POETRY OF USA,Gwendolyn Brooks
3 Poems of Gwendolyn Brooks
3 Ποιήματα της Γκουέντολυν Μπρούκ
Translation: Stelios Karayanis Μετάφραση :Στέλιος Καραγιάννης
Gwendolyn Elizabeth Brooks (June 7, 1917 – December 3, 2000) was an American poet, author, and teacher. Her work often dealt with the personal celebrations and struggles of ordinary people in her community. She won the Pulitzer Prize for Poetry on May 1, 1950, for Annie Allen, making her the first African American to receive a Pulitzer Prize.
Throughout her prolific writing career, Brooks received many more honors. A lifelong resident of Chicago, she was appointed Poet Laureate of Illinois in 1968, a position she held until her death 32 years later. She was also named the Poet Laureate Consultant in Poetry to the Library of Congress for the 1985–86 term. In 1976, she became the first African- American woman inducted into the American Academy of Arts and Letters.[
Η ποιήτρια Γκουέντολυν Μπρούκς γεννήθηκε το 1917 και πέθανε το 2000.Βραβεύτηκε το 1950 με το βραβείο Πόύλιτζερ που απονεμήθηκε για πρώτη φορά σε αφροαμερικάνα συγγραφέα. Έζησε στο Σικάγο και της απονεμήθηκαν και άλλα σημαντικά βραβεία. Επίσης ήταν η πρώτη μαύρη γυναίκα που έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων το 1976.Τα ποιήματα της μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες.
The Crazy Woman
I shall not sing a May song. A May song should be gay. I'll wait until November And sing a song of gray.
I'll wait until November That is the time for me.
I'll go out in the frosty dark And sing most terribly.
And all the little people Will stare at me and say, "That is the Crazy Woman
Who would not sing in May."
Η τρελή γυναίκα
"Δεν θα τραγουδήσω ένα τραγούδι του Μάη Ένα τραγούδι θα πρέπει να είναι χαρούμενο Θα περιμένω ως το Νοέμβρη
Και θα τραγουδήσω ένα τραγούδι γκρίζο.
Θα περιμένω ως το Νοέμβρη
Αυτή θα είναι η κατάλληλη στιγμή για μένα Θα βγω απ’ τα σκοτάδια παγωμένη
Και θα τραγουδήσω απ’ τα βάθη της καρδιάς μου.
Και όλα τα ξωτικά
Θα με κοιτάξουν λέγοντας:
«Είναι αυτή η τρελή
που δεν μπόρεσε να τραγουδήσει το Μάη;»
M y D r e a m s , M y W o r k , M u s t W a i t T i l l A f t e r H e l l
I hold my honey and I store my bread In little jars and cabinets of my will. I label clearly, and each latch and lid I bid, Be firm till I return from hell.
I am very hungry. I am incomplete.
And none can give me any word but Wait, The puny light. I keep my eyes pointed in; Hoping that, when the devil days of my hurt Drag out to their last dregs and I resume
On such legs as are left me, in such heart As I can manage, remember to go home, My taste will not have turned insensitive To honey and bread old purity could love.
Τα όνειρα μου, οι δουλειές μου, θα πρέπει να περιμένουν την επιστροφή μου απ’ την κόλαση
Αποθηκεύω το μέλι μου και το μαλακό ψωμί μου σε βάζα και κουτιά προστατευμένα
τοποθετώντας τα καπάκια και τα καλύμματα
για να αντέξουν ως την επιστροφή μου από την κόλαση.
Πεινασμένη, νιώθω να ‘μαι ανεκπλήρωτη δεν ξέρω αν θα παρακαθίσω σε ένα δείπνο όλοι μου λένε πως πρέπει να περιμένω
το αμυδρό φως. Με τη ματιά μου σε εγρήγορση
ελπίζω πως όταν τελειώσουν αυτές οι σκληρές μέρες να βγω στα κλεφτά από το βάσανο μου
η καρδιά μου θα θυμηθεί σίγουρα πως θα φτάσω ως το σπίτι μου.
Και το γούστο μου δεν θα είναι αδιάφορο
στην καθαρότητα του ψωμιού και του μελιού.
A Sunset of the City
Already I am no longer looked at with lechery or love.
My daughters and sons have put me away with marbles and dolls, Are gone from the house.
My husband and lovers are pleasant or somewhat polite And night is night.
It is a real chill out, The genuine thing.
I am not deceived, I do not think it is still summer Because sun stays and birds continue to sing.
It is summer-gone that I see, it is summer-gone. The sweet flowers indrying and dying down,
The grasses forgetting their blaze and consenting to brown.
It is a real chill out. The fall crisp comes. I am aware there is winter to heed.
There is no warm house That is fitted with my need.
I am cold in this cold house this house
Whose washed echoes are tremulous down lost halls.
I am a woman, and dusty, standing among new affairs. I am a woman who hurries through her prayers.
Tin intimations of a quiet core to be my Desert and my dear relief
Come: there shall be such islanding from grief, And small communion with the master shore. Twang they. And I incline this ear to tin, Consult a dual dilemma. Whether to dry
In humming pallor or to leap and die.
Somebody muffed it? Somebody wanted to joke.
Ένα ηλιοβασίλεμα στην πόλη
Αν και δεν με βλέπουν πια με λαγνεία ή αγάπη.
Οι κόρες και οι γιοι μου μ’ έβαλαν εκεί με μάρμαρα και κούκλες, Έχουν φύγει από το σπίτι.
Ο σύζυγος και οι εραστές μου είναι ευχαριστημένοι ή κάπως ευγενικοί Κι’ η νύχτα είναι νύχτα.
Είναι μια πραγματική χαλάρωση, Κάτι το αληθινό.
Δε γελιέμαι δεν νομίζω ότι είναι ακόμα καλοκαίρι
Επειδή ο ήλιος είναι ψηλά και τα πουλιά συνεχίζουν να τραγουδούν.
Είναι το τέλος του καλοκαιριού αυτό που βλέπω, είναι η φυγή του καλοκαιριού Τα όμορφα λουλούδια ξεραίνονται και πέφτουν,
Τα χόρτα ξεχνούν τη λάμψη τους και γυρίζουν στο καφετί.
Είναι μια πραγματική χαλάρωση. Το φθινόπωρο έρχεται τσουχτερό. Ξέρω ότι καταφτάνει ο χειμώνας που πρέπει να χω το νου μου
Δεν υπάρχει ένα ζεστό σπίτι
Που θα ταίριαζε με τις ανάγκες μου. Κρυώνω σ’ αυτό το κρύο σπίτι αυτό το σπίτι
Που οι ξεθωριασμένες αντηχήσεις του τρεμουλιάζουν κάτω στις ερημικές του αίθουσες. Είμαι μια γυναίκα ώριμη , που μπαίνει σε καινούργιες σχέσεις.
Είμαι μια γυναίκα που δραπετεύει με γοργά βήματα μέσα απ’ τις προσευχές της.
Συγκαλυμμένες νύξεις μιας ήρεμης καρδιάς ας είναι Η έρημη κι η ακριβή μου χαλάρωση
Ελάτε: θα είναι μια τέτοια απομόνωση απ’ τη θλίψη, Και μια ελάχιστη επαφή με το στήριγμα του αφεντικού.
Γρατζουνίζουν. Και κλίνω αυτό το αυτί στον κασσίτερο, Συμβουλευτείτε ένα διπλό δίλημμα. Είτε για να ξεραθεί Στην ηχερή χλομάδα ή να χαθεί και να πεθάνει.
Κάποιος ήταν αδέξιος. Κάποιος ήθελε να αστειευτεί.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου