pareces a algunos músicos.

 

A Strawinsky, por ejemplo,

 

Que compite en belleza contigo

 

Y es un poco más inmortal,

 

O a Carlos Ives, quien te gana

 

En misterio.

 

Tienes un aire a algunos gimnastas,

 

A ciertos dioses,

 

A ningún político,

 

A ningún papa.

 

En una palabra:

 

Eres Apolo

 

Y eso nadie te lo quita.

 

 

 

 


Γαλάζιος Απόλλων

 

 

Πλησιάζεις κάποιους ποιητές,

 

Πάντα κοντινός του ουρανού,

 

Η, αν θέλετε, στις στέγες,

 

Όπως ο Κλωντέλ. Και κάπως ελαφρώς κάθαρμα

 

Όπως ο Ρεμπώ. Απολώνιος κάποιες φορές

 

Και άλλες απλούστατα μες στο κύμα;

 

¨όταν χορεύεις συνοδευόμενος απ’ τις μούσες

Αυτές οι εννιά pamperas

 

Από τις οποίες η αγαπημένη μου

 

Είναι αυτή της αστρονομίας.

 

Μοιάζεις με κάποιους μουσικούς.

 

Με τον Στραβίνσκυ, για παράδειγμα,

 

Που συναγωνίζεται στην ομορφιά μαζί σου

 

Και είναι λίγο πιο αθάνατος,

 

Η με τον Κάρλος Ίβες, που σε κερδίζει

 

Στο μυστήριο.

 

Έχεις τον αέρα κάποιων γυμναστών,

 

Κάποιων θεών,

 

Κανενός πολιτικού,

 

Κανενός Πάπα.

 

Με μια λέξη:

 

Είσαι ο Απόλλων

 

Κι αυτόκανένας δεν μπορεί να σου το αφαιρέσει.

 

Chanson d’amour: Tu corazón

 

 

Tu corazón

 

Se parece

 

Como una gota de agua

 

A otro corazón

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Chanson d’amour: Η καρδιά σου

 

 

 

Η καρδιά σου

 

 

Μοιάζει

 

Με μια σταγόνα από νερό

 

Μέσα σε μια άλλη καρδιά

 


Poemas tristes

 

 

1 Chanson d'amour

 

Perdóname el no haber

 

Muerto de Amor

 

Por ti. Es imperdonable.

 

Perdóname que mi Amor

 

No te ayude.

 

Perdóname que mi amor

 

No te importe

 

2

 

Sin ti, es inexplicable

 

Beber la Coca Cola

 

Helada da lo mismo

 

Que patear una lata

 

3

 

Estoy triste

 

Porque no estás;

 

Y no lloraré

 

Porque luego

 

Los ojos

 

No son lo mismo.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Θλιμμένα Ποιήματα

 

 

1 Chanson d'amour

 

Συγχώρεσέ με που δεν είμαι

 

Νεκρός από Έρωτα

 

Για σένα. Είναι ασυγχώρητο.

 

Συγχώρεσέ με που ο έρωτας μου

 

Δεν σε βοηθά.

 

Συγχώρεσέ με που ο έρωτάς μου

 

Δεν σε ενδιαφέρει

 

2

 

Χωρίς εσένα, είναι ανεξήγητο

 

Να πίνω την Παγωμένη

Κόκα Κόλα

 

Είναι το ίδιο

 

Σαν να κλωτσώ ένα τενεκεδάκι

 

3

 

Είμαι λυπημένος

 

Γιατί εσύ δεν είσαι εδώ;

 

Και δεν θα κλάψω

 

Γιατί μετά

 

Τα μάτια μου

 

Δε θα ναι  τα ίδια.


Serenata amorosa

 

tú me quemabas, Atis

 

con tu boca pequeña

 

François Mauriac

 

 

Nada sé de ti

 

Sino la forma

 

Como el sol muriente

 

Recibe tu figura

 

Yo no conozco de ti

 

El día, el cierzo,

 

La sucesión del mar

 

Cantando tu huida

 

La palabra bella,

 

El Ambar. No los sé:

 

Sólo presiento

 

Tu rostro

 

Sólo sospecho

 

Tu voz

 

Sólo el dolor

 

Si es que ausente

 

Dime si es la luz

 

Aquello que se anuda

 

A tu sombra o tal vez

 

La huella

 

Que en tus manos:

 

La huella

 

De

 

La

 

Luna


 

Ερωτική σερενάτα

 

εσύ με έκαιγες , Άτη

 

με το μικρό σου στόμα

 

Φρανσουά Μωριάκ

 

 

Τίποτα δε ξέρω για σένα

 

Μόνο τον τρόπο

 

Με τον οποίο ο ήλιος που πεθαίνει

 

Παίρνι τη μορφή σου

 

Και δε ξέρω για σένα

 

Τη μέρα, el cierzo,

 

Τη διαδοχή της θάλασσας

 

Καθώς τραγουδά τη φυγή σου

 

Η όμορφη λέξη,

 

Είναι Κεχριμπάρι. Δεν τις ξέρω:

 

Μόνο προαισθάνομαι

 

Το πρόσωπό σου

 

Μόνο υποπτεύομαι

 

Τη φωνήσου

 

Μόνο τον πόνο

 

Κι ακομα είσαι απούσα

 

Πες μου αν είναι το φως

 

Εκείνο που γειτνιάζει

 

Με τη σκιά σου η ίσως

 

Το σημάδι

 

Που υπάρχει μες στα χέρια σου:

 

Το χνάρι

 

Της

Σελήνης

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


A Federico Hölderlin

 

 

Tan lejos de ti mismo

 

Como cerca

 

Del duro y sacro reino

 

En espera del sol

 

Junto al cielo naranja

 

Tan cerca

 

En espera del sol

 

Tras una tapia

 

De maderas

 

Hierba en el suelo

 

Y titubeas ante todo

 

Ante el cielo

 

Ante los dos rostros

 

Del ciego alado loco

 

Dulce como el recuerdo

 

Dulce como el olvido

 

Azul como el recuerdo

 

Azul como olvidar

 

Y mira

 

A Federico Hölderlin

 

Al fondo del valle

 

Brillando bajo el agua

 

Y los infinitos resplandores

 

Ciego como una estrella

 

 

 

 

 

Στον  Φρειδερίκο Χέλντερλιν

 

 

Tόσο μακριά απ’ τον εαυτό σου

 

Όπως κοντά

 

Απ’ το σκληρό και ιερό βασίλειο

 

Εν αναμονή του ήλιου

 

Δίπλα στον πορτοκαλί ουρανό

 

Tόσο κοντά

 

Eν αναμονή του ήλιου

 

Πίσω από ένα φράκτη

 

Από μαδέρια

 

Και  τη χλόη στο έδαφος

 

διστάζεις πριν απ’ όλα

 

Μπροστά στον ουρανό

 

Μπροστά στα δυο πρόσωπα

 

Toυ φτερωτού ττυφλού και τρελού  

 

Γλυκός όπως η ανάμνηση

 

Γλυκός όπως η λησμονιά

 

Γαλάζιος όπως η ανάμνηση

 

Γαλάζιος όπως όταν λησμονάς

 

Και κοίτα

 

Τον Φρειδερίκο Χέλντερλιν

 

Στο βάθος της πεδιάδας

 

Καθώς λάμπει κάτωω απ’ το νερό

 

Και τις ατέλειωτες αντανακλάσεις

 

Τυφλός σαν ένα άστρο


Los Idus de octubre: Oda piel roja a Publio Virgilio

 

Algún día no serás

 

más que ceniza, sombra,

 

un nombre vano.

 

Aulo Persio

 

 

Gran Jeje-Un-Lado-del-Cielo jamás conoció en persona, cercanamente, a ningún poeta cara pálida. A aquéllos que como poetas le habían sido presentados (o algo así) había oído mentir. Y, Dichtung und Warheit, el resto no existe. Poesía es Verdad. Y así quedó siempre en el corazón de Gran Jefe la nostalgia de no haber conocido un Poeta cara pálida en persona, quedar en silencio junto a él, sonreír ante lo mismo, saber, igual, que en cada mal suceso existe una esperanza und so fort. A cambio de ello había tratado de soportar mutiladores de la sintaxis, denigradores de José Santos Chocano, amanuenses para quienes Virgilio resultaba tan conocido como el cero absoluto de Kelvin, y ello pese a que los idus de octubre estaban consagrados por su nacimiento cual si lo fueren por el de algún dios.

 

 

En las praderas de Roma

 

Hay un cara pálida

 

Que no miente: Publio

 

Virgilio. El gran Homero

 

Dormía alguna vez. Virgilio

 

Nunca. Y su dorado corazón

 

Se extendía entre los campos

 

Para dar al céfiro

 

Su dorado afán, las hierbas,

 

El agua del Ponto, las flores:

 

Y quizás aún el dolor:

 

Como una extraña flor

 

A quien el sol contempla

 

Lejos del prado

 

Mientras muere

 

Como una extraña flor

 

A quien el arado corta

 

Lejos del prado.

 

Velut prati.

 

Ultima flor...

 

¿Dónde estará mi Eneida?


 

 

Οι Ίδοι του Οκτώβρη: Ωδή κόκκινου δέρματος στον Πούμπλιο Βιργίλιο

 

Κάποια μέρα δεν θα είσαι

 

παρά σταχτη, σκιά,

 

ένα μάταιο όνομα.

 

Aulo Persio

 

Ο Μεγάλος Αφέντης-Από τη μια Μεριά -Του Ουρανού ποτέ δε γνώρισε προσωπικά, κι από κοντά, κάποιον ποιητή με ωχρό πρόσωπο. Εκείνους που ως ποιητές του είχαν παρουσιαστεί (η κάπως έτσι) τους είχε ακούσει να ψεύδονται. Και, Dichtung und Warheit, και το υπόλοιπο δεν υπαρχει. Η Ποίηση είναι Αλήθεια. Κι έτσι απέμεινε για πάντα στην καρδιά του Μεγάλου Αφεντικού η νοσταλγία ότι δεν είχε γνωρίσει έναν Ποιητή με ωρό πρόσωπο προσωπικά, για να καθίσει στη σιωπή δίπλα του, να χαμογελάσει μαζί του, να μάθει, παρομοίως ,ότι για κάθε κακό γεγονός υπάρχχει μια ελπίδα und so fort. Σε αντίθεση μ’ αυτό είχε προσπαθήσει να ανεχτεί τις συγκοπές της σύνταξης , τους δυσφημιστές  του Χοσέ Σάντος Τσοκάνο, τους στενογράφους  για τους οποίους  ο  Βιργίλιος τελικά ήταν τόσο γνωστός όπως το απόλυτο μηδεέν του Κέλβιν, κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι Ίδοι του Οκτώβρη  ήταν καθιερωμένοι από τη γέννησή τους σαν να είχαν καθιερωθεί από ένα θεό.

 

Στους λιβαδότοπους της Ρώμης

 

Υπάρχει ένα χλωμό πρόσωπο

 

Που δεν ψεύδεται: Ο Πούμπλιος

 

Βιργίλιος. Ο μεγάλος Όμηρος

 

Κοιμούνταν κάποια φορά. Ο Βιργίλιος

 

Ποτέ. Και η χρυσή του καρδιά

 

Απλώνονταν μέσα στους κάμπους

 

Για να δώσει στον Ζέφιρο

 

Το χρυσό του ζήλο, τα χόρτα,

 

Το νερό του Πόντου, τα λουλούδια:

 

Κι ίσως ακόμα τον πόνο:

 

   Σαν ένα ποαράξενο λουλούδι

 

Για κείνον που τον ήλιο θωρεί

 

Μακριά από το λιβάδι

 

Ενώ πεθαίνει

 

Σαν ένα παράξενο λουλούδι

 

Για κείνον  που το αλέτρι κόβει

 

Μακριά από το λιβάδι.

 

Velut prati.

 

Έσχατο λουλούδι...

 

Που να βρίσκεται η Αινειάδα μου;


Landscapes

 

 

Lago de Constanza

 

En Radolfzell am Bodensee

 

Entre las maderas

 

Brilla el agua

 

Y el cielo flamígero

 

Azul

 

Llega la luna

 

La luna oscura

 

Y roja

 

Y el agua desciende

 

Del cielo

 

Es la lluvia.

 

Tübingen

 

a Hölderlin le fou

 

Desde la torre

 

Puede verse

 

El plumaje blanco

 

De los cisnes

 

Desde la taberna

 

Alguien contempla

 

Como una vez

 

Los cisnes

 

Suiza

 

St. Maurice

 

A mi hermano Max

 

Entre los Alpes

 

La noche es más clara

 

Y hay una profundidad

 

 

 

De flores absinto

 

Violetas de genciana

 

Menta

 

El aire obscuro

 

De la noche

 

Es así con la dulzura

 

De la luna

 

Italia Bérgamo

 

Claro de luna

 

De Bérgamo

 

Espléndida


 

 

Τοπία

 

 

Λιμνη της Κωστάντζας

 

  Στο Radolfzell am Bodensee

 

Ανάμεσα στα ξύλα

 

Λάμπει το νερό

 

Κι ο ουρανός σαν φλαμίγκο

 

Γαλάζιος

 

Καταφτάνει η σελήνη

 

Η σκοτεινή και κόκκινη

σελήνη

 

 

Και το νερό κατεβαίνει

 

Απ’ τον ουρανό

 

Είναι η βροχή.

 

Τίμπιγκεν

 

στον Χέλντερλιν τον τρελό

 

Από τον πύργο

 

Μπορεί κανείς να δει

 

Το λευκό πτίλωμα

 

Των κύκνων

 

Από την ταβέρνα

 

Κάποιος παρατηρεί

 

Σαν να ήταν η πρώτη φορά

 

Τους κύκνους

 

Ελβετία

 

Σεντ.Μόριτς

 

Στον αδερφό μου Μαχ

 

Ανάμεσα στις Άλπεις

 

Η νύχτα είναι πιο διάφανη

 

Κι υπαρχει ένα βάθος

 

Από λουλούδια  absinto

 

Θαμνώδεις βιολέτες

 

μέντα

 

Ο σκοτεινός αέρας

 

Της νύχτας

 

Είναι ίδιος με τη γλύκα

 

Της σελήνης

 

Ιταλία

    Μπέργκαμο

 

 

Διαφάνεια της σελήνης

 

Του Μπέργκαμο

 

Λαμπρή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Stabat Máter

 

 

Stabat Máter

 

Esperando en la comisaría

 

Ante la sorna del alférez

 

Stabat Máter

 

Aguardando que concluya

 

La voraz semiología

 

De los médicos

 

Stabat Máter

 

Descuajeringada entregada

 

A obstetrices somnolientas

 

Stabat Máter

 

Sola en la noche

 

Stabat Máter

 

En las vitrinas

 

En el día de la madre

 

Stabat Máter

 

Once veces dolorosa

 

Stabat

 

Máter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Stabat Máter

 

 

Stabat Máter

 

Περιμένοντας στο σταθμό της Χωροφυλακής

 

Κάτω απ’ το άγρυπνο βλέμα του υπαστηνόμου

 

Stabat Máter

 

Αμαμένοντας να ολοκληρωθεί

 

Η σαρκοβόρα σημειολογία

 

Των γιατρών

 

Stabat Máter

 

Descuajeringada entregada

 

A obstetrices somnolientas

 

Stabat Máter

 

Μόνη μες στη νύχτα

 

Stabat Máter

 

Στις βιτρίνες

 

Τη μέρα της Μητέρας

 

Stabat Máter

 

Έντεκα φορές πονεμένη

 

Stabat

 

Máter

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A un suicida en una piscina



No mueras más
Oye una sinfonía para banda
Volverás a amarte cuando escuches
Diez trombones
Con su añil claridad
Entre la noche
No mueras
Entreteje con su añil claridad
Por lo que Dios más ame
Sal de las aguas
Sécate
Contémplate en el espejo
En el cual te ahogabas
Quédate en el tercer planeta
Tan sólo conocido
Por tener unos seres bellísimos
Que emiten sonidos con el cuello
Esa unión entre el cuerpo
Y los ensueños
Y con máquinas ingenuas
Que se llevan a los labios
O acarician con las manos
Arte purísimo
Llamado música
No mueras más
Con su añil claridad.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σε έναν αυτόχειρα σε μια πισίνα

 

Μη πεθάνεις άλλο

Άκου τη συμφωνία για τη  μπάντα

Θα αγαπηθείς ξανά όταν την ακούσεις

Δέκα τρομπόνια

Με τη λουλακιά τους διαύγεια

Μέσα στη νύχτα

Μη πεθάνεις

Συνυφαίνει με τη λουλακιά της διαύγεια

Αυτό που  ο θεός πιο πολύ αγαπά

Αλάτι των νερών

Στέγνωσε

Κοιτάξου στον καθρέφτη

Μπροστά στον οποίο θα πνιγόσουν

Μείνε στον τρίτο πλανήτη

Που είναι  γνωστός μόνο

Για τα πανέμορφα όντα του

Που στέλνουν ήχους με τον τράχηλο

Και τα ενύπνια

Και με απλοϊκές  μηχανές

Που φέρονται ως τα χείλη

Η που χαϊδεύουν με τα χέρια

Τέχνη απόλυτα καθαρή

Επονομαζόμενη μουσική

Μη πεθάνεις άλλο

Με τη λουλακιά της διαύγεια

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Luis Hernández

 ( 1941- 1977)

 

Datos Biogficos

Poeta peruano de la Generación del 60.Luis Hernández estudió en la Pontificia Universidad Católica del Perú, y luego en la Universidad Nacional Mayor de San Marcos. A la par de su profesión de médico, Hernández cultivó la poesía y fue uno de los más conspicuos representantes de la denominada Generación del 60. Fue uno de los primeros en incorporar el humor y las citas metatextuales en la poesía peruana. Dueño de una obra singularísima, Hernández es también uno de los responsables de la incorporación en la poesía peruana de la astronomía y de las ciencias en general. Por ello, junto al humor de sus versos, no es infrecuente hallar en los originales de su obra "pentagramas espaciales" o la forma como el astrónomo alemán Johannes Kepler graficó la llamada "música de las estrellas", así como muchas otras referencias científicas.En vida, Hernández publicó tres poemarios: Orilla (Lima, La Rama Florida, 1961), Charlie Melnick (Lima, La Rama Florida, 1962) y Las Constelaciones (Trujillo, Cuadernos Trimestrales de Poesía, 1965). A pesar de mostrar los vestigios de una idea poética innovadora y vital, estas obras fueron tibiamente recibidas por la crítica especializada. Tras la aparición de Las Constelaciones, Hernández renuncia a la publicación formal de sus escritos. Hasta su fallecimiento, el poeta publicó en algunas revistas, diarios y antologías. A partir de 1970, Hernández comenzó la heterodoxa práctica que lo llevó a convertirse en una casi leyenda urbana: redactó a mano sus versos en innumerables cuadernos, en los que su bella caligrafía se aunaba a la fuerza de su voz poética. Dichos cuadernos muchas veces los regaló a amigos o, incluso, a personas que no tenían interés en la literatura. La utilización de estos cuadernos y otros diversos materiales (tales como servilletas, telas, y demás) no debe verse sino como otra forma de practicar la poesía por parte de Hernández, en donde toma prepoderancia una voluntad hológrafa que desde siempre había estado presente en el vocabulario del poeta. De este modo, podemos apreciar que tanto la caligrafía como los dibujos, los recortes de prensa que pegó y los poemas ajenos que tradujo e incorporó, toman mayor protagonismo en el corpus poético de Hernández. Esta ingente cantidad de poemas dispersos y novedosos tomaron forma en Vox horrísona(Lima, Ediciones Ames, 1978), que Nicolás Yerovi compiló y publicó.En los años 70 Nicolás Yerovi empezó, con permiso de Hernández, a reunir sus cuadernos con miras a preparar una edición de su obra completa, Vox horrísona (1978). Al no ser una edición facsimilar, el aspecto gráfico de la obra de Hernández quedó de lado, con la excepción de algunas pocas páginas de los cuadernos reproducidas en la sección "Ilustraciones". Después de la publicación de Vox Horrísona, más cuadernos aparecieron, algunos de los cuales ya han sido publicados. Reproducciones digitales de varios cuadernos ellos pueden ser encontradas en la Pontificia Universidad Católica del Perú. Esta institución también posee algunos manuscritos del poeta y continúa buscando nuevos textos para resguardarlos o, al menos, preservarlos digitalmente.Luis Hernández falleció en 1977, en la ciudad de Buenos Aires, adonde había viajado para tratarse una enfermedad mental. El poeta se suicidó lanzándose a las vías de un tren; puesto que según lo que él manifiesta en una carta a su amada Betty su pareja o como él la llamaba "frazadita", su felicidad estaba fuera de toda esperanza. Según el actor peruano Reynaldo Arenas amigo de Luis, el poeta murió en un enfrentamiento con los policías y luego fue arrojado a los rieles. Entre agosto y septiembre de 2008 apareció el libro La armonía de H. Vida y poesía de Luis Hernández Camarero del periodista Rafael Romero Tassara (Jaime Campodónico Editor, 2008) en el cual se sugiere que Luis Hernández realmente habría sufrido un accidente, refutando la muy extendida versión del suicidio y a su vez la idea de que pudiera haber muerto a manos de la milicia argentina. El libro muestra con una variedad de documentos que Hernández sí estuvo durante un período largo internado en la clínica García Badaracco así como muchos datos alrededor de su muerte que hasta la fecha se habían obviado, entre ellos, por ejemplo, que el día de la muerte del poeta no hubo operativos militares en la zona, tal como lo han informado muchas ONG´S especializadas en el tema de la violencia política argentina y aparece en el libro. La armonía de H... ha puesto en circulación muchas claves sobre la obra de Luis Hernández, y una gran cantidad de fotografías y poemas, todos ellos inéditos hasta el momento en que apareció la publicación. Entre ellos se encuentra la llamada "Libreta Bayer", que está ubicada en el bolsillo posterior del volumen y se ha repoducido con las mismas dimensiones que el original. Así también, La armonía de H trae más de 40 manuscritos inéditos, hechos por Luis Hernández en diversos períodos de su vida. La crítica ha considerado que el libro de Romero Tassara es «una exhaustiva y magistral biografía de este gran poeta» que desvirtúa con pruebas algunas falsas imágenes en la percepción popular, como que Luís Hernández dio "un único recital en toda su vida" o que luego de Las Constelaciones no publicó más. La armonía de H... muestra de forma documentada que Hernández, tras la aparición de Las Constelaciones, publicó mucho en revistas, dato perdido en el tiempo y que ha sido rescatado por la investigación de Romero Tassara. Como producto de más de 70 entrevistas a parientes (amigos y conocidos) y un archivo documental que empieza en 1948 y termina el año 2007, esta es la primera biografía completa del poeta así como un acercamiento real a su obra.

En el año 2017, la Casa de la Literatura Peruana organizó, en conjunto con la familia Hernández Camarero y con el apoyo del fotógrafo Herman Schwarz -quien guarda un amplio archivo sobre el poeta-, la exposición "El sol lila: constelaciones poéticas de Luis Hernández", un recuento -acaso el más extensivo realizado hasta el momento- de su vida, obra y trascendencia que acercó al poeta a miles de lectores a través de la presentación de sus cuadernos ológrafos (en formato original y facsimilar) y de cartas, fotografías, videos, audios, testimonios y objetos relacionados al poeta. En ella, participaron amigos como los hermanos Larco, sus hermanos Carlos y Máx, y la editorial independiente Pesopluma, que desde el año 2015 viene publicando al autor y trabajando en la recuperación de su obra a través de la reproducción facsimilar de sus cuadernos manuscritos en la colección Cuadernos Ológrafos de Luis Hernández, que busca revalorizar la estética original del poeta.Orilla (1961),Charlie Melnick (1962),Las Constelaciones (1965),Vox Horrísona(1970), que incluye la mayoría de sus poemarios.

 

Ο Λουίς Ερνάντεθ είναι ο σημαντικότερος Περουβιανός ποιητής της γενιά του 1960. Γεννήθηκε στο Περού και πέθανε στο Μπουένος Άιρες το 1977 υπό συνθήκες αδιευκρίνιστες. Η μια εκδοχή, η επίσημη, είναι ότι λόγω της κατάθλιψής του πήγε στο Μπουένος Άιρες για να τη θεραπεύσει, αλλά έπεσε στις ράγες του τρένου. Ο φίλος του, ο γνωστός  ηθοποιός Ρεϊνάλντο Αρένας υποστήριξε ότι σκοτώθηκε σε μια σύγκρουση με την αστυνομία και μετά μεταφέρθηκε στις ράγες του τρένου. Η ποίησή του εισάγει έναν αυθεντικό μοντερνισμό στην ποίηση της γενιάς του με αφομοιωμένες επιρροές από την αμερικανική και ευρωπαϊκή ποίηση. Ξεχωρίζει η λιτότητα του στίχου του και η πολιτική και κοινωνική διάσταση της ποίησής του όπως και η διακειμενικότητα στο έργο του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Datos del traductor

 

 

 

Στέλιος Καραγιάννης-Stelios Karayanis

 

 

 


 

Ο Στέλιος Καραγιάννης γεννήθηκε στη Σάμο το 1956. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος μεταφραστής και ισπανιστής. Το 1993 τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης "Ν. Βρεττάκος" από το Δήμο Αθηναίων. Το 1997 ήταν υπότροφος της Ισπανικής Κυβέρνησης ως ισπανιστής. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Συγκριτικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου τηςΓρανάδας. Δημοσίευσε στην Ελλάδακαι την Ισπανία δοκίμια για νεοέλληνες και Ισπανούς ποιητές, φιλοσόφους και δοκιμιογράφους. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στα ισπανικά, στα αγγλικά και τα γερμανικά. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων της Γρανάδας, ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ισπανιστών, μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος του PEN CLUB Ελλήνων Λογοτεχνών. Τώρα διευθύνει τη Διεθνή Επιθεώρηση Ποίησης, Διηγήματος και Θεωρίας της ποίησης Εκάτη Ars Poetica και την ομώνυμη σειρά βιβλίων ποίησης και θεωρίας της ποίησης των εκδόσεων Εκάτη.

 

 

 

 

 

 

Stelios Karayanis (Samos, 1956), es un poeta y ensayista representativo de la generación del 80, hispanista y traductor. Obtuvo el premio de poesía Nikiforos Vrettakos del Ayudamiento deAtenas el año 1993. EsDoctor deFilosofíaModernapor laUniversidaddeIoaninadeGrecia y Doctor de Teoria de Literatura y de Literatura Comparada por la Universidad de Granada. Es miembro de la Academia de Buenas Letras de Granada, uno de los fundadores de la Asosiación de los Hispanistas Griegos, miembro de la Asociación Naciolal de los Escritores Griegos y miembo de Pen Club. Imparte clases de Literatura Española en la Univeridad Abierta de Grecia desde el año 2005. Fué director de la Revista Internacional de Poesía Erato Ars Poetica y ahora es director de Hécate poesia, Ars Poetica, Revista Internacional de Poesía, Cuento y Teoría Poética. Dirige la Revista Hecate Ars Poetica y la serie de libros de Poesía y Ensayo Hécate Ars Poetica. Actualmente vive en Atenas.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

POESIA SALVADORIANA CONTEMPORANEA,Juana M.Ramos

POLIMNIA Num 12, Julio de 2025- ΠΟΛΥΜΝΙΑ Νο 12, Ιούλιος 2025

ΠΟΛΥΜΝΙΑ, Νο 13. ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2025/ POLIMNIA, Num 13. AGOSTO DE 2025